Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

Τί νόημα ἔχει μιά θεολογία πού δέν εἶναι πράξη; - π. Βαρνάβας Λαμπρόπουλος

«ΣΕ ΓΝΩΡΙΖΩ 
ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΨΗ...»[1]

Τί νόημα ἔχει μιά θεολογία 
πού δέν εἶναι πράξη;
  
            Προλογίζοντας κάποιο βιβλίο[2] ὁ ἀρχισυντάκτης τῆς «Σύναξης» Θ.Π. γράφει ἀνάμεσα στά ἄλλα:
            «...΄Πιό κοφτερός κι ἀπό κάθε δίκοπο σπαθί΄ εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ (Ἑβρ. 4,12)· πράγμα πού σημαίνει πώς κάτι τρέχει, ὅταν οἱ Χριστιανοί πιάνουν στό στόμα τους τόν λόγο αὐτό, γιά νά τόν κάνουν διακοσμητικό τοῦ σαλονιοῦ, δίχως ἐνέργεια καί δίχως ΄μαχαιροσύνη΄. Στή δίκοπη λεπίδα, ἡ μιά ἀκμή βλέπει τόν ἀντίπαλο, ἡ ἄλλη βλέπει τόν χρήστη... Καλεῖσαι νά κόψεις, μόνο ἄν εἶσαι ἕτοιμος νά κοπεῖς, μόνο ἄν εἶσαι πρόθυμος νά ἀφήσεις τόν Χριστό νά ξεχωρίσει τά ροκανίδια σου...
»Τί νόημα ἔχει μιά θεολογία, πού δέν εἶναι πράξη; Μά καί τί νόημα ἔχει μιά θεολογία, πού κραδαίνεται σάν ὅπλο κατά ἀπίστων καί δέν ζυμώνει αὐτούς πού τήν διατυπώνουν; Ἡ θεολογία δέν ἔχει τήν νεκρική ἀσφά­λεια τοῦ διακοσμητικοῦ. Ζητάει κόπο, ρεαλισμό, ἑτοιμότητα γιά διόρ­θωση. Ὅ,τι ζητάει, δηλαδή, ἡ κόψη τοῦ μαχαιριοῦ...»
            Τά ἴδια τονίζει καί ὁ μακαριστός π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, καί μέ ἐξ ἴσου παραστατικό τρόπο:
«Τί νά τό κάνω τό δόγμα ξεκομμένο ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς θεώ­σεως; Νά τό βάλω πάνω στό ντουλάπι μου καί νά τό προ­σκυνάω;  Ἤ νά τό ἔχω γιά νά κάνω ἠθικολογία; Ἡ ὀρθό­δο­ξη διδα­σκα­λία, ἀποκομμένη ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς Μετα­μορ­φώσεως καί τῆς Πεν­τηκοστῆς, εἶναι μιά σκέτη βλακεία. Δέν πείθει κανένα. Μό­νο μέ στρα­τιωτικές δυνάμεις μπο­ρεῖ νά σταθῆ. Καί ὁ πρῶτος πού δέν θά ἐπει­θόμην, θά ἤμουν ἐγώ. Διότι, ἄν ἡ Ὀρθοδοξία ἦταν ξεκομ­μένη ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς ἀληθείας, τότε πρῶτος ἐγώ θά γινόμουν ἄθεος!»[3]


*    *    *
Ἀναμφισβήτητα ὁ θεολογικός ἀκαδημαϊσμός καί ὁ διανοουμενι­σμός ἀ­πο­τελοῦν «κακοήθεις ὄγκους» μέσα στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, μέ κύρια συμ­πτώματα α) τόν χωρισμό τῆς θεολογίας ἀπό τήν ζωή καί τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκ­κλησίας, καί β) τήν ἀντικειμενοποίηση τῆς ἐκκλη­σια­στι­κῆς ἀλήθειας σέ ἀφη­ρημένα διανοητικά σχήματα, μέ «δογματικό» - δη­λα­δή ἀξιωματικό - χαρα­κτή­ρα. Ἔτσι ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας καταντάει μιά ξερή διατύπωση κάποιων θε­ωρητικῶν ἀρχῶν, πού μπορεῖ νά τίς δέχεσαι σάν ἰδεολογικές πεποιθήσεις, χωρίς ἡ ζωή σου νά μεταβάλλεται σέ τίποτα. Καί ἀπόρροια μιᾶς τέτοιας διαστροφῆς εἶναι ἡ πλάνη ὅτι, κρατώντας ἁπλῶς στά χέρια σου ἕνα καλό ἐγ­χει­ρίδιο δο­γμα­τι­κῆς, εἶσαι πιστός Χριστιανός καί σωσμένος!
