Παρασκευή 16 Μαρτίου 2018

ΑΝΘΙΜΟΣ ΒΑΓΙΑΝΟΣ «ΤΟ ΠΑΠΑΔΑΚΙ ΤΟΥ ΛΩΒΟΚΟΜΕΙΟΥ» ΚΑΙ «ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΒΟΗΘΕΙΑΣ» - ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΟΤΤΑΔΑΚΗΣ


ΑΝΘΙΜΟΣ  ΒΑΓΙΑΝΟΣ
«ΤΟ  ΠΑΠΑΔΑΚΙ  ΤΟΥ  ΛΩΒΟΚΟΜΕΙΟΥ»  
ΚΑΙ  «ΤΗΣ  ΠΑΝΑΓΙΑΣ  ΒΟΗΘΕΙΑΣ»

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ  ΚΟΤΤΑΔΑΚΗΣ

Η βιογραφική δοκιμή που ακολουθεί, είναι βασισμένη σε πληροφοριακό υλικό που μου διέθεσε η ακάματη ως σήμερα στα ενενήντα εννιά του ευλογημένη μέλισσα, η μεγάλη και λίαν σεβαστή μορφή για μένα και όσους πολλούς άλλους του λόγιου και όχι μόνο Αρχιμανδρίτη π. Ηλία Μαστρογιαννόπουλου. Δημοσιεύτηκε το έτος 1989, τρία χρόνια πριν την αγιοκατάταξή του -1992- μαζί με αντίστοιχη ακόμα έξι «μορφών αγωνιστικής αγιότητας της Εκκλησίας των χρόνων μας»*, Προσφέρεται στους επισκέπτες της εκλεκτής Ιστοσελίδας «Αναστάσιος» με τον ανωτέρω λιτό τίτλο, που εξηγεί ευκρινώς την ένταξη τιμής της οσιακής μορφής του στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Πατρών, και τον πανηγυρικό εορτασμό της μνήμης του -15 Φεβρουαρίου- από τον περικαλλή εκεί ναό, τον αφιερωμένο στην αγαπημένη του εικόνα, μητρικό του κειμήλιο, «Παναγία η Βοήθεια».


      Είναι ντροπή, μα θα το εξομολογηθώ. Δεν έλαβα μέρος ούτε μια φορά στις εξορμήσεις αγάπης -κοινώς ολιγόωρης φιλικής αναστροφής- των ΧΜΟ Ανωτέρου Πειραιά- στο κοντινό Λεπροκομείο. Φόβος και προκατάληψη μου δημιουργούσαν μια ιδιότυπη αναστολή, που με κρατούσε μακριά από ανθρώπους τόσο μεγάλης δοκιμασίας, παρά τις διαβεβαιώσεις των γιατρών της συντροφιάς για το ακίνδυνο του εγχειρήματος!  Και αυτά σε μια εποχή -δεκαετία 1950- που είχε νικηθεί η βιβλική νόσος.
 Έχοντας, λοιπόν, μια τόσο αρνητική προσωπική εμπειρία, είναι φυσικό να καταθέτω το μέγιστο θαυμασμό μου πρώτιστα και κύρια στην έκτακτη αγάπη που κοσμούσε αυτό το λαμπρό ανάστημα της Εκκλησίας του μυροβόλου νησιού της Χίου, και τον αξίωνε όχι μια ή δυο ώρες, μέρες, εβδομάδες ή μήνες, αλλά δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια να στέκεται Εφημέριος και Πατέρας της μικρής εκκλησιαστικής κοινότητας των λεπρών της, και κατόπιν τον αντίστοιχο σεβασμό  μου για μοναστικά-ασκητικά του αθλήματα και τα περί την ίδρυση της μεγάλης γυναικείας Μονής της «Παναγίας Βοήθειας» ποικίλα όσα αγωνίσματά του.
   Και θα προσθέσω ότι, ίσως και να τον αδικούν όσοι έγραψαν γι αυτόν με το να δείχνουν ότι προσπερνούν με τόσο ελάχιστα  στοιχεία ένα όντως μέγα θαύμα, μια τόσο μακρά θητεία σε μια άκρως αγαπητική διακινδύνευση για ανθρώπους τόσο βαριάς οδύνης. Είναι, βλέπετε, αυτό που ενοχλητικά πια έχω τονίσει … ότι σ’ εμάς τους χριστιανούς της και κατά την Ανατολή Ορθόδοξης Εκκλησίας πέφτει όχι λίγο βαρύς ο σταυρός ο σταυρός της ανοιχτής αγάπης για τον άνθρωπο. Φαίνεται επίσης ότι δεν έχουμε την ταπείνωση, τη στοιχειώδη μάλιστα, να ομολογήσουμε αυτή μας την αδυναμία. Και όχι μόνο, αλλά και υποσυνείδητα, πλην σαφέστατα επιχειρούμε μια υπεραναπλήρωση της με την προβολή ασκητικομοναστικών προτεραιοτήτων. Όμως ο Ιερομόναχος Άνθιμος Βαγιάνος θα σηκώσει επάξια και για μακρό χρόνο πρώτα το βαρύτατο Σταυρό της ανοιχτής αγάπης για τον άνθρωπο της φοβερής λεπρικής οδύνης, και από εκεί πολύπειρος στην έμπρακτη πνευματικότητα πια θα βγει στην πνευματική ηδονή της καρδίας των θείων ερώτων της «Παναγίας Βοήθειας» !
******    ***   *****
     Ο μικρός Αργύρης … γεννήθηκε το 1869 … στα Λιβάδια του σκλαβωμένου τότε μαρτυρικού νησιού της Χίου. Δεν ευτύχησε να λάβει την παραμικρή μόρφωση, και τα της ζωής του θα αντιμετώπιζε ασκώντας την τέχνη του υποδηματοποιού -τσαγκάρη- στην εκμάθηση της οποίας επιδόθηκε έγκαιρα … Ως τα δεκαόκτώ του χρόνια ουσιαστικά τίποτε δεν έδειχνε ότι από την ταπεινή ύπαρξη αυτού του απλοϊκού ανθρώπου σχεδίαζε ο Θεός «να φανερώσει την υπερβολή της δύναμής του» στις μέρες μας. Ίσως η συγκινητική αφήγηση του πιο μεγάλου αδελφού του Νικόλα ότι, «πολλές φορές αισθανόταν να βλέπει ολοζώντανη τη λαμπρή όψη της γλυκιάς Παναγιάς πάνω από το κεφάλι του μικρού Αργύρη», μπορεί να μας βγάλει στην υποψία για κάποια μυστικά σημάδια θείας επιλογής του σε ανύποπτο χρόνο.
     Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, και χωρίς να θέλω να πω ότι η τολμηρή του απόφαση για το μεγάλο άλμα στο Θεό δεν κυοφορήθηκε νωρίτερα μέσα του, θα θεωρήσω σημαδιακή ώρα της ζωής του την 23η Αυγούστου του 1887, μέρα της απόδοσης της γιορτής της Κοίμησης της Θεοτόκου. Τη μέρα αυτή φάνηκε «πως τα θεμέλια αυτού του ανθρώπου είναι στα βουνά», καθώς θα έλεγε ο ραψωδός του Αιγαίου νομπελίστας ποιητής μας Οδυσσέας Ελύτης, αφού αγκαλιά με μια εικόνα της «Παναγίας Βοήθειας», καθώς την έλεγε, πολύτιμο κειμήλιο της μάνας του, διέσχισε λαγκάδια, πλαγιές και βουνά, κι έφτασε σε κείνο το μαγευτικό ύψος του Προβατά -βουνό στο κέντρο του νησιού- όπου ο ξακουστός ασκητής Παχώμιος είχε στήσει την περίφημη Σκήτη των Πατέρων Νικήτα και Ιωσήφ.
      Ο σκοπός της εδώ έλευσής του ήταν καθαρά πρακτικός, τουλάχιστον στην αρχή. Ήθελε να του φροντίσουν οι μοναχοί το κειμήλιό του, την εικόνα της «Παναγίας Βοήθειας». Όμως τα πράγματα θα πάρουν μια άλλη τροπή, θα εκδηλωθεί  ανοιχτά και θερμά ο βαθύς πόθος του για αφιέρωση στο Θεό. Φαίνεται ότι η μορφή του Γέροντα της Σκήτης άσκησε δυναμική επίδραση στην ψυχή του νεαρού παλικαριού. Και καθώς οι νέοι είναι συχνά άνθρωποι των γρήγορων αποφάσεων, ο δεκαοκτάχρονος Αργύρης, δεν αναβάλει ούτε λεπτό, ζητάει από τον Παχώμιο να τον δεχτεί υποταχτικό καλογεροπαίδι του.
     Οι πολύπειροι Γέροντες τιμούν συνήθως το νεανικό ενθουσιασμό, αλλά παράλληλα τον βάζουν σε συστηματική δοκιμή. Αυτό έκανε και ο Παχώμιος, ευλόγησε την απόφαση του νέου, αλλά του υπέδειξε να γυρίσει στο σπίτι του, κι εκεί να τηρήσει ένα κανόνα νηστείας, προσευχής, αγρυπνίας και εργασίας που του όρισε. Τον έστειλε, δηλαδή, να δοκιμάσει αν, και πόσο θα μπορούσε να αντέξει ο μεγάλος πόθος του στις επαναστάσεις της νιότης, στις συνήθεις αντιδράσεις που προκαλεί σε μια οικογένεια μια τέτοια απόφαση, στις ειρωνείες των συνομηλίκων του, στα μικρόψυχα κουτσομπολιά της γειτονιάς. Κάθε Κυριακή θα ερχόταν στο Γέροντα, στη Σκήτη, όπου θα του ανανέωνε την ευλογία και το σχετικό κανόνα.
      Αποφασισμένος ο Αργύρης δέχεται με χαρά αυτή τη δοκιμασία, είναι οι εξετάσεις ζωής γι αυτόν! Γεμάτα δέκα χρόνια ζει λιτότατα, αφού συχνά και το φαγητό του  ακόμα το προσφέρει σε κάποιο φτωχό, μαζί με τα χρήματα που έβγαζε ασκώντας την τέχνη του υποδηματοποιού, νηστεύει, προσεύχεται, συχνά ακατάπαυστα όλη τη νύχτα. Και ο Γέροντας από τις κατά Κυριακή επισκέψεις διαπιστώνει πιστότητα στο όραμα, πρόοδο στην άσκηση σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που δε διστάζει να πει κάποτε στους αδερφούς της Σκήτης: «Ο Αργύρης, αυτός ο αρχάριος είναι ένας τέλειος καλόγερος. Κανένας από σας, κι ας είστε καλόγεροι πενήντα χρονών, δεν τον φτάνει στην αρετή. Μέσα του κατοίκησε η χάρη του Παναγίου Πνεύματος. Μια μέρα θα δώσει κάτι μεγάλο στην Εκκλησία». Έτσι το 1898 τον δέχεται στη Σκήτη, τυπικά ως απλό ρασοφόρο και τον ονομάζει Άνθιμο. Ουσιαστικά όμως του δείχνει τέτοια εμπιστοσύνη, που του αναθέτει τη γενική επίβλεψη και επιστασία της ανοικοδόμησης της γυναικείας Μονής του Αγίου Κωνσταντίνου.           
     Δεν ξέρουμε πόσο κράτησε αυτή η ενθουσιώδης και ακαταπόνητη, έτσι θα κάνει πάντα,
επίδοσή του στο ιερό έργο της ανοικοδόμησης του Μοναστηριού. Κράτησε ίσως τόσο όσο χρειαζόταν για να φανερωθεί από τη μια η μεγάλη προθυμία του πνεύματός του, ο ζήλος και οι ικανότητές του, κι από την άλλη η φυσική ασθένεια της σάρκας του. Κάποια αρρώστια στο στομάχι τον βασάνιζε, και τελευταία έβαζε φαίνεται, σε σοβαρό κίνδυνο την υγεία του. Γι αυτό με υπόδειξη του Παχώμιου, αλλά με μεγάλη λύπη, αναγκάζεται να απομακρυνθεί από τη Σκήτη των Πατέρων και να συνεχίσει την πνευματική του πορεία, όπως πρώτα στο σπίτι του. Στην αρχή κοντά στους γέροντες και καταβεβλημένους γονείς του, που μαζί με τους αγαπημένους του φτωχούς της γειτονιάς θα τον βλέπουν ως αληθινό άγγελο αγάπης, που τους έστειλε ο Θεός, κι αργότερα σε ένα μικρό κελί που θα χτίσει μόνος του στην άκρη του πατρικού κτήματος.  
        Και όλα αυτά τώρα με ένα πιο αυστηρό ασκητικό κανόνα που του όρισε ο Παχώμιος, και ύστερα ο διάδοχός του Ανδρόνικος, οι οποίοι θα τον θεωρούν αναπόσπαστο μέλος της αδελφικής τους κοινότητας. Έτσι, στις 25 Ιουλίου 1909 ο Ανδρόνικος θα τον ανεβάσει στο τέλειο σχήμα της μοναχικής βιωτής και πολιτείας. Είναι πια σαράντα χρονών, μεστός σε ασκητική εμπειρία, ακμαίος σε αγάπη. Ίσως είχε έρθει η ώρα που ο Θεός θα αποκάλυπτε τα πιο συγκεκριμένα σχέδιά του γι αυτόν τον άσημο, μα τόσο άγιο άνδρα.
******   ***   ******
     Ένα χρόνο μετά, 1910 … έρχεται στο Αδραμύττιο της Μ. Ασίας, ναυτικό και εμπορικό
κέντρο τότε, με ανθούσα ελληνική παροικία, προσκαλεσμένος από τον «παγερή»-νουνό και συγγενή του μεγαλέμπορο Στέφανο Διοματάρη. «Στενός, μακρύς, πνιγμένος στο φτωχικό του ράσο, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, απλός και σεμνός στην εμφάνιση, με θεϊκή γλύκα στο πρόσωπο, και στο βλέμμα του ασκητική γαλήνη … Τον έφερε ο μπαμπάς να τον βοηθήσει να γίνει παπάς κατά την επιθυμία του, διότι ο τότε Μητροπολίτης Χίου Ιερώνυμος Γοργίας, δεν εδέχετο με κανένα τρόπο να τον χειροτονήσει, επειδή δε γνώριζε γράμματα», διαβάζουμε σε επιστολή της Ανδρονίκης Διοματάρη-Λάμπρου, κόρης του νονού του.
Παράδοξο, ένας Επίσκοπος που διδάσκει ότι «τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός, ίνα τους σοφούς καταισχύνη» δεν μπορεί να διακρίνει ότι κάτω από την απλοϊκότητα και πίσω από την αγραμματοσύνη αυτού του ανθρώπου κρύβεται ένας «πολύτιμος μαργαρίτης» για την Εκκλησία, και ένας έμπορος που καθημερινή ασχολία του είναι το χρήμα και η πραμάτεια, το βλέπει αυτό πεντακάθαρα! Παράξενες αντιστροφές επιτρέπει ο Θεός … Έτσι μετά τον ασκητή Παχώμιο, ένας έμπορος και όχι ένας Επίσκοπος θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη ζωή του Άνθιμου Βαγιάνου!
 «Μόλις ήρθε στο Αδραμύττιο, ο μπαμπάς μου και παγερής του, όπως τον έλεγε, συνεχίζει η Ανδρονίκη Διοματάρη-Λάμπρου, βάλθηκε να του μάθει λίγα γράμματα, για να μπορεί να διαβάζει το Ευαγγέλιο. Κατά το μεγαλύτερο αδελφό μου, του πήρε δάσκαλο, κάποιον έμπειρο και σοφό Καρακατσάνη λεγόμενο, για να τον προχωρήσει γρήγορα. Κράτησε πολλούς μήνες η προετοιμασία, και θυμάμαι καλά, πως κάποια μέρα έφυγαν για τη Σμύρνη, για να τον χειροτονήσει ο Μητροπολίτης Εφέσου με τον οποίο είχε στενούς δεσμούς ο μπαμπάς…». Και να μην πω ότι όλα αυτά μπορούσε να τα είχε κάνει ή έστω υποβοηθήσει ο Μητροπολίτης Χίου, διαβλέποντας τον ένθερμο ζήλο αυτού του ανθρώπου, που δεν ήταν δα
και κανένα μικρό παιδάκι, ήταν σαράντα χρονών ‘άνδρας. Να παρατηρήσω μόνο ότι φαίνεται δε διέθετε, ούτε το ρεαλισμό, ούτε το ανοιχτό μάτι του  Στέφανου Διοματάρη, ο οποίος δεν άργησε να καταλάβει ότι, μέσα σε ελάχιστο χρόνο αυτός ο άσημος καλόγερος θα κατακτούσε τις καρδιές των χριστιανών του Αδραμυττίου που δεν άργησαν να σπεύσουν να ακούσουν τα απλά λόγια του με την αίσθηση ότι ακούνε λόγια παράκλησης Θεού. Γι αυτό και γεμάτος χαρά θα βλέπει τον Άνθιμο στις 7 Νοεμβρίου 1910 να χειροτονείται Διάκονος από το Μητροπολίτη  Εφέσου Ιωακείμ, και την επομένη 8 Νοεμβρίου, γιορτή των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ να ανεβαίνει στο βαθμό του Πρεσβύτερου από τα ευλογημένα χέρια του Βοηθού Επίσκοπου Μύρινας Αλέξανδρου στο ναό της Αγίας
Άννας Κορδελιού της Σμύρνης, και συνάμα να τιμάται με το οφίκιο του Πνευματικού για την επαρκή ασκητική εμπειρία του. Τώρα πια ο δρόμος γι αυτόν ήταν ανοιχτός , το μεγάλο βήμα είχε γίνει, ξεκινούσε για τις μεγάλες επιβεβαιώσεις του.
Με την ευλογία του ονόματος του Θεού στα χείλη και με άφατη ευφροσύνη στην καρδιά που αξιωνόταν να διακονεί στο Θυσιαστήριο του Θεού ο Άνθιμος … αποφάσισε να γυρίσει στη Χίο, αφού πρώτα πραγματοποιήσει … ένα προσκύνημα στο Άγιο Όρος. Για πνευματική ανασύνταξη … ανταλλαγή αδελφικής αγάπης και αγίων εμπειριών … με σεβασμό, με ευλάβεια, με πηγαία χαρά σε αμοιβαία ανταπόδοση … και δώρα … πλούσια και πολλά. «Αν μπορούσα να πάρω όσα μου έδιναν εκείνοι οι άγιοι πατέρες, θα γεμίζαμε ολόκληρες ντουλάπες», θα λέει αργότερα στις μοναχές της «Παναγίας Βοήθειας», και θα προσθέτει ταπεινά. «Δεν έλπιζα ότι θα με αξίωνε ο Θεός να ιδρύσω Μοναστήρι. Φαίνεται όμως ότι εκείνοι οι άγιοι πατέρες το ήξεραν». Και καθώς έλεγε αυτά δάκρυζε, ενώ σκέπαζε με ένα βλέμμα στοργής και σεβασμού το μεγάλο αγιορείτικο Δισκοπότηρο που χρησιμοποιούσε  κατά τη Λειτουργία των Μεγάλων Εορτών στο Καθολικό της Μονής του.
****** ***  ******
  Με την επιστροφή του στη Χίο -1912- αρχίζουν οι μεγάλες ώρες της ζωής του … Ο Μητροπολίτης Ιερώνυμος που αρνιόταν να τον χειροτονήσει … τον είχε τώρα μπροστά του κανονικά χειροτονημένο παπά … που όμως δεν ήξερε ούτε αυτά τα στοιχειώδη κολλυβογράμματα. … Ωστόσο βρήκε τη λύση, τον τοποθέτησε εφημέριο στο μικρό εκκλησάκι του Λεπροκομείου έξω από την πόλη, επενδύοντάς προσχηματικά την τοποθέτηση με έναν τίτλο διευθυντικής ευθύνης για τους δυστυχισμένους αυτούς ανθρώπους … Δεν πρέπει να κατάλαβε τίποτε από το μέγα σκίρτημα που θα ένιωσε ο Άνθιμος ακούγοντας ότι θα πάει εφημέριος στο εκκλησάκι των λεπρών, ούτε να υποπτεύθηκε ότι εκείνη την ώρα ένιωθε ότι έπιανε την ευκαιρία της ζωής του, ή πιο θεολογικά ότι δεχόταν μέγιστο θείο δώρο. Αυτά γράφονται γιατί από τα προηγούμενα φάνηκε και στα επόμενα θα επιβεβαιωθεί ότι ο Δεσπότης δεν αντιμετώπιζε με φιλική διάθεση ούτε τον Πρεσβύτερο και άνθρωπο Άνθιμο,
