Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2018

ΟΙ ΠΡΟ­Ϋ­ΠΟ­ΘΕ­ΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕ­Ο­ΛΟ­ΓΙΑΣ ΓΡΗ­ΓΟ­ΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕ­Ο­ΛΟ­ΓΟΥ - Παναγιώτης Σπ. Μαρτίνης



ΟΙ ΠΡΟ­Ϋ­ΠΟ­ΘΕ­ΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕ­Ο­ΛΟ­ΓΙΑΣ 
ΓΡΗ­ΓΟ­ΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕ­Ο­ΛΟ­ΓΟΥ 
(+25 Ια­νουα­ρί­ου)

Παναγιώτης Σπ. Μαρτίνης, Δρ. Θ

Ο Ά­γιος Γρη­γό­ριος ο Θε­ο­λό­γος, α­πό τους ε­πι­φα­νέ­στε­ρους πα­τέ­ρες του 4ου αι., γεν­νή­θη­κε στην Α­ριαν­ζό της Καπ­πα­δο­κί­ας το 329. Ο πα­τέ­ρας του, Γρη­γό­ριος ε­πί­σης κα­λού­με­νος, ε­πί­σκο­πος Να­ζιαν­ζού (328-374), και η μη­τέ­ρα του Νόν­να ε­πέ­δρα­σαν κα­τα­λυ­τι­κά στη με­τέ­πει­τα πο­ρεί­α του Γρη­γο­ρί­ου.
Σπού­δα­σε στις ακ­μά­ζου­σες τό­τε σχο­λές, ό­πως ή­σαν, η Και­σά­ρεια της Καπ­πα­δο­κί­ας, η Και­σά­ρεια της Πα­λαι­στί­νης, η πε­ρί­φη­μη Α­λε­ξαν­δρι­νή σχο­λή και αυ­τή των Α­θη­νών. Στην Α­θή­να έ­μει­νε ο Γρη­γό­ριος έ­ξι χρό­νια (354-360) και ε­κεί συν­δέ­θη­κε με βα­θειά φι­λί­α με τον «ι­σά­δελ­φό του», ό­πως τον ο­νο­μά­ζει, Βα­σί­λειο. Τό­σο δια­κρί­θη­κε στις σπου­δές του στην Α­θή­να, που του προ­σφέρ­θη­κε κα­θη­γη­τι­κή έ­δρα, που δεν α­πο­δέ­χτη­κε.

Ό­ταν ε­πέ­στρε­ψε στην πα­τρί­δα του, χει­ρο­το­νή­θη­κε πρε­σβύ­τε­ρος και το 372 ο φί­λος  του Βα­σί­λειος, ή­δη Αρ­χιε­πί­σκο­πος Και­σα­ρεί­ας, τον χει­ρο­τό­νη­σε, πα­ρά τη θέ­λη­σή του, ε­πί­σκο­πο Σα­σί­μων.
Με­τά τον θά­να­το των γο­νέ­ων του (374), ευ­ρι­σκό­με­νος στη Σε­λεύ­κεια της Ι­σαυ­ρί­ας, κλή­θη­κε α­πό τους Ορ­θο­δό­ξους της Κων/λε­ως να κη­ρύ­ξει τα ορ­θό­δο­ξα δόγ­μα­τα (379). Τό­τε, μό­λις εί­χε πε­θά­νει ο αυ­το­κρά­το­ρας Ουά­λης, που εί­χε ε­πι­βά­λει τον α­ρεια­νι­σμό, τό­σον, ώ­στε ό­λοι οι να­οί της πό­λης εί­χαν κα­τα­λη­φθεί α­πό τους α­ρεια­νούς και για τους ορ­θο­δό­ξους α­πέ­με­νε μό­νον ο μι­κρός να­ός της α­γί­ας Α­να­στα­σί­ας. Στο μι­κρό αυ­τό να­ό ο Γρη­γό­ριος ε­ξε­φώ­νι­σε τους πέ­ντε πε­ρί­φη­μους θε­ο­λο­γι­κούς του λό­γους και γι΄ αυ­τό έ­λα­βε την προ­σω­νυ­μί­α «Θε­ο­λό­γος».
Σύγ­χρο­νος σχο­λια­στής του ση­μειώ­νει: «Ο Γρη­γό­ριος υ­πήρ­ξε ποι­η­τής, νη­πτι­κός και θε­ο­λό­γος. Η τρι­πο­λι­κό­τη­τα του προ­σώ­που του α­πο­τε­λεί και το με­γα­λεί­ο του.
Στο πα­ρόν άρ­θρο θα πα­ρου­σιά­σου­με τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις που θέ­τει στη θε­ο­λο­γί­α του ο Γρη­γό­ριος. Δηλ. εκ­φρά­ζει την πε­ποί­θη­ση ό­τι η θε­ο­λο­γί­α α­σκεί­ται με προ­ϋ­πο­θέ­σεις και προ­ο­πτι­κές που δη­μιουρ­γεί η ί­δια η Εκ­κλη­σί­α. Ση­μειώ­νει: «Ε­πί των η­με­τέ­ρων ό­ρων ι­στά­με­νοι», δηλ. να στε­κό­μα­στε στους δι­κούς μας ό­ρους και στη δι­κή μας ορ­θό­δο­ξη πα­ρά­δο­ση, ό­πως αυ­τή εκ­φρά­ζε­ται δια της Εκ­κλη­σί­ας.
Η πα­ρά­δο­ση του Γρη­γο­ρί­ου ή­ταν μια δύ­σκο­λη συ­νάρ­τη­ση της Α­λε­ξαν­δρι­νής σχο­λής του Ω­ρι­γέ­νη (3ος αι.) και των δύ­ο α­πο­στο­λι­κών πα­τέ­ρων Ι­γνα­τί­ου και Ει­ρη­ναί­ου (2ος αι.), κα­θώς και του Μ. Α­θα­να­σί­ου (3ος αι.), φυ­σι­κά και του φί­λου του Μ. Βα­σι­λεί­ου (4ος αι.).
Δια­κρί­νει σα­φώς στο έρ­γο του το «θε­ο­λο­γείν» α­πό το «φι­λο­σο­φείν». Ο Γρη­γό­ριος εί­ναι ο θε­ο­λό­γος της θε­ο­πτί­ας. Σκο­πός του, ό­πως γρά­φει, εί­ναι να ζει, να συ­να­να­στρέ­φε­ται με τον Θε­ό, που εί­ναι η α­λή­θεια, κά­τι που μό­νον αυ­τό ε­ξα­σφα­λί­ζει ά­με­ση και α­σφα­λή γνώ­ση. Πρό­κει­ται για την θε­ο­πτί­α, η προ­σω­πι­κή δηλ. ε­μπει­ρί­α της α­λή­θειας, συ­ντε­λεί­ται δια της κα­θάρ­σε­ως. Γρά­φει: «Βού­λει θε­ο­λό­γος γε­νέ­σθαι πο­τέ και της θε­ό­τη­τος ά­ξιος; τας ε­ντο­λάς φύ­λασ­σε, δια των προ­σταγ­μά­των ό­δευ­σον· πρά­ξις γαρ ε­πί­βα­σις θε­ω­ρί­ας».
Με την θε­ο­λο­γί­α του πε­ρί θε­ο­πτί­ας και τη διά­κρι­ση με­τα­ξύ ου­σί­ας και ε­νερ­γειών του Θε­ού γί­νε­ται ο πρό­δρο­μος του η­συ­χα­σμού και της θε­ο­λο­γί­ας του α­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου του Πα­λα­μά, ό­πως αυ­τή α­να­πτύ­χθη­κε τον 14ο αι. Γρά­φει: «Θε­όν, ό,τι πο­τέ μεν έ­στι την φύ­σιν και την ου­σί­αν, ού­τε τις εύ­ρεν αν­θρώ­πων πώ­πο­τε ού­τε μην εύ­ρη». Και αλ­λού συ­μπλη­ρώ­νει: «Και μι­κρόν δια­κύ­ψας, ου την πρώ­την τε και α­νή­ρα­τον φύ­σιν και ε­αυ­τή, λέ­γω δη τη Τριά­δι... αλ­λ΄ ό­ση τε­λευ­ταί­α και εις η­μάς φθά­νου­σα». Ε­πί­σης, συ­μπλή­ρω­σε και ο­λο­κλή­ρω­σε την «πε­ρί του Αγ. Πνεύ­μα­τος» δι­δα­σκα­λί­α του Μ. Βα­σι­λεί­ου».
Την ε­πο­χή της Εκ­κλη­σί­ας, α­πό την Πε­ντη­κο­στή και με­τά, που έ­χου­με πλέ­ον την εμ­φα­νή πα­ρου­σί­α του Αγ. Πνεύ­μα­τος, ο ά­γιος Γρη­γό­ριος την ο­νο­μά­ζει «Τρί­την Δια­θή­κην». Το­νί­ζει δηλ. ό­τι, ό­ταν έ­λα­βε «πέ­ρας» η «σω­μα­τι­κή» πα­ρου­σί­α του Χρι­στού στη γη, άρ­χι­σε το έρ­γο του Αγ. Πνεύ­μα­τος, που συ­νι­στά «ελ­πί­δος συ­μπλή­ρω­σιν», κά­τι που έ­γι­νε με την κά­θο­δο και «ε­πι­δη­μί­α» του Αγ. Πνεύ­μα­τος στη γη. Τώ­ρα, λοι­πόν, το Πνεύ­μα εί­ναι «ου­σιω­δώς» πα­ρόν. Ό­πως ο Υ­ιός ε­πι­κοι­νώ­νη­σε με τους αν­θρώ­πους «σω­μα­τι­κώς», έ­πρε­πε να φα­νεί και το Πνεύ­μα «σω­μα­τι­κώς». Ό­ταν ο Υ­ιός ε­πα­νήλ­θε στον Πα­τέ­ρα, ήλ­θε το Πνεύ­μα «ως Κύ­ριον». Γρά­φει: «Έ­πρε­πε γαρ Υ­ιού σω­μα­τι­κώς η­μίν ο­μι­λή­σα­ντος και αυ­τό φα­νή­ναι σω­μα­τι­κώς». Και Χρι­στού προς αυ­τόν ε­πα­νελ­θό­ντος, ε­κεί­νο προς η­μάς κα­τελ­θείν· ερ­χό­με­νον ως Κύ­ριον» (Σύμ­βο­λο πί­στε­ως Β΄ Οι­κουμ. Συ­νό­δου).
Αλ­λά και το Χρι­στο­λο­γι­κό δόγ­μα δεν έ­μει­νε έ­ξω α­πό τα δογ­μα­τι­κά του εν­δια­φέ­ρο­ντα, ό­σον α­φο­ρά στις δύ­ο φύ­σεις του Κυ­ρί­ου.
Ο Α­πο­λι­νά­ριος, ε­πί­σκο­πος Λα­ο­δι­κί­ας της Συ­ρί­ας (369), σφο­δρός πο­λέ­μιος του α­ρεια­νι­σμού και φί­λος των πα­τέ­ρων Μ. Α­θα­να­σί­ου, Μ. Βα­σι­λεί­ου και Γρη­γο­ρί­ου του Να­ζιαν­ζη­νού, πε­ρί το 374 άρ­χι­σε να δι­δά­σκει ό­τι ο σαρ­κω­θείς Λό­γος δεν προ­σέ­λα­βε ο­λό­κλη­ρο τον άν­θρω­πο. Προ­σέ­λα­βε, μό­νο σάρ­κα και ά­λο­γη ψυ­χή και ό­χι λο­γι­κή (νου-πνεύ­μα), την θέ­ση της ο­ποί­ας κα­τέ­λα­βε ο Λό­γος του Θε­ού. Στη θέ­ση αυ­τή του Α­πο­λι­να­ρί­ου ο Ι. Γρη­γό­ριος διέ­κρι­νε χρι­στο­λο­γι­κή, σω­τη­ριο­λο­γι­κή και αν­θρω­πο­λο­γι­κή αί­ρε­ση!
Πρώ­τα Χρι­στο­λο­γι­κή: Ο Λό­γος, κα­τά τον Γρη­γό­ριο, προ­σέ­λα­βε ο­λό­κλη­ρο τον άν­θρω­πο και γι΄ αυ­τό στο Χρι­στό έ­χου­με δύ­ο πραγ­μα­τι­κές φύ­σεις, την θεί­α και την αν­θρώ­πι­νη. Γρά­φει: «Δύ­ο φύ­σεις εις εν συν­δρα­μού­σαι, ουχ υ­ιοί δύ­ο· μη κα­τα­ψευ­δέ­σθω η σύ­γκρα­σις». Σύμ­φω­να με τη σω­τη­ριο­λο­γι­κή θέ­ση του Γρη­γο­ρί­ου, για να σω­θεί ο­λό­κλη­ρος ο άν­θρω­πος (σάρ­κα – ψυ­χή ή πνεύ­μα) πρέ­πει να προ­σλη­φθεί ο­λό­κλη­ρος α­πό τον Θε­ό – Λό­γο. Γι΄ αυ­τό ση­μειώ­νει: «Το α­πρό­σλη­πτον α­θε­ρά­πευ­τον· ο δε ή­νω­ται τω Θε­ώ, τού­το και σώ­ζε­ται». Α­κό­μη, ο Α­πο­λι­νά­ριος αμ­φι­σβη­τού­σε την α­κε­ραιό­τη­τα της αν­θρώ­πι­νης φύ­σε­ως στο Χρι­στό και ε­πο­μέ­νως και την ε­νό­τη­τα του αν­θρώ­που (νους η ψυ­χή και σάρ­κα) κι έ­τσι έ­κα­νε προ­βλη­μα­τι­κή τη σω­τη­ρί­α του. Η αν­θρω­πο­λο­γί­α του Γρη­γο­ρί­ου εί­ναι συ­ντα­ρα­κτι­κή! Γρά­φει: «ζώ­ον εν εξ αμ­φο­τέ­ρων, α­ο­ρά­του τε λέ­γω και ο­ρα­τής φύ­σε­ως δη­μιουρ­γεί (ο Θε­ός) τον άν­θρω­πον... οιον (τι­νά) κό­σμον έ­τε­ρον (με­τά τον υ­λι­κόν), εν μι­κρώ μέ­γαν, ε­πί της γης έ­στη­σεν, άγ­γε­λον άλ­λον, προ­σκυ­νη­τήν μι­κτόν, ε­πό­πτην της ο­ρα­τής κτί­σε­ως...ε­πί­γειον και ου­ρά­νιον... τον αυ­τόν πνεύ­μα και σάρ­κα...ζώ­ον ε­νταύ­θα οι­κο­νο­μού­με­νον και αλ­λα­χού με­θι­στά­με­νον και – πέ­ρας του μυ­στη­ρί­ου – τη προς Θε­όν νεύ­σει θε­ού­με­νον»1.
Τέ­λος, ο Γρη­γό­ριος δια­κρί­νε­ται ως πο­λυ­γρά­φος συγ­γρα­φέ­ας.
Τα έρ­γα του δια­κρί­νο­νται σ΄ ε­πι­στο­λές – Λό­γους και Έ­πη.
Σώ­ζο­νται 246 ε­πι­στο­λές του, βα­σι­κά πε­ρι­στα­σια­κές και προ­σω­πι­κές, που φα­νε­ρώ­νουν τη ρη­το­ρι­κή του δει­νό­τη­τα.
Έ­γρα­ψε 45 Λό­γους, που εί­ναι το ύ­ψι­στο δη­μιούρ­γη­μά του γλω­σι­κά και θε­ο­λο­γι­κά. Ε­πί­σης, συ­νέ­τα­ξε 396 ε­κτε­νή και σύ­ντο­μα ποι­ή­μα­τα, τα πε­ρισ­σό­τε­ρα σε προ­σω­δια­κό μέ­τρο.
Η «Φι­λο­κα­λί­α» εί­ναι έ­να «Αν­θο­λό­γιον» α­πό τα κεί­με­να του Ω­ρι­γέ­νη, που εί­χε κα­ταρ­τί­σει ο Γρη­γό­ριος με­τα­ξύ των ε­τών 357-360. Το 361 το έ­θε­σε στην κρί­ση του φί­λου του Μ. Βα­σι­λεί­ου.
Η «Δια­θή­κη» εί­ναι έ­να σύ­ντο­μο κεί­με­νο που έ­γρα­ψε ο Γρη­γό­ριος στις 31 Μα­ϊ­ου του 381, για να δια­θέ­σει την πα­τρι­κή του πε­ριου­σί­α.
Το 381 ο Γρη­γό­ριος βρί­σκε­ται στον Πα­τριαρ­χι­κό θρό­νο και εί­ναι Πρό­ε­δρος της Β΄ Οι­κου­με­νι­κής Συ­νό­δου. Ό­ταν βρέ­θη­καν με­ρι­κοί ε­πί­σκο­ποι που αμ­φι­σβή­τη­σαν την ε­κλο­γή του, α­μέ­σως θα ε­γκα­τα­λεί­ψει τον θρό­νο και θα ε­πι­στρέ­ψει στη Να­ζιαν­ζό, που το 390 σε η­λι­κί­α πε­ρί­που 60 ε­τών θα πα­ρα­δώ­σει το πνεύ­μα του στον Κύ­ριο.
Εί­ναι έ­να θαυ­μά­σιο κεί­με­νο «ο Συ­ντα­κτή­ριος λό­γος του», ό­ταν, με­τά την πα­ραί­τη­σή του, α­πο­χαι­ρέ­τη­σε το ποί­μνιό του. Α­πο­δει­κνύ­ει το τα­πει­νό φρό­νη­μα του αν­δρός ό­ταν θα πει: «Ει δε τι υ­μίν ε­γώ της δια­στά­σε­ως αί­τιος, ουκ ει­μί σε­μνό­τε­ρος Ιω­νά του προ­φή­του. Βά­λε­τέ με εις την θά­λασ­σαν και παύ­σε­ται αφ΄ υ­μών ο κλύ­δων των τα­ρα­χών». Βρί­σκει, ά­ρα­γε, πολ­λούς τέ­τοιους μι­μη­τές ο Ι. Γρη­γό­ριος!
Η μνή­μη του τι­μά­ται στις 25 Ια­νουα­ρί­ου. Ε­πί­σης, και στις 30 Ια­να­ουα­ρί­ου μα­ζί με τους δύ­ο άλ­λους με­γά­λους πα­τέ­ρες το Μ. Βα­σί­λειο και τον Ι. Χρυ­σό­στο­μο (ε­ορ­τή Τριών Ιε­ραρ­χών).
Σε μια γε­νι­κή θε­ώ­ρη­ση για την προ­σω­πι­κό­τη­τα και το έρ­γο του με­γά­λου αυ­τού πα­τέ­ρα της Εκ­κλη­σί­ας, θα μπο­ρού­σα­με να ση­μειώ­σου­με: «Ο Γρη­γό­ριος Θε­ο­λό­γος, ο Να­ζιαν­ζη­νός, εί­ναι ο ε­πι­φα­νέ­στε­ρος, ο «ά­ρι­στος» θε­ο­λό­γος της Εκ­κλη­σί­ας, με­τά τον Ευαγ­γε­λι­στή Ιω­άν­νη. Το θε­ο­λο­γι­κό του βά­θος και η έ­ντο­νη ποι­η­τι­κό­τη­τα στο έρ­γο του τον ύ­ψω­σαν σε πρό­τυ­πο μο­να­δι­κού κάλ­λους και λάμ­ψε­ως. Ο Γρη­γό­ριος υ­πήρ­ξε ο ποι­η­τής που έ­γι­νε με­γά­λος θε­ο­λό­γος. Η «φυ­γή» του α­πό τον κό­σμο ή­ταν συ­νάρ­τη­ση της α­να­πτυγ­μέ­νης ευαι­σθη­σί­ας του και της κλί­σης για τον μο­νή­ρη νη­πτι­κό βί­ο. Πί­στευε ό­τι «με­γί­στη πρά­ξις ε­στιν η α­πρα­ξί­α», ο θε­ω­ρη­τι­κός και θε­ο­πτι­κός βί­ος. Α­πέ­φυ­γε συ­στη­μα­τι­κά τη δρα­στη­ριο­ποί­η­σή του στο έρ­γο της Εκ­κλη­σί­ας, αλ­λά τε­λι­κά και ποι­μα­ντι­κή φρο­ντί­δα α­νέ­λα­βε και τα με­γά­λα θε­ο­λο­γι­κά προ­βλή­μα­τα α­ντι­με­τώ­πι­σε. Η συ­νύ­παρ­ξη των α­ντι­θέ­σε­ων στο εί­ναι του ε­πι­τεύ­χθη­κε, διό­τι ο Γρη­γό­ριος δεν ή­ταν μό­νο ποι­η­τής και νη­πτι­κός, αλ­λά και μέ­γας θε­ο­λό­γος, που φρο­νού­σε ό­τι ό­φει­λε να «καρ­πο­φο­ρεί», να «ω­φε­λεί» την Εκ­κλη­σί­α και μά­λι­στα να «δη­μο­σιεύ­η την έλ­λαμ­ψίν Της». Στην πε­ρί­πτω­ση του Γρη­γο­ρί­ου συ­νέ­βη το ε­ξής θαυ­μα­στό! Ε­νώ­θη­καν α­σύγ­χυ­τα ο ποι­η­τής, ο νη­πτι­κός και ο θε­ο­λό­γος. Και ό­πως α­να­φέρ­θη­κε, η τρι­πο­λι­κό­τη­τα του προ­σώ­που του α­πο­τε­λεί το με­γα­λεί­ο του, αλ­λά και την πρώ­τη δυ­σχέ­ρεια ερ­μη­νεί­ας του».

1. Παν. Νέλ­λα «Ζώ­ον θε­ού­με­νον» Εκ­δ. Ε­πο­πτεί­α, Α­θή­να 1979
Πηγή: "Ο ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟΣ"

Δεν υπάρχουν σχόλια: