Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

Ο ποιητής που θυσιάστηκε στην Πίνδο - Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

 
Ο ποιητής που θυσιάστηκε στην Πίνδο

Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
 
          Ο μεγάλος μας ποιητής Γιώργος Σαραντάρης θυσιάστηκε στην Πίνδο, σε ηλικία 33 ετών. Πρόλαβε πάντως να κάνει τομή στην ποίηση και στον φιλοσοφικό στοχασμό του τόπου μας. Ασθενικός, καχεκτικός, μύωπας, πτυχιούχος Νομικής στην Ιταλία κρίθηκε ότι έπρεπε να πολεμήσει στην πρώτη γραμμή και όχι να βοηθήσει στις ανακρίσεις αιχμαλώτων και στη συγκέντρωση στοιχείων από τους Ιταλούς...
          Ο Ανδρέας Καραντώνης γράφει ότι τον συνάντησε ο Σαραντάρης τον Σεπτέμβριο του 1940 και του είπε «φεύγω, πάω φαντάρος», με πρόσωπο ήρεμο, χαμογελαστό και ολότελα σχεδόν αποπνευματωμένο. Ο Καραντώνης μελαγχολεί στη σκέψη ότι δεν θα τα βγάλει πέρα στην τραχύτητα της εμπόλεμης ζώνης και προσθέτει: «Κι όμως ακολούθησε καρτερικά τη μοίρα του, με τη συναίσθηση ότι δίνει και αυτός, όπως όλοι οι άλλοι, το “παρών” του στο κάλεσμα της Πατρίδας».
          Ο Θεμιστοκλής Πολιτάρχης διηγείται στην ποιήτρια Ολυμπία Καράγιωργα ότι στο μέτωπο και στον 3ο λόχο συνάντησε τον Σαραντάρη και μαζί προέλασαν στην Κλεισούρα και στην Τρεμπεσίνα. Κοντά στο χωριό Κιλαρίτσι είδε τον Σαραντάρη εξαντλημένο, χλωμό και αδύναμο. Γονάτισε για να του μιλήσει. Ο ποιητής του είπε: «Έχεις κάτι να μου δώσεις να φάω;». Είχε ένα κομμάτι ξερή κουραμάνα. Του το έδωσε. Ύστερα ο Σαραντάρης έβγαλε από την τσέπη του χαρτιά. Του τα έδειξε. Το ένα ήταν ιατρική γνωμάτευση, που τον έστελνε στο νοσοκομείο, στα Γιάννενα. Το άλλο ένα ποίημα που άρχιζε: «Εγώ που οδοιπόρησα με τους ποιμένες της Πρεμετής...». Του το χάρισε. Εκείνος τόχασε, όμως θυμόταν τον πρώτο στίχο...
          Ένας άλλος συστρατιώτης του Σαραντάρη, ο Γιώργος Πολιτάρχης,  θυμάται και λέγει στην Καράγιωργα ότι στο μέτωπο και σε ένα γείσωμα συνάντησε τον Σαραντάρη. Ήταν εξουθενωμένος. «Έχασα τα γυαλιά μου Γιώργη. Δεν βλέπω τίποτε, τίποτε...». Τον σήκωσε όρθιο, τον κράτησε, τον οδήγησε στο αντίσκηνό του, τούδωσε την κουβέρτα του και κάτι σύκα και ψωμί που τούχαν δώσει. Έφαγε και τον πήρε ο ύπνος. Όταν ξημέρωσε του είπε να φύγει και να τον αφήσει εκεί. Ο Πολιτάρχης δεν τον άκουσε. Όταν περνούσε από το μέρος εκείνο μια φάλαγγα τον παρέδωσε στον ανθυπολοχαγό...
          Ο Ελύτης όταν έμαθε τον θάνατο του Σαραντάρη σχολίασε πως ήταν «η μόνη και η πιο άδικη απώλεια πνευματικού ανθρώπου» και κατάγγειλε το επιστρατευτικό σύστημα για δολοφονία: «Κράτησε στα Γραφεία και τις Επιμελητείες όλα τα χοντρόπετσα θηρία των αθηναϊκών ζαχαροπλαστείων και ξαπόστειλε στην πρώτη γραμμή το πιο αγνό και ανυπεράσπιστο πλάσμα. Έναν εύθραυστο διανοούμενο, που μόλις στεκότανε στα πόδια του, που όμως είχε προφτάσει να κάνει τις πιο πρωτότυπες και γεμάτες από αγάπη σκέψεις για την Ελλάδα και το μέλλον της. Ήταν σχεδόν μια δολοφονία... Στο μέτωπο απόμεινε σαν το κατατρεγμένο πουλί μέσα στην παγωνιά. Χωρίς να βαρυγκομήσει... Περήφανος, μ’ ένα σώμα ελάχιστο και μια μεγάλη ψυχή... Έτσι πέθανε ένας Έλληνας ποιητής, όταν οι συνάδελφοί του στη Δύση βλαστημούσανε το Θεό κι εμπιστεύονταν στη μαριχουάνα».-

Δεν υπάρχουν σχόλια: