Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2017

Η εμπλοκή της Εκκλησίας στο ανάθεμα κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου: 100 χρόνια μετά - Γεωργίου Ι. Ανδρουτσόπουλου


Η εμπλοκή της Εκκλησίας στο ανάθεμα 
κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου: 
100 χρόνια μετά*

Του Γεωργίου Ι. Ανδρουτσόπουλου
Λέκτορα του Εκκλησιαστικού Δικαίου 
στη Νομική Σχολή Αθηνών – Δικηγόρου

I
Εισαγωγικά

12 Δεκεμβρίου 1916. Ήδη 100 χρόνια πριν… Η Αυτοκέφαλη, ακριβώς ειπείν, Εκκλησία της Ελλάδος, ρίχνει, κυριολεκτικώς και μεταφορικώς, τον λίθο του αναθέματος κατά του Ελ. Βενιζέλου, «του επιβουλευθέντος την Βασιλείαν και την Πατρίδα και καταδιώξαντος και φυλακίσαντος Αρχιερείς».
Στα τέλη του 1916 ο Εθνικός Διχασμός ανάμεσα σε βενιζελικούς και βασιλόφρονες βρίσκεται στο αποκορύφωμά του, με τον βασιλιά Κωνσταντίνο να υπερασπίζεται θεωρητικώς την ουδετερότητα της χώρας και τον Βενιζέλο να επιθυμεί τη συμμετοχή της στον Α´ Παγκόσμιο πόλεμο στο πλευρό των Άγγλων και των Γάλλων. Η Ελλάδα κόβεται στα δύο· ο Βενιζέλος ηγείται στη Θεσσαλονίκη της προσωρινής κυβερνήσεως της «Εθνικής Άμυνας», ενώ ο βασιλιάς Κωνσταντίνος διοικεί το «Κράτος των Αθηνών».

IΙ
Η εκκλησιαστική εμπλοκή

Το πολωτικό αυτό κλίμα δεν αφήνει αμέτοχο και τον εκκλησιαστικό οργανισμό. Οι μητροπολίτες της λεγόμενης «Παλαιάς Ελλάδας» -οι περιοχές που είχαν ελευθερωθεί πριν από το 1912- υπό τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Θεόκλητο, συντάσσονται με τον Κωνσταντίνο, ενώ οι μητροπολίτες των «Νέων Χωρών» με τον Βενιζέλο.

I. Ήδη με ομόφωνη απόφαση της Ι. Συνόδου, που ελήφθη στις 18 Νοεμβρίου 1916, μετά από έγγραφα διαβήματα του Μητροπολίτη Λαρίσης Αρσενίου, καλείται η Κυβέρνηση των Αθηνών να λάβει τα προσήκοντα μέτρα κατά των επαναστατών της Θεσσαλονίκης, «ίνα μη η Εκκλησία εξαναγκασθή να καταφύγη εις τα υπό των Ιερών κανόνων προβλεπόμενα μέτρα».
Λίγες ημέρες αργότερα, και συγκεκριμένα στις 11 Δεκεμβρίου 1916 παρουσιάζεται στον Μητροπολίτη Αθηνών Θεόκλητο [Μινόπουλο] επιτροπή επιστράτων και του ζητά να συμμετάσχει στο ανάθεμα της επομένης κατά του Ελ. Βενιζέλου. Η επίσκεψη αυτή προκαλεί την αυθημερόν έκτακτη σύγκληση της Ι. Συνόδου, η οποία αποφαίνεται ομοφώνως ως εξής: «Ο Πανιερώτατος Πρόεδρος ανεκοίνωσε τη Ιερά Συνόδω ότι επιτροπή των προέδρων των σωματείων του λαού παρουσιασθείσα ενώπιον αυτού εδήλωσεν ότι αύριον θα συνέλθη ο λαός εις το πεδίον του Άρεως να ρίψη λίθον αναθέματος κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου και απήτησεν όπως παρευρεθή εκεί και ο ιερός κλήρος. Η Ιερά Σύνοδος επεδοκίμασε την πρότασιν ταύτην, ο δε Παν. Πρόεδρος εδήλωσεν ότι θα καλέση τον ιερόν Κλήρον να προτρέψη αυτόν όπως παρευρεθή εις την συνάθροισιν του αναθέματος».
 Ο παριστάμενος στη συνεδρίαση της Συνόδου Βασιλικός Επίτροπος ανακοινώνει τη συνοδική απόφαση στον πρωθυπουργό και υπουργό των εκκλησιαστικών Σπ. Λάμπρο. Ο τελευταίος μεταφέρει στον Μητροπολίτη Αθηνών, σε κατʼ ιδίαν συνάντησή τους, την επιθυμία της Κυβερνήσεως «όπως μη μετάσχη μετά του υπʼ αυτόν Κλήρου του παρασκευαζομένου αναθέματος». Σε επιστολή που έστειλε προς τον πρωθυπουργό το πρωί της 12ης Δεκεμβρίου ο Μητροπολίτης Αθηνών καθιστά γνωστή τη συμμόρφωσή του προς την κυβερνητική επιθυμία και ενημερώνει τον πρόεδρο της κυβερνήσεως ότι ο κλήρος δεν θα μεταβεί στο Πεδίον του Άρεως, «διότι και ουδέ εγώ θα μετέβαινον όπως μη δυσχεράνωμεν το παράπαν τας ενεργείας της Κυβερνήσεως».

Εκ παραλλήλου, ο Αθηνών Θεόκλητος αφενός συγκαλεί έκτακτη συνεδρίαση της Ι. Συνόδου, προκειμένου να ανακληθεί η προηγούμενη απόφασή της για συμμετοχή του κλήρου στο ανάθεμα και αφετέρου ειδοποιεί, με επιστολή του, τον πρόεδρο των επιστράτων για την, ως εκ της επιθυμίας της κυβερνήσεως, αποχή του κλήρου από το ανάθεμα.
Μπροστά στον κίνδυνο να χρεωθεί ο πρωθυπουργός την ενδεχόμενη ματαίωση του αναθέματος, λόγω της μη συμμετοχής του κλήρου σε αυτό, ειδοποιείται ο Μητροπολίτης Αθηνών ότι ουδεμία αντίρρηση υφίσταται σχετικώς εκ μέρους της κυβερνήσεως, η δε περί του αντιθέτου εντύπωση οφείλεται σε «πεπλανημένην αντίληψιν αυτού περί της στάσεως της Κυβερνήσεως…». Εν τω μεταξύ, προτού υπογραφεί η ανακλητική απόφαση της Συνόδου περί συμμετοχής του κλήρου στο ανάθεμα, καταφθάνει στο συνοδικό μέγαρο αντιπροσωπεία των επιστράτων, η οποία ζητά «μετʼ επιμονής και φορτικότητος» τη συμμετοχή του κλήρου στο ανάθεμα. Ενόψει αυτής της καταστάσεως, η Ι. Σύνοδος αποφάσισε, ομοφώνως, ως ακολούθως: «Η Ιερά Σύνοδος λαβούσα υπʼ όψιν αφενός μεν το Κανονικόν της αιτηθείσης συμμετοχής της Εκκλησίας εις την σημερινήν εκδήλωσιν του λαού εν τω πεδίω του Άρεως, αφετέρου δε την επιμονήν του εξεγηγερμένου λαού και τας εκ της τυχόν αρνήσεως προς την συμμετοχήν ανυπολογίστους θλιβεράς συνεπείας, κρίνει καλόν να εκτελέση την χθεσινήν σχετικήν αυτής απόφασιν περί συμμετοχής της Εκκλησίας εις ταύτην».

II. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας πέντε άμαξες, επί των οποίων επιβαίνουν η Ι. Σύνοδος και οι παρεπιδημούντες στην Αθήνα Αρχιερείς, κατευθύνονται στο πεδίον του Άρεως. Ο Μητροπολίτης Αθηνών, «φέρων εγκόλπιον και επανωκαλύμαυχον, άτρομος και ακτινοβολών εκ χαράς», ρίχνει πρώτος επί του σωρού λίθον αναθέματος, απαγγέλλοντας την εξής εκκλησιαστική κατάρα: «Ελευθερίω Βενιζέλω, επιβουλευθέντι την Βασιλείαν και την Πατρίδα και καταδιώξαντι και φυλακίσαντι Αρχιερείς, ανάθεμα έστω» (εφημ. «Εμπρός», 13 Δεκεμβρίου 1916). Μάλιστα, στις 21 του ίδιου μήνα, η Ι. Σύνοδος ενημερώνει το Οικουμενικό Πατριαρχείο ότι «παρέδωκε τω αναθέματι» τον Ελευθέριο Βενιζέλο, «άνδρα επιβουλευθέντα την Βασιλείαν και την Πατρίδα και καταδιώξαντα και φυλακίσαντα Αρχιερείς».    

III
Το ανάθεμα στην πόλη των Πατρών

Ανάλογες σκηνές έλαβαν χώρα και στην επαρχία. Συγκεκριμένα, στην πόλη των Πατρών «Επιτροπή του Λαού» καλεί, με πρόσκλησή της που δημοσιεύεται στον τοπικό Τύπο της εποχής, τον πατραϊκό λαό να προσέλθει την Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 1916, ανήμερα του Αγ. Ελευθερίου, και ώρα 3 μ. μ. στην πλατεία Ομονοίας για να ρίψει «τον λίθον του αναθέματος και της παλλαϊκής κατάρας» κατά των στυγερών προδοτών της πατρίδας και του θρόνου. Σύμφωνα, μάλιστα, με τον «Νεολόγο των Πατρών» της 15/12, οι καμπάνες των εκκλησιών θα κτυπούν από τις 2.30 μέχρι τις 3.15 μ. μ., θα προσέλθει δε, με όλον τον κλήρο, και ο Σεβ. Επίσκοπος, ο οποίος θα ρίξει πρώτος τον λίθο του αναθέματος. Η συμμετοχή προμηνύεται μεγάλη, ενώ λαμβάνουν μέρος όλες σχεδόν οι επαγγελματικές ενώσεις της περιοχής (Οινοπαραγωγοί και οινέμποροι, παντοπώλες, εργατικά σωματεία, σύνδεσμος επιστράτων, ιατρικός και δικηγορικός σύλλογος κ.α.).
Από τη 1 μ. μ. η πόλη βρίσκεται επί ποδός. Όλοι οι κάτοικοι της πόλεως, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας, έχουν συντονίσει τη δραστηριότητά τους στους ρυθμούς του αναθέματος. Μάλιστα, ούτε το «ωραίον φύλον υστέρησε εις την κίνησιν»… Μοναδικό θέμα συζητήσεως σε όλους τους τόπους συναντήσεως της πόλεως ήταν η ανεύρεση λίθων για τη συμμετοχή στο ανάθεμα, τους οποίους «άλλοι έβαφον μαύρους, άλλοι έγραφον επ´ αυτών “ανάθεμα στους προδότας”, άλλοι έδενον με σπάγγον, άλλοι ετύλισσον εις εφημερίδα…». Από τις 2 μ. μ. η πλατεία Ομονοίας, στη μεσημβρινή πλευρά της οποίας έχει ανοιχθεί τεράστιος τετράπλευρος λάκκος μήκους 3 μ. και βάθους 1 μ., όπου θα ριφθούν οι λίθοι του αναθέματος, έχει κατακλυστεί από χιλιάδες κόσμου.
«Η πλατεία παρουσιάζει μίαν πρωτοφανή εικόνα λαού εις τα στήθη του οποίου κοχλάζει η αγανάκτησις και η οργή. Όλαι εκείναι αι χιλιάδες του πλήθους με μαύρας σημαίας, με μαύρα λάβαρα, με λίθους πισσωμένους εις τας χείρας, εις τους ώμους, υπό μάλης, παρουσιάζουν ένα θέαμα περίεργον, άμα και χαρακτηριστικόν της λαϊκής οργής. Κάρρα πλήθη λίθων σταθμεύουν γύρω της πλατείας. Χειραμάξια με λίθους βαμένους με μελάνην ή πίσσαν ίστανται εκεί παρά τα κράσπεδα της πλατείας και φωναί ακούονται πωλητών».   
Λίγο πριν τις 3 μ. μ. καταφθάνουν οι τοπικές αρχές, ενώ, εν τω μεταξύ, προσέρχεται ο κλήρος, ο «παρεπιδημών εις Πάτρας» Μητροπολίτης Κορυτσάς Γεννάδιος και, τέλος, ο Επίσκοπος Πατρών Αντώνιος Β´, ο Παράσχης. Σημειωτέον ότι και ο όμορος Επίσκοπος Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Τιμόθεος είχε αποκηρύξει με εγκύκλιό του, υπό τον τίτλο «Το εθνικόν κατά του προδότου ανάθεμα», τον Ελ. Βενιζέλο…
Ο συνωστισμός του λαού έχει καταστεί αφόρητος. Οι μυριόστομες κραυγές «Ανάθεμα!» και «Κατάρα στους προδότας!» δονούν την ατμόσφαιρα. Μετά την αποκατάσταση σχετικής ησυχίας, δίδονται στα χέρια των δύο Ιεραρχών, που βρίσκονται προ του λάκκου, δύο λίθοι, τους οποίους κρατούν με «υψωμένην την χείρα». Η στιγμή είναι φοβερή και τα πλήθη ριγούν. Η Ορθόδοξη Εκκλησία πρόκειται να αφορίσει τους «Εφιάλτας της Πατρίδος».
Στην Πάτρα, το ανάθεμα, ιδιαιτέρως μακροσκελές, έλεγε σε ένα σημείο:
«Καταραμένε,
Ανάθεμα στη γενεά σου πού ελέρωσε την Ελλάδα μ’ εσέ.
Ανάθεμα στον πατέρα σου, που σε έσπειρεν.
Ανάθεμα στη μητέρα σου, που εκράτησε τέτοιο φίδι μέσα
στα σπλάχνα της».
«… και να μένης πάντα εις το σκοτάδι της θρησκείας μας, που δεν εσεβάσθηκες…».
«να μην ευρεθή κανένας να σου κλείση τα μάτια,
παρά και νεκρός, να τα κρατήσης ανοιχτά, για
να βλέπης την πατρίδα που επρόδωσες».
«Ανάθεμα εις την ψυχήν σου.
Ανάθεμα εις το χάος, όπου θα πέση.
Ανάθεμα εις την ανάμνησή της.
Ανάθεμά σε». 

Ο Επίσκοπος Αντώνιος, έχοντας αριστερά του τον Μητροπολίτη Κορυτσάς Γεννάδιο, υψώνει το δεξί χέρι του με τον λίθο του αναθέματος και αναφωνεί: - Κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου… - Ανάθεμα στην ψυχή του!, ακούγεται η κραυγή του πλήθους. - Κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου… - Κατάρα!, διακόπτει εκ νέου το πλήθος τον Ιεράρχη, ο οποίος και πάλι αναφωνεί: . - Κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου, φυλακίσαντος αρχιερείς και προδώσαντος την Πατρίδα και τον δαφνοστεφή Θρόνον της Ελλάδος ανάθεμα και κατάρα!» και ρίχνει τον λίθο στον λάκκο, όπως και ο Μητροπολίτης Γεννάδιος. Το τι επακολούθησε, δεν περιγράφεται. «Βροχή, καταιγίς λίθων πίπτει επί του λάκκου». Οι Αρχιερείς και οι αρχές του τόπου μόλις και μετά βίας κατορθώνουν να απομακρυνθούν από τη λαϊκή εκείνη θύελλα.
Ιδού πώς περιγράφει ο «Νεολόγος των Πατρών» της 16ης Δεκεμβρίου 1916 την κατάληξη εκείνης της ημέρας:

«Εξηκολούθησεν ούτω μέχρι νυκτός η λιθοβολή του αναθέματος εις τον τεράστιον λάκκον, άνωθεν του οποίου εκάησαν και αι μαύραι σημαίαι. Μετʼ ολίγον ο λάκκος επληρώθη και έλαβε την μορφήν τύμβου αιωνίου αναθέματος των Προδοτών της Πατρίδος».  
    
IV
Η τυπολογία του αναθέματος

Το ανάθεμα αποτελεί για την Ορθόδοξη Εκκλησία, την πιο αυστηρή ποινή. Κατά τον τότε ισχύοντα, ήδη από το 1852, Καταστατικό Νόμο της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (Ν. ΣΑ´) προσωπικός αφορισμός εναντίον λαϊκών δεν εκδίδεται «ειμή μετά προηγουμένην έγκρισιν της Κυβερνήσεως» (άρθρο ΙΕ´). Στην προκείμενη περίπτωση ουδεμία κυβερνητική έγκριση υπήρξε, ενώ η έλλειψή της ουδόλως μπορεί να θεωρηθεί ότι θεραπεύτηκε από την παρουσία κατά τη σχετική συνοδική συνεδρίαση του διορισμένου Βασιλικού Επιτρόπου, ως εκ προσώπου της πολιτείας (άρθρο ΣΤ´).
Τη νομοκανονική, πάντως, υπόσταση του εν λόγω αναθέματος αμφισβητεί και η ίδια η Εκκλησία της Ελλάδος. Πιο συγκεκριμένα, στο Μουσείο Μπενάκη και ειδικώς, στο Αρχείο Ελ. Βενιζέλου, απόκειται η από 23 Ιουλίου 1930 χειρόγραφη επιστολή του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσόστομου [Παπαδόπουλου] προς τον Ελ. Βενιζέλο, με την οποία επιχειρείται η δικαιολόγηση της στάσεως που τήρησε η Εκκλησία της Ελλάδος στο κατʼ αυτού ανάθεμα τον Δεκέμβριο 1916. Ειδικότερα, ο τότε Αρχιεπίσκοπος σημειώνει στην επιστολή του «απλώς χάριν ακριβείας» τις διαπιστώσεις στις οποίες κατέληξε από τη μελέτη των οικείων Πρακτικών της Ι. Συνόδου. Εξ αυτών προκύπτει ότι η «ανόσια» πράξη του αναθέματος δεν υπήρξε καρπός εκκλησιαστικής πρωτοβουλίας, αλλά συνέπεια του ότι η Εκκλησία ενέδωσε «όλως αδικαιολογήτως εις την βίαν την παρά των πολιτικών εξερεθισθέντων όχλων». Περαιτέρω δεν προηγήθηκε επίσημη απόφαση της Ι. Συνόδου για τη συμμετοχή της Εκκλησίας, η οποία, ανεξαρτήτως των ανωτέρω, είναι άκυρη, καθώς τόσο κατά τους κανόνες της Εκκλησίας όσο και κατά το δίκαιο της πολιτείας «ουδείς αναπολόγητος καταδικάζεται». Έτσι, εξηγείται η μη ανάληψη από την Εκκλησία οποιασδήποτε πρωτοβουλίας για την ανάκληση του αναθέματος, αφού λογίζεται για αυτήν ως μία πράξη «εκκλησιαστικώς ανύπαρκτος».
Ωστόσο, το ανάθεμα κατά του Βενιζέλου, που ο σημαντικότερος των ελλήνων κανονολόγων του 20ου αιώνα ΑΜΙΛΚΑΣ ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ, χαρακτήρισε, προσφυώς, ως παράδειγμα «τουλάχιστον ανοήτου επιβολής αναθέματος, καθ’ όλως μάλιστα οχλώδη και ανάξιον τη Εκκλησία τρόπον», η οποία «πλήρωσε βαρύτατα το γενόμενον ολίσθημα», οδήγησε τον μεταπολιτευτικό νομοθέτη να αυστηροποιήσει τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για την επιβολή του αναθέματος, με αποτέλεσμα να απαιτείται πλέον σχετικώς απόφαση της ανώτατης διοικητικής αρχής της Εκκλησίας της Ελλάδος, ήτοι της Ι. Συνόδου της Ιεραρχίας, η οποία πρέπει να λαμβάνεται με την όλως αυξημένη πλειοψηφία των 2/3 του συνόλου των μελών της …  

V
Τα επιγενόμενα

Τον Ιούνιο 1917 ο Βενιζέλος καταφθάνει, μετά από την επικράτησή του, στην Αθήνα. Η αδυναμία συνεργασίας του με τον Μητροπολίτη Αθηνών Θεόκλητο [Μινόπουλο], ως εκ της συμμετοχής του τελευταίου στο εναντίον του ανάθεμα, είναι προφανής. Η διέξοδος επιτυγχάνεται, με μάλλον ανορθόδοξο τρόπο, και δη με τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 11 Ιουλίου 1917 (αριθ. φύλ. 137) Νομοθετικού Διατάγματος «Περί τροποποιήσεως του καταστατικού της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος κ.λπ.». Με αυτό δεν επιβεβαιώνεται ο θρησκευτικός φιλελευθερισμός του Ελ. Βενιζέλου, αλλά, ατυχώς, υιοθετείται μία πολιτειοκρατική λογική στην τυπολογία των σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας.
I. Με το νομοθέτημα αυτό συγκροτήθηκε Ανώτατο Εκκλησιαστικό Δικαστήριο, από 13 μέλη, αρμόδιο για να δικάζει τα παραπτώματα των μελών της Συνόδου, που διαπράττονται «εν τη εκτελέσει των Συνοδικών αυτών καθηκόντων». Το «ειδικό» αυτό εκκλησιαστικό δικαστήριο, με την υπʼ αριθμό 26/12.10.1917 απόφασή του, προέβη, υπό την προεδρία του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γενναδίου, σε καθαίρεση των Μητροπολιτών Αθηνών Θεοκλήτου και Λαρίσης Αρσενίου και σε έκπτωση από τον θρόνο των λοιπών 3 συνοδικών μελών, που, με τη συμμετοχή τους στο ανάθεμα κατά του Ελ. Βενιζέλου, κηρύχθηκαν ένοχοι αφενός «αναμίξεως εις πολιτικάς διαμάχας και κομματικάς φροντίδας» και αφετέρου «θρησκευτικού σκανδαλισμού». Η ποινή της εκπτώσεως από τον θρόνο επιβλήθηκε, επίσης, στους Επισκόπους Πατρών Αντώνιο και Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Τιμόθεο. Στον κενωθέντα, τέλος, με τον τρόπο αυτό μητροπολιτικό θρόνο των Αθηνών εκλέχθηκε στις 8 Μαρτίου 1918, από την «Αριστίνδην» Σύνοδο και την Κυβέρνηση, ο από Κιτίου Μελέτιος [Μεταξάκης], με καταγωγή από την Κρήτη, γνωστός για τα φιλοβενιζελικά του αισθήματα …  
II. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι «η συμμετοχή της Εκκλησίας εις το πολιτικόν ανάθεμα έσχε ολεθρίας συνεπείας» και «δι' αυτής παρήχθη λίαν επικίνδυνος ανωμαλία». Έτσι, αποτέλεσε, μεταξύ άλλων, στρέβλωση της σωτηριολογικής φύσεως της Ορθόδοξης Εκκλησίας και ανεπίτρεπτη εμπλοκή της στις διαμάχες πολιτικών παρατάξεων, «καθισταμένη ούτω θεραπαινίς της μιας των αντιμαχομένων μερίδων επί βλάβη της ετέρας, εις εκείνην μεν ευχάς και ευλογίας επιδαψιλεύσουσα, κατά ταύτης δε αράς και αναθέματα εξαπολύουσα». Πάντως, εάν η ανάμειξη της Εκκλησίας στα πολιτικά πράγματα στοχεύει μόνο, όπως ορθώς έχει λεχθεί, στον «εξανθρωπισμό της πολιτικής», σίγουρο είναι ότι η ανίερη εμπλοκή της στο ανάθεμα κατά του Βενιζέλου τον Δεκέμβριο 1916 δύσκολα συμβάλλει προς αυτήν την κατεύθυνση…

---------------------------------

*Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα ομιλίας του γράφοντος στη «Διακίδειο Σχολή Λαού Πατρών», η οποία έλαβε χώρα το Σάββατο 14  Ιανουαρίου 2017. Το πλήρες κείμενο με τον αναγκαίο υπομνηματισμό και παράρτημα εγγράφων θα κυκλοφορήσει προσεχώς σε αυτοτελή έκδοση.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ενδιαφέροντα τα στοιχεία που παραθέτει ο εξαίρετος και έγκριτος επιστήμων κ. Ανδρουτσόπουλος. Αναμένω να ιδώ την ενδιαφέρουσα αυτή εργασία όχι εις περίληψη αλλά όπως λέγει ολοκληρωμένη.
Τον συγχαίρω δια το επιλεγέν θέμα.
Γεώργιος Θεοφιλάτος
Νομικός

Ανώνυμος είπε...

Πάντα δημιουργικός είσθε.
Πολλές από τις πτυχές που διάβασα μου ήταν παντελώς άγνωστες.
Συγχαίρω… και εις άλλα!