Κυριακή 17 Μαΐου 2020

Τα κριτήρια της Λατρευτικής ζωής - π. Γερασιμάγγελος Στανίτσας


   ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΑΠΟ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ -ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ

          Τα κριτήρια της Λατρευτικής ζωής

          Μέσα στη λειτουργική περίοδο του Πεντηκοσταρίου ο Αναστημένος Κύριος βρίσκεται “εν μέσω ημών”. Η Εκκλησία μας αφού, μας παρουσίασε τον Χριστό ως κύριο του υλικού κόσμου με την θεραπεία του παραλυτικού την προηγούμενη Κυριακή, τώρα προχωρεί πιο βαθειά και μας Τον παρουσιάζει και ως κύριο του πνευματικού κόσμου. Αφού μας έδειξε, ότι είναι θεραπευτής του σώματος, τώρα μας δείχνει πως μπορούμε να Τον συναντήσουμε και ως ζωοδότη μας.
          Ο διάλογος  του Χριστού με την Σαμαρείτιδα, που αναφέρει η σημερινή ευαγγελική διήγηση, αποκαλύπτει ότι, για ν’ αναστηθεί ο πνευματικά νεκρός  άνθρωπος , πρέπει να ζωντανέψει το πνεύμα του. Ο Χριστός δίνει στη Σαμαρείτιδα  το Άγιο Πνεύμα, που είναι πηγή ανεξάντλητης ζωής, πνεύμα συγγνώμης, πνεύμα δυνάμεως, πνεύμα αγάπης. Από ένα τέτοιο πνεύμα έχει ανάγκη ο άνθρωπος και ιδιαίτερα  η εποχή μας. Όποιος έχει ένα τέτοιο πνεύμα στη ζωή του, γίνεται ο ίδιος μια ανεξάντλητη πηγή, αλλά οδηγείται και στη σωστή λατρεία του Θεού..

          Η διαπίστωση ότι “εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν τον Θεόν” μας αφυπνίζει και μας υπενθυμίζει, ότι ο τρόπος που λατρεύουμε τον Θεό δεν έχει σχέση με κάποια ψευτοϊκανοποίηση της συνειδήσεως μας. Χρειάζονται άλλα κριτήρια για να έχουμε σωστή λατρευτική ζωή.
          Όταν ο άνθρωπος ανακαλύψει την ύπαρξη του Θεού, η ζωή του προσανατολίζεται διαφορετικά και αποκτά ένα αισιόδοξο νόημα. Παράλληλα επιθυμεί και γνωρίζει και να εκφράζει την αγάπη του γι’ Αυτόν.
          Η αγία Εκκλησία μας από τα πρώτα χρόνια της ζωής της προσπάθησε να ζήσει έντονα τις χριστιανικές αλήθειες. Το χριστιανικό μήνυμα δεν προσφέρεται σαν μια θεωρία, αλλά περισσότερο σαν ένα γεγονός, που παραμένει διαρκώς παρόν και μεταμορφώνει τη ζωή των πιστών. Ο Κύριος στο σημερινό διάλογο με τη Σαμαρείτιδα, την μετέπειτα ισαπόστολο αγία Φωτεινή, μας αποκαλύπτει πολλές αλήθειες , αλλά τονίζει και τούτη: ότι η γνήσια λατρεία του Θεού προσδιορίζεται ως λατρεία “εν πνεύματι και αληθεία’”. Η φράση αυτή έχει ερμηνευτεί με ποικίλους τρόπους και εφαρμογή στη ζωή των πιστών. Κυρίως όμως  θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε το περιεχόμενό της, στην πρόταση αυτή μέσα από το βίωμα και την εμπειρία της ορθόδοξης λατρείας, που κατά γενική παραδοχή είναι η πιο χαρακτηριστική έκφραση του χριστιανικού βιώματος.
          Πρέπει να γνωρίζουμε ότι, ο κατ’ εξοχήν χώρος και τρόπος εκδήλωσης της προαιρέσεως και της ποιότητας της πίστεως μας, είναι η λατρεία. Το λατρευτικό μας ήθος δείχνει αν  μοιάζουμε με τους αυτοδικαιωμένους Ιουδαίους ή με την ταπεινή Σαμαρείτιδα και τους συμπατριώτες της.
          Η απλή ευχαριστιακή σύναξη των πρώτων χριστιανών που ζούσαν την διαρκή παρουσία του Κυρίου στη λατρεία, αποτέλεσε  τον πυρήνα της μετέπειτα λατρευτικής ζωής της Εκκλησίας. Η λειτουργική ζωή οργανώθηκε  με βάση ορισμένες αρχές, όπως τον καθαρό πνευματικό χαρακτήρα της πίστεως, σε αντιδιαστολή με την ειδωλολατρεία, τη σωστή αντίληψη για τον άνθρωπο, που δεν είναι μόνον ένα άσαρκο πνεύμα, και τέλος την χρησιμοποίηση όλων των μορφών της τέχνης, σαν αναγωγικά και βοηθητικά μέσα προς τον Θεό.
          Η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν αντίθετη με τις ελληνορωμαϊκές αντιλήψεις για το Θεό, που ήταν ανθρωποκεντρικές και οδηγούσαν σε μια ειδωλολατρική λατρεία. Από το άλλο μέρος η Εκκλησία απέφυγε  να δώσει ένα γνωσιολογικό ή σχολαστικό χαρακτήρα  στη λατρεία και προσπάθησε  να βρει τρόπους, για να  εκφραστεί, που θα βοηθούσε στην ουσιαστική κατανόηση των μηνυμάτων της στον κόσμο.
          Βέβαια χρησιμοποίησε  και στοιχεία  από τον ελληνορωμαϊκό κόσμο, αλλά και από την Εβραϊκή λατρεία, τα οποία όμως τα προσάρμοσε στο χριστιανικό πιστεύω. Λ. χ. η παράσταση της αρχαίας τραγωδίας έπαιξε σημαντικό ρόλο στην τυπική διαμόρφωση της χριστιανικής λατρείας. Έτσι παρά τα κοινά χαρακτηριστικά που έχει, η χριστιανική λατρεία, με μια παράσταση απέφυγε να γίνει τελικά θεατρική.
          Γιατί στην Εκκλησία δεν έχουμε ηθοποιούς, ούτε θεατές, αλλά πιστούς που συμμετέχουν όλοι ενεργά και ζουν το μυστήριο της προσωπικής τους σωτηρίας. Με τη λειτουργική αυτή έκφραση η Εκκλησία πέτυχε να βιώνεται η χριστιανική αλήθεια και να προβάλλονται στους πιστούς τα διάφορα γεγονότα της ζωής του Χριστού σαν επίκαιρα και ζωτικά.
          Σήμερα πιστεύεται, ότι η Εκκλησία ακολούθησε τον πιο σωστό τρόπο από παιδαγωγική άποψη για να  μυεί τους πιστούς χωρίς να ξεφεύγει από τις βασικές αρχές της.
          Παράλληλα η Εκκλησία χρησιμοποίησε όλες τις μορφές της τέχνης για να μπορέσει ν’ ανεβάσει, να μεταρσιώσει τους πιστούς στο θρόνο του Κυρίου. Η αρχιτεκτονική, η ζωγραφική, η αγιογραφία, η εκκλησιαστική ποίηση και υμνογραφία, η μουσική, όλες αυτές οι λεγόμενες εκκλησιαστικές ή βυζαντινές τέχνες υπηρετούν το μυστήριο της σωτηρίας. Δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά αναγωγικά μέσα που μας βοηθούν να μυηθούμε, να ζήσουμε το μυστήριο της παρουσίας του Θεού.
          Πρέπει να έχουμε υπ’ όψη μας, ότι η βυζαντινή τέχνη δεν παριστάνει τα θέματά της φωτογραφικά, αλλά με ένα εκφραστικό τρόπο. Ενδιαφέρεται ν’ απεικονίσει τη μεταμόρφωση, που έχει υποστεί ένα εικονιζόμενο πρόσωπο από την εν Χριστώ ζωή. Και αυτή η ποίηση και η φωνητική μουσική είναι τέχνες που με τη συμβολή τους βοηθούν την λατρευτική ατμόσφαιρα. Ο δε έντεχνος ποιητικός λόγος με το στοχαστικό λυρισμό του υπομνηματίζει τις Γραφές και τη ζωή των αγίων και αναπτύσσει τη θεολογική πίστη της Εκκλησίας.
          Δεν μπορεί κανείς ν’ αμφισβητήσει, ότι η ατμόσφαιρα  και η σύνθεση της λατρευτικής ζωής της Εκκλησίας μας είναι μοναδική και ανεπανάληπτη. Πόσο αλήθεια μας έλειψε όλα αυτό το διάστημα η απαγόρευση της λατρευτικής μας ζωής!
          Η λατρευτική ζωή της Εκκλησίας μας, εκτός από τον πνευματικό της χαρακτήρα, δείχνει να γνωρίζει καλά να επικοινωνεί  με  τον άνθρωπο, που δεν είναι ένα απλό και άσαρκο πνεύμα.
          Σήμερα γίνεται λόγος για λειτουργική αναγέννηση της Εκκλησίας και πάρα πολλές μελέτες αναφέρονται στον χαρακτήρα της λατρείας μας. Ευτυχώς που η πίστη, η προσήλωση και ο σεβασμός στην παράδοση δεν επέτρεψε κανένα επίδοξο μεταρρυθμιστή να μεταβάλλει ή να αλλοιώσει τον ανεπανάληπτο κυριολεκτικά χαρακτήρα της λειτουργικής μας παράδοσης.
          Αυτές οι δύο κυρίαρχες λέξεις “πνεύμα” και “αλήθεια” της ευαγγελικής περικοπής μας οδηγούν στην πιο υψηλή διατύπωση του Θεού και του τρόπου λατρείας Του. Το Άγιο Πνεύμα είναι το δώρο του Θεού που προσφέρεται δια του Ιησού Χριστού στην ανθρωπότητα. Η αλήθεια από την άλλη πλευρά δεν είναι κατάκτηση νοητικής δυνάμεως του ανθρώπου, αλλά αποκάλυψη του Θεού. Η αλήθεια δεν είναι ιδέα, αλλά πρόσωπο: “ εγώ είμι η αλήθεια”,  που θυσιάζεται για να ζωοποιήσει τον άνθρωπο. Και το πρόσωπο αυτό είναι ο Αναστημένος Χριστός που συνάντησε η Σαμαρείτιδα στο φρέαρ του Ιακώβ.
          Γι’ αυτό ας αφήσουμε τον Κύριο να διαλεχθεί μαζί μας και τελικά να μας αποκαλυφθεί, για να μπορέσουμε όχι μόνο να πιστέψουμε σ’ Αυτόν, αλλά και να τον λατρεύουμε “εν πνεύματι και αληθεία”.

Πρωτοπρεσβύτερος Γερασιμάγγελος Στανίτσας

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Χριστός Ανέστη σεβαστέ π. Γερασιμάγγελε
τα κείμενά σας όαση μέσα στην εκκλησιαστική τρικυμία.
Χριστός Ανέστη
Αληθώς Ανέστη