Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2019

Ο Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης Συμεών για το Ουκρανικό


Ἔν ὄ­ψει τῆς συ­ζη­τή­σε­ως τοῦ Οὐ­κρα­νι­κοῦ ζη­τή­μα­τος στή Σύ­νο­δο τῆς σε­πτῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας, ὁ Σε­βα­σμ. Μη­τρο­πο­λί­της μας κ. Συ­με­ών μέ ἐ­πι­στο­λή του πρός τόν Μα­καρ. Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πο καί τά Μέ­λη τοῦ ἱ­ε­ροῦ Σώ­μα­τος, ἡ ὁ­ποί­α πα­ρα­δό­θη­κε χθές (πρώ­τη ἡ­μέ­ρα τῶν ἐρ­γα­σι­ῶν τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας), ἐκ­φρά­ζει τήν ἀ­γω­νί­α του γιά τήν κα­τά­στα­ση πού ἔ­χει δη­μι­ουρ­γη­θεῖ στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α μας καί δι­α­τυ­πώ­νει τόν προ­σω­πι­κό του προ­βλη­μα­τι­σμό γύ­ρω ἀ­πό τό οὐ­κρα­νι­κό ζή­τη­μα.
Ἐ­πει­δή πολ­λοί —κλη­ρι­κοί καί λα­ϊ­κοί— ζή­τη­σαν νά πλη­ρο­φο­ρη­θοῦν τίς ἀ­πό­ψεις του, πα­ρα­θέ­του­με ἐ­δῶ στήν ἱ­στο­σε­λί­δα μας τό κεί­με­νο τῆς ἐ­πι­στο­λῆς.    

«Πρός
τόν Μα­κα­ρι­ώ­τα­το Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πο
Ἀ­θη­νῶν καί πά­σης Ἑλ­λά­δος κ. Ἱ­ε­ρώ­νυ­μο,
Πρό­ε­δρο τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας
τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος,
καί τά σε­πτά Μέ­λη της

          Μακαριώτατε Πρόεδρε·
          Σεβασμιώτατοι ἀδελφοί καί Συνοδικοί Σύνεδροι,
          Αἰ­σθάν­θη­κα τήν ἀ­νάγ­κη —τό χρέ­ος μου, κα­λύ­τε­ρα, ὡς ἐ­πι­σκό­που τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί τα­πει­νοῦ μέ­λους τοῦ σε­πτοῦ σώ­μα­τος τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας μας— νά ἀ­πευ­θυν­θῶ στήν ἀ­γά­πη Σας μέ τήν ἔ­ναρ­ξη σή­με­ρα τῶν ἐρ­γα­σι­ῶν τῆς τα­κτι­κῆς συ­νε­λεύ­σε­ως τοῦ ἱ­ε­ροῦ Σώ­μα­τος.
Ὁ λό­γος εἶ­ναι ἡ πλη­ρο­φο­ρί­α πού ἔχει γραφεῖ—χω­ρίς νά ἔ­χει ἁρ­μο­δί­ως δι­α­ψευ­σθεῖ— ὅ­τι μέλ­λει νά τε­θεῖ ἐ­νώ­πιον τοῦ σώ­μα­τος καί τό λε­γό­με­νο «Οὐ­κρα­νι­κό» θέ­μα, ἄν καί δέν ἔ­χει πε­ρι­λη­φθεῖ στήν Ἡ­με­ρή­σια Δι­ά­τα­ξη τῶν ἐρ­γα­σι­ῶν τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας, ἡ ὁ­ποί­α κα­ταρ­τί­στη­κε ἀ­πό τήν Δ.Ι.Σ. τῆς λη­ξά­σης πε­ρι­ό­δου καί μᾶς ἔ­χει ἐγ­καί­ρως κα­τά τά προ­βλε­πό­με­να ἀ­πο­στα­λεῖ.
          Ἐ­πέ­λε­ξα τήν ὁ­δό γιά ἕ­να τό­σο σο­βα­ρό καί λε­πτό ζή­τη­μα νά ἀ­πευ­θυν­θῶ ἐν Συ­νό­δῳ πρός Ὑ­μᾶς, δι­ό­τι φρο­νῶ ὅ­τι ὁ ἱ­ε­ρός χῶ­ρος τῆς συ­νό­δου τῶν ἐ­πι­σκό­πων μιᾶς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι πρω­τί­στως καί κυ­ρί­ως ὁ τό­πος ὅ­που θά ἔ­δει νά ἐ­ξε­τά­ζον­ται καί νά συ­ζη­τοῦν­ται αὐ­τῆς τῆς φύ­σε­ως θέ­μα­τα.
1.   Τό πρῶ­το πού θέ­λω νά κα­τα­θέ­σω στήν ἀ­γά­πη Σας εἶ­ναι ἡ βα­θειά λύ­πη καί ἡ πολ­λή ἀ­γω­νί­α πού συ­νέ­χουν τήν ψυ­χή μου γιά τήν κα­τά­στα­ση πού ἔ­χει δη­μι­ουρ­γη­θεῖ στήν ἁ­γί­α Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α μας. Ἡ πο­λυ­άν­θρω­πη ἀ­δελ­φή Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ρω­σί­ας καί ἡ πρω­τό­θρο­νη Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, τό Οἰ­κου­με­νι­κό μας Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο, νά εὑ­ρί­σκον­ται σέ πρω­το­φα­νῆ ἀν­τι­πα­ρά­θε­ση μέ ἀ­φορ­μή τή χο­ρή­γη­ση τοῦ οὐ­κρα­νι­κοῦ αὐ­το­κε­φά­λου. Ἡ Μό­σχα δι­έ­κο­ψε τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή-εὐ­χα­ρι­στια­κή κοι­νω­νί­α μέ τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο καί προ­βαί­νει σέ ἐ­νέρ­γει­ες πού δι­α­σα­λεύ­ουν τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ἑ­νό­τη­τα καί τόν σε­βα­σμό τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ χώ­ρου εὐ­θύ­νης τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου καί τῶν κα­τά τό­πους ποι­μέ­νων του, ἐ­πι­σκό­πων καί πρε­σβυ­τέ­ρων. Ἡ ἐν λό­γω κα­τά­στα­ση, ἄν δέν εἶ­ναι σχί­σμα στούς κόλ­πους τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας μας, ἀ­νοί­γει διά­πλα­τα τήν πόρ­τα πού ὁ­δη­γεῖ στό σχί­σμα. Καί οἱ ἄλ­λες Ὀρ­θό­δο­ξες Ἐκ­κλη­σί­ες, τά πα­λαί­φα­τα Πα­τρι­αρ­χεῖ­α καί οἱ αὐ­το­κέ­φα­λες Ἐκ­κλη­σί­ες, εἴ­τε ἐ­ξέ­φρα­σαν τήν ἀν­τί­θε­σή τους ἐ­πί τοῦ ἀ­να­κύ­ψαν­τος προ­βλή­μα­τος εἴ­τε υἱ­ο­θε­τοῦν στά­ση ἀ­να­μο­νῆς. Μέ ἀ­νη­συ­χεῖ βα­θύ­τα­τα ἡ ὅ­λη κα­τά­στα­ση. Μᾶς ἐκ­θέ­τει συ­νο­λι­κά ὡς Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α στά μά­τια τῶν ἑ­τε­ρο­δό­ξων χρι­στια­νῶν καί ὁ­λό­κλη­ρου τοῦ κό­σμου. Τά ἐ­θνο­φυ­λε­τι­κά κρι­τή­ρια, κα­θώς φαί­νε­ται, θά πρυ­τα­νεύ­σουν στίς ἐ­πι­λο­γές ὅ­λων. Καί ὁ κίν­δυ­νος νά δη­μι­ουρ­γη­θοῦν δύ­ο «μπλόκ» ἑλ­λη­νο­φώ­νων καί σλα­βο­φώ­νων —κά­τι πού ἀ­πό ἐ­τῶν ὑ­πέ­βο­σκε στίς δι­ορ­θό­δο­ξες ἐκ­κλη­σι­α­στι­κές μας σχέ­σεις— εἶ­ναι ὁ­ρα­τός πλέ­ον καί διά γυ­μνοῦ ὀ­φθαλ­μοῦ.
2.   Δέν ἐ­πι­θυ­μῶ νά εἰ­σέλ­θω στήν ἱ­στο­ρι­κή καί κα­νο­νι­κή ἐ­ξέ­τα­ση τοῦ ζη­τή­μα­τος ποῦ ἀ­νή­κει ἡ Μη­τρό­πο­λη Κι­έ­βου καί κατ᾽ ἐ­πέ­κτα­σιν τοῦ χο­ρη­γη­θέν­τος αὐ­το­κε­φά­λου. Ἡ δι­α­φο­ρε­τι­κή κα­τα­νό­η­ση τῶν ἱ­στο­ρι­κῶν πη­γῶν, ἡ ἑρ­μη­νεί­α τῶν ἱ­ε­ρῶν Κα­νό­νων κα­τά τρό­πο πού νά στη­ρί­ζουν δι­α­μορ­φω­μέ­νες ἀ­πό­ψεις ἤ σκο­πι­μό­τη­τες καί ἡ ἐ­πι­λε­κτι­κή ἐ­πί­κλη­ση τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς πρά­ξε­ως ἀ­πό τούς ἄ­με­σα ἐν­δι­α­φε­ρο­μέ­νους καί ἀ­πό ὅ­σους ἔ­χουν πα­ρέμ­βει στό ζή­τη­μα, ἔ­χουν προ­κα­λέ­σει τε­ρά­στια σύγ­χυ­ση γύ­ρω ἀ­πό τό θέ­μα. Ἄν καί πα­ρα­δο­σια­κός στό φρό­νη­μα, αἰ­σθά­νο­μαι τήν ἀ­νάγ­κη νά ἐ­πι­ση­μά­νω ὅ­τι δέν ζοῦ­με στόν Δ’ ἤ τόν Ε’ αἰ­ώ­να. Οἱ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κές δο­μές δέν εἶ­ναι αὐ­τές πού ὑ­πῆρ­χαν κά­πο­τε γύ­ρω ἀ­πό τή Με­σο­γεια­κή λε­κά­νη καί λί­γο μα­κρύ­τε­ρα. Ὁ­λό­κλη­ρες ἤ­πει­ροι ἀ­να­κα­λύ­φθη­καν ἀ­πό τό­τε. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἁ­πλώ­θη­κε σέ ὅ­λο τόν κό­σμο. Καί ἀ­πέ­ναν­τί της δέν ἔ­χει πλέ­ον τόν Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό καί τόν ἐ­θνι­σμό. Γύ­ρω μας συν­τε­λέ­στη­καν καί ἐ­ξα­κο­λου­θοῦν νά συν­τε­λοῦν­ται κο­σμο­γον­ικές με­τα­βο­λές. Δι­και­ού­μα­στε, ἄ­ρα­γε, ὅ­λα αὐ­τά νά τά ἀ­γνο­οῦ­με;
3.   Πα­ρά ταῦ­τα, ἄς μοῦ ἐ­πι­τρα­πεῖ νά ση­μει­ώ­σω ἐ­πι­γραμ­μα­τι­κά ἐ­πί τοῦ θέ­μα­τος τά ἀ­κό­λου­θα :
          α) Τό οὐ­κρα­νι­κό αὐ­το­κέ­φα­λο καί οἱ συν­θῆ­κες ὑ­πό τίς ὁ­ποῖ­ες χο­ρη­γή­θη­κε δέν ἔ­χουν κα­μιά ὁ­μοι­ό­τη­τα μέ τά ἄλ­λα αὐ­το­κέ­φα­λα πού χο­ρη­γή­θη­καν πα­λαι­ό­τε­ρα ἀ­πό τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο μας. Τά προ­η­γού­με­να αὐ­το­κέ­φα­λα ζη­τή­θη­καν ἀ­πό τίς κα­νο­νι­κές το­πι­κές Ἐκ­κλη­σί­ες τῶν νέ­ων κρα­τῶν, συ­νη­γο­ρούν­των σέ πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις καί τῶν φο­ρέων τῆς κο­σμι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας.
          β) Ἡ ἀ­να­γνώ­ρι­ση ἐν τά­χει (χω­ρίς νά ἐκ­φρά­σουν με­τα­μέ­λεια) τῶν σχι­μα­τι­κῶν καί τῶν λε­γο­μέ­νων «αὐ­το­χει­ρο­το­νή­των», —πα­ρα­καμ­πτο­μέ­νης τῆς κα­νο­νι­κῆς το­πι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀλ­λά καί τοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου Μό­σχας ὑ­πό τοῦ ὁ­ποί­ου κα­τα­δι­κά­στη­καν οἱ σχι­σμα­τι­κοί— καί ἡ χο­ρή­γη­ση τοῦ αὐ­το­κε­φά­λου στή νέ­α ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή δο­μή γεν­νᾶ εὔ­λο­γα ἐ­ρω­τη­μα­τι­κά καί προ­κα­λεῖ ἀν­τι­δρά­σεις. Πα­ρα­βλέ­πε­ται, δυ­στυ­χῶς, τό γε­γο­νός ὅ­τι αὐ­τή τή στιγ­μή στήν ἴ­δια πό­λη ἔ­χου­με δύ­ο Μη­τρο­πο­λί­τες Κι­έ­βου καί δύο παράλληλες τοπικές Ἐκκλησίες. Καί τό Κί­ε­βο καί ἡ Οὐ­κρα­νί­α, ἐ­πι­τέ­λους, δέν εἶ­ναι χῶ­ρος δι­α­σπο­ρᾶς ἀλ­λά ἑ­νια­ία ἐ­θνι­κή ὀν­τό­τη­τα.
          γ) Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ ζεῖ ἐν­τός τοῦ κό­σμου καί πο­ρεύ­ε­ται μέ­σα στήν ἱ­στο­ρί­α. Εἶ­ναι φυ­σι­κό, ἑ­πο­μέ­νως, ἡ ζω­ή της νά ἐ­πη­ρε­ά­ζε­ται ἀ­πό κοι­νω­νι­κές ἐ­ξε­λί­ξεις καί ποι­κί­λες ἄλ­λες με­τα­βο­λές. Αὐ­τό ἰ­σχύ­ει γιά ὅ­λες τίς το­πι­κές Ἐκ­κλη­σί­ες. Γιά τήν Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Οὐ­κρα­νί­ας αὐ­τό ἴ­σχυ­σε στό πα­ρελ­θόν πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο, ὅ­πως μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ἡ ἱ­στο­ρί­α.
          Τό φαι­νό­με­νο, κα­θώς βλέ­που­με, ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νά ἰ­σχύ­ει καί σή­με­ρα. Ἡ Οὐ­κρα­νί­α ἀ­πο­τε­λεῖ ἔ­δα­φος στό ὁ­ποῖ­ο ἀν­τι­πα­ρα­τί­θεν­ται γε­ω­πο­λι­τι­κές ἐ­πι­δι­ώ­ξεις ἀ­να­το­λῆς καί δύ­σε­ως.
          Καί δι­ε­ρω­τᾶ­ται κα­νείς: Τή χο­ρή­γη­ση τοῦ αὐ­το­κε­φά­λου ἐ­πε­δί­ω­ξαν καί οἱ Ἡ­νω­μέ­νες Πο­λι­τεῖ­ες τῆς Ἀ­με­ρι­κῆς καί γι᾽ αὐ­τό με­τά τή χο­ρή­γη­σή του ἐ­ξέ­φρα­σαν ἐ­πα­νει­λημ­μέ­να τήν ἱ­κα­νο­ποί­η­σή τους; Ἡ ἀν­τί­δρα­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ρω­σί­ας εἶ­ναι μό­νο ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα ἤ ἐκ­φρά­ζει καί τήν προ­σπά­θεια τῆς Μό­σχας νά δι­α­τη­ρή­σει ὑ­πό τή δι­κή της ἐ­πιρ­ρο­ή τή Δη­μο­κρα­τί­α τῆς Οὐ­κρα­νί­ας, ὅ­πως γι­νό­ταν μέ­χρι πρό­τι­νος;
          Εἶ­ναι νο­η­τό, ὅ­μως, ἐ­μεῖς οἱ ὑ­πεύ­θυ­νοι ποι­­μέ­νες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας πού ὑ­πέρ πᾶν ἄλ­λο ὀ­φεί­λου­με νά ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε γιά τήν ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ, νά συμ­μα­χοῦ­με ἤ νά ὑ­πο­κύ­πτου­με στούς σχε­δια­σμούς καί τούς ἀν­τα­γω­νι­σμούς τῶν ἀρ­χόν­των τοῦ κό­σμου τού­του;    
1.   Ὑ­πο­στη­ρί­ζε­ται ὅ­τι ἡ χο­ρή­γη­ση τοῦ αὐ­το­κε­φά­λου θά συ­νέ­τει­νε στήν ὑ­πέρ­βα­ση τῶν σχι­σμά­των, τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ἑ­νο­ποί­η­ση τῶν ὀρ­θο­δό­ξων καί τήν εἰ­ρή­νευ­ση ἐξ ἐ­πό­ψε­ως ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς τῆς Οὐ­κρα­νί­ας. Αὐ­τό, κα­θώς τά πράγ­μα­τα δεί­χνουν, δέν ἐ­πε­τεύ­χθη. Πα­ρα­τη­ρή­θη­καν —ὅ­σο του­λά­χι­στον στήν ἐ­ξου­σί­α ἦ­ταν ὁ τέως πρό­ε­δρος Πο­ρο­σέν­κο— δι­ωγ­μοί πι­στῶν καί ἁρ­πα­γές να­ῶν ἀ­νη­κόν­των σέ ἐ­νο­ρί­ες τῆς ὑ­πό τόν Μη­τρο­πο­λί­τη Ὀ­νού­φριο Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἐ­πι­χει­ρή­θη­κε ἡ διά νό­μου ἀλ­λα­γή τοῦ ὀ­νό­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας του, ἡ ὁ­ποί­α τε­λι­κά ἀ­κυ­ρώ­θη­κε δι­κα­στι­κά. Ἀλ­λά καί ἡ νέ­α ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή δο­μή πού ἔ­λα­βε τό αὐ­το­κέ­φα­λο δι­α­σπά­στη­κε. Ὁ «ἐ­πί­τι­μος πα­τριά­ρχης» Φι­λά­ρε­τος ἀ­πο­χώ­ρη­σε ἀ­πό αὐ­τήν ἀ­κο­λου­θού­με­νος ἀ­πό δε­κα­πεν­τά­δα ἐ­πι­σκό­πων καί ἐ­κτο­ξεύ­ον­τας πα­ράλ­λη­λα —ὁ ἴ­διος ἤ οἱ ἐ­πί­σκο­ποί του— βα­ρύ­τα­τες κα­τη­γο­ρί­ες κα­τά πάν­των.
2.   Καί ἔρ­χο­μαι στά καθ᾽ ἡ­μᾶς. Κα­τά τήν τα­πει­νή μου γνώ­μη ἡ ἀ­να­γνώ­ρι­ση ἤ μή τοῦ νέ­ου αὐ­το­κε­φά­λου δέν εἶ­ναι τῆς ἀ­πο­κλει­στι­κῆς ἁρ­μο­δι­ό­τη­τος τοῦ Προ­έ­δρου οὔ­τε τῆς Δ.Ι.Σ. ἀλ­λά τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας δέν δι­οι­κεῖ­ται ὑ­πό πα­τρι­αρ­χι­κό ἀλ­λά συ­νο­δι­κό κα­θε­στώς. Τό ἄρ­θρο 4α τοῦ Κα­τα­στα­τι­κοῦ μας Χάρ­του εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό σα­φές.
Τό ζή­τη­μα εἶ­ναι ἄ­κρως σο­βα­ρό. Ἡ πα­ρελ­θοῦ­σα Δ.Ι.Σ., ἐ­άν ἔ­κρινε ὅ­τι ἐ­πε­βάλ­λε­το νά ἐ­ξε­τα­σθεῖ, θά ἔ­πρε­πε νά τό εἶ­χε συμ­πε­ρι­λά­βει στήν Ἡ­με­ρή­σια Δι­ά­τα­ξη τῆς πα­ρού­σης Τα­κτι­κῆς Συ­νε­λεύ­σε­ως.
Φρο­νῶ ὅ­τι γιά τό ἐν λό­γω θέ­μα, ἐ­άν τό ἱερό Σῶ­μα ἀ­πο­φα­σί­σει ὅ­τι ἐ­πι­βάλ­λε­ται νά ἀν­τιμ­ε­τω­πι­σθεῖ, νά συγ­κλη­θεῖ ἐ­πί τού­τω ἐ­κτά­κτως ἡ Ἱ­ε­ραρ­χί­α. Νά ὁ­ρι­σθεῖ εἰ­ση­γη­τής, ἕ­νας ἤ καί πε­ρισ­σό­τε­ροι τοῦ ἑ­νός. Καί νά λά­βουν γνώ­ση οἱ Ἱ­ε­ράρ­χες τῶν ὑ­φι­στα­μέ­νων ἐ­πι­σή­μων ἐγ­γρά­φων, κα­θώς καί τοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου τῶν σχε­τι­κῶν ἐ­πα­φῶν τοῦ Μα­κα­ρι­ω­τά­του γύ­ρω ἀ­πό τό θέ­μα. Ἡ βε­βι­α­σμέ­νη καί «στό πό­δι» ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τοῦ ζη­τή­μα­τος θά μᾶς ἐκ­θέ­σει καί θά ἐμ­πλέ­ξει τήν Ἐκ­κλη­σί­α μας σέ πε­ρι­πέ­τει­ες. Εἶ­ναι λά­θος νά πι­στεύ­ου­με ὅ­τι μιά τέ­τοι­ου εἴ­δους ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τοῦ θέ­μα­τος συ­νι­στᾶ στή­ρι­ξη πρός τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο.
1.   Εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νά πέ­σουν οἱ τό­νοι ἀ­πό ὅ­λους καί ὅ­λες τίς πλευ­ρές. Καί φυ­σι­κά καί ἀ­πό ἐ­κεί­νους οἱ ὁ­ποῖ­οι σπεύ­δουν νά κα­τα­θέ­σουν γρα­πτῶς τίς ἀ­πό­ψεις τους. Τό πά­θος σκο­τί­ζει τόν νοῦ καί ἡ ἐ­πι­θε­τι­κό­τη­τα κα­τά τοῦ ἄλ­λου τραυ­μα­τί­ζει τήν ἐν Χρι­στῷ ἀ­γά­πη. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι (καί) κοι­νω­νί­α ἀ­γά­πης. Ὡς χρι­στια­νοί «ὀ­φεί­λο­μεν ἀλ­λή­λους ἀ­γα­πᾶν» (Α’ Ἰ­ω. 4,11). Ρῶ­σοι, Σέρ­βοι, Ρου­μά­νοι, Ἕλ­λη­νες, εὐ­ρω­παῖ­οι, ἀ­σιά­τες, ἀ­φρι­κα­νοί, ἀ­με­ρι­κα­νοί, ὅ­λοι εἴ­μα­στε τί­μια μέ­λη τοῦ ἁ­γί­ου σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, «ὅ ἐ­στιν ἡ Ἐκ­κλη­σί­α» (Κολ. 1,24). Ἀ­κό­μη καί ὅ­ταν κρί­νου­με πώς ἔ­χου­με χρέ­ος νά ὑ­πε­ρα­σπι­στοῦ­με ὁτι­δή­πο­τε, αὐ­τό ὀ­φεί­λου­με νά τό κά­νου­με ὅ­σο μπο­ροῦ­με «ἀ­πα­θῶς». «Δοῦ­λον Κυ­ρί­ου οὐ δεῖ μά­χε­σθαι, ἀλλ᾽ ἤ­πιον εἶ­ναι πρός πάν­τας» (Β’ Τιμ. 2,24).
Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δέν μᾶς ἀ­νή­κει. Ἐ­μεῖς ἀ­νή­κου­με στήν Ἐκ­κλη­σί­α, χά­ρι­τι Κυ­ρί­ου. Ἐ­κεῖ­νος, ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς, εἶ­ναι ἡ κε­φα­λή της, ὄ­χι ἐ­μεῖς· ὅ­ποι­ο κι ἄν εἶ­ναι τό λει­τούρ­γη­μα πού ἀ­σκοῦ­με μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α κα­τά θεί­α συγ­κα­τά­βα­ση.
Ἡ ἀ­γά­πη καί ἡ μέ­ρι­μνα τοῦ Κυ­ρί­ου γιά τήν Ἐκ­κλη­σί­α Του εἶ­ναι ἀ­συγ­κρί­τως με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­πό τή δι­κή μας. Γι᾽ αὐ­τό, πέ­ρα ἀ­πό τά «δι­α­τε­ταγ­μέ­να», τά ὁ­ποῖ­α ὀ­φεί­λου­με ὡς «ἀ­χρεῖ­οι» δοῦ­λοι νά κά­νου­με (Λουκ. 17,10), προ­σευ­χό­μα­στε θερ­μά Ἐ­κεῖ­νος νά στη­ρί­ζει τήν Ἐκ­κλη­σί­α Του καί νά φω­τί­ζει κι ἐ­μᾶς τούς δού­λους Του νά ἐν­νο­οῦ­με ὀρ­θῶς καί νά ἐκ­πλη­ρώ­νου­με κα­λῶς τό χρέ­ος μας ἔ­ναν­τι τῆς κοι­νῆς Μη­τέ­ρας ὅ­λων μας, τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ Θε­οῦ.
1.   Θέ­λω νά πι­στεύ­ω ὅ­τι ὁ πα­να­γι­ώ­τα­τος Οἰ­κου­με­νι­κός Πα­τριά­ρχης κ. Βαρ­θο­λο­μαῖ­ος, ἐκ­κλη­σι­α­στι­κός ἄν­δρας ἐ­κτά­κτων χα­ρι­σμά­των —πάν­τως ὄ­χι ἀ­λά­θη­τος!— μέ τό βα­θύ αἴ­σθη­μα εὐ­θύ­νης πού τόν δι­α­κρί­νει γιά τό λει­τούρ­γη­μα πού τοῦ ἐμ­πι­στεύ­θη­κε ὁ Θε­ός καί τήν πολ­λή ἀ­γά­πη πού τρέ­φει πρός τήν Ἐκ­κλη­σί­α, θά πρά­ξει ὅ,τι εἶ­ναι δυ­να­τόν γιά νά ἐ­ξέλ­θει ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α μας ἀ­πό τό ἀ­δι­έ­ξο­δο στό ὁ­ποῖ­ο φαί­νε­ται νά ἔ­χει πε­ρι­έλ­θει. Ἡ τα­πει­νό­της μου ἐν ὀ­νό­μα­τι τοῦ σε­βα­σμοῦ, τῆς τι­μῆς καί τῆς πολ­λῆς ἐν Χρι­στῷ ἀ­γά­πης πού τρέ­φει πρός τό σε­πτό πρό­σω­πό Του (αἴ­σθή­μα­τα τά ὁ­ποῖ­α καί ὁ Ἴ­διος γνω­ρί­ζει) γο­νυ­κλι­νής τόν πα­ρα­κα­λεῖ πρός τοῦ­το.
Μα­κα­ρι­ώ­τα­τε,
Σε­βα­σμι­ώ­τα­τοι ἀ­δελ­φοί,
Τό Οὐ­κρα­νι­κό εἶ­ναι ἐν­δε­χό­με­νο, ἄν ἡ πε­ραι­τέ­ρω ἀν­τι­με­τώ­πι­σή του δέν εἶ­ναι ἐ­ποι­κο­δο­μη­τι­κή, νά πλή­ξει καί­ρια τήν ἑ­νό­τη­τα τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Κά­ποι­ος εἶ­πε —καθ᾽ ὑ­περ­βο­λήν προ­φα­νῶς— ὅ­τι μᾶς ὑ­πεν­θυ­μί­ζει ἡ­μέ­ρες τοῦ 1054!
Πα­ρα­κα­λῶ ἐν τα­πει­νώ­σει νά μή σπεύ­σου­με νά λά­βου­με θέ­ση. Κα­λόν εἶ­ναι τέ­τοι­α ζη­τή­μα­τα νά προ­λαμ­βά­νον­ται, δι­ό­τι ἐ­άν τε­λι­κά δη­μι­ουρ­γη­θοῦν ἡ ἀν­τι­με­τώ­πι­σή τους καί εὔ­κο­λη δέν εἶ­ναι καί χρό­νος θά ἀ­παι­τη­θεῖ γι᾽ αὐ­τό.
Ἰ­δι­αι­τέ­ρως πα­ρα­κα­λῶ τόν Μα­κα­ρι­ώ­τα­το νά ἀ­να­λά­βει κά­θε πρω­το­βου­λί­α πού χρει­ά­ζε­ται καί νά προ­βεῖ σέ ὅ­ποι­α πα­ρέμ­βα­ση κρί­νει ἐ­πω­φε­λῆ γιά τήν εἰ­ρη­νι­κή ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τοῦ ζη­τή­μα­τος. Τόν βο­η­θεῖ, ἄλ­λω­στε, σ᾽ αὐτό τό τα­πει­νό φρό­νη­μα πού τόν δι­α­κρί­νει καί ὁ ἤ­πιος χα­ρα­κτή­ρας του.
Πά­νω ἀπ᾽ ὅ­λα, ἄς ἀ­να­πέμπου­με τό αἴ­τη­μά μας «ὑ­πέρ εὐ­στα­θεί­ας τῶν ἁ­γί­ων τοῦ Θε­οῦ Ἐκ­κλη­σι­ῶν καί τῆς τῶν πάν­των ἑ­νώ­σε­ως» συ­χνό­τε­ρα καί θερ­μό­τε­ρα.  
Ἐλάχιστος ἐν Χριστῷ ἀδελφός
†  ὁ  Νέας Σμύρνης Συμεών»

Δεν υπάρχουν σχόλια: