Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2019

Ο ΑΣΩΤΟΣ - Παναγιώτης Σπ. Μαρτίνης


Ο ΑΣΩΤΟΣ

Δια­νύ­ου­με τη 2η ε­βδο­μά­δα του κα­τα­νυ­κτι­κού Τριω­δί­ου. Εί­ναι η πε­ρί­ο­δος που μας α­νε­βά­ζει σκα­λί - σκα­λί στο λό­φο του Γολ­γο­θά. Χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ως το­νί­ζου­σα ι­διαί­τε­ρα την α­νά­γκη για τα­πεί­νω­ση (πα­ρα­βο­λή Τε­λώ­νου και Φα­ρι­σαί­ου) και έ­μπρα­κτη με­τά­νοια (πα­ρα­βο­λή Α­σώ­του).
Ας δού­με πώς μας δια­σώ­ζει και μας δι­η­γεί­ται ο Ευαγ­γε­λι­στής Λου­κάς την πα­ρα­βο­λή του “Α­σώ­του”, που αύ­ριο θα α­να­γνω­στεί στη Θεί­α Λει­τουρ­γί­α. Η πα­ρα­βο­λή αυ­τή χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ως το “Ευαγ­γέ­λιο των Ευαγ­γε­λί­ων”, α­φού μας δι­δά­σκει την α­νε­ξά­ντλη­τη α­γά­πη του Θε­ού για τον άν­θρω­πο, αλ­λά και για τα θαυ­μα­στά α­πο­τε­λέ­σμα­τα της έ­μπρα­κτης με­τά­νοιας.
Στην πα­ρα­βο­λή αυ­τή πρω­τα­γω­νι­στούν τρί­α πρό­σω­πα. Ο πα­τέ­ρας, ο νε­ώ­τε­ρος και ο πρε­σβύ­τε­ρος γιος. Αρ­χί­ζει με τη φρά­ση: “Εί­πεν δε, άν­θρω­πός τις εί­χεν δύ­ο υ­ιούς...” (Λουκ. ιε΄, 11).
“Άν­θρω­πός τις...”, πρό­κει­ται α­κρι­βώς για τον πα­τέ­ρα! Κατ΄ αρ­χήν στην πα­ρά­νο­μη και αυ­θά­δη α­παί­τη­ση του νε­ώ­τε­ρου γιου, “πά­τερ, δος μοι το ε­πι­βάλ­λον μέ­ρος της ου­σί­ας...”, σπεύ­δει να α­ντα­πο­κρι­θεί: “ο δε διεί­λεν αυ­τοίς τον βί­ον”.
Σέ­βε­ται την ε­λευ­θε­ρί­α και την ε­πι­λο­γή του γιού του και δεν του αρ­νεί­ται την πα­ρά­νο­μη αί­τη­σή του. Και, ό­ταν ο γιος φεύ­γει, α­φού “α­πε­δή­μη­σεν εις χώ­ραν μα­κράν...”, έ­κτο­τε ο πα­τέ­ρας ζει με το άγ­χος και την α­γω­νί­α του χα­μέ­νου του παι­διού. Διαρ­κώς α­να­ρω­τιέ­ται: Ζει - πέ­θα­νε! Νύ­κτα - μέ­ρα το πε­ρι­μέ­νει, α­γω­νιά, α­γνα­ντεύ­ει  κα­θι­σμέ­νος στο κα­τώ­φλι του σπι­τιού του. Ί­σως να πέ­ρα­σαν και χρό­νια! Κά­πο­τε βλέ­πει να έρ­χε­ται α­πό μα­κριά έ­νας ρα­κέν­δυ­τός, κου­ρε­λιά­ρης νέ­ος. Α­να­γνω­ρί­ζει το παι­δί του, α­φού, “έ­τι δε μα­κράν α­πέ­χο­ντος εί­δεν αυ­τόν ο πα­τήρ αυ­τού...”, και, χω­ρίς κα­μιά άλ­λη σκέ­ψη, “...