Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2016

Ο ανττιστασιακός Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α' Κοτσώνης που πολέμησε σθεναρά την δικτατορία όταν οι άλλοι σιωπούσαν. - Μια ηχηρή απάντηση στους Εθνομηδενιστές. - Η Αλήθεια που αποκρύπτεται από το Εκκλησιαστικό και πολιτικό προσκυνημένο κατεστημένο.

Στη δωδεκαετία από 4 Ιουνίου 1949 έως 14 Φεβρουαρίου 1962 είχαμε την άνοδο στον αρχιεπισκοπικό θρόνο πέντε (5) επισκόπων (Σπυρίδωνος, Δωροθέου, Θεοκλήτου, Ιακώβου, και Χρυσοστόμου) με έργο ανύπαρκτο. Η χώρα είχε εξέλθει από έναν πόλεμο, μια εμφύλια διαμάχη με πολλά τραύματα και ο διοικητικός μηχανισμός της Εκκλησίας ήταν σε εξάρθρωση και εξαθλίωση. Το κύρος του κλήρου ήταν πεσμένο από την συχνή παρουσία σκανδάλων (κυρίως σαρκικών).
Κι ενώ βρισκόμασταν στην κατάσταση αυτή, τους δεσποτάδες απασχολούσε ένα και μόνο πρόβλημα: το μεταθετό. Το θέμα έρχονταν και ξανάρχονταν στο καντράν της επικαιρότητας διότι η υπάρχουσα κατάσταση εμπόδιζε τις φιλοδοξίες πολλών δεσποτάδων να μεταπηδήσουν από τις μικρές και φτωχές μητροπόλεις στις μεγάλες και πλούσιες. Για το θέμα αυτό έχουν γραφεί τόμοι και τόμοι χαρακτηρίζοντάς το αντικανονικό, κατά τους Ιερούς Κανόνες, και επάρατο.
Η κατάσταση ήταν ανυπόφορη. Το γεγονός και μόνο ότι από τις 14 κενωθείσες μητροπόλεις κατά την πρώτη τριετία επί Αρχιεπ. Θεοκλήτου, οι 10 πληρώθηκαν με μετάθεση, ανάγκασε την Πολιτεία να επέμβει νομοθετικά, διότι αυτό μαρτυρούσε πολλά. Ο τότε Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Γ. Βογιατζής με το Νόμο 3952/Απρ. 1959 που συμπληρώθηκε μεταγενέστερα με το Βασ. Διάταγμα (Δεκ. 1959) κατάργησε το μεταθετό για όλες τις μητροπόλεις, πλην Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, χωρίς όμως να εμποδίζεται και γι’ αυτές η εκλογή δια χειροτονίας.

Από το 1961 δημιουργούνται χηρεύουσες Μητροπόλεις, οι οποίες παρέμειναν κενές ολόκληρη πενταετία, αρνούμενοι να τις πληρώσουν εκβιάζοντας την πολιτεία να επαναφέρει το μεταθετό.
Ο ΙΑΚΩΒΟΣ ΒΑΒΑΝΑΤΣΟΣ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
Στις 8 Ιανουαρίου 1962 κοιμήθηκε ο Αρχιεπ. Θεόκλητος (Παναγιωτόπουλος). Η εκλογή του νέου Αρχιεπισκόπου δημιούργησε φοβερό σεισμό στον περίβολο της Εκκλησίας. Πλήγωσε συνειδήσεις και σκανδάλισε ψυχές. 
Τριάντα τρεις δεσποτάδες, αρχιθύτες του Ιησού Χριστού, ταγμένοι πρόμαχοι των Ιερών Κανόνων, έδωσαν την ψήφο τους για να εκλεγεί Αρχιεπίσκοπος ένα πρόσωπο που οι ίδιοι το κατηγορούσαν και το σχολίαζαν, σαν πρόσωπο που δεν τιμούσε το ανδρικό του φύλο.
Η 13η Ιανουαρίου είναι η αποφράδα ημέρα γιατί ανέβηκε στον πρώτο θρόνο της Ελληνικής Εκκλησίας ο Ιάκωβος Βαβανάτσος δακτυλοδεικτούμενος από την κοινή γνώμη.
Η επαίσχυντη αυτή πράξη μιας μεγάλης ομάδας δεσποτάδων συνετάραξε το πανελλήνιο και έκανε την ελληνική Εκκλησία στόχο σχολίων και πονηρών ψιθύρων έξω και από τα ελληνικά σύνορα.
Έντεκα μονάχα ημέρες μετά την εκλογή του και την πομπώδη ενθρόνισή του (Αρχιεπ. Ιάκωβου Βαβανάτσου) αναγκάστηκε να παραιτηθεί γιατί η ατμόσφαιρα είχε τόσο φορτιστεί ώστε και η ελάχιστη παραμονή του να γίνεται άκρως επιβλαβής, αλλά και οι πάσης φύσεως κληρικοί να κρύβουνε τους εαυτούς των, γιατί η παρουσία τους προκαλούσε τη χλεύη και την απαξίωση.
Και φθάσαμε στο οδυνηρό σημείο, ενώ ο Αρχ/πος Ιάκωβος είχε παραιτηθεί πιεζόμενος και από τον τότε Πρωθυπουργό της χώρας Κ. Καραμανλή, αυτός (ο Ιάκωβος) να ελέγχει και να κατευθύνει τη πλειοψηφία στην Ιεραρχία από τα παρασκήνια.
ΝΕΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Β’
Κάτω από τις συνθήκες αυτές γίνεται η εκλογή και ανάδειξη του νέου Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου του Β΄ (Χατζησταύρου) καταλαμβάνοντας θρόνο που δεν είχε κενωθεί κανονικά. Η πράξη ποτέ δεν αμφισβητήθηκε ούτε τέθηκε σαν θέμα, και έτσι έγινε αποδεκτός από την Ιεραρχία.
Οι τριάντα-τρεις δεσποτάδες, που ήταν οι κυρίως υπεύθυνοι για την εκκλησιαστική τραγωδία, δεν σταμάτησαν και πάλι να πιέζουν τον νέο Αρχιεπίσκοπο και τις Κυβερνήσεις (τα χρόνια αυτά είχαμε πολλές εναλλαγές Κυβερνήσεων) για την αποδοχή του μεταθετού. Παρ’ όλα αυτά το αίτημά τους δεν ικανοποιήθηκε.
Τον Οκτώβριο όμως του 1965 κατόρθωσαν οι νοσταλγοί του μεταθετού να εκδοθεί μια Υπουργική Πράξη, «Περί τρόπου πληρώσεως κενών Μητροπολιτικών εδρών και εφημεριακών θέσεων», που έδινε τη δυνατότητα, μόνο για μία φορά, να πληρωθούν οι δύο κενές έδρες του Πειραιά και των Σερρών με μετάθεση.
Την ημέρα που συνεδρίαζε η Ιεραρχία εξεδόθηκε απόφαση του ΣτΕ που ανέστειλε την εφαρμογή της ως άνω απόφασης εξαιτίας προσφυγής του Ελευθερουπόλεως Αμβροσίου.
Στην Ιεραρχία που συνεδρίαζε προκλήθηκε μεγάλη ένταση. Άναψαν πάθη και αποφάσισαν να αγνοήσουν την απόφαση της αναστολής του ΣτΕ και να προχωρήσουν σε εκλογές. Σε όλα αυτά πρωτοστατούσε ο Αργολίδος Χρυσόστομος που ενδιαφέρονταν για την μητρόπολη Πειραιώς.
Μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση η Κυβέρνηση Στ. Στεφανόπουλου με υπουργό Εθνικής Παιδείας τον Στ. Αλαμάνη δημοσίευσε το Βασιλικό Διάταγμα, με το οποίο όριζε τη λήξη των εργασιών της Ιεραρχίας και το θυροκόλλησε στην είσοδο του μεγάρου της Ιεράς Συνόδου. Ο Ελασσώνος Ιάκωβος ξέσκισε το διάταγμα, το πέταξε και συνέχισαν τις εκλογές. Ο γέροντας Αρχιεπίσκοπος αρνήθηκε να συνεχίσει. Η ομάδα της ανταρσίας τον απείλησε, πως αν δεν συγκατατεθεί να προεδρεύσει στις συνεδριάσεις της Ιεραρχίας και δεν προχωρήσει σε μεταθέσεις και σε εκλογές νέων Μητροπολιτών, θα συνεδριάσει το σώμα χωρίς τον πρόεδρο – αρχιεπίσκοπο – και θα κηρύξει «εν χηρεία» τον αρχιεπισκοπικό θρόνο.       
Την επομένη ημέρα ο Αρχιεπίσκοπος αποφάσισε να μην μεταβεί στην Ιεραρχία (λόγω ασθενείας), οπότε δεν θα ήταν δυνατόν να συνεχιστούν οι εκλογές. Τον μετέφεραν όμως (απεσταλμένος των “36”) σχεδόν δια της βίας και του εδήλωσαν απερίφραστα ότι εάν το επαναλάβει, θα προχωρήσουν εις την αντικατάστασή του… “Παραδοθήκατε άνευ όρων εις τους άρχοντας της Πολιτείας!” τον κατηγόρησε ο νεοεκλεγείς μητροπολίτης Πειραιώς κ. Χρυσόστομος (τέως Αργολίδος), σε μια δραματική συνομιλία και χαρακτήρισε την «ασθένειά του “διπλωματικήν”». (Εφημ. “Μεσημβρινή” 19-11-1965).
Η ένταση κι από τις δύο πλευρές ήταν αμείωτη. Το κράτος ανυποχώρητο, δεν εννοούσε να εκδώσει διατάγματα καταστάσεως των νέων Μητροπολιτών, και η Ιεραρχία, οχυρωμένη στις απόψεις της αύξησε την έξαψη και η αντιμαχία που κράτησε περίπου ένα χρόνο. Τελικά κατορθώθηκε μια προσέγγιση. Η Εκκλησία δέχθηκε να ακυρώσει τις δύο Μητροπολιτικές μεταθέσεις και να τις επαναλάβει. Και η Κυβέρνηση των λεγόμενων «αποστατών» με Πρόεδρο τον Στ. Στεφανόπουλο και με εισηγητή τον υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων θέσπισε το Ν.Δ. 4589/1966 (Ε.τ.Κ. Α΄ 239) που «νομιμοποιούσε» την εκλογή των νέων Μητροπολιτών αλλά έβαζε όριο ηλικίας εξόδου από την ενεργό υπηρεσία των αρχιερέων, οικονομικό έλεγχο και ρύθμιση των εσόδων τους.
Έτσι, με το Βασιλικό Διάταγμα της 24ης Ιανουαρίου 1967 (Ε.τ.Κ. Γ΄ 27.1.67) επί κυβερνήσεως Ιωάννου Παρασκευόπουλου και με υπουργό Παιδείας τον καθηγητή Ι. Θεοδωρακόπουλο, υλοποιήθηκε το Νομοθετικό Διάταγμα 4589/66 που θεωρούσε τους εν λόγω επισκόπους ως «Αυτοδικαίως αποχωρήσαντες του Μητροπολιτικού των θρόνου, ως έχοντες ήδη καταληφθεί υπό του ορίου ηλικίας κατά την έναρξιν ισχύος του άρθρου 4 του Ν.Δ. 4589/1966».
Αμέσως όμως, μετά την αναγνώριση των νέων μητροπολιτών και την κύρωση των μεταθέσεων, άρχισε ένας νέος πεισματικός δεσποτικός αγώνας για την κατάργηση του ορίου ηλικίας.
Αρκετοί υπέργηροι Μητροπολίτες με τη δημοσίευση του Νόμου αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν, μερικοί κατέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας για την ακύρωση του Νόμου ως αντισυνταγματικού. Η πλειοψηφία της Ιεραρχίας αρνήθηκε να εφαρμόσει το Νόμο και να κάνει καινούργιες εκλογές με την ελπίδα ότι θα κατορθώσουν να καταργήσουν την επίμαχη διάταξη.

Με λύπη πολλή αναγκαζόμαστε να επαναφέρουμε ελάχιστα αποσπάσματα από τα εκατοντάδες δημοσιεύματα του καθημερινού Τύπου εκείνης της εποχής (1959-1966) – άγνωστα στον πιστό λαό – τότε που – ανεξάρτητα πολιτικής τοποθέτησης – καθρεφτίζουν τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης και με άρθρα, ρεπορτάζ, χρονογραφήματα, φωτογραφίες, γελοιογραφίες διεκτραγωδούσαν το κατρακύλισμα της Διοικούσας Εκκλησίας, ελπίζοντας τη διόρθωση της κατάστασης.
Ήταν όντως κάτι φοβερό. Από εκεί που ο πιστός περίμενε στηριγμό, έβλεπε να ξεπηδούν «δραστηριότητες και συμπεριφορές» ανεπίτρεπτες σε κληρικούς. Η εκτίμηση στο ράσο είχε πέσει χαμηλά, δεδομένου ότι δεν τολμούσαν να εισέλθουν σε λεωφορεία ή να κυκλοφορήσουν στους δρόμους χωρίς ο κόσμος να τους χλευάσει. Και χλευάζονταν όχι μόνον οι σκανδαλοποιοί Αρχιερείς κ.ά. αλλά και οι ευσεβείς, αδιακρίτως, που μάτωνε η καρδιά τους στο άκουσα των σιχαμερών προσφωνήσεων (γυναικεία ονόματα) που χαρακτήριζαν πολλούς.
Ο Τύπος ξεσπάθωσε γιατί έβλεπε ότι το κακό είχε παραγίνει· το ποτήρι είχε πλέον ξεχειλίσει· οι δεσποτάδες συγκαλύπτονταν, λόγω του επάρατου «φιλάδελφου», η πολιτεία σιωπούσε αποβλέποντας σε ψήφους· και ο λαός απαιτούσε κάθαρση, αλλά κανείς δεν τον άκουγε.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ
Η εφημερίδα «το ΕΘΝΟΣ» (1960) έγραφε: «Έξω από τα δόντια θα χρειασθεί να μιλήσω σήμερα… Ο κόμπος έφτασε στο χτένι… Υπάρχει μέσα στις τάξεις του κλήρου ένας πυρήνας διεφθαρμένων μέχρι μυελού οστέων ανωτέρων κυρίως κληρικών, που έχει τόση δύναμι, ώστε να ασκή την τρομοκρατία του σε όλους τους έντιμους κληρικούς… Να παρέμβη ο Υπουργός των Θρησκευμάτων, για να απαιτήση ανακρίσεις και τιμωρίες των κληρικών που ρύπαναν το ράσο τους, το ανδρικό τους φύλο και μαζί την ίδια την Εκκλησία… Ορκιζόμαστε στον Ύψιστο Θεό, ότι με αληθινό πόνο ψυχής και πίκρα αναγκαζόμαστε να χαράξουμε τις γραμμές αυτές, αλλά νοιώθουμε σαν ένα ύψιστο εθνικό καθήκον μας επίσης έναντι των χιλιάδων πιστών που θέλουν άσπιλη την Εκκλησία μας, όπως και απέναντι των εντίμων, αληθινά θεοσεβών κληρικών – ανωτέρων και κατωτέρων – που πονούν για το πρωτοφανές τούτο κατάντημα, γιατί όταν μέσα στην ίδια ομήγυρι των ιερών ποιμένων ακούονται τα: «κάτσε κάτω», «παρούσα» – για Δεσπότη! – αντί του «παρών», δεν χρειάζεται πολλή σκέψη για να καταλάβουμε σε ποιο βάραθρο αδιαντροπιάς έχουμε πέσει».
Σε άλλη χρονική περίοδο το «ΕΘΝΟΣ» (12.2.62) έγραφε: «Ποίον δε κύρος μπορεί να έχη η Εκκλησία, όταν διαδίδωνται και γράφωνται αι βαρύταται των κατηγοριών εναντίον ανωτάτων κληρικών και όταν η Ιεραρχία τοποθετή εις το ύψιστον αξίωμα πρόσωπα, σκανδαλίζοντα το ορθόδοξον πλήρωμα; Η αμαρτία είναι αναπόφευκτος δι’ όλους τους ανθρώπους, αλλ’ η έναντι της αμαρτίας αναισθησία είναι δείγμα πωρώσεως».
Την τραγική κατάσταση στην εκλογή των Δεσποτάδων μας περιγράφει ο Κων. Βουδούρης στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» (14.10.59): «Αλλά μήπως η εκλογή αυτών των ηγετών της εκκλησίας γίνεται με μεγαλύτερη προσοχή και επιμέλεια; Η εκλογή των Μητροπολιτών, οίτινες κατά την προς Τιμόθεον επιστολήν του Αποστόλου Παύλου πρέπει να είναι ανεπίληπτοι, σώφρονες, κόσμιοι, αφιλάργυροι κ.λ.π. είναι, τις περισσότερες φορές, προϊόν συναλλαγής και της ευνοιοκρατίας των Συνοδικών μαγειρείων, και αποτελείδιορισμόν μάλλον και όχι εκλογήν. Την πλέον σαφή και έντονη εικόνα του θλιβερού τρόπου καθ’ όν γίνεται η εκλογή Μητροπολιτών, εμφανίζει η προ μηνών λαβούσα χώρα σύγκρουσις μεταξύ των μελών της Ιεράς Συνόδου, η απειλήσασα προς στιγμήν τον διχασμόν της Εκκλησίας, ήτις οφείλεται, ως οι ίδιοι ωμολόγησαν, εις το ότι η εξ 7 μελών πλειοψηφία της Συνόδου, κατά την τελευταίαν της συνεδρίασιν, επρότεινε και ηξίωσε την εκλογή 4 νέων Μητροπολιτών, χωρίς το θέμα τούτο να αναγράφεται εις την ημερησίαν διάταξιν…». Μέχρι το 1967 οι εκλογές Μητροπολιτών εγίνοντο από την Μικρά Ιερά Σύνοδο, και έτσι ήταν πολύ εύκολο να βολέψουν τα δικά τους «παιδιά» ανεξάρτητα εάν ήταν κατάλληλοι για το αξίωμα του Μητροπολίτη.
Ο καθηγητής του Παν. Αθηνών Κ.Δ.Μ. στο βιβλίο του «Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΔΟΣΙΑ» περιγράφει κάποια συνομιλία που κατά σύμπτωση παρακολούθησε ο ίδιος να γίνεται στα γραφεία της Ιεράς Συνόδου μεταξύ δεσπότη και κάποιου κληρικού και του έκανε τόση εντύπωση ώστε να μην την ξεχάσει ποτέ.
Έλεγε δηλαδή ο δεσπότης στο συνομιλητή του: «Βρε (όνομα), άκου να σου πω· εμείς θα κάνουμε δεσποτάδες κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν δική μας. Θα είναι σαρξ εκ της σαρκός μας και οστούν και των οστών μας. Κατάλαβες;…». «Κατάλαβα (!)», απάντησε ο συνομιλητής του, όπως κι εμείς πολύ καταλάβαμε!
Ο χρονογράφος της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ» (4.11.1965) Δημ. Ψαθάς έγραφε: «Αλοίμονο, το ποτάμι πήρε – χειρότερα απ’ όλους – τους ίδιους τους ιεράρχες και το μικρόβιο της φθοράς μπήκε, με πολύ χειρότερες συνέπειες, στο δικό τους πνεύμα… Η κραυγαλέα ανομία ντροπιάζει την Εκκλησία μας. Στενοκέφαλοι αυτοί, ακαλλιέργητοι, εγωϊστές,κοιλιόδουλοι, παμφάγοι, σε ό,τι αφορά την χριστιανικήν διδασκαλία περιορίζονται σε μωρολογίες, και ό,τι αφορά τα προσωπικά τους συμφέροντα, άλλο δεν ξέρουν παρά πώς να μαζεύουν το χρυσάφι… Κάθαρσι, λοιπόν, ζητά για όλα τούτα ο λαός. Προσωπικά, θα υποστήριζα τα οποιαδήποτε αποφασιστικά μέτρα και θα χειροκροτούσα κι αν ήταν ακόμα και η Ε.Ρ.Ε. (ήταν η Κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή), που θα τα εισηγούνταν. Αλλά βλέπω ότι και η Ε.Ρ.Ε. ακόμα διστάζει. Γιατί; Μεγάλο – μέγιστο – είναι το πρόβλημα της κάθαρσης της Εκκλησίας μας «από την κόπρον». Θάρρος, χριστιανοί. Υψώστε το μαστίγιο, που πρώτος ύψωσε ο Κύριος».
Ο ίδιος χρονογράφος, με αφορμή των δηλώσεων και απειλών του δεσπότη Πειραιώς Χρυσοστόμου Ταβλαδουράκη, ο οποίος ως μητροπολίτης Αργολίδος είχε απειλήσει ότι «θα γίνει σεισμός του Αγαδίρ» εάν δεν γίνει η μετάθεση του από Αργολίδος στον Πειραιά, έγραφε τα εξής: «Σεισμόν στα μπατζάκια του θα έπρεπε να προκαλέση το Κράτος, εάν υπήρχε κράτος σεβόμενον τον εαυτόν του. Αν υπήρχαν δηλαδή άξιοι του ονόματός των υπουργοί της Δικαιοσύνης και της Δημόσιας Ασφάλειας… θα είχαν στείλει τον εισαγγελέα μαζί με μερικούς αστυνομικούς να τον περιβουτήξουν αυτόν τον γενειοφόρο κύριο και να τον χώσουν μέσα, ενεργώντας απολύτως σύμφωνα και με τους νόμους της πολιτείας αλλά και με το δημόσιο αίσθημα…». Τί θα ’γραφε ο θαρραλέος αυτός χρονογράφος όταν, μετά από είκοσι πέντε χρόνια, επανήλθε το ίδιο καθεστώς με χειρότερη μορφή και ο περιβόητος εκείνος αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ Τίκας αποκαλούσε τους υπουργούς της Κυβέρνησης Μητσοτάκη «τενεκέδες», τις αποφάσεις του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου της Χώρας τις έγραφε «στα παλιά του παπούτσια» καυχώμενος ο άξεστος: «Εγώ είμαι αντάρτης. Εγώ δεν εφαρμόζω τις αποφάσεις του ΣτΕ. Εγώ αυτούς θα τους συντρίψω…» (ΒΗΜΑ 13.1.91). «Εμένα δεν ιδρώνει το αυτί μου», «καθίκια», «να πάει να κόψει το λαιμό του» και πολλά άλλα «ων ουκ εστι αριθμός»!
Να λείπουν τα προσχήματα, να λείπουν τα μεγάλα λόγια και οι δήθεν αγώνες για τα δικαιώματα και την αυτονομία της Εκκλησίας… Ασύδοτοι είναι οι Δεσποτάδες, σωστοί φεουδάρχαι στις επικράτειές τους, πάμφωτοι, χρυσοθήρες με δικαιώματα ξαφρίσματος του θρησκευομένου λαού, τελείως απαράδεκτα για την εποχή μας. Γιατί, και κατά ποία λογική – επί τη βάσει ποίον ηθικού νόμου – πρέπει ο άγιος ποιμενάρχης να τσιμπολογά χρήματα απ’ όλες τις ιεροτελεστίες, βαπτίσεις, γάμους, κηδείες και μνημόσυνα; Γιατί, και κατά ποια λογική – επί τη βάσει ποιας γραπτής και άγραφης ηθικής αρχής – θα πρέπη ο Δεσπότης να γεμίζη το πουγγί του, να κουδουνίζη τα λιρόνια, να χτίζη μέγαρα καλλιμάρμαρα και πολυκατοικίες, να κυκλοφορή ξαπλωμένος ντερμπεντέρικα στη λιμουζίνα του, να μην ελέγχεται από κανένα και να μη πληρώνει καν φόρους, όπως πληρώνει ο έσχατος και φτωχότερος χριστιανός;… Πένεται η πλεμπάγια του κατωτέρου κλήρου, που εξαρτάται επί πλέον από το έλεος των ρασοφόρων φεουδαρχών, από τα γούστα και τις ιδιοτροπίες των οποίων εξαρτάται η τραγική τους μοίρα. Ποιος Θεός ευλογεί αυτή την τραγική ανισότητα και αδικία; Μήπως ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, την αγία εικόνα του οποίου κρεμάνε επάνω στις χονδρές κοιλιές τους οι άγιοι φεουδάρχες;
Έχουν, κοντά στα άλλα, και το περίφημον “φιλάδελφον” επάνω στο οποίο στηρίζονται, για να αλληλοσκεπάζονται στις διάφορες βρωμιές… «θα γίνη σεισμός του Αγαδόρ!». Να γίνη, άγιε Μητροπολίτα, αλλά στις τάξεις τις δικές σας μόνο, για να παύσουν οι Εκκλησίες να είναι οίκοι εμπορίου και οι Μητροπόλεις φέουδα χρυσακανθάρων».
Ο χρονογράφος της εφημ. «ΤΟ ΒΗΜΑ» Π. Παλαιολόγος (9-12-1965), έγραφε: «… Κατακόρυφη πτώση από το γαλάζιο ύφος στο σκοτεινό βάθος. Ντρέπεσαι και πονάς. Ράσα εκεί, ράσα κι εδώ. Άνεμοι κακότητας και βρώμικης συναλλαγής κολπώνουν τα ελλαδικά ράσα. Γενειάδες αρχιερέων που γίνονται πομποί αγιότητος. Τρίχινα συρματοπλέγματα που ανακόπτουν την πορεία της ειρήνης…».
Και μια εβδομάδα αργότερα ο ίδιος χρονογράφος («ΤΟ ΒΗΜΑ», 16.12.65) απαντά – προφανώς – σε δελτίο τύπου της Εκκλησίας της Ελλάδας ως εξής: «Παραπονείται γι’ αυτό, το δημοσιογραφικό όργανο της Αρχιεπισκοπής, και αναφέρεται στις προσφορές της Εκκλησίας προς το Έθνος. Όσα δηλαδή προσφέραμε οι σημερινοί Έλληνες για την ανέγερση του Παρθενώνα, άλλα τόσα προσφέρει ο ανώτερος ελληνικός Κλήρος στην ολότητα. Από τον Αθανάσιο Διάκο που σουβλίστηκε «για του Χριστού την πίστη την αγία, για της πατρίδος την ελευθερία» ως τον εθνομάρτυρα Χρυσόστομο που κρεουργήθηκε, πορεία σε Γολγοθά υπήρξε η πορεία του Κλήρου κατά τους χρόνους της δουλείας… Ποια σχέση όμως έχουν εκείνοι με την σημερινή Εκκλησία της Ελεύθερης Ελλάδος;… Αφήνω δε τον ιδιωτικό βίο πολλών απ’ αυτούς που εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Αστυνομίας ηθών. Και αλλού έγραφε: «Για πρώτη φορά όλες οι εφημερίδες, κεντρώες, δεξιές, αριστερές συμφωνούν απόλυτα στην αποδοκιμασία… και στην άμεση και κατεπείγουσα ανάγκη της κάθαρσης στην Εκκλησία. Με πόνο αλλά και με αηδία, όλος ο θρησκευόμενος λαός αναπνέει επί χρόνια την κακοσμία που αναπέμπεται από την κόπρο που εμφωλεύει εις τους κόλπους της Εκκλησίας μας… και μάταια περιμένει την κάθαρσι. Αλλά αντί για κάθαρσι το κακό επιτείνεται, η κακοσμία όλο και φουντώνει και η ελπίδα του καθαρμού γίνεται όνειρο ανέφικτο. Συμφεροντολογία, ρουσφετολογία, αηδιστάτη συναλλαγή, χρυσοθηρία, αυθαιρεσία, ανηθικότητα και ασέλγεια είναι μερικά απ’ τα κοσμήματα ενίων δεσποτάδων μας, που έχουν ωστόσο, το θράσος με τα λαμπρά αυτά εφόδια να κυβερνούν τα ποίμνιά τους εν ονόματι του Χριστού!». Αφού, εν συνεχεία εξιστορεί πως η Ορθόδοξος Εκκλησία υπήρξε πάντοτε η πνευματική μητέρα του λαού μας, η οδηγός και η παρηγορήτρια, που ενέπνεε το έθνος, συνεχίζει: «Και σήμερα πόσοι από τους Αρχιερείς μας ακολουθούν την παράδοσι; Πόσοι ανταποκρίνονται στις σκληρές απαιτήσεις του αξιώματός τους;… Ώστε δεν παίρνει άλλο να δυσφημήται απ’ άκρη σ’ άκρη η Ορθόδοξη Εκκλησία. Το ποτήρι έχει ξεχειλίσει πια και έφτασε η στιγμή που πρέπει η Πολιτεία να πάρη τα αποφασιστικά της μέτρα και να προχωρήση στηνκάθαρσι που απαιτεί πρώτα-πρώτα ο υγιής κλήρος της Ελλάδος και μαζί του όλος ο λαός. Το κακό έχει παραγίνει. Δεν είναι φέουδο κανενός αυτός ο τόπος και πολύ λιγώτερο των κυρίων Δεσποτάδων, που νομίζουν ότι προορισμός τους είναι να νέμωνται τα αγαθά του, να θησαυρίζουν, να χρυσοθηρούν αδιάντροπα… Κάθαρσι… Το ποτήρι έχει ξεχειλίσει».
Η «Μεσημβρινή» (23.1.1962) περιγράφει την κατάσταση: «Όπου και αν πιάσεις λερώνεσαι. Με κλονισμένο το γόητρο οι ταγοί. Καλαμπούρι έγιναν τα ιερά. Που ν’ ακουμπήση το παιδί; Που να σταθή; Από ποιον να ηλεκτρισθή; Ποιον Θεόν να προσκυνήση; Σε ποιο ιδανικό να πιστέψη;… Να βαδίσουν πάνω στα ίχνη… της εκκλησιαστικής ηγεσίας; Θα ήταν η καταστροφή».
Στα μαύρα αυτά χρόνια υπήρχαν και υγιείς φωνές μέσα στην Εκκλησία, όπως ο Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος που οι παρεμβάσεις και τα δημοσιευμένα κείμενά του αποτελούσαν χαστούκι για την σάπια διοικούσα Εκκλησία. Σε μία συνέλευση της Ιεραρχίας – όπως μας πληροφορεί το «ΕΘΝΟΣ» (3-10-1960) – ο Μητροπολίτης Αργολίδος αγανακτισμένος προέβη στις εξής τρομερές διαπιστώσεις: «Έχομεν σαπίλαν και βόρβορον εις την Εκκλησίαν, έχει δίκαιον ο Τύπος που καταφέρεται εναντίον μας. Απεδείχθη με την υπόθεσιν Λαρίσης – αναφέρεται στο μεγάλο ηθικό σκάνδαλο – την οποίαν, όταν απεφάσισεν η Εκκλησία να τελειώση, το έκαμεν εντός είκοσι ημερών. Διατί δεν το έκαμεν επί εν έτος;». Και άλλος δεσπότης μιλώντας για το ίδιο θέμα στην Ιεραρχία, είπε: «Διαμαρτύρομαι. Δεν γνωρίζετε πώς έχουν τα πράγματα. Μη με αναγκάσετε να κάνω τυμβωρυχίας. Αν ανοίξω το στόμα μου πολλοί θα καθίσουν στο εδώλιο, θα πέση βόμβα πραγματική».
Εις το εξωτερικό η Εκκλησία, και ιδιαιτέρως ο Κλήρος είχε γίνει αντικείμενον χλευασμού και υποτιμητικότατων σχολίων. Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί, οι εκπομπές των τηλεοράσεων, οι μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδες, οι στήλες των μεγάλων περιοδικών, τα οποία κυκλοφορούσαν σε εκατομμύρια αντίτυπα σε ολόκληρον τον κόσμον, ήταν γεμάτα από πληροφορίες για τον ηθικό ξεπεσμό της Εκκλησίας μας. Για να μην δημιουργήσουμε ΣΟΚ δεν θα δημοσιεύσουμε κανένα απόσπασμα.
Με όλα αυτά, με το κράτος διαλυμένο – σε δύο χρόνια είχαμε τέσσερις Κυβερνήσεις (Νόβα, Τσιριμώκου, Στεφανόπουλου, Παρασκευόπουλου) και με μια Ιεραρχία ξεφτισμένη και αποδυναμωμένη φθάσαμε στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967.

21Η ΑΠΡΙΛΙΟΥ ΕΠΙΒΑΛΛΕΤΑΙ
Η ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ
Με όλα αυτά και με μια Ιεραρχία ξεφτισμένη και αποδυναμωμένη, φθάσαμε στην 21η Απριλίου όπου οι στρατιωτικοί κατέλαβαν την εξουσία. Οι δικτάτορες, είτε επειδή ήθελαν να δώσουν λύση στο μεγάλο πρόβλημα της Εκκλησίας, είτε για να αποκτήσουν συμπάθεια σε μερίδα του θρησκευόμενου λαού που έβλεπε την πνευματική του ηγεσία να κατρακυλάει, προχώρησε στην έκδοση του Α.Ν. 3/1967 για την συγκρότηση, με συγκεκριμένη θητεία, της «Αριστίνδην Ιεράς Συνόδου», η οποία και μέχρι τότε δεν ήταν άγνωστη, διότι, από την απελευθέρωση της Πατρίδας μέχρι το 1945, είχαν συγκροτηθεί πολλές, ώστε να αγγίζουν τον αριθμό 10, στα εκατό χρόνια της αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος. (Πτυχές του εκκλ. Προβλήματος π. Ανδριόπουλου).
Εξ άλλου υπήρχε και μια επιστημονική γνωμάτευση από ειδικούς καθηγητές Πανεπιστημίου, που συγκροτήθηκε με την υπ’ αριθμ. 60277/129 απόφαση του Πρωθυπουργού Στ. Στεφανόπουλου, και περιελάμβανε τους: Α. Αλεβιζάτος, Α. Βαμβέτσος, Π. Μπρατσιώτης, Γ. Ράμμος, Ι. Καρμίρης, Κ. Μπόνης, Α. Χριστοφιλόπουλος, Αρχ. Ι. Κοτσώνης, η οποία και υποβλήθηκε στις 7-12-1965 στον Υπουργό Παιδείας αναφέροντας μεταξύ των άλλων: «Ουδέν απολύτως κανονικόν ή συνταγματικόν κώλυμα υφίσταται προς σύγκλησιν Αριστίνδην Συνόδου» (Αρχιμ. Θ. Στράγκας, σελ. 4652).
Με τις πρώτες ειδήσεις, ότι επίκειται να συγκροτηθεί Αριστίνδην Ιερά Σύνοδος, κατέφθασαν στην Αθήνα αρκετοί μνηστήρες, όπως μας τα περιγράφει ο Αρχιμ. Θεόκλητος Στράγκας – ένας από τους Συνοδικούς υπαλλήλους: «Πολλοί Μητροπολίται ηρώτουν από τα ιδικά των τηλέφωνα τινάς των συνοδικών υπαλλήλων Αριχμανδρίτας Νικ. Καλορίζον, Κων. Αγριανίτην, Θεοκ. Στράγκαν, εάν έχωμεν πληροφορίαν τινά περί συμμετοχής εις την καταρτιζομένην Ι. Σύνοδο… ή αν έγινε τίποτε και περιλαμβάνονται στην ΑΡΙΣΤΙΝΔΗΝ Ι. ΣΥΝΟΔΟ» (ο.π., σελ. 900).
Ήταν τόσο φυσικά τα πράγματα, ώστε πολλοί από τους δεσποτάδες έσπευσαν να εκμεταλλευτούν την νέα κατάσταση – και συνεχίζει: «Η είδησις αύτη (περί Αριστίνδην Συνόδου 1967) συγκλονίσασα τους εις την πλειοψηφούσαν Ιεραρχίαν ανήκοντας Μητροπολίτας, έφερε τούτους τεταραγμένους εις Αθήνας την Διακαινήσιμον εβδομάδα δικαιολογήσαντας την εις Αθήνας κάθοδόν των, ως υποχρέωσιν αυτών να επισκεφθώσιν εις την κλίνην της ασθενείας του τον Προκαθήμενον Αρχιεπίσκοπον ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΝ, τινές τούτων, δια να ενεργήσωσι δεόντως να διορισθώσι μέλη της Αριστίδην Ι. Συνόδου, ως επί παραδείγματι… (αναφέρονται αρκετά ονόματα)» (Αρχιμ. Θεοκ. Στράγκας τομ. Ζ΄ σελ. 4654).
Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος είχε υπερβεί τα εννενήκοντα (90) έτη. Μετά τας πιέσεις που είχε δεχθεί, όπως αναφέραμε, και το βαθύ γήρας, δεν διέθετε πλέον τις απαραίτητες δυνάμεις να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της Εκκλησίας, αλλ’ επέμενε να χοροστατεί στον Μητροπολιτικό Ναό και να βάζει υπογραφές στα έγγραφα της Αρχιεπισκοπής και της Ιεράς Συνόδου.
Τη Μεγάλη Παρασκευή (27-4-1967) θέλησε να συνοδεύσει ο ίδιος τον Επιτάφιο του Μητροπολιτικού Ναού, και στη μέση του δρόμου, κοντά στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, σωριάστηκε κάτω με καρδιακή προσβολή.
Στις 11 Μαΐου του 1967 δημοσιεύτηκε ο Αναγκαστικός Νόμος 3 που ήταν συμπλήρωση του Ν.Δ. 4589/66 και του Β.Δ. 24.1.67 και καθόριζε τον τρόπο εκλογής και του Αρχιεπισκόπου. Κανένας από τους Μητροπολίτες δεν αντέδρασε στην εφαρμογή αυτού του μέτρου, διότι έβλεπαν πως ήταν αδύνατο να προχωρήσει το σκάφος της Εκκλησίας ακυβέρνητο.
Η ΕΚΛΟΓΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ
ΑΡΧΙΕΠ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ ΚΟΤΣΩΝΗ

Στις 14 Μαΐου 1967 στις 9 το πρωί συνήλθε η Αριστίνδην Ι. Σύνοδος με θέμα την εκλογή Αρχιεπισκόπου. Της συνεδριάσεως προήδρευε ο Τοποτηρητής Πατρών Κωνσταντίνος. Των συνεδριάσεων πάντα παρίστατο ο Γενικός Διευθυντής Θρησκευμάτων του Υπουργείου που είχε τον τιμητικό τίτλο «Βασιλικός επίτροπος». Τα τελευταία χρόνια την θέση αυτή κατείχε ο καθηγητής Πανεπιστημίου Μάρκος Σιώτης.
Η εκλογή τελείωσε γρήγορα διότι υπήρξε πλήρης ομοφωνία όλων των μελών. Το τριπρόσωπον που είχε καταρτισθεί περιελάμβανε τον Πατρών Κωνσταντίνο, τον Τρίκκης Διονύσιο και τον Αρχιμανδρίτη Ιερώνυμο. Στη συνέχεια οι δύο πρώτοι παραιτήθηκαν, με την παράκλησιν να επιλεγεί ο τρίτος, ο Ιερώνυμος Κοτσώνης.
Το πρακτικό και το έγγραφο προς το Υπουργείο βρίσκονταν στις υπογραφές, όταν ο κλητήρας της Συνόδου εμφανίσθηκε και ανακοίνωσε ότι, στο γραφείο του Προέδρου βρίσκονταν οι συνταγματάρχες και αρχηγοί της Επανάστασης, Γ. Παπαδόπουλος, Στ. Πατακός και Ν. Μακαρέλος και παρακαλούν να διακοπεί για λίγο η συνεδρίαση για να ανακοινώσουν κάτι στον προεδρεύοντα. Πράγματι η συνεδρίαση διεκόπη, αλλά παρακάλεσε ο Κ. Σιώτης τον προεδρεύοντα να υπογράψει το πρακτικό εκλογής και μετά να εξέλθει, όπως και έγινε.
Όταν, μετά, συνήντησε ο κ. Σιώτης τον προεδρεύοντα και τον ρώτησε τι ήθελαν οι επισκέπτες, του απάντησε ότι ήρθαν να παρακαλέσουν τα μέλη της Ι. Συνόδου να προτιμήσουν δια την εκλογή Αρχιεπισκόπου τον Μητροπολίτην Καστορίας Δωρόθεον, αλλ’ έλαβον την πληροφορίαν, ότι η εκλογή είχε τελειώσει και εκλέχτηκε ο καθηγητής του Κανονικού Δικαίου αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος. “Εκείνοι το ήκουον με αταραξίαν, και αφού έγιναν οι τυπικοί αποχαιριετισμοί, έφυγαν”.
Έτσι έγινε αρχιεπίσκοπος ο Ιερώνυμος Α΄ (Κοτσώνης). Την επομένη μάλιστα της χειροτονίας του, ο γέροντας Αρχ/πος Χρυσόστομος που νοσηλεύονταν στον Ερυθρό Σταυρό του έστειλε ένα δώρο (πολύτιμο εγκόλπιο) και το τηλεγράφημα: «Χριστού Θεού σταυρωθέντος δια τας αμαρτίας ημών και αναστάντος δια την δικαίωσιν ημών την ευλογίαν επικαλούμαι επί το ποιμαντικόν έργον υμετέρας Μακαριότητος» (Πρώην Αθηνών Χρυσόστομος).
Υπάρχουν πολλά κείμενα που ανταλλάχθηκαν μεταξύ των δύο ανδρών, και φανερώνουν την μεταξύ τους κοινωνία και αγάπη εν Χριστώ.
Τον Ιερώνυμο ως αρχιεπίσκοπο Αθηνών τον δέχτηκαν όλες ανά τον κόσμο ορθόδοξες εκκλησίες, αφού είχαν επικοινωνία μαζί του, αλλά και όλοι οι μητροπολίτες της ελλαδικής εκκλησίας και γι’ αυτό το σύνολο της ιεραρχίας έλαβε ενεργό μέρος σε όλες τις εκλογές και τις χειροτονίες της περιόδου εκείνης. 
Όμως ο νέος Αρχιεπίσκοπος δε βρήκε ρόδινα τα πράγματα. Αντίθετα παρέλαβε μια εκκλησία σε δεινή κατάσταση. Κόλαση εσωτερική, οργανική, κρίση γοήτρου, κρίση πνευματική, κρίση σχέσεων με την πολιτεία και επικοινωνία με τους πιστούς. Σκάνδαλα είχαν εκραγεί. Θλιβερό υπήρξε το φαινόμενο αρχιερέων. Μιτροφόροι πραξικοπηματίες ποδοπάτησαν τους Νόμους καταληφθέντες από χρυσοθηρικόν οίστρον. Διαθήκες ανοίγονταν προκαλώντας τον καγχασμό και τις λοιδορίες στο πανελλήνιο. Η Ιεραρχία είχε μεταβληθεί σε κράτος εν κράτει και κοσμικόν ίδρυμα υλικών μεγαλείων. Σε δίκες μητροπολιτών που έγιναν, οι καταθέσεις των μαρτύρων θύμιζαν σελίδες Βοκκακίου. Ο Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος είχε καταγγείλει υπεύθυνα και ονομαστικά ότι είκοσι και πλέον μητροπολίτες “ενεθυλάκωσαν” εισοδήματα που κυμαίνονταν μεταξύ 500.000 και 2.000.000 (πολλά χρήματα για κείνη την εποχή).
Ανατριχιαστικοί και παχυαίοι υπήρξαν οι τίτλοι των εφημερίδων, όπως: «ΣΩΜΑΤΕΙΟΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΩΝ Ο ΜΑΜΩΝΑΣ», και άλλα αντίστοιχα.
Η εκκλησιαστική διοίκηση ήταν ένα κλειστό κύκλωμα, όπως θα διαπίστωνε κανείς ανατρέχοντας στα δίπτυχα. Εκεί θα έβλεπε ότι τα ονόματα που δέσποζαν στην Ιεραρχία ήτα, Ιάκωβος και Παντελεήμων (από τους Ιάκωβο Βαβανάτσο και Παντελεήμονα Φωστίνη). Αυτό το κύκλωμα εμπόδιζε την είσοδο καινούργιας ζύμης, από την οποία θα αναδύονταν καινούργιοι ηγέτες. Έτσι αυτοεπαναλαμβάνονταν και αυτοσυντηρούνταν το ίδιο διεφθαρμένο καθεστώς.
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος είχε γνώση των δυσκολιών αυτών. Το πρώτο καλό ήταν, ότι βρήκε 15 μητροπολιτικές έδρες κενές. Έτσι, άρχισε το έργο του, επιλέγοντας για το αξίωμα της Αρχιεροσύνης αφοσιωμένους και ζηλωτές κληρικούς, συγκροτημένους και ταπεινούς, που να μπορούν να ασκήσουν υπεύθυνα και καρποφόρα το επισκοπικό τους διακόνημα, δίχως να τους κατατρώγουν οι πειρασμοί του πλούτου ή των κοσμικών απολαύσεων, αναζητώντας τους σε κάθε γωνιά της ελληνικής πατρίδας.

Το παλιό κατεστημένο, οι εκκλησιαστικές φατρίες και τα δεσποτάτα, που είχαν κατ’ επανάληψη αρνηθή εις τον αρχιμανδρίτη και καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ιερώνυμο Κοτσώνη να τον προάγουν ακόμα και σε Τιτουλάριο επίσκοπο, αισθάνθηκαν άβολα με την ανάδειξη και τη χειροτονία του σε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Τελικά τον αποδέχθηκαν και τον αναγνώρισαν μπροστά στην αγανάκτηση του ορθόδοξου λαού, ο οποίος κουρασμένος από τα αλλεπάλληλα εκκλησιαστικά σκάνδαλα, που ως τότε γέμιζαν την ατμόσφαιρα με πνιγηρές αναθυμιάσεις, αισθάνθηκε ανακούφιση, ανέπνευσε ελπίδα και γέμισε την καρδιά του προσδοκίες.
Ήταν γενική η απαίτηση να γίνουν πολλά υπέρ της Εκκλησίας χωρίς καμμία χρονοτριβή. Αυτό τουλάχιστον μαρτυρούσαν τα τηλεγραφήματα και οι επιστολές πολιτών και άλλων παραγόντων εκείνης της εποχής προς τον νέο Αρχιεπίσκοπο. Η εφημ. «ΤΟ ΒΗΜΑ» (19-5-1967) έγραφε: «Περίοδον παρακμής και καταπτώσεως διέτρεχεν εσχάτως η Ελλαδική Εκκλησία… Το κλυδωνιζόμενον σκάφος της Ελλαδικής Εκκλησίας καλείται ήδη να οδηγήση εις ασφαλή λιμένα ο νέος Προκαθήμενός της. Όσα επεσήμανεν ούτος εις τον προχθεσινόν ενθρονιστήριον λόγον του, εγένοντο δεκτά με αισθήματα ανακουφίσεως και ικανοποιήσεως υπό των ποιμενομένων, διότι αι επαγγελίαι του νέου Αρχιεπισκόπου περί καθάρσεως και αλλαγής του επικρατούντος εντός της Εκκλησίας μας πνεύματος, αποτελούν και αξίωσιν του ελληνικού λαού ο οποίος και ευρίσκεται παρά το πλευρόν του Προκαθημένου, που και ούτος δεν ανέχεται να βλέπη να κυριαρχή αντί της αγάπης το μίσος, αντί της αφοσιώσεως και της θυσίας η ιδιοτέλεια και ο εγωισμός, αντί της λιτότητος και της απλότητος η χλιδή, αντί της ενότητος και ομοφροσύνης η διάσπασις».
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α’ είχε επίγνωση των δυσκολιών που θα αντιμετώπιζε, γι’ αυτό άρχισε το έργο με την επιλογή στο αξίωμα της αρχιερωσύνης αφοσιωμένων και ζηλωτών κληρικών που τους διέκρινε η πίστη, η ευσέβεια, η μόρφωση, η καλλιέργεια, το ήθος και η ταπεινοφροσύνη. Έτσι ανέδειξε άνδρες αφανείς μεν, ζηλωτές δε που είχαν οργώσει με μόχθο τον αγρό του Κυρίου και τον πότισαν με ιδρώτα και αίμα. Αρνήθηκε να συνεργασθή με κληρικούς που τριγύριζαν το μέγαρο της αρχιεπισκοπής ή τα συνοδικά γραφεία θωπεύοντας την αρχιερατική αυταρέσκεια για να πετύχουν την δεσποτική τους προαγωγή.
Κορύφωμα στην αναζήτηση αυτή ήταν η επιμονή του να εκλεγεί επίσκοπος ο Αυγουστίνος Καντιώτης, παρά την σφοδρή αντίσταση που προέβαλαν κρατούντες και μέλη της Συνόδου. Έκανε επισκόπους τον Αναστάσιο Ανδρούσης – σημερινό Αρχιεπίσκοπο Αλβανίας –, τον Δημήτριο Τρακατέλη – αρχιεπίσκοπο Αμερικής –, τον Αττικής και Μεγαρίδος Νικόδημο Γκαντζηρούλη με το τεράστιο πνευματικό και συγγραφικό του έργο – που παρόμοιο δεν έχει ξαναγίνει – και πολλούς άλλους ακόμα.
Από την απελευθέρωση του ελληνικού κράτους και επί 150 χρόνια, περίπου, η Εκκλησία βρίσκονταν σχεδόν σε αδράνεια. Κυλούσαν τα χρόνια περιοριζόμενη σε μια τυπική τελετουργική παρουσία. Οι διάφοροι Οργανισμοί Νομικών Προσώπων, που είχαν κατά διαστήματα δημιουργηθεί – ΟΔΕΠ, ΤΑΚΕ, ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ … – βρίσκονταν σε άθλια κατάσταση. Μεταξύ των διαφόρων φυσικών προσώπων υπήρχε μεγάλη διάσταση, αφού, για διάφορα θέματα, σέρνονταν στα δικαστήρια. Έφθασαν μάλιστα στο σημείο να κατεδαφίσουν Ναό γιατί είχε κτισθεί σε οικόπεδο του ΟΔΕΠ.
Ο Καταστατικός Χάρτης ήταν κατοχικός. Την εκκλησιαστική εκπαίδευση την είχε, από την εποχή της Βαυαροκρατίας, το αθεϊστικό κράτος με τις γνωστές υποχθόνιες μεθοδεύσεις των μυστικών κέντρων αποφάσεων.
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ (ΟΔΕΠ)
Ο Οργανισμός αυτός είχε κακή στελέχωση. Άνθρωποι άσχετοι προς τους σκοπούς του κατείχαν τις θέσεις.
Πρώτο μέλημα του Αρχιεπισκόπου ήταν η διεύρυνση του χώρου των γραφείων και η επάνδρωσή τους με πρόσωπα αξιόλογα, καταρτισμένα με ειδικές γνώσεις, ώστε να μελετήσουν και σχεδιάσουν την μελλοντική οικονομική αυτοδυναμία της Εκκλησίας. Η εκκλησιαστική περιουσία απαρτίζονταν από χιλιάδες κομμάτια γης, μικρότερα ή μεγαλύτερα, διάσπαρτα στον ελληνικό χώρο. Πολλά δε από αυτά τα είχαν καταλάβει διάφοροι καταπατητές αλλοιώνοντας τα σύνορά τους. Άλλα πάλι τα πήρε το ίδιο το κράτος.
Η αρχή έγινε με την ίδρυση της «Εταιρείας Προγραμματισμού και ανάπτυξης της Εκκλησιαστικής Περιουσίας» βάζοντας έτσι σε καινούργιες βάσεις αυτόν τον αμαρτωλό Οργανισμό. Στην συνέχεια άρχισε η καταμέτρηση και η καταγραφή της Εκκλησιαστικής περιουσίας με το κτηματολόγιο που είχε καταρτίσει – άγνωστη λέξη εκείνη την εποχή –. Η ενέργεια όμως αυτή τον έφερε αντιμέτωπο με τους κρατούντες και ισχυρούς οικονομικούς, και όχι μόνο, παράγοντες, που είχαν καταπατήσει εδάφη στην Πεντέλη, την Πολιτεία, την Εκάλη, τη Βουλιαγμένη και σε πολλά άλλα μέρη της ελληνικής επικράτειας.
Η πρώτη μεγάλη σύγκρουση με τους δικτάτορες έγινε για την περιοχή Παπάγου, διότι ο Οικοδομικός Συνεταιρισμός του Στρατού (ΑΟΟΑ) έκτισε σε έκταση περίπου δέκα χιλιάδων στρεμμάτων και αξίας δεκάδων δισεκατομμυρίων που ανήκαν στην Εκκλησία. Σε συσκέψεις που έγιναν ο μεν Παττακός του είπε ειρωνικά: “Ο Στρατός διαθέτει την δύναμιν των όπλων και συνεπώς η Εκκλησία δεν είναι εις θέσιν να πάρη πάλιν υπό την κατοχήν της το κτήμα της”, ο δε Μακαρέζος τον απείλησε. Σαν να του έλεγε «μολών λαβέ».
Άλλη σφοδρότατη σύγκρουση έγινε ένα μήνα μετά την εκλογή του – στο τέλος Ιουνίου 1967 – για το μεγάλο δασόκτημα της Στροφυλίας στη Δυτική Πελοπόννησο – το τουριστικό διαμάντι της Ελλάδος – εκτάσεως 23 χιλ. στρεμμάτων και μήκους ακροθαλασσίων 12 χιλιομέτρων με πεύκα και κουκουναριές.
Τότε εμφανίστηκε ξένος “επιχειρηματίας” στα κυβερνητικά όργανα υποσχόμενος να φέρη ένα μυθώδες ποσό συναλλάγματος (ένα δισεκατομμύριο διακόσια εκατομμύρια δολάρια) – ίσο με τον κρατικόν προϋπλογισμόν εκείνης της εποχής – για την αξιοποίησίν του αν το αγόραζε. Η δικτατορία, δια του τότε υπουργού Γ. Παπαδόπουλου, απείλησε ότι αν δεν το έδινε η Εκκλησία το κτήμα θα το έπαιρνε εν ανάγκη και με Συντακτικήν Πράξιν. Αυτό ανάγκασε τον Αρχιεπίσκοπο να του απαντήσει: “Εφ όσον διαθέτητε το ξίφος μπορείτε να πάρετε το κτήμα, εγώ όμως δεν πρόκειται ποτέ να το δώσω”.
Τέτοιες περιπτώσεις υπάρχουν αρκετές που θυμίζουν “σύγκρουση γιγάντων”. Θα αναφερθούμε σε μια ακόμη, λόγω έλλειψης χώρου. Είναι η περίπτωση του πενθερού ενός σημαντικού μέλους της δικτατορίας, που θα ωφελείτο αρκετά εκατομμύρια με έναν νόμο περί λατομείων, ο οποίος εψηφίσθη, υπεγράφη από το Υπουργικό Συμβούλιο, εν συνεχεία ετέθη η μεγάλη του Κράτους σφραγίδα, εστοιχειοθετήθη εις το Εθνικόν Τυπογραφείον, εδημοσιεύθη εις την εφημερίδα της Κυβέρνησης και κυκλοφόρησε μέσα σε μία ημέρα!!! Επειδή ο νόμος αυτός εζημίωνε σοβαρώς τα συμφέροντα της Εκκλησίας επικοινώνησε αμέσως με τον υπουργό, παρά τω Πρωθυπουργώ, κ. Αγαθαγγέλου να σταματήσουν πάραυτα τις αυθαιρεσίες τους διότι «Το Κράτος αυτό, όταν ενεργή κατ’ αυτόν τον τρόπον, δεν είναι Κράτος Δικαίου, αλλά γκάγκστερ».
Στις 2 Αυγούστου 1972 σε κοινή σύσκεψη, προεξάρχοντος του Ν. Μακαρέζου, έκαναν πρόταση, που ισοδυναμούσε με δήμευση της Εκκλησιαστικής Περιουσίας. Ο Αρχιεπίσκοπος γράφει στο ημερολόγιό του: «Ε, δεν θα ηνεχόμην επ’ ουδενί λόγω να γίνω νεκροθάπτης της Εκκλησιαστικής Περιουσίας».
Τα σύννεφα άρχισαν να πυκνώνουν και να σκουραίνουν. Οι κυβερνώντες τον κατηγορούσαν ως αχάριστον που δεν ικανοποιούσε τις «ορέξεις» τους. Τα συμφέροντα βρήκαν ευκαιρία να οργανωθούν, να συνασπιστούν και με το εκκλησιαστικό λόμπυ του γνωστού “Τάγματος” να μεθοδεύσουν τις επιθέσεις τους.
ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΤΑΚΕ)
Το ταμείο αυτό από απόψεως οργάνωσης ήταν σε καλύτερη κατάσταση από τις άλλες εκκλησιαστικές Υπηρεσίες, αλλά όμως οι ιερείς ήταν καταδικασμένοι σε μισθό πείνας. Οι εφημερίδες και τα περιοδικά με μεγάλα τυπογραφικά στοιχεία έγραφαν: «Το άλυτον πρόβλημα του εφημεριακού κλήρου», «Ιερείς με μισθούς πείνας – 722 δραχμάς το μήνα – και η… φιλανθρωπία των ενοριτών». «Υπάρχουν και ήρωες που δεν αποτελούν όμως τον κανόνα», και εντός του άρθρου εγράφοντο: «Το πρόβλημα της μισθοδοσίας του εφημεριακού κλήρου είναι παλαιότατον. Πράγματι, οι ιερείς μας, εκατόν τριάκοντα οκτώ χρόνια (138) μετά την επανάσταση του 1821, μισθολογικώς μένουν ακόμα εις την εποχήν της Τουρκοκρατίας… Επί γενεές ολόκληρες οι ιερείς αμείβονταν σε είδος. Κάθε πιστός έδιδε μέρος της παραγωγής του εις τον αντιπρόσωπον του Θεού, για να ζήση και αυτός και η οικογένειά του.
Ο νόμος 536/1945 που ψηφίστηκε ήταν μια απαρχή της λύσεως του εφημεριακού προβλήματος. Απελευθέρωσε μεν τους εφημερίους από την οικονομική τους υποταγή στους Επιτρόπους (!), δεν επέτρεπε όμως, λόγω του εξευτελιστικού «ύψους» των μισθών, μια αξιοπρεπή συντήρηση των Ιερέων. Αυτό είναι το ένα σκέλος του προβλήματος» (“ΕΘΝΟΣ”, 19-1-1959).
Η Ιεραρχία κατ’ επανάληψιν συνεδρίαζε χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Κάποιος μητροπολίτης αγανακτισμένος είπε επί λέξει: «Τι θα πούμε, Μακαριώτατε, εις τους παπάδες μας, όταν μας ρωτήσουν, τι έγινε με το μισθολόγιό τους; Θα τους πούμε ότι δεν μιλήσαμε καθόλου γι’ αυτό ή θα τους πούμε, ότι απεφασίσαμε για το μεταθετό στις μεγάλες Μητροπόλεις;». Άλλος δεσπότης στην συνέχεια, με αφορμή της αυξήσεως του Συνοδικού επιδόματος, το οποίο είχε διπλασιασθή εκείνες τις ημέρες, είπε: «Μακαριώτατε αυτό θα πούμε στους παπάδες μας που πεινάνε»; Ο δε Δημ. Ψαθάς, σε χρονογράφημα εις την εφ. «ΤΑ ΝΕΑ», έγραφε: «Πένεται η πλεμπάγια του κατωτέρου κλήρου, που εξαρτάται από το έλεος των ρασοφόρων φεουδαρχών, από τα γούστα και τις ιδιοτροπίες των οποίων εξαρτάται η τραγική τους μοίρα. Ποιος Θεός ευλογεί αυτήν την τραγική ανισότητα και αδικία; Μήπως ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, την αγία εικόνα του οποίου κρεμάνε επάνω στις χονδρές κοιλιές τους, οι άγιοι φεουδάρχαι»;
Ένα από τα πρωτεύοντα θέματα και ενεργήματα του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου (Κοτσώνη) ήταν, ο μισθός, η σύνταξη και η ασφάλεια των εφημερίων.
Συζητήσεις υπήρξαν πολλές και οι διαβουλεύσεις επίπονες. Χάρις όμως στο πορσωπικό ενδιαφέρον του ιδίου του Αρχιεπισκόπου κατέληξαν σε συμφωνία με την Κυβέρνηση των Συνταγματαρχών τον Ιούλιο του 1968 που δημοσιεύθηκε στον υπ’ αριθ. 469 Α.Ν. «περί μισθολογικής διαβαθμίσεως του εφημεριακού κλήρου της Εκκλησίας της Ελλάδος».
Το βήμα ήταν μεγάλο, διότι μέχρι τότε οι ιερείς ελάμβαναν μισθό πείνας. Παρ’ όλη όμως την επιτυχή εξέλιξη, εξακολουθούσαν να παραμένουν στάσιμοι και χωρίς βαθμολογική προαγωγή. Με τον νέο όμως νόμο οι ιερείς εντάχθηκαν εις το υπαλληλικόν μισθολόγιο που τους παρείχε τη δυνατότητα βαθμολογικής και μισθολογικής προαγωγής και εξέλιξης.
Οι συντάξεις, δια του νέου μισθολογίου, είχαν σχεδόν διπλασιαστεί και η υγειονομική περίθαλψις των ησφαλισμένων εφημερίων του ΤΑΚΕ ρυθμίστηκε με το Α.Ν. 137/1967, σύμφωνα με το ισχύον σύστημα των Δημοσίων Υπαλλήλων, δίδοντάς τους πλέον τη δυνατότητα νοσοκομειακής περίθαλψης όλων των κατηγοριών ξεκολλώντας από τη μέχρι τότε τρίτη θέση.
Έγινε μεγάλη προσπάθεια ώστε ο τομέας της ασφάλειας να επεκταθεί και σε όλους τους εργαζομένους εις τους ναούς.
Εις την Συνέλευσιν της Ι.Σ.Ι. του 1969 εγκαινιάσθηκε και η «Στέγη Ευγηρίας και ανιάτων ασθενών κληρικών Ελλάδος» σε οίκημα στην Αγία Παρασκευή που δωρήθηκε από την μοναχή Παρασκευή Πέππα. Εδώ πλέον εύρισκαν στήριγμα κληρικοί με βαριές και ανίατες αρρώστιες.
ΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ
ΚΛΗΡΙΚΩΝ  ΕΛΛΑΔΟΣ
Ο Ιερώνυμος Κοτσώνης, ως αρχιμανδρίτης, για χρόνια υπήρξε εφημέριος στο Νοσοκομείο «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ». Οι εμπειρίες από την νοσηλεία των κληρικών ήταν οδυνηρές. Οι Ιερείς στερημένοι μιας αξιοπρεπούς ασφάλισης νοσηλεύονταν πότε στους διαδρόμους των Νοσοκομείων και πότε σε θαλάμους με είκοσι και πλέον κρεβάτια. Και σαν να μην έφθαναν αυτά, δέχονταν καθημερινά τη χλεύη, τις ειρωνείες, τα πειράγματα, τους χονδροειδείς και απρεπείς αστεϊσμούς εξ αιτίας των αλλεπάλληλων σκανδάλων της εποχής εκείνης που παρουσίαζαν πρωτοσέλιδα οι εφημερίδες. Αυτά όλα καθιστούσαν την νοσηλεία τους πραγματικό μαρτύριο, γι’ αυτό, με την ανάδειξή του στην κορυφή της εκκλησιαστικής ηγεσίας, το πρώτο μέλημά του ήταν να ιδρύσει νοσοκομείο για τους κληρικούς ώστε να μπορούν να βρουν φροντίδα, στέγη, στοργή και αξιοπρεπή νοσηλεία.
Κατά τον ενθρονιστήριο λόγο του ο νέος Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α΄ Κοτσώνης (14/5/1967) στο μητροπολιτικό ναό των Αθηνών έκανε την παρακάτω δήλωση και την οποία τήρησε ως “κόρην οφθαλμού”.
«Ως πρώτον δείγμα της υπέρ του ιερού μας κλήρου μερίμνης μας, ήδη από της στιγμής ταύτης θα μας επιτραπή να εξαγγείλωμεν ότι πάντα τα… έσοδα του Αρχιεπισκόπου από 1ης Σεπτεμβρίου 1967, θα διατίθενται δια την λειτουργίαν Νοσοκομείου των Κληρικών, τούτο δε διότι τα από 1ης Ιουνίου μέχρι της 31ης Αυγούστου 1967 αντίστοιχα έσοδα του Αρχιεπισκόπου θα διατεθούν υπέρ των σεισμοπλήκτων» (σεισμός 4ης Μαΐου 1967).
Για να στήσει το Νοσοκομείο, ο Αρχιεπίσκοπος συνάντησε μεγάλα εμπόδια κυρίως από κυβερνητικούς αξιωματούχους, όπως το περιγράφει ο ίδιος στο Ημερολόγιό του (15/10/68): «Το μεσημέρι εξηρεθίσθην φοβερά, η πίεσίς μου θα πρέπει να είχεν ανέβη πολύ. Αι φλέβες μου επάλλοντο μέχρι διαρρήξεως. Δεν ήταν δυνατόν το μεσημέρι να αναπαυθώ. Αίτιος ήταν ο Υπουργός Παιδείας, ο οποίος συνεχώς παρεμβάλλει προσκόμματα εις τον δρόμον μου. Τώρα δεν ενέκρινε την ίδρυσιν του Νοσηλευτικού Ιδρύματος Κληρικών Ελλάδος (του Ν.Ι.Κ.Ε. …)», και συνεχίζει:
«Αι άλλαι δυσκολίαι, δια το ίδιον ζήτημα, προήλθον από το Υπουργείον Κοινωνικών Υπηρεσιών, που πότε ο ένας και πότε ο άλλος λόγος, το εμπόδιζαν, τάχα, δια να δώση την άδεια λειτουργίας του ΝΙΚΕ. Ίσως δε, δεν θα εδίδετο εν τέλει η άδεια, αν δεν διωρίζετο Υπουργός ο Ιωάν. Λαδάς. Αυτός είχεν οικογενειακούς δεσμούς με τον κλήρον και γι’ αυτό έδειξεν ιδιαίτερον ενδιαφέρον δια το Νοσοκομείον μας, που μόλις το επισκέφθη και είδεν ο ίδιος την τελειότητα της οργανώσεώς του και του εξοπλισμού του, έδωκεν αυθημερόν την άδειαν λειτουργίας του».
Αυτός ήταν ένας πραγματικός άθλος, διότι κατόρθωσε ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α΄ μέσα σε 3 χρόνια να λειτουργήσει ένα τέτοιο μεγάλο νοσοκομείο – θεμελιώθηκε το 1969 και άρχισε την λειτουργία του την 1/7/1972 – να το επανδρώση με κατάλληλο προσωπικό (ιατρικό, νοσηλευτικό, τεχνικό, εργατικό κ.ά.) ώστε να καταστεί πρότυπο νοσηλευτικό ίδρυμα.
Το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο αποτελούσαν μέλη που πρόσφεραν εθελοντικά τις υπηρεσίες τους, με διοικητικό Γενικό Διευθυντή, τον Αρχίατρο κ. Α. Καραντώνη και τον μηχανικό κ. Β. Πολιτάκην ο οποίος επέβλεπε την διαρρύθμιση του παλαιού κτιρίου και την ανέγερσην της νέας πτέρυγας.
Το 1970 άρχισε να λειτουργεί και Σχολή Αδελφών Νοσοκόμων «η ΟΛΥΜΠΙΑΣ» προετοιμάζοντας προσωπικό για το υψηλόν ιεραποστολικό έργο, όχι μόνο με γνώσεις νοσηλευτικές αλλά και με τον απαιτούμενο σεβασμό προς τους πάσχοντας κληρικούς.
Πρόκειται περί θαύματος…
Το Υπουργείο Κοινωνικών Υπηρεσιών ενώ έδινε μεγάλα ποσά στα διάφορα Νοσοκομεία για τη λειτουργία τους, για το Νοσοκομείο των κληρικών δεν έδωσε ούτε δραχμή.
Ο πανάγαθος Θεός, που πάντα δίνει λύσεις, έκανε κι εδώ το θαύμα του. Να πως το περιγράφει ο αρχιεπ. Ιερώνυμος στο ημερολόγιό του: «Την δύσκολη, για το Νοσηλευτικό Ίδρυμα, στιγμή ο Θεός παρουσίασε τον αείμνηστον Γεώργην Λαιμόν – είχε τότε αποθάνει η σύζυγός του, η ευλαβεστάτη δέσποινα Κατίγκω… Προτού αποθάνει, του είχε εκφράσει την επιθυμίαν, να έκαναν κάτι υπέρ του ιερού κλήρου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Έτσι, όταν επληροφορήθη ο Γεώργης ότι έχει ιδρυθεί το Νοσοκομείον Κληρικών, σκέφθηκε, ότι μέσω του Ιδρύματος αυτού, θα εκπληρώνονταν η επιθυμία της αειμνήστου συζύγου του». Με την επίσκεψη του Αρχιεπισκόπου στη Γενεύη όπου διέμενε ο κ. Λαιμός, συζήτησαν περί της δωρεάς προς το Νοσοκομείο. Αλλ’ εκτός αυτής της προσφοράς, είχε την πρόθεση να βοηθήσει και στην ανέγερση του κτιρίου «ΟΙΚΟΥ ΑΔΕΛΦΩΝ» αφ’ ενός, και της «ΣΧΟΛΗΣ ΑΔΕΛΦΩΝ ΝΟΣΟΚΟΜΩΝ – Η ΟΛΥΜΠΙΑΣ» αφ’ ετέρου. Μιας δαπάνης τεσσάρων εκατομμυρίων εκείνης της εποχής, εκτός της αξίας του οικοπέδου. Αυτό «πρόκειται περί θαύματος…» λέει ο Ιερώνυμος.
Για την κάλυψη της δαπάνης, ο Αρχιεπίσκοπος πρόσφερε τον μισθόν του και όλα τα δικαιώματά του που έφταναν στην Αρχιεπισκοπή. Το στελέχωσε με πολλές εθελοντικές προσωπικότητες. Η οργάνωση και η λειτουργία του υπήρξε υποδειγματική, γιαυτό και από τα πρώτα χρόνια τα οικονομικά παρουσίασαν πλεόνασμα.
Η Εκκλησία – ο Αρχιεπίσκοπος – σε μια ειδική πανηγυρική συνεδρίαση απένειμε στο Γ. Λαιμό το οφίκιο του Μεγάλου Λογοθέτου εκτιμώντας την μεγάλη δωρεά προς το ίδρυμα. Ο κ. Λαιμός βλέποντας ότι τα χρήματά του πιάνουν τόπο ανακοίνωσε ότι θα αναλάβει την πρωτοβουλία για την ανέγερση ενός μεγάλου και πρότυπου Νοσηλευτικού Ιδρύματος της Εκκλησίας, δυνάμεως χιλίων (1000) κλινών. Ένα νούμερο ασύλληπτο για εκείνη την εποχή, όταν σήμερα ο “Ευαγγελισμός” έχει 930 κλίνες και ο “ΑΧΕΠΑ” 720.
Μετά την παραίτηση του Ιερωνύμου, ο μεγάλος δωρητής Γεωρ. Λαιμός, βλέποντας το “μπάχαλο” της “αρπαχτής”, του “βολέματος” και την απαξίωση όλων των ιδρυμάτων από την Σεραφειμική λαίλαπα, διέκοψε κάθε σχέση. Το Νοσηλευτικό αυτό ίδρυμα (Ν.Ι.Κ.Ε.) – στολίδι της εποχής του – απαξιωμένο πλέον έπαψε να λειτουργεί. Σ’ αυτό στεγάστηκε και λειτούργησε μέχρι πριν ένα χρόνο το Γενικό Νοσοκομείο Πατησίων.
ΝΕΕΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ
ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
Μέχρι το 1968 όλες οι υπηρεσίες της Ιεράς Συνόδου ήταν στεγασμένες στην οδό Αγίας Φιλοθέης όπου ήταν και η Αρχιεπισκοπή. Ήταν τόσο ακατάλληλο το κτίριο από πλευράς χώρων που ήταν αδύνατον ακόμα και να συνεδριάζει η Ολομέλεια της Ιεραρχίας. Γι’ αυτό το πρόβλημα απασχόλησε σοβαρά τον Αρχιεπίσκοπο. Προσπάθησε να βρεθεί οικοπεδική έκταση για ανοικοδόμηση του Διοικητικού Κέντρου της Εκκλησίας. Αυτό δεν κατέστη δυνατόν να εξευρεθεί εντός περιορισμένης ακτίνας από το κέντρο.
Μετά από εξονυχιστική μελέτη και εισήγησή του προς την Ιερά Σύνοδο κατέληξαν να ανεγερθεί κτίριον εντός του χώρου της Ιεράς Μονής Πετράκη, αξιοποιώντας όλον τον περίγυρο χώρο. Προσθέτοντας μάλιστα και ορόφους στο υφιστάμενο κτίριο έδωσε τη δυνατότητα να συστεγαστούν όλες οι εκκλησιαστικές υπηρεσίες των Αθηνών (μέχρι τότε ήταν εγκατεσπαρμένες σε πέντε διαφορετικά σημεία) καθώς και κελιά για την μοναστική Αδελφότητα της Μονής, που παράλληλα με το κύριο διακόνημά της θα συνέβαλαν και στη καλή λειτουργία του Διοικητικού Κέντρου της Εκκλησίας.
Έτσι το 1972 μεταφέρθηκαν όλες οι υπηρεσίες στο νέο κτιριακό συγκρότημα της Μονής Πετράκη, εκτός του ΟΔΕΠ, που στεγάστηκε στο π. Ψυχικό σε οίκημα της Μονής Πεντέλης, που το χρησιμοποιούσε ως κατοικία ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος, εκτός του Ιερωνύμου, που ως κατοικία είχε ένα κελάκι στην Μονή Πεντέλης. Στην συνέχεια ο μεν Σεραφείμ το έκανε κατοικία, ο δε Χριστόδουλος το ανακαίνισε δαπανώντας για την επισκευή και επίπλωση το “αστρονομικό” ποσό των 700.000 δρχ. (Ν.Α. 22/6/2002) και συνεχίζει να είναι κατοικία του νυν Αρχιεπισκόπου.
ΔΙΟΡΘΟΔΟΞΟ
ΚΕΝΤΡΟ
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος επισκέφθηκε την Εκκλησία της Βουλγαρίας από 6-13 Μαΐου 1968 ώστε να συμμετάσχει στις εορταστικές εκδηλώσεις για την συμπλήρωση 1100 χρόνων από την κοίμηση του φωτιστού των Σλαύων αγίου Κυρίλλου. Εκεί αισθάνθηκε το ιερό χρέος να μελετήσει την ανέγερση επί ελληνικού εδάφους ενός κέντρου αδελφικής φιλοξενίας και διορθοδόξου επικοινωνίας, όπου συναντώμενες οι αδελφές Ορθόδοξες Εκκλησίες να μελετούν και συζητούν τα διάφορα προβλήματα που τους απασχολούν.
Αυτήν την ανάγκη θέλησε να θεραπεύσει και αποφάσισε την κατασκευή και ίδρυση του Διορθοδόξου Κέντρου Αθηνών. Έτσι στις 3 Μαρτίου 1969 ετέθη ο θεμέλιος λίθος και την 1ην Μαΐου 1971 έγιναν τα εγκαίνια, παρουσία αρχηγών και εκπροσώπων όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, τα οποία μάλιστα συνέπεσαν με τις εορτές για την συμπλήρωση 150 χρόνων από την απελευθέρωση της Χώρας.
Πρώτος Διευθυντής του Κέντρου υπήρξε ο Αρχ. Αναστάσιος Γιαννουλάτος – τώρα αρχιεπίσκοπος Αλβανίας –. Αυτό διέθετε 60 μονόκλινα μικρά διαμερίσματα (τα οποία μπορούσαν να φιλοξενήσουν άνετα ισάριθμους ξένους συνέδρους), αίθουσα συνεδριάσεων (με αυτόματο κέντρο τετραπλής μετάφρασης), ευρύχωρη βιβλιοθήκη, αναγνωστήριο, αίθουσα εστίασης κ.ά., και όλα αυτά μέσα στον περίβολο της Ιεράς Μονής Πεντέλης που και αυτή, ενώ μέχρι τότε ήταν ένα ερείπιο, ανακαινίσθηκε εξ ολοκλήρου δίνοντας τη δυνατότητα στους φιλοξενούμενους να απολαμβάνουν την μοναστική ατμόσφαιρα και τις λειτουργικές ανάγκες τους στο ανακαινισμένο και αγιογραφημένο Καθολικό της Μονής.
Το λυπηρό είναι ότι, ενώ το 2009 έγιναν εκδηλώσεις για τα σαράντα χρόνια από την ίδρυσή του με διάφορες ομιλίες, παρόντος και του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Β΄, δεν αναφέρθηκε καν το όνομα του εμπνευστού και κτήτορα αυτού του μεγαλειώδους έργου πνοής (περ. “ΕΚΚΛΗΣΙΑ” …).
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Ο Ιερώνυμος ήθελε να βρίσκεται η εκκλησιαστική παιδεία στα χέρια της Εκκλησίας. Ήταν μείζον θέμα γι’ αυτόν, διότι από την εποχή της Βαυαροκρατίας την ευθύνη και τον προγραμματισμό είχε το κράτος, αφήνοντας κερκόπορτες στις προπαγάνδες και τις υποχθόνιες μεθοδεύσεις των μυστικών κέντρων αποφάσεων.
Ο Αρχιεπίσκοπος τόλμησε. Έπιασε το νυστέρι στο χέρι και έκανε βαθειές και σωστικές τομές. Βρήκε το σθένος και στάθηκε μπροστά στην κοσμική εξουσία απαιτώντας να αναλάβει η Εκκλησία τον προγραμματισμό και τη στελέχωση της εκπαίδευσης των μελλοντικών στελεχών της, αποσπώντας την από τα κυκλώματα των αθέων που μόλυναν το νεανικό αίμα.
Η προσπάθειά του ήταν ιδιαίτερα επίπονη και παρ’ ότι ο νέος Καταστατικός Χάρτης (126/1969) προέβλεπε η εκκλησιαστική εκπαίδευση να περιέλθει εις την εκκλησία, ο αγώνας αυτός κράτησε δύο χρόνια διότι οι αρμόδιοι κρατικοί παράγοντες ανέβαλαν από μήνα σε μήνα την δημοσίευση του σχετικού Νόμου. Συγκεκριμένα γράφει: «Δι’ όλας αυτάς τας καθυστερήσεις είχα πολλάκις διαμαρτυρηθή προς τας αρμοδίας Υπηρεσίας του Υπουργείου Παιδείας. Και οχλήσεις, προς τον Υφυπουργόν και Υπουργόν έκανα, και δεν ενθυμούμαι πόσας εντόνους παραστάσεις προς τον Πρωθυπουργόν πραγματοποίησα μέχρι που του εδήλωσα ότι, θα παραιτηθώ, αν ο Νόμος δεν εκδοθή αμέσως. Μετά από αυτά εδημοσιεύθη, επί τέλους, ο υπ’ αριθ. 876/1971 Νόμος την 15/5/1971, “Περί υπαγωγής της Δημοσίας Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος και άλλων τινών συναφών διατάξεων”» (Ιερώνυμος σελ. 110).
Το πρόγραμμα της οργάνωσης και ανάπτυξης των εκκλησιαστικών Σχολών προχωρούσε κανονικά. Οργάνωσαν τις Κατώτερες, τις Μέσες και τις Ανώτερες σχολές και κινήθηκε ο μηχανισμός για την ίδρυση μιας Ανώτερης Θεολογικής Ακαδημίας (1).
Σκοπός των προγραμμάτων αυτών ήταν η σοβαρή καλλιέργεια των νέων που είχαν έφεση να σπουδάσουν την ιερή επιστήμη και να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο έργο της εκκλησίας.
Μετά την παραίτηση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Α΄ ο νέος Αρχιεπ. Σεραφείμ με έγγραφό του στο Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων ζήτησε να αναλάβει και πάλι το κράτος την ευθύνη της εκκλησιαστικής παιδείας, διότι η Εκκλησία δεν διέθετε το κατάλληλο και εμπνευσμένο προσωπικό «ίνα μεταλαμπαδεύση το γνήσιον τούτο εκκλησιαστικόν πνεύμα τοις μέλλουσιν ιεράσθαι» (SIC).

[Συνεχίζουμε την ιστορική αναμόχλευση των άγνωστων περιστατικών που σημάδεψαν την σκοτεινότερη και βρωμερότερη συναλλαγή που έγινε ποτέ στην Εκκλησία από την εγκαθίδρυσή της.
Ο λαός ακόμα και σήμερα – παρ’ ότι πέρασαν 40 χρόνια – είναι ανημέρωτος από τους ταγμένους στον πάγκο της πληροφόρησης δημοσιογράφους.
Το γιατί; Έχουν γραφεί πολλές φορές και δια πολλών διάφορα περιστατικά:
1. Ο Γερμανός δημοσιογράφος Udo Ultkotte της μεγαλύτερης σε κυκλοφορία εφημερίας Frankfurter AllgemeineZeitung, ήταν αποκαλυπτικός. Υπήρξα δημοσιογράφος για περίπου 25 χρόνια και εκπαιδεύτηκα στο πώς να λέω ψέματα, να προδίδω και να μην λέω την αλήθεια στο κοινό… Προδώσαμε τους αναγνώστες μας… Δωροδοκούμαστε για να προδίδουμε τον κόσμο… Βαρέθηκα αυτήν την προπαγάνδα… Δεν θέλω άλλο πια να κάνω αυτό το πράγμα…».
2. Από το βιβλίο «Δηλώνω δημοσιογράφος» αντλούμε ένα εκκλησιαστικό περιστατικό, που καταδεικνύει ότι τα χρήματά σου που διαθέτεις ανάβοντας το ταπεινό κεράκι προς φωτισμό του νου και της ψυχής σου, οι εκκλησιαστικοί ταγοί το αδρανοποιούν αγωνιζόμενοι να σε κρατούν δέσμιο στα σκοτάδια της πληρωμένης προπαγάνδας και στο ψέμα που για χρόνια καλά κρατεί… (όρα «Αυτόπτης μάρτυς» σελ.5)].
Τ
ο δημιουργικό έργο του Αρχιεπισκόπου συνεχίζεται με την κίνηση του μηχανισμού για την ίδρυση μιας Ανώτερης Θεολογικής Ακαδημίας. Είχε προγραμματίσει για το σχολικό έτος 1973-74 να ιδρυθεί «Ανώτερη Σχολή Ιερατικών Σπουδών» η οποία θα συστεγάζονταν στο ανεγερθησόμενο κτίριο στην πανεπιστημιούπολη με το «Κέντρον Θεολογικών Ερευνών» και το Οικοτροφείο των σπουδαζόντων κληρικών και λαϊκών στη Θεολογική Σχολή. 
Ο Σεραφείμ Τίκας – ο Αρχιεπίσκοπος που ήρθε μετά την παραίτηση του Ιερωνύμου – ανίκανος και άσχετος προς κάθε έργο ευποιίας, αποφάσισε να απαλλαγεί από το ογκώδες πνευματικό και ουσιαστικό έργο του προκατόχου του ζητώντας με έγγραφό του (16-3-1974) από την Κυβέρνηση, να αναλάβη και πάλι το Υπουργείο Παιδείας, την εκκλησιαστική παιδεία, διότι δεν διέθετε – όπως είπε – το κατάλληλο και εμπνευσμένο προσωπικό, για να μεταλαμπαδεύσει το γνήσιο εκκλησιαστικό πνεύμα στους μέλλοντας Ιερείς.
Ανήσυχο πνεύμα καθώς ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος στην συνεδρίαση της ΠΖ΄ (24-8-1970) (Φ.Ε.Κ. 135, Τ.Α.) της Ιεράς Συνόδου ζήτησε να ιδρυθεί «Ίδρυμα Βυζαντινής Μουσικολογίας» γενόμενο δεκτό. Πρώτος επιστημονικός συνεργάτης προσελήφθη ο κ. Γρ. Στάθης, Θεολόγος-Μουσικολόγος, όπου και ανέλαβε, εκτός των άλλων, και την καταλογογράφησιν των χειρογράφων της Βυζαντινής Μουσικής του Αγίου Όρους.
Το ίδρυμα στεγάστηκε σε τρεις νεόδμητες αίθουσες της Ιεράς Μονής Πεντέλης, και από τον Μάιο του 1972 άρχισε να λειτουργεί κανονικά.
Ίδρυσε επίσης το «Κέντρον Ιεραποστολικών Σπουδών», με την συνεργασία της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, το οποίο λειτουργούσε, στεγαζόμενο στην έδρα της Ιστορίας των Θρησκευμάτων. Το οργάνωσε και το διεύθυνε (1971-1975) ο Αρχιμανδρίτης Αναστάσιος Γιαννουλάτος (ο νυν Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας). Τον Νοέμβριο 1972 η Εκκλησία αναγνωρίζοντας την προσφορά του π. Αναστασίου και εισηγήσει του Αρχιεπίσκοπου Ιερώνυμου εκλέγεται επίσκοπος με τον τίτλο της πάλαι ποτέ Διαλαμψάσης Επισκοπής Ανδρούσης.
Από το 1970 άρχισε να λειτουργεί μέσα σε μία πευκόφυτη περιοχή της Αγ. Παρασκευής το πνευματικό κέντρο «Η Βηθλεέμ».Ήταν κτίριο για σύγκληση Συνεδρίων, με αίθουσες, παρεκκλήσιο και πολλά δωμάτια. Από το 1973 στεγάστηκε σ’ αυτό και η «Σχολή Ιερατικών Σχολών». Ήταν μια ακόμη δωρεά της Αιμ. Πέππα στην καθαρή και διάφανη διαχείριση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου.
Ο Ιερώνυμος, συγκλονισμένος από την κατάσταση των αρρώστων και κατάκοιτων γερόντων, ανήγειρε το Νοέμβριο του 1971 σε Ν. Σμύρνη και Ν. Μάδυτον δύο ιδρύματα «Κατάκοιτων Γερόντων» παρέχοντα πλήρη ιατρική παρακολούθηση ιατρών, αδελφών, νοσοκόμων, κοινωνικών λειτουργών, και σημαντικό αριθμό εθελοντριών κυριών σε γέροντες δυσκολοκίνητους και μη αυτοεξυπηρετούμενους (ανάπηρους, ημιπληγικούς, παραπληγικούς κ.ά.).
Επίσης δημιούργησε ειδικό Σώμα εθελοντριών κυριών που εκπαιδεύτηκαν ειδικά για την κατ’ οίκον νοσηλεία και περίθαλψη. Αυτές, μαζί με κοινωνική λειτουργό και γιατρό, επάνδρωσαν τις «Κινητές Μονάδες Βοηθείας Κατακοίτων» που γύριζαν καθημερινά στις διάφορες περιοχές των Αθηνών περιθάλποντας και βοηθώντας κατάκοιτους. Έτσι ο γιατρός τους εξέταζε και οι εθελέντριες τους καθάριζαν τις πληγές, άλλαζαν τα ρούχα, τους έδιναν τα φάρμακα και τους απάλυναν τους πόνους των.
Το «Γραφείο Περιθάλψεως Ασθενών» ήταν ο τομέας για ασθενείς με βαριά περιστατικά που έπρεπε να νοσηλευτούν σε νοσοκομεία του εξωτερικού. Αυτό αναλάμβανε την διαμεσολάβηση με τα ανάλογα νοσοκομεία Ευρώπης και Αμερικής και με την συνεργασία των Ελληνικών Ορθοδόξων Κοινοτήτων αποστέλλονταν στα εκεί νοσοκομεία. Τους παρείχαν οικονομικήν ενίσχυση και χριστιανική συμπαράσταση, κατά τον χρόνον της νοσηλείας των.
Ίδρυσε πάνω από εξήντα πέντε (65) «Σπίτια Γαλήνης του Χριστού», ένα έργο κοινωνικό και πρωτοπόρο. Μέσα σ’ αυτά εύρισκαν θαλπωρή, γαλήνη, προστασία και αξιοπρέπεια οι ηλικιωμένοι γέροντες. Είχαν κάθε υλική βοήθεια και ηθικοπνευματική ενίσχυση.
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α΄ έβλεπε δεκάδες χρόνια μπροστά. Γιατί, τέτοιο κοινωνικό έργο – κατώτερο σε ποιότητα και παροχή – άρχισε να το πραγματοποιεί η Πολιτεία μετά το 1985, τα γνωστά με το όνομα «ΚΑΠΗ».
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος περπάτησε σεμνά, αθόρυβα, χωρίς μεγαλοστομίες και υποσχέσεις, πάνω στα ίχνη των Πατέρων της Εκκλησίας. Οι εκπρόσωποι όμως της αθεΐας και της εκκλησιαστικής ασυδοσίας αγωνίστηκαν και αγωνίζονται ακόμα να αμαυρώσουν την προσωπικότητά του και να σβήσουν την φωτεινή του πορεία.
Εκείνο το χαμόγελο που πρόσφερε για χρόνια, όσο διακονούσε σε νοσοκομεία, επισκεπτόμενος αρρώστους στο κρεβάτι του πόνου, είναι αδύνατον να λησμονηθεί. Έσκυψε με αγάπη στους πονεμένους και προσπάθησε να απαλύνει τον ψυχικό πόνο με τις επισκέψεις του και την βοήθεια στο “Κέντρον Αποκατάστασης Χανσενικών” (λεπρών) στην Αγία Βαρβάρα και στη Σπιναλόγκα, που κανένας κάλαμος δημοσιογραφικός δεν περιέγραψε, θεωρώντας τους περιθωριακούς και αποδιοπομπαίους από τον κόσμο.
Σταματάει κανείς με δέος μπροστά στη γνήσια ανθρωπιά και την ακεραιότητα, τη δύναμη της πίστης και την ομορφιά της αγάπης για τον πάσχοντα.
Παραμονές Πάσχα του 1968 τον συναντάμε μαζί με τον μεγάλο ανθρωπιστή και ιεραπόστολο των Χανσενικών (λεπρών) Ραούλ Φολερώ που μαζί με την γυναίκα του ενημέρωναν τον κόσμο ώστε να αποβάλουν κάθε προκατάληψη που για αιώνες σέρνονταν. Τους βλέπουμε να επισκέπτονται το Κέντρο Αποκατάστασης των Αθηνών, το νησί και στην αίθουσα «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ» να πραγματοποιείται η συγκλονιστικότερη ομιλία αναφερόμενη στην ΑΓΑΠΗ που πρέπει να προσφέρουμε στον συνάνθρωπο που υποφέρει.
Στις 18 Ιανουαρίου 1969 βρίσκουμε τον Αρχιεπίσκοπο να επισκέπτεται το Κέντρον Αποκατάστασης και στη συνέχεια έναν-έναν τους ασθενείς (λεπρούς) στο Νοσοκομείο και να τρώγει μαζί τους.
Η επιστολή που έστειλαν τότε οι Χανσενικοί στον Ιερώνυμο ήταν συγκλονιστική:
«Μακαριώτατε,
Έχουν παρέλθει αρκεταί ημέραι από τότε που ο Κύριος των Δυνάμεων ωδήγησε τα βήματα Υμών εις τον Ιερόν χώρον της δοκιμασίας μας. Ήδη είμεθα εις θέσιν να πληροφορήσωμεν την Μακαριότητά Σας, ότι ο καρπός της επισκέψεως αυτής ήτο πολύς. Εξ όλων των περιοχών της πατρίδος μας καταφθάνουν καθημερινώς μηνύματα συμπαραστάσεως, μηνύματα αγάπης, μηνύματα ελπίδος, μηνύματα νίκης. Πολλοί ερωτούν: Είναι αλήθεια ότι ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας μας επισκέφθη το Νοσοκομείον σας, παρέμεινεν πλησίον σας ώρας πολλάς και συνέφαγε μεθ’ υμών εις την ιδίαν τράπεζαν, χωρίς φόβον και χωρίς προκατάληψιν; Και άλλοι, οι περισσότεροι, μας δηλώνουν, ότι στρατεύονται υπό την σημαίαν της Εκκλησίας ως απλοί στρατιώται και απόστολοι εις τον προκείμενον αγώνα της ηθικής και πνευματικής μας αποκατάστασης…
Μακαριώτατε,
Γνωρίζομεν ότι ο αγών είναι δύσκολος… Παρά ταύτα είμεθα απολύτως βέβαιοι, ότι ο υπό την Υμετέραν Ηγεσίαν αγών θα κερδιθή, διότι είναι αγών δίκαιος και ηυλογημένος από τον Κύριον δι’ Υμών (την 18η Ιανουαρίου ).
Αισθήματα βαθυτάτης ευγνωμοσύνης διακατέχουν τας καρδίας ημών και των οικογενειών μας, και με τα αισθήματα αυτά, διατελούμεν μετά βαθυτάτου σεβασμού.
14η Φεβρουαρίου 1969
Ο Πρόεδρος: Καλδής Γεώργιος – ο Γεν. Γραμματέας: Παυλάκης Ιωσήφ».
Ερευνώντας το αρχειακό υλικό των πάμπολλων επισκέψεών του σταματάμε σε μια χαρακτηριστική φωτογραφία που πάρθηκε σε επίσκεψη την 31η Δεκεμβρίου 1971: Στο αναρρωτήριο του αντιλεπρικού Σταθμού Αθηνών, γραία άρρωστη (Χανσενική) σφίγγει το χέρι του Αρχιεπισκόπου με βλέμμα ικετευτικό. Σ’ αυτή την ικεσία ανταποκρίθηκε με το περίσσιο χαμόγελο προσφέροντας από καρδιάς σταλαγματιά ελπίδας!
Τακτικός επισκέπτης ήταν και στον “ΟΙΚΟ ΤΥΦΛΩΝ” όπου για ώρες συζητούσε μαζί τους, γιατί – όπως είχε δηλώσει – «Οι τυφλοί χαίρονται με τα μάτια της ψυχής τους».
Η Ελλαδική Εκκλησία, παρ’ ότι είχαν περάσει χρόνια από την απελευθέρωση του Ελληνικού Κράτους από τον τουρκικό ζυγό, δεν είχε ιστορικό εκκλησιαστικό Μουσείο, με αποτέλεσμα να εξαφανιστούν πολύτιμα έγγραφα, ιερά κειμήλια, άμφια εκκλησιαστικών ανδρών, λειτουργικά σκεύη, σιγίλια, φωτογραφίες, προσωπικά αντικείμενα… καθώς κι ο Πατριαρχικός Τόμος του 1850 που ανακήρυξε το Αυτοκέφαλον της Ελλαδικής Εκκλησίας.
Το κενό αυτό το τακτοποίησε με την ψήφιση του υπ’ αριθ. 15 κανονισμού λειτουργίας «Περί Εκκλησιαστικού Μουσείου».Έτσι από το 1970 άρχισε να λειτουργεί εις το κτίριο της Αρχιεπισκοπής στην οδό Φιλοθέης 19.
Στην Αγία Λαύρα δεν υπήρχε επίσης μνημείο των αγωνιστών του 1821. Το 1903 συγκροτήθηκε η πρώτη επιτροπή ανεγέρσεως του Ηρώου αλλά, παρ’ όλα αυτά, δεν κατόρθωσαν να το πραγματοποιήσουν. Με τη φροντίδα όμως και την οικονομική στήριξη του Ιερωνύμου, στήθηκε την 24 Μαρτίου 1971 (αποκαλυπτήρια) για να θυμίζει τον ξεσηκωμό των Ελλήνων του 1821 στις επόμενες γενιές.
Χρηματοδότησε την ανοικοδόμηση της γυναικείας Μονής «Νταού Παντέλης» το 1971.
Τα εκπαιδευτήρια «η Θεομήτωρ» αναπτύχθηκαν με τη συμπαράσταση και τη γενναία οικονομική παροχή του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Α΄.
Το Μουσείο της ανδρικής Μονής Πεντέλης, το Ίδρυμα «Προστασίας Παιδιών» και δεκάδες άλλα, ων ουκ έστι αριθμός, αποτέλεσαν το πολύμορφο έργο του μακαριστού Αρχ. Ιερωνύμου Α΄ (Κοτσώνη) το οποίο οι μετέπειτα «πατριώτες» (εκκλησιαστικοί και πολιτικοί) καιροσκόποι προσπάθησαν να το περιβάλλουν με τον πέπλο της λήθης.
Ένα από τα πρωτεύοντα θέματα που απασχόλησαν τον Ιερώνυμο ανεβαίνοντας στον αρχιεπισκοπικό θρόνο ήταν και η σύνταξη και ψήφιση του νέου Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας, αποδεσμευμένου από την αυθαιρεσία της Πολιτείας και απαλλαγμένου από τους περιορισμούς και τις δεσμεύσεις της Βαυαρο-Μαουρικής νοοτροπίας, ώστε να έχει τη δυνατότητα να κινείται ελεύθερα, σύμφωνα με τα βιβλικά και αγιοπατερικά κριτήρια, οργανώνοντας μόνη τα του οίκου της.
Οκτώ ολόκληρα χρόνια, από το 1959 μέχρι το 1967 καταστρώνονταν αλλεπάλληλα σχέδια Καταστατικού Χάρτη, και κανένα από αυτά δεν έφτανε στη Βουλή των Ελλήνων προς ψήφιση, ώστε να γίνει νόμος του Κράτους. Τα σχέδια κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι, από επιτροπή σε επιτροπή και στο τέλος κατέληγαν στο καλάθι των αχρήστων.
Βλέποντας ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος τη στασιμότητα αυτή ανασκουμπώθηκε και αφού επί δίμηνο απομονώθηκε στην ιδιαίτερή του πατρίδα, την Τήνο, άρχισε να εργάζεται πυρετωδώς από το πρωί μέχρι αργά τη νύχτα προκειμένου να συντάξει το νέο Καταστατικό Χάρτη. Τέλος το Μάρτιο του 1969 τον παρουσίασε στο σώμα της Ιεραρχίας, αλλά, δυστυχώς και το σχέδιο αυτό δεν το δέχθηκαν οι Κυβερνητικοί παράγοντες.
Ένα άλλο σοβαρό θέμα από τα πολλά καινοτόμα του νέου Καταστατικού Χάρτη ήταν και ο τρόπος εκλογής μητροπολιτών, που προέβλεπε περίπου την ταύτιση με την αποστολική γραμμή, που ίσχυσε κατά την εκλογήν του αποστόλου Ματθία. Να συμμετέχουν δηλαδή: Ο Πρωτοσύγκελος, οι Ιεροκήρυκες, ο Γενικός και οι λοιποί Αρχιερατικοί Επίτροποι, οι Γραμματείς των Ενοριακών Ναών της έδρας της Μητρόπολης, οι πτυχιούχοι Ανώτατης Εκκλησιαστικής Σχολής κληρικών της χηρεύουσας Μητρόπολης, οι Ηγούμενοι των Μονών της, που έχουν πάνω από πέντε μοναχούς, και τα αιρετά μέλη του Επαρχιακού Εκκλησιαστικού Συμβουλίου.
Μετά την εξέλιξη αυτή, όλως απροσδόκητα, το πρωί της 8ης Μαρτίου 1969 ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος διάβασε ένα κείμενο παραιτήσεώς του από το αρχιεπισκοπικό του αξίωμα. Η Σύνοδος ξαφνιάστηκε, ακολούθησε ψηφοφορία, και η απόφαση ήταν σχεδόν ομόφωνη – εκτός του μητροπολίτη Κορίνθου Παντελεήμονα που δήλωσε ότι «επέχει» – να μην γίνει δεκτή η παραίτησή του.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, η Ιεραρχία εμφανίστηκε ενωμένη και συσπειρωμένη όσον αφορά την ηγεσία του Ιερωνύμου στην εκκλησία.
Ο δεσπότης Ιωαννίνων Σεραφείμ Τίκας ως εκπρόσωπος της Ιεράς Συνόδου έκανε τις εξής δηλώσεις στο τύπο: «Καταλήφθημεν εξ απήνης… διότι ουδείς των αγίων αδελφών ανέμενον παρόμοιαν ενέργειαν. Κατάπληξις, αιφνιδιασμός και θλίψις μας συνείχε δια την απόφασιν αυτήν.
Και ομολογώ ότι υπήρξε μια θαυμάσια και πεφωτισμένη στιγμή της Ιεραρχίας, όταν όλα τα μέλη της με έκδηλον συγκίνησιν και δάκρυα εις τους οφθαλμούς ανεκάλεσαν τον Αρχιεπίσκοπο. Έπρεπε να είσθε εις την αίθουσαν δια να δήτε την ομόθυμον θέλησιν της Ιεραρχίας. Απητήθη πολύς χρόνος για να πείσωμεν τον Μακαριώτατον να επανέλθη εις την αίθουσαν. Και όταν επανήλθε τότε εξεφράσαμεν την χαράν μας. Επηκολούθησε μια θριαμβευτική ψηφοφορία κατά της παραιτήσεως και υπέρ της ανακλήσεως αυτής. Και το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ήτο η παμψηφεί πρότασις προς ανάκλησιν».
Κανένας τότε δεν μιλούσε για αντικανονική εκλογή του Ιερωνύμου. Αλήθεια, πότε χάθηκαν τα τόσα «ωσαννά» του Σεραφείμ Τίκα, τα δάκρυα, η συγκίνηση, η πεφωτισμένη απόφαση, η θριαμβευτική ψηφοφορία… και ξαφνικά σε λίγο καιρό, ο έπαινοι μετατράπηκαν σε ύβρεις και βωμολοχίες, καθιστώντας τον απόβλητο και αποσυνάγωγο;
Έτσι, μετά την απόρριψη του πρώτου σχεδίου του Κ.Χ. από την Κυβέρνηση, αναγκάστηκε να συντάξει δεύτερο, να το επεξεργαστεί με την συμμετοχή όλων των Συνοδικών Επιτροπών και να το υποβάλει. Και πάλι οι κρατούντες δικτάτορες τροποποίησαν απροσδόκητα το νέο νομοθέτημα διαχωρίζοντας τους Ιερούς Κανόνες σε δογματικούς και διοικητικούς, και πολλά άλλα άρθρα. Τελικά εψηφίσθη.
Εάν κάποιος επιχειρήσει μια καταμέτρηση και λεπτομερή καταγραφή όλων των έργων που έγιναν την εξαετία του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Α΄ στο Πηδάλιον της Ελληνικής Εκκλησίας θα μείνει άφωνος. Κατόρθωσε να κάνει τόσα, όσα δεν έκαναν όλοι οι Αρχιεπίσκοποι μαζί στα εκατόν ενενήντα (190) χρόνια από την απελευθέρωση της Χώρας μέχρι σήμερα.
Αυτά τόνισε ο τέως πρόεδρος της Δημοκρατίας Κων/νος Τσάτσος το έτος 1975. «Κατά το διάστημα της ενεργού υπηρεσίας εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος ως Προκαθήμενος ο Ιερώνυμος Α΄ Κοτσώνης, έκανε πράγματα που δεν είχαν γίνει εις τα εκατόν πεντήκοντα χρόνια της ιστορίας της, ενώ άλλα που εγίνοντο έπαυσαν να γίνωνται».

 «Ο ΧΟΥΝΤΙΚΟΣ»  Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος
1) (Συνεχίζουμε την καταγραφή άγνωστων ιστορικών γεγονότων, τα οποία ο σατανικός μηχανισμός της παραπληροφόρησης αλλοιώνοντάς τα κατόρθωσε κυριολεκτικά να αποπροσανατολίσει, παραπλανήσει και εξαπατήσει το λαό παρουσιάζοντας το μαύρο, άσπρο.
Τον αιμοχαρή, αίφνης, αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ Τίκα, με τον αβυσσαλέο ταραγμένο ψυχικό κόσμο, τον γεμάτο εμπάθεια και κακότητα, τον παρουσίασε πράο, συνετό, φιλειρηνικό, ενωτικό και μέγα αντιστασιακό!!!, αποσιωπώντας το ότι επεδίωξε την εξόντωση όλων εκείνων που τους θεωρούσε εμπόδιο στην πραγματοποίηση των ανίερων, βέβηλων και βλάσφημων επιδιώξεών του).
2) (Από το βιβλίο «δηλώνω δημοσιογράφος» σας μεταφέρουμε το δεύτερο περιστατικό –ημέρες δόξης αρχιεπισκόπου Σεραφείμ – που δείχνει πώς εξανεμίστηκε μέρος της Εκκλησιαστικής περιουσίας στο διάβα των τελευταίων χρόνων στη σελ. 8)
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, ένας άνθρωπος της προσευχής και της αγάπης, σχοινοβάτησε, επί έξι ολόκληρα χρόνια, ανάμεσα στο κοσμικό σχήμα της βίας και το εκκλησιαστικό διοικητικό κατεστημένο της ασυδοσίας επιτυγχάνοντας να κάνει το καθήκον του, να αναβαθμίσει τον κλήρο, να βάλει τάξη στα οικονομικά, να συγκρουστεί με την κοσμική εξουσία, να προφυλάξει την Εκκλησία από την υποδούλωσή της στους σχεδιασμούς της δικτατορίας…
Βρέθηκε στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο με μια μυστική παρώθηση του Αγίου Πνεύματος, που «διασκέδασε βουλάς εθνών» (Ψαλμός λβ΄ 10). Το γεγονός έμεινε εν σιωπή όχι μόνο την περίοδο της επταετίας αλλά και μέχρι τις ημέρες μας, γιατί οι διαπλεκόμενοι κράχτες της ενημέρωσης αρνήθηκαν να το δεχθούν και να το μεταφέρουν στο λαό. Έτσι, πολύ λίγοι γνωρίζουν μέχρι σήμερα ότι ο Ιερώνυμος Κοτσώνης δεν ήταν ο εκλεκτός της δικτατορίας.
Οι δικτάτορες της 21ης Απριλίου 1967 είχαν υποσχεθεί το θρόνο των Αθηνών στον τότε δεσπότη Καστοριάς Δωρόθεο Γιανναρόπουλο, που, παρ’ ότι υπηρετούσε στην ποιο ακριτική περιοχή της Ελλάδας, είχε την ευχέρεια να επικοινωνεί και να επηρεάζει τα ανώτατα ηγετικά στελέχη του στρατεύματος.
Έτσι, την ημέρα της αρχιεπισκοπικής εκλογής, οι τρεις συνταγματάρχες αρχηγοί της δικτατορίας (Παπαδόπουλος, Πατακός, Μακαρέζος) επισκέφθηκαν την Ιερά Σύνοδο και απήτησαν να εκλεγεί Αρχιεπίσκοπος ο Καστοριάς Δωρόθεος. Έφθασαν όμως όταν η διαδικασία της εκλογής είχε ολοκληρωθεί και στα πρακτικά είχαν μπει οι υπογραφές των εκλεκτόρων. Οι Συνταγματάρχες τότε αναγκάστηκαν να φύγουν άπρακτοι.
Για μια ολόκληρη εικοσαετία ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος σήκωνε το σταυρό του διωγμού και της κατακραυγής, πως ήταν ο εκλεκτός της Χούντας, χωρίς να γνωρίζει κανείς – ούτε κι ο ίδιος – ποια ήταν η ιστορική αλήθεια.
Ένα χρόνο πριν κλείσει τα μάτια και ο Κύριος της δόξης τον καλέσει κοντά του, έμαθε την αλήθεια, γιατί οι άνθρωποι της δικτατορίας που τον «εξετίμων» – όπως έλεγαν – ως αρχιεπίσκοπο, του έβαζαν τόσα εμπόδια στο έργο του. Και η απορία του αυτή λύθηκε όταν ένα πρωινό του 1966 δέχθηκε στο γραφείο της “Διεθνούς Αγάπης” τον Γενικό Διευθυντή Θρησκευμάτων και Βασιλικό Επίτροπο της Ιεράς Συνόδου, καθηγητή του Παν. Αθηνών κ. Μάρκο Σιώτη, που τον ενημέρωσε, έστω καθυστερημένα, ως προς το πώς έγινε η εκλογή του κατά την συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου παρόντος του ιδίου ως Βασιλικού Επιτρόπου (όρα “ΑΓΩΝΑΣ” φ. 209, σελ. 7).
Ο Ιερώνυμος βρέθηκε μέσα σε κυκλώνα αποτελώντας το “ΣΤΟΧΟ” όλων των αντιμαχόμενων πτερύγων (δικτατορικό καθεστώς, βασιλικό περιβάλλον, παλαιό πολιτικό κατεστημένο και η έπαλξη της αντίστασης). Όλοι τον ήθελαν υπηρέτη των σχεδίων τους και των σκοπιμοτήτων τους αλλά και όλοι τον έβρισκαν ασύμβατο με τις επιδιώξεις τους, ανένδοτο, απροσκύνητο, και, συχνά-πυκνά, αντίπαλο στο γήπεδο των σκοπιμοτήτων. Οι δικτάτορες του έριχναν την ευθύνη του μη συνεργαζόμενου σε κάποιο φάσμα προγραμμάτων τους, που τα θεωρούσαν καίρια και επείγοντα, και ότι δε χειραγωγούσε το λαό σε υποταγή. Οι Βασιλικοί τον καταλόγιζαν αχαριστία και τον κατηγορούσαν, ότι πρόδωσε τον Βασιλέα Κωνσταντίνο. Και οι αντιστασιακοί φώναζαν ότι συμπορεύτηκε με την δικτατορία και έγινε παράγοντας στερέωσής της.
Εναντίον του στράφηκαν όλοι εκείνοι, οι πολιτικοί κράχτες, από την άκρα δεξιά ως την άκρα αριστερά, που ήθελαν την Εκκλησία θεραπαινίδα των σκοπών τους, και όχι ελεύθερη και ανεξάρτητη από τα σχήματα του κόσμου τούτου.
Οι δικτάτορες ήταν επιφυλακτικοί ακόμη απέναντί του διότι, αρκετές φορές είχε διακηρύξει τις ιδέες του περί ελευθερίας. Ακόμα και στον ενθρονιστήριο λόγο του (17/5/1967) είπε επί λέξει τα εξής: «Η ελευθερία της συνειδήσεως, ως και η ατομική εν γένει, πολιτική, εθνική και κοινωνική είναι πρωταρχικό στοιχείο της προσωπικότητας του ανθρώπου». Οι ξένοι ανταποκριτές δημοσίευσαν την επόμενη μέρα με μεγάλα γράμματα: «Οι κυβερνώντες στρατιωτικοί σιωπούν. Ο Έλλην προκαθήμενος υπερασπίζει την ελευθερίαν». Και συνέχιζαν: «Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος ωμίλησε θαρραλέως υπέρ της πολιτικής ελευθερίας εις μίαν τελετήν εις τον Καθεδρικόν Ναόν των Αθηνών, όπου ενεθρονίσθη ως Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Προκαθήμενος της Εκκλησίας».
Έτσι από το πρώτο διάστημα άρχισε να εκδηλώνεται η σύγκρουση.
Η δικτατορία από τα πρώτα πράγματα που έκανε με την επικράτησή της ήταν να διαλύσει τα παντός είδους Συμβούλια (Κοινοτικά, Δημοτικά, Οργανισμών, Επιχειρήσεων κλπ) όπως και τα ενοριακά, μοναστηριακά και μητροπολιτικά. Επίσης ο νόμος όριζε ότι στα παυθέντα συμβούλια θα διορίζονταν νέα με κοινή απόφαση των αρμοδίων υπουργών και του οικείου Νομάρχη.
Εναντίον αυτού του μέτρου ο Αρχιεπίσκοπος αντιτάχθηκε και ζήτησε να μην ισχύσει για τα Συμβούλια της Εκκλησίας, και επειδή δεν εισακούστηκε έστειλε έγγραφο στις 4/8/1967 στον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων ζητώντας να αφήσει την Εκκλησία ανενόχλητη, τονίζοντας: «… Η Εκκλησία, ως Θεοσύστατος Οργανισμός με την όλως ιδιάζουσαν και υψίστην πνευματικήν και ηθικήν αποστολήν αυτής εν τη Κοινωνία… Προς τούτοις ο διορισμός των διαφόρων Διοικητικών εν τη Εκκλησία Συμβουλίων παρά των κ.κ. Νομαρχών, πλην του ότι αντίκειται εις το ζήτημα αρχής εν τη Εκκλησία, προσκρούει επί πλέον και εις το ότι τα μέλη των εν λόγω Εκκλησιαστικών Συμβουλίων είναι, έν τινι μέρω, διάκονοι εν τη Εκκλησία, στρατευόμενοι δια το έργο αυτής, και ως εκ τούτου δέον να διακρίνωνται επί ευσεβεία, πίστει, προσηλώσει και αγάπη προς την Εκκλησίαν…, να επιλέγωνται και να διορίζωνται υπό της Εκκλησίας δια των Σεβ. Μητροπολιτών… προς άρσιν της δημιουργηθείσης και υφισταμένης σήμερον εν τη λειτουργία των εν τη Εκκλησία διαφορών Διοικητικών Συμβουλίων ανωμαλίας».
Σύγκρουση.
Η Κυβέρνηση πίεζε τον Ιερώνυμο να ασχοληθεί με την κάθαρση στο χώρο της Εκκλησίας, που ήταν καθολικό αίτημα, γι’ αυτό την 20ην Ιουλίου 1967 επισκέφθηκαν τον Αρχιεπίσκοπο ο Πρωθυπουργός Κων. Κόλλιας (προεδ. Του Αρείου Πάγου), ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης Γρ. Σπαντιδάκης (Στρατηγός) και ο υπουργός Παιδείας Κων. Καλαμποκιάς (Αρεοπαγίτης), και του εδήλωσαν ότι, εάν δεν προχωρήση άμεσα η κάθαρση, η πολιτεία ήταν έτοιμη να λάβη δραστικά μέτρα κατά μεγάλο αριθμό μητροπολιτών γνωστών για τις ιδιορρυθμίες τους.
Ο Αρχιεπίσκοπος ζήτησε πίστωση χρόνου για να κατατοπισθεί η Σύνοδος και να ενημερωθεί κι ο ίδιος. Τελικά με πολλή δυσκολία έγιναν δεκτές οι απόψεις του, και έτσι δεν προχώρησε η πολιτεία στην κάθαρση αλλά περιωρίστηκε στο να εκδόση τον υπ’ αρ. 241/1967 Νόμο. Και αυτό ήταν μια νίκη της Εκκλησίας, διότι τα εκκλησιαστικά δικαστήρια εφήρμοσαν την δικαστηριακή διαδικασία που προέβλεπε ο Νόμος 5383/1932 που είχε ψηφιστεί επί υπουργίας Γ. Παπανδρέου και άφηνε πρώτον την πρωτοβουλίαν και την διεξαγωγή της κάθαρσης στην Εκκλησία και δεύτερον έδινε την δυνατότητα στον κατηγορούμενο με όλα τα μέσα να προστατεύση τον εαυτό του. Του αφήρεσε όμως το αναφαίρετο δικαίωμα της Έφεσης.
Με τον Νόμο αυτό δικάστηκαν μόνο δύο μητροπολίτες προηδρευόντος του ιδίου του Αρχιεπισκόπου, ενώ αρκετοί, φοβηθέντες τις ανακρίσεις και τη δικαστική διαδικασία, “έσπευσαν” να υποβάλουν τις παραιτήσεις τους. Δικάστηκαν όμως μερικές εκατοντάδες ιερείς και διάκονοι προεδρεύοντος του αντιπροέδρου της Συνόδου. Το λυπηρόν είναι, ότι όλοι αυτοί οι δικασθέντες ή παραιτηθέντες “κουσουράτοι”, με την μεταπολίτευση, ηρωοποίησαν τον εαυτό τους παρουσιάζοντάς τον ως αντιστασιακό.
Σύγκρουση.
Η δικτατορική Κυβέρνηση ζήτησε επιτακτικά από τον Ιερώνυμο να κινηθή η εκκλησιαστική δικαστική διαδικασία σε μητροπολίτες για πολιτικούς λόγους. Αναφέρουμε ενδεικτικά:
- Η Ασφάλεια βρήκε στα αρχεία της ΕΔΑ τηλεγράφημα του μητροπολίτη Πειραιά Χρυσοστόμου προς τον Πρόεδρό της Πασσαλίδη, ζητώντας την συμπαράσταση του κόμματος, στην απόφαση της Κυβέρνησης Στεφανόπουλου να ακυρώση τις εκλογές και μεταθέσεις των μητροπολιτών που έγιναν …/…/1965.
Ο Ιερώνυμος αντιτάχθηκε ισχυριζόμενος ότι, ο Πειραιώς ενήργησε κατ’ εντολήν της Ιεράς Συνόδου.
- Ο μητροπολίτης Καβάλας συνελήφθη τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου 1967 από την αστυνομία στα γραφεία της ΕΔΑ στην Καβάλα, και έπρεπε να διωχθή.
Ο Αρχιεπίσκοπος δεν δέχθηκε, λόγω πολιτικών φρονημάτων να διώκεται ένας μητροπολίτης.
- Ο Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος είχε έρθει σε προσωπική διένεξη με τον Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης Στρατηγό Γρ. Σπαντιδάκη. Αυτός, βασιζόμενος στην παντοδυναμία του, από την πρώτη ημέρα της επικράτησης του καθεστώτος, ζήτησε να κινηθή η Εκκλησιαστική Δικαιοσύνη εναντίον του. Αυτό δεν το δέχθηκε ο Αρχιεπίσκοπος.
Η απροθυμία του Ιερωνύμου να ικανοποιήση τα κελεύματά τους εξόργισε τους κυβερνώντες.
Σύγκρουση.
Στις 15 Ιανουαρίου 1968 η Κυβέρνηση ζήτησε την απομάκρυνση ένδεκα (11) μητροπολιτών, παρακάμπτοντας τον Νόμο. Η αντίδραση του Αριχεπισκόπου ήταν έντονη, διότι δεν συμφωνούσε με τους λόγους και τον τρόπο που ήθελαν την αποπομπή τους. Τότε βγήκε στο “κλαρί” ο Τύπος και άρχισε να σφυροκοπάει τον Ιερώνυμο που δεν προχωρούσε την κάθαρση: «Αφήκεν εκκρεμές το τεράστιον πρόβλημα καθαρμού του Ιερατείου, χωρίς τον οποίον αποτελεί χίμαιραν η ανύψωσίς της. Εκεί όπου χρειάζεται σίδηρος πεπυρακτωμένος, ηρκέσθη εις χλιαρά επιθέματα, εκεί όπου επιβάλλεται ρομφαία, χειρουργική μάχαιρα προς αποκοπήν των σαθρών μελών…
“Δεσμεύεται”, ίσως, από τυπικά εμπόδια. Λησμονεί όμως ότι απεκαθάρθη άλλοτε – προ ημίσεως ακριβώς αιώνος – η Εκκλησία, απείρως ελαφρότερον τότε νοσούσα και ουδόλως διαβεβλημένη δι’ αίσχη προσβάλλοντα την ανδρικήν φύσιν, δι’ εκτάκτου ολιγομελούς Ιεροδικείου. Ανάλογον, ήτο άριστα δυνατόν να συγκροτηθή και σήμερον, υπαρχούσης μάλιστα επαναστάσεως, πλαισιούμενον από ανώτατους δικαστικούς, το οποίον να επεκταθή και εις έρευναν της διαχειρίσεως των Μητροπόλεων, διά τινας των οποίων πολλά λέγονται» (Ν. Βεντήρης εφ. «ΒΡΑΔΥΝΗ»).
Σύγκρουση.
Για τον μητροπολίτη Γρεβενών Χρυσόστομο είχαν γίνει σοβαρές καταγγελίες στην Ιερά Σύνοδο. Αυτός όμως είχε μεγάλα ερείσματα στο καθεστώς κι έτσι, με τις πρώτες ανακρίσεις, σήμανε συναγερμός για να τον σώσουν. Με το μέρος του τάχθηκαν, σκανδαλωδώς, ο στρατιωτικός Διοικητής, ο Νομάρχης, ο Δήμαρχος … και προσπάθησαν να αποτρέψουν το ανακριτικό έργο, φθάνοντας μάλιστα να παραπέμψουν τους μάρτυρες κατηγορίας στο στρατοδικείο, πιέζοντας να μην καταθέσουν εναντίον του κατηγορουμένου μητροπολίτη. Τον συνοδικόν δε ανακριτήν – Μητροπολίτην Ύδρας Ιερόθεο – τον απέλασαν από το νομό Γρεβενών.
Αυτό ανάγκασε τον Αρχιεπίσκοπο να στείλη εντονότατο διάβημα και διαμαρτυρία προς τον Πατακό, Παπαδόπουλο και άλλους παράγοντες για την σκανδαλώδη επέμβασή τους. Αυτό δεν άρεσε στους δικτάτορες.
Σύγκρουση.
Τις πρώτες ημέρες της αρχιερατείας του τον επισκέφθηκε μια παλαιά συνεργάτιδα από τον πόλεμο του 1940, η Δώρα Στράτου, και τον παρακάλεσε να την βοηθήση, διότι στο σπίτι της είχε κρυμμένο τον ιδιοκτήτη των εφημερίδων “ΒΗΜΑ”, “ΝΕΑ”, “ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ”… Χρ. Λαμπράκη, ώστε να παύση η δίωξή του. Πράγματι τον ανέλαβε ο ίδιος υπό την προστασία του, αν και αργότερα το συγκρότημα τον πολέμησε.
Επίσης αντιτάχθηκε σθεναρά στην απομάκρυνση από τις πανεπιστημιακές έδρες – λόγω Δημοκρατικών πεποιθήσεων – των καθηγητών: Εμ. Κριαρά, Μιχ. Σακελλαρίου, Νικ. Πανταζόπουλου και άλλων δέκα πέντε περίπου καθώς και μεγάλου αριθμού απολυθέντων ή καταγεγραμμένων στο μαύρο πίνακα της ΚΥΠ μη εγκρινόμενου του διορισμού τους, παρ’ ότι η εκλογή τους ήταν νόμιμη. Ο ίδιος στα τελευταία έγραψε: «Τας ενεργείας μου αυτάς δεν τας ανεκοίνωσα ούτε τότε ούτε αργότερον εις ουδένα, ούτε καν εις τους ενδιαφερομένους, διότι δεν απεσκόπουν εις το να συλλέγω εύσημα, αλλ’ εις το να εκτελώ το καθήκον μου».
Σύγκρουση.
Η δυσπιστία απέναντι στον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο ήταν ολοφάνερη. Ήταν 5η Ιουλίου 1968 όταν, από το γραφείο του Πρωθυπουργού Γ. Παπαδόπουλου, τηλεφώνησαν στην Αρχιεπισκοπή για να του κάνουν γνωστό ότι ο Πρωθυπουργός αποφάσισε να συμμετάσχει ο Αρχιεπίσκοπος στη Γενική Συνέλευση του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών, που θα πραγματοποιούνταν στην Στοκχόλμη. Ο Αρχιεπίσκοπος στην απόφαση αυτή, απάντησε: «Δεν πιστεύω ότι η πληροφορία είναι ακριβής, διότι γνωρίζει ο κ. Πρωθυπουργός ότι δια τα ζητήματα αυτά δεν είναι αρμόδιος και μάλιστα χωρίς να συμβουλευθεί την Εκκλησία. Εάν δε, έστω και αναρμοδίως, εκ παραδρομής είχε τυχόν αποφασίσει τοιούτον τι, δεν θα διεβίβαζε την απόφασή του αυτήν κατ’ αυτόν τον τρόπον». Τελικώς δεν δέχθηκε να λάβει μέρος εις την Συνέλευση εκείνην, και έτσι έγινε πιο ασυμπαθής στους σκληρούς παράγοντας της δικτατορίας.
Σύγκρουση.
Την ημέρα της ενθρόνισης του Ιερωνύμου η αστυνομία συνέλαβε τον π. Γεώργιο Δημητριάδη, εφημέριο του Ι.Ν. Αγ. Γεωργίου στο Κερατσίνι – τον γνωστό «πατέρα Γεώργιο τον ρακοσυλλέκτη» – και ο οποίος την Κυριακή των Μυροφόρων στο κήρυγμά του επιτέθηκε κατά του δικτατορικού καθεστώτος. Ο Αρχιεπίσκοπος το πληροφορήθηκε αυτό τυχαία από μια εθιμοτυπική επίσκεψη του Ρ/Καθολικού Αρχ. Βενέδικτου. Τηλεφώνησε αμέσως στον Στρατιωτικό Διοικητή του Πειραιά και ζήτησε να τον αφήσουν ελεύθερο, διότι για τα παραπτώματα των κληρικών ήταν αυτός υπεύθυνος. Αφού αφέθηκε ελεύθερος τον πήρε από τη μητρόπολη Νικαίας στην Αρχιεπισκοπή και τον διόρισε στην Κεντρική Υπηρεσία, στην Διεύθυνση του «Κινήματος της Αγάπης», αγνοώντας την εχθρότητα που είχε το καθεστώς απέναντί του.
Κάτι ανάλογο είναι και η περίπτωση του αρχιμανδρίτη π. Θεόκλητου Φεφέ, ο οποίος είχε έρθη αρκετές φορές σε προστριβές – λόγω του εκρηκτικού χαρακτήρος – με τις στρατιωτικές και αστυνομικές αρχές. Ο Αρχιεπίσκοπος αψηφώντας τις αντιλήψεις και τις κατ’ αυτού κατηγορίες των Αρχών, τον διόρισε στην αρχή Ηγούμενο στην Ιερά Μονή Πεντέλης και μετά Προϊστάμενο στην Διεύθυνση Διαχείρισης της Εκκλησιαστικής Περιουσίας (ΟΔΔΕΠ). Η ενέργεια αυτή γράφτηκε στα μαύρα κατάστιχα του αρχηγού της ΕΣΑ.
Το έργο του π. Θεόκλητου – ομολόγησε αργότερα ο Ιερώνυμος – που έγινε επί ηγουμενίας του ήταν τεράστιο, και στο ΟΔΔΕΠ είχε την δική του έντονη παρουσία του.

Σύγκρουση.
Στις 31 Οκτωβρίου 1967 γίνεται ανασχηματισμός της Κυβέρνησης και στις 4:30 θα γίνονταν η ορκωμοσία. Δύο ώρες πριν του τηλεφώνησε ο απερχόμενος υπουργός Παιδείας αρεοπαγίτης Κ. Καλαμποκιάς για να του κάνει γνωστό ότι ο ίδιος αναλαμβάνει το Υπουργείο Δικαιοσύνης και στο Υπουργείο Παιδείας θα ορκιστεί ο Π. Χρήστου – ο άνθρωπος που λίγο αργότερα, μαζί με τον Ιωαννίδη και Σεραφείμ, έβαλαν την Εκκλησία σε περιπέτειες –. Η είδηση αυτή τον ανησύχησε για την μυστικότητα εκ μέρους του ιδίου ως και της Κυβερνήσεως. Είχε την προαίσθηση ότι η υπουργοποίησή του δεν θα προοιώνιζε τίποτε καλό για την Εκκλησία γι’ αυτό και η αντίδρασή του ήταν σφοδρότατη. Να τι γράφει ο ίδιος: «Δι’ αυτό εθεώρησα χρέος μου να αντισταθώ με όλας μου τας δυνάμεις εις τον διορισμόν του Κ. Χρήστου. Ατυχώς, τόσον ο τότε Πρωθυπουργός κ. Κόλλιας, όσον και ο παρ’ αυτώ Υπουργός – το ισχυρόν πρόσωπον της δικτατορίας κ. Γ. Παπαδόπουλος – ήταν ανένδοτοι. Αλλά και εγώ προβλέπων ότι, εάν ο κ. Χρήστου ήρχετο εις το Υπουργείον Παιδείας ως Υπουργός δεν θα μου ήτο δυνατόν να εργασθώ υπέρ της Εκκλησίας, ηναγκάσθην να δηλώσω εις την Κυβέρνησιν ότι, αν αυτός ωρκίζετο ως Υπουργός, την ιδίαν στιγμήν εγώ θα υπέβαλλα την παραίτησίν μου εις την Ιεράν Σύνοδον. Έτσι και μόνον κατωρθώθηκε να αποτραπή τότε ο διορισμός του. Πόσο είχε δίκαιο απεδείχθηκε αργότερα (1973) μετά τον διορισμόν του ως Υπουργού κατά το διάστημα της δικτατορίας Ιωαννίδη. Ότι όμως αυτός ως Υπουργός θα έφθανε να κακουργήση εναντίον της Εκκλησίας εις τον βαθμόν, που έφθασε κατά την υπουργίαν του, δεν ήταν δυνατόν να το συλλάβη όχι η συνήθης, αλλά ούτε η πλέον αχαλίνωτος φαντασία» (ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΕΝΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ, σελ. 49).
Σύγκρουση.
Μεγάλη σύγκρουση είχε και με την περίπτωση του π. Αυγουστίνου Καντιώτη. Ο Ιερώνυμος είχε διακηρύξει στον ενθρονιστήριο λόγω του ότι θα αναζητήση αξίους κληρικούς για να στελεχώσουν την Εκκλησία και το Ιερό θυσιαστήριο, λέγοντας:  «Των επιφανών εκείνων κληρικών, οι οποίοι μέχρι τούδε παρηγκωνίζοντο, διότι από αξιοπρέπειαν και σεβασμόν προς την αρχιερωσύνην δεν έσπευδαν να ικετεύουν τους εκλέκτορας, δια να επιτύχουν την εις Αρχιερέα προαγωγήν των…». Ένας από αυτούς ήταν και ο π. Αυγουστίνος Καντιώτης. Οι δυσκολίες ήταν πολλές. Ο Ιερώνυμος τα ξεπέρασε και κατόρθωσε να τον βάλει στο τριπρόσωπο. Η δεύτερη φάση ήταν η δυσκολότερη, διότι εκ των τριών υποψηφίων έπρεπε ο Υπουργός Παιδείας να επιλέξη τον ένα που θα προτείνη στον βασιλέα και να το επικυρώση με την υπογραφή του. Οι κρατούντες τον ενεφάνιζαν ως ακατάλληλον για μητροπολίτην λόγω του “εκρηκτικού” χαρακτήρος και δεν δέχονταν να τον επιλέξουν. Ο Αρχιεπίσκοπος με πείσμωνα προσπάθεια κατόρθωσε να τους μεταπείση και έτσι να γίνη Μητροπολίτης Φλωρίνης.
Η ιστορία δεν σταματά εδώ. Ο π. Αυγουστίνος είχε σφοδρές συγκρούσεις με τους ισχυρούς του καθεστώτος, αμέσως σχεδόν μετά την εκλογήν και την ενθρόνισίν του.
Λίγους μήνες μετά (9-2-1968) απόρρητο έγγραφο (Φ.90/17/66) του τότε υπουργού Βορ. Ελλάδος Δημ. Πατίλη προς τον Αρχιεπίσκοπο, με κοινοποίηση σε αρμόδια Υπουργεία και ΚΥΠ, ζητούσε: «… Βάσει των ανωτέρω… Μια είναι η λύσις. Η όσον τε ταχυτέρα απομάκρυνσις του ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ από την περιοχήν ταύτην… Παράκλησις όπως, εκτιμώντες την σοβαρότητα του θέματος, υιοθετήσητε και υλοποιήσητε την πρότασίν μας το ταχύτερον, διότι υπάρχει κίνδυνος περαιτέρω εκτροπής του εν λόγω Μητροπολίτου… ήτις θα μας αναγκάση εις την λήψιν μέτρων, άτινα θα ηθέλαμεν να αποφευχθούν».
Ο Αρχιεπίσκοπος σχεδόν αγνόησε το έγγραφο (Φ.90/20/85) που κατέληγε ως εξής: «Δεν έχω ουδεμίαν προκατάληψιν εναντίον τούτου (μητρ. Φλωρίνης)… Περαιτέρω ανοχή θα είναι επιζημία και επικίνδυνος, δια την Εκκλησίαν κατά πρώτον λόγον και δια την Πολιτείαν εν συνεχεία». Και αυτό το έγγραφο δεν βρήκε ανταπόκριση από τον Αρχιεπίσκοπο. Τότε ανέλαβε το Γενικό Επιτελείο Στρατού να πιέση τον Ιερώνυμο με ένα άκρως απόρρητο και επείγον έγγραφο (αρ. Φ.104/48/40194/4/1968) που έγραφε: «Το Σ.Σ. φρονεί, ότι δέον το ταχύτερον να απομακρυνθή (ο μητρ. Φλωρίνης Αυγουστίνος) από την ευαίσθητον ακριτικήν αυτήν περιοχήν, ίνα επέλθη η ηρεμία και γαλήνη των κατοίκων».
Ούτε και αυτή η παρέμβαση του επιτελείου είχε αποτελέσματα. Τότε ανέλαβε το βαρύ πυροβολικό, η ΚΥΠ (!), που με το υπ’ αρ. 1/90966615/6/1968 επείγοναπόρρητον έγγραφόν της προς τον Αντιπρόεδρον της ΚΥΒ/ΣΕΩΣ … κοινοποιούμενο στην Α.Μ. Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, εντέλλονταν:
«Κρίνεται ως αναγκαία λύσις, εκ των πραγμάτων επιβεβλημένη, η απομάκρυνσίς του από την Φλώρινα».
Και εδώ καμιά υποχώρηση από τον Αρχιεπ. Ιερώνυμο.
Μετά την σθεναρά στάση του Ιερωνύμου οι δικτάτορες έπαιξαν το τελευταίο χαρτί. Έβαλαν τον Υπουργό της Παιδείας να ενεργήση αυθαίρετα βάσει Ν.Δ. 4589/1966 που είχε ψηφίσει η βουλή το 1966, και στηριζόμενος στις διατάξεις και στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 5, διέταξε να γίνει ιατρική εξέταση στο μητροπολίτη από τρεις ψυχιάτρους. Έτσι, με το πόρισμα αυτό, ήταν υποχρεωμένη η Σύνοδος, σε εφαρμογή του Νόμου, εντός 15 ημερών να κηρύξει την Μητρόπολη Φλωρίνης σε χηρεία.
Όντως ο Υπουργός Παιδείας με το υπ’ αρ. Ε.Π. 9777/20-6-1968 έγγραφόν του προς τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο υπέβαλε και την ιατρική γνωμάτευση και απαίτησε να εφαρμοστή ο Νόμος.
Ο Ιερώνυμος, παρά τας πιέσεις, δεν δέχθηκε να εφαρμόσει το Νόμο και, το πιο συγκλονιστικό, το έγγραφο δεν το κατέθεσε ούτε στο συνοδικόν πρωτόκολλο!!!
Συγκεκριμένα έγραψε: «Αλλ’ επέπρωτο, χάριν του Μητροπολίτου Φλωρίνης, να έχω σφοδράς και αδιακόπους συγκρούσεις με ισχυρούς παράγοντας του καθεστώτος… Δια πολλάς από αυτάς δεν ανεκοίνωσα τίποτε, ποτέ εις κανένα, ούτε και εις αυτήν την Ιεράν Σύνοδον, ούτε φυσικά και εις τον ίδιον. Τας αντιμετώπισα όλας χωρίς να ανοίξω το στόμα μου και μερικά από τα στοιχεία που μόλις τώρα αποκαλύπτω, είναι για να αποκατασταθή η αλήθεια, που τόσον είχε κακοποιηθή ως προς τα γεγονότα αυτά» (το δράμα ενός Αρχιεπισκόπου, σελ. 32).
Σύγκρουση.
Σε όλα τα Ελληνικά Συντάγματα μέχρι το 1968 υπήρχε ως επικεφαλίς του κειμένου η διατύπωσις: «Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος». Η επικεφαλίς αυτή είχε απαλειφθή από το Σύνταγμα που είχε καταρτίση η δικτατορία το 1968.
Οι παρεμβάσεις της Ιεράς Συνόδου ως και του ιδίου του Αρχιεπισκόπου υπήρξαν άκαρπες.
Έτσι, το πρωί της 13/9/1968, πραγματοποιήθηκε συνάντηση του Πρωθυπουργού Γ. Παπαδόπουλου με τον Αρχιεπίσκοπο και των Συνοδικών μητροπολιτών Πατρών Κων/νου και Ξάνθης Αντωνίου. Η συζήτηση διεξήχθη σε έντονο ύψος, χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Ανήσυχος ο Αρχιεπίσκοπος έστειλε προσωπική επιστολή προς τον Πρωθυπουργό στιγματίζοντας την ανειλικρίνειά του.
«Έφυγα χθες από το Γραφείον σας καταπικραμένος… Όταν μου εδώσατε το τεύχος του νέου Συντάγματος, τότε κατενόησα διατί οι άνθρωποι του Γραφείου σας εταλαιπώρουν και κατεξηυτέλιζον τον Προκαθήμενον της Εκκλησίας της Ελλάδος επί εν δεκαήμερον…
Φοβούμαι ότι, ο καλύτερος τρόπος δια να με βοηθήσετε εις το δυσκολώτατον έργον, το οποίον έχω επωμισθή, δεν είναι η καταρράκωσις του κύρους μου. Και το εθέσαμεν απολύτως εις την διάθεσιν της Εκκλησίας και του Έθνους, όταν όμως τούτο κατασπαταληθή, καθ’ ον τρόπον κατασπαταλάται, συντόμως θα καταστήση περιττήν την παρουσίαν μου εις την θέσιν του Αρχιεπισκόπου. Διότι η Εκκλησία πάντοτε μεν, ιδιαιτέρως δε σήμερον, έχει ανάγκη Κυβερνήτου, όχι δε κατεξηυτελισμένου ράκους ή αχρήστου τινός σκιάς…
Η παράλειψις της επικλήσεως του ονόματος της Αγίας Τριάδος προδίδει επικίνδυνον ως προς την πίστιν φιλελευθερισμόν της Κυβερνήσεως και αποτελεί αντίφασιν προς την διακήρυξιν περί Ελλάδος των Ελλήνων Χριστιανών…».
Ήταν 18 Σεπτεμβρίου 1968. Ο Αρχιεπίσκοπος ήταν σε σύσκεψη που συμμετείχε και ο Αντ/δρος της Κυβέρνησης Σ. Πατακός όταν πληροφορήθηκε ότι άρχισε η εκτύπωση του νέου Συντάγματος χωρίς την επίκλησιν της Αγίας Τριάδος. Εξοργίστηκε τόσο, που ήταν αδύνατον να συγκρατηθεί. Να το πώς το περιγράφει ο ίδιος: «Ησθάνθην τόσην αγανάκτησιν, λόγω της διαγωγής της Κυβερνήσεως εις το ζήτημα αυτό, ώστε μου ήταν αδύνατον να συγκρατηθώ. Εξέσπασα, λοιπόν, με τόσην οργήν εναντίον της, ώστε ο κ. Αντιπρόεδρος, ενώ προσεπάθη να με κατευνάση, ετηλεφώνησεν εις τον κ. Πρωθυπουργόν και του εζήτησεν να συναντηθώμεν αμέσως οι τρεις δια το ζήτημα, που, όπως του είπε, δεν επεδέχετο ουδέ στιγμής αναβολήν. Πράγματι, καίτοι ήτο πολύ περασμένη, μετά το μεσημέρι, η ώρα, ο κ. Πρωθυπουργός μας εδέχθη αμέσως…».
Το αποτέλεσμα αυτής της συνάντησης ήταν να σταματήση η εκτύπωση, να αποσυρθούν τα εκτυπωθέντα, και να τυπωθούν νέα αντίτυπα με επικεφαλίδα την επίκλησιν του Ονόματος της Αγίας Τριάδος.

Σύγκρουση.
Εκείνο που έφερε την εντονώτατη σύγκρουση με τους ισχυρούς παράγοντας της δικτατορίας ήταν η επίσκεψις του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου στην Γυάρο και στα κέντρα κρατήσεως πολιτικών κρατουμένων.
«Εθεώρουν χρέος μου – γράφει – και δια να έχω προσωπικήν αντίληψιν περί των συνθηκών διαβιώσεως των πολιτικών κρατουμένων, απεφάσισα να επισκεφθώ προσωπικώς τα κέντρα όπου εκρατούντο…
Τα βασανιστήρια συλλαμβανομένων και ανακρινομένων, ενθυμίζουν μεθόδους χιτλερικάς ή κομμουνιστικάς. Αι άνευ λόγου ταλαιπωρίαι των συγγενών και των φίλων των κρατουμένων, ή επί μήνας παράτασις της κρατήσεως των απλώς υπόπτων και τα τόσα άλλα, τα οποία αποκαλύπτονται τώρα, και που ως ανθρώπους μας γεμίζουν με αγανάκτησιν, ως Έλληνας δε πατριώτας μας προκαλούν εντροπήν, και περί των οποίων τότε μόνον ένα ελάχιστον μέρος επληροφορούμεθα, δεν είναι δυνατόν να αφήσουν ασυγκίνητον οιονδήποτε άνθρωπον, έχοντα έστω και ίχνος μόνον ανθρωπιάς μέσα του…».
Γιαυτό, το Σάββατο του Πάσχα 27 Απριλίου 1968, επισκέφθηκε το νησί Γυάρο. Έμεινε σχεδόν όλη την ημέρα – από τις 9 το πρωί έως τις 4 το απόγευμα – έκανε την ακολουθία της αναστάσεως, επισκέφθηκε τους θαλάμους και το μεσημέρι συνέφαγε στην τράπεζα με τους κρατουμένους, συνομίλησε μαζί τους, άκουσε παράπονα και αιτήματα από τα οποία πολλά τακτοποιήθηκαν.
Το ίδιο έκανε και στα κέντρα κράτησης γύρω από την Αθήνα. Ο ίδιος έγραφε: «Είχα αγωνίαν δι’ αυτήν την επίσκεψιν, αλλά δόξα τω Θεώ, ήταν καλή. Πιστεύω ότι ήταν καρποφόρος, τουλάχιστον ως δείγμα αγάπης. Εκεί ήκουσα και είδα πολλά… θα καταβάλω πάσαν προσπάθειαν. Θα προσπαθήσω με κάθε μέσον».
Για τον σκοπό αυτό οι παραστάσεις στον Πρωθυπουργό ήταν συχνές, χωρίς όμως με τα αποτελέσματα που θα περίμενε, γι’ αυτό στις 6 Αυγούστου 1968 έστειλε επιστολή που διατραγωδούσε την κατάσταση:
«Αγαπητέ κ. Πρόεδρε.
Αφορμήν, εις το ότι σας γράφω την παρούσαν, μου έδωσαν περιστατικά που θα σας αναφέρω – αναφέρει περιστατικά –. Πλήν δεν πρόκειται δια τα μεμονωμένα αυτά περιστατικά… Αυτά, που σας γράφω παραπάνω, είναι όσα επληροφορήθην προχθές. Δυστυχώς, δεν είναι τα μόνα. Πληροφορούμαι ότι, συλλαμβανόμενοι αξιωματικοί δέροντας ανηλεώς, εις δε τας Επαρχίας ο στρατιωτικός και ο χωροφύλαξ είναι το φόβητρον. Και διερωτώμαι: Δι’ αυτό έγινεν η Επανάστασις της 21ης Απριλίου; Δια να εγκατασταθή το Κράτος του Χωροφύλακος; Αυτό είχε ποθήσει ο Ελληνικός Λαός; Αυτό το Κράτος θα αντικαταστήση “το Κράτος της συναλλαγής και της φαυλότητος”; Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα διαπαιδαγωγηθή ο Λαός;…
Η ωμή βία και το κράτος του χωροφύλακος οδηγούν όχι εις την Δημοκρατίαν αλλ’ είτε εις την δουλείαν, είτε εκ την ανατροπήν… Διότι εάν μεν επιτύχητε την υποδούλωσιν του Λαού, δηλαδή ο Ελληνικός Λαός να αποκτήση φρόνημα δούλων, πράγμα αδύνατον, “του Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει”, θα έχετε αποτύχει εις τον σκοπόν σας, διότι ήλθατε, δια να μας σώσετε από το καθεστώς της δουλείας, αλλά θα οδηγήσητε την Ελλάδα εις τον όλεθρον… Κάποιαν στιγμήν θα εκσπάση το ηφαίστειον, το οποίον όμως δεν θα ανατρέψη μόνον την Επανάστασιν αλλά θα καταστρέψη και θα καταβαραθρώση ολόκληρον την Ελλάδα… Ενόσω είναι ακόμη καιρός προλάβετέ την…».
Και μετά την επιστολήν, οι πληροφορίες που είχε δεν έδειχναν να υπάρχη κάποια βελτίωση. Στα χέρια του Αρχιεπισκόπου έφθασε αντίγραφον επιστολής κρατουμένων στα δύο ξενοδοχεία-φυλακές από τα βόρεια προάστια των Αθηνών – Βαρυμπόμπη και Δροσιά – που σ’ αυτά ήταν φυλακισμένοι στρατηγοί, ανώτεροι αξιωματικοί, και διακεκριμένες προσωπικότητες της ελληνικής κοινωνίας, που έγραφε:
«… Εις τα δύο αυτά ξενοδοχεία-δεσμωτήρια, 25 χλμ βορείως των Αθηνών σε Βαρυμπόμπη και Δροσιά, μετατραπέντα εις φυλακάς, ευρίσκονται κρατούμενοι ένας σημαντικός αριθμός εξεχουσών προσωπικοτήτων εκ των αρίστων του Στρατού και της κοινωνίας της Χώρας. Ούτοι, από 8 περίπου μηνών, υφίστανται μίαν απάνθρωπον μεταχείρησιν… Μερικοί εξ αυτών υπέστησαν σωματικά βασανιστήρια. Ανεκρίνοντο επί ημερόνυκτα χωρίς διακοπήν, άυπνοι και χωρίς τροφήν, υποχρεούμενοι εις συνεχή επί ημέρας ορθοστασίαν… Μερικοί δε εξ’ αυτών εδάρησαν ή εβασανίσθησαν… Όλοι παρέμειναν επί εβδομάδας εις μπουντρούμια, χωρίς φως, με ελάχιστη τροφήν και νερό… Προσπαθούν να τους εξουδετερώσουν τελείως… Ζουν ο καθείς εις το δωμάτιον-κελί του, όπου κατ’ ουσίαν το φως της ημέρας δεν εισέρχεται ποτέ, διότι τα παραθυρόφυλλα παραμένουν ασφαλισμένα 24 ώρας το 24ωρον… Δικαιούνται μιας 10λέπτου επισκέψεως εβδομαδιαίας, παρουσία ωπλισμένων δεσμοφυλάκων. Είναι επί πλέον και αντικείμενον ύβρεων και απειλών και άλλων εξευτελιστικών μεταχειρίσεων εκ μέρους των δεσμοφυλάκων των, οι οποίοι εισέρχονται αιφνιδιαστικώς με σκαιότητα, ως επιδρομείς εις τα κελλιά των πλειστάκις κατά την διάρκειαν της ημέρας και της νυκτός…
Δεν θα ευρεθή κανείς… δια να ασχοληθή με την περίπτωσιν των ανθρώπων αυτών, οι οποίοι έχουν καταδικασθή σιωπηρώς εις αργόν θάνατον… Υμείς, τώρα όπου επληροφορήθητε περί της τύχης των, τι προτίθεσθε να πράξητε; Θα διαμαρτυρηθήτε… ή θα σιωπήσετε;».
Δεν γνωρίζω τί έκαμαν οι αποδέκται αυτής της επιστολής –, γράφει ο Αρχιεπίσκοπος – εγώ όμως εθεώρησα ότι έπρεπε να επέμβω και μάλιστα με εντονώτατον τρόπον, εκτός από τα προφορικά διαβήματα και με επιστολή στον Πρ. Κ. Παπαδόπουλο και εδήλωσα τα εξής: «Επαναλαμβάνω, ότι λυπούμαι, διότι ασφαλώς σας ελύπησα. Αλλά λυπάμαι πολύ περισσότερον δια τα συμβαίνοντα. Λυπάμαι δε διότι αυτήν την φοράν πρέπει να σας καταστήσω απολύτως σαφές, ότι, αν η κατάστασις των πολιτικών κρατουμένων δεν αλλάξη άρδην, θα το θεωρήσω ως στοιχειώδη υποχρέωσίν μου, να συμμερισθώ και εγώ προσωπικώς τας κακουχίας των και τα μαρτύριά των. Η θέσις μου θα παύση να είναι εις την οδόν Αγίας Φιλοθέης και θα μεταφερθή πλησίον των. Εύχομαι και ελπίζω, ότι… το τοιούτου είδους διάβημά μου θα είναι το τελευταίον… Οιαδήποτε περαιτέρω καθυστέρησις αποτελεί έγκλημα».
Η δυναμική του παρέμβαση έφερε αποτελέσματα. Τα χιτλερικά μέτρα χαλάρωσαν. Η επικοινωνία των φυλακισμένων με τον έξω κόσμο αποκαταστάθηκε. Ο φόβος, μήπως ο Αρχιεπίσκοπος με την επιμονή του, εξεγείρει τις ναρκωμένες μάζες, έβαλε κάποιο προσωρινό φρένο.
Ήρθαν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου για να επανέλθουμε στα ίδια, ίσως και χειρότερα. Τώρα όμως κάθε υπόδειξη ή διάβημα του Αρχιεπισκόπου δεν λαμβάνονταν υπ’ όψιν από τους δικτάτορες, διότι τον θεώρησαν ως συμμέτοχο και συνεργό στην εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Δεν μπορούμε όμως, για λόγους ιστορικούς, να μην κάνουμε, έστω και μια αναφορά, και να συγκρίνουμε τα έργα και τις πράξεις του “Χουντικού” Ιερωνύμου και του “Αντιστασιακού” Σεραφείμ, μεταφέροντας εδώ ένα – υπάρχουν πάρα πολλά – περιστατικό από το βιβλίο του Καθ. Πανεπ. Αθηνών Κ. Μουρατίδη «Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΔΟΣΙΑ».
Στη συνεδρίαση της 15ης Φεβρουαρίου 1974, ο Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος πρότεινε στον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, μια Συνοδική επιτροπή να επισκεφθή την Γυάρο και να συμπαρασταθή τους εκεί κρατουμένους.
Το περιεχόμενο της πρότασής του είναι:
«Αλλ’ ήδη Σεβασμ. Σύνεδροι, έχομεν αρχιεπίσκοπον της απολύτου εμπιστοσύνης των σήμερον κρατούντων (σ.σ. δηλ. του Ιωαννίδη και των συν αυτώ). Τούτον ας παρακαλέση η παρούσα Σύνοδος, όπως, όχι αύριον, αλλ’ ει δυνατόν, εντός της ημέρας, συναντηθή μετά των αρμοδίων, προκειμένου να παρακαλέση και αξιώση, εν ονόματι της Δικαιοσύνης, την αποφυλάκισιν… όλων εκείνων οι οποίοι, χωρίς να υπάρχη σοβαρά εις βάρος των κατηγορία, αργοπεθαίνουν εις το κάτεργον της Γυάρου και ων αι οικογένειαι πενθούν τον απορφανισμόν των και μετά δακρύων εξαιτούνται την θερμήν της Εκκλησίας συμπαράστασιν».
Τι έγινε;
Ο “αντιστασιακός” Σεραφείμ, όχι μόνο αρνήθηκε να πάη ο ίδιος, αλλά δεν επέτρεψε ούτε η Συνοδική Επιτροπή να επισκεφθή τους αρμόδιους παράγοντες για το σκοπό αυτό.
Η σύγκριση μεταξύ των δύο αρχιεπισκόπων που εκλέχτηκαν κατά την περίοδο της δικτατορίας είναικαταλυτική. Ο Ιερώνυμος δεν έστειλε απλώς Συνοδική Επιτροπή, αλλά πήγε ο ίδιος και επισκέφθηκε την Γυάρο και άλλα κέντρα κράτησης, έκανε σκληρό έλεγχο για τα βασανιστήρια που έκανε η ΕΣΑ. Έκανε προφορικές παρεμβάσεις. Έστειλε δύο επιστολές στο δικτάτορα Παπαδόπουλο με δριμύτατη κατηγορία για τα βασανιστήρια και για την εν γένει καταπίεση του Λαού.
Ο Σεραφείμ, στενώτατος φίλος και συνεργάτης του στυγνού δικτάτορα Ιωαννίδη, όχι μόνον δεν διαμαρτυρήθηκε για τα δεινά που επεσώρευσε η δεύτερη Χούντα αλλά αρνήθηκε να ζητήση μια επουσιώδη και ανώδυνη “χάρη”, να επισκεφθή μια Συνοδική Επιτροπή την Γυάρο για καθαρώς ανθρωπιστικούς λόγους.
Αυτόν, λοιιπόν, τον αρχιχουντικό Σεραφείμ, τα Μ.Μ. παραπληροφόρησης τον βάφτισαν, “Αντάρτη”, “Δημοκράτη”, “Αντιστασιακό”…! τον δε Ιερώνυμο “Χουντικό”. Αιδώς, Αργείοι!
 Για την ιστορία
Το δράμα των κρατούμενων στρατιωτών, που αντιτάχθηκαν στο δικτατορικό καθεστώς και βρίσκονταν σε διάφορες φυλακές της χώρας, τον απασχολούσε και πονούσε, γι' αυτό σαν Αρχιεπίσκοπος έδωσε εντολή το 1968 στον Πρωτοσύγκελο της Αρχιεπισκοπής να συγκεντρώσει πληροφορίες και αποδείξεις για την κακοποίηση κρατουμένων και να του το αναφέρει με συγκεκριμένα στοιχεία. Στις περιπτώσεις αυτές πήγαινε ο ίδιος στον Παπαδόπουλο και διαμαρτύρονταν.
Παράλληλα είχε δώσει εντολή όπως από το Ταμείο Αρωγής του Αρχιεπισκόπου και από τη Χριστιανική Αλληλεγγύη της Αρχιεπισκοπής να αντιμετωπίζονται ανάγκες των οικογενειών τους, οι οποίες υπέφεραν εξαιτίας της κράτησής τους στις φυλακές. Σε μερικές δε από αυτές, επί σειρά ετών, δίνονταν μηνιαία βοήθεια απ' την Αρχιεπισκοπή.
Σύγκρουση:
Οι δικτάτορες - όπως ήταν γνωστό - είχαν το σύνθημα: "πατρίς, θρησκεία, οικογένεια". Πάνω σ' αυτό στηρίχθηκε ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος και απαίτησε, με την έκδοση του Α.Ν. 320/1968 «περί συμπληρώσεως των διατάξεων του άρθρου 53 του Α.Ν. 833/1937 περί στελέχωσης εφέδρων αξιωματικών του κατά γην στρατού», στην Θρησκευτική Υπηρεσία του Στρατεύματος να είναι επικεφαλής μητροπολίτης που θα εκλέγεται από την Εκκλησία της Ελλάδος.
Το αιτιολογικό της απόφασής του αυτής ήταν, ότι: «Μία καλώς επανδρωμένη και μετά συστήματος λειτουργούσα θρησκευτική Υπηρεσία, δύναται να προσφέρη μεγίστην υπηρεσίαν και να βοηθήση αποτελεσματικώς την Νεολαίαν εις την κρισιμωτάτην περίοδον της ηλικίας της.
Άπασα η ελληνική νεότης διέρχεται, διαδοχικώς, από τας Ενόπλους μας Δυνάμεις και κατά την περίοδον αυτήν, εκπληρούσα τας στρατιωτικάς υποχρεώσεις της ευρίσκεται εις την πλέον κρίσιμον ηλικίαν. Όθεν η υπόθεσις της ηθικής και θρησκευτικής διαπαιδαγωγήσεως δεν αποτελεί μικράς σημασίας απασχόλησιν…».
Οι κρατούντες αντέδρασαν αλλ' ο Αρχιεπίσκοπος επέμεινε και έτσι είχαμε τον πρώτο μητροπολίτη στις Ένοπλες Δυνάμεις, με τον τίτλο "Πελαγονίας", που εξελέγη και χειροτονήθηκε στις 31 Μαρτίου 1968 ο Νικόλαος Ξένος ένα μεγάλο πνευματικό και ηθικό ανάστημα.
Ερχόμενη η "Δημοκρατία" του Σεραφείμ Τίκα, τον κατήργησε διότι δεν χρειάζονταν ο στρατός ειδική χριστιανική υπηρεσία!!
Σύγκρουση:
Η σύγκρουση με τα σκοτεινά κέντρα της Ελλάδας και του εξωτερικού ήταν πλέον ολοφάνερη. Δεν τον ήθελαν και ζητούσαν την κατάλληλη ευκαιρία.
Η επιτροπή για θέματα δογματικά, που είχε συστήσει, ασχολήθηκε και με τον Τεκτονισμό - Μασονισμό - στην Ελλάδα. Έγιναν πάνω από δέκα συνεδριάσεις γι' αυτό το θέμα και δύο φορές για το Ρόταρυ που είναι προθάλαμος της μασονίας.
Ακολούθησε η υπ' αριθμ. 2060/1-12-1969 ιστορική απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών που χαρακτήρισε την Μασονία «θρησκεία μυστική, μη γνωστή». Εν συνεχεία η Ιερά Σύνοδος, με ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στη «Φωνή του Κυρίου», στηλίτευσε αυτήν ως θρησκεία ασυμβίβαστη με την Χριστιανική Ορθόδοξη πίστη. Και στις 28 Νοεμβρίου 1972, με πρόταση 12 μητροπολιτών, συγκλήθηκε η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, υπό την Προεδρία του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου, και ανανέωσε την καταδικαστική απόφαση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδας (12-10-1933) ως «αυθεντικό κείμενο αυτής». Γι' αυτό η Ιεραρχία «Εμμένει απολύτως εις τα εν τη πράξει οριζόμενα περί Μασονίας και διακηρύσσει αύθις ότι η Μασονία είναι αποδεδειγμένως θρησκεία μυστηριακής προέκτασις των παλαιών ειδωλολατρικών θρησκειών, όλως ξένη και αντίθετος προς την εξ αποκαλύψεως σωτηριώδη αλήθειαν της Αγίας ημών Εκκλησίας…».
Η αντίδραση του τότε μητρ. Ιωαννίνων Σεραφείμ Τίκα ήταν σφοδρότατη ζητώντας να μη το εγκρίνουν και να αποσυρθεί. Οι κρατούντες διεμήνυσαν ότι αυτό θα έχει κόστος. Και όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων οι δώδεκα υπογράψαντες αποκεφαλίστηκαν, ο δε Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος από την μεγάλη πολεμική που δέχονταν αναγκάστηκε σε παραίτηση.
Σύγκρουση:
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος «Δεν είχε ύπνο στους οφθαλμούς του ουδέ νυσταγμό στα βλέφαρά του» (Παπαδιαμάντης) διότι η πατρίδα μας ξέχασε την ιερή υπόσχεση που έδωσαν οι πρόγονοί μας αγωνιστές στον ναό του Αγίου Σώστη στα Δερβενάκια, ότι «Εάν με το καλό, με την βοήθεια του Σωτήρος Χριστού και της Παναγίας ελευθερωθούμε από τους Τούρκους και αποκτήσουμε δικό μας ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, θα χτίσουμε στην πρωτεύουσα του κράτους μας ένα μεγαλοπρεπή ναό - σαν την Αγιά Σοφιά της Πόλης - να φαίνεται σαν την Ακρόπολη και τον Παρθενώνα από παντού, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης».
Έχοντας τις σκέψεις και τους πόθους αυτούς συγκρούστηκε με τους Κυβερνητικούς παράγοντες διότι η 150ετής χρονίζουσα ανεκπλήρωτη αυτή εθνική υποχρέωση δεν μπορεί να παραμένει στο αρχείο: «Μία τοιαύτη αθέτησις εκθέτει και εκείνην την γενεάν και τας επομένας και την ιδικήν μας και μας αποδεικνύει αγνώμονας και ασυνεπείς εις τας ιερωτέρας υποσχέσεις μας… το οποίον δεν είναι πλέον Τάμα μιας γενεάς, αλλά της ελληνικής φυλής εν τω συνόλω της».
Η μεγάλη εμμονή του έκαμψε τις δυνάμεις που δεν θέλουν Ορθόδοξους ναούς, αλλά τζαμιά, στοές, προτεστάντικα εντευκτήρια κ.α. και έτσι στις 5-1-69 συστήθηκε με Νόμο ειδική επιτροπή με Πρόεδρο τον εκάστοτε Πρωθυπουργό, τον Αρχιεπίσκοπο, υπουργούς Εσωτερικών, Παιδείας… και ένα "Γνωμοδοτικό Συμβούλιο" που το αποτελούσαν οι εκάστοτε: Πρόεδρος της Ακαδημίας, οι Πρυτάνεις του Πανεπιστημίου και του Ε.Μ.Π., ο Δήμαρχος Αθηναίων, … Στο μεγάλο αυτό Εγχείρημα μετείχε η ανώτατη πολιτική και πνευματική ηγεσία του τόπου.
Έτσι με το Νομοθετικό Διάταγμα 720/18-10-1969 ιδρύθηκε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΕΙΔΙΚΟΝ ΤΑΜΕΙΟΝ ΑΝΕΓΕΡΣΕΩΣ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ» και με σκοπό αυτού, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν.Δ., την «ανέγερση εν Αθήναις Ιερού Ναού, αφιερωμένου εις τον Σωτήρα προς πραγματοποίησιν του τάματος του Έθνους, κατά το Η΄ ψήφισμα της 31-7-1829 της Δ΄ εν Άργει Εθνικής Συνέλευσης των Ελλήνων».
Η επιτροπή ασχολήθηκε κατ' αρχήν με την εξεύρεση πόρων και δεύτερο με την αναζήτηση κατάλληλου χώρου για την ανέγερση του Ναού-Μνημείον.
Ως προς τους πόρους διαβάζουμε στο περιοδικό «ΕΚΚΛΗΣΙΑ» πεπραγμένα της Δ.Ι.Σ. 14-11-1972: «Εις τον σχετικόν έρανον, ο οποίος έγινεν, υπήρξεν αθρόα η προσφορά… Μέχρι της στιγμής αυτής συνεκεντρώθησαν περί τα 150.000.000 δραχμών, άπερ ευρίσκονται κατατεθειμένα εις ειδικόν λογαριασμόν…».
Ως προς τον χώρο διαβάζουμε στα πεπραγμένα «Δια την επισήμανσιν του χώρου του Τάματος έγιναν ειδικαί έρευναι… Αναζητήθησαν διάφορα σημεία της πρωτευούσης, μετά δε από επιτόπιον έρευναν και τας σχετικάς μετρήσεις εκρίθη ως καταλληλότερος ο λόφος των Τουρκοβουνίων… απαλλοτριουμένων των υπαρχουσών επ’ αυτών ιδιοκτησιών και διαμορφουμένου καταλλήλως του τοπίου».
Στην συνέχεια με κοινή υπουργική απόφαση Οικονομικών και Δημοσίων Έργων, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 227/Δ/9-9-1972, κηρύχθηκε η υπέρ του Ειδικού Ταμείου Ανεγέρσεως Ι.Ν. του Σωτήρος, αναγκαστική απαλλοτρίωση, λόγω «δημοσίας ωφελείας, ήτοι προς ανέγερσιν του Ιερού Ναού του Σωτήρος και διαμόρφωσιν του περιβάλλοντος τούτου», έκτασης συνολικού εμβαδού 114.402,84 τ.μ.
Η εφημερίδα του στρατού «Ηχώ των Ενόπλων Δυνάμεων» (3/6/73) έγραφε: «Ο Ναός του Σωτήρος Χριστού, αφ’ ενός μεν υλοποιεί την υπόσχεσιν που έδωσε το Έθνος προς τον Θεόν, και αφ’ ετέρου θ’ αποτελέση, μετά την οικοδόμησίν του, το τρίτο αρχιτεκτονικό οικοδόμημα των Αθηνών, μετά τον κλασικό Παρθενώνα και τον βυζαντινό Λυκαβηττό».
Η έναρξη των εργασιών – διαμόρφωση χώρου – άρχισε και η θεμελίωση του «Τάματος του Έθνους» έγινε 28 Οκτωβρίου ’72 με μια μεγαλειώδη τελετή στη μονή του Προφήτου Ηλία. Τα έργα δεν προχώρησαν, διότι οι τρεις διαδοχικοί διαγωνισμοί (1970-1971/72-1973) κηρύχθησαν άγονοι και παρά τα χρηματικά “βραβεία” που τα συνόδευαν, η κοινότητα των 1857 Ελλήνων αρχιτεκτόνων δεν έδειξε ενδιαφέρον. Το βέβαιο ήταν ότι σαμποτάριζαν το έργο!!
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος τον Δεκέμβριο του 1973 παραιτείται και αποσύρεται. Μετά έρχεται ο “Δημοκράτης” αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ Τίκας κι αρχίζει να αποδομεί τα πάντα. Τα 453 εκατομμύρια, που είχαν συγκεντρωθεί, “ξεχάστηκαν” με την πτώση της δικτατορίας.
Ο Μάνος Ν. Χατζηδάκης, που απάντησε σε δημοσίευμα της εφ. “Ελευθεροτυπία” (25-7-2010) γράφει: «Όσο για το “Τάμα του Έθνους”, ας μην μας προκαλούν. Τα χρήματα μέχρι την “μεταπολίτευση” ήταν άθικτα. Κι ως δια μαγείας εξαφανίστηκαν, όταν τα “καρπώθηκαν” κάποιοι επιτήδειοι της μεταπολιτευτικής…» (Για τα αναφερόμενα υπάρχουν τα στοιχεία…).
Σύγκρουση:
Η πιο μεγάλη προσωπική σύγκρουση του Ιερωνύμου με τον ίδιο τον δικτάτορα Παπαδόπουλο έγινε όταν πληροφορήθηκε ότι στα τέλη Οκτωβρίου 1969 με “φωτογραφικό” νομοθετικό διάταγμα μιας χρήσης (27-10-1969) πήρε “συναινετικό” διαζύγιο από την γυναίκα του Νίκη Βασιλειάδη, με την οποία είχε αποκτήσει 2 παιδιά (Χρήστος και Χρυσούλα), για να παντρευτεί – όπως και έγινε 3/3/1970 – την Δέσποινα Γάσπαρη.
Αυτό ο Ιερώνυμος το θεώρησε προσβολή στο θεσμό του γάμου και ύβριν κατά του Δομήτορος Χριστού και της Εκκλησίας.
Πριν ένα χρόνο (1968), που ανακοινώθηκε το θέμα «Αυτόματο διαζύγιο», είχε γράψει στην κυβέρνηση Παπαδοπούλου: «Οι δια του γάμου συνδεόμενοι ορθόδοξοι Έλληνες αποτελούν πνευματικάς προσωπικότητας και ως πνευματικαί προσωπικότητες προσέρχονται εις το μυστήριον τούτο, δια να ζήσουν από κοινού εν ιερά ενότητι… Τοιούτος γάμος όμως, ούτω μονομερώς λυόμενος, δεν είναι γάμος και πάντως δεν είναι το μεγά μυστήριον, το οποίον ευλογεί η Εκκλησία… Δεν δύναται να γίνει ανεκτή τοιαύτη του ιερού γάμου ποδοπάτησις…».
Από τότε δεν παραβρέθηκε ποτέ σε τραπέζια δεξιώσεων, παρά μόνο σε εθιμοτυπικές εμφανίσεις, λόγω πρωτοκόλλου. Αντίθετα οι μετέπειτα “δημοκράτες” – “αντάρτες”: Σεραφείμ Ιωαννίνων (μετά Αρχιεπίσκοπος), ο Καστοριάς Δωρόθεος (μετά Αττικής), ο Σάμου Παντελεήμων (μετά Θεσσαλονίκης), ο Ζιχνών Νικόδημος (μετά Πατρών) και πολλοί άλλοι συνέτρωγαν, συνέπιναν με τον Παπαδόπουλο και τους υπόλοιπους στην υγειά και μακροημέρευση της “Εθνικής Κυβέρνησης”, γι’ αυτό και… αμείφθηκαν με την πτώση της δικτατορίας σε μεγάλες και πλούσιες μητροπόλεις!
Ο Παπαδόπουλος αυτό δεν το συγχώρησε ποτέ, ο δε δεύτερος τη τάξει δικτάτορας Δ. Ιωαννίδης περίμενε την κατάλληλη στιγμή να του πάρει το κεφάλι.
Πικραμένος και απογοητευμένος από την πολεμική εκ μέρους φανερών και αφανών μηχανισμών της δικτατορίας, τον Δεκέμβριο του 1973 υποβάλλει την παραίτησή του από τον Αρχιεπισκοπικό θρόνο και αποσύρεται στην αγαπημένη του πατρίδα, τα Υστέρνια της Τήνου. Αλλά κι εκεί δεν σταματάει. Αναλαμβάνει να εξυπηρετήσει, σαν απλός παπάς, τις εφημεριακές ανάγκες ενός μικρού χωριού, της Καρδιανής Τήνου, Κυριακές και γιορτές.


Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α΄ Κοτσώνης, ήταν άνθρωπος της λατρείας του Θεού. Ύψωνε τα αρχιερατικά του χέρια για να προσφέρει την ευχαριστία, και την καρδιά για να πυρωθεί στη φωτιά της αγάπης των Μαρτύρων. Είχε ένα άδολο και ασταμάτητο διάλογο αγάπης με το Χριστό και μία διακριτική προσφορά διακονίας.
Ο μακαριστός Ιερώνυμος είχε έντονο το πνεύμα του νοικοκυριού, γι’ αυτό προσπάθησε, με την ανάληψη των Αρχιεπισκοπικών του καθηκόντων, να αναστηλώσει το πεσμένο κύρος της ιερωσύνης. Έτσι εμφανίσθηκε στο στίβο των μεγάλων αγώνων ατρόμητος και αποφασιστικός, έτοιμος να αντιπαραταχθεί με τα ηθικά σκάνδαλα και τα οικονομικά συμφέροντα, όπου μέχρι τότε ύψωναν τη σκυτάλη της επιτυχίας οι διεφθαρμένοι και οι άρπαγες τεχνοκράτες.
Ο ίδιος δεν ήταν οικονομολόγος ούτε ανέβηκε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο με τον αέρα του τεχνοκράτη ώστε να δαμάσει και να δρομολογήσει τις ατίθασες οικονομικές δυνάμεις.
Η ανήσυχη όμως ευρηματικότητά του και η φωτισμένη μεθοδικότητά του του έδινε πνοή στους σχεδιασμούς, τα ξενύχτια πάνω στους υπολογισμούς και τις συζητήσεις με φίλους και αντιπάλους. Και οι ανύστακτες προσπάθειές του, με τη βοήθεια του Θεού, έφεραν καρπούς.
Πρώτη του φροντίδα ήταν να βάλει τάξη στα οικονομικά νοικοκυρεύοντας τους πόρους της Αρχιεπισκοπής και των κεντρικών Νομικών Προσώπων της Εκκλησίας. Να σώσει τις οικονομίες των μεγάλων Μονών από την απόκρυψη και τη διαρροή. Να μπει σε τάξη ο ΟΔΕΠ και το ΤΑΚΕ. Να προστατέψει από τη λεηλασία τα χρήματα που οι πιστοί αφιερώνουν στα μικρά και μεγάλα προσκυνήματα με σκοπό τη χρησιμοποίησή τους σε έργα αγάπης και στοργής.
Δεύτερο μέλημά του ήταν η καταγραφή και η αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας της Εκκλησίας. Έργο, που δεν ήταν καθόλου εύκολο, γιατί η εκκλησιαστική περιουσία απαρτίζεται από χιλιάδες κομμάτια γης που βρίσκονται απλωμένα σε όλη την επικράτεια και πολλά απ’ αυτά έχουν καταλάβει καταπατητές αλλοιώνοντας τα σύνορά τους.
Ξεκίνησε με την κατάρτιση κτηματολογίου (πρωτόγνωρο, πριν 50 χρόνια, για την Ελλάδα). Η πρώτη πρόχειρη κτηματογράφηση που έγινε έδωσε βασικές πληροφορίες και στοιχεία για το κάθε κτήμα. Έτσι βγήκε στην επιφάνεια η ανάγκη να μετρηθούν ξανά και σωστά όλα τα κτήματα που πωλήθηκαν είτε από τον ΟΔΕΠ είτε από άλλο νομικό πρόσωπο της Εκκλησίας ώστε να διαπιστωθεί αν αυτοί που τα αγόρασαν κατείχαν ό,τι αγόρασαν ή άπλωσαν τα σύνορά τους, καταπατώντας κομμάτια από την γειτονική εκκλησιαστική περιουσία.
Σύγκρουση:
Το έργο αυτό έφερε τον Αρχιεπ. Ιερώνυμο άμεσα σε αντίθεση με πολλούς ισχυρούς. Τέτοιες περιπτώσεις καταπατήσεων βρίσκονταν στις πλαγιές του όγκου της Πεντέλης, στην Εκάλη, στη Νέα Μάκρη, στην Πολιτεία, και στις παραθαλάσσιες περιοχές της Βουλιαγμένης. Στις περιοχές αυτές δεν ήταν εγκατεστημένοι πτωχοί μεροκαματιάρηδες, αλλά Κροίσοι, που μπορούσαν εύκολα να κινήσουν όλους τους μηχανισμούς παραπληροφόρησης και κατασυκοφάντησης ενάντια σ’ εκείνον που θα τολμούσε να θίξει τα συμφέροντά τους.
Η κατασυκοφάντηση δούλεψε και ο λαός μάθαινε ότι ο Ιερώνυμος διώκει τους πτωχούς μεροκαματιάρηδες και όχι ότι θέλει να καταμετρήσει και καταγράψει την εκκλησιαστική περιουσία, γι’ αυτό πρέπει να αποσυρθεί από την ηγεσία της Εκκλησίας.
Σύγκρουση:
Στην περιοχή Παπάγου, μια έκταση περίπου δέκα χιλιάδων στρεμμάτων – περιουσιακό στοιχείο της Εκκλησίας εκτιμώμενο σε πολλές δεκάδες εκατομμύρια – το κατέλαβε αυθαίρετα ο στρατός με τον Οργανισμό ΑΟΟΑ.
Από τις πρώτες εβδομάδες της θητείας του προτάθηκε στον Αρχιεπίσκοπο να δώσει λύση. Ο Ιερώνυμος πρότεινε στην ηγεσία του στρατεύματος να λυθεί το ζήτημα με απ’ ευθείας συνεννοήσεις – είχε εκδοθεί δικαστική απόφαση που δικαίωνε την Εκκλησία – διότι δεν ήταν εποικοδομητικό να διαπληκτίζονται στρατός και Εκκλησία στα δικαστήρια.
Αναγκάστηκε να έρθει σε σφοδρή αντιπαράθεση – πράγμα ιδιαίτερα επικίνδυνο κατά την διάρκεια της δικτατορίας – γιατί, ενώ στις 12 Ιουλίου 1969 έστειλε επιστολή διαμαρτυρίας στον Πρωθυπουργό (Γεώργιο Παπαδόπουλο) για το θέμα αυτό, στις 20 Ιουλίου τον επισκέφθηκε ο Υπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ κατ’ εντολή του και του διαβίβασε όρους του ΑΟΟΑ απαράδεκτους για την Εκκλησία, και ο Ιερώνυμος δεν τους έκανε δεκτούς.
Την ίδια ημέρα, στις 20 Ιουλίου, είχε οξύτατη αντιπαράθεση με τον Αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων.
Στις 4-1-1972 έγινε μια ευρεία σύσκεψη για το ίδιο θέμα στην οποία ο Πατακός απείλησε τον Αρχιεπίσκοπο λέγοντάς του ότι, αν δεν του δώσει το κτήμα δεν πρέπει να ξεχνά ότι ο στρατός διαθέτει την δύναμιν των όπλων, και συνεπώς η Εκκλησία δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Και ο Μακαρέζος προκαλώντας άφησε να πλανηθεί το «μολών λαβέ». Παρ’ όλα αυτά ο Ιερώνυμος έμεινε ανένδοτος.
Εκείνο που εξόργισε τον Ιερώνυμο ήταν η επίσκεψη του Β΄ Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης Δ. Πατίλη κατά την οποία εκβιάζοντάς τον ζήτησε να υπογράψει συμβιβασμό δεχόμενος ότι η Εκκλησία έχει έκταση λίγων στρεμμάτων και όχι δέκα χιλιάδων όπως κακώς αποφάσισε το δικαστήριο υπέρ της Εκκλησίας.
Το αίτημά του ασφαλώς το απέρριψε ασυζητητί.
Σύγκρουση:
Στη Δυτική Πελοπόννησο, στην περιοχή Στρομφαλιά, η Εκκλησία είχε ένα κτήμα 23 χιλιάδων στρεμμάτων παραθαλάσσιο, με ωραιότατη αμμουδιά μεγάλου πλάτους και μήκους 12 χιλιομέτρων. Η περιοχή καλύπτονταν με δάσος από πεύκα και κουκουναριές και διώρυγες γλυκού νερού. Ήταν κατά τη γνώμη των ειδικών το «Τουριστικό διαμάντι της Ελλάδας».
Οι διάφοροι “επιχειρηματίες” προσπαθούσαν να το αρπάξουν για ένα κομμάτι ψωμί εκμεταλλευόμενοι την άγνοια της εκκλησιαστικής ηγεσίας και την έλλειψη ενδιαφέροντός της. Παράλληλα η πολιτεία επιζητούσε το ξεπούλημα του κτήματος για το συμφέρον «της εθνικής οικονομίας» αδιαφορώντας σε ποιον ανήκει κι αν απογυμνώνονταν η εκκλησία από την περιουσία της.
Τις τελευταίες ημέρες του Ιουνίου 1967 – 43 ημέρες μετά την εκλογή του Ιερωνύμου στον Αρχιεπίσκοπο θρόνο – η δικτατορία αντιμετώπιζε μεγάλες συναλλαγματικές δυσκολίες λόγω του οικονομικού εμπάργκο εκ μέρους των “δημοκρατικών” κυβερνήσεων της Δύσης.
Αυτό το αντιλήφθηκε ένας ξένος “επιχειρηματίας” και εμφανίστηκε στα αρμόδια Κυβερνητικά Όργανα υποσχόμενος ότι, εάν του πωλούσαν το κτήμα, αυτός θα το αξιοποιούσε αμέσως και θα έφερνε στην Ελλάδα ένα μυθώδες ποσό σε συνάλλαγμα, ήτοι ένα δισεκατομμύριο διακόσια εκατ. δολάρια, που αντιστοιχούσε σε ένα ολόκληρο κρατικό ετήσιο προϋπολογισμό εκείνης της εποχής.
Η Κυβέρνηση θεώρησε την πρόταση θεόπεμπτη ευκαιρία και δεν έπρεπε επ’ ουδενί να χαθεί. Γι’ αυτό ζήτησε σύσκεψη, υπό την προεδρία του Ιερωνύμου, συμμετεχόντων των Παπαδόπουλου, Μακαρέζου, γραμματέα του ΕΟΤ, εκπροσώπου των “επιχειρηματιών” και, εκ μέρους του ΟΔΕΠ, τον αείμνηστο μητροπολίτη Τρίκκης Διονύσιο.
Ο Ιερώνυμος, που είχε ερευνήσει το θέμα και είχε διαμορφώσει ιδία γνώμη, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, δεν επρόκειτο για “θεόπεμπτη ευκαιρία” η πώληση αλλά για καμουφλαρισμένη αρπαγή, διότι η πραγματική τιμή ήταν τριπλάσια της προσφερόμενης.
Τότε ο Παπαδόπουλος, οργισμένος, κατηγόρησε την Εκκλησία ότι κωλυσιεργεί βάζοντας προσκόμματα στην προσπάθεια της Εθνικής Κυβέρνησης να αναπτύξει την Εθνική Οικονομία, και ως εκ τούτου το κράτος θα αναγκαστεί να το πάρει με Συντακτική Πράξη.
Ο Ιερώνυμος του απάντησε με έντονο ύφος: «Εκείνος που ληστεύεται δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί κωλυσιεργών, όταν αμύνεται δια την υπεράσπιση της περιουσίας του, και καθ’ ον χρόνον εγώ κάθημαι εις εκείνην την καρέκλαν (την αριχεπισκοπικήν), εγώ, ως Εκκλησία, δεν θα έδιδα το κτήμα αντί πινακίου φακής… Εφ’ όσον όμως διαθέτετε το ξίφος, μπορείτε να το πάρετε. Εγώ πάντως δεν πρόκειται ποτέ να το δώσω».
Τον Μάιο του 1970 επισκέφθηκε το χώρο και ο ίδιος με ειδικούς εμπειρογνώμονες προς διαμόρφωση ιδίας αντίληψης για το πώς μπορεί να αξιοποιηθεί.
Στις 19 Ιουλίου του 1973 έγινε μια ακόμα προσπάθεια εκ μέρους της δικτατορίας, αλλά η πρόταση που έκαναν ισοδυναμούσε με δήμευση της Εκκλησιαστικής περιουσίας. Συνεχίστηκε η προσπάθεια στις 2 Αυγούστου του 1972 αλλά και πάλι δεν βρέθηκε σημείο επαφής. Τότε είπε ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος στους δικτάτορες: «Εγώ νεκροθάπτης της εκκλησιαστικής περιουσίας δεν εφιλοδόξουν να γίνω».
Σύγκρουση:
Οι αρπαγές της εκκλησιαστικής περιουσίας από μέρους του Κράτους ήταν συνεχείς, και γίνονταν πάντα κατά τον ίδιο τρόπο, πράγμα που έδειχνε ότι υπήρχαν εντολές άνωθεν. Η κατάσταση αυτή έφερε αρκετές φορές σε έντονη σύγκρουση την Εκκλησία και τον Υπουργό Γεωργίας και γενικότερα με την Κυβέρνηση. Μερικές φορές μάλιστα, ήταν τόσο εξοργιστικές οι αρπακτικές διαθέσεις των κρατικών οργάνων που ανάγκασε τον Αρχιεπίσκοπο να δώσει οδηγίες στα εκκλησιαστικά όργανα να αντιτάξουν βία στη βία.
Μία από τις πολλές περιπτώσεις είναι κι αυτή που έγινε στην περιοχή του Καρέα Αθηνών, όταν δασικοί υπάλληλοι άρχισαν να περιφράζουν αυθαίρετα κτήμα της Εκκλησίας. Μόλις το πληροφορήθηκε ο Αρχιεπίσκοπος προσπάθησε, μέσω κυβερνητικών παραγόντων, να τους σταματήσει αλλά στάθηκε αδύνατο. Τότε έδωσε εντολή στα αρμόδια όργανα του ΟΔΔΕΠ να εμποδίσουν, ακόμα και με τη βία, την κρατική αυθαιρεσία. Παράλληλα τηλεφώνησε στον Υπουργό παρά τω Πρωθυπουργώ κ. Αγαθαγγέλου και, σε έντονο ύψος, ηξίωσε να δώσει εντολή να σταματήσουν πάραυτα οι παρανομούντες, λέγοντας: «Το Κράτος αυτό, όταν ενεργεί κατ’ αυτόν τον τρόπον, δεν είναι πλέον Κράτος Δικαίου αλλά γκάγκστερ».

Η μεγαλύτερη κληρονομιά που άφησε, τα πεντέμισι χρόνια αρχιερατίας του στο πηδάλιο της ελλαδικής Εκκλησίας ο Ιερώνυμος Κοτσώνης, ήταν η μισθολογική αναβάθμιση των ιερέων και συλλειτουργών αδελφών του, καθώς και η βελτίωση της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης προσφέροντάς τους μια αξιοπρεπή σύνταξη και ανθρώπινη διαβίωση.
Για το θέμα αυτό διατυπώνονταν προτάσεις, γίνονταν συσκέψεις, εκφράζονταν φόβοι και πόθοι από την εποχή ακόμη του Κων/νου Οικονόμου εξ Οικονόμων, αλλά οι δεκαετίες περνούσαν και το πρόβλημα έμενε άλυτο.
Δεν μπόρεσε να το επιλύσει ούτε και ο τότε Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός που προΐστατο του ελληνικού κράτους (1944-1946) ως Αντιβασιλέας και Πρωθυπουργός. Και το μόνο που κατάφερε ήταν να κάνει το πρώτο βήμα, ώστε το Κράτος να αναλάβει την καταβολή μέρους της μισθοδοσίας με τον νόμο 536/1945 «Περί ρυθμίσεως των αποδοχών του Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου της Ελλάδος…».
Οι εφημερίδες για χρόνια στηλίτευαν την αναλγησία του Κράτους προς τους κληρικούς – παραθέτουμε αποσπάσματα – γράφοντας: «… Ιερείς με μισθούς πείνας 722 δραχμών το μήνα και την φιλανθρωπία των ενοριτών» (ΕΘΝΟΣ), «Ιερείς εργάζονται εις τους δρόμους και σπάζουν πέτρες ή εργάζονται εις τα μεταλλεία ή εις κοπάδια ως βοσκοί, δια να κατορθώσουν να εξασφαλίσουν τα προς το ζην» (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ).
«Οι Ιερείς μας, εκατόν τριάκοντα οκτώ ολόκληρα χρόνια μετά την Επανάσταση του 1821, μισθολογικώς, μένουν ακόμη εις την εποχήν της Τουρκοκρατίας» (“ΕΘΝΟΣ”, 19-11-1959).
«Επί γενεές ολόκληρες η συντήρησις του κλήρου έχει αφεθή εις την καλην προαίρεσιν των Χριστιανών, ή, διά να κυριολεκτούμε, στα φιλάνθρωπα και ελεήμονα αισθήματά των. Ως τις αρχές του αιώνος μας μάλιστα οι ιερείς αμείβονταν σε είδος. Κάθε πιστός έδιδε μέρος της παραγωγής του εις τον αντιπρόσωπον του Θεού, για να ζήση αυτός και η οικογένειά του» (εφ. “ΕΘΝΟΣ”).
«Οι ιερείς καλούνται να μιμηθούν τον Ιώβ. Δηλαδή να κάνουν υπομονήν δια την λύσιν του εφημεριακού των προβλήματος… Η Κυβέρνησις δεν επείγεται να τακτοποιήση το ζήτημα. Το αφήνει να “σιτέψει” ακόμη περισσότερον» (“Ανάπλασις” 1962, τ. 109).
Ο δε Δημ. Ψαθάς τα βάζει με τους δεσποτάδες, που σφύριζαν αδιάφορα, γράφοντας: «Πένεται η πλεμπάγια του κατωτέρου κλήρου, που εξαρτάται από το έλεος των ρασοφόρων φεουδαρχών, από τα γούστα και τις ιδιοτροπίες των οποίων εξαρτάται η τραγική τους μοίρα. Ποιος Θεός ευλογεί αυτή την τραγική ανισότητα και αδικία; Μήπως ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, την αγία εικόνα του οποίου κρεμάνε επάνω στις χονδρές κοιλιές τους οι άγιοι φεουδάρχαια;» (εφ. “Τα Νέα”).
«Είχενυποσχεθή η Κυβέρνησις, από μηνών μάλιστα, μίαν αύξησιν των λεγομένων μισθών των εφημερίων. Αλλ’ η αύξησις αυτή ουδέποτε εδόθη.
Δεν τιμά όμως την Κυβέρνησιν τοιαύτη τακτική έναντι του Κλήρου. Με αποδοχάς ολίγων εκατοντάδων μηνιαίως είναι διαπιστωμένον, ότι οι Ιερείς, οι πλείστοι των οποίων τυγχάνουν προστάται πολυμελών οικογενειών, δυστυχούν…» (“Ταχυδρόμος Βόλου”, 27/6/1962).
«Πριν ισχύση ο νόμος 536/1945, περίπου 2.500 Ιερείς αμείβονταν σε είδος (αγροτικά, κτηνοτροφικά…) και 3.000 περίπου, σύμφωνα με την επίσημη έκθεσι της Συνοδικής Επιτροπής, έπαιρναν σαν μηνιαίο μισθό 100-500 δραχμές, κρεμώντας δηλαδή τη ζωή τους και την υπόστασι της οικογενείας τους από την ευφορία των καρπών της Γης, την καλή διάθεσι των ενοριτών και την γενναιοδωρία των Επιτρόπων, οι οποίοι τους καταντούσαν υποτελείς και υποχειρίους» (“ΕΘΝΟΣ”, 19-1-1960).
Πριν ανεβεί στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο ο Ιερώνυμος Α΄ Κοτσώνης, οι Ιερείς ήταν καταδικασμένοι – όπως είδαμε πιο πάνω – σε μισθό πείνας. Ο ιερέας τετάρτης κατηγορίας είχε μισθό 722 δραχμές, και ο πτυχιούχος ιερέας, από την ημέρα της χειροτονίας του μέχρι την ημέρα που θα έβγαινε στη σύνταξη, έπαιρνε τον μισθό των δύο χιλιάδων δραχμών (2.000), δίχως επιδόματα, προαγωγές και αυξήσεις.
Αναλαμβάνοντας το τιμόνι του σκάφους της Ελλαδικής Εκκλησίας το “Παιδί της Παναγίας” – έτσι τον αποκαλούσαν – το μεγαλωμένο στη φτώχεια στο νησί της Μεγαλόχαρης την Τήνο, έκανε το όνειρο πολλών γενεών ταπεινών λειτουργών του Υψίστου πραγματικότητα.
Για το θέμα όμως αυτό κουράστηκε πολύ, αλλά δεν έχασε την υπομονή του και δεν υποβάθμισε την επιμονή του. Αγωνίστηκε και το πέτυχε. ΠΩΣ;
Σύγκρουση:
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος ζήτησε από την Κυβέρνηση να αναλάβει εξ ολοκλήρου την μισθοδοσία των κληρικών εντάσσοντάς τους στην δημοσιοϋπαλληλική κλίμακα ως αντάλλαγμα της εκκλησιαστικής κτηματικής περιουσίας που απέσπασε το Κράτος με τη βία (1) σε διάφορα χρονικά διαστήματα αλλά και για τις υπηρεσίες που πρόσφερε η Εκκλησία στο Έθνος.
Οι συζητήσεις υπήρξαν μακρές και οι διαβουλεύσεις επίπονες. Η δικτατορική Κυβέρνηση αντιδρούσε γιατί θεωρούσε ότι το οικονομικό βάρος ήταν μεγάλο. Ο Αρχιεπίσκοπος ήταν ανένδοτος στην πρότασή του. Η χρυσή τομή βρέθηκε με τη συμφωνία ότι δεν θα εμπόδιζαν την Εκκλησία να αξιοποιήσει την περιουσία της, να αναπτύξει τους πόρους που ήδη είχε σχεδιάσει και να αναλάβει η ίδια την ευθύνη της μισθοδοσίας μετά από εύλογο χρονικό διάστημα. Έτσι έκλεισε η συμφωνία τον Ιούλιο του 1968 και δημοσιεύθηκε ο Α.Ν. 469/1968 «Περί μισθολογικής διαβαθμίσεως του εφημεριακού κλήρου της Εκκλησίας της Ελλάδος».
Η συμφωνία αποτέλεσε το μεγαλύτερο γεγονός για τα εκκλησιαστικά δεδομένα, καθόσον οι μισθοί διπλασιάστηκαν, μετά την ένταξη, συνοδευόμενοι από τις ανάλογες προαγωγές και επιδόματα.
Επίσης οι πανεπιστημιακής μορφώσεως ιερείς είχαν πλέον την δυνατότητα να προάγονται και στο Β΄ βαθμό της δημοσιοϋπαλληλικής μισθολογικής κλίμακος, φθάνοντας μέχρι τον Διευθυντή Α΄. Έτσι έβλεπαν συν τω χρόνω να βελτιώνονται οι αποδοχές τους.
Δεν ξέχασε όμως ούτε τους Ιεροκήρυκες οι οποίοι κοπίαζαν για τον ευαγγελισμό του λαού και αντιμετώπιζαν πολλές δυσκολίες στο έργο τους καθόσον λόγω των χαμηλών αποδοχών τους αδυνατούσαν να προμηθευτούν τα απαραίτητα βοηθήματα προς καταρτισμό τους και άρτια επιτέλεση του λετουργήματός τους. Σ’ όλους αυτούς χορηγήθηκε πάγια μηνιαία επιχορήγηση για έξοδα κίνησης και συγκρότησης βιβλιοθήκης.
Σύγκρουση:
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α΄ βλέποντας ότι το θέμα της μισθοδοσίας προχωρούσε προς επίλυση έβαλε πλώρη για το συνταξιοδοτικό των κληρικών.
Είκοσι ημέρες μετά την ενθρόνισή του, και συγκεκριμένα στις 3-6-1967, συνεδρίασε το Δ/κό Συμβούλιο του Τ.Α.Κ.Ε. (Ταμείο Ασφαλίσεως Κληρικών Ελλάδος), και με την δική του συμμετοχή, να βρούνε λύση.
Το Ταμείο από πλευράς πόρων ήταν στάσιμο μέχρι το έτος 1954 και δεν υπήρχε ευχέρεια να ανταποκριθεί σε αυξήσεις. Η σύνταξη μέχρι τον Μάιο του 1967 υπολογίζονταν επί του βασικού μισθού μαζί με τα εορταστικά επιδόματα σε ποσοστό 80%, όμως οι μισθοί ήταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Με συνεχείς πιέσεις, που έφθασαν σε σημείο να συγκρουστεί με τον τότε υπουργό Συντονισμού Νικ. Μακαρέζο ανταλλάσοντας λόγια θυμού, κατόρθωσε μετά τέσσερις μήνες, στις 20/9/1967, να εγκριθεί πράξη των Υπουργών Συντονισμού, Οικονομικών και Παιδείας για αύξηση από 30/12/1967 φθάνοντας ο μέσος όρος στο ποσόν των 1439 δραχμών από 925 που ήταν μέχρι τότε.
Και δεν σταμάτησε. Οι ανησυχίες του, οι τολμηροί σχεδιασμοί και οι αναμετρήσεις του με το σκληρό δικτατορικό κατεστημένο κατόρθωσαν να κάμψουν τους κυβερνώντες συνταγματάρχες. Έτσι με την απόφαση υπ’ αρ. 60/5/938/24-8-1971, του Λαρισαίου Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών Γεωργ. Δουβαλόπουλου η μέση σύνταξη εκτινάχθηκε στο ποσόν των 2340 δρχ.
Αυτό είχε και ως συνέπεια να αλλάξει και το εφ’ άπαξ βοήθημα που έπαιρναν οι Ιερείς εξερχόμενοι των εφημεριακών καθηκόντων. Γι’ αυτό, ενώ το Μάιο του 1967 ο μέσος όρος βοηθήματος ήταν 40.000 δρχ., στις 31/12/1967 έφθασε στις 127.000 δρχ. Αυτό οφείλετο κυρίως στην αύξηση των αποδοχών με τον Α.Ν. 469/68 βάσει των οποίων υπολογίζονταν το βοήθημα.
Σύγκρουση:
Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, που για χρόνια διακονούσε ως εφημέριος Αρχιμανδρίτης το Νοσοκομείο «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ», είχε γνώση της οδυνηρής κατάστασης των ιερέων που νοσηλεύονταν στην 4η κατηγορία, σε θαλάμους 10-20 κρεβατιών, και πότε-πότε στους διαδρόμους, και, σαν να μην έφθαναν αυτά, δέχονταν και τη χλεύη, τις ειρωνείες, τα πειράγματα, τους χονδροειδείς και απρεπείς αστεϊσμούς και την ασέβεια των τόσων συνασθενών, που καθιστούσαν τη νοσηλεία τους πραγματικό μαρτύριο.
Για χρόνια διακαής του πόθος ήταν η βελτίωση της περίθαλψης των κληρικών και η αποκατάσταση του σεβασμού και του κύρους των. Γι’ αυτό δεν έχανε ούτε στιγμή να μην υπενθυμίζει στους κρατούντες αυτή τους την ανησυχία.
Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1970, με προσωπική παρέμβαση στον Γ. Παπαδόπουλο, απαίτησε την βελτίωση της περίθαλψης των κληρικών. Έτσι, ο Υπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών Γ. Δουβαλόπουλος επανεξέτασε την Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου 282/1966 Π.ΥΣ. με Ν.Δ. βελτιώνοντας την θέση νοσηλείας των εφημερίων και των προστατευομένων μελών αυτών από τον Οκτώβριο ε.ε. εις την αξιοπρεπή Β΄ θέση.
Μια μεγάλη προσπάθεια που έκανε, αλλά δεν ευόδωσε, ήταν αυτή της επέκτασης της ασφάλισης σε όλους τους εργαζομένους στους ναούς. Στην προσπάθειά του αυτή βρήκε μεγάλη αντίδραση και έτσι έμεινε απραγματοποίητη.
Σύγκρουση:
Ηράκλειο άθλο αποτέλεσε η κατασκευή του Νοσοκομείου Κληρικών, που ξεκίνησε το 1969 και λειτούργησε το θέρος του 1972 (1/7).
Οι δικτάτορες τον έβλεπαν με “μισό μάτι” και παρακολουθούσαν όλες τις κινήσεις και ενέργειές του. Ο Αρχιεπίσκοπος όμως δεν κάμπτονταν. Το μάτι του οξύ, έπιανε τις κινήσεις και την αναταραχή τους και με ενέργειες διακριτικές, αλλά αποτελεσματικές αντιμετώπιζε κάθε περίπτωση.
Οι κόποι που κατέβαλε για να στήσει Νοσοκομείο 85 κρεβατιών σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα αποτελούν πραγματικό θαύμα (2) δεδομένου ότι στην προσπάθειά του αυτή συνάντησε εμπόδια και παρενοχλήσεις «ων ουκ έστι αριθμός».
Να πως περιγράφει ο ίδιος την κατάσταση:
«Ζήτημα, δια το οποίον ήλθα εις σφοδράν σύγκρουσιν πρώτον με τον Υπουργόν Παιδείας και έπειτα με το Υπουργείον Κοινωνικών Υπηρεσιών, ήταν κάτι που δεν μπορούσα ποτέ να φαντασθώ ότι θα συμβή: Πρόκειται δια την ίδρυσιν του Νοσοκομείου των Κληρικών μας. Οποίαν ανάγκην ήρχετο να θεραπεύση το Νοσοκομείο αυτό… Και όμως αυτή η προσπάθεια ετορπιλίζετο από την Κυβέρνησιν…». Και συνεχίζει από το ημερολόγιό του της 25-10-1968. «Το μεσημέρι εξηρεθίσθην φοβερά· η πίεσίς μου θα πρέπει να είχεν ανέβη πολύ. Αι φλέβες μου επάλλοντο μέχρι διαρρήξεως. Δεν ήτο δυνατόν ένα μεσημέρι να αναπαυθώ. Αίτιος ήταν ο Υπουργός Παιδείας, ο οποίος συνεχώς παρεμβάλλει προσκόμματα εις τον δρόμον μου. Τώρα δεν ενέκρινε την ίδρυσιν του Νοσηλευτικού Ιδρύματος Κληρικών Ελλάδος (του Ν.Ι.Κ.Ε.)! Τον συνάντησα εις το αεροδρόμιον, αλλά δεν μου ήταν δυνατόν να του ομιλήσω, διότι ήμουν τόσον εξηρεθισμένος, ώστε δεν θα του ομίλουνψυχραίμως…
Αι άλλαι δυσκολίαι δια το ίδιον ζήτημα προήλθον από το Υπουργείον Κοινωνικών Υπηρεσιών, που, πότε με τον έναν και πότε με τον άλλον λόγον το εμπόδιζαν, τάχα δια να δώση την άδειαν λειτουργίας του Ν.Ι.Κ.Ε. Ίσως δεν θα εδίδετο εν τέλει η άδεια, αν δεν διωρίζετο Υπουργός ο κ. Λαδάς, ο οποίος, μόλις επισκέφθη και είδεν ο ίδιος την τελειότητα της οργανώσεώς του και του εξοπλισμού του, έδωκεν αυθημερόν την άδειαν λειτουργίας του».
Όλη η δαπάνη του έργου αντιμετωπίσθηκε με χρήματα της Εκκλησίας και τις προσφορές δωρητών. Το αρμόδιο Υπουργείο, ενώ έδινε μεγάλα ποσά για παρόμοιους σκοπούς, για το Νοσοκομείο των Κληρικών δεν έδωσε ούτε δραχμή.
Το στολίδι της εποχής – έτσι ονομάστηκε – έπαψε να λειτουργεί όταν τα ηνία της Εκκλησίας ανέλαβε ο ακατέργαστος Σεραφείμ Τίκας που έλεγε: «Κλείστε το, δώστε το· τί το θέλουμε; Να πονοκεφαλιάζουμε…;». Και έκλεισε!
1. Με τους γνωστούς “αγροτικούς νόμους” 1072/1917 και 2050/1920 με τους οποίους επιβλήθηκε αναγκαστική απαλλοτρίωση εκκλησιαστικών κτημάτων για λόγους “προφανούς ανάγκης και δημοσίας ωφελείας”. Το υπ’ αρ. 976/780/18.4.1947 έγγραφο του ΟΔΕΠ προς το Υπουργείο Οικονομικών είναι αποκαλυπτικό όσον αφορά τις εκτάσεις που απαλλοτριώθηκαν από το 1917 έως 1930 και που το Κράτος καθόρισε την αξία τους σε ποσό άνω του 1.000.000.000 προπολεμικών δραχμών. Το Κράτος κατέβαλε στο Γενικό Εκκλ. Ταμείο τα 40 εκατ. και χρωστούσε ακόμα τα 960! Εάν υπολογίζονταν η οφειλή με τις ανάλογες προσαυξήσεις των τόκων, ήταν ικανό το ποσό να υπερκαλύψει την μισθοδοσία.
Με τον νόμο 4684/1931, το Κράτος εκποίησε ακόμα ένα μεγάλο τμήμα από την εκκλησιαστική περιουσία.
Το 1952 η Κυβέρνηση Πλαστήρα άσκησε μεγάλη πίεση στην Εκκλησία, και κατόρθωσε να υπογράψουν την σύμβαση [ΒΔ 26.9/8.10.1952 (ΦΕΚ 299 Α΄)] για δήθεν τους ακτήμονες: «Συμβάσεις περί εξαγοράς υπό του Δημοσίου κτημάτων της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος προς αποκατάστασιν ακτημόνων καλλιεργητών και ακτημόνων γεωργικών κτηνοτρόφων».
Με την σύμβαση αυτή άρπαξε το Κράτος από την Εκκλησία τα 4/5 (80%) της καλλιεργούμενης ή καλλιεργήσιμης αγροτικής περιουσίας της και τα 2/3 των βοσκοτόπων. Το αντάλλαγμα; Μόλις το 1/3 της πραγματικής αξίας, και με την δέσμευση να παρέχει το Κράτος κάθε αναγκαία υποστήριξη (ολική και τεχνική), ώστε να μπορέσει η Εκκλησία να αξιοποιήσει την ελάχιστη εναπομείνασα περιουσία της.
Δυστυχώς το Κράτος αποδείχθηκε και στη δέσμευσή του αυτή αναξιόπιστο. Και συνέχισε τις απόπειρες για διαρπαγή και της εναπομείνασαςπεριουσίας, αμφισβητώντας την κυριότητά την, και εμπόδιζαν την αξιοποίησή της.
Στην αρπαγή της εκκλησιαστικής περιουσίας πάτησε ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος και πέτυχε να αμείβονται οι Κληρικοί από το Κράτος.
2. Συνεργάτης έγραφε: «Ακόμα κι αν ήταν απαλλαγμένος ο Αρχιεπίσκοπος από κάθε άλλη απασχόληση και αφιερωνόταν αποκλειστικά και μόνο στην οργάνωση του Νοσοκομείου δε θα κατάφερνε σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα να ολοκληρώσει τα σχέδιά του».
ΟΥΑΙ ΤΟΙΣ ΑΧΑΡΙΣΤΟΙΣ ΙΕΡΕΥΣΙ

Κανέναν δεν βδελύσσεται ο Θεός περισσότερο, όσο τον αχάριστο ευεργετηθέντα.
Οι μέχρι το 1967 ορθόδοξοι κληρικοί μας, αιχμάλωτοι του συστήματος, αποτελούσαν τους φτωχούς και ταλαίπωρους συγγενείς τους ζώντας την εσχάτη πτωχεία και περιφρόνηση, μέχρι που στον αρχιεπισκοπικό θρόνο ανέβηκε ο χαρισματούχος κυρός Ιερώνυμος Α΄ (Κοτσώνης) και τα πράγματα άλλαξαν άρδην.
Μετά από σκληρή αντιπαράθεση με τους δικτάτορες, αποκατέστησε το κύρος τους και εξισώνοντάς τους με τους δημοσίους υπαλλήλους, απολαμβάνουν έκτοτε των ιδίων προνομίων (μισθό, βαθμολογική προαγωγή, σύνταξη, περίθαλψη…).
Η επιτυχία υπήρξε ιστορική δεδομένου ότι οι πριν από τον Ιερώνυμο 17 αρχιεπίσκοποι ούτε καν τόλμησαν να σκεφθούν κάτι τέτοιο, αφήνοντας τον κλήρο στην λιμοκτονία και τη χλεύη.
Εύλογα θα περίμενε κανείς, ανθρωπίνως, μια μικρή αναγνώριση, έστω και μετά τον θάνατόν του• μια επίσημη αποδοχή του ως ΜΕΓΑΛΟΥ ΕΥΕΡΓΕΤΗ• μια καθιέρωση ετήσιου μνημοσύνου του…
Σεις, όλως ακατανόητα, ξεχάσατε τον ευεργέτη, όχι όμως και την ευεργεσία. Και ο λόγος ποταπός• για να μη χαρακτηρισθείτε «χουντικοί» όπως και τον ευεργέτης σας, ακολουθώντας τον αφέντη σας αρχ/πο Σεραφείμ Τίκα, που διέγραψε από την ιστορία της εκκλησίας την πενταετή συγκλονιστική παρουσία του αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Κοτσώνη.
Για την αχαριστία σας αυτή η τιμωρία σας θα είναι μεγάλη και ο Θεός που βδελύσσετε τον αχάριστο ευεργετηθέντα, δε θ’ αργήσει να επιτρέψει την ημέρα που θ’ απλώνετε και πάλι το χέρι επαιτώντας ή θα παρακαλάτε τον Ύψιστο να καρπίσει η γη για να σας ζήσουν οι πιστοί με τα γεννήματά τους.

Στο προηγούμενο φύλλο (221) αναφερθήκαμε στον αγώνα που έδωσε ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α΄ για να αναβαθμίσει μισθολογικά – και όχι μόνο – τους ιερείς.
Γέροντας συνταξιούχος ιερέας των Ιωαννίνων μας έστειλε μακροσκελή επιστολή στην οποία περιγράφει πολλά από τη “δράση” του τότε δεσπότη Σεραφείμ Τίκα – προσεχώς θα αναφερθούμε – αλλά και την “αγάπη” και “συμπόνοια” που έτρεφε στους απλούς ιερείς, και που μικρό μέρος δημοσιεύουμε:
Το Κράτος με τις υπ’ αριθ. 281/66 και 37/67 Πράξεις Υπουργικού Συμβουλίου (Π.Υ.Σ.) έδινε στους ιερείς τα επιδόματα, δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και άδειας επιλογιζόμενα επί του βασικού μισθού εξαιρώντας το ποσοστό προσαυξήσεων των πενταετιών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, στο διάστημα 1970-1975, οι ιερείς να χάσουν αρκετά χρήματα.
Ο δικηγόρος Κοζάνης Δημ. Κοντοδίνας σε συνεργασία με την μητρόπολη Κοζάνης κέρδισε τον δικαστικό αγώνα με δύο αποφάσεις (449/74 και 605/75) του Αρείου Πάγου που όριζε να δοθούν όλα τα χρήματα αναδρομικά που αδικαιολόγητα παρακρατήθηκαν από τους ιερείς επί μία πενταετία.
Το θέμα αυτό ο δικηγόρος το έκανε γνωστό σ’ όλες τις μητροπόλεις, ζητώντας να κινηθούν ανάλογα, στέλνοντας κατάσταση που θα περιελάμβανε όλα τα απαιτούμενα στοιχεία κάθε ιερέα. Όλες οι μητροπόλεις έστειλαν υπηρεσιακά τις καταστάσεις στο γραφείο του Νομικού Συμβουλίου του Υπουργείου Παιδείας, όπως αυτό ήταν διατυπωμένο στο 2067/21.11.75 έγγραφο του Νομικού Συμβουλίου του Υπουργείου.
Η μόνη μητρόπολη που κωλυσιεργούσε να στείλει τις καταστάσεις ήταν η μητρόπολη Ιωαννίνων (1), της οποίας μητροπολίτης ήταν ο “αντάρτης” Σεραφείμ Τίκας, που είχε ήδη γίνει αρχιεπίσκοπος αλλά κρατούσε παράνομα και τη μητρόπολη με “τοποτηρητή” τον γνωστό Θεόκλητο Σετάκη.
Οι ιερείς, όταν το πληροφορήθηκαν διαμαρτυρήθηκαν έντονα και στις 10 Δεκεμβρίου 1975 τρεις απ’ αυτούς (Κ. Τράντζας, Δ. Σιόντας και Κ. Μπαλωμένος) αναγκάστηκαν να αναλάβουν αυτοί τη σύνταξη της κατάστασης μέσα σε λίγες ημέρες. Η μητρόπολη και πάλι αρνήθηκε να την στείλει υπηρεσιακά αναγκάζοντάς τους να πάνε οι ίδιοι αεροπορικώς στην Αθήνα και να παραδώσουν στο δικηγόρο που χειρίζονταν την υπόθεση – διότι ο Νομικός Σύμβουλος του Υπουργείου δεν την παρελάμβανε – του Αρείου Πάγου κ. Μάρκο Νάτσινα.
Η καθυστέρηση αυτή (των 110 ημερών) της υποβολής των καταστάσεων με τα στοιχεία των ιερέων είχε ως αποτέλεσμα να καταστεί εκπρόθεσμη και οι ιερείς της μητρόπολης Ιωαννίνων να χάσουν από 20.000 έως 30.000 δρχ. ο καθένας, ενώ όλες οι άλλες μητροπόλεις τα πήραν.
Οι ιερείς Ιωαννίνων έκαναν έφεση κατά της απόφασης αλλά η Κυβέρνηση Καραμανλή ψήφισε το νόμο 289/1976 με τον οποίο κηρύσσονταν παραγεγραμμένες οι κατά του Δημοσίου απαιτήσεις των ιερέων λόγω μη συνυπολογισμού του επιδόματος των πενταετιών επί των δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματος αδείας μέχρις του έτους 1974 (άρθρο 9).
Αυτός ήταν ο “φιλεύσπλαχνος”, ψεφτοαντάρτης Σεραφείμ Τίκας, του οποίου αγαπημένο σπορ ήταν οι ραδιουργίες και η καλοπέραση, δεδομένου ότι ουδέποτε ενδιαφέρθηκε για την Εκκλησία, το ποίμνιο και τους λειτουργούς του Υψίστου, ιερείς.
Αντίθετα ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α΄ (Κοτσώνης) όλα τα χρόνια της Αρχιερατίας του έδινε μάχες με τους κρατούντες και τα σκοτεινά κέντρα και παρασκήνια, και, σχεδόν πάντα, κέρδιζε διότι ήταν ανύστακτος ιερουργός της Ευχαριστιακής τελετουργίας και είχε ένα ασταμάτητο διάλογο αγάπης με τον Κύριο.
Σύγκρουση:
Ο Αρχιεπ. Ιερώνυμος τόλμησε να βάλει το δάκτυλό του στη γάγγραινα, ψηλαφώντας τις πληγές που σάπιζαν και κατέτρωγαν τα οικονομικά της Εκκλησίας. Μετά έπιασε στο χέρι το νυστέρι και άρχισε να ξεκαθαρίζει:
α) Την μεγάλη κακοδιαχείριση στα εκτελούμενα έργα, που ενώ θά ’πρεπε να παραδίδονται εντός δύο-τριών χρόνων, αυτά τελείωναν σε οκτώ και δέκα χρόνια κοστίζοντας το τριπλάσιο απ’ όσο τα έργα σε ιδιώτη! – Αναφέρει περιστατικό πολυκατοικίας στην Αθήνα, που η ανοικοδόμηση άρχισε το 1962 και τελείωσε το 1970, και της οποίας την εργολαβία είχε αναλάβει ο ΚΛΗΤΗΡΑΣ του Εκκλησιαστικού Οργανισμού ΟΔΕΠ.
β)Δεν σταμάτησε εδώ, μπήκε μπροστά με σθένος και κονταροχτυπήθηκε με την οικονομική - τραπεζική εξουσία που λυμαινονταν το εκκλησιαστικό χρήμα.
Πληροφορηθείς ο Ιερώνυμος ότι τα διαθέσιμα εκκλησιαστικά χρήματα ήταν διάσπαρτα σε διάφορες Τράπεζες με επιτόκιο σχεδόν μηδενικό (0,75%), ενώ όσες φορές χρειάστηκε διάφοροι Οργανισμοί της Εκκλησίας να δανειοδοτηθούν πλήρωναν επιτόκιο 5,50 έως 12%, συγκέντρωσε όλες τις εκκλησιαστικές καταθέσεις (ναών, μοναστηρίων) σε μία Τράπεζα κάνοντας αναδιαπραγμάτευση και πετυχαίνοντας πρωτοφανή απόδοση των χρημάτων για τα χρονικά της Εκκλησίας.
γ) Άλλο σημαντικό κεφάλαιο που κανείς για δεκαετίες δεν ενδιαφέρθηκε, ήταν η σύμβαση που υπέγραψε η Εκκλησία της Ελλάδος επί αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου με την Εθνική Τράπεζα η οποία θα αναλάμβανε την κατάρτιση του κτηματολογίου της Εκκλησίας εντός διετίας – καταγραφή και οριοθέτηση των κτημάτων, ναών και μοναστηρίων ανά την Επικράτειαν – με αμοιβή της το 1% επί των καταθέσεων του ΟΔΕΠ (ποσόν δις δραχμών).
Έκτοτε πέρασαν δεκαετίες από το έτος σύμβασης (1933) και παρήλασαν οκτώ Αρχιεπίσκοποι· και όμως κανένας δεν υποψιάστηκε το πρόβλημα. Η Εθνική Τράπεζα εισέπραττε τα συμφωνηθέντα (1%) χωρίς όμως να προβεί στην κατάρτιση του κτηματολογίου.
Ο Ιερώνυμος ανακάλυψε την απάτη· κατήγγειλε την αμαρτωλή σύμβαση· σταμάτησε να πληρώνει το 1%· διαπραγματεύθηκε από την αρχή τη σύμβαση και υποχρέωσε την Τράπεζα να δώσει επιτόκιο 7%.
Όλοι αυτοί, που, χωρίς φόβο Θεού, λυμαίνονταν την προσφορά των πιστών θεώρησαν τον Ιερώνυμο εμπόδιο στα σχέδιά τους, και ως εκ τούτου, έπρεπε να απομακρυνθεί τάχιστα και να αντικατασταθεί από άλλον, αρχιεπίσκοπο μαριονέτα, που θα τα “τρώει” μαζί τους. Παράλληλα έπρεπε να διωχθούν και όσοι από τους μητροπολίτες διακρίνονταν για την αγνότητα, την παρρησία και το ακέραιο του χαρακτήρα τους αναπληρούμενοι από μεμπτούς, κουσουράτους, κενόδοξους, αδύναμους και δειλούς.
Και το κατάντημα το βλέπουμε σήμερα στην Εκκλησία!

(1) Ο Νομικός Σύμβουλος του Υπουργείου, με επείγουσα επιστολή (22.11.75), ζητούσε τις καταστάσεις και μη ανταποκρινόμενος επανήλθε ο Γεν. Δ/ντής του Υπουργείου Βλ. Φειδάς με κατεπείγον έγγραφο που έλεγε: «… Όπως αποστείλητε κατεπειγόντως, απ’ ευθείας εις το γραφείο του κ. Νομικού Συμβούλου, τα δια του ως άνω εγγράφου αιτούμενα στοιχεία …».

Α
πό την απελευθέρωση της Ελλάδας το 1821 την ευθύνη και τον προγραμματισμό της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης είχε το Κράτος. Ένα Κράτος με έντονα τα σημάδια της Βαυαροκρατίας. Κράτος μισούμενο ως ελληνικό και διωκόμενο ως Ορθόδοξο. Γι’ αυτό είχαν ανοίξει τις προπαγανδιστικές πύλες του αθεϊσμού για να κλονίσουν τα νεαρά βλαστάρια και τους υποψήφιους προς ιερωσύνη.
Εκατόν πενήντα (150) χρόνια το Υπουργείο Παιδείας συνέχιζε να εφαρμόζει ένα καταλυτικό πρόγραμμα στην εκκλησιαστική παιδεία, παρ’ ότι κατά καιρούς εκκλησιαστικοί παράγοντες ενοχλούσαν για κάποια βελτίωση. Το διδακτικό προσωπικό αποτελούνταν – εκτός ελαχίστων περιπτώσεων – από άσχετους, άθεους, ακόμα και αλλόθρησκους. Ήταν κάτι σαν να διδάσκονταν τα Ελληνόπουλα ιστορία από ΤΟΥΡΚΟΥΣ, ΑΛΒΑΝΟΥΣ ή ΣΚΟΠΙΑΝΟΥΣ. Εδώ χρειάζονταν νυστέρι για να κάνει βαθειές και σωστικές τομές απομακρύνοντας τους φαύλους και άθεους που μόλυναν το Ορθόδοξο νεανικό αίμα.
Δυστυχώς όμως μέχρι τότε οι ηγέτες της Εκκλησίας περιορίζονταν σε μια τυπική τελετουργική παρουσία στις εορταστικές εκδηλώσεις των Ιερατικών και Θεολογικών Σχολών.
ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ:
Το 1967 ανέλαβε το τιμόνι της εκκλησίας ο Ιερώνυμος Κοτσώνης – γνώστης του προβλήματος διότι ο ίδιος ήταν και πανεπιστημιακός δάσκαλος – και ασυμβίβαστος με αυτό που βρήκε, έβαλε το δάκτυλο στις γαγγραινώδες πληγές. Η προσπάθειά του ήταν επίπονη. Δύο ολόκληρα χρόνια κράτησε ο αγώνας. Δυναμικός και αποφασιστικός όπως ήταν, με σθένος στάθηκε μπροστά στη δικτατορική εξουσία και απαίτησε την ευθύνη για τον προγραμματισμό και τη στελέχωση των εκκλησιαστικών ιδρυμάτων να την έχει η Εκκλησία.
Η μάχη ήταν σκληρή και η σύγκρουση σφοδρή, διότι η αντίπερα πλευρά των πολιτικών, εκκλησιαστικών κρατούντων και σκοτεινών παραγόντων, που είχαν παντοειδή συμφέροντα για να διαιωνίζεται η αθλιότητα που επικρατούσε στις Εκκλησιαστικές Σχολές, κατόρθωναν με τα ποικίλα μέσα που διέθεταν να προσεταιρίζονται τους αρμόδιους Κυβερνητικούς αξιωματούχους και συνεχώς να αναβάλλεται η δημοσίευση του σχετικού Νομοθετήματος για την μεταβίβαση της επιμορφωτικής ευθύνης στην Εκκλησία. Να πως περιγράφει ο ίδιος την κατάσταση:
«Αι συζητήσεις και αι συνεννοήσεις υπήρξαν μακραί. Εξάκις ανεμορφώθη και εξάκις συνεζητήθη εν τη Ιερά Συνόδω και μετά των εκπροσώπων του Υπουργείου Παιδείας το Σχέδιον του Ν. Διατάγματος. Υπήρξαν μάλιστα τόσαι αι αντιδράσεις και αι προσπάθεια ανακοπής της διαδικασίας …» (Πηδάλιον Εκκλησίας, σελ. 184).
«Δι’ όλας αυτάς τας καθυστερήσεις είχα πολλάκις διαμαρτυρηθή προς τας αρμοδίας Υπηρεσίας του Υπουργείου Παιδείας και οχλήσει και Υφυπουργόν και Υπουργόν και έκανα, και εγώ δεν ενθυμούμαι, πόσας εντόνους παραστάσεις προς τον Πρωθυπουργόν, μέχρι που του εδήλωσα, ότι θα παραιτηθώ, αν ο Νόμος δεν εκδοθή αμέσως. Μετά από αυτό εδημοσιεύθη επί τέλους ο υπ’ αριθ. 876/1971 Νόμος την 15/5/1971. Εχρειάσθη, δηλαδή να παρέλθουν δύο έτη παρά δέκα ημέρας αφ’ ότου είχε γίνει η πρώτη μας σύσκεψις …» (το δράμα ενός Αρχιεπ., σελ. 111).
Το θλιβερό και συγχρόνως κωμικό της υπόθεσης είναι, ότι, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος δεν είχε μόνο την κοσμική αντίδραση, αλλά και των Εκκλησιαστικών Σχολών με πρώτη τη ΡΙΖΑΡΕΙΟ ΣΧΟΛΗ, που δεν ήθελε να απαγκιστρωθεί από το Κράτος και να ενταχθεί στον έλεγχο της Εκκλησίας για τη μόρφωση και διαπαιδαγώγηση των νέων γενεών των Ιερέων.
Γιατί αντιδρούσαν; Ποια άραγε ήταν τα κίνητρα;
Ο μητρ. Ξάνθης Αντώνιος στην εισηγητική έκθεση προς την Ιεραρχία αναφέρει: «… Κατά το διάστημα των 125 ετών λειτουργίας της η Σχολή έδωκεν εις την Εκκλησίαν 45 μόνον κληρικούς, χειροτονηθέντες μετά την λήψιν του πτυχίου αυτών …».
Σ’ αντίθεση η διαθήκη του διαθέτη Μάνθου και Γεωργίου Ριζάρη καθόριζε στο άρθρο 72 τον σκοπό του Ιδρύματος τονίζοντας ότι: «Σκοπός της Εκκλησιαστικής ταύτης Σχολής είναι να χορηγή εις νέους, έχοντας τας απαιτουμένας προπαιδευτικάς γνώσεις, τοιαύτα διδακτικά μέσα, ώστε εις διάστημα πέντε ετών να είναι εις θέσιν να ενδυθώσι το ιερόν σχήμα της Ιερωσύνης, γινόμενοι ιερείς μετά την αποπεράτωσιν της πενταετούς σπουδής …». Και στο άρθρο 106 συνεχίζει:
«Αν δεν κάμωσι τούτο… η Σχολή θα αναμένη επί μίαν τετραετίαν, μετά το πέρας των σπουδών του υποτρόφου, την εκπλήρωσιν της υποσχέσεώς του. Εάν δε η τετραετία παρέλθη άπρακτος, η Σχολή υποχρεούται να αξιώση παρά του οικοτρόφου της την επιστροφήν των τροφείων του».
Τί γίνονταν όμως; Όλες οι διοικήσεις της Σχολής, δυστυχώς καταστρατηγούσαν τη διαθήκη και έγινε καθεστώς οι αποφοιτώντες να ακολουθούν άλλη επαγγελματική πορεία και όχι την ιερωσύνη.
Αποκαλυπτικά είναι τα διάφορα δημοσιεύματα εκείνης της εποχής:   «… Ως είχεν ανακοινωθή εις το συνελθόν Πανελλήνιον Συνέδριον των Θεολόγων, επί εκατόν αποφοίτων της Ριζαρείου, είς μόνον εχειροτονείτο κληρικός, άλλαι δε Σχολαί, λειτουργούσαν ως Ιεροδιδασκαλεία επί δεκαετίας ολοκλήρους μηδέ ένα κληρικόν είχον δώσει εις την Εκκλησίαν»(“ΕΘΝΟΣ”, 10-9-60).
Ο Υπουργός Παιδείας… δήλωσε: «Προτιμώ να κλείσουν αι Σχολαί αύται, εφ’ όσον με τα υπάρχοντα δεδομένα, δεν επιτυγχάνουν τον σκοπόν των και δεν προετοιμάζουν νέους δια την ιερωσύνην. Οι Αρχιερείς, κατέληξεν ο κ. Υπουργός, ας πράξουν εν προκειμένω το καθήκον των» (“ΕΘΝΟΣ”, 12-9-60).
Διοικήσεις, διδάσκοντες και μαθητές φοβούμενοι ότι ο Αρχιεπ. Ιερώνυμος θα επανέφερε τις της διαθήκης υποχρεώσεις των άρχισαν να αντιδρούν έντονα σε βαθμό να προσφύγουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας, όπου και έχασαν!
Οι σκοτεινοί κύκλοι, με τα ποικίλα μέσα που διέθεταν, κατόρθωσαν να κλιμακώσουν τις αντιδράσεις και έξω από τον ελληνικό χώρο, με αποτέλεσμα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι το 1971 δεν ασχολήθηκε ποτέ με τέτοια θέματα γιατί ρύθμιζε αυθαίρετα αυτά (προγράμματα, διδακτικό προσωπικό, μόρφωση των ιερέων και νέων προς ιερωσύνην) το άθεο Κράτος, να ανησυχήσει (!) μόλις ανέλαβε την ευθύνη και την εποπτεία της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης η καθ’ όλα αρμόδια ελληνική ορθόδοξη Εκκλησία και να στείλει έγγραφο προς τον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων.
Θλίψη βαθύτατη προκάλεσε η ενέργειά του διότι εκφράζει την πλήρη έκπτωση του εκκλησιαστικού φρονήματος καθόσον ζητούσε να επανέλθει η φροντίδα των νέων κληρικών από την Εκκλησία στην άθεη πολιτεία.
Συγκεκριμένα γράφει:
«Η Α.Θ.Π. ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Δημήτριος απηύθυνε προς υμάς από 1/2/1973 επιστολήν, δι’ ής, αναφερόμενος εις τας Εκκλησιαστικάς Σχολάς Αθωνιάδος, Πάτμου και Κρήτης, εκφράζει θερμήν παράκλησιν, όπως προέλθωμεν εις την έκδοσιν της απαιτουμένης πράξεως, προς επαναφοράν των ως άνω Εκκλησιαστικών Σχολών εις την Διοικητικήν αρμοδιότητα του καθ’ ημάς Υπουργείου …».
Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα των αντιδράσεων ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος με ένα εκλεκτό επιτελείο αποτελούμενο από κληρικούς, καθηγητές Πανεπιστημίου, Γεν. Επιθεωρητές Μ. Εκπαίδευσης, Παιδαγωγούς, ψυχολόγους και άλλων ειδικοτήτων επιστήμονες – εργαζόμενων αφιλοκερδώς και με ιερό ζήλο – συνέταξαν προγράμματα και συνέγραψαν συγγράμματα προσαρμοσμένα στις ανάγκες των σπουδαστών, γεγονός που για πρώτη φορά στα χρονικά της Εκκλησίας λάμβανε χώρα.
Τα αποτελέσματα ήταν θεαματικά. Το πρόγραμμα της οργάνωσης, λειτουργίας και ανάπτυξης των εκκλησιαστικών Σχολών άρχισε να προχωρεί συστηματικά και οι καρποί άρχισαν να φαίνονται.
Τα πρώτα βήματα αφορούσαν τη στέγαση των Σχολών σε ευπρεπή και κατάλληλα εκκλησιαστικά οικήματα, πραγματοποιώντας και σχετικές οικονομίες. Έτσι η Ιερατική Σχολή Λαμίας μεταστεγάσθηκε σε νέον κατάλληλον οίκημα. Η Ανωτέρα Εκκλησιαστική Σχολή Θεσσαλονίκης μεταφέρθηκε στο κτιριακό συγκρότημα του άλλοτε Ρωσικού Γηροκομείου και συμπληρώθηκε με νέα κτίρια. Το Ανώτερον Φροντιστήριον Θεσσαλονίκης μετακόμισε στο οίκημα του Οικοτροφείου της Ι.Μ. Αγίας Θεοδώρας, στο οποίο έγιναν και μεγάλες διαρρυθμίσεις. Στην επτατάξιο Ιερατ. Σχολή Ξάνθης, που στεγάζονταν στα κτίρια της Ι.Μ. Παμμεγ. Ταξιαρχών, προστέθηκαν νέα οικοδομήματα για κοιτώνες 160 ιεροσπουδαστών, αναγνωστήρια, αίθουσες τελετών κ.ά.
Την Εκκλησιαστική Σχολή Κορίνθου ο Αρχιεπ. Ιερώνυμος την έκλεισε μετά τα σκάνδαλα Μητροπολίτη, Διευθυντή και Σπουδαστών μεταφέροντάς την αναβαθμισμένη στο νησί της Τήνου. Για το χάλασμα αυτής της διεφθαρμένης σφηκοφωλιάς, ο Κορίνθου και μια ομάδα της “πρεσβυτέρας” Ιεραρχίας συνεπικορούμενης από σκοτεινά κέντρα και διαπλεκόμενα μέσα επικοινωνίας, δεν συγχώρησαν ποτέ τον Αρχιεπ. Ιερώνυμο.
Δεύτερο μέλημα ήταν να γίνει ριζική εκκαθάριση σε όλες τις Εκκλησιαστικές Σχολές και Φροντιστήρια, με αποπομπή των ανεπίδεκτων μαθήσεως και ηθικώς παρεκτραπέντων, άσχετων προς την ιερωσύνη.
Τρίτη ενέργεια ήταν να θέσει η Κεντρική υπηρεσία σε εφαρμογή Κανονισμό για την άρτια οργάνωση και λειτουργία όλων των Σχολών (Μέσων, Επτατάξιων, Ανώτερων Ιερατικών, Μέσης Νυκτερινής, Κοινωνικής Πρόνοιας, Νοσοκόμων κ.α.) ως και γι’ αυτά που σχεδιάστηκαν να γίνουν.
Αποτέλεσμα της καινούργιας κατάστασης και της υπεύθυνης εργασίας που έγινε, ήταν να λειτουργήσουν το σχολικό έτος 1971-1972 πέντε επτατάξιες ιερατικές Σχολές, ως πλήρη Γυμνάσια κλασικής κατεύθυνσης, και με μία επί πλέον τάξη, την Ζ΄, εις την οποία διδάσκονταν κυρίως θεολογικά μαθήματα, αριθμούσες από το πρώτο έτος 1.123 ιεροσπουδαστές.
Δύο ανώτερα φροντιστήρια (στην Ριζάρειο και στην Θεσσαλονίκη) με 80 μαθητές το καθένα.
Δύο Ιεροδιδασκαλεία, του Βελλά στα Γιάννενα και άλλο στην Θεσσαλονίκη με 247 ιεροσπουδαστές συνολικά.
Μία τριτάξια επιμορφωτική Σχολή, για να φοιτήσουν οι πτυχιούχοι των επταταξίων ιερατικών Σχολών, που είχαν αποφασίσει να ιερωθούν, δίδοντάς τους το δικαίωμα να εγγραφούν στην Α΄ μισθολογική κατηγορία, διότι οι σπουδές τους είχαν διδακτορικό δίπλωμα.
Νυκτερινή ιερατική Σχολή – όντως καινοτόμος προσπάθεια – στην οποία φοιτούσαν 250 περίπου ευσεβείς νέοι το χρόνο, εργαζόμενοι την ημέρα σε διάφορα επαγγέλματα και σπουδάζοντες τις νυκτερινές ώρες.
Σχολή Κοινωνικής Πρόνοιας διακονισσών με 120 σπουδάστριες.
Σχολή Αδελφών Νοσοκόμων “Ολυμπιάς” για την επάνδρωση του Νοσοκομείου Κληρικών (Ν.Ι.Κ.Ε.) με 60 εθελόντριες.
Κέντρο Ιεραποστολικών Σπουδών με 40 μαθητές, πρωτοπόρο για την εποχή εκείνη.
Σχολή ιεροψαλτών στη Θεσσαλονίκη αναγνωρισμένη από την Εκκλησία με τετραετή κύκλο σπουδών επί συνόλου 170 μαθητών.
Εκτός των ανωτέρω Σχολών ίδρυσε “φροντιστήριο λειτουργικής επιμόρφωσης των κληρικών” για τους ιερείς που ανήκαν στην Δ΄, Γ΄ και Β΄ μισθολογική κατηγορία.
Παράλληλα, ίδρυσε και “Φροντιστήριο Εξομολόγων” για να μελετούν οι ιερείς βαθύτερα τις διαστάσεις της αποστολής τους.
Κίνησε τον μηχανισμό και πέτυχε την ίδρυση Ανώτερης Θεολογικής Ακαδημίας.
Μετεγκατέστησε και βελτίωσε το οικοτροφείο, και ξεκίνησε η μελέτη ανέγερσης κτιριακού συγκροτήματος – σε οικοπεδική έκταση 6 ½ στρεμμάτων που παραχώρησε η Ιερά Μονή Πετράκη με εισήγηση του ηγουμένου Επισκόπου Ευρίπου Βασιλείου στο προ της Καισαριανής Μετόχιον – 150 μονόκλινων δωματίων για τους ιερείς φοιτητές της Θεολογίας.
Από τον Μάιο του 1971, που δημοσιεύθηκε το Νομοθετικό Διάταγμα 876/71 «Περί υπαγωγής της Δημόσιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος και άλλων τινών συναφών διατάξεων», μέχρι το 1973 το τι έγινε είναι αδύνατον να καταγραφεί, διότι ο ίδιος πρωτοστατούσε και πίεζε προς κάθε κατεύθυνση ακόμα και για το κατάλληλο καθηγητικό προσωπικό που θα επάνδρωνε τις Σχολές και θα είχε πλήρη ισοτιμία της δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητας με τους λειτουργούς της Μέσης Εκπαίδευσης και τη δημιουργία μιας οργανικής θέσης θεολόγου Επιθεωρητού.
Ρύθμιζε ακόμα με κάθε λεπτομέρεια τη μορφή και τον τρόπο λειτουργίας των Σχολών. Έτσι για την κατάρτιση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων την διετία, εκδόθηκαν 41 συγγράμματα – 18 θεολογικά μαθήματα και 23 βοηθήματα – υψηλής μορφωτικής στάθμης.
Εάν θελήσουμε να αναζητήσουμε με κάθε λεπτομέρεια τον τρόπο, με τον οποίο αξιοποιήθηκε όλο αυτό το «εκπαιδευτικό πρόγραμμα», θα βρεθούμε μπροστά σε ένα θαύμα. Το άνοιγμα της ποιμαντικής πρακτικής και τα επιτεύγματα, που χαράχτηκαν κατά την πεντάχρονη ποιμαντορία του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Α΄ Κοτσώνη, αποτελούν άθλο.
Με την παραίτηση του Ιερωνύμου ήρθε ο ΛΙΒΑΣ – αφρικάνικος αέρας που απ’ όπου περνάει ξεραίνει τα πάντα – ο Σεραφείμ Τίκας, στο δεύτερο  μήνα της εκκλησιαστικής ηγεσίας ως αρχιεπίσκοπος έστειλε έγγραφο στο φίλο του – εκτελεστή και δήμιο των 12 μητροπολιτών – Υπουργό Παιδείας Π. Χρήστου ζητώντας να αναλάβει και πάλι το κράτος την ευθύνη της Εκκλησιαστικής Παιδείας.
Δακρύζει κανείς διαβάζοντας την παράδοξη αιτιολόγηση: «Αθήνησι τη 13-3-74 … Συν δ’ επί τούτοις και από απόψεως εξασφαλίσεως του καταλλήλου διδακτικού προσωπικού (η Εκκλησία) συναντά δυσχερείας, στερουμένη το γε νυν εκπαιδευτικών στελεχών εμφορουμένων υπό ακραιφνούς εκκλησιαστικού πνεύματος και δυναμένων ως εκ τούτου ίνα μεταλαμπαδεύωσι το γνήσιον τούτον εκκλησιαστικόν πνεύμα τοις μέλλουσιν ιεράσθαι».
Το έγγραφο αυτό ήταν η επικήδεια ακολουθία της Εκκλησιαστικής Παιδείας, της οποίας πομπής στο μνήμα προπορεύονταν οι υπογράψαντες 20 μιτροφόροι δεσποτάδες άδοντες το σεραφειμικό άσμα “δεν θέλω αγίους μέσα στην Εκκλησία”! Τα τραγικά αποτελέσματα τα βλέπουμε σήμερα.
Έχουν υποδυθεί σε ανύστακτο αγώνα – αντάξιο του θλιβερού Σεραφείμ Τίκα – να τοποθετήσουν στο Υπουργείο Παιδείας (και Θρησκευμάτων) ό,τι πιο άχρηστο, ακατάλληλο, αντεθνικό, αντιθρησκευτικό, αντιλαϊκό και ζημιογόνο μπορεί να φαντασθεί αρρωστημένο ανθρώπινο μυαλό, λες και οι κινούντες τα νήματα δεν είναι Έλληνες και χριστιανοί. Έτσι βλέπουμε να διδάσκουν “θεολόγοι” άθεοι, καιροσκόποι, γεννήματα του “Καιρού” και γενικά, εκπαιδευτικοί χριστιανοί αδιάφοροι – αθεόφοβοι, στρουθοκαμηλίζοντες, μη προσδοκώντες ανάστασιν νεκρών.

Ο Σεραφείμ Τίκας ως μητροπολίτης Ιωαννίνων κατασκόπευε και “κάρφωνε” τον Ιερώνυμο. Οι δικτάτορες από την πρώτη στιγμή δεν ήθελαν τον Ιερώνυμο για αρχιεπίσκοπο γι’ αυτό έβαζαν συνεχώς προσκόμματα στο έργο του. Έπρεπε όμως να βρεθεί άνθρωπος να τον παρακολουθεί από μέσα. Ο τότε υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου – τον βρίσκουμε τα δημοκρατικά χρόνια (1991-92) ως Γενικό Γραμματέα του συντοπίτη μας υπουργού Παιδείας Γεωρ. Σουφλιά (πρόσωπο όλων των καθεστώτων, πολέμιο του Ιερωνύμου, και το 1991-93, με τη δικαίωση του Θεολόγου, κυματοθραύστη σε κάθε νόμιμη διαδικασία) – έπεισε τον Αρχιεπ. Ιερώνυμο να βάλει ως μέλος στην διαρκή Ιερά Σύνοδο το δεσπότη Ιωαννίνων Σεραφείμ Τίκα, γιατί ήταν φίλος και καλός συνεργάτης του.
Ο Ιερώνυμος, αγαθός άνθρωπος, χωρίς να υποψιαστεί τον συμπεριέλαβε μεταξύ των ανθρώπων του στενού περιβάλλοντος και με πρότασή του τον όρισαν στην καίρια θέση του Προέδρου της Μόνιμης Συνοδικής Επιτροπής επί του Τύπου, θέση που αναλογούσε – στην πολιτική – ως υπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ.
Ήταν αδιανόητο για έναν Ιερώνυμο τέτοιου πνευματικού διαμετρήματος να φανταστεί ότι μπορεί να υπάρχουν κληρικοί και μάλιστα επίσκοποι να είναι καταδότες! Τον θεωρούσε φίλο, συνεπίσκοπο, αδελφό και συνεργαζόταν μαζί του “αρμονικά”.
Ο παμπόνηρος Σεραφείμ – γριά αλεπού – εμφανίστηκε συνετός, πράος, φιλειρηνικός, φιλενωτικός και κρύβοντας τον πραγματικό του εαυτό καραδοκούσε τη στιγμή που θα έχυνε το δηλητήριο της κόμπρας. Ήταν άνθρωπος με αβυσσαλέο ψυχικό κόσμο, γεμάτος εμπάθεια, κακότητα, ακατάλακτο φονικό πάθος και μίσος, και την κατάλληλη στιγμή και ευκαιρία εξόντωνε όποιον χαλούσε τα ανίερα σχέδιά του.
Εκείνο που παραπλάνησε και παγίδευσε τον καλοκάγαθο Ιερώνυμο ώστε να τον εμπιστευτεί (το Σεραφείμ) ακόμα πιο πολύ, ήταν η όλη του στάση μετά την ξαφνική παραίτησή του, αποτέλεσμα των συνεχών συγκρούσεων και διαφωνιών με τους δικτάτορες την οποία υπέβαλε στην συνεδρίαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου την 8η Μαρτίου 1969.
Με την παραίτηση του Ιερωνύμου ο Σεραφείμ βρέθηκε απροετοίμαστος, οι δικτάτορες ξαφνιάστηκαν και οι σκοτεινές δυνάμεις, που τον προωθούσαν για αρχιεπίσκοπο, βρέθηκαν σε αδιέξοδο, γιατί πίστευαν, ότι δεν ήταν η πλέον κατάλληλη στιγμή για την εκλογή του επειδή υπήρχαν μεγάλα και ηχηρά ονόματα υποψηφίων. Έπρεπε συνεπώς πάση θυσία να αποσυρθεί η παραίτηση Ιερωνύμου.
Αυτός, ο τραχύς στην όψη, την έκφραση και το λόγο Σεραφείμ Τίκας, είχε μεταβληθεί σε μεγάλο θεατρίνο καθ’ όσον υποκρίνονταν, κολάκευε, “έκλαιγε” ευκαίρως – ακαίρως μπροστά στον Ιερώνυμο. Ο ιστορικός του μέλλοντος θα σταθεί με φρίκη και αποτροπιασμό μπροστά στο ραδιούργο και κενόδοξο αυτό πρόσωπο.
Να πώς περιγράφει ο ίδιος τον τρόπο με τον οποίο μετέπεισε τον Ιερώνυμο να αποσύρει την παραίτησή του: «Έπρεπε να είσθε εις την αίθουσαν δια να δήτε την ομόθυμον θέλησιν της Ιεραρχίας, όταν όλα τα μέλη της με έκδηλον συγκίνησιν και δάκρυα εις τους οφθαλμούς ανεκάλεσαν τον Αρχιεπίσκοπον. Απητήθη πολύς χρόνος, δια να πείσωμεν τον Μακαριώτατον να επανέλθη εις την αίθουσαν. Και όταν επανήλθε, τότε εξεφράσαμεν την χαράν μας! Επακολούθησε μία θριαμβευτική ψηφοφορία κατά της παραιτήσεως και υπέρ ανακλήσεως αυτής. Και το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ήτο η παμψηφεί πρότασις προς ανάκλησιν».
Και ο Σεραφείμ, αμέσως μετά, προς τον Ιερώνυμο: «Επιτρέψατέ μου, Μακαριώτατε, να δώσω εγώ την απάντησιν. Ναι. Η ψήφος είχε την έννοιαν, ότι δεν θέλομεν να παραιτηθήτε και σας δεχόμαστε ως Προκαθήμενον». Η επάνοδός του επανηγυρίσθη (Περ. “Ενορία” τ. 1969, σελ. 79).
Με όλα αυτά ο Ιερώνυμος εξαπατήθηκε, νομίζοντας ότι ο Σεραφείμ, είναι ντόμπρος και ότι όσα λέγει και πράττει, τα πιστεύει.
Ο πραγματικός Σεραφείμ αποκαλύφθηκε (ποιος είναι, ποιοι κρύβονται πίσω του, ποιοι τον προωθούσαν, ποιοι τον στήριζαν και τί επεδίωκαν) όταν ο Ιερώνυμος έφερε τον Νοέμβριο του 1972 σε συνεδρίαση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδας, μετά από πρόταση 12 μητροπολιτών, – μετά σφαγιασθέντων – το θέμα ΜΑΣΟΝΙΑ.
Από την ημέρα που έγινε μέλος της Αριστίνδην Συνόδου, ο Σεραφείμ παρακολουθούσε μεθοδικά κάθε κίνηση του Ιερωνύμου. Στενοί συνεργάτες του αρχιεπισκόπου προβληματίσθηκαν από τη στάση του Σεραφείμ και τον τρόπο που αντιδρούσε σε θέματα (κυρίως της Μασονίας).
Έτσι, ημέρες πριν την Σύνοδο, προσπαθούσε να μεταπείσει τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο να μην φέρει το θέμα προς συζήτηση γιατί δεν συνέφερε στην Εκκλησία (sic). Ο Ιερώνυμος ήταν ανένδοτος γιατί πίστευε ότι η Μασονία έπρεπε να καταδικαστεί επειδή είναι εχθρός της Εκκλησίας και του Έθνους. Είχε και το πόρισμα της Συνοδικής Επιτροπής για θέματα “Δογματικής και Κανονικής Τάξεως” που με πρότασή του συνεδρίασε 10 φορές γι’ αυτό το θέμα και 2 φορές για το ΡΟΤΑΡΥ υπό την Προεδρία του Μητροπολίτου Κασσανδρείας κ. Συνεσίου και με μέλη τους Δράμας Διονυσίου, Λαγκαδά Σπυρίδωνα και τους καθηγητάς Πανεπιστημίου Ιωαν. Καρμίρη, Χαρ. Φραγκίστα, Κων. Μουρατίδη, Ιωαν. Καλογήρου, Γεωρ. Ράμμου, Ανασ. Χριστοφιλοπούλου.
Σύγκρουση:
Τότε ο Σεραφείμ αποφάσισε να δώσει την μάχη μέσα στην Σύνοδο της Ιεραρχίας, συνεπικουρούμενος από μασονικά κυβερνητικά στελέχη που του υποσχέθηκαν ότι θα τον συμπαραστέκονταν και άλλοι μητροπολίτες.
Ο μόνος που αντιδρούσε με θρασύτητα και διακόπτοντας συνεχώς τους εισηγητές ζητώντας να μην πάρουν απόφαση για καταδίκη της Μασονίας, ήταν ο Ιωαννίνων (μετά αρχιεπίσκοπος) Σεραφείμ Τίκας. Όλοι οι άλλοι δεσποτάδες, παρ’ ότι είχαν την υποστήριξη των κυβερνώντων δικτατόρων, της μασονικής στοάς, των ξένων κύκλων και παραγόντων (αμερικανού πρέσβη Τόσκα, του Τομ. Πάπα κ.ά.) των Μέσων Ενημέρωσης, που εκείνες τις ημέρες είχαν οργιάσει στην παραπληροφόρηση και προπαγάνδα προς εξαπάτηση του λαού (έφθασαν σε σημείο να κυκλοφορήσουν μονταρισμένες φωτογραφίες, παρουσιάζοντας τον Ιερώνυμο με εμβλήματα μασονικά), κανείς από τους δεσποτάδες δεν ενίσχυσε την άποψη και προσπάθεια του Σεραφείμ.
Και η απόφαση που πάρθηκε αφορούσε την επαναδιατύπωση της απόφασης της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος 12/10/1993 που είχε αποφανθεί: «Η Μασονία αποδεδειγμένως τυγχάνει θρησκεία μυστηριακή, όλως διάφορος, κεχωρισμένη και ξένη της Χριστιανικής θρησκείας… Είναι ασυμβίβαστος ο αληθής και γνήσιος Χριστιανισμός προς την Μασονίαν».
Η σύγκρουση αυτή ήταν από τις πιο μεγάλες και σφοδρές γιατί είχε να κάνει με σκοτεινούς κύκλους, με μια μασονοποιούμενη στρατιωτική κυβέρνηση αλλά και με ανθρώπους της “Εκκλησίας” που δούλευαν υπογείως. Έτσι γράφτηκε ο επίλογος της καταδίκης του Ιερωνύμου και των 12 μητροπολιτών που υπέγραψαν την πρόταση περί Μασονίας.
Ο καθηγητής του Παν. Αθηνών Κων. Μουρατίδης γράφει: «Όπως είναι γνωστό, ο εκ των κορυφαίων ηγετών της χούντας της 21ηςΑπριλίου 1967 Στυλ. Παττακός, όχι μόνο δεν απέκρυπτε την ιδιότητά του ως κορυφαίου στελέχους της Μασονίας, αλλά και ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα κατά την περίοδο της δικτατορίας, προσπαθώντας να μυήσει όσο το δυνατό περισσότερους εις την σκοτεινή και λίαν επικίνδυνη αυτή οργάνωση.
Από την αναμφισβήτητη αυτή διαπίστωση καταφαίνεται, ότι η Μασονία ήταν οπωσδήποτε μεταξύ των σκοτεινών αυτών δυνάμεων, που προπαρασκεύασαν και έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιο της μεγάλης συνωμοσίας κατά της Ελλαδικής Εκκλησίας, και συνεχίζεται δυστυχώς μέχρι σήμερα, αφού ο εκλεκτός της Χούντας Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ, όχι μόνο ευρίσκεται ακόμα στο θρόνο του, αλλά και κατέστη παντοδύναμος με την ανεξήγητη για ένα χουντικό αρχιεπίσκοπο υποστήριξη όλων των κυβερνήσεων των τελευταίων 19 ετών ανεξαρτήτως πολιτικής προελεύσεως, επί των οποίων, όπως φαίνεται, ασκούν αποφασιστική επιρροή οι σκοτεινές εκείνες δυνάμεις που ανεβίβασαν με το ξίφος του δικτάτορα Ιωαννίδη τον κ. Σεραφείμ στον αρχιεπισκοπικό θρόνο.
… Τον κατέστησαν κυριολεκτικώς ασύδοτο μέχρι εξωφρενικού σημείου, η ατιμωρησία του για τα ανοσιουργήματα και εκκλησιαστικά εγκλήματα που διέπραξε… και εξακολουθεί μέχρι σήμερα να διαπράττη…» (Μεγ. Προδοσία 1993).
Τα θαρραλέα περιοδικά “ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ” και “ΕΚΚΛΗΣ. ΑΓΩΝ” έγραψαν τότε: “Η μασονία και άλλες σκοτεινές δυνάμεις, πέτυχαν τα εξής: 1ον. Έφεραν δια του δικτάτορα Ιωαννίδη τον κ. Σεραφείμ στον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Γιατί; Το είπε δημοσιογράφος «Για μας είναι τυμπανιαίο πτώμα». Και 2ον. Έδιωξαν τους δώδεκα Μητροπολίτες… Γιατί;Αφ’ ενός γιατί είχαν εναντιωθεί κατά της μασονίας και αφ’ ετέρου γιατί έπρεπε να φύγουν οι άξιοι και να έλθουν στις θέσεις τους ανάξιοι και διεφθαρμένοι, για να λέει σήμερα ανερυθρίαστα Μητροπολίτης, ότι «μπήκε στην Εκκλησία η αλητεία»”.
Και συνεχίζει σε ιστολόγιο:
«Όταν η Εφιαλτική χούντα του Ιωαννίδη (Νοέμβριος 1973-Ιούλιος 1974), με την συνεργασία των σκοτεινών δυνάμεων, εισέβαλε στα ενδότερα της Εκκλησίας με τον πιο βάρβαρο και αυθαίρετο τρόπο αναδεικνύοντας τον Σεραφείμ Τίκα Αρχιεπίσκοπο, είχε απώτερο σκοπό: πρώτον την εξόντωση των 12 επισκόπων, διότι με κοινό κείμενο ζητούσαν από την Ιεραρχία να καταδικάσει την Μασονία ως αντίχριστη θρησκεία (όπως έγινε και το 1933), και δεύτερον τη διεκπεραίωση, αντιχριστιανικών νομοσχεδίων που αφορούσαν το αυτόματο διαζύγιο, τη νομιμοποίηση της μοιχείας, των αμβλώσεων, τη μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, την κατάργηση του εκκλησιασμού και της προσευχής στα σχολεία κ.ά., χωρίς αντίσταση».
Για όλα αυτά και για πολλά άλλα που είχαμε προαναφέρει, ο Ιερώνυμος τους ήταν εμπόδιο και έπρεπε να φύγει ώστε να βάλουν άνθρωπο μαριονέτα που να μην φέρνει ποτέ αντίρρηση. Και το πιο κατάλληλο πρόσωπο αρκετά μυημένο, δεν ήταν άλλο από τον Σεραφείμ Τίκα.

Η Αρχιεπισκοπή και η Μονή Πετράκη, που μέχρι την εκλογή του Ιερωνύμου Α΄ ήταν χώροι που πρόδιδαν την εγκατάλειψη, ζωογονήθηκαν και μεταβλήθηκαν σε σχεδιαστήρια από τις πρώτες ώρες της ανάδειξής του στην ηγεσία της Εκκλησίας. Δεν αναπαύτηκε ούτε μια στιγμή. Ευρύς ο οραματισμός του, εφευρετική η ανησυχία του και θυσιαστικές για το άτομο οι κινήσεις του.
•Τα κτίρια που ανυψώθηκαν, κατά την εξαετή θητεία του στην περιοχή της Αρχιεπισκοπής, αποτελούν αδιάψευστες μαρτυρίες της ευρύτητας των οραματισμών του, της οργανωτικής του ικανότητας και της ποιότητας του μόχθου του.
•Το Νοσοκομείο κληρικών υπήρξε το καμάρι της Αθήνας σε κτηριακά, τεχνικά και ιατρικά μέσα εκείνης της εποχής.
•Η προσθήκη των νέων κτισμάτων στη Μονή Πετράκη έδωσε τη δυνατότητα στέγασης της Ιεράς Συνόδου, που μέχρι τότε λειτουργούσε στο κτίριο της Αρχιεπισκοπής επί της Αγίας Φιλοθέης.
•Το Διορθόδοξο κέντρο, ένα πρωτότυπο έργο με σύγχρονο εξοπλισμό και 60 μικρά διαμερίσματα, εξασφάλιζε τη φιλοξενία ισάριθμων συνέδρων και με την αίθουσα συνεδριάσεων, το αυτόματο κέντρο μεταφράσεων, τη βιβλιοθήκη, το Αναγνωστήριο, την αίθουσα εστιάσεων… διευκόλυνε τις εργασίες.
•Το Εκκλησιαστικό Μουσείο.
•Η Ανακαίνιση της Μονής Πεντέλης.
•Η χρηματοδότηση για την ανοικοδόμηση της Ιεράς Μονής Νταού.
•Οι κατασκηνώσεις.
•Τα 64 σπίτια Γαλήνης Χριστού.
•Η οικονομική ενίσχυση για την επέκταση των εκπαιδευτηρίων “Η ΘΕΟΜΗΤΩΡ”.
•Η ανάληψη της υλικής και ηθικής φροντίδας 7 φιλανθρωπικών ιδρυμάτων υπό της Αρχιεπισκοπής.
•Εκτός των παραπάνω ιδρυμάτων υπήρχε ένας άλλος ευρύτερος κύκλος 14 ιδρυμάτων που ενισχύονταν οικονομικά κάθε χρόνο, και τους δίνονταν και ταμειακές διευκολύνσεις.
Ήταν έτοιμο προς ανέγερση Οικοτροφείο για φοιτητές Θεολογίας και ιερατικών σπουδών – με οικόπεδο δίπλα στην Πανεπιστημιούπολη – του οποίου η οικονομική δαπάνη ήταν κατατεθειμένη σε ειδικό λογαριασμό.
Χρηματοδότησε:
•Το μνημείο των αγωνιστών στην Αγία Λαύρα.
•Το μοναστήρι Σταυρονικήτα Αγ. Όρους.
•Το μοναστήρι Ζωοδόχου Πηγής Καρέα.
•Το μοναστήρι Αγίου Ιωάννου Πεντελικόν, και πολλά άλλα.
Όλες αυτές οι νέες, σύγχρονες οικοδομές, και οι παλιές που ανακαινίστηκαν ήταν ικανές να στεγάσουν όλες τις διοικητικές υπηρεσίες, αλλά και τις νέες εστίες πνευματικής φροντίδας και αγάπης.
Οι δικτάτορες δεν μπορούσαν να εξηγήσουν, πώς η μέχρι τότε φτωχή και ανενέργητη Εκκλησία, στις ημέρες Ιερωνύμου Κοτσώνη δραστηριοποιήθηκε με ταχύ και ανεξήγητο ρυθμό, βρήκε πόρους και υλοποιούσε ένα τεράστιο έργο.
Εάν κάποιος αποφασίσει να καταγράψει λεπτομερώς το έργο του Ιερωνύμου θα μείνει έκθαμβος και θα αναγνωρίσει τη μεγαλοσύνη αυτού του σιωπηλού, ταπεινού, αλλά και ταυτόχρονα, ακούραστου ηγέτη.
Όταν ανέλαβε το πηδάλιο της Εκκλησίας ο Ιερώνυμος δεν βρήκε χρήματα στα ταμεία ούτε στης Συνόδου και της Αρχιεπισκοπής. Παρ’ όλο που το Κράτος δεν του έδωσε δραχμή όλη την εξαετία, δεν επιβάρυνε τους Ναούς και τις Μητροπόλεις με κάποια φορολογία. Το μυστικό που του εξασφάλισε την ευχέρεια να στήνει οικοδομήματα, μνημεία αγάπης και εστίες πνευματικής τροφοδοσίας του λαού, ήταν η διακριτική διαχείριση των εκκλησιαστικών εσόδων μέχρι τελευταίας δραχμής.
Όταν εγκαταστάθηκε στην Αρχιεπισκοπή, βρήκε δύο δημοσιογράφους που το έργο τους ήταν να συλλέγουν και να ταξινομούν δημοσιεύματα που είχαν σχέση με την Εκκλησία και το πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου. Δεν ενέκρινε αυτή την πρακτική και τους απομάκρυνε αμέσως.
Ενώ οργάνωσε εξ αρχής όλες τις υπηρεσίες της Συνόδου και της Αρχιεπισκοπής, κατήργησε την υπηρεσία των δημοσίων σχέσεων που υπήρχε για τους εξής δύο λόγους: 1) Δεν ήθελε να γίνεται θόρυβος γύρω από το πρόσωπο και το έργο του διότι θεωρούσε αυτό αποτέλεσμα του Θεού και όχι της δικής του αναξιότητας και 2) θεωρούσε ανεπίτρεπτη πράξη τη διοχέτευση ιερού εκκλησιαστικού χρήματος στα αχόρταγα στόματα των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης.
Αυτό το αγιασμένο χέρι, που ήξερε να νοικοκυρεύει, αξιοποιούσε όλες τις μικρές ή μεγάλες προσφορές των μελών της Εκκλησίας, και του δικού του μικρού αποθέματος. Χαίρονταν – όπως έλεγε – να βλέπει και το τελευταίο δικό του οβολό να μετουσιώνεται σε έργο αγάπης και μάκτο στοργής.
Μια μικρή ιστορική σύγκριση για παραλληλισμό.
Ο διάδοχος του Ιερωνύμου, Σεραφείμ Τίκας – ο “αγαπητός” της χούντας και πιστός φίλος του Ιωαννίδη – έμεινε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο ΤΕΤΡΑΠΛΑΣΙΟ (25 χρόνια) χρόνο απ’ ότι ο Ιερώνυμος. Τί ΕΚΑΝΕ;;; Απολύτως τίποτα! Αντί για πρόοδο, εμπλουτισμό και συνέχιση του έργου που βρήκε, προτίμησε την αδράνεια, τη συρρίκνωση και την κατεδάφιση.
Το Νοσοκομείο των Κληρικών το έκλεισε και το παρέδωσε στο Κράτος. Οι μαθητικές κατασκηνώσεις εγκαταλείφθηκαν. Η εταιρεία ανάπτυξης της εκκλησιαστικής περιουσίας διέκοψε την λειτουργία. Διέλυσε την Εκκλησιαστική Παιδεία. Το Διορθόξο κέντρο, που παρέλαβε ολοκαίνουργιο, αποσαθρώθηκε. Το κτηματολόγιο της εκκλ. περιουσίας μπήκε στο χρονοντούλαπο. Όλα τα εκκλησιαστικά κτίρια ντύθηκαν το “σχήμα” της παρακμής.
Σύγκρουση
Αυτό το άθλιο αποτέλεσμα υπήρξε έργο της “ελίτ” κοινωνίας – πολιτικής, δημοσιογραφικής, δικαστικής, επιχειρηματικής… –, όλοι αυτοί βρέθηκαν να κατέχουν παράνομα εκκλησιαστικά κτήματα της Πεντέλης στην περιοχή Νέας Μάκρης. Ο Ιερώνυμος την υπόθεση αυτή την έστειλε στην Δικαιοσύνη.
Μετά από χρόνια ανακρίσεων και ερευνών, βρέθηκαν πάνω από 160 “ευυπόληπτα” άτομα μπλεγμένα.
Τρεις ανακριτές πέρασαν αλλά δίστασαν να βγάλουν πόρισμα διότι ένοιωθαν να συνθλίβονται κάτω από τις ισχυρές πιέσεις του κυκλώματος των ενόχων. Ο τέταρτος αναγκάστηκε να ομολογήσει: «Οι τρεις προηγούμενοι ανακριτές έδωσαν πάσα το φάκελο σε μένα. Θα ξεδιαλύνω εγώ την υπόθεση, για να βρω τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου δολοφονημένα;».
Ο Ιερώνυμος ήταν ανυποχώρητος στις πιέσεις και με παραστάσεις ζητούσε το ξεκαθάρισμα της υπόθεσης. Η διαπλοκή και το σύστημα τον είχαν διαγράψει. Ο καιρός περνούσε, και ο Ιερώνυμος αηδιασμένος παραιτήθηκε και ανέλαβε Αρχιεπίσκοπος ο άνθρωπός τους Σεραφείμ Τίκας.
Πολύ σύντομα πέρασε στα ψιλά των εφημερίδων, σε ένα μονόστυλο, ότι «όλο το ανακριτικό υλικό, από ΛΑΘΟΣ, πολτοποιήθηκε!».
Και δεν φθάνουν αυτά. Η ίδια ρεμούλα συνεχίστηκε και μετά… Θα θυμάστε εκείνον τον “χαριτωμένο” αλλά αξιολύπητο (είχαμε δημοσιεύσει στο φύλλο 213/15) διάλογο μεταξύ δημοσιογράφων σε μητρόπολη που πήγαν για συνέντευξη: «Τούτοι εδώ προσφέρουν καφέ ενώ οι άλλοι προσφέρουν οικόπεδο».
Και το μεγάλο ερώτημα είναι: Πού πήγε αυτός ο “πακτωλός” των χρημάτων μιας 25ετίας; Δεν θα έπρεπε κάποιοι, κάποτε να λογοδοτήσουν;
Όλα αυτά αφορούσαν τα άψυχα είδη. Το θλιβερό ήταν ότι, για την στελέχωση της Εκκλησίας με έμψυχο δυναμικό, ωρύονταν ο Σεραφείμ. «Δεν θέλω αγίους· φέρτε ποιος έχει χονδρό φάκελλο (με βρωμιές)… να τον κάνω δεσπότη».
Έρχεται η περίοδος της μετά Σεραφείμ εποχής, που αφορά τη νεότερη εκκλησιαστική ιστορία, περιόδου Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, εξίσου θλιβερή και αποκαρδιωτική.
Με την ανάληψη της αρχιεπισκοπικής καθέδρας, εξήγγειλε ένα μεγαλόπνοο σχέδιο που περιελάμβανε μεταξύ άλλων:
•50 νέους βρεφονηπιακούς σταθμούς εντός 3-5 ετών.
•Ίδρυση Πανεπιστημίου της Εκκλησίας.
•Ίδρυση νοσοκομείων κληρικών (το προηγούμενο το έκλεισαν).
•Ίδρυση (από την Εκκλησία) σχολείων Α/θμιας και Β/θμιας εκπαίδευσης.
•Ανέγερση νέου Συνοδικού Μεγάρου (όρισε μάλιστα και ημερομηνία θεμελίωσης το Πάσχα 1999).
•Ίδρυση τηλεοπτικού σταθμού. Ο υπάρχων ραδιοσταθμός θα γίνονταν παγκόσμιας εμβέλειας.
•Ίδρυμα για φιλοξενία γερόντων αρχιερέων, που είχαν παραιτηθεί.
•Σύσταση “οίκου ευεργέτη του Γένους”, και πολλά ακόμα!!!
Εξαγγελίες έργων, και ανακοινώσεις προγραμματισμού αράδιασε πολλές, τόσες που και ο ίδιος δεν τις θυμόταν και ούτε θα ήταν σε θέση να τις αριθμήσει. Όμως η οκταετία της αρχιεπισκοπικής πορείας δεν δρομολόγησε ούτε ένα έργο υποδομής. Δεν έβαλε ούτε μια πέτρα πάνω στην άλλη. Δεν έσκυψε καν να θεμελιώσει ένα στοιχειώδες οίκημα. Συνέχισε το Status quo του Σεραφείμ Τίκα.
Ο “πακτωλός” των ιερών χρημάτων της αρχιεπισκοπής έμεινε στο χώρο της απόρρητης διαπλοκής. Δε μετουσίωσε τις επαγγελίες σε πραγματικότητα. Τα λόγια έμειναν λόγια και τα έργα φυλάχθηκαν στο χρονοντούλαπο της αδράνειας.
Αντί το ιερό χρήμα να αξιοποιηθεί σε έργα πνοής και ανακούφισης πονεμένων ανθρώπων, αυτό κατασπαταλήθηκε σε πολυδάπανη και προκλητική χλιδή. Σκορπίστηκε στην ικανοποίηση συμπεριφοράς αρρωστημένου νεοπλουτισμού. Περπάτησε σαν ηγεμόνας της Ανατολής, σαν Σαουδάραβας διαχειριστκής πετρελαιοπηγών, σαν κροίσος του χρήματος. Όλες του οι κινήσεις και εκδηλώσεις είχαν τη σφραγίδα της έπαρσης και της σπατάλης.
Οι στολές του με τα αξεσουάρ – μίτρες, σταυροί, εγκόλπια, πατερίτσες, μανδύες, μπαστούνες κ.ά. – ήταν ανυπολόγιστες σε ποσότητα, πολυτέλεια και κόστος. Τα ταξίδια στο εξωτερικό, πυκνά και πολυέξοδα, συναγωνίζονταν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Σε κάθε επίσκεψη τον συνόδευαν σαράντα δημοσιογράφοι για να καλύψουν το “σημαντικό” γεγονός, καθώς και ένα τσούρμο παρατρεχάμενοι. Έμεινε σε σουίτες των πολυτελέστατων ξενοδοχείων, όπου είχαν καταλύσει κάποτε η Μάργκαρετ Θάτσερ, ο Τσαουσέσκου, ο ΚουρτΒαλντχάιτ, η Σοφία Λώρεν κ.ά.
Όλα αυτά δεν τα λέμε εμείς, τα είπε, ο σημερινός αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος διαμαρτυρόμενος με επιστολή του στις 13-1-2001 για την τεράστια δαπάνη και την προκλητική και ηγεμονική εμφάνιση του Χριστοδούλου γράφοντας: «Μακαριώτατε…, βλέπω, μετά τις περίεργες συμπεριφορές στα ταξίδια σας και ανεξήγητες περιποιήσεις και αβροφροσύνες!… Αισθάνομαι ότι, παρακολουθώ θέατρο παραλόγου, ότι ζω σε σχιζοφρενική ατμόσφαιρα… Πολλοί είναι εκείνοι, που συνωθούνται για να έχουν μαζί σας ένα ταξίδι με το πρωθυπουργικό αεροπλάνο, διαμονή σε σουίτες, με συνοδεία σαράντα δημοσιογράφων…». Και μόνο το κόστος των δημοσιογράφων έφθανε τα 36.000 δολλάρια (sic).
Το διώροφο κτίριο στο Ψυχικό, το χρησιμοποιούμενο ως κατοικία του αρχιεπισκόπου, ο Ιερώνυμος – για λόγους οικονομίας – το μετέτρεψε σε γραφεία του εκκλησιαστικού οργανισμού ΟΔΔΕΠ, και ο ίδιος έμεινε στην αρχιεπισκοπή ή σε ένα μικρό κελί στην Μονή Πεντέλης. Ερχόμενος ο Σεραφείμ έδιωξε τον Οργανισμό και το έκανε πάλι κατοικία. Ο Χριστόδουλος για να μείνει, το ανακαίνισε εκ νέου και το κόστος – όπως έγραψε ο τύπος – έφτασε τα 700 εκατομμύρια δραχμές (δηλαδή διπλάσιο απ’ το εάν χτιζόταν από την αρχή). Αυτή μόνο η είδηση φανερώνει την διάθεση για κραιπάλη ενός κληρικού που είχε αναλάβει το βαρύ έργο να εκπροσωπήσει το σαρκωμένο Λόγο του Θεού, το δάσκαλο, που δεν είχε “που την κεφαλήν κλίνη” (Ματθ. η΄ 20).
Ως προς το έμψυχο δυναμικό ο ίδιος ομολογούσε: «… υπάρχουν κάποιοι κληρικοί, που έχουν προδώσει την ιερή αποστολή των… Δύο είναι τα βασικά: η φιληδονία και η φιλαργυρία… Είμαστε υπεύθυνοι… Μετατρέψαμε τις Μητροπόλεις μας σε θερμοκήπια αθλιοτήτων…» (Ομιλία του στην Ιεραρχία, 18-19 Φεβρουαρίου 2005).
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ Β΄
Η κατρακύλα συνεχίστηκε. Ήρθε και κάθισε στην αρχιεπισκοπική καθέδρα (7-2-2006 μετά από βρώμικο παιχνίδι σε βάρος του μητροπολίτη Σπάρτης) ο Ιερώνυμος Β΄ (Λιάπης). Ακολούθησαν υποσχέσεις, ανακοινώσεις πολλές αλλά μέχρι στιγμής μένουν ανενέργητες – “αέρας κοπανιστός”. Και το χειρότερο ξεπέρασε τους προηγούμενους, όσον αφορά την εκλογή των “ποιμένων” στην Εκκλησία, δεδομένου ότι αδιαφόρησε ακόμα και ως προς τα ουσιαστικά προσόντα των προς αρχιερατεία υποψηφίων, αφού χειροτόνησε και χωρίς θεολογικό τίτλο επίσκοπο επειδή ήταν δικός του κι έτσι θα ενίσχυε την πλειοψηφία στην Ιεραρχία.
Δεν χρειάζονται λεπτομέρειες προκειμένου να ιχνογραφήσουμε το πορτραίτο του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Β΄. Και μόνο ότι, σε επίσκεψη καταυλισμού λαθρομεταναστών, έκρυψε τον εσταυρωμένο Κύριό μας για να μη δυσαρεστήσει τους μουσουλμάνους, αρκεί, διότι αυτό σημαίνει πολλά…
Δεν ήταν όμως μόνο αυτά.
Έτρεξε στο Κατάρ – χώρα φανατικά μουσουλμανική – και εκλιπαρούσε να αξιοποιήσει – ξεπουλήσει – την εκκλησιαστική περιουσία που ο προκάτοχός του Ιερώνυμος Α΄ (Κοτσώνης) κονταροχτηπήθηκε με διαπλοκές, καταπατητές, δικτατορία και συμφέροντα προκειμένου να την δημιουργήσει ανασταίνοντάς την εκ του μηδενός.
Επί των ημερών του όσες οικονομίες είχε η Εκκλησία εξαφανίστηκαν λόγω των κακών χειρισμών ανθρώπων άσχετων, με αποτέλεσμα αυτή τη στιγμή να κρατάει μόνο χαρτιά (ομόλογα – μετοχές) κι αυτά χωρίς καμία αξία.
Στα οκτώ χρόνια αρχιερατείας του έχουν ψηφιστεί πολλά αντιχριστιανικά και αντιεθνικά νομοθετήματα και δεν όρθωσε το ανάστημά του, ή και αν κάτι είπε, ήταν… χλωμό και ασθενές.
Δεν έκανε καμιά προσπάθεια να σταματήσει ή να μειώσει αυτό το “Θέατρο του παραλόγου” ώστε οι γιορτές πολιούχων αγίων να παύσουν ν’ αποτελούν καλλιστεία δεσποτικών χρυσοποίκιλτων στολών.
Το ίδιο και στα ονομαστήρια μητροπολιτών, όπου μαζεύονται τσούρμο από δαύτους, μεταβάλλοντας την τιμή προς τον Άγιο σε πολυφωνική αίτηση προς το Θεό ν’ αυξήσει τα δεσποτικά έτη δίνοντας ιδιαίτερη αίγλη με τα πολυαρχιερατικά συλλείτουργα – καινούργιο κι αυτό – παρουσιάζοντας σκανδαλώδεις και πολυέξοδες φιέστες (τραπεζώματα, δωράκια, ξενοδοχεία…) σε εποχή πείνας, ανεργίας και απογοήτευσης.
Η αφωνία και απραξία του, τον μεν λαό έβαλε σε ανησυχία, ως προς το μέλλον της εκκλησίας μας, τους δε εχθρούς της χαροποίησε, με αποτέλεσμα να “αλωνίζουν” στην κυριολεξία μεταβάλλοντας ιερά και όσια, ήθη, έθιμα, παραδόσεις και καταστάσεις, γεγονός το οποίο ούτε να διανοηθούν μπόρεσαν οι δικτάτορες επί Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Α΄ (Κοτσώνη) γιατί είχαν να κάνουν με τον «καλόν ποιμένα, ο οποίος την ψυχήν του έδωσε υπέρ των προβάτων» (Ιωάν., 1-30).
Πράγματι, αφού στελέχωσε όλες τις διοικητικές υπηρεσίες με κατάλληλους ανθρώπους, συμπλήρωσε το επιτελείο με εθελοντές που είχαν φόβο Θεού, και παράλληλα ανέβασε στο επισκοπικό αξίωμα πνευματικά αναστήματα που κανείς δεν αμφέβαλε για την καταλληλότητά τους.
Αυτά δεν άρεσαν στον μισόκαλο και τα όργανά του γι’ αυτό και όλοι αυτοί αγωνίστηκαν να απομακρύνουν από το προσκήνιο τον Ιερώνυμο Α΄ και τους αγίους Επισκόπους ώστε να μην υπάρξει αγία διαδοχή. Ήταν το μένος τους τέτοιο που φρόντισαν, ακόμη και μετά τον θάνατο των αγίων, να εξαφανίσουν κάθε ίχνος από την αγία τους ζωή. Απέτυχαν όμως, γενόμενοι καταγέλαστοι, διότι ο Θεός «υπερηφάνοις αντιτάσσεται».
Συγκρίνετε και κάνετε παραλληλισμό.
Σύγκρουση
Οι δικτάτορες – όπως είναι γνωστό – από την πρώτη στιγμή, δεν είδαν με καλό μάτι την άνοδο του Ιερωνύμου στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, και όσες φορές ήρθαν απ’ ευθείας σε σύγκρουση μαζί του, είχαν αποτύχει γιατί βρήκαν έναν γρανίτη μπροστά τους. Αλλάζοντας τακτική προσπάθησαν να του δημιουργήσουν εκ των έσω προβλήματα, και χρησιμοποιώντας την Ιεραρχία να κλονίσουν τις σχέσεις με το Πατριαρχείο ξεκινώντας από τον Καταστατικό Χάρτη. Η δικτατορική κυβέρνηση θέλησε να περάσει πρώτα ειδικό άρθρο με το οποίο να περιέλθουν στην ελλαδική εκκλησιαστική δικαιοδοσία όσες μητροπόλεις, ευρισκόμενες στο ελληνικό κράτος, υπάγονταν μέχρι τότε στο Πατριαρχείο (Κρήτη, Δωδεκάνησος, Ν. Χώρες).
Ο Ιερώνυμος έμαθε τις προθέσεις της κυβέρνησης, και με το οξύ του πνεύμα αντιληφθείς την παγίδα που του έστηναν, αντιτάχθηκε σθεναρά, γράφοντας: «Εγώ, πληροφορηθείς τούτο εγκαίρως, εδήλωσα ότι, εάν τοιαύτη τις διατάξις ετίθετο εις τον Καταστατικόν, θα παρητούμην αμέσως από Αρχιεπίσκοπος… και εφ’ όσον εγώ κατέχω τον θρόνον των Αθηνών, τοιούτον τι ουδέποτε είναι δυνατόν να συμβή. Τη επιμονή μου, δεν περιελήφθη εις το κείμενον του σχεδίου του Καταστατικού μας Χάρτου…».
Το δημοσιογραφικό όμως λόμπυ μαζί με άλλα κέντρα, που αγωνίζονταν εναντίον του Ιερωνύμου, με συνεχή δημοσιεύματα είχαν βάλει ως στόχο να του δημιουργήσουν προβλήματα με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και παραπληροφορώντας τον κόσμο ότι δήθεν η προσθήκη αυτή του άρθρου ήταν πρόταση του Ιερωνύμου, να τον αποδυναμώσουν.
Εφημερίδα έγραφε: «Κατά παρασχεθείσας χθες πληροφορίας ο Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος και τα μέλη της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, δεν θα διστάσουν να λάβουν σκληράν στάσιν έναντι παντός, ο οποίος θα επιχειρήση είτε να απεμπολήση είτε να καταστρατηγήση τα αναφαίρετα δικαιώματα της Μητρός Εκκλησίας».
Το μάτι του αρχιεπισκόπου οξύ, έπιανε τις κινήσεις των σκοτεινών κύκλων και τις αναταράξεις που ήθελαν να δημιουργήσουν. Αυτός με διακριτικές ενέργειες, αλλά αποτελεσματικές, τις αντιμετώπισε και έτσι δεν ήρθε σε σύγκρουση με το Πατριαρχείο που τόσο διακαώς όλοι αυτοί περίμεναν.
Όμως οι κρατούντες δεν απογοητεύτηκαν, και την κατάλληλη στιγμή, όταν πήγε για ψήφιση ο Καταστατικός χάρτης, τροποποίησαν την παράγραφο 3 του άρθρου 6 του νομοθετήματος αυθαίρετα και χωρίς καμία συνεννόηση πρόσθεσαν φράση, που θεσμοθετούσε την διάκριση των Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας σε δογματικούς και διοικητικούς.
Αυτό δημιούργησε αναστάτωση στον Αρχιεπίσκοπο και σε όλο το σώμα της Εκκλησίας. Τότε πολλοί μητροπολίτες έκαναν δριμύτατη κριτική στον αρχιεπίσκοπο, διότι – όπως έλεγαν – πολλά άρθρα του Κ.Χ. ήταν παρμένα από τον καταστατικό Χάρτη της ρωσικής εκκλησίας και γενικώς του παραπετάσματος, – τον υποπτεύονταν ως φιλοκομμουνιστή – είχε δε και πολλές διατάξεις από την παπική Εκκλησία – άρα “φιλοπαπικός” – και του έριξαν ευθύνες γιατί δεν αντέδρασε στις κατηγορίες δυναμικά, ακόμα και με την παραίτησή του.
Η αλήθεια είναι ότι ο Ιερώνυμος διαμαρτυρήθηκε εντονότατα στην κυβέρνηση δηλώνοντας: «… ως κληρικός και ως θεολόγος, αισθάνομαι υποχρεωμένον εμαυτόν, ίνα και από τις θέσεως ταύτης διαμαρτυρηθώ και της αδοκίμου ταύτης διατυπώσεως και αποδοκιμάσω αυτήν…».
Η Ιεραρχία που συγκλήθηκε εκτάκτως γι’ αυτό το θέμα αποφάσισε ομόφωνα να γίνει δεκτός όπως είναι ο Καταστατικός Χάρτης και να γίνουν σχετικά διαβήματα και παραστάσεις προς την Κυβέρνηση για την απάλειψη των σχετικών άρθρων.
Το έγγραφο της Ιεραρχίας που στάλθηκε στον δικτάτορα Παπαδόπουλο είναι ένας “ΥΜΝΟΣ” προς την δικτατορία. Να τη έγραφε μεταξύ άλλων: «Η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, επιδοκιμάσασα εν τω συνόλω τον άρτι υπό της Πολιτείας, τη συνεργασία της Εκκλησίας, εκδοθέντα νέον ΚαταστατικόνΧάρτην της Εκκλησίας της Ελλάδος, εκφράζει μεν την ευγνωμοσύνην της Εκκλησίας τω κ. Πρωθυπουργώ και τη Εθνική της Χώρας ημών Κυβερνήσει, δι’ όσα αγαθά προνοείται ούτος υπέρ της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος…
Όθεν, η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος ομοφώνως εισηγείται την τροποποίησιν της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. Δ/τος 126/1969… – επίσης – την απάλειψν της παρ. 1 του άρθρου 29 του ν. Δ/τος 126/1969».
«Δυστυχώς συναντήσαμε την άρνηση της Κυβέρνησης ως προς τα περί της διακρίσεως των Ιερών Κανόνων, διαβήματα άτινα ήταν άνευ οιουδήποτε αποτελέσματος…» (Ιερώνυμος Α΄).
Από τα πρακτικά της συνεδρίασης (σελ. 147/1969) της Ιεραρχίας διαβάζουμε επί λέξει τί είπε ο Σεραφείμ: «Ωμίλησεν… ΣεβασμιώτατοςΜητρ. Ιωαννίνων κ. Σεραφείμ, ταχθείς υπέρ της εφαρμογής του Καταστατικού Χάρτου, ούτινος πολλάς διατάξεις θεωρεί εποικοδομητικάς, άλλας δε διορθωτέας εν καιρώ…». Ενώ διατείνονταν ότι είναι πρόμαχος και υπέρμαχος των Ιερών Κανόνων, και εναντίον των επεμβάσεων της πολιτείας εις τα εσωτερικά της Εκκλησίας, από τη στιγμή που ανέλαβε την αρχιεπισκοπική καθέδρα με τον πιο δουλικό τρόπο, εφήρμοσε την άκρατη πολιτειοκρατία, δηλαδή την πλήρη υποταγή της Εκκλησίας εις την πολιτεία, παραβιάζοντας θεμελιώδεις Ιερούς Κανόνες που ανέτρεπαν όλη την κανονική τάξη της Εκκλησίας. Επιγραμματικά αναφέρουμε: 1) τα νομικά τερατουργήματα των 3 και 7/1974 Συντακτικών Πράξεων, 2) τις οδυνηρές βάρβαρες και βέβηλες επεμβάσεις με τον Ν. 1351/1983, 3) την προσθήκη στο άρθρο 34 του Ν. 590/1977 που θεωρήθηκε πέρα για πέρα φασιστική, 4) τον ν. 1700/1987 για την αρπαγή της μοναστηριακής περιουσίας κ.ά.
Οι δικτάτορες, που είχαν δρομολογήσει υπόγειες μεθοδεύσεις με ανθρώπους όπως: τον Ιωαννίνων Σεραφείμ, τον Κορίνθου Παντελεήμονα… και τα υποταγμένα Μ.Μ.Ε., προσπαθούσαν να προκαλέσουν φθορά στο μηχανισμό του σκάφους Ιερωνύμου, αλλά και εδώ απέτυχαν.
Εκείνο, που δεν τόλμησαν να θίξουν, ώστε να τον αναγκάσουν να αποσυρθεί από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο, ήταν η καθαρή σαν το διαμάντι ηθική του υπόσταση.
Σχημάτισαν ένα φράγμα, ώστε να μην προβάλλεται η δραστηριότητα του Ιερωνύμου, και προσπάθησαν να ανακόψουν τη δημιουργική του πορεία, κλείνοντας την κάνουλα των οικονομικών με το να βάλουν φορολογίες στα έσοδα των Ι. Ναών και Μονών, ευαγών Ιδρυμάτων, και Φιλανθρωπικών Σωματείων. Διότι – όπως είναι γνωστό – χωρίς χρήματα, τίποτα δεν θα μπορούσε να πραγματώσει: «Όπου το χρήμα προηγείται, όλες οι πόρτες τότε ανοίγουν» (έλεγε ο Σαίξπηρ). Αυτό πήγε να εφαρμόσει η δικτατορική κυβέρνηση προκειμένου να σταματήσει το τεράστιο δημιουργικό του έργο και την φήμη του σαν αποστολικού πατέρα στα ίχνη του Μ. Βασιλείου που άρχισε να επιβάλλεται στον ορθόδοξο ελληνικό λαό κυλώντας και έξω από τα στενά σύνορα της Ελλάδας.
Τρία οικονομικά αναχώματα ανόρθωσαν οι κυβερνώντες. Ο αρχιεπίσκοπος όμως με συνεχείς παραστάσεις και πιέσεις, κατόρθωσε στο ένα να διορθώσει το Ν. Διάταγμα 126/1969 και στο άλλο, με την απειλή της παραίτησής του, να εκδώσουν τον υπ’ αρ. 876/1971 σχετικό νόμο που αφορούσε τη χρηματοδότηση της εκκλησιαστικής παιδείας. Αυτό διαπιστώνουμε από τις σημειώσεις του ιδίου που λέγει: «… με τα δύο αυτά θέματα η κυβέρνηση διεξήγε επί έτη εναντίον μου ένα είδος πολέμου νεύρων…».
Το τρίτο μεγάλο ανάχωμα ήταν, η τροποποίηση του Νόμου περί φορολογίας, που εισηγήθηκε ο υπουργός Οικονομικών Ι. Κούλης και ζητούσε να φορολογηθούν Ευαγή και Φιλανθρωπικά Ιδρύματα, Ι. Ναοί και μοναστήρια – συμβάν για πρώτη φορά μετά την απελευθέρωση του 1821 – ενώ αντίθετα μείωνε την φορολογία σε επαγγελματίες, βιομηχανίες, ακόμα και σε λαϊκούς τραγουδιστές.
Μπαίνοντας σε εφαρμογή το νομοθέτημα αυτό ανέτρεπε όλο το οικονομικό πρόγραμμα του Ιερωνύμου, διότι η Εκκλησία, με το νοικοκύρεμα που είχε εφαρμόσει, άρχισε να αυξάνει τα έσοδά της, και με την αξιοποίηση της περιουσίας – το κτηματολόγιο ήταν σε εξέλιξη – σε σύντομο χρονικό διάστημα θα μπορούσε να γίνει αυτάρκης οικονομικώς και η μισθοδοσία των κληρικών της να γίνεται από την ίδια, και να μην εξαρτάται πλέον από το Κράτος.


Μπαίνοντας σε εφαρμογή το νομοθέτημα αυτό ανέτρεπε όλο το οικονομικό πρόγραμμα του Ιερωνύμου, διότι η Εκκλησία, με το νοικοκύρεμα που είχε εφαρμόσει, άρχισε να αυξάνει τα έσοδά της, και με την αξιοποίηση της περιουσίας – το κτηματολόγιο ήταν σε εξέλιξη – σε σύντομο χρονικό διάστημα θα μπορούσε να γίνει αυτάρκης οικονομικώς και η μισθοδοσία των κληρικών της να γίνεται από την ίδια, και να μην εξαρτάται πλέον από το Κράτος.
Σύγκρουση
Νά πως περιγράφει ο αρχιεπίσκοπος αυτή την σύγκρουση:
«Δεν θα πρέπει να παραλείψωμεν να αναφέρωμεν τους αγώνας, που υποχρεώθημεν να διεξαγάγωμεν εξ αφορμής της τροποποιήσεως του Νόμου περί Φορολογίας. Ο Νόμος αυτός έπληττε σοβαρώς και τα Ευαγή Ιδρύματα και την Εκκλησίαν… Δι’ αυτό και η αντίδρασίς μου κατά του μέτρου αυτού υπήρξεν ιδιαιτέρως σφοδρά και την εξωτερίκευσα με πολλήναγανάκτησιν εις μίαν σύσκεψιν, όπου ήσαν παρόντες… και ο τότε Αντιπ/ρος της Κυβερνήσεως κ. Παττακός. Παρασυρθείς από τα συναισθήματα, που αισθανόμην δια το κυβερνητικόν αυτό μέτρον, είπα ότι η Εκκλησία εις στιγμάς εθνικής ανάγκης είναι πρόθυμη και τα κανδήλια της ακόμα να προσφέρει εις το Κράτος, αλλά εις περιόδους οικονομικής ευημερίας, όπως μαρτυρεί το γεγονός, ότι το Κράτος ελαφρώνει την φορολογίαν των λαϊκών τραγουδιστών και των ομοίων των, είναι αίσχος δια την Κυβέρνησιν να φορολογή τα έσοδα των Ιερών Ναών και Μονών και των Ευαγών Ιδρυμάτων και των Φιλανθρωπικών Σωματείων.
… Δεν παρέλειψα να προβώ εις σχετικάς εντόνους παραστάσεις εις τον Πρωθυπουργόν… Εν τούτοις ο κ. Υπουργός, όσον και ο Υφ/πουργός Οικονομικών, εξακολούθησαν να επιμένουν εις την άποψίν των… Την 4ην Απριλίου 1972 είχα μίαν έντονη συνομιλίαν με το Υφυπουργόν Οικονομικών κ. Δημόπουλον, εις τον οποίο κατέστησα σαφές ότι η Εκκλησία δεν πρόκειται να συμμορφωθεί με τον αρπακτικόν εκείνον νόμον… Κατόπιν εισηγήσεώς μου, η Ιερά Σύνοδος έδωκεν οδηγίες εις τους Μητροπολίτας, να μη συμμορφωθούν προς τας προσκλήσεις των Εφόρων και να μην υποκύψουν εις τας απειλάς των. Μετά ένα ακριβώς μήνα, συγκεκριμένως την 6ην Μαΐου 1972, συνηντήθην επί του θέματος αυτού με τον Αντιπρόεδρον κ. Παττακόν. Ατυχώς, η υπόθεσις δεν είχεν ακόμα τακτοποιηθεί, δι’ αυτό σημειώνω εις το Ημερολόγιόν μου: “Ήμουν λυσσασμένος”… Δι’ αυτό την 7ην Ιουνίου παρεκλήθη ο κ. Παττακός να παραστή εις την συνεδρίασιν της Ιεράς Συνόδου, όπου δια μακρών συνεζητήσαμεν το ζήτημα. Μετά πολλούς αγώνας και πολλάς διαμαρτυρίας, μόλις την 19ην Ιουλίου, ο κ. Αντιπρόεδρος με επληροφόρησεν, ότι ελύθη το ζήτημα συμφώνως προς τας απόψεις της Εκκλησίας».
Όλο αυτό το οικονομικό “μποϊκοτάζ” της κυβέρνησης προς την Εκκλησία απέβλεπε να πλήξει τον αρχιεπίσκοπο και το επιτελούμενο έργο του. Η αντίδραση του κόσμου υπήρξε άμεση και αυθόρμητη. Ο πιστός λαός, σαν ορμητικός χείμαρρος, γκρέμισε το φράγμα που είχε στήσει η κυβέρνηση, συσπειρώθηκε γύρω από τον αρχιεπίσκοπο, άνοιξε το πορτοφόλι του, και, το πιο συγκινητικό, συμμετείχε στη στελέχωση των Φιλανθρωπικών και Ευαγών Ιδρυμάτων εθελοντικά. Ενδεικτικά αναφέρουμε: Τα 64 «Σπίτια Γαλήνης Χριστού» επανδρώθηκαν με πάνω από 2.000 εθελόντριες κυρίες και δεσποινίδες, προσφέροντας περιποίηση σε χιλιάδες υπερήλικα άτομα. Στην «Ομάδα ελευθέρως διαβιούντων υπερηλίκων» λειτουργούσαν 82 “ομάδες” που απαρτίζονταν από 410 εθελόντριες και πρόσφεραν διακονία σε πάνω από 1100 ανήμπορα άτομα. Οι “κινητές Μονάδες Περίθαλψης κατάκοιτων” με ειδικά εκπαιδευμένες εθελόντριες και εθελοντές γιατρούς είχαν πραγματοποιήσει εκατοντάδες επισκέψεις σε κατάκοιτους. Το «Γραφείο Ευρέσεως Εργασίας» λειτουργούσε με εθελοντικό προσωπικό, και τοποθέτησε σε διάφορες εργασίες εκατοντάδες άτομα. Το «Κίνημα Αγάπης» και η «Χριστιανική Αλληλεγγύη» λειτουργούσε με εθελοντές, ενισχύοντας τον κόσμο εκτός από οικονομική και ηθική υποστήριξη και με υλική δια ειδών ιματισμού, κλινοσκεπασμάτων κ.ά.
Εδώ πρέπει να σταθούμε με δέος και θαυμασμό στο ευρύ και διορατικό πνεύμα του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου. Αυτό, που τα τελευταία χρόνια εφαρμόζεται στην Ελλάδα, ο Ιερώνυμος το εγκαινίασε πριν 40 χρόνια με την εθελοντική «δράση συνεργατών», στην οποία συμμετείχε και ο ίδιος, σε πρωτότυπη πρωτοβουλία. ΣΚΟΠΟΣ: Ό,τι άχρηστο και χωρίς καμία αντικειμενική αξία, να γίνει πηγή εσόδων. Έτσι σε όλη την Πρωτεύουσα τοποθέτησε ειδικά μεγάλα καλάθια τετράγωνα ή στρόγγυλα με πλέγμα – τότε κάδοι απορριμμάτων δεν υπήρχαν – και ο κόσμος έριχνε, αλλού εφημερίδες, περιοδικά, κούτες κ.ά. και αλλού ρουχισμό… μέταλλα… έπιπλα… σκεύη… κ.ά. Όλα αυτά, που άλλοτε πετιούνταν στο καλάθι των αχρήστων και γέμιζαν τις χωματερές πωλούνταν σε μάνδρες ανακύκλωσης και γίνονταν χρήματα.
Άλλα συνεργεία του “κινήματος” με εθελοντές γύριζαν σε εργοστάσια, βιοτεχνίες υφασμάτων και ετοίμων ενδυμάτων και συγκέντρωναν υφάσματα και λωρίδες που είχαν για πέταγμα ή κάψιμο, τα διοχέτευαν στα εριοκλωστήρια και μετατρέπονταν σε χρήμα.
Όλα αυτά και πολλά άλλα, για την Ελλάδα εκείνης της εποχής, φάνταζαν σαν «όνειρο θερινής νυκτός». Για το θέμα αυτό να τι έγραφε ο μακαριστός αρχιεπίσκοπος.
«Η απόδοσις της δραστηριότητος του “Κινήματος Αγάπης” υπερέβη κατά πολύ τας προσδοκίας μας. Άχρηστα ή μηδαμινής αξίας είδη (ρουχισμός, χάρτης, μέταλλα, έπιπλα, ράκη κ.λ.π.), τα οποία άλλοτε ερρίπτοντο εις τον κάλαθον των αχρήστων, τώρα, η ευσέβεια και η φιλάδελφος διάθεσις του πληρώματος της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, καταλλήλως διαφωτισθείσα και καθοδηγηθείσα, τα προσφέρει εις το “Κίνημα Αγάπης”.
Ταύτα, συλλεγέντα υπ’ αυτού κατά το διάστημα από 15ης Μαΐου 1970 μέχρι της 15ης Μαΐου 1971 απέδωκαν, αποτιμηθέντα, κατά τους μετριώτερους υπολογισμούς, εις το σεβαστόν ποσόν των 51.500.000 δραχμών περίπου, εις το ποσόν αυτό δεν συμπεριλαμβάνεται η αξία των κατά την πρώτην δοκιμαστικήν εξόρμησιν της 10ης Μαΐου 1970 συλλεγέντων ειδών, δια την μεταφοράν των οποίων απητήθησαν χίλια (1.000) περίπου φορτηγά αυτοκίνητα».
Στις ομάδες, που δραστηριοποιούνταν, – μας πληροφορεί ο Αττικής και Μεγαρίδος Νικόδημος – για την συλλογή των αχρήστων αντικειμένων, συμμετείχε και ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος.
Ο πιστός λαός του Θεού, μαγνητίζονταν από τα κρυστάλλινα αρχιεπισκοπικά οράματα, θαύμαζαν το ήθος του – φτωχός ο ίδιος, πλούτιζε τους πάντες – έβλεπαν ότι διακονούσε με αφοσίωση και με πάθος ακοίμητο την αγάπη, βρίσκονταν εκεί που έσταζε ο ιδρώτας ή που κυλούσε το δάκρυ.
Το δικτατορικό κατεστημένο “άφριζε” διότι, όσους φραγμούς και εμπόδια προσπάθησε να βάλει, δεν στάθηκαν ικανά να ανακόψουν: 1) την χωρίς δισταγμούς οικονομική προσφορά του κόσμου, που ούτε προς στιγμήν αμφέβαλλε ότι και η τελευταία δεκάρα του θα πιάσει τόπο, και 2) τη μεγάλη εθελοντική προσφορά του που υπήρξε πρωτόγνωρη, και ίσως η μοναδική ακόμα μέχρι σήμερα.
Σε μια εξομολογητική αναφορά ο αρχιεπίσκοπος μας κάνει κι εμάς κοινωνούς αυτής της προσφοράς: «… Παραλείψαμε το σπουδαιότερον και πολυτιμότερον, το πραγματικώς ανεκτίμητον, την αξίαν εις χρήμα της εθελοντικής εισφοράς των κυριών και δεσποινίδων εις τα έργα της Αγάπης της Αρχιεπισκοπής. Αυτή, όμως, δεν είναι δυνατόν να αποτιμηθή. Διότι δεν είναι μόνον ο αριθμός των εθελοντικώς προσφερομένων ωρών εργασίας, αλλά και η ποιότης της… Εάν όμως, έστω και κατά προσέγγισιν, ήθελον με τας συνήθεις αμοιβάς αποτιμηθή αι ώραι εργασίας, αι οποίαι έχουν προσφερθή εθελοντικώς υπό των “συνεργών” της “Χριστιανικής Αλληλεγγύης” – και μόνον – θα έπρεπε να υπολογισθούν εις ποσόν ανερχόμενον εις 200.000.000 δραχμάς…».
Το πόσο εχθρική διάθεση είχαν οι κυβερνώντες και πόσο υπονόμευαν το έργο του θα αναφερθούμε σε δύο – από τα πολλά – άγνωστα περιστατικά, και πώς τα περιγράφει ο ίδιος ο Αρχ. Ιερώνυμος.
Το πρώτο αναφέρεται στον “έρανο της αγάπης”, και το δεύτερο, στο ότι ο κάθε “εθελοντής” ή συμπαθών τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο ήταν ύποπτος και εχθρός της επανάστασης.
α) «Εθεώρησα – γράφει – ότι έπρεπε να βοηθήσω, όσον μου ήταν δυνατόν, εις την επιτυχίαν του ετησίου Εράνου της Αρχιεπισκοπής. Το προϊόν του, ως γνωστόν, διατίθεται δι’ έργα Αγάπης. Είχα ζητήσει, λοιπόν, να μου δοθή η δυνατότης να απευθυνθώ προς τον Λαόν από της τηλεοράσεως. Προς τούτο μου παρεχωρήθη ώρα το βράδυ της 14ης Δεκεμβρίου εις το κανάλι της ΥΕΝΕΔ. Επειδή θα ήταν μαγνητοσκοπημένη η εκπομπή, εφρόντισα να γίνη τούτο εγκαίρως, ώστε και αν τυχόν παρουσιάζετο κάποια ανωμαλία, να υπάρχη καιρός δια την επανόρθωσίν της. Πράγματι, η μαγνητοσκόπησις έγινε κανονικά εις το στούντιο της ΥΕΝΕΔ και θα μεταδίδετο αύτη εις τας 14 Δεκεμβρίου. Την ημέραν όμως εκείνην, η ΥΕΝΕΔ ειδοποίησε την Αρχιεπισκοπήν, ότι η εκπομπή δεν ήταν δυνατόν να γίνη, διότι η ταινία της μαγνητοσκοπήσεως… είχε καταστραφή!
Το αξιοσημείωτον είναι, ότι εις την ομιλίαν αυτήν δεν υπήρχε τίποτε το αντικυβερνητικόν, ούτε καν έμμεσος αιχμή. Απλώς προσεπάθουν να εξηγήσω το διατί η Εκκλησία, ενώ έχει τεράστιαν περιουσίαν (τι έγινε αυτή η τεράστια εκκλησιαστική περιουσία; Στο προσεχές φύλλο θα δημοσιεύσουμε ένα ρεπορτάζ από την έγκαιρη εφημερίδα εκείνης της εποχής, θα διαβάσετε και θα φρίξετε… ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος τους χαλούσε τα σχέδια γιαυτό έπρεπε να φύγει), αναγκάζεται να ζητήση “τον οβολόν της χήρας”, δια να είναι εις θέσιν να εκτελή τα έργα Αγάπης…». Και το δεύτερο:
«… ενδεικτικόν στοιχείον – γράφει – των έναντί μου εχθρικών διαθέσεων της Κυβερνήσεως του κ. Γ. Παπαδοπούλου είναι και το γεγονός, ότι ο Υπουργός Παιδείας κ. Γκαντώνιας, κατ’ ασφαλείς πληροφορίας μου, ωνόμαζεν“ ιερωνυμικούς” τους υπαλλήλους εκείνους του Υπουργείου του, οι οποίοι τυχόν εφαίνετο ότι με συνεπάθουν και τους εθεώρει ως υπόπτους και τους εχαρακτήριζεν ως πρόσωπα, από τα οποία “έπρεπε να φυλάγεται”…» και συνεχίζει: «… εις ένα Υπουργείον, το οποίον εντελώς άσχετον προς τα εκκλησιαστικά θέματα, συνέβαινε το εξής: όταν επρόκειτο να κριθή ένας υπάλληλος αν έπρεπε να προαχθή ή όχι, ένα από τα στοιχεία, που εθεωρούντο επιβαρυντικά δι’ αυτόν, ήταν αν ούτος ήταν φιλικά διατεθειμένος απέναντί μου! Αν το “δελτίον ποιότητος” εσημείωνεν ότι ο υπό κρίσιν υπάλληλος ήταν φίλος μου, ούτος παρέμενε στάσιμος. Απίστευτον. Και όμως αληθές εκατόν τοις εκατόν… Αυτό το κλίμα εξέφραζε την εναντίον μου γραμμήν της δικτατορίας…».
[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ]


Η εκλογή του Ιερωνύμου Α΄ (Κοτσώνη) στην Αρχιεπισκοπική καθέδρα ξάφνιασε το «εκκλησιαστικό κατεστημένο» τόσο, που τον θεώρησαν μη αποδεκτό μόσχευμα στο άρρωστο εκκλησιαστικό σώμα, γι’ αυτό και θέλησαν να το αποβάλουν όσο μπορούσαν πιο γρήγορα.
Η διοίκηση της Ελλαδικής Εκκλησίας, κατά την ροή των 180 νεοτέρων χρόνων, λειτουργούσε ως ένας κοσμοποιημένος θεσμός δεδομένου ότι οι δεσποτάδες – στην συντριπτική τους πλειοψηφία – δεν ασκούσαν ποιμαντική, αλλά, τυφλά όργανα, αρκούνταν στο να απολαμβάνουν τις τιμές και τα προνόμια του αξιώματός τους, να προεξάρχουν σε εκκλησιαστικές – πανηγυρτζίδικες τελετές περιάγοντες τον φόρτο των αυτοκρατορικών εξαρτημάτων, να ζουν σε κλειστό κλαμπ συνευωχούμενοι με την φθορά και την διαφθορά που λειτουργούσε ως τρωκτικό, χωρίς να λογοδοτούν σε καμία υπέρτατη ελεγκτική αρχή.
Το «εκκλησιαστικό κατεστημένο» προσπαθούσε με όλους τους τρόπους – με νύχια και δόντια – να διαιωνίσει την μονοκρατορία του. Είναι γνωστό – έχει γραφεί κατ’ επανάληψη – το ιστορικό: «Εμείς θα κάνουμε δεσποτάδες κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν δική μας. Θα είναι σαρξ εκ της σαρκός μας και οστούν εκ των οστών μας. Καταλάβατε;».
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α΄ ήρθε αντιμέτωπος με ένα πολυκέφαλο τέρας διαφθοράς – ηθικής, οικονομικής, πνευματικής – που γαλουχήθηκε και ανδρώθηκε εν μέσω σήψης και διαφθοράς.
Σύγκρουση:
Οι εκπρόσωποι του «κατεστημένου» (δεσποτάδες…) είχαν ξεπεράσει τα όρια της ντροπής και περιφέρονταν στη δημόσια ζωή χωρίς αναστολές, περιφρονώντας το «κράξιμο», ακόμα κι όταν είχε τη μορφή της ανοικτής πρόκλησης. Εκμεταλλευόμενοι το επιτραχήλιο ή το ωμοφόριο, δεν έβαζαν φραγμούς και δεν σκέφτονταν ούτε υπολόγιζαν τα σκάνδαλα. Είχαν εξοικειωθεί με το σκοτάδι. Είχαν συνηθίσει την διψυχία και τη διπλοπροσωπία, και πρόβαλλαν την πλαστή και υποκριτική εικόνα της ευπρέπειας και της ευσέβειας προς το Ποίμνιο. Και απαιτούσαν διασαλπίζοντας προς κάθε κατεύθυνση ότι: «Δεν έχετε δικαίωμα να ελέγξετε την ιδιωτική μας ζωή. Δεν είναι επιτρεπτό να σμικρύνετε τις συμβατικές αποστάσεις, να υπερπηδήσετε το φράγμα του σεβασμού της προσωπικότητάς μας και της Ιερωσύνης μας και να ασχοληθείτε με ο,τιδήποτε αποτελεί προσωπική μας υπόθεση».
Επικαλούνταν οι ένοχοι το κοσμικό αξίωμα για να δικαιολογήσουν το δικαίωμα της ελευθερίας της προσωπικότητας. Απαιτούσαν να μην αναμιγνύονται στην ιδιωτική τους ζωή, να σέβονται τις προτιμήσεις των και τις επιλογές, τις όσο “παράξενες” κι αν είναι αυτές. Ύψωναν μάλιστα τα δάκτυλο στα χείλη και συνιστούσαν την αποσιώπησή τους.
Οι εκτροπές ήταν τέτοιες – σας θυμίζουμε μερικές ενδεικτικά της εποχής εκείνης (Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος Βαβανάτσος, Δράμας Φίλιππος, Καρδίτσης Κύριλλος, Πρωτ/λος Λάρισας Γεννάδιος…) – που αποτελούσαν οδύνη για ολόκληρο το εκκλησιαστικό σώμα. Δεν τολμούσαν οι κληρικοί να κυκλοφορήσουν στους δρόμους φοβούμενοι τη χλεύη.
Σ’ αυτή την εκκλησιαστική κατάπτωση ήρθε ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α΄ (Κοτσώνης) και με το νυστέρι άρχισε να καθαρίζει τις πληγές που για δεκαετίες πυορροούσαν. Αλλά τότε έγινε το ανεπανάληπτο, δηλαδή παλιοί και νέοι, με τα ίδια κουσούρια, συνασπίσθηκαν, έκαναν μέτωπο, φώναζαν, διαμαρτύρονταν, συγκρότησαν ομάδες κρούσης, κυκλοφορούσαν μέσα στους κρατικούς μηχανισμούς, άνοιγαν φιλίες, ζητούσαν αίμα, ορκίζονταν εκδίκηση.
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α΄ περιγράφει στο βιβλίο του “ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΕΝΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ” το εξής περιστατικό: «… Θα μου επιτραπή να το διατυπώσω με τας λέξεις, που είπε κάποτε ο αείμνηστος και σεβάσμιος προκάτοχός μου Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων: “Σ’ όλη μου τη ζωή πάλαιψα με πολλούς· δεν φοβήθηκα ποτέ μου και κανέναν. Τους κ…. όμως του φοβήθηκα”». Πόσον είχε δίκαιον ο ατρόμητος εκείνος αγωνιστής των εκκλησιαστικών και εθνικών μας αγώνων φαίνεται και από τα αποτελέσματα, τα οποία… επέτυχαν και εξακολουθούν να επιτυγχάνουν οι κληρικοί αυτοί και οι ομοϊδεάται των. Αδίστακτοι εις τα μέσα, τα οποία χρησιμοποιούν, κατώρθωσαν να αλώσουν (με ποίου είδους λόγχας μην ερωτάτε) ικανόν αριθμόν στηλών εφημερίδων, ώστε το μαύρο να παρουσιάζεται εις το κοινόν ως άσπρον και το άσπρον ως μαύρο. Ένας από αυτούς, λέγεται, ότι κάποτε είπεν, ότι από τα πολλά διαμερίσματα που είχεν αποκτήσει “με τον τίμιον ιδρώτα του”, θα διαθέση τα έξ, δια να εξοντώση τον Ιερώνυμον! Έτσι και αι στήλαι μιας καθημερινής εφημερίδος, η οποία θέλει να εμφανίζεται ως σοβαρά, ενηγκαλίσθησαν τόσον περιπαθώς τους 300 καταδικασθέντας υπό των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων δι’ ακατανομάστους πράξεις, ώστε να τους παρουσιάσουν εις το αναγνωστικόν της κοινόν ως… “οσιομάρτυρας”. Ως “μεγαλομάρτυρα” δε να στέψουν πρόσωπον, το οποίον ήδη από το 1943, δηλαδή εικοσιπέντε έτη προτού εγώ αναλάβω το πηδάλιον της Εκκλησίας της Ελλάδος, ελάμπρυνεν επανειλημμένως… τα εδώλια των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων. Αυτά ισχυρίζετο ο συντάκτης της εφημερίδος (σελίδα 115, Ε΄ έκδοσις, 1976).
Όλους αυτούς τους δακτυλοδεικτούμενους που βεβήλωσαν την Ιερωσύνη και ντρόπιασαν τον ανδρισμό τους, ήρθε ο Σεραφείμ, ως άλλος…, και τους επανέφερε «εν τιμή» και τους κόσμησε με το παράσημο των εξαιρέτων πράξεων. Τους ονομάτησε αντιστασιακούς, αντιιερωνυμικούς, αντιευσεβιστές… και δεν συμμαζεύεται, και μια μεγάλη μάζα απ’ αυτούς έγιναν δεσποτάδες για να μην χαθεί η φύτρα και χαλάση το γενεαλογικό δένδρο.
Ήρθε ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος και το χριστεπώνυμο πλήρωμα που είχε λαχτάρα για αλλαγή, τον είδε ως “σωτήρα”. Ο Χριστόδουλος στον ενθρονιστήριο λόγο του έπαιξε τη δική του θεατρική παράσταση. Έσταξε ένα υποκριτικό δάκρυ συντριβής, υποσχέθηκε αλλαγές στο σύστημα διοίκησης ώστε να μπορέσουν να σταθούν ανάχωμα στην διαφθορά και να επαναφέρει το εκτροχιασμένο σώμα των Ελλήνων Επισκόπων στην παράδοση των αγίων Πατέρων.
Δεν άργησε όμως να δείξει την εύνοιά του στους “κραγμένους”. Με αίτησή τους, η Εκκλησία της Ελλάδας απαιτούσε από την “Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα” την κάλυψη των δεσποτικών ομοφυλοφιλικών ιδιαιτεροτήτωνκαι την υπαγόρευση στα όργανα της λαϊκής ενημέρωσης της σιωπής, διότι, όπως δήλωναν: «Ο Μητροπολίτης δεν είναι… δημόσιο πρόσωπο…». « Ειδικώς ως προς τα προσωπικά δεδομένα του Μητροπολίτου… εν ουδεμιά περιπτώσει δύνανται να θεωρηθούν ότι “συνδέονται με την άσκηση δημοσίου λειτουργήματος”, διότι πρόκειται περί δεδομένων αναφερομένων εις αυστηρώς προσωπικήν (ομοφυλοφιλικήν) συμπεριφοράν (!!) άσχετον προς την άσκηση δημοσίου λειτουργήματος…».
Έρχεται η υπ’ αρ. 25/12-4-2005 απάντηση καταπέλτης από την “Αρχή Προσωπικών Δεδομένων”, της οποίας χαρακτηριστικά αποσπάσματα παραθέτουμε: «Η δημόσια γνώμη δικαιούται να γνωρίζει, αν ένας μητροπολίτης, που προβάλλει εαυτόν ως στερούμενο προσωπικής ζωής και ως παράδειγμα αρετής, αγνότητας, αγαμίας, πενίας κτλ και ζητεί από το ποίμνιό του να μιμηθεί το παράδειγμά του, διάγει πράγματι βίο άκρως αντίθετο και σκανδαλώδη. Με άλλες λέξεις, οι προπαρατεθείσες εκδηλώσεις ιεραρχών δεν υπάγονται στην προσωπική ζωή τους, αλλά συνιστούν τμήμα ελεγχόμενου από τον Τύπο δημοσίου βίου τους… Εκδηλώσεις μητροπολίτη, οι οποίες, ανεξάρτητα απ’ τον τρόπο και το χρόνο που γίνονται (ακόμα δηλαδή και αν δε γίνονται σε δημόσιο χώρο), δεν καλύπτονται από την ιδιαίτερη προστασία της προσωπικής ζωής…».
Η απόφαση καθαρή και ξάστερη, ήταν απόλυτα εναρμονισμένη με το γράμμα και το πνεύμα της Γραφής, των Κανόνων και της Εκκλησιαστικής μας Παράδοσης.
Ο Χριστόδουλος δεν το έβαλε κάτω. Έτσι η Εκκλησία της Ελλάδας υπό την επίσημη ιδιότητά της υπέβαλε στις 2/6/2005 «ΑΙΤΗΣΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ» στην ίδια Αρχή, ζητώντας την ανάκληση της 25/12-4-2005 απόφασης και απαιτώντας να καλύπτονται όλες οι ομοφυλοφιλικές διαστροφές των ρασοφόρων δεσποτάδων και παπάδων και να τιμωρούνται οι δημοσιογράφοι, που παραβιάζουν την απαγόρευση και φέρνουν στην κοινή αποδοκιμασία και κατακραυγή τα ηθικά παρατράγουδά τους.
Η ανακλητική αίτηση της Εκκλησίας (γράψτε Χριστόδουλος) απερρίφθηκε παταγωδώς: «Περαιτέρω – λέγει η απόφαση – δεν συντρέχει λόγος επανεξέτασης της υπόθεσης στην ουσία της, δεδομένου ότι με την αίτηση της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν προσκομίζονται νέα στοιχεία.
Κατά συνέπεια η κρινόμενη αίτηση θεραπείας πρέπει να απορριφθεί.
Για τους λόγους αυτούς. Εμμένει στην με αριθμό 25/2005 απόφαση και απορρίπτει την αίτηση θεραπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος».
Μετά απ’ όλα αυτά θάπρεπε ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος και οι 12 Συνοδικοί Μητροπολίτες να λογοδοτήσουν ενώπιον της Εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης, διότι: 1) Πρόδωσαν την άμωμη Πατερική Παράδοση, 2) Καταπάτησαν τους Ιερούς Κανόνες, 3) Στραγγάλισαν το Νομικό Πλαίσιο, που προσδιορίζει τη νομική υπόσταση της Εκκλησίας, και κήρυξαν νέα ήθη που έρχονταν σε αντίθεση με την διδασκαλία της Εκκλησίας του Χριστού. Η προβλεπόμενη ποινή ήταν η ΚΑΘΑΙΡΕΣΗ.
Τί έγινε για όλα αυτά;;; ΤΙΠΟΤΑ!!!
Η εκτροπή του Σεραφείμ Τίκα κι εδώ πήρε διαστάσεις θεομηνίας.
Με αυτά τα κοινωνικά… πάλεψε ο Ιερώνυμος Α΄ Κοτσώνης.
Σύγκρουση:
Το διαφθαρμένο “εκκλησιαστικό κατεστημένο” είχε συμπράξει με την πολιτική και οικονομική ελίτ και καταπατούσαν, ξεπουλούσαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους, και σαν αρουραίοι κατέτρωγαν το εκκλησιαστικό χρήμα. Μοναδικός τους στόχος ήταν ο πλούτος και η δόξα. Αυτά προσπάθησε ο Ιερώνυμος Α΄ (Κοτσώνης) να σταματήσει μόλις ανέλαβε την πρωτοκαθεδρία της Εκκλησίας. Η προσπάθειά του ήταν μια μάχη τιτάνια, διότι αντιμετώπιζε καθημερινά μεγάλες δυσκολίες και παγιωμένα συμφέροντα. Το κατεστημένο είχε τους τρόπους του να καμουφλάρεται και να παγιδεύει τις προσπάθειες του αρχιεπισκόπου. Ο ίδιος όμως δεν κάμπτονταν καθόσον το μάτι του οξύ, έπιανε τις κινήσεις των, και αντιμετώπιζε αποτελεσματικά την καθεμία περίπτωση.
Ξεκίνησε από την κατάρτιση του ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ – ένα έργο άγνωστο εκείνη την εποχή – που δεν ήταν καθόλου εύκολο, γιατί η εκκλησιαστική περιουσία απαρτίζονταν από χιλιάδες κομμάτια γης ή κτισμάτων που βρίσκονταν απλωμένα σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο, πολλά των οποίων είχαν καταπατηθεί ή είχαν αλλοιωθεί τα σύνορά τους.
Οργάνωσε τις οικονομικές και διοικητικές υπηρεσίες – ΟΔΕΠ, ΤΑΚΕ, ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ – ίδρυσε τον “Οργανισμό Διοίκησης και Διαχείρισης Εκκλησιαστικής Περιουσίας” όπου μέσα από τον Οργανισμόν αυτόν ιδρύθηκαν τρεις μεγάλες ενιαίες Εκκλησιαστικές Υπηρεσίες: α) Νομική Υπηρεσία της Εκκλησίας, β) Τεχνική Υπηρεσία και γ) Γενική Οικονομική Επιθεώρηση. Με τον τρόπο αυτό παρέμβαιναν άμεσα σε δικαστηριακές υποθέσεις, σε τεχνικά προβλήματα καθώς και η Οικονομική Επιθεώρηση που έλεγχε οικονομικές ατασθαλίες.
Το νοικοκύρεμα άρχισε να φαίνεται. Και εκεί που για δεκάδες χρόνια πριν παρουσίαζαν όλα τα νομικά πρόσωπα σταθερά ελλειμματικούς απολογισμούς και κανένα αναπτυξιακό πρόγραμμα, άρχισαν να εμφανίζουν ξαφνικά περισσεύματα και άρχισε η χρηματοδότηση μεγάλων προγραμμάτων με έργα πνοής.
Το κατεστημένο άρχισε την κατασυκοφάντηση. Ο λαός δεν μάθαινε, ότι ο Ιερώνυμος ήθελε και αγωνίζονταν να νοικοκυρέψει και να καταμετρήσει την εκκλησιαστική περιουσία. Μάθαινε όμως, από διαπλεκόμενα δημοσιογραφικά συγκροτήματα, ότι ο Αρχιεπίσκοπος δεν σέβεται το οικουμενικό Πατριαρχείο και τους Ιερούς Κανόνες. Και ότι γι’ αυτούς τους λόγους πρέπει να παραιτηθεί και να αποσυρθεί.
Ο Ιερώνυμος παραιτήθηκε. Ήρθε ο Σεραφείμ Τίκας – άνθρωπος διαπλεκόμενος – και σάρωσε τα πάντα. Όλο το προηγούμενο έργο το κατήργησε σε μια ημέρα και επανήλθε η εκκλησία σε χειρότερη κατάσταση από εκείνη πριν της εποχής του Ιερωνύμου.
Η λεηλασία που άρχισε να γίνεται, θύμιζε εποχή Σταυροφοριών. Η τεράστια εκκλησιαστική περιουσία συρρικνώθηκε. Ακόμα και εφημερίδες που πολέμησαν με μίσος τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο Α΄, βλέποντας το όργιο σπατάλης και διαφθοράς αγανάκτησαν – παρ’ ότι έτρωγαν από τον Σεραφείμ με διπλές μασέλες – και τα άρθρα τους έγιναν φωτιά.
Ένα απ’ αυτά – όπως σας αναγγείλαμε – θα αναδημοσιεύσουμε στο αμέσως προσεχές φύλλο, και θα συνεχίσουμε, φέρνοντας στο φως άγνωστα έργα και ημέρες του Σεραφείμ Τίκα. Τότε θα γνωρίσετε πράγματα, που για δεκαετίες τα διαπλεκόμενα μέσα τα έκρυβαν για τους γνωστούς λόγους.
Όταν κάτι πήγαινε να βγει στην επιφάνεια, φώναζε ο Σεραφείμ: «Τι γαυγίζει το κ…σκυλο; Ρίξτο κανένα κόκαλο να ησυχάση». Αυτό όμως δεν ήταν κόκαλο αλλά… μπον φιλέ.

Οταν κάτι πήγαινε να βγει στην επιφάνεια, φώναζε ο Σεραφείμ: «Τι γαβγίζει το κ...σκυλο;» Ρίξτο κανα κόκκαλο να ησυχάσει». Αυτό όμως δεν ήταν κόκκαλο αλλά... μπον φιλε.
Οι «Άγιοι» οικοπεδοφάγοι
(Ετσι τους ονόμασε ο Κ. Σακκελλαρίου στην εγκριτη εφημερίδα «το Βήμα» στις 4 Δεκεμβρίου του 1988. Το δε σκίτσο του είναι ενδεικτικό πως λυμαίνονταν οι άγιοι πατέρες την εκκλησιαστική περιουσία).
«ΑΝΘΡΩΠΟΜΟΡΦΑ τσακάλια και κοράκια, άγρια και πεινασμένα, είναι έτοιμα να εισβάλουν μέσα στον χώρο της Ελλαδικής Εκκλησίας με σκοπό να αρπάξουν, όχι βέβαια τα άκακα αρνάκια του ποιμνίου της, αλλά, στην κυριολεξία, να κατασπαράξουν τεράστιες οικοπεδικές εκτάσεις που έχουν πελώρια αξία και ανήκουν σε μοναστήρια της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Οι άγριοι επίδοξοι επιδρομείς συγκροτούν διάφορες ομάδες, η καθεμία από τις οποίες θα δράσει για λογαριασμό της με σκοπό οι αρχηγοί τους να προλάβουν και να λεηλατήσουν το ψαχνό της μοναστηριακής περιουσίας, τουτέστι να φάνε τα ανεκτίμητα σε αξία οικόπεδα που βρίσκονται στη Βουλιαγμένη, στην Πεντέλη, στη Στροφυλιά και αλλού.
Ανάμεσα στα τσακάλια και τα κοράκια διακρίνεται η όντως «αγγελική» και «βιβλική» μορφή ενός «άγιου» μητροπολίτη της Ελλαδικής Εκκλησίας, που έχει αρχαγγελικό όνομα και είναι φίλος και προστατευόμενος του αρχιεπισκόπου κ. Σεραφείμ. Πρόκειται για τον «άγιο», όντως, μητροπολίτη που ασχολείται ιδιαίτερα με τα μέγαρα, γιατί ο ίδιος κατασκευάζει πολυτελή μητροπολιτικά μέγαρα και αγοράζει πανάκριβες επαύλεις και από αλλόθρησκους με απώτερο σκοπό να τις απολαμβάνει όταν, όπως ελπίζει, μετατεθεί σε πλούσια μητρόπολη πολύ κοντά στην Αθήνα και γίνει - γιατί όχι - και αρχιεπίσκοπος Αθηνών!
ΣΤΙΣ ΟΜΑΔΕΣ των προετοιμαζόμενων εισβολέων εμφανίζονται και κάτι σύγχρονοι Αννίβες προ των πυλών της Ιεράς Συνόδου και μερικοί λαϊκοί με αρχιερατικά ονόματα ή θλιβεροί αχθοφόροι βαρύγδουπων τίτλων και κοσμητικών επιθέτων, που ήδη άρχισαν να συνωστίζονται στους διαδρόμους και στα γραφεία του κτιρίου της Ιεράς Συνόδου και της αρχιεπισκοπής και συζητούν με διάφορους «ειδικούς» και μη συμβούλους για το ποια μορφή πρέπει να πάρει η «οικονομική υπηρεσία» της Ιεράς Συνόδου, ώστε να ικανοποιηθούν πιο γρήγορα και αποτελεσματικά οι αρπακτικές τους διαθέσεις...
Όπως δείχνουν τα πράγματα, οι επίδοξοι εισβολείς προετοιμάζονται συστηματικά και προκλητικά, γιατί γνωρίζουν πολύ καλά ότι η Εκκλησία της Ελλάδος αποτελεί σήμερα ένα ξέφραγο αμπέλι, όπου επικρατεί χάος και αναρχία και ο καθένας «άγιος» ξεπουλάει ό,τι θέλει και όσο θέλει. Άλλωστε οι προετοιμαζόμενοι καταδρομείς ακολουθούν τα ίχνη του «αγίου» Ιωαννίνων κ. Θεόκλητου Σετάκη, ο οποίος συνέστησε και αφανή εμπορική εταιρεία και εκμεταλλεύθηκε άγρια την πελώρια περιουσία της δημόσιας εκκλησιαστικής σχολής Βελλάς. Και όλα αυτά με τις ευλογίες και την κάλυψη του αρχιεπισκόπου κ. Σεραφείμ!...
Το πράσινο φως για την προετοιμασία της επικείμενης επιδρομής των ανθρωπόμορφων τσακαλιών και κορακιών εναντίον της μοναστηριακής περιουσίας το έχουν δώσει αρκετοί από τους ταγούς της Ελλαδικής Εκκλησίας, οι οποίοι από αυστηροί φύλακες και ακοίμητοι φρουροί των περιουσιακών της στοιχείων έχουν μεταμορφωθεί σε υπονομευτές τους.
ΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ κατάντημα οφείλεται και στο γεγονός ότι ο αρχιεπίσκοπος κ. Σεραφείμ και αρκετοί «άγιοι» μητροπολίτες έχουν συνεργήσει και συμφωνήσει στη διατύπωση των διατάξεων του νόμου 1811/88, που κυρώνει τη σύμβαση για την παραχώρηση στο Δημόσιο της δασικής και αγροτολιβαδικής περιουσίας των ιερών μονών της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Συγκεκριμένα, ο νόμος 1811 που ισχύει από τη 13η Οκτωβρίου 1988, ορίζει ότι καταργείται ο ΟΔΕΠ και μετά την κατάργησή του η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος αναλαμβάνει τη διοίκηση και διαχείριση της ρευστοποιητέας αστικής και της απομένουσας αγροτολιβαδικής και δασικής περιουσίας των 149 μονών, που έχουν προσχωρήσει στη σύμβαση.
Με αυτή την πονηρή διάταξη οαρχιεπίσκοπος παίρνει στα χέρια του δικτατορικές εξουσίες, αφού ο νόμος δίνει στον αρχιεπίσκοπο υπερεξουσίες και αρμοδιότητες, τις οποίες, προφανώς, δεν έχουν αντιληφθεί ή προσποιούνται ότι τις αγνοούν τα ηγουμενοσυμβούλια των μοναστηριών, που δεν έχουν προσχωρήσει στη σύμβαση πολιτείας και Εκκλησίας για την παραχώρηση της μοναστηριακής περιουσίας.
Συγκεκριμένα, πρόκειται για τη διάταξη του δεύτερου άρθρου, παράγραφος 3 του νόμου 1811, που ρητά καθορίζει τα εξής:
«Από τη δημοσίευση του νόμου αυτού η διοίκηση και διαχείριση της αστικής εν γένει περιουσίας των ιερών μονών, που δεν συμβάλλονται στη σύμβαση, περιέρχεται στη Διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος».
Έτσι, απόλυτος κυρίαρχος στα θέματα της περιουσίας όλων των μοναστηριών καθίσταται ο κ. Σεραφείμ.
ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ προμήνυμα για τον χαμό που θα επακολουθήσει με την επιδρομή των τσακαλιών και των κορακιών στα οικόπεδα των μοναστηριών, αποτελούν οι καταγγελίες του «Βήματος» (Κυριακή 13 Νοεμβρίου 1988) σχετικά με το πανάκριβο οικόπεδο του ΟΔΕΠ, που έχει αξία πάνω από 25 εκατομμύρια δραχμές, έχει έκταση 63,60 τετραγωνικών μέτρων και βρίσκεται στην καλύτερη περιοχή της Βουλιαγμένης. Ωστόσο αυτό το πανάκριβο και προνομιούχο οικόπεδο η Ιερά Σύνοδος, δηλαδή στην πραγματικότητα ο αρχιεπίσκοπος κ. Σεραφείμ, αποφάσισε να το πωλήσει σε έναν ιδιώτη, στον κ. Α. Καρέλλα, αντί του εξευτελιστικού ποσού των 6.740.656 δραχμών!
Σε αυτές τις καταγγελίες του «Βήματος» κανείς από τους λαλίστατους πολυθεσίτες της αρχιεπισκοπής ή της Ιεράς Συνόδου δεν τόλμησε να απαντήσει. Η μόνη αντίδραση εκδηλώθηκε από τον αρχιεπίσκοπο κ. Σεραφείμ, ο οποίος, μη μπορώντας να κρατήσει την οργή του για την αποκάλυψη του «Βήματος» και τραβώντας τα γένια του μέσα στο γραφείο του, φώναξε:
«Μα πώς, βρε παιδί μου, όλα τα μαθαίνει το “Βήμα”; Ποιος τα λέειχαρτί και καλαμάρι στον Σακελλαρίου;».
ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ. «Το Βήμα» σήμερα προσθέτει και τα ακόλουθα, για τα οποίο ασφαλώς θα εκμανεί ο εορτάζων σήμερα αρχιεπίσκοπος.
1. Η οικονομική εφορία Γλυφάδας, σύμφωνα με προχθεσινούς υπολογισμούς, αποφαίνεται ότι η αξία του άρτιου και οικοδομήσιμου οικοπέδου, που πώλησε ο αρχιεπίσκοπος στον κ. Καρέλλα αντί 6.740.656 δραχμών, δεν ανέρχεται πια στο ποσό των 19.379.386 δραχμών, το οποίο η ίδια είχε υπολογίσει, αλλά πλησιάζει τα 30.000.000 δραχμές, γιατί μπροστά σ’ αυτό το οικόπεδο διανοίγεται μεγάλος δρόμος!..
2. Το εξευτελιστικό ποσό των 6.740.656 για την αγορά του οικοπέδου δεν το καθόρισαν ούτε η«υπηρεσία» του ΟΔΕΠ ούτε ο αρχιμανδρίτης κ. Λεόντιος Μαρκόπουλος, τον οποίο ο κ. Σεραφείμ έχει ορίσει απόλυτο κυρίαρχο στα οικονομικά της Εκκλησίας και του έχει πει πως θα τον κάνει και δεσπότη. Αυτό το ποσό καθορίσθηκε με εντολή του κ. Σεραφείμ! Έτσι θέλησε, έτσι διέταξε...».
Μας ξάφνιασε με τις τελευταίες δηλώσεις για την εκκλησιαστική περιουσία ο Αρχιεπίσκοπός μας Ιερώνυμος Β΄ «Δυστυχώς, κάποιοι φρόντισαν τα ασημικά και τα χρυσά της Εκκλησίας σε δύσκολες στιγμές να μην υπάρχουν. Όλα τα άλλα είναι ιστορίες. Η Εκκλησία έχει μία συγκεκριμένη περιουσία, μικρή, η οποία θα μπορούσε να αξιοποιηθεί. Αυτό προϋποθέτει έναν ειλικρινή διάλογο με το κράτος, μια συζήτηση που θα βασίζεται σε διακριτούς και καθαρούς ρόλους. Χρειάζεται, λοιπόν, ειλικρίνεια και προσπάθεια χωρίς φωνές».
Μακαριώτατε ποιοι είναι αυτοί που αφαίρεσαν τα ασημικά και τα χρυσά από την Εκκλησία; Γιατί δεν τους ονομάζετε; Μην μας πήτε ότι δεν τους γνωρίζετε; Διότι είναι γνωστό τοις πάσι, ότι: από το 1971 έως 1977 ήσασταν Πρωτοσύγκελος, μετά προηχθήκατε (1978-1981) σε Αρχιγραμματέα της Ιεράς Συνόδου – δεξί χέρι του Σεραφείμ σε εποχές που αντί να κεράσουν καφέ τους δημοσιογράφους τους κερνούσαν οικόπεδα, – έπειτα ο Σεραφείμ, σας προήγαγε σε μητροπολίτη Θηβών και Λεβαδείας το 1981, και από τότε μείνατε ο πιστός συνεργάτης του, ο άνθρωπος για δύσκολες αποστολές – δεν ξεχνάμε την “δύσκολη” αποστολή στη Λάρισα ως έξαρχος –. Μήπως δύσκολο δεν ήταν το οικονομικό θέμα, που εξαιτίας του χάσατε τις αρχιεπισκοπικές εκλογές το …..;
Αφού Μακαριώτατε θέλετε να μιλήσετε με ειλικρίνεια, τότε πέστε στον ελληνικό λαό πού σπαταλήθηκε η Τεράστια Εκκλησιαστική Περιουσία και σήμερα είναι μικρή, όπως ομολογείτε;
Στην Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, που έγινε από 15-30 Νοεμβρίου 1972, ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α΄ - που φέρετε και το όνομά του – κατέθεσε α) έκθεση εκ 437 σελίδων “ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΩΝ ΤΗΣ Δ.Ι.Σ.”, από 15/5/1967 έως 14/11/1972 και β) έκθεση των Σεβ. Προέδρων και Μονίμων Συνοδικών Επιτροπών από 11/3/1969 έως 14/11/1972. Εκεί περιγράφονται – όπως γνωρίζετε – τα πάντα. Όσον αφορά την ακίνητη περιουσία της Εκκλησίας, την προσδιόρισε – κατά μεγίστην προσέγγισιν – στα 30.300.000.000 δρχ., εάν γίνονταν η αξιοποίησή της. Βάσει μελετών που είχαν γίνει, μπορούσε άνετα η Εκκλησία να καλύψει τις μισθολογικές και συνταξιοδοτικές δαπάνες του κλήρου, που ανέρχονταν στο 1 δις, την ιεραποστολή στο μισό δις, και τα έργα αγάπης άλλο μισό δις.
Μόνο η αξία του κτήματος Στροφυλιάς«Το τουριστικό διαμάντι της Ελλάδος», που είχε έκταση – όπως γράψαμε παλαιότερα – 23 χιλιάδων στρεμμάτων και ήταν παραθαλάσσιο (με μεγάλο πλάτος αμμουδιάς και 12 χιλιόμετρα παραλία) είχε υπολογιστεί στο διπλάσιο του κρατικού προϋπολογισμού εκείνης της περιόδου. Αν είχε αξιοποιηθεί πάνω στις μελέτες που είχε εκπονήσει ο οραματιστής Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α΄, θα απέδιδε σε ετήσια βάση, 340 εκατομμύρια, ήτοι 1/7 του συνόλου των εξόδων της Εκκλησίας.
Θα πρέπεινα φέρετε – αφού θέλετε την ειλικρίνεια – έναν απολογισμό της Εκκλησίας τη σχετική εποχή για να διαπιστωθεί:
α) Πού χάθηκαν τόσα χρήματα, όταν η Εκκλησία, από την πρώτη στιγμή που ιδρύθηκε η Εθνική Τράπεζα, ήταν ο μεγαλύτερος μέτοχός της ξεπερνώντας το 5% των καταθέσεων και συμμετείχε στο Δ.Σ. της Τράπεζας μόνιμα ένας μητροπολίτης και ο οικονομικός διευθυντής της Εκκλησίας; β) Τί απέγιναν οι οικοπεδικές εκτάσεις γύρω από την Μονή Πεντέλης, στη Νέα Μάκρη, στην τεράστια παραθαλάσσια έκταση της Βουλιαγμένης – μελέτη Αραβαντινού – στη Νέα Πολιτεία, Εκάλη, στο Καβούρι, ή περιοχή Φασκομηλιάς, μέσα στην καρδιά της Αθήνας (Λ. Αλεξάνδρας, Θουκυδίδου, Δεινοστράτους…) καθ’ όλη την Ελληνική Επικράτεια;
Έξι χρόνια μόνο έμεινε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο ο Ιερώνυμος Α΄ (Κοτσώνης), και το έργο του υπήρξε τεράστιο, χωρίς καμία κρατική ή ξένη οικονομική συμπαράσταση αφενός και αφ’ ετέρου, με σφοδρή πολεμική από όλες τις πλευρές, και με μια κρατική φορολόγηση 35% επί των ακαθαρίστων εσόδων– αυτή η φορολογία καταργήθηκε το 2004 –. Με την σοφή και έντιμη διαχείριση, όχι μόνο κράτησε ό,τι βρήκε από τους προκατόχους του αλλά και αύξησε αγοράζοντας ακίνητα και πολλαπλασιάζοντας τις καταθέσεις στις Τράπεζες.
Μετά τον Ιερώνυμο Α΄ (Κοτσώνη) όχι μόνο δεν μπήκε ούτε μια πέτρα ή κάποιο τούβλο, παρ’ ότι εισέπραττε τεράστια ποσά από διάφορα Κοινοτικά Προγράμματα, αλλά και λεηλατήθηκε η εκκλησιαστική περιουσία.
Θα αναφερθούμε σε ενδεικτικές περιπτώσεις (λεηλασίας, κακοδιαχείρισης, απάτης…) για να καταλάβουν οι Έλληνες πολίτες, τι συμβαίνει με τους «Αγίους» (δεσποτάδες) και γιατί βγάλαν στο περιθώριο τους 12 έντιμους καθαρούς και αγίους επισκόπους!
α) Αναφέρει το δημοσίευμα της εφημερίδας“ΤΟ ΒΗΜΑ” 4/12/1988, ότι ο αρχιε/πος Σεραφείμ Τίκας πώλησε στον κ. Καρέλλα ένα πανάκριβο οικόπεδο στην Περιοχή της Βουλιαγμένης αντικειμενικής αξίας πάνω από 30.000.000 δρχ. στην εξευτελιστική τιμή των 6.740.656 δρχ.
β) Στις 23 Μαΐου 1989 πώλησε οικόπεδο στο Σούνιο με το υπ’ αρ. 46.486 συμβόλαιο σε ιδιώτη στην τιμή των 18.500.000 δρχ. και την ίδια ημέρα, την ίδια στιγμή, στον ίδιο συμβολαιογράφο και με υπ’ αρ. 46.487, ο ιδιώτης μεταπωλεί το οικόπεδο σε άλλο “ιδιώτη” προς 43.500.000 δρχ. βάζοντας στην τσέπη (χέρι με χέρι) 25.000.000 δρχ.
γ) Όπως έγραψε η εφημερίδα “ΑΔΕΣΜΕΥΤΟΣ ΤΥΠΟΣ” (1/6/1968) πωλήθηκε μεγάλη έκταση στην Πολιτεία με πολύ χαμηλό τίμημα – χάρισμα – στον… συνεταιρισμό των βουλευτών για να γίνουν προσεχώς βίλες με ιδιοκτήτες τους εθνοπατέρες μας, και για να δικαιολογήσουν το φθηνό – δωρεά – τίμημα χαρακτήρισαν την περιοχή ως πετρώδη. Και γι’ αυτό όλες οι διώξεις έμπαιναν στο αρχείο, ακόμα και το Υπουργικό Συμβούλιο ασχολήθηκε και ανέστειλε με νόμο ποινικές και κακουργηματικές πράξεις για να μην διαταραχθούν οι… διεθνείς σχέσεις της χώρας…».
Μέχρι εδώ σας παρουσιάσαμε πώς “χάριζαν” – “δώριζαν” οικόπεδα ή άλλα ακίνητα. Τώρα σας παρουσιάζουμε πώς σπαταλούσαν – τσέπωναν – τα ιερά χρήματα!
δ) Η Μονή Πεντέλης, όταν ηγούμενος ήταν ο Χρυσόστομος, αγόρασε ένα οροφοδιαμέρισμα από τον γνωστό τότε κατασκευαστή κ. Βωβό στη Λεωφόρο Κηφισιάς. Η εκτίμηση της αγοραστικής αξίας, ενώ ανέρχονταν στα 27 εκατομμύρια δρχ. το Μοναστήρι έδωσε – όπως δήλωσε – 140 εκατομμύρια!!!
Για την πράξη αυτή είχε ασκηθεί δίωξη κατά του ηγουμένου, αλλά για χρόνια η υπόθεση έμεινε στα αζήτητα.
ε) «Σάλος στη Μονή Π…. – Να επέμβει Εισαγγελέας», «Μ… “έκλεψε” κειμήλια μονής», έγραφε σε πρωτοσέλιδο η εφημερίδα “Star” και συνέχιζε: «Σκάνδαλο μεγατόνων στους κόλπους της Εκκλησίας… Είναι αλήθεια ή όχι ότι όλα τα ιερά κειμήλια της Μονής Π… είναι πιστά αντίγραφα των κανονικών;
Είναι αλήθεια ή όχι ότι όλα τα original ιερά κειμήλια της Μονής μεταφέρθηκαν νύχτα, με κοντέινερ που έφυγε από την πίσω πλευρά της Μονής;
Είναι αλήθεια…; Οι ίδιοι κύκλοι μιλούσαν για μεγάλο κύκλωμα αρχαιοκαπήλων που δρα στους κόλπους της Εκκλησίας… Οι κληρικοί αυτοί που βρίσκονται στο κύκλωμα αυτό, είναι ουσιαστικά δέσμιοι των αρχαιοκαπήλων, οι οποίοι τους κρατούν στο χέρι με φωτογραφίες και βίντεο…».
Υπάρχουν δεκάδες παρόμοια δημοσιεύματα, και εκατοντάδες που κυκλοφορούν μεταξύ σας και στα δημοσιογραφικά στέκια, που σ’ αυτά θα αναφερθούμε σε ανάλογη στιγμή.

Δεν πιστεύουμε ότι δεν ακούσατε τίποτα για τον “φόνο”, Μακαριώτατε Ιερώνυμε, διότι από 1981 υπήρξατε αρκετές φορές συνοδικός και επί πλέον ήσασταν και για χρόνια μέλος της Διοικούσης Επιτροπής της Οικονομικής Υπηρεσίας με Πρόεδρο τον μακαρίτη ΚερνίτσηςΛεόντιο (Μαρκόπουλο).
Πηγή: ΑΓΩΝΑΣ,   

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Τα μνημειώδη αυτά κείμενα, ο συντάκτης των οποίων, αναντιλέκτως, χρήζει επαίνου, τιμής και εξάρσεως, θα πρέπει, το δίχως άλλο, να γίνουν ευρύτερα γνωστά για να παύσουν κάποτε να διακινούνται άνευ ηθικών, τουλάχιστον,συνεπειών οι ανεύθυνες εκείνες σπερμολογίες που συσκοτίζουν την ιστορική αλήθεια.
Το θλιβερό μεταπολιτευτικό κατεστημένο συκοφάντησε και συνεχίζει, με αξιοσημείωτη λύσσα, να συκοφαντεί το πρόσωπο και το έργο μιας σπάνιας εκκλησιαστικής φυσιογνωμίας, του μακαριστού αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου τουτέστιν, που διαπνεόταν από το όραμα της ανορθώσεως των καταπεπτωκότων εκκλησιαστικών μας πραγμάτων, το οποίο και εν μέρει υλοποίησε.
Ένας εσμός ετερόκλητων στοιχείων, προερχομένων από το χώρο της εκκλησιαστικής διοικήσεως, της πολιτικής, της δημοσιογραφίας, της οικονομίας και κάποιων αδιαφανών δυνάμεων που διαφεντεύουν το δημόσιο βίο από το ερεβώδες παρασκήνιο επεχείρησαν να λασπώσουν το προφίλ του αδιάβλητου αρχιερέα επειδή εθίγησαν τα ελεεινά τους συμφέροντα.
Η ιστορική, όμως, αλήθεια δεν πρόκειται να συσκοτίζεται απεριορίστως. Έρχεται, κάποτε, η στιγμή που αυτή διαλάμπει προς όνειδος και καταισχύνη των διαστρεβλωτών και παραχαρακτών της!
Λ.Ν.

Ανώνυμος είπε...

Την εκκλησιαστική χρυσή εποχή της Εκκλησίας της Ελλάδας του Ιερωνύμου Κουτσώνη Αρχιεπισκόπου Αθηνών με τους Αποστολικούς ΟΡΑΜΑΤΙΣΜΟΥΣ δεν την προβάλουν ούτε τα παιδιά του (όσοι επιζούνε σήμερα) ακούν τις λασπολογίες και δεν απαντούν. Κρίμα!

Ανώνυμος είπε...

Συγκλονιστικά και άγνωστα τα όσα διάβασα. Δεν περίμενα να υπάρχει τόση λάσπη από ανθρώπους της Εκκλησίας για ανθρώπους της Εκκλησίας. Όση λάσπη και να ρίχνουν η αλήθεια θα λάμψη. Ο Ιερώνυμος ο Α’ ήταν από τους καλύτερους και άριστους Αρχιεπισκόπους. Τα σύννεφα θα φύγουν και η ιστορία θα λάμψη για το άγιο σπιλωμένο πρόσωπό του.

Ανώνυμος είπε...

Τα συμφέροντα δεν αφήνουν να φανεί η δόξα του Κοτσώνη ως προς την προσφορά του ως Αρχιεπίσκοπος. Η ιστορία η Εκκλησιαστική και η κοσμική θα τον δικαιώσει όταν φύγουν οι Σεραφειμικοί που ακόμα δρουν και παραπλανούν.