Πέμπτη 16 Απριλίου 2009

ΟΤΙ ΗΓΑΠΗΣΕ ΠΟΛΥ ( Β΄ ) - Αλεξανδρεύς

ΟΤΙ ΗΓΑΠΗΣΕ ΠΟΛΥΒ΄

Ό,τι ακολούθησε θέλω να σου πω. Αυτά που δε γράφτηκαν σε κανένα βιβλίο.
Γύριζα σαν την τρελλή στους δρόμους. Δεν είχα τίποτε από την προηγούμενη ζωή μου. Δεν είχα ούτε σπίτι, δεν ήθελα πλέον να ζω σε εκείνο το σπίτι -αλλά και ποιος να ρθει πια, ακόμα κι αν το ήθελα-, δεν είχα κομπόδεμα, δεν είχα ούτε ρουτίνα να φωλιάσω μέσα σ’ αυτή. Έπρεπε να τα ξαναχτίσω όλα από την αρχή.
Περπατούσα στους δρόμους κι έβλεπα να με δείχνουν. Μουρμούριζαν κάποιοι, κάποιοι άλλοι έβριζαν φανερά. Μέσα μου κρατούσα άγκυρα το πρόσωπό του. Ξεδιψούσα με τα λόγια του. Κάθε μορφή ανθρώπου νέου, γέρου αλλοιωνόταν για να γίνει τελικά η μορφή εκείνου. Κείνο το βράδυ πίστεψα ότι όλοι οι άνθρωποι μοιάζουν. Όχι μεταξύ τους. Αλλά γιατί όλοι μοιάζουν σε κείνον.
Είχα ξεχάσει την πείνα, τη δίψα, την κούραση. Έμοιαζε ο χρόνος να χει σταματήσει. Τα πόδια μου ήταν ελαφρά κι η καρδιά μου γεμάτη δύναμη. Είχε μιλήσει για μένα. Είχε διαφωνήσει με έναν από τους μαθητές του για χάρη μου. Είχε δεχθεί την προσφορά μου.
Ένας μόνο λόγος του έμενε σκοτεινός στο μυαλό μου. Είχε μιλήσει για τον ενταφιασμό του. Λόγος σκοτεινός για έναν νέο άντρα με σφρίγος και ζωντάνια. Λόγος περίεργος για κάποιον που τόσο αγαπούσε ο λαός ώστε να τον υποδεχθεί όχι απλώς σαν βασιλιά αλλά σαν μεσσία στην πόλη μας. Λόγος ακατανόητος για τον μόνο που όχι μια αλλά τρεις φορές είχε νικήσει το θάνατο. Στην δωδεκάχρονη κόρη του αρχισυνάγωγου, στο μικρό γιο της χήρας και τέλος στον τριήμερο νεκρό φίλο του είχε αντιπαλέσει με τον ανίκητο εχθρό και τον είχε κατατροπώσει. Γιατί λοιπόν μιλούσε για θάνατο; Για ενταφιασμό;


Όταν πια τα πόδια μου δεν άντεχαν άλλο κάθισα σε μια γωνιά του δρόμου και περίμενα. Έκλεισα τα μάτια και τον ένιωσα πλάι μου, είχε ανοίξει την αγκαλιά του και με περίμενε. Τρόμαξα. έδιωξα τη σκέψη γρήγορα απ’ το μυαλό μου. Το κάκισα που γεννούσε τέτοιες ιδέες. Όμως εκείνος ξαναγύριζε. Με ένα βλέμμα καθαρό, μια όψη λαμπερή, απαστράπτουσα κράταγε την αγκαλιά του ανοικτή και με περίμενε. Δεν ένιωθα πια η πόρνη. Δεν ένιωθα καν γυναίκα. Ένιωθα σαν το μικρό παιδί που θέλει να τρέξει πίσω στην αγκαλιά του πατέρα, στην μόνη αγκαλιά που του πρόσφερε ασφάλεια, σιγουριά, συγχώρεση. Τον άκουσα να μιλάει. “Μη φοβάσαι την αγάπη μου, μη φοβάσαι την αγάπη σου, μου είπε. Ούτε εγώ τη φοβάμαι. Η τέλεια αγάπη πετάει έξω κάθε φόβο. Αυτό είναι το δικό σου κλειδί για τον Παράδεισο: η αγάπη. Μην το πετάξεις.” Κάπου εκεί αποκοιμήθηκα.
Δεν θυμάμαι πως κύλησε η επόμενη μέρα. Εκείνο που δε θα ξεχάσω ποτέ είναι η επόμενη νύχτα. Ήταν αργά, ξημέρωνε. Γύριζα τα βήματά μου στην πόλη ψάχνοντας να τον δω έστω κι από μακριά. Τα πρώτα κοκόρια είχαν λαλήσει, όταν άκουσα λυγμούς. Λυγμούς αντρίκιους, βαριούς μαζί μ' ένα αναφιλητό. Μέσα στο φεγγαρόφωτο είδα έναν άντρα να κλαίει. Ένας άντρας που κλαίει είναι πάντα κάτι πολύ ξεχωριστό έστω κι αν είναι μόνος, στο σκοτάδι. Τον κοίταξα και τον γνώρισα. Ήταν μαθητής του. Ήταν αυτός που στεκόταν πάντα δίπλα του, ο πιο δυναμικός, εκείνος που θύμωσε με τον Ιούδα που τσιγγουνεύτηκε το δικό μου μύρο. Το κορμί του συνταραζόταν από τους λυγμούς κι ολότελα παράξενα για μένα το λάλημα ενός δεύτερου πετεινού έφερε νέο κύμα θλίψης στην ψυχή του. Ήθελα να τον πλησιάσω, να τον παρηγορήσω και ταυτόχρονα να τον ρωτήσω τι τον πόναγε τόσο. Μα τον φοβόμουν. Τόσα χρόνια είχα μάθει να φοβάμαι τους άντρες. Κοίταξα γύρω μου να δω πού βρίσκομαι. Είχα φτάσει έξω από την αυλή του Καϊάφα.
Κόσμος μπαινόβγαινε μέσα στη νύχτα, μα εκείνο που πάγωσε το κορμί μου ήταν όταν τον είδα. Δεν ήταν όπως εχθές. Τα χέρια του ήταν δεμένα και στο δεξί του μάγουλο φαινόταν καθαρά το αποτύπωμα μιας παλάμης. Ήταν κουρασμένος. Ήταν θλιμμένος, μα δυνατός. Γύρισε το βλέμμα και με κοίταξε. Όρκο παίρνω πως εκεί που στεκόμουν δεν φαινόμουν, κανενός δαυλού το φως δεν έφτανε ως το μέρος μου. Ωστόσο είμαι σίγουρη πως με κοίταξε και πως -μη με πάρετε για τρελλή- μου χαμογέλασε. Ένα χαμόγελο πικρό, μα ήρεμο. Ένα χαμόγελο που μου έφτανε για μια ζωή.
Όταν τον πήραν τόλμησα να προβάλλω από το σκοτάδι. Ρώτησα:
-Πού τον πηγαίνουν;
-Σαν ξημερώσει θα τον πάνε στον Πιλάτο, ήταν η απάντηση μαζί με ένα περιφρονητικό βλέμμα.
Ο άντρας με είχε αναγνωρίσει. Ο ανόητος δεν σκέφτηκε ποτέ ότι κι εγώ τον είχα αναγνωρίσει...
Αλεξανδρεύς

6 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Συγχαρητήρια στον Αλεξανδρέα για το υπέροχο κείμενο που μοιράστηκε μαζί μας.
Πραγματικά κείμενο -έλεγχος για όλους εμάς τους "πιστούς" που θεωρούμε τον εαυτόν μας σεσωσμένο. Το φρόνημα της πόρνης αν είχαμε θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τον εαυτόν σεσωσμένο.
Το έχουμε ; Πολύ φοβάμαι πως όχι. Ας τρέξουμε λοιπόν αύριο στους ναούς. Ας συγκινηθούμε επιφανειακά. Ας δακρύσουμε μερικοί, νομίζοντας πως ακουμπήσαμε , έστω και κατά τι, το Πάθος του Χριστού.
Πόσο γελοίοι είμαστε μερικές φορές.

Χ.Σ.

Νίκη είπε...

Το διάβασα χθες και σήμερα είναι πολύ καλό. Το πρόβλημα είναι ότι την συνέχεια θα την διαβάσω την Τρίτη του Πάσχα διότι τότε επανέρχομαι στην εργασία μου όπου και έχω πρόσβαση στο ίντερνετ. Εύχομαι σε όλους τους αναγνώστες «καλό Πάσχα». Καλή αντάμωση την Τρίτη…..

Ανώνυμος είπε...

Π. Καλό... Μην σταματήσεις... Περιμένω με ανυπομονησία το μονόλογο του ληστή

Ανώνυμος είπε...

Εσύ τα γράφεις Τάσο αυτά; Αν όχι, Πότε θα δούμε δικά σου; Ξέω ότι γράφεις όσο καλά μιλάς

Βερονίκη είπε...

Χαίρετε!Πρώτη φορά μπαίνω στο blog σας και αφορμή στάθηκε η ανάρτηση του άρθρου "Οτι ηγάπησε πολύ" του Αλεξανδρέα.
Χαίρομαι πάρα πολυ, ενθουσουσιάζομαι και συγκινούμαι διότι το θέμα της πόρνης και για το ποιος και πώς θα σωθεί αυτός το συζητούσαμε με τον Αλεξανδρέα και με άλλη παρέα ταξιδεύοντας για Λάρισα...
Τότε είχα συγκλονιστεί...
Ο Αλεξανδρέας παίρνει τον λόγο και λέει περίπου, απ'όσο θυμάμαι:
"Πείτε μου...Εάν ζούσαμε στην εποχή του Χριστού και βλέπαμε μια πόρνη να αλοίφει τα πόδια του Χριστού με τα μαλλιά της δεν θα σκανδαλιζόμασταν;"."Θα βάζαμε χίλια δυο με το νου μας.". "Θα πιστεύαμε στον Χριστό και θα ήμασταν η μερίδα που θα τον αγαπούσε ή σαν τους Φαρισαίους θα Τον παρεξηγούσαμε και θα Τον σταυρώναμε;"
Ευχαριστώ για την ευκαιρία να καταλάβω περισσότερο εις βάθος τον τρόπο σκέψης και αγάπης του Χριστού Αλεξανδρέα.
Καλή Ανάσταση σε όλους!!!

Βερονίκη

αφ' τό λογιστήριο είπε...

Ευγνωμόνως:

http://www.anixneuseis.gr/%cf%84%ce%bf-%cf%86%ce%b1%ce%b9%ce%bd%cf%8c%ce%bc%ce%b5%ce%bd%ce%bf-crowdism-%cf%80%cf%8e%cf%82-%ce%bc%ce%b9%ce%b1-%ce%bc%ce%b9%ce%ba%cf%81%ce%ae-%ce%bf%ce%bc%ce%ac%ce%b4%ce%b1-%ce%b1%ce%bd/comment-page-3/#comment-922029