δρα­μών ε­πέ­πε­σεν ε­πί του τρα­χή­λου αυ­τού και κα­τε­φί­λη­σεν αυ­τόν”. Ού­τε α­φή­νει το γιό του να ε­ξο­μο­λο­γη­θεί τη με­τά­νοιά του, του φτά­νει ό­τι τον βλέ­πει ζω­ντα­νό. Α­μέ­σως δί­νει στους δού­λους του ε­ντο­λή: “τα­χύ, ε­ξε­νέ­γκα­τε την στο­λήν την πρώ­την... και δό­τε δα­κτύ­λιον εις την χεί­ραν αυ­τού... και ε­νέ­γκα­τες τον μό­σχον τον σι­τευ­τόν, θύ­σα­τε, και φα­γό­ντες ευ­φραν­θώ­μεν, ό­τι ού­τος ο υ­ιός μου νε­κρός ην και α­νέ­ζη­σεν, α­πο­λω­λός και ευ­ρέ­θη”.
Πράγ­μα­τι, εί­ναι α­νε­ξά­ντλη­τη η α­γά­πη του Θε­ού - Πα­τέ­ρα για τον άν­θρω­πο. Θυ­σιά­ζει τον “μο­νο­γε­νή” Υ­ιό Του γι΄ αυ­τόν”. “...ού­τως γαρ η­γά­πη­σεν ο Θε­ός τον κό­σμον, ώ­στε τον υ­ιόν τον μο­νο­γε­νή έ­δω­κεν...” (Ιω. γ, 16).
Σέ­βε­ται την ε­λευ­θε­ρί­α μας και πε­ρι­μέ­νει την ε­πι­στρο­φή μας κο­ντά Του. Το δια­κη­ρύσ­σει δια μέ­σου του προ­φή­τη Η­σα­ϊ­α: “...μή­πως ί­δω­σιν τοις ο­φθαλ­μοίς και τοις ω­σίν α­κού­σω­σιν και τη καρ­δί­α συ­νώ­σιν και ε­πι­στρέ­ψω­σιν  και ιά­σο­μαι αυ­τούς” (Στ΄, 10).
Αλ­λά και ο ι. Χρυ­σό­στο­μος ση­μειώ­νει: “Θε­ού γαρ φι­λαν­θρω­πί­ας μέ­τρον ουκ έ­στιν... Εν­νό­η­σον σπιν­θή­ρα εις πέ­λα­γος ε­μπε­σό­ντα, μη δύ­να­ται σβή­ναι ή φα­νή­ναι; Ό­σον σπιν­θήρ προς πέ­λα­γος, το­σού­τον κα­κί­α προς την τον Θε­ού φι­λαν­θρω­πί­αν... Το μεν γαρ πέ­λα­γος, καν μέ­γα η μέ­τρον έ­χει, η δε του Θε­ού φι­λαν­θρω­πί­α α­πε­ριό­ρι­στος”.
Κι ερ­χό­μα­στε στο δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο της πα­ρα­βο­λής, σ΄ αυ­τό του νε­ω­τέ­ρου γιου. Φαί­νε­ται α­πό την αρ­χή α­σε­βής, α­παι­τη­τι­κός, προ­κλη­τι­κός και αυ­θά­δης: “Και εί­πεν ο νε­ώ­τε­ρος αυ­τών τω πα­τρί: Πά­τερ, δος μοι το ε­πι­βάλ­λον μέ­ρος της ου­σί­ας...”. Φυ­σι­κά, πρέ­πει να γνώ­ρι­ζε ό­τι, σύμ­φω­να με το “Νό­μο”, δεν του α­νή­κει τί­πο­τε. Δεν εί­χε ού­τε τα λε­γό­με­να “πρω­το­τό­κια”, α­φού  ή­ταν ο νε­ώ­τε­ρος γιος. Και ό­μως α­παι­τεί! Και ο πα­τέ­ρας συ­γκα­τα­νεύ­ει, σε­βό­με­νος την ε­λευ­θε­ρί­α και τις ε­πι­λο­γές του γιού του. “Και διεί­λεν αυ­τοίς τον βί­ον”.
Του έ­δω­σε το κομ­μά­τι που ζη­τού­σε. “Αλ­λά το κομ­μά­τι αυ­τό, α­πο­κομ­μέ­νο α­πό το σύ­νο­λο της α­λή­θειας της α­μπέ­λου της ζω­ής, δεν μπο­ρεί να ζή­ση, να καρ­πο­φο­ρή­ση... Μα­ραί­νε­ται και ξη­ραί­νε­ται σύ­ντο­μα...” (Βα­σί­λειος Ι­βη­ρί­της). Α­φού “α­πε­δή­μη­σεν εις χώ­ραν μα­κράν”, χω­ρίς τον έ­λεγ­χο και την α­πο­δο­κι­μα­σί­α του πε­ρι­βάλ­λο­ντος, “διε­σκόρ­πι­σεν την ου­σί­αν αυ­τού ζων α­σώ­τως”. Το α­πο­τέ­λε­σμα ή­ταν να χά­σει τα πά­ντα! Πα­τέ­ρα, πα­τρι­κό σπί­τι, φι­λι­κό πε­ρι­βάλ­λον και πε­ριου­σί­α: “δα­πα­νή­σα­ντες αυ­τού πά­ντα...”.
Έ­νας λι­μός (πεί­να) ε­πι­δει­νώ­νει την κα­τά­στα­ση. Και ό­ταν “ήρ­ξα­το υ­στε­ρεί­σθαι” και έ­φτα­σε στην ύ­στα­τη ε­ξα­θλί­ω­ση, “...ε­κολ­λή­θη ε­νί των πο­λι­τών της χώ­ρας ε­κεί­νης, και έ­πεμ­ψεν αυ­τόν εις τους α­γρούς βό­σκειν χοί­ρους”. Α­πό άρ­χο­ντας γί­νε­ται χοι­ρο­βο­σκός! Έ­να ε­πάγ­γελ­μα ε­ξευ­τε­λι­στι­κό και συγ­χρό­νως α­πα­γο­ρευ­τι­κό, α­φού για τους Ιου­δαί­ους οι χοί­ροι θε­ω­ρού­νταν α­κά­θαρ­τα ζώ­α. Κα­τά τον Βα­σί­λειο Ι­βη­ρί­τη, “... Και ό­ταν ζη­τάς βο­ή­θεια, ό­ταν πας να προ­σκολ­λη­θής “ε­νί των πο­λι­τών της χώ­ρας ε­κεί­νης”, αυ­τός σε σπρώ­χνει πιο χα­μη­λά... σε κά­νει χοι­ρο­βο­σκό. Σε κά­νει χοί­ρο. Αρ­νεί­ται τη φύ­ση, την ευ­γέ­νειά σου. Σε θε­ω­ρεί ζώ­ο. Σου αρ­νεί­ται την τρο­φή των χοί­ρων”. Μέ­χρι τώ­ρα φαί­νε­ται ό­τι βρί­σκε­ται ο γιος “ε­κτός ε­αυ­τού”. Έ­χα­σε τα πά­ντα και κέρ­δι­σε τον ε­ξευ­τε­λι­σμό και τη δυ­στυ­χί­α. Ε­πει­δή ό­μως κα­τά την αρ­χαί­α ρή­ση “ου­δέν κα­κόν α­μι­γές κα­λού”, κά­ποια στιγ­μή “εις ε­αυ­τόν ελ­θών...”. Συ­νέρ­χε­ται, ξα­να­βρί­σκει τον ε­αυ­τόν του. “...πό­σοι μί­σθιοι του πα­τρός μου πε­ρισ­σεύ­ου­σιν άρ­των, ε­γώ δε λι­μώ α­πόλ­λυ­μαι, α­να­στάς πο­ρεύ­σο­μαι προς τον πα­τέ­ρα μου...”. Του έ­μει­νε ό,τι πο­λύ­τι­μο, ο πα­τέ­ρας του, η α­νε­ξά­ντλη­τη α­γά­πη του. Συ­γκλο­νί­ζε­ται με τη σκέ­ψη: “Μπο­ρεί να τα έ­χα­σα ό­λα. Μπο­ρεί να χά­θη­κε  και ε­γώ ο ί­διος - “α­πο­λω­λώς ην”-, κυ­ριο­λε­κτι­κά να πέ­θα­να - “νε­κρός ην”-, αλ­λά κά­τι υ­πάρ­χει που δεν χά­νε­ται, δεν πε­θαί­νει, εί­ναι ο Πα­τέ­ρας μου και η α­γά­πη Του”. Και η με­τά­νοιά του γί­νε­ται έ­μπρα­κτη , δεν έ­μει­νε ως μια α­πλή με­τα­μέ­λεια (πε­ρί­πτω­ση Ιού­δα), α­φού, “α­να­στάς ήλ­θεν προς τον πα­τέ­ρα αυ­τού”.
Δεν ε­πι­στρέ­φει με α­ξιώ­σεις, ό­πως ό­ταν έ­φυ­γε, ό­ταν “α­πε­δή­μη­σεν εις χώ­ραν μα­κράν”. Δεν ε­πι­στρέ­φει σαν γιος, αλ­λά ως δού­λος! “...ποί­η­σόν με ως έ­να των μι­σθί­ων σου”, θα πει στον πα­τέ­ρα του. Και ό­ταν θα βρε­θεί στην πα­τρι­κή α­γκα­λιά, τό­τε, ί­σως και με δά­κρυα, θα ε­ξο­μο­λο­γη­θεί:...Πά­τερ, ή­μαρ­τον εις τον ου­ρα­νόν και ε­νώ­πιόν σου, ου­κέ­τι ει­μί ά­ξιος κλη­θή­ναι υ­ιός σου...”. Και ο πα­τέ­ρας, χω­ρίς να τον α­φή­σει να συ­νε­χί­σει την ε­ξο­μο­λό­γη­σή του, του δί­νει το “δα­κτύ­λιον”, δηλ. τη θέ­ση και πά­λι του άρ­χο­ντα. Η έ­μπρα­κτη και ει­λι­κρι­νής με­τά­νοια τον ο­δή­γη­σε στον Πα­ρά­δει­σο.
Κι ε­νώ ο “ά­σω­τος” γιος ζει μέ­σα στην χα­ρά και στο πα­νη­γύ­ρι του πα­τρι­κού του, ο πρε­σβύ­τε­ρος, ό­ταν πλη­ρο­φο­ρεί­ται την ε­πι­στρο­φή του α­δελ­φού του και “ή­κου­σεν συμ­φω­νί­ας και χο­ρών... ωρ­γί­σθη και ουκ ή­θε­λεν ει­σελ­θείν”. Η ζή­λια και το μί­σοις τον ά­φη­σαν έ­ξω α­πό τον Πα­ρά­δει­σο “της τρυ­φής”. Κι ε­νώ ο πα­τέ­ρας του ε­ξελ­θών πα­ρε­κα­λεί αυ­τόν”, αυ­τός ξε­σπά σ΄ έ­να κα­τη­γο­ρη­τή­ριο κα­τά του πα­τέ­ρα του. Τό­σα χρό­νια μα­ζί του δεν κα­τά­λα­βε την α­γά­πη και την στορ­γή του. Δεν στά­θη­κε δί­πλα στον πό­νο και στην α­γω­νί­α του πα­τέ­ρα για το χα­μέ­νο παι­δί του. Α­διά­φο­ρος για την “τύ­χη” του α­δελ­φού του. Δεν τους α­πο­κα­λεί “πα­τέ­ρα” και “α­δελ­φό”. Βλέ­πει τον πα­τέ­ρα του ως α­φε­ντι­κό και τον ε­αυ­τόν του ως μι­σθω­τό δού­λο, ό­ταν ορ­γι­σμέ­νος θα του πει: “Ου­δέ­πο­τε ε­ντο­λήν σου πα­ρήλ­θον”, εί­μαι α­πέ­να­ντί σου ε­ντά­ξει, ε­νώ ε­σύ “ου­δέ­πο­τε έ­δω­κας έ­ρι­φον ί­να με­τά των φί­λων μου ευ­φραν­θώ”. Για να κα­τα­λή­ξει,ό­σο μπο­ρού­σε πιο μειω­τι­κά για τον α­δελ­φόν του, “ό­τε δε υ­ιός σου ού­τος ο κα­τα­φα­γών σου τον βί­ον με­τά πορ­νών ήλ­θεν, έ­θυ­σας αυ­τώ τον μό­σχον τον σι­τευ­τόν”.
Η α­πά­ντη­ση του πα­τέ­ρα σ΄ αυ­τό το κα­τη­γο­ρη­τή­ριο φα­νε­ρώ­νει την α­γά­πη και τη δι­καιο­σύ­νη του και γι΄ αυ­τό το τό­σο “κα­λό” και “υ­πά­κουο” παι­δί του. Το α­πο­κα­λεί “τέ­κνον” παι­δί μου. Και θα συ­νε­χί­σει: “συ πά­ντο­τε μετ΄ ε­μού ει”  και α­ντί ε­ρι­φί­ου που με κα­τη­γο­ρείς ό­τι δεν σου έ­δω­σα, ε­γώ σου δί­νω τα πά­ντα, α­φού “τα ε­μά σα ε­στιν”.  Ό­μως α­ντί να ορ­γί­ζε­σαι και να α­γα­να­κτείς, “ευ­φραν­θή­ναι και χα­ρή­ναι έ­δει, ό­τι ο α­δελ­φός σου ού­τος νε­κρός ην και α­νέ­ζη­σεν, και α­πω­λω­λώς και ευ­ρέ­θη”.
Τέ­λος, η πα­ρα­βο­λή αυ­τή του Κυ­ρί­ου θέ­λει να μας δι­δά­ξει τη σχέ­ση μας με τον Θε­ό - Πα­τέ­ρα, αλ­λά και την με­τα­ξύ μας σχέ­ση. Η α­γά­πη του Θε­ού - Πα­τέ­ρα εί­ναι α­μέ­τρη­τη, το έ­λε­ος και η φι­λαν­θρω­πί­α Του α­νε­ξά­ντλη­τα προ­ϋ­πο­θέ­τουν ό­μως και τη δι­κή μας α­γά­πη. Ό­ταν ε­πι­στρέ­φου­με στην πα­τρι­κή α­γκα­λιά του με αι­σθή­μα­τα ει­λι­κρι­νούς με­τά­νοιας εί­ναι έ­τοι­μος να “θύ­σει” τον “μό­σχον τον ση­τευ­τόν”, για να με­τα­λά­βου­με το “σώ­μα” και το “αί­μα” του Υ­ιού Του. “Ι­δού έ­στη­κα ε­πί την θύ­ραν και κρού­ω, ε­άν τις α­κού­ση της φω­νής μου και α­νοί­ξη  την θύ­ραν, ει­σε­λεύ­σο­μαι προς αυ­τόν και δει­πνή­σω μετ΄ αυ­τού και αυ­τός μετ΄ ε­μού”. (Α­ποκ. γ΄ 20). Στέ­κε­ται ο Θε­ός - Πα­τέ­ρας στο κα­τώ­φλι της καρ­διάς και μας πε­ρι­μέ­νει, ό­πως ο πα­τέ­ρας το χα­μέ­νο του παι­δί. Μας πε­ρι­μέ­νει με α­νοι­χτή την α­γκα­λιά του έ­τοι­μος να μας φο­ρέ­σει και πά­λι το “δα­κτύ­λιον” της ξε­πε­σμέ­νης α­πό την α­μαρ­τί­α αρ­χο­ντιάς μας. Το πα­τρι­κό του σπί­τι εί­ναι α­νοι­κτό να μας υ­πο­δε­χτεί ό­λους, ά­σω­τους και “κα­λούς”, α­φού ο Θε­ός, “πά­ντας αν­θρώ­πους θέ­λει σω­θή­ναι, αρ­κεί να ε­πι­στρέ­ψου­με με την τα­πεί­νω­ση και τη μετά­νοια του “α­σώ­του Υ­ιού”.   

Παναγιώτης Σπ. Μαρτίνης Δρ. Θ.
Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος
Άρχων Ιερομνήμων  της Αγίας του Χριστού Μ. Εκκλησίας

Πηγή: «Ο ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟΣ»  

8 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Σκόπιμα ο Κύριος δεν παρουσιάζει το τέλος της παραβολής. Ο πρεσβύτερος αδελφός έχει σε ΟΛΑ ΔΙΚΑΙΟ, εκτός από ένα. Δεν αντιμετωπίζει τον άσωτο σαν αδελφό του. Τον αποκαλεί "ο υιός σου ούτος". Επίσης ,στην παραβολή πουθενά δεν προκύπτει μια συγγνώμη του ασώτου προς τον αδελφό του. Ο πρεσβύτερος υιός φαίνεται να αγνοείται και από πατέρα και από αδελφό.Η συγκλονιστικότερη φράση της παραβολής, δεν είναι το "Αναστάς πορεύσομαι", όπως πολλοί προβάλλουν. Είναι το "εξελθών παρεκάλει".Αυτό μας αποδεικνύει την θεότητα. Και ο ίδιος ο Πατέρας κάνει την αυτοκριτική του. Καμιά ευχαρίστηση από τις συμφωνίες και τους χορούς , μπροστά στον κίνδυνο να χαθεί ο σίγουρος, ο πιστός, ο αφοσιωμένος. Όταν οι αθλητές τιμωρούνται ή αγνοούνται, γιατί δεν έγιναν ολυμπιονίκες, αυτά είναι τα αποτελέσματα. Το δεύτερο επίσης σημαντικό που δεν μας λέει η παραβολή είναι πώς έζησαν πατέρας και πρεσβύτερος υιός όλα αυτά τα χρόνια .Και βέβαια αν κάποιος φρόντισε να διδάξει στον πρεσβύτερο την αγάπη. Γιατί η αγάπη διδάσκεται. Και διδάσκεται με το παράδειγμα. Μια ενδεχόμενη καταδίκη ,όπως πολλοί σπεύδουν να επισυνάψουν στον πρεσβύτερο υιό, θα προσέκρουε στο αίσθημα του δικαίου, θα ήταν παράλογη. Ο κίνδυνος όμως να χαθεί μια "σωσμένη" ψυχή από κάτι που ανθρώπινα μπορεί να σκανδαλίσει κάνει τον Θεό -Πατέρα να ξεχάσει τη χαρά της μετάνοιας του ενός και να σπεύσει να προλάβει μια καταστροφή.Ας αποδώσουμε λοιπόν δικαιο στον ταλαίπωρο πρεσβύτερο αδελφό,ας ελέγξουμε τους εαυτούς μας, αν μάθαμε τους άλλους να αγαπούν και ας δούμε και την ευθύνη που έχουμε όταν "προετοιμάζουμε παιδιά για τη Βασιλεία του Θεού". Πρόσφατα αναρτήθηκε σ'αυτό τον ιστότοπο η φράση του Αγίου Αυγουστίνου"Υπάρχει κάτι χειρότερο από την αμαρτία : η αλαζονεία της αρετής. Αλλά ας θυμηθούμε και την ευθύνη του ασώτου. Ο Κύριος είναι σαφής : "ισθι ευνοών τω αντιδίκω σου ταχύ" .Η συγγνώμη δεν έπρεπε να είναι μόνο προς τον πατέρα

Ανώνυμος είπε...

Συμφωνώ με τον ανώνυμο 11:16 μ.μ. στη θετική στάση που παίρνει απέναντι στον πρεσβύτερο υιό.

Διαφωνώ όμως κάθετα με την αυθαίρετη και δυσσεβή φράση "Και ο ίδιος ο Πατέρας κάνει την αυτοκριτική του". Ο Πατέρας της παραβολής εικονίζει τον Θεό και ο Θεός δεν έχει κάνει κανένα λάθος για να κάνει αυτοκριτική. Ούτε στην παραβολή φαίνεται πουθενά ότι κάνει ο Πατέρας κάποια αυτοκριτική. Μην λέμε ό,τι μας κατέβει από το κεφάλι.

Λιμναίος

Ανώνυμος είπε...

Η αυτοκριτική δεν ενέχει υποχρεωτικά το στοιχείο του λάθους. Απ'εναντίας ,όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, δίνει την δυνατότητα προσέγγισης του πατέρα προς τον πρεσβύτερο υιό που βρίσκεται σε έξαλλη κατάσταση(είναι θέμα τακτικής). Και πώς το επιτυγχάνει; ο πατέρας "ταπεινώνεται" στο παιδί του με το να το παρακαλεί. Και αυτό μόνο ο Θεός της αγάπης μπορεί να το κάνει. Εξ άλλου και ο Θεός "μετανοεί' (προφητεία Ιωνά κεφ.α-δ-"και είδεν ο Θεός τα έργα αυτών ,ότι απέστρεψαν από των οδών αυτών των πονηρών και ΜΕΤΕΝΟΗΣΕΝ ο Θεός επί τη κακία ή ελάλησε του ποιήσαι αυτοίς" ) . Ας μη βιαζόμαστε λοιπόν να χαρακτηρίζουμε βλασφημες και δυσσεβείς κάποιες παρατηρήσεις. Εξ άλλου όσο πιο κοντά μας και πιο ανθρώπινο αισθνόμαστε τον Θεό -Πατέρα, τόσο περισσότερο τον αγαπούμε.

Ανώνυμος είπε...

Μην επιμένεις 5:52 μ.μ. πέταξες την μπαρούφα σου και παραδέξου το. Μην επιμένεις και μην κάνεις εικασίες σε τόσο σαφή παραβολή.
Πουθενά, όπως σωστά λέει ο Λιμναίος, δεν φαίνεται κάτι τέτοιο στην παραβολή.

Υποσημείωση
Το εδάφιο που αναφέρεις από τον προφήτη Ιωνά είναι άσχετο και δεν ξέρεις να το ερμηνεύεις καλά.

Ανώνυμος είπε...

Στην παραβολή του Ασώτου πού βλέπεις ότι "μετενόησεν" ο Στοργικός Πατέρας σε κάτι;
Πού το είδες 5:52 μ.μ.;

Ανώνυμος είπε...

Η ταπείνωση δεν είναι αυτοκριτική.

Χριστιανός

ORTHODOXIA ORTHO είπε...

Τα Γραφικα χωρια κρυβουν πολλες εννοιες.
Νομιζω απο οσα μελετησα,πως ο πρεσβυτερος υιος δεν συμπονεσε βαθια τον νεοτερο αδελφο του,δεδομενου πως και δεν ηταν τελειος στην αγαπη.Γιατι αν ειχε τελειωθει σε αυτη την αρετη,θα γνωριζε αυτο που ελεγε ο Υιος'' Ολα οσα ανηκουν στον Πατερα ειναι δικα μου''Ιωαν 16,15]
Κανει μια ερμηνεια ο αββας Κασσιανος σε αυτη την παραβολη του ασωτου και λεγει ''...εμεις πρεπει και ωφειλουμε να αγαπαμε τον Πατερα οχι επειδη μας χαριΖει,αλλα επειδη σε τιποτε αλλο δεν αποβλεπει,παρα μονο στη σωτηρια μας''.....
Μελετηστε το Α` Κορν 21-22]
Στην περιπτωση του Ασωτου υιου η α γ α π η του Πατρος[προσεξτε το καθ.ομοιωσιν.. Μας με τον Πατερα.] εκανε τον δουλο υιο...
Η κινηση δηλαδη του Πατερα ανεβασε τον μετανιωμενο υιο ,,,,,,,,,,,''''''''' μονομιας τις δυο βαθμιδες του ''δουλου'' και του ''μισθωτου'' και τον αποκατεστησε στο αξιωμα του υιου καθως απεδειξε την ειληκρινη του μετανοια με τους λογους ''Πατερα αμαρτησα στον Θεο και σε σενα και δεν ειμαι αξιος να λεγομαι γιος σου κανε με κι εμενα σαν εναν απο αυτους τους εργατες σου''...

Ανώνυμος είπε...

Δεν είπε κανείς κάτι διαφορετικό.