ούτε και τις δραστηριότητές του.  Φαίνεται όμως ότι για ανθρώπους σαν τον Άνθιμο σημασία έχει όχι πώς σκέπτονται ή πώς ενεργούν απέναντί τους οι προεστώτες τους, αλλά πώς σκέπτεται και πώς ενεργεί ο Θεός.  Και δεν ξέρω, ούτε μπορώ να εξηγήσω πώς καταφέρνουν να μην επηρεάζονται από τους πρώτους, κυρίως όμως πώς καταλαβαίνουν κατά πού θέλει να τους πάει ο Δεύτερος. Γι αυτό ας έρθουμε στον τόπο της βαριάς ανθρώπινης οδύνης, όπου ο Θεός στέλνει τη δική του ανάπαψη και παρηγοριά, το δικό του άνθρωπο.
Ως εκείνη την ώρα, οι όχι και λίγοι λεπροί ζούσαν σε κατάσταση τραγικής εγκατάλειψης. Η κρατική μέριμνα ήταν ανύπαρκτη, η ιατρική φροντίδα υποτυπώδης, καθώς δεν υπήρχαν τότε τα νεώτερα αποτελεσματικά φάρμακα, και αν κρίνουμε και από τους δικούς μου πολύ μεταγενέστερους φόβους, το ενδιαφέρον των άλλων ανθρώπων γι αυτούς τους δύστυχους και πονεμένους ήταν μηδενικό. Μέρα με τη μέρα ιχνηλατούσαν ουσιαστικά σε μια ζωή, που έσβηνε με τις σάπιες σάρκες που άφηναν κομμάτι-κομμάτι να πέφτουν σε αυτό το γκέτο της αδιαφορίας και της αστοργίας .
Η τοποθέτηση του Άνθιμου εκεί θα σταθεί η αφορμή, και θα γίνει ο δυναμικός μοχλός να πάρουν τα πράγματα αυτών των ανθρώπων την άλλη στροφή του δρόμου. Ένας άνθρωπος με ακοίμητο ενδιαφέρον, μεγάλη συμπόνια, και αληθινή αυταπάρνηση στέκεται πλάι τους, ένας πραγματικός άνθρωπος του Θεού, συμμερίζεται τον πόνο τους, παίρνει πάνω του μεγάλο μέρος από το βάρος του σταυρού τους. Τώρα πια δεν είναι μόνοι, είναι ανάμεσά τους το «Παπαδάκι του Λωβοκομείου», όπως δε θα αργήσουν να λένε χαρακτηριστικά οι Χιώτες, και να εννοούν το Γέροντα, τον πατέρα, γιατί όχι συνάμα το γιατρό, οπωσδήποτε όμως το νοσοκόμο, τον αληθινό αδελφό της μεγάλης οδύνης τους.
Και αυτό σε λίγο θα φανεί πεντακάθαρα. Γιατί ο Άνθιμος, ακόμα και με προσωπική εργασία θα επιδοθεί πρώτα στον εξωραϊσμό και τη γενική ανακαίνιση των κτισμάτων στα οποία διέμεναν. Κατόπιν, την εγκατάλειψη, την αφροντισιά, την ξηρασία του περιβάλλοντος χώρου θα διαδεχτεί γρήγορα ένα καταπράσινο περιβόλι, ένας πλούσιος οπωρώνας. Θα ενδιαφερθεί για ουσιαστική ιατρική μέριμνα και φαρμακευτική περίθαλψη. Θα ενεργήσει να φτάσουν σ’ αυτούς τα πιο αποτελεσματικά φάρμακα προσφεύγοντας σε πλούσιους Χιώτες και  ομογενείς στο εξωτερικό. Το ίδιο θα κάνει για τη βελτίωση της διατροφής τους. Και προσέξτε, δε θα διστάσει από την πρώτη μέρα να παρακάθεται μαζί τους συνδαιτημόνας στο ίδιο τραπέζι. Στις ώρες των αφόρητων πόνων τους θα τρέχει πρώτος, θα μένει άγρυπνος στο προσκεφάλι τους, και δε θα διστάζει να καθαρίζει με τα ίδια του τα χέρια τις δυσάρεστες ροές από τα βαθιά έλκη τους! Προσθέτω ότι τα τελευταία παραπέμπουν σε ανάλογα που έκανε ο Μ. Βασίλειος στο Λεπροκομείο της «Βασιλειάδας», για να δίνει παράδειγμα και θάρρος στους νεώτερους σ’ αυτή της μεγάλης αυταπάρνησης φροντίδα, ως επισημαίνει ο Άγιος Γρηγόριος ο  Θεολόγος.
Και δεν είναι μόνο όσα έκανε ο Άνθιμος προσωπικά, αλλά ότι από αυτά, και την όλη παρουσία του στο Λεπροκομείο, θα σταθεί αφορμή ο χώρος αυτός της οδύνης να γίνει κέντρο ενδιαφέροντος και αγάπης και για τους άλλους χριστιανούς από όλα τα μέρη του νησιού. Κάποιος πρέπει πάντα να αναζωπυρώνει τη φλόγα της αγάπης που θάβουν συχνά οι στάχτες των αδυναμιών στις καρδιές των ανθρώπων. «Οι παλαιότεροι θυμούνται ακόμα το ρεύμα των προσκυνητών, αμέτρητοι που κάθε μέρα φορτωμένοι με τα δώρα της αγάπης τους έφταναν στους λεπρούς ως παρήγοροι άγγελοι», θα γράψει ο Πρωτοπρεσβύτερος Ε. Τζιώτης.
Είναι όμως και τα άλλα, οι σταγόνες του ουρανού, η διδαχή, η προσευχή, η αγρυπνία, η εξομολόγηση, η Λειτουργία, αυτά τα έκτακτα φάρμακα χάρη στα οποία δεν μπορούσε πια να τους λυγίσει εύκολα ο βαρύς πόνος της αποκρουστικής αρρώστιας. Ο μακαριστός Γέροντας
π. Φιλόθεος Ζερβάκος που είχα τη χαρά και την αγάπη να τον επισκεφτεί στο Λεπροκομείο, γράφει. ¨Με εφιλοξένησεν εις το πενιχρόν του κελίον φιλικότατα και αδελφικότατα ως άλλος Αβραάμ. Εθαύμασα την πίστιν του, τον ζήλον του και την αγάπην ην είχε προς τον Θεόν, αλλά και προς τον πλησίον του, και εξαιρέτως προς τους ασθενείς και πάσχοντας εκ της επαράτου και ανιάτου και δεινής ασθενείας της λέπρας. Τόσην αγάπην, στοργήν πατρικήν και ενδιαφέρον εδείκνυε προς αυτούς, ώστε εισήρχετο εις το δωμάτιον εκάστου διδάσκων αυτούς να έχουν πίστιν και υπομονήν, και ελπίδα και αγάπην προς τον Θεόν και να μη λυπούνται και καταβάλλονται υπό της ασθενείας των … Βλέποντες οι ασθενείς την πατρικήν αγάπην και το ενδιαφέρον που εδείκνυε προς αυτούς, τον εσέβοντο, τον ετίμων, τον ευλαβούντο και προθύμως ήκουον τας συμβουλάς και διδασκαλίας του και τα εφήρμοζον, και πολλοί άνδρες και γυναίκες εθεραπεύθησαν ψυχικώς, τινές δε και σωματικώς».
Το λάδι της αγάπης κράτησε ιλαρό το φως αυτού του λυχναριού στο Λεπροκομείο της Χίου δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια. Όλο αυτό το χρονικό διάστημα, παράλληλα με τη θερμή προσφορά στο χώρο της οδύνης, ένιωθε να αναδύεται διακριτικά και να δυναμώνει μέσα του μια ωραία προοπτική για την πρώτη μεγάλη του αγάπη του, την ασκητική ζωή, η προοπτική της ίδρυσης ενός Μοναστηριού. Ήδη είχε αρχίσει να στέκει πλάι του, συμπαραστάτης και βοηθός μια μικρή συνοδεία από μοναχές, που είχαν φτάσει στη Χίο από απέναντι κατατρεγμένες μαζί με τα πλήθη της φοβερής Μικρασιατικής τραγωδίας. Πλησίαζε τα εξήντα, κι αυτός ο ιερός πόθος κρατούσε μέσα του μια νεανική ακμή. Για τούτο δεν κάμφθηκε, όταν με τις πρώτες βολιδοσκοπήσεις, ο οικείος Μητροπολίτης, δέκτης, Κύριος οίδε ποιων υποβολιμαίων αθλιοτήτων, τον απέπεμψε απορρίπτοντας τη σχετική πρόταση.

Φαίνεται όμως ότι το πράγμα δεν ήταν καθόλου απλό, δεν επρόκειτο, δηλαδή, για μια προπέτεια, ανοησία, επιπολαιότητα ή κάτι σχετικό. Δε συνηγορούσε σε αυτό, ούτε η ασκητική εμπειρία και πνευματική του ωριμότητα, ούτε αυτή η ηλικία του, ούτε πολύ περισσότερο τα μέχρι τότε δείγματα γραφής της ζωής τους. Αφήστε δα και το σεβασμό, το θαυμασμό, την αγάπη του κόσμου  για το «Παπαδάκι του Λωβοκομείου». Παρά ταύτα θα χρειαστεί να παρέμβουν και να τον βοηθήσουν ορισμένες εκλεκτές οικογένειες της Χίου -Μίχαλου, Μαυριδόγλου, Μαρούση, Νίχα- που με τις θερμές και ενθουσιώδεις εισηγήσεις τους θα κάμψουν την αντίσταση του Δεσπότη, και στις 5  Νοεμβρίου 1927 θα βάλει υπογραφή και σφραγίδα στην άδεια οικοδόμησης της Μονής.

Και εδώ τώρα θα φανεί ο πραγματικά δυναμικός παλμός των εξήντα χρόνων του, η αποφασιστικότητα, η οργάνωση, η όλη προετοιμασία, αλλά και η ακαταπόνητη, η ακάματη καταβολή προσωπικής χειρονακτικής εργασίας. Έφτιαχνε το έργο που ονειρευόταν χρόνια, και προσευχόταν, και έδινε γι αυτό τα πάντα, ακόμα και την ψυχή του. Μέσα σε δυο μόνο χρόνια, από τις 19 Φεβρουαρίου 1928  του θεμέλιου Αγιασμού, ως τις 30 Μαρτίου 1930, όλα είχαν τελειώσει. Σκιρτώντας από χαρά, ευφροσύνη, και από καρδίας ευχαριστία στο Θεό, ως άλλος Δαυίδ, «αγαλλομένω ποδί», μαζί με τη μοναχική του συνοδεία, θα μεταφέρει πανηγυρικά το μητρικό κειμήλιο, τη σεπτή εικόνα της «Παναγίας Βοήθειας», χωρίς όλο αυτό το διάστημα να παραλείψει στο ελάχιστο τις υποχρεώσεις που είχε στην πονεμένη Εκκλησία του Λεπροκομείου. Θα αξιωθεί να εισέλθει στη  λαμπρά ανοικοδομημένη Μονή, εκεί στην υπέροχη και δεσπόζουσα θέση του Τουρλουντάδου, που μόνος είχε επιλέξει και αγοράσει την έκταση με τις οικονομίες μιας ζωής.

«Εκοπίασεν, ίδρωσε, ηγωνίσθη σωματικώς, επιστατών, επιβλέπων τους κτίστας, τους εργάτας, αλλά και συμβοηθών και συγκοπιών, και συνεργαζόμενος μετ’ αυτών, γινώσκων ότι τα καλά κόπω κτώνται και πόνω κατορθούνται … Αλλά γινώσκων εξ άλλου ότι άνευ της βοηθείας του Θεού, ουδέν δυνάμεθα ποιήσαι, δεν έπαυε να προσεύχεται, ως μοι έλεγε, όταν τον επισκεπτόμην, ιδίως την τελευταίαν φοράν, ότε είχε τελειώσει το κτίριον της Μονής και ο ναός. ‘Να ηξεύρεις πάτερ Φιλόθεε, ότι ο ιερός αυτός Παρθενών εκτίσθη με την βοήθειαν του Παντοδυνάμου Θεού και της Παναγίας. Εάν ο Θεός και η Παναγία δεν εβοήθουν, δεν ήθελον, ήτο αδύνατον να εκτίζετο. Επειδή όμως έβλεπον, ότι ήτο αδύνατον, κατέφυγον δια της προσευχής και εζήτησα την βοήθειαν μετά πίστεως’»!

Η μέρα αυτή -30.3.1930- θα χαραχτεί δια βίου βαθιά μέσα του ως ημέρα άφατης χαράς, ανεκλάλητης ευφροσύνης, αλλά και θείας ευλογίας … Συχνά θα επαναλαμβάνει στις μοναχές της μεγάλης αδελφότητας: «Δεν θα λησμονήσω ποτέ εις την ζωήν μου την ημέραν εκείνην που εφέραμεν την χαριτόβρυτον εικόνα της Παναγίας εις το Μοναστήρι. Όταν την κατεβάζαμεν με ψαλμωδίες και θυμιάματα από το ταπεινόν και πτωχόν μου κελλίον και ήλθομεν εδώ. Ουδέποτε εις τας ημέρας του βίου μου θα λησμονήσω την χαράν που είχα. Ή στην γην επατούσα ή επετούσα εις τον ουρανόν, δεν εγνώριζα. Ή στα επίγεια ήμουν ή στα ουράνια δεν αισθανόμουν … Βλέπετε πόσον μας εβοήθησεν η χάρις της κυρίας Θεοτόκου …»
Η οργάνωση της μοναχικής ζωής πάνω στη βάση της αλλεπάλληλης διαδοχής εργασίας- αγιογραφία, πλαστική, ραπτική, κέντημα, υφαντουργία, πλεκτική- και της από καρδίας διδαχής- οκτώ τόμους έχουν αποτελέσει οι κατά καιρούς καταγραφείσες συμβουλές του -κυρίως κατανυκτικής προσευχής και αγρυπνίας υπήρξε υποδειγματική. Γρήγορα επίσης όρισε τη φυσική ηγεσία των μοναχών στο πρόσωπο της πρώτης Ηγουμένης μοναχής Ευπραξίας Γλύκα, και της διαδόχου μετά την κοίμησή της, μοναχής Μάρθας Πετεινάκη. Ο ίδιος θα συνεχίσει να εργάζεται με τα ίδια του τα χέρια μέχρι τα βαθύτατα γηρατειά για τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου της Μονής, για τη δημιουργία και σ’ αυτή την ξερή ερημία της περιοχής ενός καταπράσινου περιβολιού, ενός ανθοστόλιστου κήπου.
 Μα εκείνο που τριάντα χρόνια από την ίδρυση της Μονής μέχρι το μακάριο τέλος του θα ανεβάσει στις ψυχές των ανθρώπων μέσα και έξω από τη Χίο το βαθύ σεβασμό και τη μεγάλη αγάπη τους σ’ αυτή τη Μονή, θα είναι η γαλήνη, η ηρεμία, η ουράνια χάρη που θα νιώθουν κάθε φορά που θα πλησιάζουν αυτόν τον Άγιο άνθρωπο με τα λίγα λόγια, τον αδαμάντινο χαρακτήρα, την κρυστάλλινη αρετή, τη βαθύτατη πίστη, την ακοίμητη προσευχή! Γρήγορα θα του αλλάξουν πάλι το όνομα, από «Παπαδάκι του Λωβοκομείου», τώρα θα τον αποκαλούν «Παπαδάκι της Βοήθειας»! Και αυτό θα σημαίνει για τον καθένα κάτι ξεχωριστό, και για όλους πολλά. Θα σημαίνει ακόμα θαυμαστές θεραπείες ψυχικών ή και σωματικών ασθενειών, που με απλή καρδιά και βαθιά πίστη πλείστοι Χιώτες θα αποδίδουν στην προσευχή και αργότερα στη μεσιτεία προς το Θεό του Άνθιμου, αυτού του αγίου ανθρώπου.
 Αλλά και η εκκλησιαστική ηγεσία του νησιού δε θα μείνει ασυγκίνητη. Ιδιαίτερα η διάδοχη, ο από Κρανιδίου νέος Μητροπολίτης Χίου Παντελεήμων Φωστίνης, λόγιος Ιεράρχης, ο οποίος στις 3 Σεπτεμβρίου 1959, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Ανθίμου, χοροστατώντας στην πανηγυρική Θεία Λειτουργία θα σφραγίσει με την τιμή του Σώματος της Εκκλησίας τον ανύσταχτο εργάτη της αγάπης του Χριστού, λέγοντας μεταξύ άλλων και τα εξής. «Ένας άνθρωπος, ο πατήρ Άνθιμος, αφοσιωμένος στο Θεό, οπλισμένος καλά με την αγάπην και την λατρείαν προς τον Θεόν, αποφάσισε μόνος να κτίσει ένα λιμάνι- ξεκούρασμα όχι μόνο για τόσες αδελφές αφιερωμένες στο Θεό, αλλά και για πολύν κόσμον. Και εμόχθησε, και εκουράσθηκε, και έχυσε ποτάμι αίματα και τον ιδρώτα του, και ετιμωρήθηκε, και άκουσε βρισιές, και εποτίστηκε φαρμάκια, και εκατηγορήθηκε και εβασανίστηκε σκληρά για να το κτίσει. Και ξεσπούσαν επάνω του καταιγίδες, και θύελλες, και οι φουρτούνες τον χτυπούσαν κατακέφαλα-να προσθέσει ο γράφων υπομνηστικά, πόθεν ως μη όφειλε προερχόμενες; Και όμως έμενε βράχος ασάλευτος. Έσκυβε το κεφάλι του και όλα περνούσαν από πάνω του. Και έλεγε και επαναλάμβανε: «Ευλογητός ο Θεός», και «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν», όπως ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Και εμπρός του έσπερνεν ο σατανάς αγκάθια, και πετούσε στο δρόμο του φίδια και σκορπιούς, μα ο πατήρ Άνθιμος τα υπερνικούσε όλα, διότι έλαβεν την  εξουσίαν από τον Θεόν «του πατείν επάνω όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού» ! Και δεν μπόρεσε ο σατανάς να σκοτίσει με ό,τιδήποτε κι αν μεταχειρίστηκε το μυαλό του ιδρυτού και να τον εμποδίσει από το μεγάλο του έργο. Αλλά κατόρθωσε με τη βοήθεια του Θεού και έκτισε ένα γαληνεμένο λιμάνι για να βρουν ξεκούρασμα οι ταξιδιώτες της ζωής. Και έρχονται οι άνθρωποι από τον κόσμο καταφορτωμένοι από συμφορές και βάσανα καθημερινά και βρίσκουν ξεκούρασμα ψυχικό και σωματικό από την «Παναγία Βοήθεια», κι από τη γαλήνια κι αγία μορφή του …»

Πέντε μήνες αργότερα- 15 Φεβρουαρίου 1960- ο Θεός θα τον καλέσει κοντά του. να αναπαυτεί από τον κόπων του, ο ενενηντάχρονος κατάλευκος λευίτης, και να ευλογεί από το ουράνιό του  Θυσιαστήριο την πνευματική καρποφορία της Μονής του. Η πορεία του προς το μακάριο τέλος, ιδιαίτερα ευλογημένη ως την έσχατη στιγμή, αφιερωμένη όλη σε προσευχή, σε συγχωρητικό άνοιγμα καρδιάς, βαθιά κατάνυξη, σιωπηλή διδαχή. Στις 27 Ιανουαρίου 1960, γιορτή της ανακομιδής των ιερών Λειψάνων Αγίου Ιωάννη του Χρυσόστομου, μετά τη Θεία Λειτουργία και τη θεία μετάληψη, με τα μάτια κυριολεκτικά
πνιγμένα στο δάκρυ θα σταυρώσει κύκλω το Μοναστήρι λέγοντας: «Η ευλογία του Θεού ας είναι πάντοτε πλούσια στη Μονή, και η χάρις του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου ας είναι βοήθεια σε όλους μας»! Την 1η Φεβρουαρίου θα καλέσει τις μοναχές και σε έναν συμβουλευτικό αποχαιρετισμό, και αφήνω καθένα να εννοήσει τι ένιωσαν εκείνες οι μακάριες γυναίκες, όχι μόνο από τους μεστούς λόγους του, που η ιδιάζουσα αυτή στιγμή τους έδινε μια άλλη δυναμική, αλλά κυρίως από το άκουσμα των λέξεων: «Είμαι ενενήντα ενός χρονών». Αλλά και πόση ήταν η συγκινησιακή τους φόρτιση, όταν στο τέλος ύψωσε σε σταυροειδή ευλογία τα χέρια του και είπε: «Όλη η Χίος να έχει την ευχή μου την ταπεινή ! Όλη η Χίος να είναι ευλογημένη … Όλος ο κόσμος να έχει την ευχή μου … Όλοι οι χριστιανοί ας είναι ευλογημένοι … ας μου συγχωρήσουν κι εμένα του αμαρτωλού …»

Στις 13 Φεβρουαρίου ευχαριστώντας το Μητροπολίτη  Χίου, που τέλεσε Ευχέλαιο για την αγάπη του, θα προσθέσει με σταθερή φωνή: «Φεύγω πλέον Σεβασμιώτατε, εύχεσθε υπέρ εμού». Δυο μέρες μετά -15.2.60- θα γείρει στον κύκλο της αιωνιότητας με τον ήλιο, να γέρνει στη δύση της ημέρας λούζοντας με το ρόδινο φως του το Μοναστήρι !
******   ***   ******
    Έχω καταγράψει το μακάριο τέλος αρκετών «μορφών αγωνιστικής αγιότητας της Εκκλησίας των χρόνων μας» μέχρι τώρα, και απέφυγα να αναφέρω πολλά για την ηρεμία, τη σταθερότητα, την απουσία φόβου … που βαδίζουν προς το επίγειο τέλος. Ούτε τώρα θα αποτολμήσω να γράψω κάτι, γιατί σ’ αυτούς τους αγίους ανθρώπους τα διακριτικά σημεία-στοιχεία που παραθέτω μιλάνε διάτορα και επαναλαμβάνουν σε «ευήκοα: ώτα»:  «Εμοί το ζειν Χριστός και το αποθανείν κέρδος», να λέει στο όνομά τους, και να τους σφραγίζει  ο Απόστολος Παύλος!  

Ο Μητροπολίτης Χίου Παντελεήμων, όλο το ιερατείο του νησιού, σύμπασα η αδελφότητα των ογδόντα μοναστριών της «Παναγίας Βοήθειας» σε βαρύ κατά το ανθρώπινο πένθος, και μέγα πλήθος πιστών από το νησί και έξω, θα τον συνοδεύσουν στον απέριττο τάφο πλάι στο Καθολικό της Μονής. Ο αδελφός Ηγούμενος της Μονής Μυρσινιδίου Χρυσόστομος Γεραζούνης κατά την επιθυμία του θα κατεβάσει με τα χέρια του το ιερό λείψανό στο τιμημένο χώμα του ελεύθερου πια μαρτυρικού όμως νησιού! Ευλογημένες οι ψυχές που φεύγουν με δυνατές τις μεγάλες ελπίδες μας, ζωντανές σε επίπεδο βεβαιότητας! Ακόμα κι ο τάφος τους πλάι σε μια εκκλησιά χτισμένη από τα χέρια τους, στη γαλήνια ηρεμία ενός Μοναστηριού, είναι ένα όνειρο, μια ανάπαψη! Είναι μια αλλιώτικη ευτυχία !
Εφημερίδες τοπικές -«Πρόοδος»,  «Χιακός Λαός» - περιοδικά του νησιού -«Εθνομάρτυς Πλάτων ο Χίου»- θα αφιερώσουν εξαίρετα σημειώματα στη μνήμη του, Επίσκοποι, εκλεκτοί κληρικοί, θεολόγοι, άνθρωποι των γραμμάτων θα καταθέσουν ευλαβείς μνήμες, ενδιαφέροντα περιστατικά από την αγία ζωή και το έργο του … Από την πλευρά του ο Αρχιμανδρίτης Νικηφόρος Τζανακάκης θα θυμάται που τον συμβούλευε: «Πάντοτε και σε όλους να είσαι πράος, επιεικής, και η ευχή να μη λείπει από τα χείλη σου … Το Όνομα του Χριστού και της Παναγίας μας να μη λείπει από τα χείλη σου. Εκτός από αυτό να διδάσκεις τους ανθρώπους, όσο μπορούν να προσεύχονται, έστω και μια λέξη προσευχής, να τη λένε. Κι αν δεν μπορούν να πάνε στην Εκκλησία, να προσεύχονται στο δωμάτιό τους. ‘Ημείς ναός Θεού εσμέν’ -1Κορ,6,19- δε λέει ο Απ. Παύλος; Να μη λησμονείς αυτά που παρέλαβες, και να μην παύεις να ευχαριστείς το Θεό για κάθε ευεργεσία που σου παρέχει». Και πως αναπολώντας τη ζωή του πρόσθετε. «Κανένας δεν πήγε στη Βασιλεία του Θεού με τις ανέσεις της ζωής, αλλά με βάσανα, και μαρτυρικά, με αγώνες ασκητικούς, με διάφορες θλίψεις, με την υπομονή, κι όπως λέει ο λόγος του Θεού, «‘ο δε υπομείνας εις τέλος ούτος σωθήσεται», Ματθ.10,22.

   Να πω εδώ πως μιλώντας ακριβώς γι αυτά τα βάσανα και  τις πολλές θλίψεις, έμμεσα πλην ευδιάκριτα πρέπει να υπονοούσε και την αρνητική στάση της παλιάς εκκλησιαστικής
ηγεσίας του νησιού απέναντί του, όταν κάποτε εξηγούσε στον π. Ηλία Μαστρογιαννόπουλο τον τρόπο που τα υπέμενε, και με τη χάρη του Θεού τα ξεπερνούσε; «Δεν κάνω τίποτε σπουδαίο, έλεγε, ακολουθώ τη σοφία που έχει σκορπίσει απλόχερα ο Θεός στη φύση του. Θα έχεις προσέξει ότι όταν λυσσομανούν οι άνεμοι, τα στάχυα χαμηλώνουν τις κορφές τους, κι όταν κοπάσει η μανία τους τις ανασηκώνουν πάλι. Αυτά που ο Θεός έμαθε σε τούτο το πολύτιμο για τον άνθρωπο και την Εκκλησία του φυτό, αυτό κάνω»! Αφοπλιστική κατάθεση, εμπειρικής αναφοράς και διδαχής ότι, «χωρίς την ταπείνωση, όσα κι αν κατορθώσει ο χριστιανός δεν μπορεί να σωθεί», διακριτική εξήγηση της θείας καθοδήγησης του γιατί  απαντούσε έτσι !
******   ***   ******
      Δεν μπορεί παρά να κλείσει κανείς εδώ επανερχόμενος σε πρότερα. Παράξενος ο Θεός, και παράξενα ενεργεί! Μόνο η Αγάπη του ξέρει γιατί  έτσι οικονομεί τα πράγματα των ανθρώπων και της Εκκλησίας Του! Γιατί βάζει έναν έμπορο να της χαρίσει έναν πολύτιμο μαργαρίτη κρυμμένο στην ασημότητα ενός αγράμματου τσαγκάρη, κι αφήνει έξω από μια τέτοια ευλογία, μια τέτοια ευτυχία έναν Επίσκοπο. «Άρχισαν να φοραίνουν ένα-ένα τα άμφια με τις σχετικές ευχές στο σεμνό καλογεράκι της Χίου, που τα μάτια του έτρεχαν από συναίσθηση και συγκίνηση … Με το σχήμα τώρα του παπά θα έπαιρνε δύναμη και φώτιση από το Θεό Πατέρα να γίνει για χρόνια πολλά αρχηγός μυριάδων ψυχών, που εύρισκαν κοντά του την απολύτρωση της ψυχής τους, την πίστη, την παρηγοριά! Έσπειρε σαν καλός  γεωργός το λόγο του Θεού …», μας λέει πάλι  από καρδίας αγαθής η Ανδρονίκη Διοματάρη-Λάμπρου, βάζοντας γυαλιά  σε πολλούς εμβριθείς θεολόγους τε και άλλους.

       Αυτά είναι τα μεγάλα μυστικά που κινούσαν δια βίου τον Άνθιμο Βαγιάνο, και ως «Παπαδάκι του Λωβοκομείου» και ως «Παπαδάκι της Παναγίας Βοήθειας»! Αυτά τον έκαναν μια ψυχή ασκημένη στην προσευχή, ανθεκτική στη δοκιμασία, ακαταγώνιστη στη δημιουργικότητα, αφιλόκερδη και ριψοκίνδυνη στην αγάπη! Για τον άνθρωπο αυτό ειδικά θα πρότεινα να επικεντρώσουμε την προσοχή μας στις δυο τελευταίες λέξεις, «ριψοκίνδυνη αγάπη»!  Γιατί, αν η αγάπη μένει σε όλες τις εποχές «η αχίλλειος πτέρνα» των χριστιανών, δεν ξέρω τι θα πούμε όταν την αναζητήσουμε και ως ριψοκίνδυνη στη ζωή τους, στη ζωή μας.

       Αυτά τα λίγα αρκούν για το κλείσιμο μιας αναφοράς στην και επίσημα πια αγία μορφή και σεπτή παρουσία  του Άνθιμου Βαγιάνου του ταπεινού Πρεσβύτερου θα μου συγχωρηθεί να πω πρώτα και πιο ψηλά της ριψοκίνδυνης αγάπης στην οδύνη των λεπρών, και κατόπιν της κλασσικής ασκητικής καθοδήγησης των μοναστριών της «Παναγίας Βοήθειας»!
Με «την αγάπην την πρώτην, ην ουκ αφήκα …»
Αθανάσιος Κοτταδάκης


·        ΑΘ. ΚΟΤΤΑΔΑΚΗΣ,  «ΣΥΝΑΞΑΡΙ «3» ΤΟΥ 20ΟΥ ΑΙΩΝΑ»-Φιλόθεος Ζερβάκος, Αμφιλόχιος Μακρής, Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης, Άγγελος Νησιώυης, Δημήτριος Γκαγκαστάθης, Άνθιμος Βαγιάνος, Αθανάσιος Χαμακιώτης-Εκδόσεις «ΤΗΝΟΣ», Αθήνα 1989.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Το κείμενο αυτό είναι σπουδαίο διότι ο συγγραφέας το έχει συγγράψει προ της αγιοκατατάξεως του Αγίου. Περιλαμβάνει πολλά ντοκουμέντα για την ζωή του αγίου τα οποία προσωπικά δεν γνώριζα.

Ανώνυμος είπε...

Πέρασε πολλά και τα υπόμεινε με υπομονή και αγάπη γιαυτό και αγίασε. Ας πρεσβεύει και για μας ο άγιος.