Ὅμως, θά ξαναποῦμε ὅτι ἡ Δογματική τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἕνα «δίκοπο ἐγχειρίδιο», πού δέν προορίζεται μόνο γιά τήν «ἐκ τοῦ ἀσφα­λοῦς» «σφαγή» τῶν αἱρετικῶν ἀλλά πρωτίστως ἔχει σκοπό ἐμᾶς νά «χει­ρουργήσει», καθα­ρί­ζοντας ὄχι μόνο τίς ἐπιφανειακές μας πληγές ἀλλά φτάνοντας «ἄχρις ἁρμῶν τε καί μυελῶν» (Ἑβρ. 4,12), μέχρι τό μεδούλι τῶν ὀστῶν μας, γιά νά ξεχωρίσει τό σάπιο ἀπό τό ὑγιές, τό νεκρό ἀπό τό ζωντανό, τό ψεύτικο ἀπό τό ἀληθινό.   
Οὔτε οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι οὔτε οἱ ἅγιοι Πατέρες χρησιμοποίησαν ποτέ στεγνό ὕφος ἤ ξύλινη γλῶσσα, γιά νά κηρύξουν τά «ρήματα ζωῆς αἰω­νί­ου». Ἀντίθετα, ὅπως μᾶς βεβαιώνει ὁ αὐτόπτης τοῦ Λόγου ἅ­γιος Ἰωάννης ὀ Θεολόγος, μίλησαν μέ τήν γλῶσσα τῆς ἐμπειρίας: «Ὅ ἀ­κη­κόαμεν, ὅ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλ­μοῖς ἡμῶν, ὅ ἐθεασάμεθα καί αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν περί τοῦ λό­γου τῆς ζωῆς· καί ἡ ζωή ἐφα­νε­­ρώθη, καί ἑωράκαμεν καί μαρτυροῦμεν καί ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τήν ζωήν τήν αἰ­ώ­νιον» (Α΄ Ἰω. 1, 1-2). Καί αὐτή ἡ ἐμπειρία, ὅπως κάθε ἐπαφή μέ «δί­κο­πα μαχαίρια», ἀλλά καί ἡ στηριγμένη πάνω σ’ αὐ­τήν μαρτυρία, ΜΑ­ΤΩΝΕΙ. Προκαλεῖ πόνο καί ἀπαιτεῖ θυσίες.
            Πρόκειται γιά μιά «ματωμένη» μαρτυρία, πού - ἀκριβῶς γι’ αὐτό -δέν μπορεῖ ποτέ νά καταντήσει προπαγάνδα. Μέ λόγια σταράτα μᾶς τό ξεκα­θα­ρίζει αὐτό ὁ συχωρεμένος Κωστῆς Μπαστιᾶς:
«Ἡ πίστη ὁμολογεῖται μέ τήν Μαρτυρία· καί Μαρ­τυρία εἶναι ὁ ἀντί­ποδας τῆς προπαγάνδας. Ὁ Χριστός δέν γύρεψε οὔτε δικηγόρους, οὔτε προ­πα­γαν­διστές. Ζήτησε Μάρτυρες. Καί ἡ Μαρτυρία εἶναι ὁλο­κλη­ρωτική παράδοση στόν Χριστό. Ὁλοκληρωτική ἐν Χριστῷ ζωή. Ὅταν χαθῆ ἡ Μαρτυρία, τότε ἀρχίζουνε οἱ ἐγκόσμιες ἐπινοήσεις: ἡ προπαγάνδα καί ὁ προσηλυτισμός... Ἡ ἀληθής μαρτυρία εἶναι δύναμη κεντρομόλος, ἐπειδή ἀκτινοβολεῖ. Ὁ Μπέρξον τό εἶχε συλλάβει αὐτό, ὅταν ἔγραφε γιά τούς ἁγίους: ‘Οἱ ἅγιοι, δέν μᾶς χρειάζεται νά κά­νουν τίποτε ἄλλο, ... παρά μόνο νά ὑπάρξουν. Ἡ ὕπαρξή τους καί μόνο ἀποτελεῖ κλή­ση’....»[4].
Ἄν ἡ ἀληθής μαρτυρία εἶναι - ὅπως πετυχημένα λέει ὁ Μπαστιᾶς - δύ­να­μη κε­ντρο­μόλος, τότε ἀναμφισβήτητα ἡ ἄψυχη καί «ξύλινη» μαρτυρία εἶναι «φυ­­γόκεντρος» καί ἀπωθητική. Γι’ αὐτό ὁ Χριστός μίλησε πολύ αὐ­στηρά γι’ αὐτούς πού «κραδαίνουν» τό «σπαθί» μιᾶς ἐγκεφαλικῆς καί ἄ­ψυχης πίστης, «παίζοντας» ἀπό τήν μιά τούς δῆθεν «στυλοβάτες» καί «σωτῆρες» τῆς Ἐκ­κλη­σίας, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη ἀποφεύγουν συστη­ματικά τό σωτήριο «μάτωμα», πού προ­καλεῖ ἡ ζω­ντανή συνάντηση καί ἀναμέτρηση μέ τόν «δίκοπο» λόγο τοῦ Θεοῦ: «Ἀλίμονό σας», τούς λέει ὁ Χριστός, «... γιατί ὄχι μόνο δέν μπήκατε ἐσεῖς (στήν Βασιλεία μου) ἀλλά καί ἐμποδίσατε κι αὐτούς, πού θέλανε νά μποῦν...»! (Λουκ. 11, 52).
Καί τό κύριο ἐμπόδιο, πού τούς ἔκλεισε τήν πόρτα εἶναι - κατά τήν ἐπί­σης εὔστοχη παρατήρηση τοῦ μακαρίτη καθηγητῆ τῆς Φιλοσοφίας Σπύρου Κυριαζόπουλου - «ὁ ξεπε­σμός τῆς ζωντανῆς χριστιανικῆς πίστης σέ μιά νεκρή ὁμο­λο­για­κή γλῶσσα[5]».
Ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς «φωτογραφίζει» μέ τόν δικό του «φακό» αὐτή τήν τραγική ἔκπτωση:
«Ἡ θεολογική γλῶσσα στήν Ἑλλάδα», λέει, «εἶναι συνήθως μιά γλῶσ­σα ὁλότελα ἄ­σχετη μέ τήν ἀγωνία γιά τήν ἀλήθεια, τήν ζωή καί τόν θάνατο. Προ­ϋ­πο­θέ­τει σάν αὐτο­νόη­τες καί ἀξιωματικά δεδομένες ὅλες τίς ἀπαντήσεις στά οὐ­σιώ­δη καί ἔσχατα ἐρωτήματα. Πάντοτε ὅταν ἀκούω νά μιλᾶνε αὐτή τήν γλῶσσα, ἔχω τήν ἀπο­ρία: Ἆ­ραγε αὐτοί οἱ ἄνθρωποι πέρασαν ποτέ ἀπό τήν ἀγωνία γιά τήν πρα­γμα­τι­κότητα πού ἐκπροσωποῦν οἱ λέξεις τῆς γλώσ­­σας τους; Μά­τωσαν ποτέ; Ξαγρύπνησαν ἆραγε ποτέ, παλεύοντας μέ τήν ἀμ­φι­βολία, μέ τήν ἀντίθετη ἄποψη; Ὀλιγο­πίστησαν ποτέ; Ἔζησαν ποτέ τήν τρα­γι­κή ἀνάγκη καί δίψα γιά κά­ποιο αἰσθητό, χειροπιαστό ‘σημεῖο’ ἐμπειρίας τῆς ζωῆς πού νικάει τόν θάνατο; Ἄν ναί, τότε πῶς εἶναι δυνατό νά μιλᾶνε γι' αὐτά τά συ­γκλο­νι­στικά κατορ­θώ­ματα, πού εἶναι οἱ βεβαιότητες τῆς πί­στης, μέ τρόπο τόσο οὐδέτερο καί ἐπαγγελματικό;»[6]
Καί συνεχίζει ὁ Γιανναρᾶς ἀναφερόμενος σέ κάποιον μεταστρα­φέντα ρῶσο φίλο του, πρώην ἄθεο:
«Ὁ φίλος μου ὁ Μίτια βαφτίστηκε στά τριανταδύο του χρόνια, ἔ­χον­τας ζήσει ὡς τότε μέ τίς πεποιθήσεις τοῦ συνεπέστατου ἄθεου μαρ­ξιστῆ. Γιά νά φτά­σει στήν Ἐκκλησία καί στό βάπτισμα, ἔπρεπε νά ἀν­τι­παλέψει ὅλο τόν ὀρ­θολογισμό μιᾶς ἀθεϊστικῆς προπαγάνδας, φυ­τε­μένης στά μύχια τῆς ὕπαρξής του - χώρια ἡ μαθηματική του σπου­δή καί νο­οτροπία. Ποιός ἆρα­γε καί μέ ποιά γλῶσσα τοῦ μετάγ­γισε τήν μωρία τοῦ κηρύγματος τοῦ Σταυ­ροῦ, τήν παλαβομάρα, πού σα­ρώ­νει τήν μα­θη­μα­τική λο­γι­κή;»

*    *    *
«Ἡ παλαβομάρα, πού σαρώνει τήν μαθηματική λογική», δηλαδή ἡ ζω­ντα­νή πίστη καί ἡ γνήσια ἐν Χριστῷ ζωή, ὡς ἡ κατ’ ἐξοχήν ὑγιής «παλα­βο­μάρα», δέν περιγράφεται καί δέν ὁριοθετεῖται εὔκολα. Ὅμως ἐπειδή ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ πῆρε Σάρκα ἀνθρώπινη, ἔχουμε κάποια περιθώρια προσδιορισμοῦ καί περιχαράκωσης. Θά περιοριστοῦμε σέ τρεῖς τέτοιους «προσδιορισμούς»:

            1. Ἡ ζωντανή πίστη πηγάζει καί τρέφεται ἀπό τήν Λατρεία
Μόνο μέσα στήν στήν Θεία Εὐχαριστία γευόμαστε αἰσθητά τήν ᾿Αλή­θεια, ἡ ὁποία αὐτο­προσφέρεται ὡς βρῶσις καί πόσις ἐν τόπῳ καί ἐν χρόνῳ. Ἐκεῖ δέν ἀποκτᾶμε ἁπλῶς τήν σωστή ἄποψη περί ᾿Αληθείας, δέν «καταλα­βαί­νου­με» ἁπλῶς καλύτερα ἀπό κάποιον ἄλλον τήν ᾿Αλήθεια. Ἐκεῖ γινόμαστε σύσσωμοι καί σύναιμοι μέ τήν Σαρκωμένη ᾿Αλήθεια, τόν Χριστό.
Λέγοντας αὐτά δέν ὑποτιμᾶμε οὔτε τό θεμελιῶδες ἔργο τῆς ὁριο­θέτησης τῆς πίστης οὔτε τό διδακτικό ἔργο τῆς κατήχησης. ῾Α­πλῶς ἐπισημαίνουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία ποτέ δέν ἰδεολογι­κο­ποίησε τήν ποιμαντική της ἀγωνία γιά τά ἐντός καί γιά τά ἐκτός τῆς Μάνδρας «πρόβατα» οὔτε ἐξάντλησε τό διδακτικό της ἔργο στήν σύνταξη μιᾶς λίστας «λογικῶν» ἐπιχειρημάτων, πού ἔχουν σκοπό «νά κολλήσουν τούς αἱρετικούς στόν τοῖχο». Σκοπός πάντοτε ἦταν, οἱ ἐντός τῆς Μάνδρας «μίσθιοι τοῦ Πα­τρός», οἱ ὁποῖοι «περισσεύουσιν ἄρτων», νά βοη­θή­σουν τούς ἐκτός νά καταλάβουν ὅτι στό Σπίτι τούς περιμένει ὁ Πατέρας τους, ὄχι γιά νά τούς κατσαδιάσει, πού τόσο καιρό περιπλανήθηκαν ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἀλλά γιά νά τούς ταΐσει τόσο χορταστικά, «ὥστε νά ἔχουν Ζωή καί πε­ρίσσεια Ζωῆς» (Ἰω. 10, 10).
Ἀντιπροσωπευτικό σύγχρονο παράδειγμα εἶναι ὁ μακαριστός ἀμερικα­νός ἱερομόναχος π. Sera­phim Ro­se, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ γιά χρόνια περιπλανήθηκε «ἐν γῇ ἐρήμῳ καί ἀβάτῳ καί ἀνύδρῳ», βρῆκε τήν ‘Φιλο­κα­λία’, δηλαδή τήν «Ἐ­πι­­τομή τῆς Ὀρθοδόξου Χει­ρουρ­γικῆς», πού παρουσιάζει πῶς δουλεύει στήν πρά­ξη τό δίκοπο «νυστέρι» τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, καί μετά ὁδη­γήθηκε σέ μιά ὀρ­θό­δοξη ἐκκλησία τοῦ San Francisco. Μετά τήν Θεία Λει­τουργία ὁμολόγησε: «᾿Εδῶ ἐπί τέλους εἶναι τό πατρικό μου σπίτι, πού ἔψαχνα τόσο καιρό»[7].


2. Ἡ ζωντανή πίστη εἶναι ἐκκλησιαστικά Βιβλική
Στηρίζεται στήν ἐκκλησιαστική ἑρμηνεία τῆς Βίβλου, τῆς ὁποίας ἡ συ­στη­ματική μελέτη ἀποτελεῖ τό δεύτερο βασικότατο στοιχεῖο «διατροφῆς», μετά τήν Εὐχαριστία.
Πρίν ἀπό καιρό, κάποιοι Μορ­μό­νοι πού δροῦν στήν Ἑλλάδα ὁμολο­γοῦ­σαν ὅτι ἐντυπωσιάστηκαν μέν, γιατί οἱ περισσότεροι ἕλληνες ξέρουν ἀγ­γλι­κά, ἀλλά διαπίστωσαν ὅτι σέ θέματα πίστης καί σέ γνώση τῆς Γραφῆς εἶναι παντελῶς ἀ­στοι­χείωτοι! Τό μόνο, γιά τό ὁποῖο μποροῦσαν νά μιλήσουν οἱ χρι­στιανοί μας, ἦ­ταν... τά θαύματα τῶν ἁγίων καί οἱ εἰκόνες[8]!
Σίγουρα δέν ἐπιτρέπεται ἡ ἀπάντηση στό προτεστάντικο σύνθημα «sola scri­ptura» νά εἶναι τό δῆθεν ὀρθόδοξο «sola miracu­la»! Ἡ Ἐκκλησία ποτέ δέν ἄφησε τά θαύματα νά γίνουν βασικό στοιχεῖο τῆς ποιμαντικῆς Της. Μάλιστα ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀπαντώντας στό «γιατί δέν γίνονται σήμερα (στήν ἐποχή του!) θαύματα ὅπως παλιότερα;» λέει ὅτι «δέν εἶναι ἐγκατάλειψη Θεοῦ ἡ μείωση τῶν θαυ­μά­των ἀλλά τιμή ἀπό τόν Θεό»! Καί ἐξηγεῖ ὅτι «πα­λιό­τερα ἐγίνοντο θαύ­ματα ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι τότε – μόλις πρίν λίγο ἀ­παλ­λα­γμέ­νοι ἀπό τά εἴδωλα – ἦταν ἀνόητοι, ἀναίσθητοι, χον­τρο­κέφαλοι καί ‘ψόφαγαν’ γιά show (‘πρός τά σωματικά ἐπτόηντο καί ἐκεχήνεσαν’)[9]»! Ἑπο­μέ­νως ἡ «φα­γού­ρα» γιά θαύματα, ὁράματα καί χα­ρίσματα δέν εἶναι χα­ρα­κτηριστικό στοι­χεῖο τῆς ὑγιοῦς καί ζωντανῆς πίστης[10].

3. Ἡ ζωντανή πίστη ἐσχατολογεῖ ὑγιῶς
Δέν φλυαρεῖ γιά τσιπάκια, bar-code καί «σφραγίσματα» ἀναμασώντας προτεστάντικες φαιδρότητες οὔτε «ὁραματίζεται» ἀνάκτηση τῆς Πόλης, «ἀνά­σταση» τοῦ Ἰωάννη Βατάτζη καί ἄλλα (ἐπιεικῶς) ξεκαρδιστικά, ἀλλά ἐσχατολογεῖ, ὅπως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σι­ναΐ­της, ὅταν ἑρ­μηνεύει τήν ἐσχατολογική προφητεία τοῦ Χριστοῦ: «ἔρχεται νύξ ὅτε οὐ­δείς δύναται ἐργά­ζεσθαι». Λέει ὀ ἅγιος Γρηγόριος: «Νύξ ἐρχομένη ἐστίν ἡ παντελής ἀνε­νερ­γησία τοῦ μέλλοντος σκότους· ἤ καθ’ ἕτερον τρόπον (γιά νά ἔλθου­με πιό κοντά) νύξ ἐρ­χομένη ἐστίν ὁ ἀντίχριστος, νύξ καί σκότος καί ὤν καί καλούμενος· ἤ πάλιν (γιά νά ἔλθουμε ἀκόμη πιό κοντά) νύξ ἐρχομένη ἐστίν ἡ καθ’ ἑκάστην ἀμέλεια (τῶν ἐντολῶν τοῦ Θε­οῦ) καί ἀναι­σθη­­σία...»[11]!
Μέ ἄλλα λόγια ὁ ἅγιος Γρηγόριος, κάνοντας ἕνα ἀφυπνιστι­κό­τατο zoom ἀπό τά ἔσχατα στό σήμερα, μᾶς συμβουλεύει: «Ἀφῆ­στε τό πῶς θά εἶναι ἡ ‘ἀνε­νερ­γησία τοῦ μέλλοντος σκότους’ · ἀφῆστε τό πότε θά ἔλθει καί ποιός θά εἶ­ναι ὁ ἀντί­χρι­στος· καί φροντίστε νά διορθώ­σε­τε τήν ‘καθ’ ἑκά­στην ἀμέ­λειαν’ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θε­οῦ!». Ἡ ἐσχατολο­γία δέν εἶναι μιά θεωρητική ἀναφορά σέ κάποια ἀσαφῆ μακρινά μελ­λούμενα, ἀλλά «ξεκινάει» ἀπό τό ἐδῶ καί τώρα.
Χωρίς νά ἔχει διαβάσει τόν ἅγιο Γρηγόριο, μέ τό ἴδιο πνεῦμα ἐσχα­το­λογοῦσε καί ἐκεῖνος ὁ τσαγκάρης τῆς Ἀλε­ξάν­δρειας, στόν ὁποῖο ἔστειλε ὁ Θεός τόν Ἅγιο Ἀντώνιο γιά ... ἐπι­μόρ­φωση. Ὁ ὑγιῶς ἐσχατολογῶν τσαγκάρης ἐξο­μολογήθηκε στόν ἅγιο τί ἔ­λεγε κάθε μέρα στόν ἑαυτό του: «Πᾶσα ἡ πόλις αὕτη εἰσέρχονται εἰς τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν διά τάς δικαιοσύνας αὐτῶν· ἐγώ δέ μόνος κολάζομαι διά τάς ἁμαρτίας μου...»!

*    *    *
            Μιᾶς καί ἀναφερθήκαμε στόν ἀγράμματο τσαγκάρη τῆς Ἀλεξάνδρειας, ἄς ἐπιτραπεῖ νά κλείσουμε τό σύντομο σημείωμά μας περί τῆς σημασίας τῆς ζωντανῆς πίστης μέ μιά (κατά τήν γνώμη μας) λίαν ἀπαραίτητη ἐπισήμανση:
            Συχνά, ἀπό ἀντίδραση στόν θεολογικό ἀκαδημαϊσμό καί στόν δια­νο­ουμενισμό ὑπερτονίζεται ὅτι αὐτοί, πού πραγματώνουν τήν ζωντανή πίστη καί τήν ὑγιᾶ ἐν Χριστῷ ζωή, εἶναι σχεδόν ...«κατά κανόνα» (!) ἀγράμματοι καί ἀπαί­δευτοι. Ἐκτός βέβαια ἀπό τήν δῆθεν ... ἀγραμματοσύνη τῶν ἁγίων Ἀπο­στό­λων, πλεῖστα ὅσα χωρία «ἐπιστρατεύονται» εἰς ἐπίρρωσιν τῆς ἐν λόγῳ στατι­στι­κῆς: «Τά μωρά τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός», «ὁ Θεός τήν σοφίαν τοῦ κό­σμου τούτου ἐμώρανε» κλπ. κλπ. Παράλληλα γίνεται κατά κόρον ἀναφορά σέ ἀγράμματα γεροντάκια καί γριοῦλες, ἀγραμμάτους ἀσκητές κ.ο.κ. καί μάλιστα σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε νά δημιουργοῦνται ... ἐνοχές, σέ ὅσους ἔτυχαν πανεπι­στημιακῆς μορφώσεως ἤ (ἀκόμη χειρότερα) ἀπέκτησαν κανένα μαστεράκι ἤ διδακτορικό!
            «Μπαϊράκι» αὐτῶν τῶν ὑμνητῶν τῆς «ἁγίας» ἀγραμματοσύνης εἶναι τά λόγια τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ (ἄν τά εἶπε): «Τό κακό θά ἔρθει ἀπό τούς γραμματισμένους». Ὅμως ὁ «λιπαρῶς» γραμματισμένος ἅγιος Κοσμᾶς σέ ἄλλη συνάφεια τόνισε: «Αἱ πολλαί Ἐκκλησίαι οὔτε διατηροῦν οὔτε ἐνισχύουν τήν πίστιν μας, ὅσον καί ὅπως πρέπει, ἐάν οἱ πιστεύοντες δέν εἶναι φωτισμένοι ὑπό τῶν παλαιῶν καί νέων Γραφῶν. Ἡ πίστις μας δέν ἐστερεώθη ἀπό ἀμαθεἰς ἁγίους, ἀλλά ἀπό σοφούς καί πεπαιδευμένους, οἵτινες καί τάς ἁγίας Γραφάς ἀκριβῶς μᾶς ἐξήγησαν καί διά θεοπνεύστων λόγων ἀρκούντως μᾶς ἐφώτισαν[12]...».
            Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι εἶναι – δικαιολογημένα – πολύ ὀξύς  στήν ἀ­ναί­ρεση τῶν πιό πάνω ἀκροτήτων. Γράφει χαρακτηριστικά: «Ἡ Ὀρθο­δοξία κα­τάν­τησε νά εἶναι ἡ ὁ­μο­λογία τῶν ‘ἁπλῶν ἀνθρώπων’ καί τῶν χω­ρι­κῶν. Ἡ πίστη τῆς ἀγράμματης γερόντισσας θεωρεῖται πρότυπο καί ὁ αὐθεντικότερος τύπος εὐσέβειας. Κατάντησε νά φαίνεται ἀσφα­λέστερο νά ρωτᾶνε νά μά­θουν σχετικά μέ τήν Ὀρ­θο­δοξία μᾶλ­λον τόν ‘λαό’ παρά τούς ἁγίους Πα­τέρες. Αὐτή ὅμως εἶναι ἡ πιό ἐπικίνδυνη μορφή σκο­τα­δισμοῦ, πού με­τα­τρέ­πει τήν Ὀρ­θοδοξία σέ κάποιο εἶδος ἠθικο­λο­γι­κοῦ φολ­κλόρ».
            Καί καταλήγει τό ἴδιο ὀξύς ὁ Φλωρόφσκι: «Ὁ Χριστιανισμός τῆς τα­πει­νῆς χωρικῆς σήμερα εἶναι ἕνας ΜΥΘΟΣ... Ἦταν μιά διαμαρτυρία καί μιά ἄ­μυνα ἐναντίον μιᾶς ἄψυχης πολυγνωσίας... Ὅμως, μόνο ἡ δημιουργική θεο­λογική σκέψη θά μπορέσει νά ὑπερνικήσει αὐτές τίς ἀντίξοες περιστάσεις, ὅταν ἡ θεολογία ξαναγυρίσει στά ‘βάθη’ τῆς Ἐκκλησίας καί τά φωτίσει ἀπό μέσα, ὅταν ἀφ’ ἑνός τό λογικό βρῆ τό κέντρο του μέσα στήν καρδιά, καί ἀφ’ ἑτέρου ἡ καρδιά ὡριμάσει μέ τήν βοήθεια τῆς λο­γικῆς σκέψης. Μόνο τότε θά γίνει μιά ἀρχή γιά τήν κατανόηση τῆς ἀλή­θει­ας.»[13].
Δόξα τῷ Θεῷ, δέν εἶναι μικρή ἡ χορεία τῶν πεπαιδευμένων Ἁγίων Πα­τέρων, πού ὄχι ἁπλῶς δέν πῆραν τά μυαλά τους «ἀέρα» ἀπό τήν εὐρύτατη μόρφωσή τους ἀλλά ἐν ἄκρᾳ ταπεινώσει ἔγιναν εὔχρηστα σκεύη στήν μαρ­τυρία τῆς Μιᾶς Ἀληθείας καί ἐστερέωσαν τήν πίστη κάνοντάς τη ΠΡΑΞΗ.
π. Βαρνάβας Λαμπρόπουλος





[1] Ὁ τίτλος οὐδεμία σχέση ἔχει μέ τήν νεοεισαχθεῖσα «μόδα» τῆς ἀνακρούσεως τοῦ ἐθνικοῦ ὕμνου στό «κλείσιμο» ... ἐκκλησιαστικῶν ἡμερίδων.
[2] Προλογικό σημείωμα στό βιβλίο τοῦ Ἀνδρέα Ἀργυρόπουλου, Τό ἐπαναστατικό μήνυμα τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, Σειρά «Ἔξοδος στήν Κοινωνία καί τή Ζωή», Ἀθήνα 2010, σσ. 9-12.

[3] π. Ἰωάννου Ρωμανίδου, Πατερική Θεολογία, ἐκδ. Παρακαταθήκη 2004, σελ. 244
[4] Κωστῆ Μπαστιᾶ, Παπαδιαμάντης, Ἀθήνα 1974, σελ.224-225
[5] Σπυρίδωνος Κυριαζοπούλου, Ἡ Καταγωγή τοῦ Τεχνικοῦ Πνεύματος, Ἀθῆναι 1965, σελ. 237
[6] Χρήστου Γιανναρᾶ, Ἡ Κόκκινη Πλατεῖα καί ὁ θεῖος Ἀρθοῦρος, ἐκδ. Δόμος, σελ.48-49
[7] A Letter of Fr. Seraphim Rose to a Spiritual Seeker, The Orthodox Word, 187-8, 1996
[8] Περιοδ. Κυπριακοῦ συλλόγου ‘Φίλοι ἁγίου Ὄρους’  Ὀρθόδοξη Μαρτυρία, 89/2009, σελ. 92
[9] Ἁγ. Ἰωάννου Χρυστοστόμου, Εἰς τήν ἁγίαν Πεντηκοστήν, ὁμιλία Α΄, P.G. 50, 459
[10] Βλ. καί Ἁγ. Ἰγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, Θαύματα καί Σημεῖα, μτφρ. †Νικοπόλεως Μελετίου, ἔκδ. Ἱ. Μητροπόλεως Νικοπόλεως, Πρέβεζα 2000.
[11] Ἁγ. Γρηγορίου Σιναΐτου, Κεφάλαια πάνυ ὠφέλιμα, νδ΄, Φιλοκαλία, ἔκδ. Ἀστήρ, 1986, τ. Δ΄, σελ. 38.
[12] ἐν π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Παιδεία φωτιστική, ὄχι φωταδιστική, περ. Ἐφημέριος, Μάρτιος 2014, σελ.9.
[13] π. Γεωργίου Φλωρόφσκι, Θέματα Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσ/νίκη 1979, σελ. 219-222 

Δεν υπάρχουν σχόλια: