Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2017

«Σημαινόμενα» γιά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας - ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ


«Σημαινόμενα» γιά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ
Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Ἁθηνῶν

1. Τό ἔτος 1959 ὁ ἀείμνηστος Γέρων Μητροπολίτης Ἐφέσου Χρυσόστομος Κωνσταντινίδης, σέ μία ὁμιλία του μέ θέμα: «Τά σημεῖα τά ἑνοῦντα καί διαιροῦντα τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν», ἐπισήμανε ὅτι τά χρόνια βαρίδια τῆς ἀποξένωσης τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας θά πρέπει νά ἀντιμετωπιστοῦν ἀπό μία Πανορθόδοξη Σύνοδο, ἄποψη ἡ ὁποία ἄφηνε ἀρκετά περιθώρια αἰσιοδοξίας γιά τή συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
Αὐτή ἡ αἰσιοδοξία ἦταν ὁ διαρκής σύνδεσμος σέ μία μεγάλη ἁλυσίδα προσυνοδικῶν διεργασιῶν. Ἡ ἴδια αἰσιοδοξία συνδέει καί τήν πατριαρχεία τοῦ Ἰωακείμ Γ΄ μέ αὐτήν τοῦ Βαρθολομαίου, ὁ ὁποῖος ἔφερε εἰς πέρας, μέ τή συνδρομή βεβαίως καί τῶν λοιπῶν Προκαθημένων τῶν Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἕνα ὅραμα ἑκατόν δεκατεσσάρων ἐτῶν.

Στήν πορεία πρός τήν Πανορθόδοξη αὐτή Σύνοδο καί μέ κίνητρο πάντοτε τήν αἰσιοδοξία τῆς παραπάνω ἄποψης τοῦ Γέροντα Μητροπολίτη Χρυσοστόμου Κωνσταντινίδη, συντελέστηκαν σημαντικά βήματα μέσα ἀπό Πανορθόδοξες Συναντήσεις καί Διασκέψεις. Ἁνάμεσα σ᾿ αὐτές προβάλλουν τό Πανορθόδοξο Συνέδριο στήν Κωνσταντινούπολη τό ἔτος 1923, ἡ Προκαταρκτική Ἐπιτροπή στήν Ἱερά Μονή Βατοπαιδίου τό 1930, τό Α΄ καί Β΄ Συνέδριο τῶν Ὀρθοδόξων Θεολόγων στήν Ἁθήνα, κατά τά ἔτη 1936 καί 1976 ἀντίστοιχα, οἱ Πανορθόδοξες Διασκέψεις στή Ρόδο (1961, 1963, 1964) καί στή Γενεύη (1976, 1982, 1986, 2009 καί 2015), οἱ δύο Συνάξεις Προκαθημένων, ἡ μία στήν Κωνσταντινούπολη τό ἔτος 2014 καί ἡ ἄλλη στή Γενεύη τό ἔτος 2016, καί ἕνας μεγάλος κύκλος Διορθοδόξων Προπαρασκευαστικῶν Ἐπιτροπῶν καί Συνεδρίων, σχετικῶν πρός τήν ὅλη θεματολογία τῆς Συνόδου.
Ὅλες οἱ παραπάνω διεργασίες ἐξυφαίνουν καί τό πανορθόδοξο μωσαϊκό διαφόρων γόνιμων θεολογικῶν συζητήσεων τοῦ 20οῦ αἰῶνα, σέ θέματα τοῦ πρόσφατου παρελθόντος, τά ὁποῖα ἀπασχολοῦσαν τίς τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Μέ τίς ζυμώσεις καί τίς συζητήσεις αὐτές, σηματοδοτήθηκε καί μία μεγάλη περίοδος ἀκμῆς τῆς Ὀρθόδοξης θεολογίας, σέ θέματα ἐκκλησιολογικά, ἀνθρωπολογικά καί ποιμαντικά, μέ τά ὁποῖα φανερωνόταν ἕνας γόνιμος διάλογος καί μία προβληματική σπουδαίων θεολόγων γιά τήν προβολή τῆς πατερικῆς σκέψης καί θεολογίας στόν σύγχρονο κόσμο.
Ἔτσι λοιπόν ἡ Πανορθόδοξη Σύνοδος φαίνεται ὅτι ἀποτελοῦσε ἀπαίτηση τῶν καιρῶν καί ἡ πορεία πρός αὐτήν ἦταν μονόδρομος, ὅπως καί ἡ ἐγγύτερη ἐπικοινωνία τῶν ἀπομονωμένων τότε με ταξύ τους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἐξαιτίας τῶν διαφόρων κοινωνικοπολιτικῶν καταστάσεων.
Ἐπιπλέον ἡ χάραξη μιᾶς κοινῆς γραμμῆς σέ πανορθόδοξα προβλήματα καί ἡ σύγκληση τῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἦταν ἀναγκαία, ἀπαιτοῦσε ὅμως βήματα προσέγγισης καί συνεργασίας καί ὄχι ἀπομόνωσης ἤ ἀποξένωσης, ἐνῶ τό ὅραμα ὅλων τῶν κατά καιρούς ὑπευθύνων στήν πορεία πρός τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, γιά πολλές δεκαετίες πρίν, ἦταν ἀφενός ἡ φανέρωση τῆς δυναμικότητας τοῦ Συνοδικοῦ θεσμοῦ στή ζωή τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί ἀφετέρου ἡ ἐπαναλειτουργία τοῦ θεσμοῦ αὐτοῦ, σέ πανορθόδοξο πλέον ἐπίπεδο, γεγονός τό ὁποῖο καί τελικά ἐπιτεύχθηκε.
Τά σημαντικά θέματα, μέ τά ὁποῖα ἀσχολήθηκε ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, ὅπως ἡ ἐκκλησιολογική αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἡ ἐν ἀγάπῃ καί ἐν διαλόγῳ συνάντηση μέ τίς ἄλλες Ἐκκλησίες καί Ὁμολογίες, μέ σκοπό τήν ἑκατέρωθεν κατανόηση τῆς ἀρχαίας χριστιανικῆς παράδοσης, τά κωλύματα τοῦ γάμου καί γενικότερα ἡ στήριξη τοῦ θεσμοῦ τῆς οἰκογένειας, τό ἡμερολογιακό ζήτημα καί τό πασχάλιο, ἡ ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας στόν σύγχρονο κόσμο, συνήργησαν καί στήν ἀνά- δειξη τῆς ποιμαντικῆς ἐπικαιρότητας καί εὐαισθησίας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Τίθενται ὅμως τά ἀκόλουθα ἐρωτήματα: Εὐοδώθηκαν τελικά οἱ προσδοκίες ὅσων συνήργησαν γιά τήν πραγμάτωση αὐτοῦ τοῦ ὁράματος; Ποιά θά εἶναι ἡ ἑπόμενη ἡμέρα τῆς Συνόδου;
Ἐάν οἱ ἀπαντήσεις ἦταν θετικές, θά ἦταν δυνατόν νά ὑπάρξει ἡ ὑπέρβαση τῶν νέων ἐμποδίων, ὥστε ἡ νέα Σύνοδος νά ἐνεργήσει μέ μεγαλύτερη τόλμη γιά νά δώσει λύσεις καί σέ φλέγοντα σύγχρονα ποιμαντικά προβλήματα; Χωρίς νά προκαλέσει τριγμούς στούς κόλπους τῆς πανορθόδοξης ἑνότητας, μία ἄλλη διαδικασία ἦταν δυνατόν νά προετοιμάσει μεθοδικά τή σύγκληση μιᾶς νέας Συνόδου, προκειμένου νά ἀποφευχθοῦν λάθη καί ἀστοχίες τοῦ παρελθόντος;
2. Θά πρέπει νά παραδεχθοῦμε ὅτι στήν Κρήτη (Ἰούνιος 2016) πραγματοποιήθηκε ἕνα ἀδιαμφισβήτητο καί οὐσιαστικό βῆμα, μέ σκοπό νά ξεπεραστεῖ ἡ «αὐτοάνοση ἐσωστρέφεια» κάποιων τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἡ ὁποία γιά πολλούς αἰῶνες ταλαιπωροῦσε τίς Ἐκκλησίες, ἐνῶ ταυτόχρονα ἐπαναπροσδιορίστηκε καί ἡ πορεία πρός μία νέα λειτουργία τῆς Συνοδικότητας, μέ δειλά ἀλλά ἀποφασιστικά βήματα. Ἡ πορεία πρός αὐτή τή Συνοδικότητα, γιά ἕναν ἀντικειμενικό παρατηρητή, εἶναι τό μεγάλο κέρδος, ἀφοῦ συζητήθηκαν καί ἐφαρμόστηκαν ἀρχές Συνοδικότητας, οἱ ὁποῖες στό πρόσφατο παρελθόν δέν ἦταν οἰκεῖες, ἔστω κάποιες ἀπό αὐτές, δέν ἦταν ἀμάρτυρες ἀπό τή σχετική πράξη τοῦ παρελθόντος, ἐπειδή εἶχαν διασωθεῖ μέσα στήν ἐκκλησιαστική παράδοση.
Ἁκόμη θά πρέπει νά ἀποδεχθοῦμε ὅτι, ἐνῶ ἡ προετοιμασία τῆς Συνόδου εἶχε ὡς ἀφετηρία καί κινητήρια δύναμη τήν αἰσιοδοξία ἑνός θεολογικοῦ κόσμου, κληρικῶν καί λαϊκῶν, οἱ ὁποῖοι ἀναζητοῦσαν διακαῶς τή σύγκληση μιᾶς Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, στήν πορεία τό ἐνδιαφέρον ὁλοένα καί ἔφθινε, ὕστερα μάλιστα καί ἀπό τήν ἀποχώρηση ἀπό τή ζωή ὅλων ἐκείνων τῶν πρωτεργατῶν θεολόγων, ἐπισκόπων καί καθηγητῶν. Τό ἴδιο φαινόμενο μαρτυρεῖται καί κατά τό τελευταῖο στάδιο τῆς προετοιμασίας τῆς Συνόδου, γεγονός τό ὁποῖο βιώσαμε ὅλοι ὅσοι ἀναμειχθήκαμε σ᾿ αὐτό.
Τό πλέον ἀνησυχητικό ὅμως εἶναι ὅτι ἡ μετασυνοδική αὐτή πραγματικότητα ἐπιβεβαιώνει τό γεγονός ὅτι ἐλάχιστοι ἀκαδημαϊκοί θεολόγοι καί ἀκόμη λιγότεροι ἐπίσκοποι πλέον ἀσχολοῦνται μέ τά ἰδιαίτερα θέματα τῆς Συνόδου, ἴσως γιατί ἡ ἴδια ἡ θεματολογία τῆς Συνόδου θεωρεῖται, προϊόντος τοῦ χρόνου, ὡς ἀνεπίκαιρη.
Δέν θά ἦταν ἐπίσης ὑπερβολή νά εἰπωθεῖ ὅτι τελικά ἡ ὑπόθεση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου διασώζεται στήν ἐπικαιρότητα χάρις στήν κριτική, τήν ὁποία ἀσκοῦν οἱ λεγόμενοι φονταμενταλιστικοί κύκλοι, οἱ ὁποῖοι δέν προβάλλουν μία ἐποικοδομητική κριτική, ἡ ὁποία εἶναι θεμιτή, ἀλλά προσπαθοῦν νά ἀποδομήσουν τόν συνοδικό χαρακτήρα της, χαρακτηρίζοντάς την ὡς ληστρική ἤ προσύνοδο, καί νά ἀποδυναμώσουν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἀπαξιώνοντας συγχρόνως τόν συνοδικό θεσμό, μέ πρώτιστη ἐπιδίωξη τήν ἀμφισβήτηση τοῦ σημαντικοῦ, τοῦ συντονιστικοῦ καί τοῦ οὐσιαστικοῦ ρόλου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ὡς τοῦ Πρώτου στή διακονία τῆς ἑνότητας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Ὅλα αὐτά ἔχουν ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἀνάπτυξη μιᾶς ἀκατάσχετης φλυαρίας καί ἀτεκμηρίωτης ἀντισυνοδικῆς ἐπιχειρηματολογίας, ἐνῶ παράλληλα ταλαιπωρεῖται ἡ ἑνότητα τόσο ἀπό τήν ἐπιλεκτική ἀναφορά «ἀποσπαραγμάτων» ὅσο καί ἀπό τή «ζυγομαχία» περί τῶν ὅρων, ὅπως γιά παράδειγμα γιά τή χρήση τοῦ ὅρου «Ἐκκλησία - Ἐκκλησίαι» σέ σχέση πρός τούς ἄλλους ἑτερόδοξους Χριστιανούς ἤ τοῦ ὅρου «ἀνθρώπινο πρόσωπο».
Ἁποτέλεσμα ὅλης αὐτῆς τῆς ἀντίδρασης ἦταν νά μετατεθεῖ τό ἐνδιαφέρον ἀπό τά σημαντικά κείμενα καί τά οὐσιαστικά θέματα, μέ τά ὁποῖα ἀσχολήθηκε ἡ Σύνοδος καί τά ὁποῖα παρήγαγε, σέ ἥσσονος σημασίας διορθωτικές ἀναφο- ρές, ἐπισημάνσεις καί προτάσεις, οἱ ὁ- ποῖες ἀπηχοῦν ὁμολογιακοῦ τύπου ἀπολυτοποιήσεις καί ἀπολυτότητες.
Ἁντί δηλαδή νά ἀφεθεῖ ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης νά ἀνοίξει τούς ὁρίζοντες τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, ἀντισυνοδικοί κύκλοι ὕψωσαν ἕνα νέο «μεσότοιχο» μεταξύ τῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἐνισχύοντας τήν προσυνοδική ἐσωστρέφειά τους μέσα ἀπό ἕναν νεοζηλωτισμό, οἱ ἐκφραστές τοῦ ὁποίου κινοῦνται ἀπό τήν ἐμμονή στήν ἰδιογνωμοσύνη τους, ἐπειδή θεωροῦν τούς ἑαυτούς τους ταγμένους ὡς ὑπέρμαχους φύλακες τῆς Ὀρθοδοξίας. Πολυλογοῦν ἀτεκμηρίωτα καί δέν ἀντιλαμβάνονται ὅτι βρίσκονται ἐγκλωβισμένοι στόν πειρασμό τῆς ὁποιασδήποτε αὐτοπροβολῆς τους ἤ καί κάποιας ἄλλης σκοπιμότητας.
Τό πνεῦμα αὐτό τοῦ νεοζηλωτισμοῦ ἐπλανᾶτο καθ᾿ ὅλη τήν τελευταία περίοδο (2014 καί ἑξῆς) τῆς τελικῆς προετοιμασίας τῶν Συνοδικῶν Κειμένων καί Ἁποφάσεων καί μάλιστα κατά τρόπο πολλές φορές δυναμικό, μέ ἀποτέλεσμα νά ἐπηρεαστοῦν πολλές Ἁποφάσεις καί νά μήν ἐκφραστεῖ ἀπόλυτα τό μήνυμα τῆς Ὀρθοδοξίας στόν σύγχρονο κόσμο. Αὐτή ἡ νοοτροπία δέν ἐκφράζεται μόνον ἀπό ἑλληνόφωνους ἀλλά καί ἀπό σλαβόφωνους ἐκπροσώπους, ἡ ὁποία μέσα ἀπό μία μετακενωτική διαδικασία ἐπιχειρημάτων ἐπανεμφανίστηκε μέ ἰσχυρές συντηρητικές δυνάμεις, οἱ ὁποῖες πολλές φορές δέν ἐλέγχονταν καί ἀπό τήν κάθε τοπική Ἐκκλησία.
Διαφεύγει τίς περισσότερες φορές ἀπό τούς ἐκφραστές τῆς νοοτροπίας αὐτῆς τό γεγονός ὅτι μία τέτοια ἐξέλιξη, ἐάν διογκωθεῖ, θά ἔχει ὡς συνέπεια τήν ἀλλοίωση τῆς ταυτότητας τῆς Ἐκκλησίας, γιατί θά λειτουργήσει φυγόκεντρες τάσεις, ἐνῶ δέν θά ἔπρεπε νά παραθεωροῦμε ὅτι σέ λίγο καιρό ἡ Συνοδικότητα, ὡς τρόπος ἔκφρασης τῆς ἑνότητας καί κοινωνίας τῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, θά εἶναι ἐπιβεβλημένη, προκειμένου νά ἑδραιωθεῖ καί νά ἐπιβεβαιωθεῖ ἡ κανονικότητά τους ἀλλά καί γιά νά ξεπεραστοῦν ἀρκετά ἀπό τά προβλήματα ἐσωτερικῆς ἑνότητας τῆς κάθε μιᾶς ἀπό Αὐτές.
Εὐτυχῶς μέχρι στιγμῆς, δύο ἀπό τίς τέσσερις Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, πού δέν συμμετεῖχαν στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, δέν διέκοψαν τήν κοινωνία μέ τίς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες πού συμμετεῖχαν στή Σύνοδο, ἔστω καί ἄν ἐξέφρασαν ἐπιφυλάξεις ἤ διορθώσεις σέ ὁρισμένα Συνοδικά Κείμενα. Οἱ ἄλλες δύο Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἀντιθέτως, μέ ἐπιστολές καί συμμετοχή σέ εὐχαριστιακές συνάξεις, ἐπιβεβαίωσαν τήν κοινωνία τους μέ ὅλες τίς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες.
3. Παραμένουν ὅμως ἀναπάντητα ὁρισμένα ἐρωτήματα, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν, κατά τή γνώμη μας, καί τίς ἀφορμές γιά ἑρμηνεία ὅλων αὐτῶν τῶν πρίν καί μετά τή Σύνοδο ἀντιδράσεων.
Τί συνέβη σέ αὐτές τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες μέχρι τό προπαρασκευαστικό στάδιο εἶχαν ὑπογράψει καί ἀποδεχθεῖ τά Συνοδικά Κείμενα καί ἀπαιτοῦσαν ἁπλῶς τήν ἐπικαιροποίησή τους καί τή φιλολογική τους διόρθωση; Γιατί ξαφνικά ἀρνήθηκαν νά ὑπογράψουν τά τελικά Κείμενα ἤ ἐπέλεξαν τήν ἀποχή ἀπό τίς ἐργασίες τῆς Συνόδου; Ἦταν ἁπλῶς τό θέμα «ζηλωτισμός – φιλελευθερισμός», «συντηρητισμός – παραδοσιακότητα» ἤ οἱ περί τούς ὅρους ἐπιφυλάξεις;
Μία ἀντίδραση, ἡ ὁποία ἔχει μόνον ὡς κάλυμμά της τά θέματα τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς πίστης, ἐνῶ στήν οὐσία φαίνεται ὅτι τά κίνητρα εἶναι περισσότερο ἐκκλησιαστικοῦ καί πολιτικοῦ καί λιγότερο θεολογικοῦ προβληματισμοῦ, θε- ωρῶ ὅτι ἀπαιτεῖ μεγαλύτερη ἀνάλυση, ἐμβάθυνση καί ἀξιολόγηση.
Οἱ Ὀρθόδοξες αὐτές Ἐκκλησίες, ἄν καί ἀντιλαμβάνονται ὅτι δέν μποροῦν νά ἀρνηθοῦν τό στοιχεῖο ταυτότητας μεταξύ τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς «ἀλή- θειας τῶν πραγμάτων», ὡς μία σχέση ταυτότητας μεταξύ Ἐκκλησίας καί Συνόδου (βλ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου), ἐντούτοις δέν ἀποδέχονται ὅτι ἡ μή συμμετοχή τους στή Σύνοδο εἶναι ἔκφραση μιᾶς ἄλλης ἀντίληψης καί αὐτοσυνειδησίας γιά τό τί εἶναι Ἐκκλησία καί πῶς σχετίζεται ἡ Ἐκκλησία πρός τό γεγονός τῆς Συνοδικότητας. Ἁντίληψη ἀπόλυτα διαφοροποιημένη ἀπό αὐτή πού μᾶς παρουσιάζει ἡ Ἁρχαία Ἐκκλησία καί ἐκφράζουν διαχρονικά ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἡ πατερική παράδοση.
Γι᾿ αὐτό θεωρῶ ὅτι ἡ μή συμμετοχή τῶν τεσσάρων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο ἦταν ἕνας «μετέωρος βηματισμός», συγχρόνως ὅμως ἀνορθόδοξος καί ἐκκλησιολογικῶς ἐπικίνδυνος.
Οἱ παραπάνω ἀντιδράσεις, ὅπως πα- ρουσιάστηκαν, ἐπιβεβαιώνουν τήν ὕπαρξη ἑνός ἐνδοορθόδοξου «ψυχροῦ πολέμου» μεταξύ ἑνός ἰδεολογικοποιημένου τρόπου ζωῆς, ὁ ὁποῖος ἐκφράζεται κυ- ρίως στόν χῶρο τῆς Ἁνατολικῆς Εὐρώπης μέ συγκεκριμένες θέσεις καί ἀπόψεις, καί ἑνός φοβικοῦ συνδρόμου σέ κάθε μοντέλο κοινωνίας, πού ὑποδεικνύει ἕναν δυτικό προσανατολισμό ὡς πρός τόν ἐκκλησιαστικό τρόπο ζωῆς, ὅπου ἡ σχέ- ση μέ τόν Θεό δέν βιάζει ποτέ τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου ἀλλά τή σέβεται καί τήν ἀποδέχεται μέσα ἀπό τήν ἀγάπη, γιατί ἡ ἐκκλησιαστική ζωή σημαίνει ἐμπιστοσύνη, ὁδηγεῖ στή σχέση καί ὄχι στήν ἀπομόνωση, ἐκφράζεται ὡς κοινωνία καί διάλογος μέ τή διαφορετικότητα καί τήν ἑτερότητα. Τί σημαίνει αὐτός ὁ «ψυχρός πόλεμος»; Ὅτι κάποιες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, κυρίως σλαβόφωνες, θεωροῦν ὅτι εἶναι ἀπορριπτέα κάθε μορφή «φιλελεύθερου» μοντέλου κοινωνίας, μέ τό ἐπιχείρημα ἀφενός ὅτι κινδυνεύει ἡ Ὀρθοδοξία καί ἀφετέρου ὅτι ὁ ἐκκλησιαστικός τρόπος ζωῆς θά ἀλλοιωθεῖ.
Θεώρησαν λοιπόν ὅτι ἡ ἴδια ἡ Σύνοδος θά ἔπρεπε μέ τίς Ἁποφάσεις Της νά ἀποτελέσει τό «ἀνάχωμα» πρός κάθε τάση δῆθεν ἐκδυτικισμοῦ τῆς ζωῆς καί τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας σέ τόπους κυρίως Ὀρθοδόξους, προκειμένου οἱ χῶροι αὐτοί νά μήν ἐκκοσμικευθοῦν δυτικότροπα.
4. Αὐτό τό ὁποῖο ὅμως ἐπιδιώκετο ἀπό τίς συγκεκριμένες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τῆς Ἁνατολικῆς Εὐρώπης ἦταν ἡ ἐπιβολή μιᾶς ἰδεολογικοποιημένης Ὀρθοδοξίας, ἑνός δηλαδή ἰδεολογικοῦ μορφώματος μέ ἐπικάλυμμα θεολογικῆς κατοχύρωσης, τό ὁποῖο μπορεῖ νά συντηρηθεῖ καί συγχρόνως νά ἐκφράσει ἕνα ἄλλο μοντέλο ζωῆς μέ θρησκοληπτικές ἀντιλήψεις καί κοινωνικές προεκτάσεις. Τί συνεπάγεται αὐτό;
α) Ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ τήν υἱοθέτηση μιᾶς ἀντίληψης θρησκοληπτικοῦ συντηρητισμοῦ μετατρέπεται ἀπό Ἐκκλησία σέ σέκτα, σέ ὁμάδα ἰδεολογική μέ κομματική ἀντίληψη λειτουργίας, τά δέ μέλη τῆς Ἐκκλησίας δέν κατανοοῦνται ὡς πιστοί ἀλλά ὡς ὀπαδοί.
β) Ὅτι ἡ πίστη, ὡς «ἄνωθεν κατερχομένη», ἐπιβάλλεται στή ζωή τῶν ἀνθρώπων μέσα ἀπό πεποιθήσεις, ἀλάθητες ἀποφάσεις, ὑποχρεωτικές ὁδηγίες καί διδασκαλίες, καί μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ πίστη ὑποτάσσει τή συνείδηση τῶν ἀνθρώπων ὑπό τή μορφή μιᾶς ἐξαναγκαστικῆς ἐξουσίας. Μετατρέπει δηλαδή τούς φορεῖς καί ἐκφραστές αὐτῆς τῆς πίστης σέ δουλικούς ἐνθουσιαστές αὐτῆς, ὑπό τό κράτος μάλιστα τῆς ὁποίας τρομοκρατοῦνται καί συντρίβονται.
γ) Ὅτι κάθε τι τό δυτικό καί νέο εἶναι ἀπορριπτέο, ἐπειδή θεωροῦν ὅτι ἀλλοιώνει τό μοντέλο τοῦ χριστιανοῦ καί μάλιστα τοῦ Ὀρθόδοξου, ὁ ὁποῖος εἶναι «ὁ περιούσιος λαός τοῦ Θεοῦ», «τό νέον ἔθνος», «ὁ ἐκλεκτός λαός τοῦ Θεοῦ», ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι λαοί, οἱ δυτικοί, ἐξ αἰτίας τῆς θρησκευτικῆς τους διαφοροποίησης δέν ἔχουν θέση στό γεγονός τῆς σωτηρίας καί ἄρα εἶναι ἀπόβλητοι καί καταδικαστέοι.
Μέ αὐτή τήν ἀντιδυτική ἀντίληψη ἐκκλησιαστικότητας τονίζεται μία μορφή ἰδεολογικοῦ μοντέλου καί θρησκοληπτικῆς «ἀποκλειστικότητος» Ὀρθοδοξίας, ὡς ἰδεολογήματος καί ὄχι ὡς τρόπου καί στάσης ζωῆς, ἐνῶ συγχρόνως κατανοεῖται ἀποκλειστικά ὡς παραδοσιακός μόνον ὁ ἀνατολικός τρόπος ζωῆς, ὁ ὁποῖος εἶναι καί ὁ μοναδικός πού δίνει νόημα σέ αὐτή τή ζωή καί προοπτική μέλλοντος. Κάθε τι τό ἀνατολικό εἶναι σωτήριο, κάθε τι τό δυτικό εἶναι ἁμαρτωλό καί ἀπορριπτέο ἤ καί καταραμένο καί καταδικαστέο.
Αὐτή ἡ ἀντίληψη προσπαθεῖ νά ἐπι- βληθεῖ μέ τήν παροῦσα ἀντιδρῶσα κατάσταση, ἡ ὁποία τείνει νά καταστεῖ ἰσχυρή μέ ἀκμή τοῦ ὅλου ζητήματος τήν ἀντίδραση γιά τή σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Ἁντίδραση ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στή διαμόρφωση μιᾶς κατάστασης μανιχαϊστικά διχαστικῆς μέ ἀποκλεισμούς καί πολώσεις, ἡ ὁποία παρασκηνιακά φαίνεται ὅτι ὑποκινεῖται ἀπό τό «γνωστό» ἐκκλησιαστικοπολιτικό δίδυμο, πού τόσο πολιτικά, ὅσο καί ἐκκλησιαστικά, μετέρχεται τρόπους καί μεθόδους πρός ἀπόκτηση πρωτείων ἐξουσίας καί ἡγεσίας στούς ἀντίστοιχους χώρους καί μέ ἐπιδίωξη τή δημιουργία ἀνάλογων ζωνῶν ἐπιρροῆς, μέσα στό ἴδιο τό ἐκκλησιαστικό σῶμα τῆς Ὀρθοδοξίας.
5. Θά ἀναφερθῶ σέ ὁρισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα:
α) Ἐνῶ τό γεγονός τῶν μικτῶν γάμων γιά ὁρισμένες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες εἶναι μιά πραγματικότητα, δέν μπορεῖ νά ἑρμηνευθεῖ διαφορετικά ἡ ἔντονη ἀντίδραση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας νά μήν κατοχυρωθεῖ στό ἀντίστοιχο Συνοδικό Κείμενο, ὡς δυνατότητα τουλάχιστον, ἡ «κατ᾿ οἰκονομίαν» τέλεση μικτῶν γάμων, ὅταν γιά πολλές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες εἶναι ὄχι μόνο ἀπαίτηση ἀλλά καί ἀναγκαιότητα πού ἀπηχεῖται στήν καθημερινή τους πρακτική. Ὁ φόβος τῶν Ἐκκλησιῶν πού ἀντιδροῦν σ᾿ αὐτούς τούς μικτούς γάμους μέ ἑτε- ρόδοξους, ὑποκρύπτει τό φοβικό σύνδρομο τῆς δῆθεν ἀλλοίωσης τῆς ὀρθόδοξης χρι- στιανικῆς οἰκογένειας ὡς προτύπου καί τῆς ἐθνικῆς Ὀρθοδοξίας τῆς χώρας τους, ὅμως ξεχνοῦν ὅτι μέ μιά τέτοιου εἴδους ξενοφοβική ποιμαντική καί μέ ἀποκλεισμούς δέν θεραπεύεται τό ὅλο ζήτημα. Ἐπιπλέον, δέν εἶναι δυνατόν μία μεμονωμένη περιπτωσιολογική ἀντίληψη μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας γιά τούς μικτούς γάμους νά δεσμεύει τήν ἀπόφαση μιᾶς ὑπερτοπικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία καλεῖται ὡς σῶμα Πανορθόδοξο νά ἐπιλύσει προβλήματα ποιμαντικά καί ὑπαρκτά, πού δέν ἀγγίζουν τόν χῶρο τῆς πίστεως. Οἱ Ἁποφάσεις τῆς Συνόδου ἔπρεπε νά εἶναι χρηστικές ποιμαντικά γιά ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί νά ἐκφράζουν τήν ἑνότητα στήν ὁλότητά τους καί ὄχι τήν μερικότητα καί τήν ἀποσπασματικότητα. Ἐπιπλέον μία Σύνοδος δέν μπορεῖ νά ἀποφασίζει ὑπό τήν «ἀπειλή» φο- βικῶν συνδρόμων. Ἡ δυνατότητα «κατ᾿ οἰκονομίαν» τέλεσης μικτῶν γάμων εἶναι ἡ χρυσή τομή πρός ἐπίλυση ὑπαρκτῶν ποιμαντικῶν προβλημάτων γιά κάποιες Ἐκκλησίες, ὅπως καί ἡ τήρηση τοῦ κανόνα τῆς «ἀκριβείας» γιά ὅσες ἀπό τίς ἄλλες Ἐκκλησίες τό ἐπιθυμοῦν.
β) Χαρακτηριστικό παράδειγμα εἶναι καί οἱ ἀντιδράσεις, οἱ ὁποῖες ἐμφανίστηκαν μέ ἀφορμή τό Κείμενο γιά τίς σχέσεις τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπό χριστιανικό κόσμο. Τά προβαλλό- μενα ὡς ἀντεπιχειρήματα πρός τό Κείμενο αὐτό ἐκφράζουν ἀπόλυτα μιά ἰδεολογικοποιημένη ἀντίληψη Ὀρθοδοξίας. Μία Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία κλείνεται καί περιορίζεται στόν ἑαυτό της καί ἡ ὁποία δέν διαλέγεται μέ κανέναν ἄλλον πού εἶναι ἐκτός αὐτῆς, κλείνοντας μέ τόν τρόπο αὐτό τόν θησαυρό τῆς Ὀρθοδοξίας «ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν». Μέ τήν παροῦσα ἀντίδραση ἐπίσης ἐπιδιώκεται νά ἀποτυπωθεῖ μία ἀντίληψη «ἐκκλησιαστικῆς ἀποκλειστικότητας», τήν ὁποία μπορεῖ νά ἐκφράσει μέσα στόν κόσμο ἀποκλειστικά καί μόνον ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐνῶ ὅλες οἱ ἄλλες Χριστιανικές Ἐκκλησίες δέν μποροῦν νά διεκδικοῦν τήν ἐκκλησιαστική τους ταυτότητα καί δέν δύνανται νά διαλέγονται μέ τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Δέν πρέπει ὅμως νά ξεχνᾶμε ὅτι στοιχεῖο τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας, ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τῶν Ἁποστόλων, εἶναι ὁ διάλογος μέ τόν κάθε ἕναν, ὁ ὁποῖος εἶναι «ἐκτός» αὐτῆς. Πρωτεύουσα θέση σ᾿ αὐτή τήν ἀντίδραση ἔχει, ὅπως ἦταν φυσικό, ἡ ὑπονόμευση τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου μέ τή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, τήν ὁποία θεωροῦν ὄχι μόνον ὡς τόν ἰσχυρό ἐκπρόσωπο τῆς Δυτικῆς Χριστιανοσύνης, ἀλλά καί τόν μόνον ἐπίσημο καί σο- βαρό συνομιλητή μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, γι᾿ αὐτό καί προσπαθοῦν νά δαιμονοποιήσουν αὐτή τή διαλεκτική σχέση.
Ὕστερα ἀπό ὅλα αὐτά εἶναι κατανοήτο γιατί ὑπάρχει τόσο ἔντονη ἀντίδραση γιά τό συγκεκριμένο Κείμενο, μέχρι τοῦ σημείου νά ὑποδειχθεῖ καί ἡ ὁλοκληρωτική ἀπόρριψή του.
γ) Καί ἐρχόμαστε στίς ἀντιδράσεις πού ἀφοροῦν τό τρίτο Κείμενο, ὅπου ἡ Ἐκκλησία καλεῖται νά διαλεχθεῖ μέ τόν κόσμο στή βάση τῶν διαφόρων κοινωνικῶν ζητημάτων καί κοινωνιολογικῶν θεμάτων καί νά καταθέσει τή δική της πρόταση μέ βάση τή βιβλική καί πατερική παράδοση καί διδασκαλία. Κατ᾿ ἀρχήν ἡ πρόταση ἀλλαγῆς τοῦ ὅρου «πρόσωπο» καί ἡ ἀντικατάστασή του μέ τόν ὅρο «ἄνθρωπος» δέν ἐξυπηρετεῖ μόνο τήν ὑπάρχουσα δυσκολία μεταφραστικῆς ἀπόδοσης τοῦ ὅρου στή σλαβική γλώσσα, ἀλλά κυρίως ἀποδυναμώνει αὐτό τό ὁποῖο ἐκφράζει ἡ ἴδια ἡ ἔννοια «πρόσωπο», τό περιεχομένο τῆς ὁποίας προσδιορίζει ἡ ἔννοια τῆς «κοινωνίας» μέ κάθε τι τό διαφορετικό. Τό ἰδεολόγημα λοιπόν πού ὑποκρύπτεται κάτω ἀπό αὐτήν τήν ἀντικατάσταση σημαίνει ὅτι δέν μποροῦμε νά διαλεγόμεθα μέ κάθε τι πού εἶναι διαφορετικό ἀπό μᾶς καί ἔξω ἀπό μᾶς, πολλῷ μᾶλλον ὅταν εἶναι μή ὀρθόδοξο, ἐνῶ μέσα ἀπό αὐτή τήν ἀπομάκρυνση - διαφοροποίηση - ἀδιαφορία πρός τό διαφορετικό ἐπιβεβαιώνουμε συγχρόνως τήν ἀποκλειστικότητα καί τή μοναδικότητα τῆς ἀξίας τοῦ δικοῦ μας ἀνθρωποειδώλου ὡς προτύπου ὁμο- λογιακά, ἐθνικά καί ἠθικά. Σέ μία τέτοια προοπτική ὁ σεβασμός πρός τήν ἑτερότητα εἶναι ἀνύπαρκτος καί ἀποδεικνύεται ἡ ὑπεροχικότητα τῶν Ὀρθόδοξων Χριστιανῶν ἔναντι ὅλων τῶν ἄλλων, τῶν διαφορετικῶν, ἔστω καί ἄν εἶναι Χριστιανοί ἤ καί ἑτερόθρησκοι. Τήν ἴδια σκοπιμότητα ἐξυπηρετοῦν καί οἱ ἄλλες ἐπιμέρους διορθώσεις περί τῆς ἀξίας ἤ τῆς ἱερότητας τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας.
Ἁντιλαμβάνεσθε λοιπόν ὅτι μιά τέτοια υἱοθέτηση ἀπό μέρους τῆς Συνόδου ἑνός ἐξατομικευμένου μοντέλου κοινωνίας ὑπό τόν μανδύα μάλιστα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λόγου, τό ὁποῖο ὁδηγεῖ σέ ἀποκλεισμούς καί ἀπολυτότητες, σέ ποιά ἀδιέξοδα προσανατολίζει τούς Ὀρθόδοξους Χριστιανούς καί ποιές «ρατσιστικές» ἀντιλήψεις στηρίζει, γιά νά μήν ἀναφερθῶ εἰδικότερα σέ προτάσεις περί ἀποκλειστικῆς σωτηρίας «ἐν Χριστῷ» μόνο συγκεκριμένων λαῶν καί ἐθνῶν ἤ περί «γένους» χριστιανῶν ἤ ἀκόμη καί περί τῆς ἐπευλόγησης ἐθνικῶν καί θρησκευτικῶν πολέμων ἀπό μέρους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἤ τέλος γιά τήν ἐφαρμογή κάθε μορφῆς βίας σέ συγκεκριμένες κοινωνικές ὁμάδες ἤ θρησκευτικές μειονότητες, προτάσεις οἱ ὁποῖες δυστυχῶς κατατέθηκαν ἀπό Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τῆς Ἁνατολικῆς Εὐρώπης ἀλλά εὐτυχῶς δέν υἱοθετήθηκαν ὁμόφωνα στό στάδιο ἐπεξεργασίας τῶν Κειμένων. Μπορεῖ ἡ Σύνοδος νά υἱοθετήσει τέτοιου εἴδους ρατσιστικές πρακτικές μέ ἀποχρώσεις ὀρθόδοξης χριστιανικῆς ἠθικῆς μιᾶς «ἀρίας φυλῆς» ἤ τέτοιου εἴδους ἀποκλεισμούς, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Χριστός τονίζει ὅτι «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμ. 2, 4) καί ἐπισημαίνει ὅτι «ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τόν λίθον βαλέτω» (Ἰωάν. 8, 7).
δ) Ὑπάρχει ἀκόμη καί ἕνα ἄλλο Κείμενο τῆς Ὀρθόδοξης Διασπορᾶς, τό ὁποῖο δέν ὑπέστη μέν τή βάσανο τῆς ἀρχικῆς κριτικῆς, ἐντούτοις γιά ὁρισμένες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες εἶναι ἀπό ἐκεῖνα τά ὁποῖα δέν θά ἐπιθυμοῦσαν νά τύχει τῆς Πανορθόδοξης ἀποδοχῆς καί ὑπογραφῆς ἤ τουλάχιστον νά μήν ὑπῆρχε ἡ ὑπογραφή ἀποδοχῆς ἀπό συγκεκριμένες Ἐκκλη- σίες. Εἶναι τό περί Διασπορᾶς Κείμενο, ὅπως καί τό Κείμενο περί τοῦ τρόπου ἀνακηρύξεως τοῦ Αὐτονόμου, Κείμενα τά ὁποῖα ἀναγνωρίζουν καί ἐπιβεβαιώνουν de facto τόν συντονιστικό καί οὐσιαστικό ρόλο τοῦ Θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τόσο στά θέματα τῆς Ὀρθόδοξης Διασπορᾶς ὅσο καί στήν ἀνακήρυξη τῶν Αὐτονομιῶν.
Ἐπιπλέον ἡ μή συναινετική διάθεση γιά συζήτηση τοῦ Κειμένου γιά τόν τρόπο ἀνακηρύξεως τῆς Αὐτοκεφαλίας στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπό μέρους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν δέν ἐπιβεβαιώνει μόνο τήν παραπάνω ἐνδόμυχη ἐπιθυμία ἀπαξιώσεως τοῦ ρόλου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀλλά καί τή συμπαράστασή τους στό φοβικό σύν- δρομο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ὡς πρός τήν Αὐτοκεφαλία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, ἀκόμη ἕνας χῶρος, ὅπου ἡ δῆθεν ἐκκοσμίκευση τῆς Δύσης ἔχει βρεῖ ἔδαφος δράσης καί ἐφαρμογῆς κοινωνικῶν, ἠθικῶν, πνευματικῶν καί πολιτικῶν διαβρώσεων.
6. Ὅλα τά παραπάνω μαζί μέ τίς ἀντίστοιχες δηλώσεις τοῦ τύπου «ἔξω ἀπό τήν Εὐρώπη», «ἀποκομμένοι ἀπό τή Δύση», «ἀπαξίωση σέ κάθε μορφή διαλόγου μέ τίς ἄλλες Θρησκεῖες καί Ὁμολογίες», ἐπιβεβαιώνουν τήν ἀπορ- ριπτική διάθεση καί ἄρνηση σέ κάθε τι τό δυτικό.
Τό μόνο δηλαδή πού θά πρέπει νά καλλιεργοῦμε ὡς Ὀρθόδοξοι, καί ἄρα ὡς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες στούς πιστούς μας, εἶναι μία θρησκοληπτική (δηλαδή μαγική) στανική καί στατική ἀντίληψη περί πίστεως, μιά καλλιέργεια συνείδησης στόν λαό μας ὅτι εἶναι ὁ μόνος «περιούσιος» καί «ἐκλεκτός» λαός τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος χαρακτηρίζεται ἀπό μία πνευματική αὐτάρκεια, καθαρότητα καί ἐσωστρέφεια. Ἐπιπλέον εἶναι ἀνάγκη νά τοῦ τονίζουμε ὅτι ὅλα αὐτά θά τοῦ τά παράσχει μόνον ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τό πολιτικό σύστημα, τό ὁποῖο τή στηρίζει «ἐν χρόνῳ» καὶ «ἐν τόπῳ», ἐνῶ ἀποκλειστικό καί μόνο μέλημα τοῦ λαοῦ αὐτοῦ θά πρέπει νά εἶναι ἡ βιολογική του ἐπιβίωση, «ὁ ἄρτος ὁ ἐπιούσιος» καί ἡ πνευματική, ἡ θρησκευτική καί ἡ ἐθνική του «καθαρότητα». Τήν κοινωνική του καταξίωση θά τήν παραλαμβάνει ἀποκλειστικά καί μόνον ἀπό τούς πνευματικούς του καθοδηγητές, οἱ ὁποῖοι, ἔχο- ντας καί τήν ἀρωγή τῶν πολιτικῶν ἐξουσιῶν, θά μεριμνοῦν καί θά ἀγωνίζονται γιά τήν ἐθνική καί θρησκευτική σωτηρία του. Ἐπιπλέον, ἡ καλλιέργεια μιᾶς φοβικῆς σχέσης μέ τόν Θεό καί τούς ἐπί γῆς ἀντιπροσώπους Του ὁδηγεῖ σέ ἕναν αὐτοαποκλεισμό τῶν πιστῶν ἀπό τίς πνευματικές ἀναζητήσεις, γεγονός τό ὁποῖο τούς δημιουργεῖ συγχρόνως τήν ψευδαίσθηση τῆς πνευματικῆς αὐτάρ- κειας, ἡ ὁποία τούς ὁδηγεῖ καί σέ μιά πνευματική καί ἰδεολογική ἀπομόνωση. Μιά τέτοιου εἴδους ἐσωστρεφής ἀντίληψη τῆς ζωῆς ὅμως ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τόν ὑπεροχικό ρόλο τῶν Ὀρθόδοξων λαῶν ἔναντι τῶν ὁποιωνδήποτε ἄλλων, ἐπιμαρτυρεῖ συγχρόνως καί τήν ὑπεροχή τῆς κάθε πολιτικῆς ἡγεσίας, ἡ ὁποία στηρίζει αὐτήν τήν ἀντίληψη περί Ὀρθοδοξίας ἔναντι τῶν ὑπολοίπων.
Φαίνεται λοιπόν ὅτι αὐτό, τό ὁποῖο χα- ρακτηρίσαμε ἀρχικά ὡς «ψυχρό πόλεμο» Ἁνατολῆς καί Δύσης σέ ἀναφορά πρός τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, δέν ἀπέχει πολύ ἀπό τήν πραγματικότητα. Ἐάν λάβουμε ὑπ᾿ ὄψιν καί κάποιες ἄλλες ἐξελίξεις, οἱ ὁποῖες παρουσιάζονται μέ τόν μανδύα τῆς ἐκκλησιαστικότητας, τότε δέν ἀπέχουμε πολύ καί ἀπό τόν πολιτικό τους χαρακτήρα καί τίς ἐπιδιώξεις ὁρισμένων ἡγετῶν τῆς Ἁνατολικῆς Εὐρώπης, οἱ ὁποῖοι ἀναπολοῦν τήν ἀνάληψη ἡγετικοῦ παράγοντα στόν χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ πολιτικός αὐτός ἡγέτης μέ θεοκρατικές ἀντιλήψεις χριστιανικοῦ ἰδεώδους, μεσαιωνικοῦ τύπου καί καρλομάγνειας μεθόδου, μέ τή συνεργασία καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας καί μέ «σημαία» τόν ἀντιδυτικισμό, προσπαθεῖ νά δημιουργήσει ἕνα ἰδεολογικό καί πνευματικό ἀντιστάθμισμα πρός κάποιες ἄλλες μορφές ἀντί- στοιχων θεοκρατικῶν ἡγεσιῶν, ὅπως γιά παράδειγμα τῶν θεοκρατικῶν ἰσλαμικῶν καθεστώτων, οἱ ὁποῖες ὅμως δέν ἀπέχουν πολύ ὡς πρός τή μέθοδο, τίς ἀποκλειστικότητες, τίς ἐπιδιώξεις καί τίς ἀπολυτοποιήσεις. Ἡ στάση τους ὅμως αὐτή μᾶλλον τό ἀντίθετο ἀποτέλεσμα προοιωνίζει, δηλαδή τή διάσπαση καί τήν ἔνταση ὄχι μόνο μέσα στήν Ὀρθοδοξία ἀλλά καί στόν λοιπό Χριστιανισμό καί στίς σχέσεις τους μέ τίς ἄλλες Θρησκεῖες.
Τό ἀντιστάθμισμα σέ μιά τέτοια διχαστική τάση δέν μπορεῖ νά εἶναι τό ἐκ διαμέτρου ἀντίθετο «ἐκκλησιαστικό ἤ θρησκευτικό» μόρφωμα ἀλλά ἡ συνεργασία τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν μέ τίς ἄλλες Χριστιανικές Ἐκκλησίες, ἀκόμη καί τίς ἄλλες Θρησκεῖες, ὥστε νά καλλιεργηθεῖ τό πνεῦμα τῆς συνοχῆς, τῆς ἀλληλεγγύης καί τῆς ἑνότητας.
Πιστεύω λοιπόν ὅτι ὁρισμένες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τῆς Ἁνατολικῆς Εὐρώπης, ἐν ὄψει μάλιστα τῶν ἐξελίξεων τῆς Μέσης Ἁνατολῆς, οἱ ὁποῖες ἀφοροῦν ὅλους τούς χριστιανούς καί ὄχι μόνο τούς Ὀρθοδόξους, θά πρέπει νά ἀπαγκιστρωθοῦν ἤ νά διαφοροποιηθοῦν ἀπό τίς ἰδεολογικές τους ἀγκυλώσεις, τούς μεσσιανικούς προσανατολισμούς τους καί τούς γεωγραφικούς ἀποκλεισμούς τους καί «ἐν ταπεινώσει καί ἐν μετανοίᾳ» νά ἀποδεχθοῦν μαζί μέ τίς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, προκειμένου νά κοινωνήσουν συνοδικά, εὐχαριστιακά καί ἔμπρακτα πρός ὠφέλεια ὅλων τῶν Ὀρθόδοξων Χριστιανῶν ἀλλά καί ὁλόκληρου τοῦ κόσμου, γιατί ὅπως φαίνεται οἱ σφαγές τῶν Χριστιανῶν στή Μέση Ἁνατολή καί σέ κάθε τρομοκρατική δράση δέν κάνουν διακρίσεις οὔτε ὁμολογιακοῦ τύπου οὔτε δυτικῆς ἤ ἀνατολικῆς νοοτροπίας.
7. Τέλος θεωρῶ ὅτι οἱ ὕβρεις κατά τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου εἶχαν προσλάβει καί ἕνα ἄλλο περιεχόμενο, τήν κατάκτηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἀπό τήν «Τρίτη Ρώμη», ἀξιώσεις οἱ ὁποῖες διοχετεύονται ποικιλοτρόπως ἀπό ἐπιλεγμένα μέσα μαζικῆς ἐνημέρωσης καί κοινωνικῆς δικτύωσης, στρατευμένα καί μεθοδικά. Λέγοντας τή μισή ἀλήθεια, ἐπισείουν τήν ἀπειλή τῆς «ἀποτείχισης», γιά νά ἐκβιάσουν τρόπον τινά τίς τοπικές Συνόδους, ὥστε νά ταχθοῦν κατά τῶν Ἁποφάσεων τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης καί να συσσωρεύουν σχισματικές δυνάμεις πού κάποτε θά ἐκραγοῦν εἰς βάρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας. Μέσα ἀπό αὐτή τή διαδικασία ἐπιδιώκουν τήν ἀποδυνάμωση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐνῶ συγχρόνως προσπαθοῦν νά ἀποδείξουν ὅτι ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας δέν ἦταν ὅλης τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀλλά μόνο τῆς ἑλληνόφωνης Ὀρθοδοξίας καί ἄρα ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δέν εἶναι ὁ Πρῶτος ὅλης τῆς Ὀρθοδοξίας ἀλλά ἑνός μόνο μέρους τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐνῶ τοῦ ὑπολοίπου μέρους «πρώτη» εἶναι ἡ ἐκκολαπτόμενη ἤ κυοφορούμενη «Τρίτη Ρώμη».
Τά γεγονότα ὅμως καί οἱ συμμετοχές, ἀλλά καί ἡ ὅλη διαδικασία στή Σύνοδο, ἀπέδειξαν καί ἐπιβεβαίωσαν ἀκριβῶς τό ἀντίθετο.
Κάποιοι φαίνεται ὅτι, ἐνῶ κυνηγοῦν τά φαντάσματα καί τούς βαρβάρους τῶν αἱρέσεων καί φλερτάρουν μέ τή διακοπή τοῦ μνημοσύνου τοῦ ἐπισκόπου τους, δέν γνωρίζουν ὅτι ἐξυπηρετοῦν συμφέροντα ἀλλότρια καί πάντως ὄχι ἐκκλησιαστικά. Θά πρέπει ὅμως νά γνωρίζουν αὐτό τό ὁποῖο σημείωνε ὁ ἀείμνηστος Ἁρχιμανδρίτης Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος: «Ὅσον εὐκόλως δημιουργεῖται ἕν σχίσμα, τόσον δυσκόλως καταπαύεται. Ἁνάγνωθι τήν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας καί θά σέ καταλάβῃ τρόμος».
Ἑπομένως θά πρέπει νά συμπεριφερόμεθα μέ τρόπο πού νά καταξιώνεται ὁ Συνοδικός θεσμός καί νά μή συμβάλλουμε στήν ἀποδόμησή του, πού τελικά εἶναι ἡ ἀποδόμηση τῆς ἑνότητας τοῦ ἴδιου τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος, ἀναγνωρίζοντες καί ἀποδεχόμενοι τό ἔργο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὡς ἔργο τοῦ Παρακλήτου, ὡς ἔργο ἑνότητας, ἐλευθερίας, κοινωνίας, σεβασμοῦ, ἀλληλεγγύης, καταλλαγῆς, εἰρήνης καί διακονίας μεταξύ τῶν λαῶν καί τῶν ἐθνῶν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: