Τετάρτη 28 Μαρτίου 2018

ΕΝΘΡΟΝΙΣΤΗΡΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Μητροπολίτου Μάνης Χρυσοστόμου (Παπαθανασίου)


ΕΝΘΡΟΝΙΣΤΗΡΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Μητροπολίτου Μάνης Χρυσοστόμου (Παπαθανασίου)

          «Ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου καὶ δεῦρο εἰς τὴν γῆν ἣν ἄν σοι δείξω» (Γεν. 12, 1).
          Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποίαν ἀναγιγνώσκουμε εἰς τὸ πρῶτον βιβλίον τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τὴν Γένεσιν καί, ὡς ἴσχυσε διὰ τὸν Ἀβραάμ, οὕτω ἰσχύει καὶ διὰ τὴν ταπεινότητά μου.
          Αἶνον καὶ δοξολογίαν ἀναπέμπω πρὸς τὸν Τριαδικὸν Θεόν, Ὅστις ἠξίωσέ με τῆς μεγάλης ταύτης δωρεᾶς.
          Ὑπακούοντας εἰς τὸ θεῖον θέλημα καὶ ἀποδεχόμενος τὴν τιμίαν ψῆφον τῆς σεπτῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἔρχομαι εἰς τὴν ἱστορικὴν καὶ εὐλογημένην Μάνην.
          Ἔρχομαι εἰς τὴν ὡραία καὶ ἀρχαία αὐτὴν πόλιν, τὸ Γύθειον, ἡ ὁποία καὶ μνημονεύεται ἐπὶ αὐτοκράτορος τοῦ Βυζαντίου Ἰουστινιανοῦ, ἕδρα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, καὶ μὲ ἱερὸ δέος, συναίσθησιν εὐθύνης καὶ ἀγαθὴν τὴν διάθεσιν ἀνέρχομαι τὰς βαθμίδας τοῦ Δεσποτικοῦ τούτου θρόνου, θέτοντας τὰς χεῖρας μου εἰς τὸν οἴακα τῆς νηός, τοῦ σκάφους δηλαδή, τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, προκειμένου νὰ διαποιμάνω τὸν εὐσεβῆ, ἡρωικὸν καὶ εὐγενῆ τοῦτον λαόν.

          Ἐν πρώτοις, εὐχαριστῶ καὶ εὐγνωμονῶ τὸν πολυσέβαστον καὶ ἐμπνευσμένον ἐν σοφίᾳ καὶ ἐκκλησιαστικῇ πείρᾳ κεκοσμημένον, Προκαθήμενον τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Μακαριώτατον Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κύριον Ἱερώνυμον τὸν Β´, τὸν Πατέρα ἡμῶν καὶ διδάχον τῆς συνέσεως, τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἑνότητος διὰ τὴν πλουσίαν πατρικήν του ἀγάπην καὶ τὴν μεγίστην ἐμπιστοσύνην τὴν ὁποίαν ἔδειξεν πρὸς τὴν ἐλαχιστότητά μου. Προσέτι εὐχαριστίας ἐκφράζω καὶ εἰς τὴν περὶ Αὐτόν, Ἁγίαν καὶ Ἱερὰν Σύνοδον τῆς σεπτῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, διὰ τὴν ἀνάδειξίν μου εἰς Ἐπίσκοπον καὶ Μητροπολίτην Μάνης. Ὅλως δὲ ἰδιαιτέρως εὐχαριστῶ
ἐκ βάθους καρδίας τὸν πολιὸν λαμπρὸν Ἱεράρχην τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν, Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Μονεμβασίας καὶ Σπάρτης κ. Εὐστάθιον, δι᾿  ὅσα ἐκοπίασε καὶ ἐμόχθησεν ἐν τῇ Τοποτηρητείᾳ τῆς λαχούσης μοι ἐπαρχίας.
          Εὐχαριστῶ ἐκ βάθους καρδίας ὅλους τοὺς λίαν ἀγαπητοὺς Σεβασμιωτάτους Ἁγίους Ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι κατέφθασαν ἀπὸ μακρὰν καὶ ἀπὸ ἐγγὺς εἰς τὴν ἐνθρονιστήριον ταύτην τελετήν, προκειμένου νὰ ἑνώσουν τὰς προσευχὰς καὶ εὐχάς των πρὸς εὐόδωσιν τοῦ ἀρξαμένου ποιμαντορικοῦ μου ἔργου. Θὰ ἐνθυμοῦμαι πάντοτε τὴν παρουσίαν καὶ τὴν ἀγάπην τους καὶ δὲν θὰ παύσω δεόμενος ὑπὲρ τῆς ὑγείας καὶ τῆς μακροημερεύσεώς τους. Προσέτι εὐχαριστῶ καὶ ὅσους δὲν κατέστη δυνατὸν νὰ παραστοῦν ταύτην τὴν ὥραν καὶ μὲ συνοδεύουν μὲ τὰς προσευχάς τους.
          Οὕτω διὰ τῶν εὐχῶν σας, ἀνέρχομαι εἰς τὸν περίπυστον τοῦτον θρόνον, τῆς ἱστορικῆς Μητροπόλεως Μάνης, τὸν ὁποῖον ἐκλέϊσαν μεγάλοι Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν. Μνημονεύσωμεν: Νεόφυτον, Κύριλλον (τὸν Γέρμον), τὸν ἀγωνιστὴν ἱεράρχην τῆς περιόδου τοῦ Ἀγῶνος τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, Ἱερόθεον (τὸν Ἀθανασόπουλον), ἐπίσης ἀγωνιστὴν καὶ μεμυημένον εἰς τὰ τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας, τὸν Ἰωσὴφ (τὸν Βουδικλάρην), Προκόπιον (τὸν Γεωργίου), τὸν Ἰωσὴφ (τὸν Κωνσταντινίδην), Προκόπιον (τὸν Μελισσαρόπουλον), τὸν συναναστραφέντα παῖδα ὄντα κατὰ τὴν ἔναρξιν τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως τοὺς ἀγωνιστὰς καὶ ἥρωας αὐτῆς, Παρθένιον (τὸν Χρυσικάκην), Παρθένιον (τὸν Δημητρόπουλον), τὸν διατελέσαντα ἱεροκήρυκα τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ τῶν Ἀθηνῶν, Διονύσιον (τὸν Δάφνον), τὸν γράψαντα ἐθνικὴν ἱστορίαν μετὰ τοῦ ἥρωος ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτου ὅτε ὑπηρέτει, ὡς ἱερεὺς εἰς τὸ ἱστορικὸν καὶ ἔνδοξον «θωρηκτὸν» τοῦ τότε Βασιλικοῦ Ναυτικοῦ, «ΑΒΕΡΩΦ», Προκόπιον (τὸν Καλλιοντζῆν) τὸν διατελέσαντα ἀδελφὸν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου Παλαιᾶς Πεντέλης καὶ ἱεροκήρυκα διαφόρων ἱερῶν ναῶν τῶν Ἀθηνῶν, Χρυσόστομον Α´ (τὸν Δασκαλάκην) τὸν λόγιον καὶ σθεναρὸν Ἱεράρχην, Δημήτριον (τὸν Θεοδόσην), Φιλήμονα (τὸν Ζέην), Σωτήριον (τὸν Κίτσον) καὶ Χρυσόστομον Β´ (τὸν Κορακίτην).
          Ὁ καθεὶς ὑπῆρξε καιομένη λαμπὰς διὰ τὴν δόξαν τοῦ ἁγίου Ὀνόματος τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ καὶ πολλὲς ἄλλες ἐκκλησιαστικὲς προσωπικότητες, ἱερεῖς εὐλαβέστατοι, μοναχοὶ καὶ μοναχές, ὅλοι ἄφησαν ἴχνη βαθείας πίστεως, εὐσεβείας, ἐναρέτου βίου καὶ ἀγάπης πρὸς τὸν λαόν. Αἰωνία αὐτῶν ἡ μνήμη.
          Ἰδιαίτερα ὅμως, μνημονεύομεν ταύτην τὴν ὥραν, τοῦ πολυκλαύστου Πατρός, Ἀδελφοῦ καὶ Συλλειτουργοῦ, τοῦ μακαριστοῦ Ἱεράρχου κυροῦ Χρυσοστόμου τοῦ Β´, τὸ σεπτὸν σκήνωμα τοῦ ὁποίου ἀναπαύεται ἐνταῦθα, εἰς τὴν εὐλογημένη γῆ τῆς Μάνης. Ὁ μακαριστὸς διεποίμανε τὴν Ἱ. Μητρόπολιν ταύτην μὲ τὴν διακρίνουσαν αὐτὸν παιδείαν, σύνεσιν, ἀγάπην, ἁγιότητα βίου, ὁδηγήσας ἐν τοῖς πράγμασιν τὸν λαὸν αὐτὸν εἰς νομὰς σωτηρίους. Ἰδίᾳ, τὸ ὁσιακὸν τέλος του ἀπέδειξε τὴν ἀλήθειαν τῶν χαρισμάτων του, τὴν εἴσοδόν του εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν. Διὰ πρώτην φορὰν εἰς τὴν Ἐκκλησιαστικὴν Ἱστορίαν, ἐξ ὅσων δυνάμεθα νὰ γνωρίζωμεν, ἐξεμέτρησε τὸ ζῆν Ἱεράρχης, τελῶν τὴν Θείαν Λειτουργίαν καὶ μάλιστα κατὰ τὴν πλέον ἱερωτάτην στιγμήν, ὅτε κατέρχεται τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, οὗτος νὰ παραδίδει τὴν ψυχήν του εἰς τὸν Θεόν. Ὁποία εὐλογημένη στιγμή! Ἀλλὰ ἐπιτρέψατέ μοι νὰ σᾶς ἀποκαλύψω ταύτην τὴν ἱερὰν καὶ ἐπίσημον ἡμέραν, ὅτι ὁ σύνδεσμός μας ὑπῆρξε αὐθεντικὸς καὶ πάνυ πνευματικὸς εἴτε διὰ τοῦ προφορικοῦ εἴτε διὰ τοῦ γραπτοῦ λόγου. Διασώζω εἰς τὸ προσωπικόν μου ἀρχεῖον πολλὰς σοφὰς ἐπιστολάς του. Ἔστω ἀγήρως καὶ αἰωνία ἡ μνήμη του. Τὴν εὐχήν του ὅλοι νὰ ἔχουμε! Ἤδη πρεσβεύει ἀπὸ τὸν οὐράνιον θρόνον, δι᾿ ὅλους ἡμᾶς, τοὺς περιλειπομένους. Καὶ ἐκεῖ στὸ ἐπουράνιον θυσιαστήριον, ἔχων πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν ἀναχωρήσει ἀπὸ τὴν ἐπίγειον ματαιότητα, συλλειτουργεῖ μαζί του καὶ ὁ λίαν ἀγαπητὸς καὶ εκλεκτὸς συνεργάτης του καὶ λαμπρὸς κληρικὸς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, π. Ἀνδρέας Μπολοβῖνος. Αἰωνία αὐτῶν ἡ μνήμη.
          Καὶ νῦν, εἰς τὴν πρώτην ταύτην ἐπικοινωνίαν, τὴν ὁποίαν χαρίζει ὁ Κύριος μεταξὺ τοῦ νέου Ποιμένος καὶ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, αἰσθάνομαι τὴν ἀνάγκην, ὅπως ἐκθέσω, καὶ μοιρασθῶ μαζί σας, ἐν ταπεινώσει καὶ ἐν πληρότητι ἀρχιερατικῆς συνειδήσεως, τοὺς πνευματικούς μου προσανατολισμούς, τὰ ὁράματα, τὰς σκέψεις μου διὰ τὸ ὅλον ποιμαντορικόν μου ἔργον.
          Ἀγαπητοί μου, ἐπιθυμῶ νὰ ἀνοίξω μία νέα σελίδα ποιμαντορικῆς διακονίας εἰς τὴν ἱστορικὴν αὐτὴν Ἱερὰν Μητρόπολιν. Ἐπιθυμῶ νὰ ἔχω τὸν εὐγενέστατον τίτλον τοῦ «διακόνου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» καὶ νὰ καταστῶ συνάμα διάκονος πάντων ὑμῶν. Ὑπάρχει τι τὸ εὐγενέστερον, ὑψηλότερον καὶ συμπαθέστερον ἀπὸ τοῦ νὰ εἶσαι «διάκονος Χριστοῦ» καί, κατ᾿ ἀκολουθίαν, τῶν συνανθρώπων σου; Ἀναλαμβάνω συνεπῶς τὴν πνευματικὴν διακονίαν, καθ᾿ ὅτι διακονία τοῦ λαοῦ τυγχάνει τὸ ἀξίωμα τῆς ἀρχιερωσύνης, ἀκολουθῶν ἐν προκειμένῳ τὸν λόγον τοῦ Χριστοῦ «οὐκ ἦλθον διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι» (Ματθ. 20, 28).
          Ἐνθρόνισις, δὲν σημαίνει δι᾿ ἐμέ, ἄνοδον εἰς τὸν πεποικιλμένον τοῦτον θρόνον, ἀλλὰ ἐνθρόνισιν ἐντὸς τῶν καρδιῶν σας. Αὐτὸ θέλει ἀποτελέσει τὴν ἱερὴν φιλοδοξίαν μου, τὴν ἐπιδίωξίν μου, τὴν μέριμνά μου, τὸ ἀνύστακτο ἐνδιαφέρον μου διὰ τὸν καθένα σας. Ἐνδιαφέρον διὰ τὸν πατέρα, τὴν μάνα, τὸ παιδί, τὸν γέροντα, τὴν γερόντισσα, τὴν χήρα, τὸ ὀρφανό, τὸν πτωχό, τὸν ἀσθενῆ, τὸν ἀνήμπορο, τὸν βιοπαλαιστή, τὸν ἄνεργο, τὸν ἐπιστήμονα, τὸν μορφωμένο, τὸν ὀλιγογράμματο, τὸν μοναχικό, τὸν πολύτεκνο, τὸν πονεμένο, τὸν πεπλανημένο, τὸν ἀδιάφορο, τὸν ἄπιστο, τὸν σκανδαλισμένο, τὸν κάθε Μανιάτη καὶ τὴν καθεμιὰ Μανιάτισσα. Ὅλοι καὶ ὅλες, ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας μέχρι τὸν μικρότερον εἰς τὴν ἡλικίαν εἶσθε πνευματικά μου τέκνα. Οὕτω αἰσθάνομαι δι᾿ ὅλους ἀνεξαιρέτως. Ὅλους σᾶς ἀγαπῶ, σέβομαι καὶ τιμῶ. Καὶ προπαντὸς ἀπὸ σήμερον, αὐτὸ εἶναι τὸ οὐσιαστικώτερον, θὰ σᾶς ἔχω εἰς τὰς προσευχάς μου, ἐν τοῖς ἱεροῖς Διπτύχοις. Ἄλλωστε ὁ Ἐπίσκοπος διὰ τὰς ψυχάς σας εἶναι ἐδῶ, καθ᾿ ὅτι διὰ τὴν πνευματικὴν καλλιέργειαν καὶ σωτηρίαν ἐν Χριστῷ θὰ ἀγωνίζεται νυκτός τε καὶ ἡμέρας.
          Σκέπτομαι ἀκόμη καὶ τοὺς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς Μανιάτες, τοὺς ἀγωνιστὲς αὐτοὺς τῆς ζωῆς, οἱ ὁποῖοι διαπρέπουν σὲ ξένες φιλόξενες χῶρες, εἰς τὴν Ἀμερικὴ καὶ τὸν Καναδᾶ μέχρι τὴν Εὐρώπη καὶ τὴν Αὐστραλία. Εἶναι οἱ καλύτεροι πρεσβευτὲς τοῦ ἑλληνορθόδοξου πολιτισμοῦ καὶ οἱ φωτεινοὶ φάροι ὑψίστων ἀρχῶν καὶ ἀξιῶν.Τοὺς σκέπτομαι τούτη τὴν ὥρα, τοὺς εὐλογῶ καὶ προσεύχομαι διὰ τοὺς ἰδίους καὶ τὰς οἰκογενείας των καὶ τοὺς διαβεβαιώνω ὅτι σύντομα θὰ εἶμαι κοντά τους, διὰ νὰ τοὺς σφίξω τὸ χέρι καὶ νὰ τοὺς συγχαρῶ διὰ τὰ ὡραῖα ἔργα τους, ποὺ δοξάζουν καὶ ἐξυψώνουν τὴν Μάνη. Ἀλλ᾿ ὅμως, τούτη τὴν ἱερὴ στιγμὴ πῶς νὰ λησμονήσουμε καὶ τοὺς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς κεκοιμημένους ἀποδήμους συμπολῖτες μας; Αὔριο τὸ μεσημέρι εἰς τὸ Κοιμητήριο τῆς πόλεως σᾶς προσκαλῶ διὰ τὴν τέλεσιν Τρισαγίου μὲ τὴν δέηση στὰ χείλη μας «αἰωνία αὐτῶν ἡ μνήμη», δι᾿ ὅλους τοὺς εὑρισκομένους ἤδη εἰς τὰς ἀγκάλας τοῦ Θεοῦ.
          Κατ᾿ ἀκολουθίαν, μὲ τὴν προσευχητικὴν ἐλπίδα τῆς ἄνωθεν βοηθείας, ἀναλαμβάνω τὸ ποιμαντορικὸν ἔργον καὶ διαβεβαιῶ πάντας ὑμᾶς, διὰ τὴν ἀκριβῆ καὶ πιστὴν
ἐπιτέλεσιν τῶν ἐπισκοπικῶν μου καθηκόντων. Θέλω νὰ τηρήσω αὐστηρῶς καὶ ἐπακριβῶς πάντα τὰ ὑπὸ τῆς Ἁγίας Γραφῆς διατεταγμένα, τὰ ὑπὸ τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ ἐκκλησιαστικῶν νόμων διακελευόμενα, καὶ ὑπὸ τῶν ἱερῶν παραδόσεων τῆς Ἐκκλησίας μας διαγεγραμμένα καὶ καθιερωμένα, ἀκολουθώντας πιστῶς τοῖς ἴχνεσι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν θεοφόρων Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
          Θὰ εἶμαι ἐπιεικὴς εἰς τὰς ἀνθρωπίνους ἀδυναμίας διὰ τὴν ἔμπρακτον μετάνοιαν, καθ᾿ ὅτι «χαρὰ γίνεται ἐν οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι», ἀλλ᾿ αὐστηρὸς εἰς τὴν τήρησιν τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας καὶ συνάμα τῶν νόμων τοῦ Κράτους, τῆς συντεταγμένης Ἑλληνικῆς Πολιτείας, μετὰ τοῦ δέοντος σεβασμοῦ εἰς τὰς τελεσιδίκους καὶ ἀμετακλήτους ἀποφάσεις τῆς Ἑλληνικῆς Δικαιοσύνης. Θὰ λαμβάνω ὑπ᾿ ὄψιν μου διὰ μὲν τὴν ἐφαρμογὴν τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τόσον τὴν ἀκρίβειαν ὅσον καὶ τὴν «ἐκκλησιαστικὴν οἰκονομίαν», διὰ δὲ τὴν ἐφαρμογὴν τοῦ κοσμικοῦ Δικαίου, ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν τὸ γραπτὸν καὶ τὸ ἐθιμικὸν δίκαιον, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ τὴν νομολογίαν καὶ τὰς γενικὰς ρήτρας τοῦ δικαίου, μετὰ σεβασμοῦ καὶ εἰς τὰς Συνθήκας τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως.
          Ἰσχύει δι᾿ ἐμέ, ἐν προκειμένῳ, τὸ συναμφότερον ἰδανικόν: Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, διακριτοὶ οἱ ρόλοι τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καὶ Κράτους, κατὰ τὸ «ἀπόδοτε τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ» (Μάρκ. 12, 17) καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, τὸ τῆς συναλληλίας σύστημα, διὰ τὴν συνοχὴν τοῦ Γένους καὶ τῆς ἐν γένει ἑλληνικῆς κοινωνίας, κατὰ τὸ ἱερὸν χρέος τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐφαρμόζει τὸν ἁγιογραφικὸν λόγον: «ἐπισυναγαγεῖν (=ἡ Ἐκκλησία) τὰ τέκνα ὃν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας αὐτῆς» (Ματθ. 23, 38) καὶ τὴν θείαν ἐντολήν: «ταῦτα ἐντέλλομαι ὑμῖν, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰω. 15, 17).
          Καὶ προσέξατε καὶ τοῦτο: Ὅ,τι ἀρέσει εἰς τὸν Χριστόν, θὰ ἀρέση καὶ εἰς ἐμέ, καὶ ὅ,τι δὲν εὐλογεῖται ὑπὸ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, δὲν θὰ τυγχάνη τῆς ἰδικῆς μου εὐλογίας.
          Οὕτω θὰ δώσω ἰδιαίτερη προσοχὴ εἰς τὸ μέγα θέμα, ποὺ ὀνομάζεται ὀρθόδοξη χριστιανικὴ πνευματικότητα  καὶ εἰδικώτερα εἰς αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἀποκαλοῦμεν «Ἑλληνορθοδοξία».
          Εἶναι ὕψιστο μέγεθος ἡ ἀρίστη σύνθεσις ἑλληνισμοῦ καὶ ὀρθοδόξου χριστιανικοῦ πνεύματος ἐν ὄψει μάλιστα τῆς διαμορφώσεως τῆς εὐρωπαϊκῆς ταυτότητος, ἡ ὁποία καὶ διαρκῶς ἀναζητεῖται, ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψιν τὴν παροῦσαν ὥραν ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τὴν ἀποϊεροποίησιν καὶ τὶς ποικίλες γειτονικὲς προκλήσεις καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο τὴν γνωστὴν παγκοσμιοποίησιν καὶ τὸν μηδενισμόν. Τὸ σκεπτικὸν τοῦτο βεβαίως παραμένει μακρὰν ἀπὸ παντὸς εἴδους φονταμενταλισμὸν καὶ φανατισμὸν καὶ εὑρίσκεται πάντοτε μέσα εἰς τὸ πνεῦμα τῆς εἰρήνης, τῆς καταλλαγῆς, τῆς ἀλληλεγγύης, τοῦ μέτρου, τῆς διακρίσεως καὶ τῆς ἀγάπης ἐν ἀληθείᾳ.
          Καὶ ἔρχομαι τώρα εἰς τοὺς ὁραματισμοὺς καὶ τοὺς στόχους μου.
1ον     Τὸ πρῶτον ἔργον μου εἶναι νὰ κηρύξω καὶ προσφέρω εἰς τὰς καρδίας πάντων ὑμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, Ἐσταυρωμένον καὶ Ἀναστάντα. Αὐτὸ εἶναι τὸ κύριον ἔργον τοῦ Ἐπισκόπου. Ὄχι κοσμικότητες καὶ ἀνωφελῆ τῇ ψυχῇ κηρύγματα, ὄχι μηνύματα ἐρήμην τοῦ ἑλληνορθοδόξου χαρακτῆρος τοῦ λαοῦ μας, ὄχι λόγια κενὰ οὐσιαστικοῦ περιεχομένου.
          Εἶναι ἀνάγκη σήμερον νὰ γίνῃ συνείδησις ὅλων μας ὅτι ἡ Ἑλλάδα, ἡ γλυκυτάτη πατρίδα μας, χωρὶς Χριστὸν δὲν δύναται νὰ πορευθῆ τὴν ὀρθὴν ὁδόν. Καὶ νὰ μὴν αἰχμαλωτιζόμεθα εἰς ἀπαισιοδοξία, καθ᾿ ὅτι ἡ μὲν Ἐκκλησία εἶναι ἀκατάλυτος ἡ δὲ πατρίδα μας θὰ ζήσει γιατὶ ἔχει ἀφεντικὸ ἀπὸ ψηλά.
          Εἶναι ἀνάγκη νὰ κατανοήσουμε ὅτι ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εὕρῃ ἀνάπαυσιν καὶ γαλήνην ψυχῆς, εἰμὴ μόνον ἐν τῷ Θεῷ. Ὅπου ἐδιώξαμε τὸν Θεόν, ἐκεῖ ἦλθαν τὰ πικρὰ δάκρυα τῆς ἁμαρτίας, τῆς αἰχμαλωσίας εἰς τὰ πάθη, εἰς τὸν ὀρθολογισμόν, τὸν ὑλισμὸν καὶ τὸν μηδενισμόν. Ἐκεῖ τὸ κενὸ τῆς ψυχῆς. Διὰ τοῦτο εἰς τὸ πρόβλημα αὐτὸ τῆς αἰχμαλωσίας εἰς τὸ ὁρατό, τὸ φθαρτὸ καὶ μάταιο, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία προσφέρει τὴν διηνεκῆ ἐμπειρία τοῦ ὑπερβατικοῦ, τοῦ θεϊκοῦ κάλλους, τοῦ αἰωνίου. Καὶ ἐπειδή, κατὰ τὸν Κλήμεντα τὸν Ἀλεξανδρέα, «συμπάσης τῆς Ἐκκλησίας στέφανος ὁ Χριστὸς», ἡμεῖς εἰς τὴν χριστοκεντρικότητα θὰ στοχεύωμεν. Ὁ Χριστὸς θὰ εἶναι ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος τοῦ οἰκοδομήματος τοῦ ὅλου ποιμαντορικοῦ ἔργου ἡμῶν.
          Κατὰ συνέπειαν, ἐπειδὴ ἡ Ἐκκλησία εἶναι «σῶμα Χριστοῦ» καὶ Κεφαλὴ αὐτῆς ὁ Χριστός, ἡμεῖς οἱ πιστοὶ εἴμεθα μέλη τοῦ Ἁγίου Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἤτοι μέλη τῆς Ἐκκλησίας, τοὐτέστιν Ἐκκλησία εἴμαστε ὅλοι. Γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι λάθος ἡ τοποθέτησις «ἐγὼ καὶ ἡ Ἐκκλησία» ἢ τὸ σύνηθες ἐρώτημα: «Τί κάνει ἡ Ἐκκλησία»; Ὅλοι εἴμεθα Ἐκκλησία καὶ ὅλους μᾶς χωράει ἡ Ἐκκλησία. Ἐκεῖ λειτουργεῖται τὸ μυστήριον τῆς σωτηρίας μας. Ἐκεῖ συντελεῖται τὸ μυστήριον τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ διὰ τὸν καθένα μας. Ἐκεῖ εἰς τὸ πανδοχεῖον τῆς χάριτος καὶ τοῦ ἐλέους καταφεύγουν οἱ φθαρμένες εἰκόνες τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ «οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι». Ἐκεῖ ἡ Ἐκκλησία ἀναγεννᾶ καὶ θεώνει τὸν κάθε ἄνθρωπον. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία δὲν φτιάχνει ὀπαδούς, δὲν συσχηματίζεται μὲ τὰ τοῦ κόσμου σχήματα καὶ ἰδεολογικὰ συστήματα. Βρίσκεται ὑπεράνω πολιτικῶν σχηματισμῶν καὶ κομμάτων. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία ἄλλη πραγματικότητα. Εἶναι αὐτὸ ποὺ δὲν βλέπουμε μὲ τοὺς χοϊκοὺς τούτους ὀφθαλμούς. Εἶναι τὸ Μυστήριον τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ πατρίδα τῆς ἀλήθειας, ὁ χῶρος ὅπου δρᾶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Εἶναι «Θεοῦ φυτεία», κατὰ τὰς Διατάξεις τῶν Ἀποστόλων. Εἶναι ἡ φιλόστοργος μάνα ὅλων.
          Μ᾿ αὐτὸ λοιπὸν τὸ θεολογικὸ καὶ ἐκκλησιαστικὸ σκεπτικὸ καὶ ὑπόβαθρο, ὕψιστον καθῆκον μου θὰ εἶναι ἡ σύνδεσις πάντων ἡμῶν ἔτι περισσότερον καὶ βαθύτερον μὲ τὴν Ἁγίαν μας Ἐκκλησίαν.    Ἡ ἄψογος τέλεσις τῶν Ἱ. Μυστηρίων, καὶ δὴ τῆς Θείας Λειτουργίας, ἡ κατ᾿ ἄριστον τρόπον προσφορὰ τῶν ἱερῶν ὕμνων ἐκ τῶν ἀναλογίων, ἡ ἐκπαίδευσις νέων ὑμνωδῶν τοῦ Θεοῦ, ἡ προσέλευσις εἰς τὸ Ἱ. Μυστήριον τῆς Ἐξομολογήσεως καὶ Μετανοίας, ἡ συνεχὴς Θεία Μετάληψις, ἡ καλλιέργεια τοῦ θείου κηρύγματος, οἱ κύκλοι μελέτης τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ ἐν γένει ἐν Χριστῷ παιδείᾳ ἀποτελοῦν ποιμαντορικὴ μέριμνά μας. Οἱ ναοί μας θὰ εἶναι ἀνοικτοί, ἡ καμπάνα θὰ κτυπᾶ πάντοτε, πρωὶ καὶ ἑσπέρας, δίδοντας τὸ μήνυμα τοῦ ζῶντος Θεοῦ, καὶ ὁ ἐφημέριος θὰ εἶναι παρών.
          Νὰ γνωρίζετε, δέ, ἀγαπητοί μου ἐν Χριστῷ, ὅτι ἡ ὑπακοὴ εἰς τὸν ἱερώτατον θεσμὸ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ μεγίστη ἀρχή, ἡ ὁποία δέον ὅπως κοσμεῖ ὅλους μας ἀνεξαιρέτως, τὸν Ἱεράρχη, τὸν ἱερὸ κλῆρο καὶ τὸν πιστὸ λαό. Ἡ ὑπακοὴ εἶναι κόσμημα, ἐξασφαλίζουσα τὴν ἠρεμία, τὴν ἑνότητα καὶ τὴν ἀγάπη. Ὑπακοὴ εἰς τὰ κελεύσματα τῆς Ἐκκλησίας σημαίνει ἁγιαστικὴ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση.
           Ἐπιπροσθέτως πόσον θὰ πρέπει, ἐν προκειμένῳ, νὰ ἔχουν ὅλοι οἱ κληρικοὶ συνεχῶς ἐνώπιόν τους τὰ Χρυσοστομικὰ ρήματα: «Οὐχ ἑαυτῷ τις λαμβάνει τὴν τιμήν, ἀλλ᾿ ὁ καλούμενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ...» καὶ ὁ ἱερεὺς «τὴν ἑαυτοῦ δανείζει γλῶσσαν καὶ τὴν ἑαυτοῦ παρέχει χεῖρα», διὰ νὰ τελεσιουργοῦνται τὰ θεῖα καὶ ἱερὰ Μυστήρια! Ἀλλὰ καὶ τοὺς φοβεροὺς λόγους νὰ συνειδητοποιήσῃ:
«Βλέψον, ἱερεῦ,
τὸν θυόμενον ἄρτον,
οὗτος φλόξ ἐστιν
οὐχ ὥς ποτε ἐν βάτῳ,
ἀλλὰ φλὸξ φλογὸς
φλέγουσα ἱερέα
ἅπτοντ᾿  ἀναιδῶς.»

          Οἱ εὐλαβέστατοι λοιπὸν κληρικοί μας, οἱ πρῶτοι συνεργάτες μου καὶ βεβαίως ὁ πρωτοσύγκελλος π. Συμεὼν Λαμπρινᾶκος, ἐπιθυμῶ νὰ συνεχίσουν νὰ εἶναι «τὸ φῶς τοῦ κόσμου» καὶ «τὸ ἅλας τῆς γῆς». Νὰ συνεχίσουν τὸ ἔργο τους μὲ περισσότερο ἔνθεο ζῆλο, μὲ μέριμνα διὰ τὴν ἐνορία τους, χωρὶς αὐθαιρεσίες καὶ ἀταξίες, ἀλλὰ μὲ ἀγάπη καὶ εὐγένεια πρὸς τοὺς πιστούς, μὲ συνεχῆ ἐπαγρύπνηση, διὰ νὰ μὴν εἰσέλθουν εἰς τὴν μάνδραν τῆς ἐνορίας τους λύκοι τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν σχισμάτων. Νὰ ἐντείνουν τὰς προσευχάς των καὶ μὲ συναίσθησιν τῆς ἱερότητος τοῦ λειτουργήματος ν᾿ ἀκτινοβολοῦν ἐκκλησιαστικὸ ὀρθόδοξο ἦθος.
          Πρὸς τούτοις, θὰ ἤθελα τὴν ἐπίσημη αὐτὴ ὥρα νὰ καλέσω τοὺς πιστούς, εὐλαβεῖς καὶ εὐσεβεῖς χριστιανούς, ἐπιστήμονες, ἐκπαιδευτικούς, νέους συνανθρώπους μας, οἱ ὁποῖοι ἔχουν μέσα τους σπίθα ἱερωσύνης, ν᾿ ἀκούσουν τὸν λόγον τοῦ Χριστοῦ: «Σὺ ἀκολούθει μοι». Δηλαδή, νὰ ἔλθουν καὶ νὰ εἰσέλθουν στὰ ἅγια τῶν ἁγίων, νὰ χειροτονηθοῦν, κατὰ τὸ ἐπιτρεπτὸν βεβαίως τῶν Ἱερῶν Κανόνων, καὶ νὰ καταστοῦν διάκονοι καὶ οἰκονόμοι τῶν Μυστηρίων τοῦ Θεοῦ. Ἐλᾶτε νὰ δώσετε αἷμα εἰς τὴν Ἐκκλησία. Ἀκούσατε τὸ ἱερὸ προσκλητήριο.
2ον     Ἔπειτα ἡ ποιμαντορία μου θὰ ἐνδιαφερθῆ καὶ θὰ μεριμνήση διὰ τὴν νεότητα. Ἴσως νὰ διερωτᾶσθε διατὶ προτάσσω τὴν νεότητα ἀπὸ ἄλλους τομεῖς. Ἀκριβῶς, διότι τὰ παιδιά μας εἶναι τὸ ζωντανὸ παρὸν καὶ χρυσοῦν μέλλον τῆς κοινωνίας. Ὅλα τὰ παιδιὰ εἶναι πολὺ καλὰ παιδιά. Τὰ τυχὸν λάθη τους εἶναι δικά μας λάθη. Ἔτσι ἡ μέριμνά μου δὲν θὰ μείνη εἰς τὴν κατηχητικὴ μόνον παρουσία, ἀλλὰ θὰ ἐπεκταθῆ καὶ εἰς ἄλλας δραστηριότητας, ὅπως κατασκηνώσεις, πολιτιστικὰ δρώμενα, φροντιστήρια μαθημάτων, διαγωνισμούς, ἐκδρομές, εἰδικὲς ἀποστολές, ὑπὸ τὰς πτέρυγας πάντοτε τῆς Ἐκκλησίας. Δραστηριότητες ἀκόμη ποὺ θὰ δημιουργοῦν οἱ ἴδιοι οἱ νέοι μας καὶ θὰ χαίρωνται γονεῖς, διδάσκαλοι καὶ συνάνθρωποί μας. Εἰς ὀλίγας ἡμέρας θὰ κληθοῦν τὰ παιδιὰ τῶν σχολείων νὰ διατυπώσουν τὶς ἀπόψεις τους, ὥστε νὰ ἔχουμε ἕναν ζωντανὸ καὶ οὐσιαστικὸ διάλογο, ἀναλύοντας προβλήματα καὶ νεανικὰ θέματα. Ἐπίσης θὰ ἔχουν τὴν πρώτη κοινὴ τράπεζα ἀγάπης μὲ τὸν
Ἐπίσκοπο–Πατέρα τους. Ἔτσι, παιδιά μου, ἐπιθυμῶ νὰ μὲ θεωρεῖτε πνευματικὸν πατέρα σας.
3ον     Οἱ γονεῖς. Ναί, εἶναι τὸ τρίτον μέλημά μου. Θὰ δείξω ὅλον μου τὸ ἐνδιαφέρον διὰ τὴν προστασία, διάσωση καὶ στερέωση τοῦ ἱεροῦ τούτου θεσμοῦ, ποὺ ὀνομάζεται οἰκογένεια. Πολὺ περισσότερο θὰ μεριμνήσωμε διὰ τὴν πολύτεκνη οἰκογένεια, ἀποδίδοντας τὴν δέουσα τιμὴ καὶ προστασία. Ἔπειτα, κανένα ὀρφανὸ παιδὶ δὲν θὰ μείνει ἀπροστάτευτο, ἀλλὰ ἡ μητέρα Ἐκκλησία θὰ συνδράμει τοῦτο παντοιοτρόπως. Οἱ Σχολὲς γονέων καὶ οἱ Παιδικοὶ Σταθμοὶ θὰ ἀναβαθμισθοῦν καὶ θὰ ἐπιδιωχθῆ νὰ λειτουργοῦν κατὰ τὸν καλύτερον τρόπον.
          Εἰς τὸ σημεῖον αὐτὸ θεωροῦμε πρωταρχικῆς σημασίας καὶ ἀξίας τὴν συνεργασία μας μὲ ὅλην τὴν ἐκπαιδευτικὴ κοινότητα, μὲ τὰ σχολεῖα μας. Θὰ ἔχουμε εἰλικρινῆ καὶ ἀγαστὴ συνεργασία, διότι ἡ παιδεία «μέγιστόν ἐστιν ἀγαθόν». Θέλουμε νὰ αἰσθάνωνται, ὅλων τῶν βαθμίδων οἱ ἐκπαιδευτικοί, τὴν Ἐκκλησία ὡς τὸν οἰκεῖο χῶρο τους. Γνωρίζουμε καλῶς ὅτι ὅλοι οἱ Μανιάτες ἀγαποῦν καὶ ποθοῦν τὰ γράμματα, τὴν ἐπιστήμη, τὴν πρόοδο, τὴν γνώση, καὶ ἔχουν ἀναδειχθῆ σ᾿ ὅλο, τὸν κόσμο, σὲ Ἑλλάδα καὶ ἐξωτερικό, κορυφαῖοι ἐπιστήμονες, στρατιωτικοί, ἐργάτες τοῦ πνεύματος, τῆς τέχνης καὶ τῶν γραμμάτων. Θὰ βοηθήσουμε τὰ παιδιά μας νὰ προοδεύσουν μὲ χορήγησιν ὑποτροφιῶν καὶ μὲ κάθε ἄλλη ἠθικὴ στήριξη πρὸς ὅλους τοὺς νέους καὶ τὶς νέες ἐπαινώντας βεβαίως τὴν ἀριστεία. Τὸ ἀξίζουν, καθ᾿ ὅτι οἱ Ἕλληνες ὅταν θέλουν ν᾿ ἀσχοληθοῦν μὲ κάτι σοβαρά, φθάνουν στὴν κορυφή.
4ον     Ἔργον μας ἐπίσης θὰ εἶναι ἡ μέριμνά μας γιὰ τοὺς γέροντες καὶ τὶς γερόντισσες, τὴν τρίτη λεγομένη ἡλικία. Δὲν εἴμεθα ἀδιάφοροι, παγεροὶ καὶ ἀπαθεῖς, χωρὶς αἰσθήματα ἀγάπης καὶ στοργῆς πρὸς τὸν παπποῦ καὶ τὴ γιαγιά. Ἡ πεῖρα τῆς ζωῆς τους μᾶς εἶναι πολύτιμη, οἱ λευκανθεῖσες ἀπὸ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου κεφαλές τους, τὰ δουλεμένα χέρια τους ἀποτελοῦν γιὰ ὅλους μας εὐκαιρία μεγίστη διὰ συμπαράσταση, ἐνίσχυση, φροντίδα, ἀγκάλιασμα ἀγάπης. Ἔργα εὐποιΐας, δι᾿ αὐτοὺς τοὺς ἀξίους ἀγωνιστὰς τῆς ζωῆς, θὰ εἶναι πρωταρχικῆς σημασίας ζήτημα.
5ον     Ἡ φιλανθρωπία εἶναι δυνατὸν νὰ παραλειφθῆ; Ὄχι βέβαια. Χρέος ἱερώτατον εἶναι νὰ κάνουμε πράξη τὸν λόγον τοῦ Κυρίου: «Ἐπείνασα καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην καὶ ἤλθετε πρός με» (Ματθ. 25, 35-36) στὰ πρόσωπα τῶν ἀδελφῶν τοῦ Κυρίου, τῶν «κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ» πλασθέντων συνανθρώπων μας. Ὡς «Καλοὶ Σαμαρεῖτες», θὰ ἐπιδείξωμεν ἀμέριστον ἐνδιαφέρον, χωρὶς καμμία ἀπολύτως διάκρισιν, διὰ κάθε κοινωνικὴν ἀνάγκην. Ἡ φιλανθρωπία ἔσται πρώτιστος ἡμετέρα φροντὶς πρὸς πάντας. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ νοηθῆ κοινωνία ἀνθρώπων χωρὶς ἀγάπη, ἀλληλεγγύη, συμπόνια, στηριγμό, ἐλπίδα ζωῆς. Ὁ μέγας Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος μᾶς συνιστᾶ: «Διώκετε τὴν ἀγάπην» (Α´ Κορ. 14, 1), «περισσεύετε ἐν ἀγάπῃ» (Β´ Κορ. 8, 7), καὶ «ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾶ ὁ Θεὸς» (Β´ Κορ. 9, 7). Οὐδεὶς ἐπιτρέπεται νὰ πεινᾶ, νὰ στερῆται, νὰ ὑποφέρη, νὰ γυμνητεύη, νὰ περιφρονῆται. Δὲν τὸ θέλει ὁ Θεός. Διὰ τοῦτο θὰ ἐνισχύσωμεν τὸ ὑπάρχον φιλανθρωπικὸν ἵδρυμα, καὶ θὰ προσπαθήσουμε μὲ τὴν ὁλόθυμον συνεργασίαν πάντων ἡμῶν νὰ δημιουργήσουμε καὶ νέα ἔργα δημιουργικῆς καὶ θυσιαζομένης ἀγάπης, ἰδίᾳ γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς, τοὺς χρονίως πάσχοντας, τοὺς κατακοίτους, τὰ αὐτιστικὰ παιδιά, τὰ παιδιὰ εἰδικῶν δεξιοτήτων, τοὺς συνανθρώπους μας τοῦ τελευταίου σταδίου τῆς παρούσης ζωῆς. Ἐπιθυμῶ ὅπως καταστῶ μιμητὴς τῶν ἁγίων μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, τοὐτέστιν μιμητὴς τῆς ἐμπράκτου ἀγάπης, ὡς προτρέπει καὶ ὁ Μ. Βασίλειος: «Παρακαλοῦμεν ὑμᾶς ἐνδύσασθαι σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ καὶ ἀποθέσθαι μὲν πάντα ὄκνον, ἀναλαβεῖν δὲ τὸν κόπον τῆς ἀγάπης». (Μεγ. Βασιλείου, Ἐπιστολὴ XLII)
6ον     Ὁ ἑπόμενος τομέας δράσεως ἀκούει στὸ ὄνομα πολιτισμός. Καὶ πῶς νὰ μὴ γίνει λόγος διὰ τὸ φῶς τοῦ πολιτισμοῦ τούτου τοῦ τόπου, διὰ τὸ βάθος τῆς ἱστορίας του, διὰ τὰς μνήμας τοῦ ἡρωικοῦ, πάντοτε ἀδούλωτου λαοῦ τῆς Μάνης;
          Ὁ ἰδιαιτέρου φυσικοῦ κάλλους προικισμένος ἀπὸ τὸν Δωρεοδότη Θεὸν τοῦτος τόπος, ἐπὶ τῶν κλιτύων καὶ ὑπωρειῶν τῆς ὀροσειρᾶς τοῦ ἐπιβλητικοῦ Ταϋγέτου, μὲ τὴν μεγαλυτέρα ἡλιοφάνεια, τὰ περήφανα κάστρα, τοὺς ἀγέρωχους πύργους, τοὺς ὡραίους παραδοσιακοὺς οἰκισμούς, τὰ βουνά, τὴν θάλασσα, γέννησε καὶ ἀνέδειξε μεγάλες προσωπικότητες, ἀγωνιστὰς τῆς πατρίδος, πρωτοπόρους ἥρωες, ὡς ὁ γενναῖος  Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ὁπλαρχηγοὺς στὸν Μακεδονικὸ ἀγῶνα καὶ τόσους ἄλλους, καθ᾿ ὅτι ἐπιλείψει με ὁ χρόνος νὰ τοὺς ἀναφέρω κατ᾿ ὄνομα, ἥρωες τῶν ὁποίων σύνθημα ἐστάθη τὸ ὑπέροχον «Νίκη ἢ θάνατος». Δι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ δημοτικὸν ἆσμα, ὁ ὕμνος τῶν Μανιατῶν ἠχεῖ καὶ θὰ ἠχῇ καὶ θ᾿ ἀντιλαλῇ: «Ἡ πατρίς μου εἶναι ἡ Μάνη καὶ κανόνι δὲν τὴν πιάνει». Κατὰ τὸν ἀρχαῖον δὲ τραγικὸν ποιητὴν Εὐριπίδην: «Ἡ πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς». Ἀδούλωτη Μάνη, ἡρωική, πάντα ἐλεύθερη!
          Εὐγενὴς φιλοδοξία μας, νὰ ἀναδείξουμε καὶ ἐξυψώσουμε ἔτι περαιτέρω τὸν πολιτισμὸν τῆς Μάνης. Τοῦτο θὰ ἐπιτευχθῆ μὲ τὴν διοργάνωση ἡμερίδων καὶ συνεδρίων, τὴν προστασία τοῦ φυσικοῦ κάλλους, ἤτοι τῆς ἐξαιρετικῆς πανίδος καὶ χλωρίδος, τὴν ἀνάπτυξη τοῦ τουρισμοῦ, τὴν προβολὴ τῶν ἀρχαιολογικῶν χώρων, τῶν  παλαιοχριστιανικῶν, βυζαντινῶν καὶ μεταβυζαντινῶν ναῶν, τῶν ἱερῶν μονῶν, τῶν πύργων, τῶν καστροκατοικιῶν, τῆς λαϊκῆς τέχνης, τῶν σπηλαίων, τῶν παραλιῶν, τῶν ἀνθρώπων τῆς Μάνης, τῶν τόσο δυνατῶν σὲ ψυχὴ καὶ δράση.
          Εἰδικότερα, θὰ ἐπιδιώξουμε τὴν διοργάνωση συνεδρίων μὲ θέματα ποὺ θὰ σχετίζονται μὲ τὴν Μάνη, τὴν Ἱστορία καὶ τὸν Πολιτισμό της, μὲ τὸν Τουρισμὸ καὶ τὴν Ἑλληνορθόδοξη Παράδοση. Θὰ μιλήσουμε γιὰ τὸν ἀπόδημο Μανιάτη καὶ ἀκόμη θὰ ἀποτελέσει θέμα συνεδρίου τὸ σπουδαῖο ζήτημα «Ἐκκλησία, ἀσθενὴς καὶ ὑγεία». Δι᾿ αὐτὰ τὰ συνέδρια βέβαια θὰ ὑπάρξη συνεργασία πολλῶν ἐπιστημόνων καὶ ἀνθρώπων ἐν γένει τῶν γραμμάτων καὶ τῶν τεχνῶν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὸ ἐξωτερικό.
Καὶ στὸν τομέα αὐτὸν ἕνα τελευταῖο ἀλλὰ ἐξόχως σημαντικό!
Εἰς τρία ἔτη, σύμπας ὁ Ἑλληνισμὸς θὰ ἑορτάσῃ τὴν ἐπέτειον τῶν 200 ἐτῶν ἀπὸ τὴν ἔναρξη τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821. Εἶναι ἱστορικὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Μάνη πρωτοστάτησε στὴν Ἐπανάσταση. Ἐδῶ, ἀπὸ τὴν Μάνη ξεκίνησε. Ἐδῶ ἡ ἀρχὴ τῆς ἀνεξαρτησίας ἀπὸ τὸν ζυγὸ τῶν Τούρκων. Καί, ὡς προσφυῶς ἔχει λεχθῆ, «δὲν ὑπάρχει γωνιὰ τῆς ἑλληνικῆς γῆς, τῆς νῦν καὶ τῆς πάλαι, ποὺ νὰ μὴν εἶναι σπαρμένη μὲ μανιάτικα κόκκαλα». Οἱ νεκροὶ εἶναι ὁ μέγας ζῶν καὶ ζωοδότης τῆς Μάνης. Ὀφείλουμε, λοιπόν, ἀπὸ τοῦ νῦν, νὰ ξεκινήσουμε τὰς προετοιμασίας διὰ τὴν μεγάλη αὐτὴ ἐθνικὴ ἐπέτειο τῆς πατρίδος μας. Εἶναι ἱερώτατο χρέος μας. Ὅλοι μαζὶ θὰ συμβάλουμε πρὸς τοῦτο.
Πάντα ταῦτα τὰ ἐξαγγελθέντα βεβαίως χρειάζονται τὸν χρόνον, τὸν ἀγῶνα, τὴν σύνεσιν, τὴν διάκρισιν, ἀλλὰ πρὸ παντὸς τὴν συνέργειαν καὶ τὴν ἔγκρισιν τοῦ Θεοῦ, τὴν ἄνωθεν θείαν βοήθειαν, εὐλογίαν καὶ χάριν.
Ἔπειτα εἶναι γνωστὸν ὅτι ἡ γεωμορφολογικὴ σύσταση τῆς χερσονήσου ταύτης τῆς Πελοποννήσου, ὅπου καὶ ἐκτείνεται ἡ Μητροπολιτική μας περιφέρεια, ἔχει τὴν ἰδική της ἰδιομορφία. Μεταξὺ ἄλλων χαρακτηριστικῶν εἶναι καὶ ἡ πέτρα. Ἀλλὰ «τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν». Ἀναφέρεται εἰς τὴν Ἁγ. Γραφὴν διὰ τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ: «Κύριος μόνος ἦγεν αὐτοὺς καὶ οὐκ ἦν μετ᾿ αὐτῶν θεὸς ἀλλότριος· ἀνεβίβασεν αὐτοὺς ἐπὶ τὴν ἰσχὺν τῆς γῆς, ἐψώμισεν αὐτοὺς γεννήματα ἀγρῶν, ἐθήλασαν μέλι ἐκ πέτρας καὶ ἔλαιον ἐκ στερεᾶς πέτρας» (Δευτερον. 32, 12-13). Μέλι καὶ ἔλαιον ἐκ πέτρας. Ἀλήθεια, ὑπεράνω τῆς εὐλογημένης ὑλικῆς καρποφορίας, ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις θέλει εἶναι μία τῷ ὄντι πνευματικὴ κυψέλη ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ λαμβάνει κάθε ἄνθρωπος τὸ γλυκὺ μέλι τῆς ἀγάπης, τῆς ψυχικῆς ἠρεμίας καὶ πατρικῆς στοργῆς καὶ ἐπιπροσθέτως πνευματικὸς χῶρος τοῦ ἐλαίου, δηλαδὴ τῆς  συγχωρήσεως, τῆς συμπαθείας, τῆς ἐπουλώσεως τῶν πληγῶν, ἐν τέλει τῆς ἀγαλλιάσεως ἐν Κυρίῳ.
Προσήλθατε, ἀγαπητοί μου, διὰ νὰ ἰδῆτε καὶ τιμήσετε καὶ λάβετε τὴν εὐχὴν ἀπὸ τὸν νέο Ποιμενάρχη σας. Καὶ ὀρθῶς ἐπράξατε. Καὶ ἡ ταπεινότης μου βλέπει ἀσμένως τὰ εὐλαβῆ πρόσωπά σας καὶ τιμῶ τὸν καθένα. Τιμῶ τοὺς ἄρχοντες, τὸν ἱερὸν κλῆρον, τὸν πιστό, ἀδούλωτο, εὐγενῆ καὶ ἡρωικὸ τοῦτο λαὸ τῆς Μάνης, ὁ ὁποῖος ἔγραψε καὶ συνεχίζει νὰ γράφῃ ἱστορία. Σᾶς εὐχαριστῶ ἐκ βάθους καρδίας διὰ τὴν παρουσίαν σας καὶ τὴν προσευχήν σας. Νὰ γνωρίζετε δὲ ὅτι πᾶσα συνεργασία καὶ συνδιακονία μὲ τὴν Ἱ. Μητρόπολη εἶναι εὐγενὲς δώρημα, ὕψιστον ἀγαθὸν καὶ εὐλογημένον ἐπίτευγμα. Ὅποιος βοηθεῖ τὴν Ἐκκλησία, τὸ ὄνομά Του ἐγγράφεται εἰς τὰς δέλτους τῆς ἱστορίας, ἀλλά, προπαντός, ἐν βίβλῳ ζωῆς ἐν οὐρανῷ.
Ἐξαιρέτως δὲ εὐχαριστῶ τὴν Ἀποκεντρωμένη Διοίκηση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους καὶ εἰδικώτερα τὴν Περιφέρεια Πελοποννήσου μὲ τὸν ἀξιότιμον Περιφερειάρχη κ. Πέτρο Τατούλη καὶ τὴν ἐρίτιμον ἀντιπεριφερειάρχη Λακωνίας
κα Ἀδαμαντία Τζανετέα, τοὺς Δήμους Ἀνατολικῆς καὶ Δυτικῆς Μάνης ἀλλὰ καὶ Καλαμάτας, τῶν ὁποίων προΐστανται οἱ ἀγαπῶντες εὐθαρσῶς καὶ εὐγενῶς τὸν τόπον, ἀξιότιμοι κύριοι: Πέτρος Ἀνδρεᾶκος, Ἰωάννης Μαραμπέας καὶ Παναγιώτης Νίκας, καθὼς καὶ τὰς λοιπὰς ἀρχάς, τὰς Δικαστικάς, τῶν Ἐνόπλων Δυνάμεων καὶ τῶν Σωμάτων Ἀσφαλείας καὶ ὅλων τῶν τοπικῶν φορέων. Πρὸς πάντας ὑμᾶς ἔρχεται ἡ Ἐκκλησία καὶ προσκαλεῖ εἰς μίαν ἀρίστην συνεργασίαν, μὲ διάθεση καὶ σκοπὸ τὸ καλὸ καὶ μόνον τοῦ τόπου καὶ τὴν ἀνάδειξη, ἔτι περαιτέρω, τῆς μοναδικότητας τῆς Μάνης. Μία μοναδικότητα, διὰ τὴν ὁποία μίλησε εἰς τὰ πανάρχαια χρόνια ὁ Ὅμηρος καὶ εἰς τὰ νεώτερα χρόνια τὴν περιέγραψαν ξένοι περιηγητές. Μία ὑπέροχη μοναδικότητα, ἡ ὁποία ὡς ὕψιστον θησαύρισμα, ὡς ἱερὴ παρακαταθήκη εἶναι ἐγχαραγμένη ἀνεξίτηλα εἰς τὰς ψυχὰς τοῦ λαοῦ τούτου. Θὰ ἐπαναλάβω τοὺς λόγους τοῦ ἐθνικοῦ μας ποιητοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ μήτηρ εἷλκε τὴν καταγωγὴν ἀπὸ τὴν Μάνη: «Μήγαρις ἔχω ἄλλο στὸ νοῦ μου, πάρεξ ἐλευθερία καὶ γλῶσσα;». Αὐτὰ τὰ ἰδανικὰ ἰσχύουν διαχρονικῶς διὰ τὸν λαὸν τοῦτον. Οὕτω, συμμορφούμενος ὁ ὑπέροχος αὐτὸς λαός, πρὸς τὰ ἰδανικὰ αὐτά, εἶχε τὴν γενναία ψυχή, τὴν δεδομένη ἱστορικὴ στιγμὴ νὰ ἐκφωνῆ καὶ ἀπαγγέλλη τὸν ὅρκο:
«Ὁρκίζομαι,
εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Παντοδυνάμου μας Θεοῦ,
εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ
καὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος,
νὰ χύσω καὶ τὴν ὑστέραν ρανίδα τοῦ
αἵματός μου,
ὑπὲρ πίστεως καὶ Πατρίδος.
Ὁρκίζομαι,
νὰ μὴ βλέψω εἰς τὰ ὄπισθεν
ἐὰν δὲν ἀποδιώξω τὸν ἐχθρὸν τῆς
Πατρίδος
καὶ τῆς Θρησκείας μου.
Ὁρκίζομαι,
«Τὰν ἢ ἐπὶ Τᾶς» καὶ «Νίκη ἢ Θάνατος»
ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος».
Κατακλείοντας τὸν ἐνθρονιστήριον τοῦτον λόγον θὰ ἤθελα νὰ σᾶς ἐκμυστηρευτῶ καὶ τοῦτο:
Ἀείποτε ἐμπνευστής μου ἦταν ὁ μέγας ἅγιος τοῦ 10ου αἰῶνος, ὁ ὅσιος Νίκων ὁ «Μετανοεῖτε», ὁ φωτιστὴς καὶ ἱεραπόστολος τῆς Λακωνίας καὶ βεβαίως τῆς Μάνης. Ὅτε ἤμην φοιτητὴς τῆς Νομικῆς Σχολῆς εἰς τὸ Πανεπιστήμιον Ἀθηνῶν, εἶχα ἀνακαλύψει, ὡς φίλος τῶν βιβλίων, καὶ εἶχα ἀναγνώσει ἐπισταμένως τὸν βίον τοῦ Ὁσίου Νίκωνος τοῦ «Μετανοεῖτε» σὲ ὡραία παλαιὰ ἔκδοση καὶ κυριολεκτικὰ εἶχα ἐνθουσιασθεῖ.
Τί ἅγιος ἦταν αὐτός!
Τί περιοδεῖες ἐπετέλεσε!
Πῶς τὶς δυσκολίες τὶς ἀντιμετώπισε!
Τί φώτιση Θεοῦ εἶχε!
Καὶ ὅλο τὸ βιβλίο, σελίδα-σελίδα, μὲ ἐνέπνεε, μοῦ προξενοῦσε τὸν θαυμασμὸ ἀλλὰ καὶ τὴν διάθεση γιὰ μίμηση. Καὶ ἰδού, ἦλθε ἡ ἡμέρα καὶ ἡ ὥρα νὰ ἔχω τὸν Ὅσιον, ἐν τοῖς πράγμασιν, καθοδηγητήν, συνοδοιπόρον, ἐμπνευστὴν εἰς ἱεραποστολικὰ ἔργα. Πόσο ἱερὸ καὶ μέγιστο ἰδανικὸ εἶναι νὰ καταστῶ Ἱεράρχης, Ἱεραπόστολος, κήρυξ τῆς μετανοίας, κήρυξ τῶν ἀληθειῶν τοῦ Εὐαγγελίου, καλὸς Ποιμὴν τῆς τοῦ Χριστοῦ ἁγίας Ποίμνης!
Περαίνω τὸν ταπεινόν μου λόγον καὶ ἀφήνω τὸν δυνατὸν λόγον τοῦ ἁγίου Νίκωνος, αὐτὸν τὸν χαρισματικὸν λόγον νὰ ἔλθῃ καὶ νὰ μᾶς καθοδηγήσῃ: Ἰδοὺ τί μᾶς λέγει εἰς τὰς τελευταίας του ὑποθήκας:
«Τέκνα μου, ἀγαπητὰ καὶ φίλτατα, φροντίσατε ὅσας συμβουλὰς ἐλάβετε παρ᾿ ἐμοῦ νὰ τηρήσητε αὐτὰς ἀσφαλῶς, φυλάσσοντες ἅμα καὶ τηροῦντες καὶ ὅσα τανῦν θὰ ἀκούσητε: Εἶναι ἀνάγκη νὰ ἔχητε πρὸ ὀφθαλμῶν πάντοτε τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ καὶ σταθερὰν καὶ ἀδιάσειστον τὴν πρὸς Αὐτὸν πίστιν· νὰ
μὴ ἀπομακρύνησθε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν· ν᾿ ἀποφεύγητε τὴν ἀλαζονείαν καὶ τὴν ἔπαρσιν, τὰ δεινὰ καὶ ὀλέθρια ταῦτα πάθη, προτιμῶντες καὶ ἀσπαζόμενοι εἰλικρινῶς τὴν ταπείνωσιν· νὰ μὴ ἀμελήσητε τῆς διακονίας τῆς μεγαλυτέρας πασῶν τῶν ἀρετῶν, ἥτις εἶναι ἡ πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν πλησίον ἀγάπη, διότι αὕτη εἶναι τὸ κεφάλαιον τῶν ἀρετῶν καὶ ὁ σύνδεσμος τῆς τελειότητος τούτων, καὶ ἀκριβῶς ὅ,τι εἶναι τὸ ἅλας εἰς τὸν ἄρτον, τοῦτο εἶναι ἡ ἀγάπη ἐν τῇ ἀρετῇ».
Καὶ ἡ προσευχή του:
«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ εἰπὼν τοῖς ἁγίοις Σου Ἀποστόλοις: Ἐγώ εἰμι μεθ᾿ ὑμῶν καὶ  οὐδεὶς καθ᾿ ὑμῶν, Αὐτὸς καὶ νῦν ἐπίσκεψαι τὴν ἄμπελον ταύτην τὴν λογικὴν καὶ διαφύλαξον καὶ διατήρησον ἐν ὁδῷ ταύτῃ, ὅπως μεγαλυνθήσεταί Σου τὸ Πανάγιον Ὄνομα».
Λοιπόν, τέκνα μου ἀγαπητὰ καὶ εὐλογημένα, «χαίρετε, καταρτίζεσθε, παρακαλεῖσθε, τὸ αὐτὸ φρονεῖτε, εἰρηνεύετε, καὶ ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης καὶ εἰρήνης ἔσται μεθ᾿ ὑμῶν».
Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἴη μετὰ πάντων ὑμῶν.
Ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: