Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

Από το θάνατο στη ζωή: Το Μυστήριο του Χριστού και ο ρόλος του θανάτου στη χριστιανική ανθρωπολογία - π. John Behr

Από το θάνατο στη ζωή: Το Μυστήριο του Χριστού και ο ρόλος του θανάτου στη χριστιανική ανθρωπολογία
π. John Behr

από το intv.gr εδώ

π. John Behr
Κοσμήτωρ και Καθηγητής Πατρολογίας
 του Ορθόδοξου Θεολογικού Σεμιναρίου του Αγίου Βλαδίμηρου (Νέα Υόρκη, Η.Π.Α.)

Το χριστιανικό Ευαγγέλιο, ότι δηλ. ο Χριστός «θανάτῳ θάνατον πατήσας καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασιν, ζωήν χαρισάμενος», απευθύνεται στον καθένα μας και σε κάθε εποχή. Τίποτε δεν είναι περισσότερο σημαντικό, από αυτήν τη διακήρυξη. Θα ήθελα να επισημάνω, ωστόσο, ότι και τίποτε δεν είναι περισσότερο δύσκολο σήμερα, καθώς ο τρόπος που κατανοούμε τη σχέση ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο έχει θεμελιωδώς μεταβληθεί κατά τη διάρκεια του τελευταίου αιώνα, μ’ έναν τρόπο πράγματι ριζικό, μετατοπίζοντας την όλη συζήτηση σ’ ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο, τουλάχιστον όσον αφορά στη Δύση, και ιδιαίτερα στην ολοένα και περισσότερο εκπολιτισμένη Δύση.
Αυτό που έχω στο μυαλό μου είναι το εξής: πολύ λίγοι άνθρωποι σήμερα (στη Δύση) βλέπουν στην πραγματικότητα το θάνατο. Γνωρίζουμε ότι οι άνθρωποι πεθαίνουν, και βλέπουμε τη σορό τους. Αλλά σε σύγκριση με την κατάσταση που επικρατούσε τον προηγούμενο αιώνα, υπάρχει μια αξιοσημείωτη διαφορά. Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι περισσότεροι άνθρωποι θα είχαν βιώσει την εμπειρία του θανάτου ενός ή περισσοτέρων συγγενικών προσώπων τους, πριν την ενηλικίωση, όπως επίσης και την εμπειρία του θανάτου του ενός ή και των δυο γονέων πριν φτάσουν στην ώριμη ηλικία (ενώ σήμερα οι γονείς μας ζούν πολύ περισσότερο από το προσδόκιμο των προηγούμενων ετών). Οι κοιμηθέντες αδελφοί, γονείς και γείτονες θα παρέμεναν στο σαλόνι του σπιτιού, ενώ οι φίλοι και γείτονες θα τους θρηνούσαν, θα έπλεναν το σώμα τους και θα τους προετοίμαζαν για την κηδεία, μέχρι να μεταφερθούν από το σπίτι στην εκκλησία, όπου θα τους εμπιστεύονταν στα χέρια του Θεού και στη συνέχεια θα ενταφιάζονταν.

Στις μέρες μας, ωστόσο, η σορός περνάει το συντομότερο δυνατό, στη φροντίδα των επαγγελματιών, στους εργολάβους κηδειών, οι οποίοι προχωρούν στην ταρρίχευση του σώματος, έτσι ώστε να αποκτήσει την καλύτερη δυνατή εικόνα, ενώ στη συνέχεια, τοποθετείται κάτω απο τον κατάλληλο φωτισμό σε ένα γραφείο κηδειών, προκειμένου να δείχνει ζωντανό, με την ελπίδα οτι θα μπορέσουμε να κάνουμε ένα σχόλιο του τύπου «δεν τον έχω ξαναδεί σε τόσο καλή κατάσταση»! Έτσι το φέρετρο παραμένει συχνά κλειστό κατά τη διάρκεια της νεκρώσιμης ακολουθίας. Ή όπως, όλο και περισσότερο, συμβαίνει στις μέρες μας, δεν υπάρχει καν νεκρώσιμη ακολουθία: η σορός απορρίπτεται σ’ ένα χώρο αποτέφρωσης, και στη συνέχεια, κάποια στιγμή πραγματοποιείται ένα «μνημόσυνο», όπου το πρόσωπο τιμάται χωρίς ωστόσο, να είναι σωματικά παρόν.
Όλα αυτά φανερώνουν μια πολύ αμφιλεγόμενη και ανησυχητική στάση απέναντι στο σώμα: δεν βλέπουμε πλέον το θάνατο, καθώς το ενδιαφέρον μας στρέφεται τώρα ολοένα και περισσότερο προς το σώμα. Ενδιαφερόμαστε και φροντίζουμε το σώμα μας περισσότερο απο κάθε άλλη προηγούμενη γενιά, κι αυτό μπορεί να γίνεται κάτω απο μια επίφαση χριστιανικής θεολογίας, με το επιχείρημα ότι η «πίστη μας είναι σαρκωμένη», όπου το σώμα κατανοείται ως ο ναός του αγίου Πνεύματος. Αλλά τότε κατά τη στιγμή του θανάτου, απαλλασσόμαστε απο τα δεσμά του θνητού σώματος, και σκεφτόμαστε το «πρόσωπο» απελευθερωμένο από το σώμα. Σήμερα, ζούμε ως ηδονιστές και πεθαίνουμε ως Πλατωνιστές!
Είναι όντως αλήθεια ότι, σήμερα δεν βλέπουμε πλέον το θάνατο: δεν ζούμε μαζί του, σαν να είναι μια καθημερινή πραγματικότητα, όπως συνέβαινε στις προηγούμενες γενιές πριν από εμάς. Αυτό φαίνεται με πολλούς τρόπους. Ως ένα απλό παράδειγμα θα μπορούσαμε να σκεφτούμε τον τρόπο με τον οποίο, μιλάμε στις μέρες μας για το θάνατο, ως ένα είδος ηθικής αποτυχίας: ο τάδε «έχασε τη μάχη με την επάρρατο νόσο».
Στα τέλη του προηγούμενου αιώνα, η εκ μέρους μας «άρνηση του θανάτου» αποτέλεσε αντικείμενο ιδιαίτερης συζήτησης. Ωστόσο, κατά την γνώμη μου, το πρόβλημα είναι βαθύτερο και πιο δύσκολο. Εαν είναι αλήθεια ότι ο Χριστός μάς έδειξε, τι σημαίνει να είναι Θεός, με τον τρόπο που πεθαίνει ως άνθρωπος, τότε, πολύ απλά, εάν δεν «βλέπουμε» πλέον το θάνατο, δεν βλέπουμε εξίσου και το πρόσωπο του Θεού.
Το γεγονός ότι ο Χριστός μάς δείχνει τι σημαίνει να είναι Θεός, με τον τρόπο που πεθαίνει ως άνθρωπος, συνοψίζει τον πυρήνα της θεολογίας των συμβόλων και των δογματικών όρων των αρχαίων Συνόδων. Μάς δείχνει τι σημαίνει να είναι Θεός (όχι ποιος), καθώς είναι ομοούσιος με τον Πατέρα. Και μάς το δείχνει αυτό με τον τρόπο που πεθαίνει ως άνθρωπος – όχι απλά με το θάνατό του αλλά με τον τρόπο που πεθαίνει: «θανάτῳ θάνατον πατήσας». Το τι σημαίνει ότι είναι άνθρωπος και τι Θεός –θάνατος και ζωή– μας παρουσιάζονται ταυτόχρονα, στην μια και μοναδική υπόσταση, με ένα «πρόσωπο».
Εκφράζοντας με τον τρόπο αυτό την αδυναμία και την ανικανότητα της ανθρώπινης ουσίας –ότι δηλαδή ό,τι κι αν κάνουμε θα πεθάνουμε– με τον τρόπο αυτό και τίποτε λιγότερο, ο Χριστός μας δείχνει τι σημαίνει ότι είναι Θεός, διότι η «γάρ δύναμίς μου ἐν ασθενείᾳ τελειούται» (Β΄ Κορ. 12:9). Το ευαγγελικό αυτό μήνυμα –ότι δια του θανάτου του, ο Χριστός κατάργησε τον θάνατο, χορηγώντας μας έτσι τη ζωή και απαλλάσσοντάς μας, όχι απο τον ίδιο τον θάνατο, αλλά από κάτι πιο σημαντικό, από τον φόβο του θανάτου (Εβρ. 2:15)– οφείλει να είναι η αφετηρία του προβληματισμού μας για τον ρόλο του θανάτου στην πνευματική ζωή, όπως άλλωστε συμβαίνει και σε ολάκερη τη θεολογία.
Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να έχουμε επίγνωση της ανάγκης μεταμόρφωσης της προοπτικής, η οποία είναι απαραίτητη προκειμένου να φτάσουμε σε μια αυθεντικά θεολογική προοπτική. Αυτή η μεταμόρφωση είναι παρόμοια με τη μετάβαση απο τα Συνοπτικά Ευαγγέλια σ’ εκείνο του Ιωάννη. Στα Ευαγγέλια του Ματθαίου, του Μάρκου και του Λουκά, οι μαθητές δεν κατανοούν πραγματικά ποιος είναι ο Χριστός παρά μόνο μετά το Πάθος. Αυτό έχει ως συνέπεια να κυριευθούν από φόβο κατά τη σταύρωσή του. Μονάχα εκ των υστέρων, όταν ο Αναστηθείς Χριστός ανοίγει τις Γραφές, έτσι ώστε να μπορούν να τον αναγνωρίσουν στην κλάση του άρτου, τότε μόνο κατανοούν γιατί ο Μωϋσής και οι άλλοι προφήτες μπορούσαν να μιλούν για το ότι ο Χριστός έπρεπε να πάθει προκειμένου να εισέλθει στην δόξα του (πρβλ. Λουκ. 24).
Το ευαγγέλιο του Ιωάννη, από την άλλη πλευρά, ξεκινά από εκεί όπου σταματούν οι Συνοπτικοί, δηλαδή μετά το άνοιγμα των Γραφών: όπως λέει ο Φίλιππος στον Ναθαναήλ «ὅν ἔγραψεν Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καί οἱ προφῆται εὑρήκαμεν», προτρέποντας τον Χριστό να πει «μείζω τούτων ὄψει» (Ιω. 1: 44-51)! Όπως μας λέει ο ευαγγελιστής, ο Χριστός είναι πάντοτε ο εκ των ουρανών, εκείνος που πορεύεται εκούσια στο Πάθος του, έτσι ώστε η σταύρωσή του είναι την ίδια στιγμή η εν δόξη εξύψωσή του, όπως μαρτυρείται απο τη μητέρα και τον αγαπημένο μαθητή του που στέκονταν μπροστά απο το σταυρό.
Αυτή η μετάβαση επιβεβαιώνεται, κάθε φορά που τελείται η θεία Λειτουργία του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, όταν ο ιερέας λέει «τῇ νυκτί ᾗ παρεδίδοτο» και προσθέτει αμέσως «μᾶλλον δέ ἑαυτόν παρεδίδου ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς». Αυτή η κίνηση από το «παρεδίδοτο» στο «ἑαυτόν παρεδίδου» συνιστά πραγματικά το σημείο καμπής, όπου μια ιστορική αναφορά γίνεται ένας θεολογικός στοχασμός. Είναι ακριβώς το σημείο όπου ξεκινά η καθαυτό θεολογία: Ο Χριστός θανατώθηκε, αλλά υπό το πρίσμα της, εκ μέρους του Θεού, δικαιώσεως του Σταυρωθέντος, βεβαιώνουμε ότι ο Χριστός «ἑαυτόν παρεδίδου ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς». Η μεταμορφωτική δύναμη του Θεού αποδεικνύεται με το θάνατο του Χριστού: όχι απλά με τον θάνατό του, τη θανάτωσή του, αλλά με τον εκούσιο θάνατό του, ως ένα αθώο θύμα, που οδηγείται στο Σταυρό για τη σωτηρία του κόσμου, υπακούοντας στον Πατέρα του.
Τώρα, υπό το πρίσμα όλων αυτών, τι θα μπορούσαμε να πούμε για το ρόλο του θανάτου στη ζωή, για τη μετάβαση από το θάνατο στη ζωή;



Η Ανθρώπινη θνητότητα
Είναι φανερό ότι πολλά είναι τα ζητήματα που σχετίζονται με το θάνατο, και ο τρόπος που κάποιος τον κατανοεί, εξαρτάται απο το πώς τον προσεγγίζει. Ως ένα βιολογικό γεγονός, ο θάνατος είναι αναπόφευκτος και απλά ένα γεγονός: οτιδήποτε υπάρχει εν χρόνω κάποια στιγμή θα πεθάνει. Γεννιόμαστε χωρίς να το επιλέγουμε. Μέ την αναπαραγωγική διαδικασία ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα, ο καθένας από εμάς έρχεται στην ύπαρξη. Τόσο σημαντικό ρόλο παίζει η ελευθερία και η ελεύθερη βούληση! «Κανείς δεν με ρώτησε εαν ήθελα να γεννηθώ!», θα αναρωτηθεί ο Kirilov στους Δαιμονισμένους του Ντοστογιέφσκι.
Επιπλέον, πρόκειται για μια ύπαρξη στην οποία οτιδήποτε κι αν κάνουμε δεν θα αποφύγουμε το θάνατο. Όσο «καλοί» κι αν προσπαθήσουμε να γίνουμε, σε κάθε περίπτωση, θα πεθάνουμε – και πάλι χωρίς αυτό να είναι αποτέλεσμα της δικής μας επιλογής. Πράγματι, ο θάνατος αποτελεί το μοναδικό μέρος της υπάρξεώς μας που είναι αναπόφευκτο. Είναι το μόνο πράγμα για το οποίο μπορώ να είμαι σίγουρος, και έτσι, το μόνο πράγμα για το οποίο θα έπρεπε να προβληματίζομαι. Ο θάνατος συνιστά μια αναγκαιότητα για μένα, καθώς η ύπαρξή μου θεωρείται δεδομένη. Ωστόσο, καθώς αρχίζουμε να στοχαζόμαστε πάνω στο γεγονός του θανάτου, από την οπτική γωνία του θριάμβου του Χριστού επί του θανάτου, θα μπορούσαμε να αρχίσουμε να διακρίνουμε ορισμένες επιπλέον πτυχές του, κάνοντας έτσι την μετάβαση από την ανθρώπινη προοπτική στη θεία προοπτική, στο αποκαλυπτικό άνοιγμα του μυστηρίου του Χριστού.
Το πρώτο πράγμα που μπορούμε να δούμε είναι οτι ο θάνατος είναι, στην πραγματικότητα, τραγικός. Πρόκειται, βεβαίως εδώ, για μια φυσική αντίδραση. Ωστόσο, το γιατί θα πρέπει να αντιμετωπίζεται έτσι, και όχι απλά ως ένα ουδέτερο γεγονός, θα μπορούσε να κατανοηθεί μόνο στην προοπτική του Χριστού. Πρίν από τον ερχομό του Χριστού, στην Παλαιά Διαθήκη δεν υπήρχε η αντίληψη ότι ο θάνατος καθ᾽ εαυτόν είναι τραγικός. Ο βίαιος θάνατος, ο θάνατος στα χέρια των ασεβών και των πονηρών είναι χωρίς αμφιβολία τραγικός. Αλλά ο ήρεμος θάνατος στα βαθιά γεράματα, με την παρουσία της οικογένειας και τις δέουσες τιμές, εθεωρείτο φυσικός, δίκαιος και αρμόζων, όπως για παράδειγμα ο θάνατος στην περίπτωση του Αβραάμ ή του Ιώβ, όπου ήταν παρόντες όλοι οι απογονοί τους. Ένας τέτοιος θάνατος είναι ευλογημένος. Την ίδια στιγμή, απευθυνόμαστε συχνά με τον ίδιο τρόπο και στους πενθούντες συγγενείς, προκειμένου να τους ανακουφίσουμε.
Ωστόσο, τώρα, υπό το πρίσμα της νίκης του Χριστού επί του θανάτου, ο θάνατος φανερώνεται στο εξής ότι είναι «ὁ ἔσχατος ἐχθρός» (Α΄ Κορ. 15:26). Μόνο τώρα, είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε ότι οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν απλά σαν να είναι ένα ουδέτερο, βιολογικό γεγονός. Αντίθετα πεθαίνουν, έχοντας απομακρυνθεί απο τον Δημιουργό τους, τη μοναδική πηγή της ζωής τους. Και αυτή η απομάκρυνση, αυτή η αποστασία, η οποία οδηγεί στο θάνατο, δεν είναι απλά κάτι που συνέβη στην αρχή του χρόνου – δεν συνιστά δηλαδή το λάθος κάποιου άλλου. Πρόκειται για κάτι με το οποίο ο καθένας μας παλεύει καθόλη τη διάρκεια της ζωής του. Μπαίνουμε διαρκώς στον πειρασμό, όπως ο Αδάμ, να σκεφτόμαστε οτι είμαστε αυτάρκεις, ότι έχουμε τη ζωή μέσα μας, ότι η ζωή που έχω μου ανήκει, και μπορώ να την κάνω ό,τι θέλω. Εάν μάλιστα αισθανθώ ότι θέλω να γίνω «καλός» ή «θρησκευόμενος», αυτό μπορεί να συμβεί, είτε κάνοντας κάποια φιλανθρωπία στον πλησίον μου, στο βαθμό που ο ίδιος δεν απειλεί τη σταθερότητά μου και την ευημερία μου, ή διαθέτοντας λίγο χρόνο για το Θεό, την Κυριακή, καθώς δεν θα επιθυμούσα σε καμιά περίπτωση να γίνω φανατικός. Ωστόσο, ζώντας με τον τρόπο αυτό, στο τέλος είναι βέβαιο ότι θα ανακαλύψουμε, πως όσο «καλό» και «θρησκευόμενο» κι αν κάνουμε τον εαυτό μας, θα εξακολουθούμε να πεθαίνουμε, επιστρέφοντας και πάλι στη γη, ως χώμα.
Ωστόσο, εαν πάμε ένα βήμα παραπέρα τον συλλογισμό μας, υπό το πρίσμα του Χριστού, μπορούμε να διακρίνουμε ακόμη μεγαλύτερη εμβρίθεια στα βάθη της σοφίας και της πρόνοιας του Θεού. Όπως ακριβώς, το Πάθος του Χριστού συνιστά την αφετηρία για την κατανόηση της τραγικής διάστασης του θανάτου, έτσι αποτελεί εξίσου και την αφετηρία κατανόησης ολάκερου του έργου του Θεού. Ο θάνατος αποτελεί πράγματι, την καταστροφή που συμβαίνει όταν ένα δημιούργημα απομακρύνεται από τον Δημιουργό του, την πηγή της ζωής. Ο θάνατος είναι η πιο ανθρώπινη από κάθε άλλη πράξη. Είναι το μοναδικό πράγμα που έχουμε απο κοινού από την αρχή του κόσμου και εξής, και είναι μια πράξη που εκφράζει ολόκληρη την αδυναμία και την ανικανότητα της κτιστής μας φύσης. Και όμως, δια του θανάτου, και τίποτε λιγότερο, ο Χριστός έδειξε ότι ο ίδιος είναι Θεός. Και με τον τρόπο αυτό, χωρίς να υποβαθμίζεται η τραγωδία του θανάτου, ο Χριστός άνοιξε το δρόμο για να δούμε ένα βαθύτερο μυστήριο στον θάνατο. Στην πραγματικότητα έχει εξάπαντος μεταμορφώσει το θάνατο, καθώς εκείνο που κάποτε ήταν το τέλος, τώρα γίνεται η αρχή.


Ο Βαπτισματικός θάνατος ως γέννηση στη πνευματική ζωή: απο την πνοή στο Πνεύμα
Το τι ακριβώς σημαίνει αυτή η μεταμόρφωση και η αρχή, δηλώνεται απο τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή με ένα ιδιαίτερα εντυπωσιακό τρόπο (Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Πρός Θαλάσσιον περί διαφόρων ἀπόρων, PG 90 632ΑΒ-633, 636D-637Α). Ο Χριστός, όπως σημειώνει ο άγιος Μάξιμος, «μετέβαλε τη χρήση του θανάτου». Δια του θανάτου, ο Χριστός, λέει ο Μάξιμος: «δέδωκεν ἄλλην ἀρχήν τῇ φύσει δευτέρας γενέσεως, διά πόνου πρός ἡδονήν μελλούσης ζωῆς καταλήγουσαν». Και συνεχίζει ότι ο Χριστός «ανέστρεψε τη χρήση του θανάτου», έτσι ώστε «ὁ βαπτισθείς... εἰς κατάκρισιν τῆς ἁμαρτίας τήν εαὐτοῦ καταδέχεται χρῆσιν, πρός τήν θείαν καί ἀτελεύτητον ζωήν, μυστικῶς αὐτόν παραπέμπουσα». Δια του Πάθους του, ο Χριστός κατάργησε δια του θανάτου τον θάνατον, και μας κατέστησε ικανούς να χρησιμοποιούμε το θάνατό μας, το γεγονός της θνητότητάς μας, ενεργητικά. Αντί να είμαστε παθητικά και απογοητευμένα θύματα του δεδομένου χαρακτήρα της θνητότητάς μας, διαμαρτυρόμενοι ότι κάτι τέτοιο δεν είναι δίκαιο, ή κάνοντας ό,τι μπορούμε για να διασφαλίσουμε τον εαυτό μας, έχουμε στο εξής μπροστά μας ένα μονοπάτι ανοικτό, ώστε με τον εκούσιο θάνατό μας κατά το Βάπτισμα, να εισέλθουμε στο σώμα και τη ζωή του Χριστού. Ενώ έχουμε ριχθεί στην θνητή αυτή ύπαρξη, χωρίς να έχουμε οποιαδήποτε δυνατότητα επιλογής, μπορούμε τώρα ελεύθερα να χρησιμοποιήσουμε τη θνητότητά μας, για να γεννηθούμε στη ζωή, πεθαίνοντας με τον Χριστό κατά το Βάπτισμα και αναλαμβάνοντας το σταυρό του, χωρίς να ζούμε πλέον για τον εαυτό μας, αλλά για τον Χριστό και τους πλησίον μας. Με τον τρόπο αυτό, η νέα ύπαρξη μας θεμελιώνεται στην ελεύθερη αυτοθυσιαστική αγάπη, η οποία, όπως μας έδειξε ο Χριστός, συνιστά τη ζωή και το ίδιο το είναι του Θεού. Διότι, όπως έχουμε διαπιστώσει, ο Χριστός μας έδειξε τι σημαίνει να είναι Θεός, με τον τρόπο που πέθανε ως άνθρωπος.
Στο 15ο κεφάλαιο της Α´ Προς Κορινθίους Επιστολής, ο απόστολος Παύλος διακρίνει ανάμεσα στην πνοή ζωής και το Πνεύμα της ζωής, ή το ζωοποιούν Πνεύμα. Ακολουθώντας τη Γενέση, ο Παύλος τονίζει οτι ο πρώτος Αδάμ ζωοποιήθηκε από «μια πνοή ζωής» έτσι ώστε να γίνει «εἰς ψυχήν ζῶσαν» (Γεν. 2:7), ενώ αντίθετα «ὁ ἔσχατος ᾽Αδάμ [ἐγένετο] εἰς πνεῦμα ζωοποιοῦν» (Α´ Κορ. 15:45). Στο σημείο αυτό, ο Παύλος συζητά για την ανάσταση των νεκρών και για το είδος του σώματος που θά έχουν αυτοί που θα αναστηθούν. Η διαφορά δεν βρίσκεται ανάμεσα σ’ ένα «ψυχικό» και σε ένα «πνευματικό» σώμα. Η συνέχεια εντοπίζεται ακριβώς στο ίδιο το σώμα, ενώ η διαφορά βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο αυτό ζει, είτε ζωοποιημένο απο μια πνοή ή απο το ζωοποιούν πνεύμα. Και η μετάβαση επιτυγχάνεται με το θάνατο της πνοής: «σύ ὅ σπείρεις, οὐ ζωοποιεῖται ἐάν μή ἀποθάνῃ» (Α´ Κορ. 15:36).
Έχοντας ζωοποιηθεί απο την πνοή ζωής, ο Αδάμ μπορούσε να χρησιμοποιήσει το δώρο της ζωής με ένα θεοειδή τρόπο. Αλλά για να γίνει κάτι τέτοιο, όπως μας θυμίζει και μας δείχνει ο Χριστός, χρειάζεται να ζει κάποιος όχι για τον εαυτόν του, αλλά να επιθυμεί να πεθάνει για τον εαυτό του για να ζήσει για τους άλλους: «ὅς γάρ ἄν θέλῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι ἀπολέσαι αὐτήν, ὅς δ’ ἄν ἀπολέσῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ εὑρήσει αὐτήν» (Ματθ. 16:25). Ο Χριστός με την ίδια τη θυσία του, μας δείχνει με τι μοιάζει η θεία ζωή (η ζωή του Πνεύματος, κι όχι η πνοή). Αλλά, επειδή δεν έχουμε δει ακόμη αυτή τη ζωή, ο Αδάμ, όπως και όλοι εμείς, θεωρούμε ότι η ζωή μάς ανήκει και μπορούμε να την κάνουμε ό,τι θέλουμε, και προσπαθώντας να διασφαλίσουμε τη δική μας αθανασία, καταλήγουμε να βυθιζόμαστε ακόμη περισσότερο στη δίνη των παθών του κόσμου τούτου, στην αμαρτία, «τό κέντρον τοῦ θανάτου» (Α´ Κορ. 15:56).
Ανεξάρτητα απο το αν συνειδητοποιούμε τη δική μας θνητότητα, ή μάλλον εξαιτίας του γεγονότος αυτού, μπαίνουμε συχνά στον πειρασμό να προσκολλούμαστε στη «ζωή» αυτή, όπως τη ξέρουμε, να κάνουμε ό,τι χρειάζεται προκειμένου να τη διασφαλίσουμε, να τη ζήσουμε ως δική μας, για όσο διάστημα μπορούμε να τη διαιωνίζουμε. Δεν είναι τόσο ο ίδιος ο θάνατος, αλλά μάλλον ο «φόβος του θανάτου», όπως σημειώνει η προς Εβραίους επιστολή, που μας διατηρούσε «ἐνόχους ...δουλείας» (Πρβλ. Εβρ. 2:15). Εξαιτίας του φόβου του θανάτου, κάνουμε ό,τι μπορούμε προκειμένου να προστατέψουμε τη ζωή μας, όπως λ.χ. το ότι εργαζόμαστε προκειμένου να αποκτήσουμε μεγαλύτερα και περισσότερο ασφαλή σπίτια, κι ακόμη μεγαλύτερες αποταμιεύσεις και συντάξεις· κάνουμε λοιπόν ό,τι μπορούμε για να προστατέψουμε τη ζωή μας, διασφαλίζοντας την υγεία μας. Τελικά, αυτό που κάνουμε είναι να κοροϊδεύουμε τον εαυτόν μας κι όλα αυτά εξαιτίας του φόβου του θανάτου.
Ωστόσο, μέσα απο το έργο του Χριστού, το ευαγγέλιο μας καθιστά σαφές ότι η ζωή έρχεται δια του θανάτου: Ο Χριστός χαρίζει ζωή στους «ἐν τοῖς μνήμασιν». Εάν δεν ζούμε για τον εαυτό μας, προσπαθώντας να δημιουργήσουμε τη δική μας θνητότητα, ή καλύτερα εάν μαθαίνουμε ακόμη και τώρα να αναλαμβάνουμε το σταυρό, να πεθαίνουμε για τον εαυτό μας και να ζούμε για τον Χριστό, το ευαγγέλιό του και τους άλλους, τότε η ίδια η ζωή που αρχίζουμε να ζούμε, ακόμη και τώρα, είναι αιώνια – δεν μπορεί να την αγγίξει ο θάνατος– διότι έχουμε εισέλθει σ’ αυτή δια του θανάτου. Στο εξής, θα ζούμε τη ζωή του Πνεύματος και δεν θα αναπνέουμε απλά.

Σωματικός θάνατος και Δημιουργία
Ως χριστιανοί, έχουμε δεσμευτεί, με το μυστηριακό θάνατό μας στο βάπτισμα, να ζούμε αναλαμβάνοντας το σταυρό, πεθαίνοντας για τον εαυτό μας και ζώντας για τους άλλους. Αλλά όλοι γνωρίζουμε, ότι κι αν ακόμη η ζωή που ξεκινάμε να ζούμε με τον τρόπο αυτό, είναι η ζωή του ίδιου του Θεού, μια ζωή θεία και αιώνια, στην πραγματικότητα θα συνεχίσουμε να πεθαίνουμε. Υπάρχει όντως ένα παράδοξο στην παρούσα ζωή μας. Πιανόμαστε απ’ αυτό που θα μπορούσα να περιγράψω μονάχα ως το πρώτο ενικό πρόσωπο. Στο τέλος της ημέρας, το μόνο που μπορώ να πω είναι: άραγε πέθανα επαρκώς για τον εαυτό μου σήμερα· τότε είμαι εγώ που εξακολουθεί να δρα. Ωστόσο, μαθαίνοντας πως να πεθαίνω για τον εαυτό μου καθημερινά, αναλαμβάνοντας τον σταυρό και ζώντας για τους άλλους, όταν θα έρθει όντως η ώρα του πραγματικού φυσικού θανάτου μου, θα είμαι σε θέση να πω: στα χέρια σου παραδίδω το πνεύμα μου. Θα έχω μάθει να αφήνω πίσω μου όλα εκείνα που με κρατούν δέσμιο αυτού του κόσμου, και τότε θα αναπαυθώ στον Θεό. Στην πραγματικότητα, τότε και μόνο τότε, θα γίνω «χώμα» στα χέρια του, καθώς ενώ μιλάμε για τον Θεό που «ἔπλασεν τόν ἄνθρωπον χοῦν ἀπό τῆς γῆς» (Γεν. 2:7), στην πραγματικότητα δεν υπήρξα ποτέ «χώμα». Αλλά θα γίνω «χώμα» με το θάνατό μου. Και τότε, όταν θα πάψω να δουλεύω, ο Θεός μπορεί να γίνει τελικά δημιουργός, δίνοντάς μου μορφή ζωντανού ανθρώπου. Όπως συνηθίζουμε να λέμε στον εσπερινό ψαλμό: «ἀποστρέψαντος δέ σου τό πρόσωπον ταραχθήσονται· ἀντανελεῖς τό πνεῦμα αὐτῶν, καί ἐκλείψουσιν καί εἰς τόν χοῦν αὐτῶν ἐπιστρέψουσιν. Ἐξαποστελεῖς τό πνεῦμα σου, καί κτισθήσονται καί ἀνακαινιεῖς τό πρόσωπον τῆς γῆς» (Ψαλμ. 103: 29-30).

Η κίνηση λοιπόν είναι από την πνοή στο Πνεύμα, και δια του θανάτου μας στην τελική δημιουργία. Η κίνηση στην Αγία Γραφή είναι πάντοτε από τον θάνατο στη ζωή: «κύριος θανατοῖ καί ζωογονεῖ, κατάγει εἰς ᾅδου καί ἀνάγει» (Α΄ Βασιλ. 2:6).
Με τον θάνατό μας μαθαίνουμε, τελικά, την αληθινή φύση της αδυναμίας μας, και έτσι καταφέρνουμε ταυτόχρονα να μάθουμε τη δύμαμη του Θεού που «τελειοῦται ἐν τῇ ἀσθενείᾳ». Σταματάμε κάθε προσπάθεια να «δημιουργούμε» τον εαυτόν μας και αντί γι’ αυτό γινόμαστε «χώμα» στα χέρια του Δημιουργού, «χώμα» που μορφοποιεί σε σάρκα, με μια ζωντανή καρδιά (τώρα οι πέτρινες καρδιές μας έχουν θρυματιστεί), έτσι ώστε να γίνει ο ζωντανός οργανισμός, που ο άγιος Ειρηναίος αποκαλεί «δόξα του Θεού». (Εἰρηναίου Λυῶνος, Ἔλεγχος καί ἀνατροπή ψευδωνύμου γνώσεως, 4.20.7.)
Επιπλέον, ο φυσικός μας θάνατος, θα αποκαλύψει πού ανήκει η καρδιά μας. Εάν έχουμε μάθει, στη ζωή αυτή, να αγαπάμε το Θεό και να ζούμε με τον τρόπο που ο Χριστός μας φανέρωσε οτι είναι η θεία ζωή, τότε θα μπορέσουμε να πεθάνουμε με ειρήνη και γαλήνη στα χέρια του, και να αποκτήσουμε μια ζωή ατελεύτητη. Εάν, όμως απο την άλλη πλευρά, η καρδιά μας είναι δεμένη στον κόσμο αυτό – με τα υλικά αγαθά, το χρήμα, το αυτο-είδωλό μας κ.ο.κ.– στην περίπτωση αυτή μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι ο θάνατός μας θα είναι επώδυνος, διότι θα πρόκειται για χωρισμό απο όλα εκείνα που αγαπάμε. Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, ο καθένας μας πρόκειται να πεθάνει, «καί εἰς χοῦν ἀπελεύσεται». Το μοναδικό πραγματικό ερώτημα είναι, εάν με την παρούσα ζωή, μάθαμε πώς να γίνουμε μαλακός και εύπλαστος πηλός στα χέρια του Θεού, θρυμματίζοντας τις πέτρινες καρδιές μας, έτσι ώστε να μπορέσουμε να λάβουμε μια καρδιά απο σάρκα, γεμάτη έλεος και αγάπη. Ή εαν αντίθετα, έχουμε σκληρυνθεί τόσο πολύ ως άνθρωποι, που δεν είμαστε τίποτε περισσότερο παρά εύθραυστος και στεγνός πηλός, χωρίς καμία αξία.

Δυο μαρτυρίες
Δυο πρωτοχριστιανικές μαρτυρίες, για το γεγονός ότι η εν Χριστώ ζωή έρχεται δια του θανάτου – η περίπτωση δυο μαρτύρων– θα μας βοηθούσαν ενδεχομένως, να συλλάβουμε καλύτερα το μυστήριο του χριστιανικού θανάτου. Όταν ο άγιος Ιγνάτιος της Αντιοχείας (ο Θεοφόρος) αιχμαλωτίστηκε και μεταφέρθηκε απο την Αντιόχεια στην Ρώμη για να μαρτυρήσει, έγραψε μια επιστολή στους χριστιανούς της Ρώμης, ζητώντας τους να μην ασχοληθούν με τις επικείμενες δικαστικές περιπέτειές του, ή να μην προσπαθήσουν, για παράδειγμα, να τον κρατήσουν στη ζωή, δωροδοκώντας τις αρχές. Παρά το γεγονός οτι πορευόταν αργά, αλλά με βεβαιότητα, προς ένα βάρβαρο μαρτύριο, αντιμετώπιζε τη μοίρα του με χαρά, εξηγώντας: «καλόν ἐμοί ἀποθανεῖν, διά Ἰησοῦν Χριστόν, ἤ βασιλεύειν τῶν περάτων τῆς γῆς.... Ἐκεῖνον ζητῶ, τόν ὑπέρ ἡμῶν ἀποθανόντα καί ἀναστάντα... Συγγνωμονεῖτε μοι, ἀδελφοί, μή ἐμποδίσητε μοι εἰς ζωήν φθάσαι... Μη θελήσητέ με ἀποθανεῖν.... Ἄφετέ με καθαρόν φῶς λαβεῖν. Ἐκεῖ παραγενόμενος, ἄνθρωπος Θεοῦ ἔσομαι. Ἐπιτρέψατέ μοι μιμητήν εἶναι πάθους Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ μου». (Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Πρός Ρωμαίους, 6, PG 5, 812Α, 813A.)
Σε σύγκριση με το συνήθη τρόπο ομιλίας μας, η ζωή κι ο θάνατος έχουν στην περίπτωση αυτή αντιστραφεί πλήρως. Το μαρτύριό του είναι η γέννησή του· ο Ιγνάτιος δεν έχει ακόμη γεννηθεί. Όπως όλοι μας, έχει απλά έλθει στην ύπαρξη χωρίς τη θέλησή του. Αλλά με τον εκούσιο θάνατό του, ακολουθώντας το παράδειγμα του Χριστού, θα γεννηθεί ελεύθερα. Στην περίπτωση αυτή μάλιστα πρόκειται να γεννηθεί ως άνθρωπος.
Μονάχα στην περίπτωση αυτή, η ελευθερία και η αυτοθυσιαστική αγάπη, που δεν είναι άλλη, από την ελευθερία και την αγάπη του ίδιου του Θεού, αποτελούν το θεμέλιο της υπάρξεως του Ιγνατίου. Και έτσι ακολουθώντας το μονοπάτι αυτό, ο Ιγνάτιος γίνεται άνθρωπος «εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Εφ. 4:13), ο οποίος μόνος αυτός μας έχει φανερώσει τον Θεό και τον άνθρωπο.
Η ιδέα ότι μονάχα με τον τρόπο αυτό θα μπορέσει να γίνει άνθρωπος, φαίνεται να έχει την προϊστορία της, στη σχέση του ευαγγελίου του Ιωάννη με τη Γένεση. Είναι γνωστό ότι και τα δυο κείμενα ξεκινούν με το «ἐν ἀρχῇ». Ωστόσο, υπάρχει μια βαθύτερη σύνδεση. Η Γένεσις ξεκινά με τον Θεό που μιλάει και φέρει τα πάντα στην ύπαρξη, με το δημιουργικό «γεννηθήτω». Στην περίπτωση εκείνη, ωστόσο, ο Θεός ξεκινά το δικό του σχέδιο, το μόνο πράγμα για το οποίο προνόησε, όχι με κάποια διαταγή αλλά με μια υποτακτική: «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ’ ὁμοίωσιν» (Γεν. 1:26). Ο Θεός δεν λέει απλά «γεννηθήτω», ούτε το κείμενο αναφέρει «και έγινε έτσι». Στην πραγματικότητα η ολοκλήρωση του σχεδίου του ανακοινώνεται για πρώτη φορά με την κορύφωση σύνολης της θεολογίας, στο ευαγγέλιο του Ιωάννη του Θεολόγου, όταν ο Χριστός βρίσκεται πάνω στον Σταυρό και λέει με αρχοντική μεγαλοπρέπεια «τετέλεσται» (Ιω. 19:30), ενώ λίγο νωρίτερα από αυτό, έχουμε ακούσει τα λόγια του Πιλάτου: «ἴδε ὁ ἄνθρωπος» (Ιω. 19:5), τα οποία διασώζονται μονάχα στο ευαγγέλιο του Ιωάννη.
Η αγία Γραφή ξεκινά λοιπόν με τον Θεό που ανακοινώνει το σχέδιό του, και ολοκληρώνεται με την πραγμάτωση του σχεδίου αυτού. Ο Αδάμ είναι «τύπος τοῦ μέλλοντος» (Ρωμ. 5:14), ένα κατά κάποιο τρόπο αρχικό προσχέδιο, η πληρότητα του οποίου φανερώνεται για πρώτη φορά εν Χριστώ, ο οποίος χρησιμοποιεί την πνοή του για να πορευθεί οικειοθελώς στον Σταυρό εξ ονόματος όλων, προσφέροντας έτσι το Πνεύμα σε όλους εκείνους που θα τον ακολουθούσαν μέχρι τον Σταυρό και θα γίνουν έτσι άνθρωποι κάτα το πρότυπό του. Ενώ, ο Θεός φέρει οτιδήποτε άλλο στην ύπαρξη με το θείο «γεννηθήτω», εμείς είμαστε εκείνοι που θα πρέπει να προσφέρουμε το δικό μας γεννηθήτω, προκειμένου να φέρουμε εις πέρας το μοναδικό πράγμα που θεωρείται ότι είναι έργο Θεού!
Ο δεύτερος μάρτυρας είναι η Βλανδίνα – ένα νεαρό κορίτσι που μαρτύρησε στην Λυών περίπου το 177 μ. Χ. Το μαρτύριό της περιγράφηκε σε μια επιστολή που κατά πάσα πιθανότητα γράφτηκε απο το άγιο Ειρηναίο της Λυών. Ως νέα σκλάβα – η επιτομή της αδυναμίας στον αρχαίο κόσμο– ενσαρκώνει τα λόγια του Χριστού στον Παύλο «ἡ γάρ δύναμις μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται» (Β´ Κορ. 12:9). Ήταν τόσο «αδύναμη στο σώμα», ώστε οι άλλοι φοβούνταν μήπως δεν θα μπορούσε να έχει μια καλή ομολογία. Ωστόσο, εκείνη «τοσαύτης ἐπληρώθη δυνάμεως, ὥστε ἐκλυθῆναι καί παρεθῆναι τούς κατά διαδοχάς παντί τρόπῳ βασανίζοντας αὐτήν ἑωθινῆς ἕως ἑσπέρας καί αὐτούς ὁμολογοῦντας ὅτι νενίκηνται, μηδέν ἔχοντες μηκέτι ὅ ποιήσουσιν αὐτῇ, καί θαυμάζειν ἐπί τῷ παραμένειν ἔμπνουν αὐτήν, παντός τοῦ σώματος περιερρωγότος καί ἠνεῳγμένου».
Κι όχι μόνο, μέσα στην αδυναμία της, η ίδια πληρώθηκε με θεία δύναμη από την ομολογία της, αλλά ταυτίστηκε πλήρως με το σώμα εκείνου που υπέφερε στον Γολγοθά: όταν την κρέμασαν σε ένα ξύλο στην αρένα: «ἡ δέ Βλανδίνα ἐπί ξύλου κρεμασθεῖσα, προὔκειτο βορά τῶν εἰσβαλλομένων θηρίων, ἡ καί διά τοῦ βλέπεσθαι σταυροῦ σχήματι κρεμαμένη, διά τῆς εὐτόνου προσευχῆς, πολλήν προθυμίαν ἐνεποίει τοῖς ἀγωνιζομένοις, βλεπόντων αὐτῶν ἐν τῷ ἀγῶνι, καί τοῖς ἔξωθεν ὀφθαλμοῖς διά τῆς ἀδελφῆς, τόν ὑπέρ αὐτῶν ἐσταυρωμένον, ἵνα πείσῃ τούς πιστεύοντας εἰς αὐτόν, ὅτι πᾶς ὑπέρ τῆς Χριστοῦ δόξης παθών, τήν κοινωνίαν ἀεί ἔχει μετά τοῦ ζῶντος Θεοῦ..... ἡ μικρά καί ἀσθενής καί εὐκαταφρόνητος, μέγαν καί ἀκαταγώνιστον ἀθλητήν Χριστόν ἐνδεδυμένη, διά πολλῶν κλήρων ἐκβιβάσασα τόν ἀντικείμενον, καί δι’ ἀγῶνος τόν τῆς ἀφθαρσίας στεψάμενη στέφανον». (Η επιστολή των Μαρτύρων της Βιέννης και της Λυών, όπως διασώζεται στο Εὐσεβίου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 5.1-2, PG 20, 416B, 424 C.)
Με το πάθος της, η Βλανδίνα, ταυτίστηκε με τον Χριστό: (όπως συνέβη και με τον Παύλο, πρβλ. Γαλ. 2:20) δεν ζούσε πλέον η ίδια αλλά ζούσε μέσα της ο Χριστός. Εκείνη αποτελεί πλέον το σώμα του. Πρόκειται για μια περισσότερο ξεκάθαρη περίπτωση «σαρκωμένης πίστης», σε σχέση με εκείνη με την οποία ξεκινήσαμε.
Το πέρασμα της Βλανδίνας από τον κόσμο αυτό είναι το πέρασμα του Χριστού στον κόσμο αυτό, ένα γεγονός, που για μια ακόμη φορά, περιγράφεται ως γέννηση. Μετά την περιγραφή του δικού της πάθους, όπως και του πάθους ενός άλλου χριστιανού ονόματι Άτταλου, η επιστολή συνεχίζει: «διά γάρ τῶν ζώντων ἐζωοποιοῦντο τά νεκρά, καί μάρτυρες τοῖς μή μαρτύσιν ἐχαρίζοντο. Καί ἐνεγίνετο πολλή χαρά τῇ παρθένῳ μητρί, οὕς ὡς νεκρούς ἐξέτρωσε, τούτους ζώντας ἀπολαμβανούσῃ. Δι’ ἐκείνων γάρ οἱ πλείους τῶν ἡρνημένων ἀνεμητροῦντο καί ἀνεκυΐσκοντο καί ἀνεζωπυροῦντο, καί ἐμάνθανον ὁμολογεῖν, καί ζῶντες ἤδη καί τετονωμένοι, προσῄεσαν τῶ βήματι». (Όπ. π. PG 20, 425BC.)
Οι χριστιανοί που απέφυγαν να ομολογήσουν είναι απλά νεκροί: η εκ μέρους τους έλλειψη προετοιμασίας σήμαινε ότι είναι θνησιγενή παιδιά της Παρθένου Μητέρας, της Εκκλησίας. Αλλά τώρα, έχοντας ενδυναμωθεί από τη μαρτυρία των άλλων, είναι εξίσου έτοιμοι να πορευτούν προς τον θάνατό τους – έτσι η Παρθένος Μήτηρ τους υποδέχεται πίσω ζωντανούς, γεννώντας στο τέλος ζωντανά παιδιά του Θεού. Επομένως, ο θάνατος του μάρτυρα αποτελεί τη δική τους «νέα γέννηση» και γι’ αυτό γιορτάζεται ως η αληθινή γέννησή τους.
Αυτό βεβαίως, μπορεί να γίνει αντιληπτό μονάχα από εκείνους που υφίστανται τη δική τους δοκιμασία, μαζί με την Βλανδίνα, στην αρένα, από εκείνους που έχουν πραγματικά σηκώσει το σταυρό. Αντίθετα εκείνοι που ως θεατές παρακολουθούσαν το θέαμα απο τις κερκίδες, θα προσεγγίσουν τα πράγματα με διαφορετικό μάτι, αν και ορισμένοι θα παρακινηθούν να στοχαστούν περισσότερο πάνω στο είδος της μαρτυρίας της Βλανδίνας. Ή για να είμαστε περισσότερο ακριβείς, αυτή η «χριστοποίηση» (για να χρησιμοποιήσουμε μια φράση του Παναγιώτη Νέλλα), είναι που περιγράφεται από τον άγιο Ειρηναίο: είναι αυτός που έγραψε την επιστολή, περιγράφοντας το μαρτύριο της Βλανδίνας και ερμηνεύοντας αυτό που της συνέβη, στην προοπτική ολάκερης της θεολογικής του θεώρησης. Με τον τρόπο αυτό, ο Ειρηναίος μας επιτρέπει να κοιτάξουμε προς την Βλανδίνα, όχι σύμφωνα με τη σάρκα της, για να θυμηθούμε τον Απόστολο (πρβλ. Β´ Κορ. 5:16), αλλά πλέον ως εικόνα του Χριστού.

Πάρτε πίσω τον θάνατο!
Έχοντας, λοιπόν ερευνήσει ορισμένες από τις πιο σημαντικές πτυχές του γεγονότος, ότι με το θάνατό του ο Χριστός νίκησε το θάνατο –δεν κατήργησε τον θάνατο (διότι ακόμη πεθαίνουμε), αλλά μας ελευθέρωσε από το «φόβο του θανάτου» (Εβρ. 2:15) και έτσι μετέβαλε εξάπαντος την «χρήση του θανάτου»– μπορούμε πλέον να δούμε ότι η αληθινή ζωή μας ως ανθρώπων ξεκινά με το θάνατο και καταλήγει στο θάνατο. Ο θάνατος, ωστόσο, εδώ δεν νοείται απλά ως το τέλος για το οποίο δεν έχουμε το θάρρος να μιλήσουμε, ούτε ως η έσχατη μάχη την οποία ποτέ δεν μπορούμε να κερδίσουμε, ή ως ὁ «ἔσχατος ἐχθρός», όπως τον χαρακτηρίζει ο Απόστολος (Α´ Κορ. 15:26), από τον οποίο, ακόμη και τώρα, νομίζουμε εσφαλμένα ότι είμαστε, κατά κάποιο τρόπο, ελεύθεροι. Πρόκειται αντίθετα για τον εκούσιο θάνατο του εαυτού, που συνιστά τη ζωντανή απόδειξη της ελεύθερης αυτο-θυσιαστικής αγάπης, που μας έδειξε ο Χριστός ότι αποτελεί τη ζωή και το είναι του Θεού. Ξεκινώντας τη διαδρομή αυτή με το βάπτισμα, αυξανόμαστε ολοένα και περισσότερο στην πραγματικότητα αυτή, μεταμορφώνοντας τελικά τον ίδιο το θάνατό μας σε μια φανέρωση του πασχάλιου μυστηρίου.
Εαν είναι αλήθεια, αυτό που σημείωσα προηγουμένως, ότι ο Χριστός μάς δείχνει, τι σημαίνει να είναι Θεός, με τον τρόπο που πεθαίνει ως άνθρωπος, τότε, εάν δεν βλέπουμε τον θάνατο (όπως επίσης υποστήριξα, ότι αποφεύγει να κάνει η σύγχρονη δυτική κοινωνία), δεν πρόκειται να δούμε ούτε το πρόσωπο του Θεού. Εαν αυτό είναι αλήθεια, τότε η εγκατάλειψη της παραδοσιακής νεκρώσιμης ακολουθίας, στην οποία αναφέρθηκα στην αρχή της ομιλίας μου, σημαίνει ότι πράγματι δεν «βλέπουμε» πια το θάνατο. Αυτό αποτελεί, θα έλεγα, τη μεγαλύτερη αλλαγή στην ιστορία για την ανθρώπινη ύπαρξη, όπως επίσης και τη μεγαλύτερη πρόκληση για τον άνθρωπο σήμερα.
Εαν είναι αλήθεια, τουλάχιστον απο μια χριστιανική προοπτική, οτι ο Χριστός μάς δείχνει τι σημαίνει να είναι Θεός, με τον τρόπο που πεθαίνει ως άνθρωπος, η απομάκρυνση του «προσώπου» του θανάτου από την κοινωνία και την εμπειρία μας, συνιστά ταυτόχρονα και την απομάκρυνση του «προσώπου» του Θεού. Αυτό μπορεί μονάχα να οδηγήσει, και έχει οδηγήσει μέχρι στιγμής, σε μια ορισμένη προοπτική για την ανθρώπινη ζωή –η ανθρώπινη ζωή είναι αυτό που ζούμε αυτή τη στιγμή, καθώς προσπαθούμε με κάθε μέσο να «ζήσουμε μια γεμάτη ζωή»– και σε μια εντελώς παράξενη σχέση με το σώμα μας: ενώ «ζούμε», η ζωή μας έχει να κάνει εξ ολοκλήρου με το σώμα μας και την φυσική του κατάσταση, όντας πάντοτε σε ετοιμότητα να διαμορφωθεί και να αναδιαμορφωθεί σύμφωνα με την επιθυμία μας, όπως περιγράφηκε με ιδιαίτερη επιτυχία απο τον Hevré Juvin. Ωστόσο, όταν πεθαίνουμε το σώμα απορρίπτεται, ως τίποτε περισσότερο απο το γήινο κέλυφός μας. (Hervé Juvin, The Coming of the Body, trans. John Howe - London: Verso, 2010)
Σ’ έναν τέτοιο πολιτισμό, η ιδέα ότι η ζωή έρχεται δια του θανάτου, και ότι επομένως ο θάνατος έχει να παίξει κάποιο ρόλο στη ζωή, γεννώντας μια ζωή που βρίσκεται επέκεινα των ορίων του θανάτου, αυτή η ιδέα δεν μπορεί παρά να φαντάζει παράξενη. Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει ο Ειρηναίος, ο θάνατος παρόλα αυτά θα πει την τελευταία λέξη, αν και, όπως θα προσθέσει στη συνέχεια, την τελευταία λέξη στην πραγματικότητα τη λέει ο Θεός που χρησιμοποιεί την θνητότητά μας για να μας παιδαγωγήσει στον πεπερασμένο, ενσώματο και γήινο χαρακτήρα της φύσης μας, έτσι ώστε να μας δώσει τη δυνατότητα να υποδεχτούμε αυτό που δεν έχουμε μέσα μας ή δε διαθέτουμε απο μόνοι μας, δηλαδή τη ζωή. Ή όπως ολοκληρώνει την εκπληκτική μελέτη του ο Juvin: «Μονάχα το σώμα θυμάται ότι είναι πεπερασμένο, μονάχα αυτό μας καθηλώνει στα όριά του, στο τελευταίο σύνορό μας (άραγε για πόσο ακόμη;). Κι αν ακόμη, ειδικά εάν ξεχνάει, μονάχα το σώμα μάς αποτρέπει ακόμη από το να είμαστε Θεός για τον εαυτό μας και τους άλλους». (Όπ.π. 177.)
Θα έλεγα, λοιπόν, ότι το καθήκον σήμερα δεν είναι απλά να διακηρύσσουμε την πίστη μας απέναντι σ’ έναν ολοένα και περισσότερο εκκοσμικευμένο κόσμο. Το καθήκον μας είναι πάρουμε πίσω το θάνατο! Κι αυτό μπορούμε να το πετύχουμε, επιτρέποντας στο θάνατο να «εμφανιστεί» και τιμώντας εκείνους που πεθαίνουν με την πλήρη νεκρώσιμη ακολουθία. Αυτό μπορούμε να το κάνουμε εφόσον είμαστε ξεκάθαροι στη θεολογία μας, όπως ήταν ο άγιος Ειρηναίος, στην περιγραφή του μαρτυρίου της Βλανδίνας, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στους ανθρώπους να δούν το εκπληκτικό εκείνο έργο, που ο Θεός πραγματοποίησε δια του θανάτου. Και μπορούμε να το επιτύχουμε, μαρτυρώντας εμείς οι ίδιοι για μια ζωή, που έρχεται από το θάνατο, μια ζωή η οποία στο εξής δεν επηρεάζεται απο το θάνατο, μια ζωή που γίνεται πραγματικότητα όταν κάποιος σηκώσει τον σταυρό. Το πλέον επιτακτικό καθήκον μας σήμερα είναι επομένως, να επανακτήσουμε τη μαρτυρική πραγματικότητα για το ποιο ακριβώς είναι το νόημα της χριστιανικής μαρτυρίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: