Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2015

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΩΝ ΠΑΤΡΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟN 20 ΑΙΩΝΑ - π. Ευάγγελος Κ. Πριγκιπάκης


Η  ΕΚΚΛΗΣΙΑ  ΤΩΝ  ΠΑΤΡΩΝ
ΚΑΤΑ ΤΟN  20Ο   ΑΙΩΝΑ*

Του
Πρωτοπρεσβυτέρου
Ευαγγέλου Κ. Πριγκιπάκη, Δρος Θ.
Καθηγητού του Πρότυπου Πειραματικού Γυμνασίου Πατρών


Αφιερώνεται ευλαβώς και ευγνωμόνως 
στον εορτάζοντα Καθηγούμενο 
της Ιεράς Μονής Γηροκομείου,
Αρχιμ. π. ΣΥΜΕΩΝ ΧΑΤΖΗ,
τον περικοσμούντα τον Ιερό Κλήρο της 
και επί σειρά ετών διατελέσαντα
 Πρωτοσύγκελλο  
της Ιεράς Μητροπόλεως  Πατρών



        Η προσπάθεια διερευνήσεως και συνολικής αποτιμήσεως της ιστορίας της Εκκλησίας των Πατρών δεν θα μπορούσε να είναι ακόμη πλήρης και εξαντλητική, καθώς αντιμετωπίζει πολλά δυσεπίλυτα προβλήματα λόγω κυρίως της ελλείψεως, του αποσπασματικού χαρακτήρα ή της μη εκδόσεως του υπάρχοντος πηγαίου υλικού, πράγμα στο οποίο οφείλεται πιθανότατα η εξαιρετικά περιορισμένη ενασχόληση της έρευνας, συνέπεια της οποίας είναι η απουσία μέχρι σήμερα ολοκληρωμένης μελέτης για τον ιστορικό της βίο. Για το λόγο αυτό και όσον αφορά την ιστορία της κατά τον 20ο αι., είναι επιβεβλημένο να υπογραμμισθεί, ότι για να καταστεί δυνατή η πλήρης και εξαντλητική ανασύνθεσή της, κρίνεται πρωτίστως απαραίτητο να τακτοποιηθούν, να μελετηθούν και να εκδοθούν το μητροπολιτικό, όπως και τα υπάρχοντα ενοριακά και μοναστηριακά αρχεία, αλλά και να αξιοποιηθεί μεθοδικά το διαθέσιμο αρχαιολογικό και ιστορικό υλικό. Η παρούσα προσπάθεια, συνεπώς, αποτελεί περισσότερο ιστορικό σχεδίασμα της εκκλησιαστικής ιστορίας των Πατρών κατά τον προηγούμενο αιώνα, με κύριο στόχο να τιμήσει την προσωπικότητα εξέχοντος κληρικού της αλλά και να αποτελέσει το έναυσμα για ανάληψη πληρέστερης ερευνητικής προσπάθειας στο εγγύς μέλλον.

         1. Η Οργάνωση της Εκκλησίας των Πατρών

       O 20ος αι. αποτέλεσε αναμφίβολα μια περίοδο γενικής ανασυγκροτήσεως και αναδιοργανώσεως του βίου της Εκκλησίας στην ύπαιθρο και κυρίως στην πόλη των Πατρών, η οποία, λόγω της δράσης και του μαρτυρίου του Αποστόλου Ανδρέου, αποτέλεσε ήδη από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια το πνευματικό και διοικητικό εκκλησιαστικό κέντρο της ομώνυμης τοπικής Εκκλησίας, ο τίτλος και τα όρια της οποίας ποίκιλαν ανάλογα με τις εκάστοτε ιστορικές συνθήκες.

       Μετά την απελευθέρωση και την ίδρυση του Νέου Ελληνικού Κράτους, η Εκκλησία των Πατρών έλαβε με βασιλικό διάταγμα από το 1833 μέχρι και το 1852 τον τίτλο «Επισκοπή Αχαίας»,  έχοντας στη διακαιοδοσία της εκτός από την περιοχή της πρώην επαρχίας Πατρών, που αποτέλεσε διαχρονικά τον μόνιμο χώρο της πνευματικής της δικαιοδοσίας, και τις περιοχές Καλαβρύτων και Αιγιάλειας. Οι δυο αυτές επαρχίες αποσπάστηκαν το 1852 από την επισκοπή Αχαΐας και αποτέλεσαν αυτόνομη επισκοπή, ενώ η περιοχή Πατρών συνενώθηκε με το Νομό Ηλείας και αποτέλεσε την «Αρχιεπισκοπή Πατρών και Ηλείας» μέχρι την ανατολή του 20ου αι. και συγκεκριμένα το 1901, οπότε η Ηλεία κατέστη ανεξάρτητη εκκλησιαστική επαρχία, με αποτέλεσμα η Εκκλησία των Πατρών να παραμείνει έκτοτε στα όρια της πρώην επαρχίας Πατρών με τον τίτλο «Επισκοπή Πατρών», ενώ από το 1915 και μέχρι σήμερα φέρει τον τίτλο «Μητρόπολις Πατρών».
       Στον 20ο αι. εισήλθε η τοπική Eκκλησία έχοντας στο θρόνο της από το 1892 τον αρχιεπίσκοπο Ιερόθεο Μητρόπουλο, έναν σπουδαίο ιεράρχη ο οποίος την ποίμανε μέχρι και την απροσδόκητη κοίμησή του το 1903. Ο Ιερόθεος υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες του κινήματος για την αναγέννηση της εκκλησιαστικής ζωής κατά το δεύτερο μισό του 19ου αι., γι’ αυτό και το έργο του στην Πάτρα απέβη πολυδιάστατο, καρποφόρο και αποτελεσματικό. Παρέλαβε μια τοπική Εκκλησία με πολλαπλά οργανωτικά και άλλα ποιμαντικά προβλήματα, την οποία κατάφερε μέσα σε λίγα χρόνια να ανασυντάξει και να ανασυγκροτήσει, φροντίζοντας για την εντονότερη λατρευτική ζωή, για την επιμόρφωση του κλήρου, για την κατήχηση του λαού με την εντατικοποίηση του κηρύγματος, για τη συγγραφή και έκδοση εποικοδομητικών έργων και περιοδικών, καθώς και για την ίδρυση ιεραποστολικών συλλόγων, ενώ οργάνωσε καλύτερα και τις διοικητικές της υπηρεσίες  ανοικοδομώντας το σημερινό Επισκοπείο, όπου και στεγάστηκαν μέχρι και το 2006.    
       Από το θάνατο του Ιεροθέου το Μάρτιο του 1903 μέχρι και το Δεκέμβριο του 1906 ο θρόνος των Πατρών παρέμεινε κενός, οπότε εξελέγη διάδοχός του ο Αντώνιος Παράσχης, ο οποίος από το 1915 ονομάστηκε «Μητροπολίτης». Ένα χρόνο αργότερα όμως, το, 1916, λόγω της συμμετοχής του στο ανάθεμα εναντίον του Ελευθερίου Βενιζέλου καταδικάστηκε σε έκπτωση από το θρόνο του, αλλά αποκαταστάθηκε και πάλι το 1923. Στο διάστημα αυτό η μητρόπολη διοικούνταν  από τοποτηρητές, με σημαντικότερο τον αρχιμανδρίτη Σωκράτη Οικονομίδη, από  τον Απρίλιο του 1919 μέχρι το Νοέμβριο του 1920.  Παρά την περιπέτειά του αυτή όμως, ο Αντώνιος ποίμανε την τοπική Εκκλησία συνολικά τριάντα οκτώ χρόνια μέχρι το 1944, αναδεικνυόμενος ως ο μακροβιότερος μέχρι σήμερα ποιμενάρχης της με πλούσιο ποιμαντικό έργο. Εκτός του ότι υπήρξε άριστος λειτουργός και έξοχος ιεροκήρυκας, ο Αντώνιος διακρίθηκε και για το ρηξικέλευθο για την εποχή του φιλανθρωπικό και ευρύτερο κοινωνικό έργο.
     Μετά την κοίμηση του Αντωνίου, στο θρόνο του Πρωτοκλήτου ανήλθε με μετάθεση το Νοέμβριο του 1944 ο μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Θεόκλητος Παναγιωτόπουλος, ο οποίος παρέμεινε μέχρι και τον Αύγουστο του 1957, οπότε εξελέγη αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Κατά την ποιμαντορία του στην μητρόπολη Πατρών ο Θεόκλητος ανέπτυξε πολύ σημαντικό κατηχητικό και φιλανθρωπικό έργο, με αποκορύφωμα την υποδοχή και περίθαλψη τον Αύγουστο του 1953 των σεισμοπλήκτων από τα Επτάνησα και κυρίως από τη Ζάκυνθο. Το μητροπολίτη Θεόκλητο διέκρινε γενικά σύνεση, ευγένεια και ηπιότητα χαρακτήρα, γι’ αυτό και έχαιρε σεβασμού τόσο από το ποίμνιό του, όσο περισσότερο από τους κληρικούς του, τους οποίους αγαπούσε και ιδιαιτέρως υποστήριζε.
       Διάδοχός του εξελέγη το Νοέμβριο του 1957 και καταστάθηκε στο θρόνο των Πατρών με μετάθεση ο μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης Κωνσταντίνος Πλατής μέχρι και το έτος 1972, οπότε αποχώρησε λόγω ορίου ηλικίας και παρέμεινε στη Δάφνη Αττικής μέχρι και την κοίμησή του το έτος 1975. Ο Κωνσταντίνος, ανερχόμενος στο μητροπολιτικό θρόνο της γενέτειράς του, επιδόθηκε σε ένα πολυεπίπεδο εκκλησιαστικό έργο με ιδιαίτερη έμφαση στον κηρυκτικό και κατηχητικό τομέα, ενώ και το φιλανθρωπικό του έργο υπήρξε αφανές αλλά πολύ ευρύ και αποτελεσματικό.  
     Από το 1972 ο μητροπολιτικός θρόνος των Πατρών παρέμεινε για δύο και πλέον έτη κενός με τοποτηρητή το μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Γεώργιο μέχρι τον Μάιο του 1974, οπότε εξελέγη με μετάθεση, ως ο τελευταίος της ποιμενάρχης κατά τον 20ο αι., ο μητροπολίτης  Ζιχνών και Νευροκοπίου Νικόδημος Βαλληνδράς, ο οποίος ποίμανε την τοπική Εκκλησία τριάντα έτη μέχρι και τις αρχές του 2005, οπότε παραιτήθηκε λόγω γήρατος. Ο μητροπολίτης Νικόδημος υπήρξε ένας από τους διαπρεπέστερους αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά κι ένας από τους σημαντικότερους Ποιμένες μαζί με τον Ιερόθεο Μητρόπουλο της Εκκλησίας των Πατρών κατά τον 20 αι. Προικισμένος με πολλά και ποικίλα χαρίσματα, αναδείχθηκε ένας από τους σημαντικότερους εκκλησιαστικούς άνδρες της εποχής του σε πανορθόδοξο επίπεδο.
      Ως χαρακτήρας ήταν φύσει ευγενής, διακριτικός και ευπροσήγορος, διακρινόμενος για την αγάπη του προς τους κληρικούς του, γι’ αυτό και άφησε αγαθή ανάμνηση στον κλήρο και το λαό των Πατρών. Το έργο του στην Εκκλησία των Πατρών υπήρξε ουσιαστικό και πολυσήμαντο, το οποίο επιτελέστηκε διακριτικά και αθόρυβα με τη συμπαράσταση κληρικών και λαϊκών συνεργατών, στους οποίους εμπιστευόταν και ανέθετε μεγάλο μέρος της διοίκησης της επαρχίας του. Αυτό το έπραττε κυρίως, διότι παράλληλα με τα αρχιερατικά του καθήκοντα στην Πάτρα επιτελούσε επίσης σπουδαιότατο εκκλησιαστικό έργο με πανορθόδοξη αναγνώριση, προσφέροντας παράλληλα εξαιρετικές υπηρεσίες στα διοικητικά της Εκκλησίας της Ελλάδος και αναδεικνυόμενος ένας από τους στενότερους συνεργάτες του αρχιεπισκόπου Αθηνών Σεραφείμ (1974-1998). Για το λόγο αυτό και μόνο η παρουσία του στο θρόνο των Πατρών, αποτελούσε ιδιαίτερη τιμή και προσέδιδε μοναδικό κατά τη διάρκεια της μακράς ποιμαντορίας του κύρος στην τοπική Εκκλησία.         

    2. Η θεία Λατρεία , η Κατήχηση και το Κήρυγμα

        Βασικό μέλημα όλων ανεξαιρέτως των Ιεραρχών της τοπικής Εκκλησίας κατά τον 20ο αι. αποτέλεσε η εντατικοποίηση της θείας λατρείας, η ενίσχυση του κατηχητικού έργου και οπωσδήποτε η καλλιέργεια του κηρύγματος, τα οποία γνώρισαν κυριολεκτικώς αλματώδη ανάπτυξη. Μια από τις προσωπικότητες λαϊκών που έδρασαν κηρυκτικά στην πόλη των Πατρών και επηρέασαν τη ζωή του ποιμνίου της τοπικής Εκκλησίας υπήρξε ο Απόστολος Μακράκης στα τέλη του 19ου αι., ο οποίος κατά τις συχνές επισκέψεις του κήρυττε είτε στο Ναό του Αγ. Αλεξίου, είτε υπαίθρια στην Πλατεία Όλγας, αποκτώντας μάλιστα πολλούς οπαδούς στην πόλη. Πνευματικοί του διάδοχοι και συνεχιστές του έργου του τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι.  υπήρξαν ο Ιωάννης Αρνέλλος και ο Αθανάσιος Χριστογιαννόπουλος, που ξεχώρισαν ως οπαδοί ενός «αποκαλυπτικού κοινωνισμού», με κυρίαρχη ιδεολογία τη μετατροπή της γης σε ουρανό, προκειμένου να επικρατήσει η ουράνια ηθική τάξη και αρμονία στον κόσμο. Ο Αρνέλλος μάλιστα, για να διαδώσει τις ιδέες του εξέδωσε και κυκλοφόρησε τα περιοδικά «Αρμαγεδών», «Νέα Σιών» και «Νέος Κόσμος». Πρέπει να σημειωθεί ωστόσο, ότι τόσο η δράση του Μακράκη, όσο και η δραστηριότητες των Χριστογιαννόπουλου και Αρνέλλου αποτελούσαν αυτόνομες θρησκευτικές προσπάθειες, χωρίς να τυγχάνουν της εγκρίσεως της τοπικής Εκκλησίας.
       Σημαντική επίσης περί τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αι. υπήρξε η δραστηριότητα  των μελών της «Αναπλάσεως» με επικεφαλής τον Μιχαήλ Γαλανό, που κήρυτταν σε ναούς της πόλεως, καθώς επίσης και στη Σχολή Λαού - τη σημερινή Διακίδειο -, και υποστηριζόταν θερμά από τον αρχιεπίσκοπο Ιερόθεο Μητρόπουλο, ο οποίος με τη σειρά του περιόδευε συνεχώς στις ενορίες της πόλεως και της υπαίθρου, με σκοπό την ενίσχυση της λατρευτικής ζωής και την πνευματική κατάρτιση του λαού μέσω του κηρύγματος. Στο έργο αυτό ο Ιερόθεος είχε συμπαραστάτες πολλούς αξιόλογους κληρικούς, όπως τους αρχιμανδρίτες Ηλία Βλαχόπουλο, Πολύκαρπο Συνοδινό και Ευσέβιο Ματθόπουλο, ενώ και η Ιερά Εξομολόγηση ασκήθηκε εντατικά με τη συμπαράσταση των πνευματικών Ευγενίου Οικονόμου, Σπυρίδωνος Γιαννουλέα και των αδελφών Κυρίλλου και Γαβριήλ Φραγκούλη. Εκτός αυτών ο Ιερόθεος ίδρυσε επίσης βιβλιοθήκη, εξέδωσε το περιοδικό «Σταυρός» και συνέδραμε στη συγκρότηση και λειτουργία των ιεραποστολικών συλλόγων «Απόστολος Ανδρέας» και «Ορθοδοξία». Στο πλαίσιο αυτό μάλιστα πρωτοστάτησε και στην αντιμετώπιση των ρωμαιοκαθολικών προσηλυτιστικών ενεργειών στην Πάτρα, αλλά και εναντίον της «θρησκείας της Μασωνίας», όπως ορθά την αποκαλούσε.
      Κατά τη μακρά περίοδο της ποιμαντορίας του Αντωνίου Παράσχη παρατηρείται επίσης σημαντική πρόοδος στον τομέα της κατήχησης με οργανωτές τους κληρικούς Γερβάσιο Παρασκευόπουλο, Δημήτριο Θεοδόση και Δωρόθεο Παλλαδινό, ενώ αναπτύχθηκε σημαντική δραστηριότητα και από την αδελφότητα θεολόγων η «Ζωή» με την ίδρυση στις αρχές του αι. στην Πάτρα της «Αναμορφωτικής Οργανώσεως Πατρών», που μετονομάστηκε το 1944 σε «Χριστιανική Εστία», η οποία από το 1960 περιήλθε στην νέα αδελφότητα θεολόγων «ο Σωτήρ». Έκτοτε η «Χριστιανική Εστία» εξακολουθεί μέχρι σήμερα να δραστηριοποιείται έντονα, καθώς διατηρεί, πέραν των άλλων, αίθουσα ομιλιών, βιβλιοπωλείο, εκπαιδευτήρια, κατασκηνώσεις, οικοτροφείο και γηροκομείο. Μετά το 1960 όμως και η «Ζωή» συνέχισε να δραστηριοποιείται εντατικά στην πόλη και την ύπαιθρο μέσω του συλλόγου «Χριστιανική Στέγη», αναπτύσσοντας και αυτή εξίσου σημαντικές δραστηριότητες, όπως οργάνωση ομιλιών, κατασκηνώσεων, αλλά και με τη διατήρηση βιβλιοπωλείου μέχρι και τα τέλη του 20ου αι.
     Πολυσχιδή δράση ανέπτυξε όμως από τη δεκαετία του ΄20 και ο όσιος Γέροντας π. Γερβάσιος Παρασκευόπουλος στον τομέα της κατήχησης των ενηλίκων και κυρίως στην κατήχηση της νεότητας με την οργάνωση κατηχητικών σχολείων για πρώτη φορά το 1923, τεχνικών σχολών και κατασκηνώσεων στο πλαίσιο της «Αναπλαστικής Σχολής», αλλά και της μητροπόλεως Πατρών. Το έργο του π. Γερβασίου υπήρξε μακροχρόνιο, πολύπλευρο και καρποφόρο, όχι μόνο στον κατηχητικό, αλλά και στους λοιπούς τομείς της εκκλησιαστικής διακονίας, καθώς διακρίθηκε ως κατηχητής, ιεροκήρυκας και λαμπρός κοινωνικός εργάτης, αλλά και ως άριστος λειτουργός τόσο στη θεωρία, όσο και την πράξη, όπως και ως εξαίρετος εξομολόγος πνευματικός, συμβάλλοντας  αποφασιστικά στην πνευματική αναγέννηση της Εκκλησίας των Πατρών, της οποίας υπήρξε αναμφίβολα η επιφανέστερη μορφή κατά τον 20ο αι.
        Κατά την περίοδο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τόσο οι μητροπολίτες Θεόκλητος και Κωνσταντίνος, όσο και μετά τη Μεταπολίτευση ο Νικόδημος, συνεργάστηκαν αρμονικά με τους παραπάνω ιεραποστολικούς συλλόγους της «Ζωής» και του «Σωτήρος», αλλά και παράλληλα έδρασαν αποτελεσματικά στην οργάνωση και επιτέλεση του εκκλησιαστικού έργου. Ειδικότερα, ο Θεόκλητος εργάστηκε εντατικά στον τομέα της κατήχησης και του κηρύγματος με την συμπαράσταση ικανών κληρικών και λαϊκών συνεργατών, όπως οι Γερβάσιος Παρασκευόπουλος, Χριστόδουλος Παπαγιάννης, Ευστάθιος Ευσταθόπουλος, Χρυσόστομος Βενετόπουλος, Ιάκωβος Λιαρομμάτης, Παναγιώτης Γεωργόπουλος και Ευάγγελος Μήτσης. Ο μητροπολίτης Κωνσταντίνος επίσης, φρόντισε σημαντικά το έργο της κατηχήσεως του εκκλησιαστικού πληρώματος με τον ορισμό περιοδευόντων ιεροκηρύκων και την ενίσχυση των κατηχητικών σχολείων, των οποίων ο αριθμός παρουσίασε εντυπωσιακή αύξηση στα τέλη της δεκαετίας του ΄60. Ο Νικόδημος, τέλος, συνέβαλε σημαντικά στην ενίσχυση της λειτουργικής ζωής, καθώς ήταν όχι μόνο άριστος λειτουργός αλλά και βαθύς γνώστης της εκκλησιαστικής μουσικής. Παράλληλα υποστήριξε το κήρυγμα και την κατήχηση, ενθαρρύνοντας τη δραστηριότητα των ιεραποστολικών αδελφοτήτων στο ενοριακό έργο, ενώ ίδρυσε επίσης «Σχολή Βυζαντινής Μουσικής» και «Αγιογραφίας», ανοικοδόμησε το «Νικοδήμειο Πνευματικό Κέντρο» στην οδό Βότση, ίδρυσε το Ραδιοφωνικό και Τηλεοπτικό Σταθμό «Λύχνος» (1992), αλλά και εξασφάλισε πρόσβαση στο διαδίκτυο για την τοπική Εκκλησία με την ιστοσελίδα www. i-m-patron. gr.
          Στο πλαίσιο της κατήχησης του λαού στην Πάτρα και την ύπαιθρο κατά τον 20ο αι., θα πρέπει να αναφερθεί επίσης και η έκδοση σημαντικού αριθμού αξιόλογων περιοδικών όπως ο «Σταυρός» (1894-19030, η «Θρησκευτική Ηχώ» (1903-1907), «ο Εφημέριος» (1906), ο «Απόστολος Ανδρέας» (1926-1946), η «Αλήθεια» (1927-1940), η «Σάλπιγξ», ο «Καλός Σαμαρείτης» (1963), καθώς και άλλα ενοριακά περιοδικά και έντυπα με οικοδομητικό περιεχόμενο.

        3. Η Φιλανθρωπική Διακονία

       Σημαντικό όμως υπήρξε και το φιλανθρωπικό έργο της τοπικής Εκκλησίας κατά τον 20ο αι. κυρίως στην πόλη, το οποίο, κατά το πρώτο μισό της υπό εξέταση περιόδου, πραγματοποιούνταν κυρίως μέσω φιλανθρωπικών σωματείων και συλλόγων που ιδρύονταν με την υποστήριξη των εκάστοτε Ιεραρχών των Πατρών. Έτσι, ο αρχιεπίσκοπος Ιερόθεος πρωτοστάτησε στην ίδρυση και ενίσχυση αρκετών φιλανθρωπικών σωματείων όπως η «Σχολή Απόρων Παίδων», ενώ ο Αντώνιος Παράσχης το 1924 ίδρυσε το «Εκκλησιαστικόν Ταμείον Ελεημοσύνης» για την ενίσχυση των απόρων και των ανίκανων προς εργασία κατοίκων της πόλεως, καθώς και το «Ιερατικόν Ταμείον», για την ενίσχυση του κλήρου. Με πρωτοστάτη και πρόεδρο το μητροπολίτη Αντώνιο επίσης, λειτούργησαν στην Πάτρα η «Τριάντειος Επαγγελαματική Σχολή» και το «Σωτηριάδειον» κληροδότημα με αποστολή την προικοδότηση μιας ορφανής κοπέλας από την πόλη κάθε χρόνο, καθώς επίσης Νοσοκομείο, Πτωχοκομείο, Βρεφοκομείο, Παιδικοί Σταθμοί και Άσυλο Αστέγων, ενώ από το 1936  λειτούργησαν με ευθύνη της Μητροπόλεως και νυκτερινά σχολεία για εργαζόμενους νέους στους ναούς του Αγ. Ανδρέου, του Αγ. Διονυσίου και των Αγ. Αναργύρων. Οι μητροπολίτες Θεόκλητος και Κωνσταντίνος ενθάρρυναν επίσης σημαντικά το φιλανθρωπικό έργο μέσω κυρίως του Γενικού Φιλοπτώχου Ταμείου και των Ενοριακών Φιλοπτώχων Ταμείων, ενώ ο μητροπολίτης Νικόδημος προχώρησε επιπλέον και στην ίδρυση «Τράπεζας Τροφίμων» σε συνεργασία με το Δήμο Πατρέων για την ανακούφιση των απόρων οικογενειών και ενθάρρυνε τη λειτουργία  συσσιτίων σε μεγάλες ενορίες της πόλεως.

          4. Ο Μοναχισμός   

        Μεγάλη υπήρξε όμως σε όλη την ιστορία της τοπικής Εκκλησίας και η συμβολή του μοναχισμού, ο οποίος συμπαραστάθηκε ουσιαστικά στο έργο της. Κατά τη διάρκεια του 20ου αι. κι έπειτα από δοκιμασίες φοβερές το 19ο, ο μοναχισμός και ιδιαιτέρως ο γυναικείος γνωρίζει ιδιαίτερη άνθηση στην Πάτρα και την υπόλοιπη περιοχή, με αποτέλεσμα στα τέλη του να λειτουργούν πέντε ανδρικές και τέσσερις γυναικείες Μονές, στις οποίες εγκαταβιώνουν συνολικά σήμερα 84 μοναχοί και μοναχές, όπως και 3 δόκιμοι. Τούτο σημαίνει, πως όχι μόνο διατηρήθηκαν οι υπάρχουσες κατά τον προηγούμενο αιώνα, αλλά επαναλειτούργησαν και άλλες εγκαταλειμμένες κυρίως στην ύπαιθρο, όπως της αυτές της Παναγίας Χρυσοποδαριτίσσης, της Παναγίας Ελεούσης και του Αγ. Νικολάου Μπάλα, ενώ ιδρύθηκε στην πόλη και η Μονή του Προφήτου Ηλιού το 1968.
        Τη μεγαλύτερη προσφορά όμως κατά την υπό εξέταση περίοδο είχε η παλαίφατη Ιερά Μονή Γηροκομείου, η οποία αποτέλεσε φυτώριο στελεχών για την τοπική Εκκλησία από τις αρχές του 20ου αι. με τους πνευματικούς Σπυρίδωνα Γιαννουλέα και τους αδελφούς Κύριλλο και Γαβριήλ Φραγκούλη και κατόπιν με τον αρχιμανδρίτη Γερβάσιο Παρασκευόπουλο και άλλους, ενώ μέχρι σήμερα οι περισσότεροι ιερομόναχοι που συμμετέχουν στη διοίκηση της Ιεράς Μηροπόλεως Πατρών, εφημερεύουν στην πόλη ή ασκούν καθήκοντα ιεροκηρύκων ανήκουν ή ανήκαν στην αδελφότητά της, όπως και σε αυτές των Μονών Ομπλού, Χρυσοποδαριτίσσης και Αγ. Πάντων Τριταίας. Και αυτό διότι και οι τρείς προαναφερθείσες μονές επανδρώθηκαν αρχικά από μέλη της αδελφότητας της Μονής Γηροκομείου.

        5. Οι Ενορίες και ο Ιερός Κλήρος

      Κατ’ εξοχήν κέντρα της εκκλησιαστικής ζωής στην πόλη και την ύπαιθρο περιοχή της Εκκλησίας των Πατρών αποτέλεσαν και κατά τον 20ο αι. οι ενορίες, όπου κατ’ ουσίαν εκδιπλώνεται ο εκκλησιαστικός βίος, γι’ αυτό και κατά τη διάρκειά του ο αριθμός τους στην Πάτρα κυρίως παρουσίασε εντυπωσιακή αύξηση, ως συνεπακόλουθο της αύξησης του πληθυσμού της και επέκτασης των ορίων της. Στην ύπαιθρο επίσης ιδρύθηκαν νέες ενορίες και τοποθετήθηκαν σε όλες σχεδόν εφημέριοι, ενώ ανακαινίστηκαν ή ανοικοδομήθηκαν νέοι κεντρικοί Ναοί και Παρεκκλήσια.
      Ειδικότερα στην πόλη, ενώ περί τα τέλη του 19ου αι. υπήρχαν δέκα περίπου ενοριακοί ναοί και αντίστοιχες ενορίες, στο τέλος του 20ου υπήρχαν περίπου πενήντα, ενώ παράλληλα με την ανοικοδόμηση των ενοριακών Ναών, κατασκευάστηκαν από τη δεκαετία του ’70 και άλλες εκκλησιαστικές εγκαταστάσεις, γνωστές ως «Πνευματικά Κέντρα», όπου στεγάζονται οι διάφορες ενοριακές δραστηριότητες, όπως εσπερινές ομιλίες κατηχητικά σχολεία, αγιογραφικοί κύκλοι, τμήματα πληροφορικής, σχολές χορού, αθλητικές εκδηλώσεις, κ.ά., αλλά και διενεργείται το φιλανθρωπικό έργο κυρίως με τη λειτουργία συσσιτίων.
        Το μεγαλύτερο έργο στην τοπική Εκκλησία όμως αποτέλεσε κατά τον 20 αι. χωρίς αμφιβολία η ανέγερση του Νέου Ναού του αγ. Ανδρέου, της ομώνυμης ενορίας, που αποτελεί πλέον το λατρευτικό κέντρο της Εκκλησίας των Πατρών, αλλά και πανελλήνιο και πανορθόδοξο προσκύνημα. Γι’ αυτό και η ανοικοδόμηση του Ναού του Πρωτοκλήτου υπήρξε μια από τις κύριες φροντίδες των κατά καιρούς Ποιμένων της Εκκλησίας των Πατρών ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, οπότε ξεκίνησαν οι ενέργειες, τις οποίες παρόλο που εντατικοποίησε ο αρχιεπίσκοπος Ιερόθεος, δεν ευτύχησε όμως να θεμελιώσει το Ναό, πράγμα το οποίο έπραξε ο διάδοχός του επίσκοπος Αντώνιος το 1908. Στην πορεία του έργου όμως παρουσιάστηκαν σοβαρά προβλήματα λόγω της οικονομικής δυσπαραγίας, των αντιδράσεων στα σχέδια, αλλά και των επιπτώσεων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Εκείνος που συνέβαλλε αποφασιστικά στην επανέναρξη των εργασιών αλλά και στην πορεία αποπερατώσεως του έργου ήταν ο μητροπολίτης Θεόκλητος, πράγμα το οποίο ενίσχυσε ουσιαστικά και ο Κωνσταντίνος, κυρίως με την επαναφορά στην πόλη το 1964 της Τίμιας Κάρας του Πρωτοκλήτου. Ο διάδοχός του μητροπολίτης Νικόδημος στη συνέχεια, προχώρησε στον εγκαινιασμό του Ναού από τον αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ το 1974 και επανέφερε στην πόλη το Σταυρό του Μαρτυρίου του Αγ. Ανδρέου το 1980, ενισχύοντας παράλληλα το έργο της αποπερατώσεως τόσο, ώστε επί των ημερών του να ολοκληρωθούν εκτός από τις εργασίες του κτιρίου και το μεγαλύτερο μέρος της αγιογραφήσεως. 
         Την ευθύνη, καθοδήγηση και εποπτεία του ενοριακού έργου και κατά συνέπεια τη μεγαλύτερη προσφορά στην τοπική Εκκλησία είχε κατά τη διάρκεια του 20ου αι. κυρίως και κατ’ εξοχήν ο πολυπληθής έγγαμος εφημεριακός κλήρος, το μορφωτικό επίπεδο όμως του οποίου μέχρι και τα μέσα σχεδόν της υπό εξέταση περιόδου παρέμενε πολύ χαμηλό. Η πλειοψηφία των ιερέων, προπαντός της υπαίθρου, ήταν ολιγογράμματοι ή σχεδόν αγράμματοι, ενώ τα οικονομικά τους βρισκόταν σε τραγική κατάσταση, τέτοια που να σημειώνεται σε εφημερίδα της εποχής, ότι «είναι απίστευτος η πενία των ημετέρων ιερέων». Παρά ταύτα όμως, ο κλήρος της Εκκλησίας των Πατρών διακρινόταν για την βαθιά του πίστη, το ακέραιο ήθος και την απλότητα, την κοινωνικότητα και την συμπαράστασή του σε όλες τις πτυχές της ζωής του ποιμνίου του, γι’ αυτό και οι ταπεινοί ιερείς των χωριών αλλά και της πόλεως κατάφερναν με την ενάρετη ζωή και την οικογενειακή συνδυασμένη με την πνευματική εμπειρία τους, όχι μόνο να αναδεικνύονται παραδείγματα και πρότυπα για τους πιστούς, αλλά και να καθοδηγούν το ποίμνιό τους με τρόπο γνήσιο, εμπνέοντάς του σεβασμό, εμπιστοσύνη και αγάπη.
       Οι επιπτώσεις στο ποιμαντικό έργο λόγω της έλλειψης κατάρτισης του κλήρου της τοπικής Εκκλησίας, καταβλήθηκε προσπάθεια να θεραπευθούν αρχικά με το διορισμό μόνιμου ιεροκήρυκα που περιόδευε  στην πόλη και κυρίως στην επαρχία από τον Ιούλιο του 1899, με σκοπό, όπως αναφέρεται, τη διδασκαλία του Ευαγγελίου για την οικοδομή των πιστών και την στήριξη στην πίστη. Εκτός όμως από τον τακτικούς ιεροκήρυκες, κατά τη διάρκεια του 20 αι. υπήρξαν και άλλοι κληρικοί κυρίως αλλά και λαϊκοί, οι οποίοι εργάστηκαν ιεραποστολικά στην πόλη και την ύπαιθρο, προσπαθώντας να αναπληρώσουν την αδυναμία του εφημεριακού κλήρου για την κατήχηση των πιστών. Γι’ αυτό και ήδη από τις αρχές του αιώνα ο αρχιεπίσκοπος Ιερόθεος, κατανοώντας τις συνέπειες της απαιδευσίας του κλήρου, ενθάρρυνε την επιμόρφωσή του, οργανώνοντας εβδομαδιαίες συνάξεις, στις οποίες δίδασκε και καθοδηγούσε τους ιερείς της πόλεως κυρίως, ενώ και οι μητροπολίτες Αντώνιος, Θεόκλητος και Κωνσταντίνος φρόντισαν για τη συστηματική κατάρτιση του κλήρου, μια προσπάθεια που εντατικοποιήθηκε κυρίως από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 με τη φοίτηση κληρικών σε μέσες κυρίως εκκλησιαστικές σχολές αρχικά και κατόπιν στα ανώτερα εκκλησιαστικά φροντιστήρια ή και στα ειδικά για την επιμόρφωση του κλήρου πανεπιστημιακά τμήματα.
         Η προσπάθεια αυτή κορυφώθηκε στην Πάτρα κατά τη δεκαετία του ’70, οπότε ιδρύθηκε με ενέργειες του μητροπολίτη Νικοδήμου το 1976 το «Μέσο Εκκλησιαστικό Φροντιστήριο», το οποίο από το 1979 μετατράπηκε σε «Τετρατάξιο Εκκλησιαστικό Λύκειο», με σκοπό την κατάρτιση του κλήρου της τοπικής Εκκλησίας. Πέραν αυτού όμως πολλοί από τους κληρικούς της τοπικής Εκκλησίας, αλλά και υποψήφιοι για είσοδο στον κλήρο, με παρότρυνση του Νικοδήμου, σπούδασαν στις Ανώτερες  Εκκλησιαστικές Σχολές ή στις Θεολογικές Σχολές των Πανεπιστημίων Αθηνών και Θεσσαλονίκης, κάτι που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, οπότε όλοι σχεδόν οι υποψήφιοι κληρικοί να έχουν  αποκτήσει ανώτερη ή ανώτατη μόρφωση. Έτσι, στο τέλος του 20ου αι. οι μισοί σχεδόν κληρικοί της Εκκλησίας των Πατρών διέθεταν πανεπιστημιακή μόρφωση, ενώ από τους υπολοίπους οι περισσότεροι είναι απόφοιτοι μέσων ή ανώτερων Εκκλησιαστικών Σχολών. Από αυτούς, η συντριπτική πλειοψηφία όσων εφημερεύουν στην πόλη είναι πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και κατά κανόνα ικανοί να ποιμάνουν τις ενορίες τους και να κατηχήσουν αποτελεσματικά το ποίμνιό τους. Ειδικότερα από τους 250 περίπου κληρικούς της τοπικής Εκκλησίας, οι 110 είναι κάτοχοι πτυχίου Ανωτάτης Σχολής, οι 71 μέσης Εκκλησιαστικής Σχολής, δηλαδή απόφοιτοι Εκκλησιαστικού Λυκείου με επιπλέον ένα έτος ακαδημαϊκής εξειδίκευσης, οι 37 απόφοιτοι μόνο Λυκείου ή Γυμνασίου και οι 50 απόφοιτοι Δημοτικού, στο σύνολό τους σχεδόν εφημέριοι στην επαρχία και συνήθως μεγάλης ηλικίας. Στις ενορίες της πόλεως, τέλος, εφημέρευαν στα τέλη του 20ου αι. περισσότεροι από 120 κληρικοί, δηλαδή ο μισός σχεδόν κλήρος της τοπικής Εκκλησίας, η οποία είχε συνολικά 185 ενορίες και ανάλογους ενοριακούς Ναούς, 82 Παρεκκλήσια και πολλά Εξωκκλήσια, που επιβεβαιώνουν περίτρανα για άλλη μια φορά τη βαθιά θρησκευτικότητα και ευλάβεια του πληρώματος της Εκκλησίας των Πατρών.

         ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ : Αθανασόπουλου, Ι.Φ.,  «Συνοπτική ιστορική επισκόπηση της αποστολικής Εκκλησίας των Πατρών»,  στο Χ.Γ. Χοτζάκογλου, (επιμ.), Ο Νέος Ναός του Αποστόλου Ανδρέου Πατρών, σ. 43-49. Αθανασόπουλου, Ι.Φ., Ο Θρησκευτικός Βίος των Πατρών κατά τον ΙΘ΄ και Κ΄ αιώνα, Πάτραι 2006. Ατέση, Β.Γ., Μητρ. πρ. Λήμνου, Επισκοπικοί Κατάλογοι της Εκκλησίας της Ελλάδος απ’ αρχής μέχρι σήμερον, Εν Αθήναις 1975. Γεωργοπούλου-Βέρρα, Μ., (επιμ.), Βυζαντινά και Μεταβυζαντινά Μοναστήρια της Αχαΐας, Αθήνα 2006. Θωμόπουλου, Σ.Ν.,  Ιστορία της πόλεως Πατρών από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του 1821, τ. Α΄& Β΄, Πάτρα 19982. Ιεροθέου, Μητρ. πρ. Ύδρας, «Φωταυγείς Παράγραφοι από τον Βίον και την Πολιτείαν του μακαριστού Αγίου Πατρός ημών Γερβασίου Παρασκευοπούλου», στο  Αρχιμ. Γ.Χ. Παρασκευοπούλου, Ερμηνευτική Επιστασία…, Πάτραι 20052, σ. 37-145. Λουλούδη, Θ.Η., Συμβολή στην Αχαϊκή Ορθόδοξη Βιβλιογραφία (1960-2009), Εκδ. Ι.Μ. Πατρών, Πάτρα 2009. Μαρινέλλη, Ε.Χρ., Παναγία η Γηροκομίτισσα. Το Ιστορικό Μοναστήρι της Πάτρας, Πάτραι 20032. Μαστρογιαννοπούλου, Αρχιμ. Η., Ιερόθεος Μητρόπουλος. Ο φωτισμένος Ιεράρχης, Αθήναι 1993. Πριγκιπάκη, π. Ε.Κ., (επιμ.), Ο Όσιος Γέροντας των Πατρών Αρχιμανδρίτης Γερβάσιος Παρασκευόπουλος. Σαρανταπέντε χρόνια από την κοίμησή του (1964-2009), στο Αποστολικός Λόγος. Περιοδική έκδοση Ορθοδόξου οικοδομής και Μαρτυρίας Ενορίας Αγ. Αποστόλων Πατρών 5 (2008), σ. 1-24. Πριγκιπάκη, π. Ε.Κ. - Βογιατζή, Ν. (επιμ.), Ιστορία της Εκκλησίας των Πατρών, Έκδ. Πρότυπου Πειραματικού Γυμνασίου Πατρών, Πάτρα 2012. Πριγκιπάκη, π. Ε.Κ. - Βογιατζή, Ν. - Καβαλλάρη, Ι., (επιμ.), Τα Μοναστήρια της Αχαΐας. Τουριστικός Οδηγός /Monasteries of Achaia. Tοurist Guide, Πάτρα /Patras 2013. Σιδερόπουλου, Ι., Ιεροί Ναοί των Πατρών, έκδ. Ι.Μ. Πατρών, (Πάτρα) 2010. Σκλαβενίτη Τ.Ε.-Στάικου, Κ.Σ., (επιμ.), Πάτρα. Από την Αρχαιότητα έως Σήμερα, Αθήνα 2005. Τριανταφύλλου, Κ.Ν., Ιστορικόν Λέξικόν των Πατρών. Ιστορία της Επαρχίας Πατρών από της Αρχαιότητος έως σήμερον κατά Αλφαβητικήν ειδολογικήν κατάταξιν, Πάτραι 19982. Τ(σαντίλη), Ι., «Πατρών Μητρόπολις», Θρησκευτική Ηθική Εγκυκλοπαιδεία 10 (1966), στ. 145-167. Χοτζάκογλου, Χ.Γ., (επιμ.), Ο Νέος Ναός του Αποστόλου Ανδρέου Πατρών. 100 χρόνια από τη θεμελίωσή του, Έκδ. Ι.Μ. Πατρών, (Πάτρα) 2008.


    * Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «ΟΕκκλησιολόγος» 396 / 31-01-2015, σ. 8-9.

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Δεν είχα γνώση της ιστορίας της Μητροπόλεως. Ούτε την περίοδο που και εγώ έζησα. Έμαθα πολλά και διάβασα ονόματα που δεν γνώριζα. Πρέπει η ιστορία να μας γίνει γνωστή. Θα παρακαλούσα τον πάτερ να μας πει κάτι το συνοπτικό για τις προσωπικότητες τις ιερατικές στις οποίες κάνει αναφορά.

Ανώνυμος είπε...

Ο π. Ευάγγελος έχει ασχοληθεί με την ιστορία της τοπικής Εκκλησίας σε διαφόρους τομείς. Θερμές οι ευχαριστίες μας για την ενημέρωση.

Ανώνυμος είπε...

Εξαιρετικό κείμενο για την εκκλησιαστική ιστορία της Πάτρας τον 20ο αιώνα.