Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2020

Η ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ - Κων/νος Δεσπότης


 Η  ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ  ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ  ΜΑΣ
 
Κων/νος Δεσπότης
 
ΙΩΑΝΝΙΝΑ   2020
Εἰσαγωγικά
 
          Τί εἶναι ἡ ἀλήθεια[1]; Δέν εἶναι ἰδέα, μιά θεωρία, ἕνα σύστημα, ἀλλά εἶναι τό Πανάγιο Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τί εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία; Ἡ ταύτισή της μέ τό θεανθρώπινο Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς παρουσίας τοῦ Ἀκτίστου Θεοῦ μέσα στήν ἱστορία καί ἡ δυνατότητα τοῦ κτιστοῦ ἀνθρώπου νά γίνει θεός κατά Χάρη.
          Ἡ Ἐκκλησία ὡς «σῶμα Χριστοῦ» καί ἐν Χριστῷ κοινωνία ὑπάρχει στόν κόσμο νά προσφέρει τή σωτηρία τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος μέσα ἀπό μία ὁρισμένη θεραπευτική ἀγωγή, νά μετέχει ὁ ἄνθρωπος στήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ζώντας μέ ἕνα συγκεκριμένο τρόπο ζωῆς, δηλαδή με ἄσκηση, Μυστηριακή καί Ἐκκλησιαστική ζωή, ὅπως ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὅσο αὐτό εἶναι δυνατόν.
           Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε γι’ αὐτό τό σκοπό, νά μετέχει στή θεία μακα-ριότητα. Γι’ αὐτό πρίν τήν ἐπανάστασή του ἐναντίον τοῦ Θεοῦ ἦταν «ντυμένος» μέ τή θεία δόξα καί Χάρη ὡς Φῶς, τό θεῖο Φῶς.
          Ἡ ἀρρώστια τῆς ἀνθρώπινης φύσης εἶναι ἡ πτωτική κατάστασή της, δηλαδή ἀστόχησαν οἱ ἄνθρωποι στήν πορεία τους πρός τόν φωτισμό καί τήν θέωση καί μαζί τους ὅλη ἡ κτίση, πού συμπάσχει (Ρωμ. 8, 22).
          Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἀφοῦ πείστηκε νά κάνει τό θέλημα τοῦ ἐχθροῦ μας καί ὄχι τοῦ πολυεύσπλαχνου Θεοῦ μας, συνέχισε νά τό ἐπαναλαμβάνει, ὁπότε τοῦ ἔγινε συνήθεια. Ἀπό τήν συνήθεια τῆς ἁμαρτίας, ἔφθασε σέ διάθεση. Μετά ἀκολού-θησε ἡ διαρκής μόνιμη κατάσταση ἡ ὁποία ἔγινε δευτέρα φυσική κατάσταση, ὅπου βιώνει πλέον αὐτή τήν ἐξάρτηση ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἀπό τότε ἡ ἁμαρτία τήν ἀπαιτεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο σάν νά εἶναι ὑποχρέωση, αἰχμαλωσία[2].
          Ἡ θεραπεία συνίσταται στήν ἀπελευθέρωση τῶν πιστῶν ἀπό τήν ἐξάρτησή τους ἀπό τά πάθη καί στήν ἕνωσή τους μέ τόν Χριστό. Εἶναι ἡ ἀνακάλυψη καί ἐνεργοποίηση τῆς νοερᾶς ἐνεργείας. Ἀλλά καί να διακρίνει τήν διάκριση ἀπό τήν λογική[3].Ἐπίσης ἀρρώστησε καί ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί θεραπεύεται μόνον ἀπό τή θεία Χάρη ἡ ὁποία ἐξέρχεται ἀπό τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή ἡ ψυχή θε-ραπεύεται μόνον ἀπό τό πνευματικό νοσοκομεῖο, (τό πανδοχεῖο, κατά τήν παρα-βολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου). Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπάρχει ἡ θεραπευτική ἀγωγή πού πραγματοποιεῖται μέ τά ἅγια Μυστήρια καί τήν ἄσκηση, πού ἐκφρά-ζεται μέ τήν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ μας[4].
          Παράλληλα ἡ κατά Χριστόν ἄσκηση συνίσταται στή διέλευση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τούς βαθμούς – στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Αὐτά εἶναι ἡ κάθαρση, ὁ φω-τισμός τοῦ νοῦ καί ἡ θέωση.
          Ἀρχίατρος εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί ἰατροί οἱ ἐπίσκοποι καί οἱ πνευματικοί. Πατέρες. Ὅσοι ἀπό τούς «ψυχοθεραπευτές», «ψυχοερευνητές» προσπαθοῦν νά θεραπεύσουν τά διάφορα ψυχονοσήματα χωρίς τή νηπτική μέθοδο θεραπείας τῆς Ὀρθοδοξίας ἀποτυγχάνουν τελείως καί δημιουργοῦνται ἄλλα ψυχοπροβλή-ματα. Καί κάνουν ὡς διάγνωση «διπολική διαταραχή». Ἡ ψυχή εἶναι ἄϋλη καί πνευματική καί δέν δέχεται ὀργανικές καί ἀνόργανες οὐσίες[5].
          Μπορεῖ νά θεραπευτεῖ τό ἄϋλο ἀπό τό κτιστό; Ὄχι βέβαια. Τά φάρμακα εἶναι χημεία καί τί σχέση μπορεῖ νά ἔχουν μέ τήν ἀόρατη ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, τήν ὁποία πάρα πολλοί «ψυχίατροι καί ψυχολόγοι» δέν πιστεύουν ὅτι ὑπάρχει;
          Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει: «τό ἀπρόσληπτον, ἀθεράπευτον[6]». Δη-λαδή ὅ,τι δέν προσλαμβάνεται ἀπό τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μένει ἀθεράπευ-το. Γιά νά γίνει ἡ πρόσληψη, ὁ θεραπευόμενος πρέπει νά δεχθεῖ ἐλεύθερα τίς προϋποθέσεις τῆς Ἐκκλησίας πού εἶναι ἡ ἡσυχία, ἡ μετάνοια, ἡ ἄσκηση καί ἡ στ-ροφή τοῦ νοῦ πρός τό Θεό. Ἡ στροφή αὐτή πρός τό Θεό εἶναι ἡ νοερά ἐργασία καί τελεσιουργεῖται μέ τό παντοδύναμο ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ καί τό Σῶμα καί Αἶμα τοῦ Χριστοῦ..
          Αὐτό τό σκοπό ἔχει ἡ μικρή μας αὐτή ἐργασία, ἀφοῦ μελετηθεῖ προσεκτικά, νά βοηθήσει τόν ἄρρωστο ἄνθρωπο νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τή δαιμονική τριάδα, (διάβολο, ἁμαρτία καί θάνατο).
          Γιά τίς ἐλλείψεις ζητῶ τήν ἐπιείκειάν σας.
          Εὐχαριστῶ ὅσους μέ βοήθησαν.
Μέ τήν ἐν Χριστῷ ἀγάπη καί σεβασμό
Κων/νος Δεσπότης


Ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου κατά τό Τριώδιο[7]
 
          Ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο Θεό μέ ἰδιαίτερο τρόπο, χρησιμοποιώντας «τά χέρια Του», ὅπως ἕνας τεχνίτης[8]. Πῆρε χῶμα ἀπό τή γῆ τοῦ ἐμφύσησε στό πρόσωπό του τή θεία Χάρη καί δημιουργώντας τήν ψυχή. Καί γίνεται ἔτσι ὁ ἄνθ-ρωπος μία ὑλικοπνευματική ὕπαρξη[9].
          Ἡ δημιουργηθεῖσα «ψυχή, λοιπόν, εἶναι οὐσία ζῶσα, ἁπλῆ, ἀσώματη, ἀόρατη κατά τή φύση της στά σωματικά μας τά μάτια, λογική καί νοερή, ἀσχημάτιστη. Ἐνῶ χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανο τό σῶμα καί παρέχει σ᾿ αὐτό ζωή καί αὔξηση καί αἴσθηση καί γέννηση, ἀλλά εἶναι ἡ ἴδια καθαρή, αὐτεξούσια, θελητική, ἐνεργητι-κή, τρεπτή, δηλαδή ἐθελότρεπτη εἶναι καί κτιστή, ἀφοῦ ὅλα αὐτά τά ἔχει πάρει κατά φύση ἀπό τό Δημιουργό της, ἀπ᾿ ὅπου πῆρε τό εἶναι κατά φύση[10].
          Τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὁ Θεός δηλαδή, δημιουργεῖ τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, πού ζωοποιεῖ τό σῶμα καί εἶναι ὁ νοερός ἔρωτας, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλα- μᾶ[11].
          Τί εἶναι ὁ νοῦς; Ὁ νοῦς εἶναι ἕνα ὄργανο τῆς ψυχῆς καί ἡ ψυχή ἔχει οὐσία καί ἐνέργεια. Ἀκόμη καί ὁ Θεός κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ ἔχει οὐσία καί ἐνέργειες, οἱ ὁποῖες εἶναι ἄκτιστες, δηλαδή Θεοειδεῖς[12].
          Ἡ οὐσία τοῦ νοῦ λέγεται νοερά οὐσία ἤ πνευματική καρδιά, πού εἶναι τό κέν-τρο τῆς προσωπικότητας τοῦ ἀνθρώπου.
          Νοερά ἐνέργεια ἤ νοῦς καί λογική ἐνέργεια, εἶναι ἐνέργειες τῆς ψυχῆς. Στήν πραγματικότητα ὑπάρχει μία ἐνέργεια στόν ἄνθρωπο πού κάνει δύο παράλλη-λες ἐργασίες. Ὅταν εἶναι στόν ἐγκέφαλο λειτουργεῖ ὡς λογική ἤ διάνοια, δηλα-δή σκέπτεται τά καθημερινά θέματα καί ἐκφράζει τίς ἐμπειρίες τοῦ νοῦ μέ λο-γικές προτάσεις. Ὅταν λειτουργεῖ στήν καρδιά λέγεται νοῦς ἤ νοερά ἐνέργεια, ἔχει μνήμη Θεοῦ, κοινωνία μέ τό Θεό καί προσεύχεται συνεχῶς.
          Ποιό ἔργο ἐπιτελεῖ ἡ νοερά ἐνέργεια; α) Βασικά κοινωνεῖ ὁ ἄνθρωπος μέ τό Θεό διά τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Τά ἀδιά-βλητα δηλαδή τά ἀκατηγόρητα πάθη - πείνα, δίψα, κούραση - μποροῦν εὔκολα νά γίνουν διαβλητά δηλαδή ἐφάμαρτα, δαιμονικά πάθη· ἡ πείνα νά γίνει γαστρι-μαργία, ἡ δίψα φιλοποσία, ἡ κούραση ἀκηδία, πνευματική ἀδιαφορία. β) Ἡ νοερά ἐνέργεια δέν ἀφήνει τά ἀδιάβλητα νά γίνουν διαβλητά, ἀλλά καί τά διαβλητά βοηθάει νά θεραπευθοῦν διά τῆς θείας Χάριτος. Ὅταν ἡ νοερά ἐνέργεια λειτουρ-γεῖ κατά φύση καί ὑπέρ φύση διά τῶν θείων μυστηρίων, τῆς ἀσκήσεως καί τῆς θερμῆς προσευχῆς, τότε θεραπεύονται πολλές σωματικές καί ψυχικές ἀσθένει-ες[13].
          Ποιά ἡ διαφορά λογικῆς καί νοερᾶς ἐνεργείας; Ὁ ἅγιος Παΐσιος, ὅταν ρωτή-θηκε γιά τή διαφορά λογικῆς καί νοῦ, ἀπάντησε: «Οἱ αἰσθήσεις εἶναι πολύ «χον-δρές» καί μοιάζουν μέ τά σταφύλια πού πατᾶμε καί μέ τό μοῦστο· πού δημιουρ-γεῖται· ἡ λογική μοιάζει μέ τό κρασί πού βγαίνει ἀπό τό μοῦστο· ὁ νοῦς εἶναι πο-λύ λεπτότερος καί μοιάζει μέ τό ἀπεσταγμένο κρασί πού εἶναι τό τσίπουρο[14]».
          Τό σῶμα δημιουργήθηκε ὡς μέσο, μέ τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ἔχει τή δυνατότη-τα νά δοξάζει τό Θεό ὡς ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Α΄. Κορινθ. 6, 15), καί μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ (Α΄. Κορινθ. 6, 19).
          Ὁ Θεός, λοιπόν, ἔπλασε τόν ἄνθρωπο ἄκακο, ἁπλό, ἐνάρετο, χαρούμενο, ἀμέριμνο, στολισμένο μέ κάθε ἀρετή, προικισμένο μέ ὅλα τά ἀγαθά, σάν κάποιο δεύτερο κόσμο, μικρό κόσμο μέσα σέ μεγάλο, ἄλλο ἄγγελο, σύνθετο προσκυνη-τή, ἐπόπτη τῆς ὁρατῆς δημιουργίας, γνώστη τῶν μυστηρίων τῆς ἀόρατης, ἐπίγειο βασιλιά, πού τόν κυβερνᾶ ἀπό ψηλά, ταυτόχρονα ἐπίγειο καί οὐράνιο, πρόσκαι-ρο καί ἀθάνατο, ὁρατό καί νοητό, ἐνδιάμεσο μεταξύ μεγαλείου καί μικρότητος, τόν ἴδιο καί πνεῦμα καί σάρκα. Καί τόν ἔπλασε ἀναμάρτητο στή φύση του καί αὐτεξούσιο στή θέλησή του. Λέγοντας «ἀναμάρτητο» δέν ἐννοῶ ὅτι δέν εἶναι δε-κτικός ἁμαρτίας – μόνον ὁ Θεός εἶναι ἀνεπίδεκτος ἁμαρτίας ‒ ἀλλά ἐννοῶ ὅτι δέν ἔχει τήν ἁμαρτία στή φύση του, ἀλλά μᾶλλον στήν προαίρεσή του· δηλαδή ἔχει τή δύναμη νά διατηρεῖται καί νά προοδεύει στό ἀγαθό, μέ τή βοήθεια τῆς θείας Χάριτος· καί ἐπίσης μπορεῖ νά παρεκτραπεῖ ἀπό τό καλό καί νά ὁδηγηθεῖ στό κακό, μέ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, ἐξ᾿ αἰτίας τοῦ αὐτεξουσίου του[15]. Τόν τίμησε ὡς ἄρχοντα ὅλων τῶν ὁρατῶν δημιουργημάτων, Καί ζοῦσε μαζί μέ τούς Ἀγγέ-λους[16].
 
Τό «κατ᾿ εἰκόνα» καί τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν»
 
          Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός λέγει: Τό «κατ᾿ εἰκόνα» ἀναφέρεται στή γέν-νηση τοῦ λόγου ἀπό τό νοῦ, τήν προβολή τοῦ πνεύματος καί στό ἀρχικό (ἐξου-σιαστικό). Ὡς πρός αὐτά καί οἱ ἄγγελοι καί οἱ ἄνθρωποι εἶναι πλασμένοι «κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ[17]». «Τὸ δὲ καθ᾿ ὁμοίωση» μέ τό Θεό εἶναι νά γίνει κανείς δίκαιος, ὅσιος καί ἀγαθός. Αὐτῶν τά χαρακτηριστικά ἄν ἐντυπώσει μέσα του αὐτόματα καί χωρίς κόπο, ἀπό τήν ἐπίγεια ζωή θά μεταστεῖ στήν οὐράνιο χώρα[18].
          Ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖ «τή θεοτύπωτη σκηνή[19]» τή στολή τήν πρώτη πού ὕφανε ὁ Πλαστουργός «ἐξ ἀρχῆς ἀπό τήν ὥρα τῆς δημιουργίας[20] καί ἔλαμπε «ἡ πρός τό θεῖον ὁμοίωσις» πού τήν ἀποτελοῦσε ὄχι ἕνα «σχῆμα», ἤ ἕνα «χρῶμα», ἀλλά ἡ «ἀπάθεια», «ἡ μακαριότητα» καί ἡ «ἀφθαρσία», τά χαρακτηριστικά μέ τά ὁποῖα στό ἔνδυμα τοῦ κατ᾿ εἰκόνα ἔλλαμπε «τὸ θεῖον κάλλος[21]».
          Συνεπῶς ὁ ἄνθρωπος γίνεται Χριστοειδής, ὅταν ἐνεργεῖ μέ τόν ἴδιο τρόπο πού ἐνεργεῖ ὁ Χριστός. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται πραγματικά ἄνθρωπος, τέτοιος δη-λαδή πού φτιάχτηκε γιά νά εἶναι, ὅταν φανερώνει τήν ἐνέργειά του ὡς ἐνέργεια προσληπτική καί μεταμορφωτική καί ὡς ἐκ τούτου ἄκρως δημιουργική[22]».
 
Ἡ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου πρίν ἀπό τήν πτώση
 
          Ἄν δηλαδή δέν μάθουμε, πόσο σπουδαίους μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός, δέν θά κατά-λάβουμε σέ ποιό κατάντημα μᾶς ὁδήγησε ἡ ἁμαρτία. Καί γιά νά μάθουμε τή σπουδαιότητά μας, πρέπει νά γνωρίσουμε πῶς μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός, πρέπει νά γνωρίσουμε αὐτά πού ἐκεῖνος ἀποκάλυψε γιά τόν ἄνθρωπο. Προπαντός ὅμως πρέπει νά γνωρίσουμε τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, πού ἀποκαλύπτει τόν τέλειο ἄνθρωπο[23].
          Μία πρώτη ἀνάγνωση τῶν κειμένων τοῦ Τριωδίου μπορεῖ νά ἀποδείξει ὅτι ὁ ἄνθρωπος γεύεται στόν Παράδεισο «τήν αἰώνια βασιλεία καί ἀπόλαυση[24]», ἔχει «βασιλική ἀξία[25]», «ντυμένος μέ στέμμα καί πορφύρα», εἶναι «ἄνθρωπος πλούσι-ος καί δίκαιος[26]», «γεμᾶτος ἀγαθά καί ζωντάνια[27]». Ἀπό αὐτό τό χωρίο βεβαιώνε-ται ὅτι ὁ άνθρωπος, ὅταν ἐξῆλθε ἀπό τά χέρια τοῦ Δημιουργοῦ, ἦταν σέ πλήρη ἁρμονία μέ τόν Θεό, μέ τόν ἑαυτόν του καί πρός τό περιβάλλον.
          Ὁ πρωτόπλαστος ἦταν ἁπλός, αὐτό σημαίνει, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Μάξι-μος ὁ Ὁμολογητής, ὅτι μέσα του δέν ὑπῆρχαν συγκρούσεις, πού τόν τραβoῦσαν πρός διαφορετικές κατευθύνσεις, ἀλλά ὑπῆρχε συνεχής εἰρήνη μέσα του. Ὁ πρω-τόπλαστος φοροῦσε στόν Παράδεισο «θεοΰφαντη στολή», πού εἶναι ἡ θεία δόξα καί ἡ κοινωνία μέ τό Θεό[28]. Πρόκειται γιά τό ἔνδυμα τοῦ «κατ’ εἰκόνα», συγκρο-τημένη μέ τήν πνοή τοῦ Θεοῦ καί θεοειδῶς δομημένη. Στό ἔνδυμα ἐκεῖνο ἔλαμπε «ἡ πρὸς τὸ θεῖον ὁμοίωσις» πού τήν ἀποτελοῦσε ἡ «ἀπάθεια», ἡ «μακαριότητα» ἡ «ἀφθαρσία» καί ἡ «ἀθωότητα».
          Ὥστε ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπον οὔτε θνητὸν οὔτε ἀθάνατον, ἀλλὰ δεκτι-κὸν ἀμφοτέρων. Γιά νά διατηρήσει τήν ἀθανασία, ἔπρεπε νά τηρήσει τὴν ἐντο-λἠν τοῦ Θεοῦ. Καὶ θά γινόταν θεός κατά χάρη. Πλάσθηκε, δηλαδή, εὐθύς καὶ ἄκακος, καθόσον δέν εἶχε μέσα του κάτι μολυσμένο ἤ ἀκάθαρτο[29].
          Ὁ Θεός ἤθελε τόν ἄνθρωπο νά μεγαλώσει μέ ἐλευθερία μέ τήν προσωπική του προσπάθεια. Ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο μόνο μέσῳ τῆς θέλησής Του, ἀλλά γιά τήν θέωσή του χρειάζονται δύο θέλησεις, τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου. Τό αὐτεξούσιον τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι μόνο ἕνα δῶρο, ἀλλὰ εἶναι καί ἀποτέλε-σμα τῆς προσωπικῆς του προσπάθειας.
          Ἡ ἐλευθερία τῆς βουλήσεως ἤ μέ ἄλλα λόγια τό αὐτεξούσιο πού τό θεωροῦν ἄτρεπτο συνδεδεμένο μέ τό λογικό, εἶναι αὐτό πού συνιστᾶ τήν οὐσία τοῦ ἀνθ-ρώπου[30].
          Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης: «παρουσιάζει τόν ἄνθρωπο νά εἶναι στή περι-κλείουσα πατρική παλάμη μέ πολλή στοργή κατά τή βιωματική ἐμπειρία τῆς πρώτης μακαριότητας, λαμπρύνουσα αὐτόν».
          Ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα ζοῦσαν στό Παράδεισο βίο ἀπαθῆ, ἀπαλλαγμένο ἀπό μό-χθο, ἀσθένεια, ἀνώδυνο, ἀδιατάραχτο ἀκόμα καί ἀπό τό θάνατο, ἔχοντας τή δυ-νατότητα νά προοδεύει ἠθικά καί πνευματικά καί νά πορεύεται κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μάλιστα γιά νά σταθεροποιήσει ὁ Δημιουργός τή θέληση τῶν πρωτο-πλάστων στό θέλημά Του, ἀλλά καί γιά τήν ἔμπρακτη ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης καί τῆς ἀφοσίωσής τους, προσωπική συμμετοχή στόν τελικό σκόπο γιά τόν ὁποῖο ἔτεινε, τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν», νά παγιώσει αὐτή τήν κατάσταση, τό μόνιμο προσα-νατολισμό του πρός τό Θεό Δημιουργό του. Στόχος τῆς φυσικῆς πορείας τοῦ ἀνθ-ρώπου εἶναι ἡ οἰκείωση τῆς θείας φύσης[31], ἡ υἱοθεσία[32] καί σκοπός τῆς δημιουρ-γίας τοῦ ἰδίου τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά καταστεῖ θεός «κατά χάριν[33]».
          Μέσα στήν ψυχή, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, λόγῳ τῆς ἐγκρά-τειας τῆς νόησης (τῶν αἰσθήσεων), βούλησης (ὄρεξης – νηστεία) καί συναισθή-ματος (ὡραιότητας) προέρχεται ἡ θεία ἡδονή, ἡ πνευματική. Ἡ ἡδονή συνδέεται μέ τήν αὐτάρκεια καί αὐτή βρίσκεται στήν κοινωνία μέ τό Θεό. Ζοῦσαν σέ μιά πληρότητα ἡδονῆς[34].
          Πρό τῆς πτώσεως, κέντρο τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ὁ Θεός. Ἡ ψυχή ἐτρέφετο ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τό σῶμα ἀπό τή χαριτωμένη ψυχή, πρᾶγμα τό ὁποῖο εἶχε συνέπειες γιά ὅλη τήν κτίση, καί μέ τήν ἔννοια αὐτή ὁ ἄνθρωπος ἦταν ὁ βασιλι-ᾶς ὅλης τῆς κτίσεως.
          Κατά τό Μ. Βασίλειο ἡ ἀρχέγονη κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου δέν διήρκεσε πο-λύ.
 
Ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου
 
          Τό δραματικότερο γεγενός γιά τό ἀνθρώπινο γένος ἦταν ἡ ἁμαρτία[35] καί ἡ πτώση τῶν πρωτοπλάστων. Ἔλαβε χώρα ἡ πειρασμική προσβολή τοῦ διαβόλου πρός τόν ἄνθρωπο μέ δόλωμα τήν ψευδεπίγραφη ἰσοθεΐα, πού τοῦ ὑποσχέθηκε ὁ διάβολος εἶχε φυσικά ὡς νά εἰσέλθει ἡ προσβολή, δηλαδή ὁ λογισμός διά τῶν αἰσθήσεων μαζί μέ τή φαντασία μόλυνε τή λογική καί τόν αἰχμαλωτισθέντα ἀπ’ αὐτή τό νοῦ.
          Ποιά εἶναι ἡ νόσος τοῦ ἀνθρώπου;
          «Ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου «νενόσηκεν» μέ τήν πτώση του ἀπό τό Θεό. Αὐτή ἡ νόσος εἶναι κυρίως αἰχμαλωσία καί πτώση τοῦ νοός. Τό προπατορικό ἁμάρτημα εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Θεό, ἡ ἀπώλεια τῆς θείας Χάριτος, μέ συνέπεια τή σκότωση, τή ζόφωση καί τόν θάνατο τοῦ νοός. Ἀκριβέστερα μπο-ροῦμε νά ἱσχυρισθοῦμε ὅτι «ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου ἤ ἡ κατάσταση τῆς κληρονο-μηθείσης ἁμαρτίας εἶναι: α) ἡ ἀποτυχία τῆς νοερᾶς δυνάμεως νά λειτουργεῖ σω-στά ἤ ἔστω νά ὑπολειτουργεῖ β) ἡ σύγχυσή της μέ τίς λειτουργίες τοῦ ἐγκεφά-λου καί τοῦ σώματος γενικότερα καί γ) ἡ κατά συνέπεια «ὑποδούλωσή της στό ἄγχος καί στίς συνθῆκες τοῦ περιβάλλοντος. Κάθε ἄνθρωπος ἀποκτᾶ ἐμπειρία τῆς πτώσεως τῆς δικῆς του νοερᾶς δυνάμεως σέ ποικίλους βαθμούς, καθώς ἐκτί-θεται σέ περιβάλλοντα, ὅπου δέν λειτουργεῖ ἤ ὑπολειτουργεῖ ἡ νοερά δύναμης... Ἀποτέλεσμα κακῆς λειτουργίας τῆς νοερᾶς δυνάμεως εἶναι οἱ κακές σχέσεις ἀνθρώπου καί Θεοῦ καί τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους καί ἡ χρησιμοποίηση τόσον τοῦ Θεοῦ, ὅσον καί τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου πρός κατοχύρωση τῆς ἀτομικῆς ἀσφαλείας καί εὐτυχίας[36]».
          Μέ τήν ἁμαρτία, ὅμως, διαταράχθηκαν αὐτές οἱ ἱσορροπίες τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό, τήν κτίση καί τόν ἑαυτό του.
          Ἡ ψυχή, ἀφοῦ ἔπαυσε νά τρέφεται ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀπομυζᾶ τό σῶμα καί, ἔτσι, δημιουργοῦνται τά ψυχικά πάθη (ἐγωϊσμός, ὑπερηφάνεια, μῖσος κ.λπ.). Τό σῶμα, ἀφοῦ ἔπαυσε νά τρέφεται ἀπό τή ψυχή, ἀπομυζᾶ τήν ὑλική κτίση, ὁπό-τε δημιουργοῦνται τά σωματικά πάθη (γαστριμαργία, φιλοκτημοσύνη, σαρκικές ἀπολαύσεις κ.λπ.). Μέ αὐτή τή προοπτική καί ἡ κτίση πάσχει καί βιάζεται, ἀφοῦ, ἀντί νά δεχθεῖ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ διά τοῦ καθαροῦ ἐσόπτρου, πού εἶναι ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, δέχεται τόν βιασμό ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου, ἐπειδή θέλει νά ἱκανο-ποιήσει τά πάθη του, ὁπότε δημιουργοῦνται τά οἰκολογικά προβλήματα[37].
          Τούς ἔδωσε μία καί μόνο ἐντολή. Νά μή φᾶνε ἀπό τόν καρπό τοῦ δένδρου νά γνωρίσουν τό καλό καί τό κακό, γιατί πνευματικά ἦταν ἀκόμη νήπιοι.
          Ὁ νοῦς ὡς τροφοδότης τῆς πνευματικῆς ρίζας τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι ἡ καρδιά μολύνθηκε καί ἀρρώστησαν ὅλες οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν ἡ ὑπαρξιακή ἀποτυχία τοῦ ἀνθρώπου χωρίς πλέον τήν κοινωνία μέ τό Δη-μιουργό του, γεύτηκε τήν εἴσοδο τῆς ἁμαρτίας, πού δημιούργησε βαρειά ἀρρώ-στια, ἕνα πνευματικό ναυάγιο, ἕνα δράμα μέ ἀσύλληπτες συνέπειες.
          «Τά συμπτώματα τῆς παράβασης στήν ἀνθρώπινη φύση, πού ἐμφανίστηκαν ἀρχικά στούς πρωτοπλάστους, δηλαδή ὁ σκοτασμός[38], ἡ ἀσθένεια, ἡ ἀπώλεια τῆς κοινωνίας μέ τό Θεό, ἡ φθορά καί ὁ θάνατος, καί στή συνέχεια σ’ ὅλο τό ἀνθρώ-πινο γένος, ἐκφράζονται μέ τήν πρός τά κακά ἁμαρτητική ροπή καί τήν ἁμαρτία πού εἰσῆλθε στήν ἀνθρώπινη φύση[39]».
          Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὅλες οἱ λέξεις πού ἐκφράζουν τήν παράβαση τοῦ Ἀδάμ, μέ τήν ὁποία ὁ πιστός ταυτίζει καί τή δική του παράβαση, ἀναφέρουν ὡς αἰτία ὄχι τό διάβολο ἀλλά τόν ἄνθρωπο[40].
          «Τά δῶρα τῆς ἀθάνατης ψυχῆς[41] ξόδευσα στίς ἀσωτίες·» «εἶμαι ἄδειος ἀπό εὐσέβεια καί ἀρετή·» «πεινασμένος πνευματικά·[42]», «κυκλωμένος στή ζωή τῶν κακῶν·[43]», «ἀμαύρωσα τῆς ψυχῆς τήν ὡραιότητα·»,«τό νοῦ μου ἔσειρα μέσα στή λάσπη·[44]» «ξεγελάστηκε ὁ νοῦς μου βλέποντας τό δένδρο καί εἶμαι πεσμένος χάμω γυμνός καί ντρέπομαι[45]·» «σκότωσα τό νοῦ μέ τίς παράλογες ὁρμές![46]»,«ὁ νοῦς μου εἶναι τραυματισμένος, τό σῶμα ἐξασθενημένο, τό πνεῦμα μου νοσεῖ[47], ἡ ζωή μου νεκρώθηκε·», «ξέσχισα τήν πρώτη μου στολή πού μοῦ ὕφανε ὁ Πλα-στουργός·[48]» «ντύθηκα χιτώνα ξεσχισμένο πού μοῦ ὕφανε ὁ διάβολος·[49]» «στο-λίστηκα χιτώνα κηλιδωμένο καί λερωμένο ἀπ’ τά αἵματα τῶν αἰσχρῶν παθῶν·[50]» «ἔρραψε τούς δερμάτινους χιτῶνες ἡ ἁμαρτία ἀφοῦ νωρίτερα μέ γύμνωσε ἀπό τή θεοΰφαντη στολή·[51]».
          «Ἔχασα τήν πρώτη ἐκείνη ὀμορφιά καί τήν εὐπρέπεια πού μοῦ ἔδωσε ὁ Κτί-στης·[52]». Ὑπέκυψα στῶν παθῶν τήν ἀθλιότητα καί στά φθαρτά ὑλικά, καί γι’ αὐ-τό ὁ ἐχθρός μέ πιέζει ἀφάνταστα·[53] «στόλισα τή σάρκα μέ αἰσχρούς λογισμ-ούς·[54]».
          «…Νά τά χτυπήματα· τῶν ἀκυβέρνητων παθῶν μου, (δηλαδή οἱ ἄσχημοι λο-γισμοί) μέ γέμισαν μέ τραύματα, μέ κατεπλήγωσαν! δημιούργησαν φλεγμονές, σακατέματα· στή ψυχή καί στό σῶμα·[55]»,.«γλίστρησα στήν ἀκολασία καί κυλί-στηκα μέσα στό βοῦρκο, ὅπως ὁ Δαβίδ·[56]», «ἔγινα ἀλαζόνας στήν καρδιά καί αὐ-θάδης χωρίς λόγο·[57]», «ὅλο μου τό σῶμα ἀτίμασα! τό πνεῦμα κατασπίλωσα! Γέ-μισα πληγές·[58]», «μόλυνα τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ τό κάλλος·[59]»,«ἔκανα ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό μου εἴδωλο, βλάπτοντας τήν ψυχήν μέ τά πάθη·[60]», «κλείστηκε ὁ οὐρανός καί μέ κατέλαβε πείνα Θεοῦ·[61]», «ψυχή μου μόνη ἄνοιξες τούς καταρράχτες τῆς θείας ὀργῆς[62]».
          Μετά ἀκολούθησε καί ἡ ἐκδίωξή τους ἀπό τόν Παράδεισο.
          Ὁ καθηγητής Χρυσόστομος Σταμούλης ἑρμηνεύοντας τό κείμενο αὐτό τονί-ζει ὅτι ἡ θέση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου[63] φανερώνει τήν πραγματική διάσταση τῆς ὀρ-θόδοξης θεολογίας, ὅπου ὡς ἀπώλεια τοῦ κάλλους δέν νοεῖται ἡ ἀπουσία μιᾶς κάποιας ἠθικῆς ζωῆς τοῦ λογικοῦ ὄντος, δηλαδή ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό, ἡ «ἀγαθοεργία» καί τή «δικαιοσύνη», ἀλλά κυρίως καί πρωτίστως ἡ ἀπώλεια τῆς μετοχῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ἀδυναμία κοινωνίας μέ τόν Τριαδικό Θεό». Ἔ-τσι, ἡ «ἀγαθοεργία» καί ἡ «δικαιοσύνη» δέν ἀποτελοῦν προϋποθέσεις τῆς κοινω-νίας μέ τό Θεό, ἀλλά ἀποτελέσματα, φανερώσεις τῆς ὑπάρχουσας προσωπικῆς σχέσης[64].
          Ἀπό τά παραπάνω φαίνεται πώς ὁ ἄνθρωπος ζητώντας τήν ἡδονή βρίσκει τήν ὀδύνη, ζητώντας τήν πνευματική καί σωματική ὑγεία βρίσκει τήν ἀσθένειά του, ζητώντας τή ζωή βρίσκει τό θάνατο.
          Ὁ θάνατος ἐπιτράπηκε ἀπό τό Θεό γιά λόγους φιλανθρωπίας, ἐπειδή ὁ θα-νατος ἔβαλε ὅριο στή φθορά[65], γιά νά μή γίνει τό κακό ἀθάνατο[66]. «Ἵνα μή ἀθά-νατον γένηται τό κακόν[67]».
 
Ἡ ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου
 
          Ἡ προπατορική ἁμαρτία δημιούργησε στήν ἀνθρωπότητα τή νοσηρή κατά-σταση τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου.
          Ὁ ἄνθρωπος μέ τίς δικές του δυνάμεις δέν μποροῦσε νά βρεῖ θεραπεία. Αὐτό τό σωτηριῶδες ἔργο τό ἀνέλαβε ὁ ἐνανθρωπήσας Λόγος καί Υἱός τοῦ Θεοῦ. Μέ τό σταυρικό Του θάνατο καί τήν ἀνάστασή Του σώζεται ὁ ἄνθρωπος[68], γιατί νί-κησε τή διαβολική τριάδα, δηλαδή τό διάβολο, τήν ἁμαρτία καί τό θάνατο. Μόνο Ἐκεῖνος πού εἶναι ἀναμάρτητος μποροῦσε νά καταργήσει τή δύναμη τοῦ διαβό-λου.
          Ἡ ἐνανθρώπηση ἀποκαλύπτει τήν ἄπειρη ἀγάπη, τή δικαιοσύνη, τή σοφία καί τή δύναμη τοῦ Θεοῦ στόν πεσόντα ἄνθρωπο νά σηκωθεῖ[69].
          Σέ ὁμιλία του ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός γιά τό Μεγάλο Σάββατο λέγει: Ὁ Νῶε μπῆκε μέσα στήν ξύλινη κιβωτό, πού προτυπώνει τό Χριστό πού τάφηκε ἑκούσια καί ἔγινε ἡ ἀπαρχή τῆς ἀναστάσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὁ Ἰησοῦς μέ τό Ξύλο τοῦ Σταυροῦ ἔσωσε ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος. Στήν περίπτωση τοῦ Νῶε τό νερό (ὁ κατακλυσμός) καθάρισε τή γῆ. Τό αἷμα καί τό νερό, πού ἀνέβλυ-σαν ἀπό τή λογχευμένη Του πλευρά καθάρισαν τήν ἁμαρτία καί τήν ἀποκατά-σταση τοῦ ἀνθρώπου στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀπό σένα, Θεοτόκε, ντύθηκε τό σῶ-μα Του ὁ Θεός πού δημιουργησε τά πάντα και ἕνωσε μέ τόν ἑαυτό Του τή φύση μας[70].
          Μέ τή σταυρική Του θυσία ὁ Χριστός, κατά τόν ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα, κατέλυσε τό τριπλό τεῖχος πού χώριζε τούς ἀνθρώπους μέ τό Θεό. Τό ἕνα ἦταν ὅτι θεράπευσε τήν ἄρρωστη καί διεφθαρμένη φύση μας ἀπό τήν ἁμαρτία. Τό δεύτερο τεῖχος κατέλυσε μέ τό θάνατό Του τήν ἁμαρτία καί τό τρίτο τεῖχος κατέ-λυσε τό θάνατο μέ τήν ἀνάστασή Του[71]. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος στόν κατηχητικό του λόγο ἀναφέρει: «Ὁ ἅδης ἔλαβε σῶμα καί Θεῷ περιέτυχεν, (καὶ τοῦ συνέβη νὰ πέσει πάνω στὸ Θεό). Ἔλαβε γῆν (ἡ κατασκευή τοῦ σώματος) καί συνήντησεν οὐρανῷ (τήν Θεότητα)».
          Ἡ Σταύρωση τοῦ Κυρίου μας δέν ἀποτελεῖ αἰτία «τῆς θείας Οἰκονομίας στό πραγματικό βαθύ μυστήριο ἄνθρωπος», εἶναι πράξη ἀνεξάρτητη ἀπό αὐτή. Γιατί ὁ ἄνθρωπος καί πρίν ἁμαρτήσει εἶχε ἀνάγκη σωτηρίας, ἀφοῦ ἦταν πνευματικά ἀτελής, «νήπιος». Μόνο μέ τήν ἕνωσή του μέ τό Ἀρχέτυπο, (γιατί εἶναι εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ), μποροῦσε νά ὁλοκληρωθεῖ πνευματικά[72].
          Ὁ Χριστός θά γινόταν Ἄνθρωπος, ἔστω κι᾿ ἄν δέν ἁμάρταναν οἱ πρωτόπλα-στοι, μέ τή διαφορά ὅτι δέν θά εἶχε ὑποστεῖ τό Σταυρικό θάνατο. Οἱ ἅγιοι Πατέρες δέν ἀναφέρονται σέ αὐτό τό θέμα ἐν ἐκτάσει, γιατί σέ ὑποθετικές καταστάσεις δέν δίνουν ἀπαντήσεις[73].
          Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ἀναφέρει: «Ἡ Ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό ἀπόκρυφο καί μεγάλο μυστήριο, πού φανερώνει τήν ὑπεράπειρη μεγάλη βου- λή τοῦ Θεοῦ (Ἐφεσ. α, 10 - 11), τῆς ὁποίας βουλῆς ἀγγελιαφόρος ἔγινε ὁ Ἴδιος ὁ Θεός Λόγος[74]».
 
«ΤΑ ΣΤΑΔΙΑ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΤΕΛΕΙΩΣΕΩΣ
ΤΟΥ  ΑΝΘΡΩΠΟΥ»
 
          Ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς
 
          Tό θεόπνευστο φθέγμα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου του Σιναΐτου (14ος αι.): «Ἂν μὴ γνῶμεν οἵους ἡμᾶς ἐποίησεν ὁ Θεός, οὐκ ἐπιγνωσόμεθα οἵους ἡμᾶς ἐποίησεν ἡ ἁμαρτία[75]». Ἂν δηλαδὴ δὲν μάθουμε, πόσο σπουδαίους μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός, δὲν θά καταλάβουμε σὲ ποιὸ κατάντημα μᾶς ὁδήγησε ἡ ἁμαρτία. Καὶ γιὰ νὰ μάθου-με πόσο σπουδαίους μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός, πρέπει νὰ γνωρίσουμε αὐτὰ πού ἐκεῖ-νος ἀποκάλυψε γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Προπαντὸς ὅμως πρέπει νὰ γνωρίσουμε τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, πού ἀποκαλύπτει τὸν τέλειο ἄνθρωπο.
          Τό χωρίο συνοψίζει, ὅντως, τήν θεραπευτική πεμπτουσία τῆς ὀρθόδοξης ἐκ-κλησιαστικής Παράδοσης, ἡ ὁποία συνίσταται στή μέσω τῆς καθάρσεως καί τοῦ φωτισμοῦ τοῦ νοός ἐπάνοδο τοῦ ἀνθρώπου στήν «κατά φύσιν» κατάστασή του καί ἀπό ἐκεῖ στό «ὑπὲρ φύσιν» διά τῆς «ἐν ἀποκαλύψει ἁρπαγῆς πρὸς τὴν τοῦ ἀκτίστου φωτός θέα», ἐάν καί ὅποτε εὐδοκήσει ὁ Παράκλητος[76].
          Ἡ πατερική θεολογία εἶδε τό προπατορικό ἁμάρτημα ὡς ἀρρώστια[77] καί δέν ἔκανε λόγο γιά κληρονομική ἐνοχή ἀλλά γιά κληρονόμηση τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου[78]. Ἡ ἀσθένεια δέν θέλει τιμωρία ἀλλά θεραπεία.
          Ὅλη ἡ παράδοση της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας συνίσταται στό νά θεραπεύσει καί νά ζωοποιήσει τή νεκρά ἀπό τήν ἁμαρτία ψυχή, νοῦ, καρδία, δυνάμεις καί αἰ-σθήσεις. Σ᾿ αὐτό τό σημεῖο ἔγκειται ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς ἡ ἡσυχαστική[79] ἀσκη-τική ζωή καί σ᾿ αὐτό συντελοῦν ὅλα τά Μυστήρια καί οἱ Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλη-σίας μας. Ὅποιος ἀγνοεῖ αὐτή τή πραγματικότητα δέν μπορεῖ νά αἰσθανθεῖ τήν ἀτμόσφαιρα τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Ἡ θεραπεία τῆς ἀσθενοῦς ψυχῆς δη-λαδή ἡ ζωοποίηση τοῦ σκοτισμένου νοῦ[80], ἡ καθαρότης τῆς καρδιᾶς πετυχαίνε-ται, κατορθώνεται μέ τήν ἐπιστροφή τοῦ νοῦ στήν καρδιά διά τοῦ θείου Ὀνό- ματος, μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή πού εἶναι ἡ αἰχμή τοῦ δόρατος πάσης θερα-πευτικῆς ἀγωγῆς τῆς ψυχῆς. Ἀλλά καί ἡ στροφή τοῦ νοῦ πρός τό Θεό[81], πού εἶναι ἡ νοερά ἐργασία. Κατορθώνεται ὄχι μέ συμβουλές οὔτε μέ φάρμακα, ἀλλά μέ τήν ἡσυχαστική ἀσκητική μέθοδο τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήν μετάνοια, τό πένθος, τήν ἐγκράτεια, τήν ἀγάπη. Γι᾿ αὐτό πιστεύουμε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση ἔχει μεγάλη σημασία γιά τήν ἐποχή μας, γιατί εἶναι ἡ μόνη πού μπορεῖ τόν ἄνθρωπο νά τόν θεραπεύσει ἀπό τά πάθη καί τούς λογισμούς, τό ἄγχος καί τήν ἀνασφά-λεια πού προέρχονται ἀπό τόν σκοτισμό τῆς ψυχῆς[82].
          Γι᾿ αὐτό ἡ Ὀρθοδοξία χαρακτηρίζεται ἀπό τόν ρβ΄(102), ἱερό Κανόνα τῆς Παν-θέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὡς «ἰατρική ἐν πνεύματι ἐπιστήμη», μέ Ἀρχίατρο Τόν Χριστό μέ συγκεκριμένη θεραπευτική μέθοδο καί «μέ πνευματική φαρμα-κευτική ἀγωγή», καί ἰατρούς τούς ἱερεῖς καί τούς πνευματικούς πατέρες, οἱ ὁπ-οῖοι ἐβίωσαν τήν θεραπευτική ἀγωγή[83].
          Ἡ θεραπευτική ἀγωγή, πού γίνεται μόνο στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πραγμα-τοποιεῖται διά τῶν τριῶν σταδίων τῆς πνευματικῆς ἀναβάσεως ἤ βαθμίδων τῆς πνευματικῆς προόδου τῶν πιστῶν· τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη, τό φωτισμό τοῦ νοῦ καί ἐάν θελήσει ὁ Θεός, τοῦ χαρίζει τή θέωση. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογη-τής[84] χρησιμοποιεῖ τούς ὄρους: Πρακτική φιλοσοφία, φυσική θεωρία καί μυστική θεολογία.
          Γιά τήν ἐπιστημονική[85] θεραπευτική ἀγωγή τῆς Ἐκκλησίας μας χρειάζονται δύο προϋποθέσεις· ἡ ἄκτιστη θεία Χάρη καί ἡ προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου. Ἀνάλο-γα μέ τόν τρόπο τῆς ἐπίδρασης ἡ θεία Χάρη ὀνομάζεται: καθαρτική, φωτιστική, θεοποιός ἤ τελειωτική.
          Ὁ Γέροντας Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής γράφει: «Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔλθει σέ μετά-νοια ἐκ τῶν πρώτων ἁμαρτιῶν, βιάζεται νά σταθεῖ ἐντός τοῦ θεϊκοῦ Νόμου καί πάσχει ἀπό τή συνήθεια τῶν παθῶν μεγάλους ἀγῶνες καί πόνους φοβερούς. Το-τε μυστικά ἡ θεία Χάρη τοῦ δίνει παράκληση καί χαρά, δάκρυα, πένθος, ἡδονή καί γλυκύτητα ἀπό τά θεῖα λόγια πού διαβάζει, καί δύναμη καί θάρρος γιά τό πνευματικό ἀγώνα. Αὐτή εἶναι ἡ Χάρη ἡ καθαρτική, πού βοηθεῖ τό μετανοοῦντα ἀγωνιστή, γιά νά καθαρθεῖ ἀπό τίς ἁμαρτίες καί νά σταθεῖ στήν κατά φύση κα-τάσταση.
          Ἐάν ὁ ἀγωνιστής σταθεροποιηθεῖ στήν κατά φύση κατάσταση καί δέν ἀμε-λήσει ἀλλά ὑπομένει καί βιαζόμενος παράγει καρπούς ἀγαθούς μέ μακροθυμία, δεχόμενος τίς ἀλλοιώσεις τῆς φύσεως, ἀναμένει τό θεῖο ἔλεος, τότε ὁ νοῦς δέχε-ται τό θεῖο φωτισμό, τήν ἀλήθεια καί διακρίνει, πῶς πρέπει νά περπατεῖ, μέχρι νά φθάσει στήν ἀγάπη, ὅπου εἶναι ὁ γλυκύς Ἰησοῦς. Χρειάζεται μεγάλη προσο-χή. Νά προσέχεις στό φῶς πού ἔχει ἄλλο χρῶμα. Τό νοερό φῶς τῆς θείας Χάριτος εἶναι ἄϋλο, ἀνείδεο, δέν ἔχει σχῆμα, εἶδος, καί εἶναι ἀχρωμάτιστο, ἱλαρό καί εἰ-ρηνικό. Αὐτή καλεῖται Χάρης φωτιστική, πού φωτίζει τό νοῦ καί γνωρίζει ἀσφα-λεῖς δρόμους τῆς πνευματικῆς ὁδοιπορίας, γιά νά μή πλανηθεῖ καί πέσει ὁ ἀγω-νιστής. Ἡ Χάρη δέν παραμένει συνεχῶς, ἀλλά φεύγει καί ἔρχεται. Ὅταν λοιπόν ὑπομένουμε καί ἀγωνιζόμαστε νά κρατήσουμε τίς ἀρετές, τίς ταραχές τῶν πα-θῶν καί τῶν πολέμων, τότε δίνεται ἡ δωρεά τοῦ Θεοῦ, ἡ Χάρη ἡ τελειωτική. Ἡ ὁποία μᾶς τελειοποιεῖ, καί εἶναι καί λέγεται καί ὑπερφυσική γιατί περπατεῖ πά-νω ἀπό τή φυσική κατάσταση. Τότε ὅλα τά πάθη ἐξαλείφονται καί περπατεῖ διά τῆς θείας γνώσεως, ὡς βασιλιάς, ὑπεράνω ἀπό τή φυσική κατάσταση[86].
          Ὁ ὅσιος Νικήτας ὁ Στηθᾶτος περιγράφει τόν τρόπο καθάρσεως τοῦ νοῦ. Ὅ-πως ἔχουμε πέντε αἰσθήσεις ἔτσι ἔχουμε καί πέντε ἀντίστοιχες ἀσκήσεις. Οἱ πέν-τε ἀσκήσεις εἶναι: ἡ ἀγρυπνία, ἡ μελέτη, ἡ εὐχή, ἡ ἐγκράτεια καί ἡ ἡσυχία. Χρειά-ζεται κανείς νά ἐπισυνάψει τήν ὅραση μέ τήν ἀγρυπνία, τήν ἀκοή μέ τή μελέτη, τήν ὄσφρηση μέ τήν εὐχή, τή γεύση μέ τήν ἐγκράτεια καί τήν ἁφή μέ τήν ἡσυχία. Μέ αὐτόν τόν τρόπο ταχέως καθαίρεται ὁ νοῦς, λεπτύνεται καί γίνεται ἀπαθής καί διορατικός[87]».
          Πῶς θεραπεύει ὁ Χριστός;
          Πρίν τή σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ θεωρεῖται «ὁ ἰώμενος πάσας τάς νό-σους»(Ψαλμ. 102,3).
          Ἔγινε ἄνθρωπος ὡς ἰατρός τοῦ σώματος καί τή ψυχή. Θεράπευε τούς ἀνθ-ρώπους ἀπό τίς συνέπειες τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, τά πάθη, ὄχι ὅμως τό ροπή πρός τήν ἁμαρτία, γιά νά ἀπελευθερώσει τούς ἀνθρώπους. Συγχωρεῖ τήν αἰτία τῶν ἀσθενειῶν τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος πού εἶναι ἡ ἁμαρτία.
          Γιά νά χορηγήσει ὁ Θεός τήν θεραπεία πρέπει νά πεισθεῖ ὁ ἄνθρωπος ὅτι ἔχει συνηδειτοποιήσει ὅτι εἶναι μηδέν, ἄνευ τῆς θείας Χάριτος. Νά ἔχει έπίγνωση ὅτι πραγματικά ἡ ψυχή του ἀσθενεῖ. Τότε ὁ Θεός τοῦ χορηγεῖ πολλή ἐμπιστο-σύνη καί ἐλπίδα σωτηρίας· ἐλπίζει στό ἔλεός Του, ἐμπιστεύεται τή σωτηρία του στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Μέ αὐτό τό τρόπο δημιουργεῖ ὁ Θεός τίς κατάλληλες συν-θῆκες γιά νά θεραπευθεῖ ὁ ἄνθρωπος.
          Ἕνα καταπληκτικό τροπάριο τοῦ «Κανόνα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ», τοῦ Ὁσίου Θεολήπτου στή δ΄. ὠδή περιγράφει τήν θεραπείαν ποῦ χορηγεῖ ὁ Χριστός μας: «Θεράπευσον, Ἰησοῦ μου ψυχῆς μου τά τραύματα, Ἰησοῦ μου δέομαι καί τῆς χει-ρός με ἐξάρπασον, Ἰησοῦ μου εὔσπλαχνε, τοῦ ψυχοφθόρου Βελίαρ καί διάσω-σον».
 
1.Εἰσαγωγικά περί καθάρσεως.
          «Ἡ κατάσταση τῆς ἡσυχίας εἶναι ἡ ἀρχή τῆς καθάρσεως τῆς ψυχῆς μας,» λέ-γει ὁ Μ. Βασίλειος[88]. Πράγματι ἡ ἡσυχία γεννᾶ τήν κατάνυξη. Μέσα στήν ἡσυ-χία καί στήν κατάνυξη βρίσκει ὁ ἄνθρωπος τήν προσευχή. Στήν ἡσυχία ἀντικρί-ζει καλύτερα τό ἐσωτερικό του, ὅπως κανείς καθρεπτίζεται στά ἥσυχα νερά μιᾶς λίμνης. Καί εἶναι αὐτή ἡ ἥρεμη θέα τοῦ ἑαυτοῦ μας καί τῶν σφαλμάτων μας πού γεννᾶ κατόπιν τή μετάνοια μέσα μας[89].
          Στήν πατερική θεολογία ἡ κάθαρση δηλώνει τρεῖς καταστάσεις. Ἡ πρώτη εἶναι ἡ ἀποβολή τῶν παθῶν, τῶν λογισμῶν καί τῶν κακῶν ἐπιθυμιῶν καί ἡ με-ταμόρφωσή τους μέ τήν καλλιέργεια καί τή σύνδεση μέ στενό δεσμό μέ τίς ἀρε-τές· αὐτή εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς. Ἡ ἄλλη κατάσταση εἶναι ὁ ἀσκητικός ἀγώνας, πού σκοπό ἔχει τήν «κατά φύση» καί «ὑπέρ φύση» τῆς λειτουργίας τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς (λογιστικοῦ, θυμικοῦ καί ἐπιθυμητικοῦ,) δηλαδή νά στρέ-φονται πρός τό Θεό (κάθαρση τοῦ νοῦ καί τῶν αἰσθήσεων). Τέλος ἡ διά τῆς ἡσυ-χαστικῆς παραδόσεως ἡ ἀλλαγή τῆς ἰδιοτελοῦς, (δηλαδή τῆς ἀγάπης τοῦ συμφέ-ροντος), στήν ἀδιοτελῆ (στήν κατά Θεό, θυσιαστική) ἀγάπη[90].
          Ὁ ἱερός Χρυσόστομος στή 37η ὁμιλία τοῦ κατά Ἰωάννη Εὐαγγελίου λέγει:
          «Εἶναι διαπιστωμένο ὅτι οἱ Ἅγιες Γραφές ἀποτελοῦν κατά κάποιο τρόπο ἕνα φαρμακεῖο, μέσα στό ὁποῖο βρίσκει κανείς τό κατάλληλο φάρμακο τήν θερα-πεία ὁποιασδήποτε ψυχοπνευματικῆς νόσου, (ὅταν μελετᾶται μέ προσοχή και προσευχή). Ἀλλά μέγιστη θεραπευτική ὠφέλεια, ψυχικά καί πνευματικά, ἀποκο-μίζει ὁ πιστός ἀπό ὅλη τή θεία Λατρεία[91]».

          Ἡ Κάθαρση κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τό Θεολόγο[92].
          Ὅμως τί ἦταν αὐτό πού βοήθησε τόν ἅγιο Γρηγόριο νά φτάσει σ’ αὐτό τό ση-μεῖο, νά καταυγάζεται ἀπό τό ἄκτιστο φῶς καί τελικά νά ἀνορθώσει τήν ὀρθή πί-στη στούς παρασυρμένους χριστιανούς; Ἦταν ἡ ἄσκηση καί ἡ κάθαρση τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς καί ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ, πού ἀκολούθησε σάν φυσικό ἀποτέλε--σμα. Ζοῦσε σέ μιά διαρκῆ ἄσκηση καί σέ μιά διαρκῆ φυλακή τοῦ νοῦ. Ἀπόφευγε σάν ἄχρηστη τήν κοσμική σοφία. Γράφει ὁ ἅγιος: «Καί τή σάρκα μου πού ἄναβε, ἐπειδή ἡ νεότητα ἦταν στό ἄνθος της, τήν κούραζα μέ πολλούς καί πυκνούς κόπους. Ἀπάλλαξα τήν κοιλιά ἀπό τήν ὕβρη τοῦ κόρου καί τή γειτονική λύσσα· ἔδεσα τά μάτια κάτω ἀπό τά βλέφαρα μέ τή σωφροσύνη. Ἀγρίεψα κατά τοῦ θυ-μοῦ, ἔδεσα τά μέλη, ἔκοψα τό γέλιο. Ὑποτάχτηκαν ὅλα στό λόγο· νεκρά ὅλα τά παλιά. Τό χῶμα ἦταν τό κρεβάτι μου· προφύλαγμα τῶν πλευρῶν ἦταν τά ἄθλια κουρέλια. Φάρμακο ἀγρυπνίας τά δάκρυά μου μέ ὁλονύκτιους ὕμνους. Στήθηκα ὀρθός, χωρίς σκέψη γιά τήν ἀνθρώπινη κούραση. Αὐτά πρῶτα· γιατί ἄναβε ἡ σάρκα καί προσπαθοῦσε νά ἐμποδίσει τό μεγάλο δένδρο νά ἔλθει στό οὐράνιο φῶς[93]».
          Ἔτσι κατόρθωσε ὁ ἅγιος Γρηγόριος νά ὑποτάξει τά πάθη του, τίς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας, πού τόν ἐμπόδιζαν στή ζωή τῆς ἀρετῆς· καί ἀκόμα περισσότερο δέν τόν ἄφηναν νά προχωρήσει στήν πολυπόθητη τελειότητα. Τό κυριότερο εἶναι ὅτι ὅλα αὐτά γίνονται ἁπλᾶ, φυσικά καί ἔχοντας τό φρόνημα ὅτι ὅλα τά κάνει γιά τόν Χριστό.

          Ὁρισμός τῆς κάθαρσης.
           Ἡ κάθαρση εἶναι πλύσιμο ἀπό τούς μολυσμούς, καί μολυσμός εἶναι ἡ τύπω-ση μέσα μας τῶν κακῶν[94]. Δηλαδή εἶναι κάτι βαθύτερο. Μία κάθαρση πού φτάνει μέχρι τήν ἄρση τῆς «τύπωσης τῶν παθῶν». Εἶναι σπουδαῖο πρᾶγμα νά ὁμιλεῖ κά-ποιος γιά τό Θεό; Ἀλλά σπουδαιότερο εἶναι νά καθαρίζει κάποιος τόν ἑαυτό του ἀπό τά πάθη γιά τό Θεό, διότι σέ ψυχή γεμάτη ἀπό πάθη δέν θά εἰσέλθει ἡ σο-φία[95].
          Θεωρεῖ ἀπαραίτητο γιά τήν Θεολογία τό στάδιο τῆς καθάρσεως καί τό θέτει σάν προϋπόθεση: «Πρέπει νά καθαρίσουμε πρῶτα τόν ἑαυτό μας, ἔπειτα νά κα-θαρίσουμε ἄλλους. Νά ἀποκτήσουμε σοφία καί ἔπειτα νά κάνουμε καί τούς ἄλ-λους σοφούς. Νά γίνουμε φῶς, γιά νά φωτίσουμε. Νά πλησιάσουμε τόν Θεό οἱ ἴδιοι, γιά νά φέρουμε κοντά καί τούς ἄλλους. Νά ἁγιασθοῦμε, γιά νά ἁγιάσου-με[96]». Μᾶς προτρέπει ὁ καθημερινός μας σκοπός νά εἶναι ἡ εὐχαριστία καί ἡ δο-ξολογία τοῦ Θεοῦ: «Εὐχαριστία γιά ὅλα. Εὐχαρίστησε τό Θεό μέ τούς πόνους τῆς ἡμέρας καί τούς ὕμνους τῆς νύκτας· εὐχαρίστησε μέ τήν χαμαικοιτία, μέ ἐξα-σθενημένους στεναγμούς, μέ παλιά κουρέλια καί μέ μάτια πού σβήνουν· εὐχα-ρίστησε μέ καθαρό νοῦ καί ἱερούς λόγους, ὥστε τιμώντας τήν ἀρετή νά διαπλα-τύνεις τό δρόμο της σέ περισσότερους καί γιά περισσότερα νά ἔχεις μισθό ἀπό τό Θεό[97]».
          Μέσῳ τῶν παρακλητικῶν καὶ ἱκετηρίων κανόνων γινόμαστε μέτοχοι δωρεο-δοσίας φιλαδέλφου προβληματισμοῦ καὶ στοχασμοῦ ἠθικῆς θεολογίας καὶ θερα-πευτικὰ νομιμοποιεῖται καὶ τολμᾶ νὰ προτείνει στὸν κάθε καλοπροαίρετο σύγχ-ρονο ἄνθρωπο τὸν δικό της θεοφώτιστο δρόμο, τὸ δικό της ἀσκητικὸ ἦθος ζωῆς, ὅπως καταγράφονται στὰ προσευχητικὰ κείμενα τῶν παρακλητικῶν κανόνων καὶ νὰ προβάλει:
1) ἀντὶ τῆς καταβύθισης στὴν ἀνομία, τὸν δρόμο τῆς ἀρετῆς,
2) ἀντὶ τῆς εὐκολίας, τῆς χλιδῆς καὶ τῆς καλοπέρασης, τὸν τρόπο τῆς ἄσκησης,
3) ἀντὶ τοῦ ψεύδους καὶ τῆς ἀπάτης, τὸν δρόμο τῆς γνησιότητας, τῆς τιμιότητας καὶ τῆς ἀλήθειας,
4) ἀντὶ τῆς ἐμπαθοῦς ἀκαθαρσίας, τὸν δρόμο τῆς ἐνσυνείδητης καθαρότητας,
5) ἀντὶ τοῦ σκοτισμοῦ μέσα στὰ ἀμέτρητα φῶτα, τὴν ὁδὸ πρὸς τὸ ἀληθινὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ,
6) ἀντὶ τῆς ἀπιστίας, τῆς ἀνταρσίας καὶ τῆς ἄρνησης, τὸν δρόμο τῆς ἐμπειρικὰ βε-βαιωμένης πίστεως,
7) ἀντὶ τῆς περιφρόνησης τῶν ἀρετῶν καὶ τῶν πνευματικῶν ἀξιῶν, τὸν δρόμο τῆς νηστείας, τῆς ἀγρυπνίας καὶ τῆς προσευχῆς,
8) ἀντὶ τῆς θεοποιημένης ὑλικῆς δύναμης, τὴ θεία δύναμη τῶν πνευματικῶν κα-τάστάσεων τοῦ ἁγιασμοῦ,
9) ἀντὶ τοῦ μίσους καὶ τῆς ἐκδικητικότητας, τὸν δρόμο τῆς εἰρηναίας ἀγάπης,
10) ἀντὶ τῶν κακῶν ἐγωτικῶν σπαραγμῶν τῆς ἀλαζονείας, τὸν κοπιαστικὸ ἀλλὰ χαρισματικὸ δρόμο τῆς ταπεινοφροσύνης,
11) ἀντὶ τῆς ματαίας προσφυγῆς στὶς κοσμικὲς ἀνασφαλεῖς ἀσφάλειες, τὴν κατά-φυγὴ στὸ μόνο στερρὸ θεμέλιο τῆς ζωῆς, τὸν φιλάνθρωπο ἰατρὸ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό,
12) ἀντὶ τῶν ἀπογνωστικῶν βυθῶν τῆς ὀλιγοθύμου καὶ ὀλιγοπίστου ζωῆς, τὴν ἐκστατικὴ ὕψωση τῆς ἀκαταισχύντου ἐλπίδος καὶ τὴν θεραπευτικὴ ὁδὸ τῆς εὐχα-ριστίας καὶ τῆς δοξολογίας[98].

          Ἡ κάθαρση τοῦ σώματος.
          Στό «θησαυροφυλάκιο» τοῦ Θεοτοκαρίου τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορεί-του, γιά τήν κάθαρση τοῦ σώματος γράφονται τά ἑξῆς: «Ὁ Κύριος ἀπευθύνεται στή Μητέρα Του γιά ἕναν ἄνθρωπο πού ζητοῦσε τήν βοήθεια τῆς Θεοτόκου. Αὐ-τός δέν καθάρισε τό σῶμα του μέ τήν ἐγκράτεια, (φαγητοῦ, πιοτοῦ, ὕπνου, σαρκι-κῶν ἡδονῶν, λόγων καί πράξεων), μέ τήν προσευχή καί τήν ἁγνότητα, (ψυχική καί σωματική), ἀλλοίμονο ἔγινε σπηλιά τῶν δαιμόνων[99]».
          Ἕνας Γέροντας εἶπε: «Ὅπως κάθε ἁμαρτία, πού θά κάνει ὁ ἄνθρωπος, εἶναι ἔξω ἀπό τό σῶμα, ἐνῶ αὐτός πού πορνεύει ἁμαρτάνει στό σῶμα του, γιατί ἀπ’ αὐτό ἔρχεται τό μόλυσμα, ἔτσι κάθε ἐργασία πού θά κάνει ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἔξω ἀπό τό σῶμα, ἐνῶ ἐκεῖνος πού χύνει δάκρυα καθαρίζει τήν ψυχή καί τό σῶμα. Γιατί τό δάκρυ καθώς κατεβαίνει ἀπό πάνω,ξεπλένει καί ἁγιάζει ὅλο τό σῶ-μα[100]».
 
2. Εἰσαγωγικά περί τοῦ φωτισμοῦ[101] τοῦ νοῦ.
          Συνεχίζει ὁ Ἁγίος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «Διότι ὅταν ὁ νοῦς ἀπαμακρυνθεῖ ἀπό κάθε αἰσθητό, ἀνασηκωθεῖ ἀπό τόν κατακλυσμό τῆς γύρω ἀπό αὐτά τύρβης καί κατοπτεύσει τόν ἐσωτερικό ἄνθρωπο. Ὁ νοῦς ἐπιστρέφει στήν καρδιά. Μόλις δεῖ τό ἀπαίσιο προσωπεῖο πού κατασκευάσθηκε ἀπό τήν κάτω περιπλάνηση, σπεύδει νά τό καθαρίσει μέ τό πένθος· κι᾿ ὅταν ἀφαιρέσει τό δύσμορφο αὐτό κά-λυμμα, τότε ἀκριβῶς, ἐπειδή ἡ ψυχή του δέν διασπᾶται ἀγεννῶς ἀπό ποικίλες σχέσεις, εὑρίσκει εἰρήνη κι᾿ ἐγγίζει τήν πραγματική ἡσυχία, καί μένει στόν ἑαυτό του ἤ μᾶλλον διά τοῦ ἑαυτοῦ του, ὅσο εἶναι δυνατό, ἀνεβαίνει πρός τόν Θεό γιά τόν ὁποῖο ὑπάρχει[102]».
          Ὁ φωτισμός τοῦ ἀνθρώπου βιώνεται ὡς χωρισμός καί ὡς ἀπελευθέρωση τοῦ νοῦ ἀπό τή λογική. Ἐκεῖ στήν καρδιά ἀποβάλλει τούς λογισμούς καί τά πάθη καί γίνεται ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως ἦταν πρίν ἀπό τήν πτώση καί ἀποκτᾶ ἀδιάλειπτη προσευχητική μνήμη τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό ὁ φωτισμός συνδέεται πολύ στενά μέ τή νοερά προσευχή[103].
          Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ πού χαρίζει στόν ἄνθρωπο πνευματική πρόοδο καί μετα-μόρφωση, δέν προέρχεται ἀπό τήν γῆ ἀλλά ἀπό τόν οὐρανό καί οὔτε στοχεύει τόν ἄνθρωπο νά τόν καθηλώσει ἐδῶ στή γῆ ἀλλά τόν ἑλκύει πρός τόν οὐρανό γι᾿ αὐτό μέ τό δεύτερο στάδιο, τό ὁποῖο εἶναι πιό τελειοποιητικό, ὁδηγεῖ τόν ἄνθρω-πο σέ πιό ὑψηλές πνευματικές καταστάσεις.
 
Εἰσαγωγικά περί θεώσεως[104]
          Θέωση εἶναι ἡ μέθεξη τῆς ἄκτιστης θείας Χάριτος, ἡ μετοχή στή ζωή καί τή δόξα τοῦ Θεοῦ ὡς πρός τίς ἄκτιστες ἐνέργειές Του, «ἡ γνώση τῆς Ἁγίας καί Ὁμο-ουσίου Τριάδος» κατά τόν ἅγιο Θαλάσσιο[105]. Ἡ θέωση ἀποτελεῖ οὐσιαστικά τήν ὁλοκλήρωση τοῦ «κάθ’ ὁμοίωσιν», τήν ἐκπλήρωση τοῦ προορισμοῦ τῶν ἀνθρώ-πων, πού κλήθηκαν νά γίνουν «θείας κοινωνοί φύσεως» (Β΄, Πέτρ. 1, 4). Τή δυ-νατότητα θεώσεως, πού ἔχασε ὁ ἄνθρωπος μέ τό προπατορικό ἁμάρτημα, την ἀπέκτησε πάλι μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ: «Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός Λόγος ἔγινε ἀληθινά τέλειος ἄνθρωπος, γιά νά μᾶς καταστήσει κατά χάρη θεούς[106]».
 
«Ἡ πνευματική θεραπεία[107]»
 
          Οἱ νέες ἔρευνες στά ψυχιατρικά νοσήματα (κατάθλιψη) στίς λεγόμενες «ἀνθ-ρωπιστικές» Σχολές, σέ Πανεπιστήμια τοῦ ἐξωτερικοῦ, ἀφοροῦν τή ψυχή καί τό σῶμα καί ἐκεῖ ἀποσκοπεῖ ἡ πνευματική θεραπεία. Παράλληλα μέ τή θεραπεία μέσω χημικῶν οὐσιῶν εἶναι ἀπαραίτητη καί ἡ ψυχοθεραπευτική μέ πνευματικά μέσα, στήριξη τοῦ ἀσθενοῦς, μέ τήν ἀπόσπαση τῆς πίστης τοῦ ἀσθενῆ σέ ὅ, τι ἔχει παρερμηνεύσει ἤ παραποιήσει σέ λάνθασμένες ἀπόψεις σέ θέματα πίστεως, ἐκδίδονται σχετικά βιβλία καί περιοδικά. Στίς μελέτες αὐτές πού ἔχουν ἐκδοθεῖ περισσότερες ἀπό 50.000, ἐμπειρικές, ἐξειδικευμένες ἀνά χώρα, ἐθνότητα, θρη-σκεία, φύλο ἡλικία διαπιστώθηκε ὅτι ἡ σχέση πνευματικότητας / θρησκευτικό-τητας καί κατάθλιψη ὑπάρχουν πολλά θετικά εὑρήματα, εἰδικές μορφές αἰτιο-λογίας τῆς κατάθλιψης.
          Γιά τήν ἀντιμετώπιση τῆς κατάθλιψης μέ αὐτοσυγκέντρωση (ὄχι ἀνατολικοῦ τύπου), καί προσευχές καί ἄλλων πνευματικῶν μέσων τά ὁποῖα μέ τήν θρησκευ-τική πίστη καί πνευματικότητα ὠφελοῦν ψυχικά τόν ἄνθρωπο καί συμβάλλουν στήν ταχύτερη ἀνάνηψη καί θεραπεία του, παρέχοντας χαμηλότερους κινδύνους αὐτοκτονιῶν, κατάχρηση ἀπαγορευμένων οὐσιῶν καί ἔχουν εὐεργετική ἐπίδρα-ση στή ψυχική ὑγεία ἰδιαίτερα τοῦ θρησκευομένου πιστοῦ.
Καί ὅλη αὐτή ἡ διάγνωση τῆς κατάθλιψης γίνεται ἀπό τόν Ὅσιο Κασσιανό, ἕναν ἀσκητή τοῦ 5ου αἰώνα μ. Χ. πολλούς αἰῶνες πρίν ἡ ἐπιστήμη καταλήξει σέ παρό-μοια συμπεράσματα, ἀπό τήν δεκαετία τοῦ 1980.
          Γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (4ος μ. Χ αἰ.), στή 17η ἐπιστολή του πρός τήν Ὁλυμπιάδα τά ἑξῆς: «Βέβαια προκαλεῖ καί ἡ ἀθυμία νόσο…Γι’ αὐτό παρακαλῶ τή τιμιότητά σου νά συμβουλεύεσαι διαφόρους ἔντιμους ἰατρούς καί νά χρησιμοποιεῖς τά φάρμακα πού μποροῦν νά διορθώσουν τέτοια κακά»[108]
 
Ἡ ὁμιλία τοῦ π. Μαξίμου γιά τά στάδια
τελειώσεως τοῦ ἀνθρώπου[109]
 
          «…Τά στάδια λοιπόν τῆς τελειώσεως εἶναι ἀναγκαῖα νά τά περνᾶ κανείς, ὅπως εἶναι ἀναγκαῖες οἱ τάξεις στό σχολεῖο. Δέν μπορεῖ νά πεῖ κανείς στήν πρώ-τη δημοτικοῦ νά προσφέρουμε ὅλα τά μαθήματα καί τά μαθήματα τῶν ὑπολοί-πων τάξεων τοῦ δημοτικοῦ καί τά μαθήματα τοῦ γυμνασίου, τοῦ λυκείου καί τοῦ πανεπιστημίου. Ἀλλά σιγά σιγά γίνεται ἡ πρόσληψη καί ἡ αὔξηση. Ἔτσι πραγ-ματοποιεῖται καί στή πνευματική ζωή. Γιά νά μπορέσει κανείς νά περάσει ἀπό μία τάξη στήν ἄλλη ἤ ἀπό ἕνα πνευματικό στάδιο σέ ἄλλο, χρειάζεται νά ἐπιδί-δεται ἀρχικά στά θεμελιακά μαθήματα πού θά τοῦ δώσουν τίς δυνατότητες νά μπεῖ μέσα στή γενικότερη καί τήν πληρέστερη γνώση. Γι’ αὐτό και οἱ Πατέρες ἀντιλήφθηκαν μέ τήν πείρα τους ὅτι, ἡ ζωή γιά νά μεταμορφωθεῖ καί νά γίνει ὅμοια μέ τόν Θεό, χρειάζεται νά περάσει ἀπό αὐτά τά στἀδια, ὅπως τά λέμε δη-λαδή τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως. Καί τά στάδια αὐτά ἀρχί-ζουν ἀπό τήν κάθαρση ἀπό τόν βοῦρκο τῆς ψυχῆς πού μέ θερμά δάκρυα ἐπιτυγ-χάνει αὐτήν. Ὁρισμένοι δέν προλαβαίνουν νά τήν ἐπιτύχουν, γιατί δέν εἶναι ἁπ-λό πρᾶγμα ἡ καθαρότητα μέσα στόν ἄνθρωπο καί δεύτερον γίνεται μία ἱερουρ-γία, ὅπως λέγουν, τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.
          Ἡ προσπάθειά μας ἀπό τήν πλευρά μας νά συμμορφωθοῦμε μέ τήν φυσική μας ἰδιότητα μέ τήν ἀποστολή πού ἔχουμε νά φθάσουμε στόν Θεό καί νά τοῦ μοιάσουμε, πού θέλει ἄσκηση καί ἀγώνα καί ταυτοχρόνως στήν προσπάθειά μας νά ἀγγίζουμε καί νά μετέχουμε στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ πού οἱ Πατέρες τίς ὀνο-μάζουν προβολές, γιατί προβάλλεται ὁ Θεός. Διά τῆς ἐφαρμογῆς τῶν ἐντολῶν καί πολύ περισσότερο ὅταν τίς ζεῖ, γίνουν βίωμά του αὐτές μέ τό τρόπο αὐτό ὁ ἄνθρωπος μετέχει τῆς θείας Χάριτος.
          Χρειάζεται δηλαδή ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου αὐτό τό ἄνοιγμα καί ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ ἡ προβολή αὐτή τῆς θείας Χάριτος. Λένε οἱ Πατέρες ὅτι εἶναι τρία τά στάδια στά ὁποῖα πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά περάσει, γιά νά φθάσει στήν τελειότητα καί στή θέωση. Τά στάδια αὐτά μέ τήν βοήθεια τῆς θείας Χάριτος εἶναι ἡ καθαρ-τική, ἡ δεύτερη εἶναι ἡ φωτιστική καί ἡ τρίτη εἶναι ἡ μυστική ἤ τελοιοποιητική. Ἀλλά ἀπαιτεῖται καί ἡ ἀνθρώπινη συνεργασία.
          Ἄλλοι Ἅγιοι τά ὀνομάζουν αὐτά τά στάδια μέ διαφορετικές λέξεις π.χ. ὁ ἅγι-ος Μάξιμος λέγει ὅτι εἶναι οἱ ἀρχάριοι, οἱ μέσοι καί οἱ τέλειοι ἤ ἀλλοῦ λέγει εἶναι τό στάδιο τῶν φοβουμένων, τό στάδιο τῶν προκοπτόντων καί τό στάδιο τῶν τε-λείων, ὁπότε κανείς θά μπεῖ ἀπό τήν πρώτη τάξη τήν καθαρτική γιά νά μπορεῖ νά περνᾶ τά στάδια ἤ ὅπως στό σχολεῖο τίς ἄλλες τάξεις.
          Ἐγώ θά σᾶς μιλήσω γιά τά τρία αὐτά στάδια, ἀλλά δέν ἔχω φθάσει οὔτε στήν ἄκρη τοῦ πρώτου σταδίου, ἀλλά ἀπό ὅ, τι διαβάζω στούς Πατέρες καί ἀπό ὅ,τι προσπαθοῦμε, ὅσο μποροῦμε νά μετέχουμε σ’ αὐτά τά στάδια ἤ τίς τάξεις, πρέ-πει νά μποῦμε σ’ αὐτές τίς τάξεις γιά νά δοῦμε ποιά εἶναι αὐτά τά μαθήματα πού χρειάζεται κανείς νά διαβάζει – νά ἀγωνισθεῖ - γιά νά μπορέσει νά περνάει αὐτές τίς τάξεις.
          Τό πρῶτο μάθημα τῆς καθαρτικῆς τάξεως εἶναι:
 
          α) Ἡ ἀπόρριψη τῆς μορφῆς τοῦ χοϊκοῦ ἀνθρώπου[110].
          Πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά μάθει ὅτι δέν εἶναι μόνο χῶμα, πρέπει ὁ ἴδιος μέ τό νοῦ του νά ἀντιληφθεῖ, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπό πνευματικά στοιχεῖα, πού μένουν νά ζήσουν εἰς τόν αἰώνα· γι’ αὐτό καί ὀνομάζεται θεοειδής, ἔχει τό ἦθος, ἔχει τήν μορφή τοῦ Θεοῦ. Ὁ χοϊκός τί κάνει; Τρώει, πίνει, γλεντάει, συμπε-ριφέρεται ὅπως ὁ κοσμικός, δέν ἔχει καμμιά διάθεση νά πιστέψει πέρα ἀπό τόν τάφο· γι’ αὐτό καί δέν τόν δεσμεύει τίποτε νά κάνει ὅ,τι τοῦ ἀρέσει. Ἐάν κανείς δέν μάθει αὐτό τό μάθημα δέν μπορεῖ νά προχωρήσει στά ἄλλα μαθήματα πα-ρακάτω.
 
          β) Χρειάζεται νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό κάθε πρόσθετη κακία λέγει ὁ ἅγιος Μά-ξιμος.
         
          Τί εἶναι ἡ πρόσθετη κακία; «Ὑπάρχουν στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου τρία εἴδη ζω-ῆς: τό ἕνα εἶδος εἶναι ἡ σωματική, τό ἄλλο εἶδος εἶναι ἡ ψυχική ἤ νοερά καί τό τρίτο εἶδος, εἶναι ἡ παρορμητική» λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος. Τό παρορμητικό εἶδος ζωῆς τί εἶναι; Εἶναι μία διείσδυση μιᾶς ψευδοουσίας, μιᾶς ἀπουσίας τοῦ ὄντως Θεοῦ. Πρόκειται γιά μιά ψευδοουσία πού δημιουργεῖται ἀπό τήν ἀπουσία τοῦ Θε-οῦ.
          Τήν ὀνομάζει αὐτή τήν ψευδοουσία παρόρμηση, ἡ ὁποία διεισδύει στό βάθος τοῦ ἀνθρώπου καί φθάνει καί στό DNA κι ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά γίνεται καθορι-στική καί καθοδηγητική τῆς ψυχοσωματικῆς του ζωῆς. Εἶναι πολύ βασικό πρᾶγ-μα, ὅταν εἶπε ὁ Χριστός ὅτι «ἐγώ ἦρθα νά λύσω τά ἔργα τοῦ διαβόλου». Tά ἔργα τοῦ διαβόλου εἶναι αὐτά ἀκριβῶς, πού ἐδημιούργησε ὁ διάβολος μέσα στόν ἄνθ-ρωπο καί ἔφτιαξε ἕνα πλέγμα τέτοιο, ὥστε νά περιπλέκει τήν ψυχή καί τό σῶμα μέ ὅλες τίς αἰσθήσεις, ἀπό τά ἁπλᾶ στοιχεῖα μέχρι τόν ὅλον ἄνθρωπο, νά τόν περιπλέξει μέ τέτοιον τρόπο, ὥστε νά ζεῖ καί νά συμπεριφέρεται μέ τό θέλημα τοῦ διαβόλου καί ὄχι σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Λέγει ὁ Ἅγιος ὅτι χρειά-ζεται νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό αὐτήν τήν πρόσθετη κακία. Εἶναι πάρα πολύ σοβαρό μάθημα γιά νά μπεῖ κανείς σ’ αὐτήν τήν διαδικασία, γιά νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό αὐτή τήν κακία. Γιά νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό αὐτή χρειάζονται δύο προϋποθέσεις: ἡ θέληση τοῦ ἀνθρώπου, τό ἔργο τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἡ θέληση τοῦ ἀνθ-ρώπου τί κάνει; Παλεύει μέ τό διάβολο, ἀλλά δέν εἶναι ἱκανή ἡ πάλη τοῦ ἀνθρώ-που νά ἐκδιώξει τό διάβολο, εἶναι ἀναγκαῖο ὅμως, γιά νά συγκινήσει τό Θεό, νά μπεῖ μέσα στόν ἄνθρωπο καί νά τόν ἐκδιώξει. Τό ἔργο εἶναι νά ἀντιπαλευώμε-θα, νά πολεμοῦμε καί νά δέρνουμε καί νά δερώμεθα ἀπό τόν διάβολο. Ὁπότε ἡ δύναμη εἶναι τοῦ Θεοῦ, πού θά ἐκριζώσει τό κακό ἀπό μέσα μας. Ἐάν βάζουμε ἐμεῖς ἕνα μικρό ποσοστό ἀγῶνος πρός αὐτήν τήν κατεύθυνση ἰδίως μέ τήν θέλη-σή μας, ὁ Θεός βάζει τό μεγαλύτερο ποσοστό καί φεύγει αὐτή ἡ πρόσθετη, ἄς ποῦμε, οὐσία πού ἔρχεται μέσα στόν ἄνθρωπο.
 
          γ) Πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά μισήσει τήν ὕλη.
          Ἐδῶ χρειάζεται μία προσοχή, ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑλικός καί δέν μπορεῖ νά μή χρησιμοποιεῖ τήν ὕλη. Μισῶ τήν ὕλη σημαίνει, ὅτι δέν τήν βάζω σέ προτε-ραιότητα στή ζωή μου. Δέν τήν βάζω σέ θέση, πού νά μοῦ ἀφαιρεῖ τούς λόγους, μπορῶ νά τήν ἐντάξω μέσα στή χριστιανική μου ζωή κατά τέτοιο τρόπο ὅμως πού νά λειτουργεῖ καί νά μέ ὁδηγεῖ στή σωτηρία, ὄχι στήν ἀποδιοργάνωση τῆς ἐσωτερικῆς μου ζωῆς. Τό μῖσος τῆς ὕλης δέν εἶναι μῖσος, πού δέν πρέπει νά δε-χεται κανείς τήν ὕλη, γιατί εἶναι ἔργο Θεοῦ καί μερικές φορές ἡ Ἐκκλησία μας τι-μᾶ ἐξ ἴσου τήν ὕλη, ὅσο καί τό πνεῦμα. Βλέπετε ἑκατό χρόνια διήρκησε ἡ ἐπα-νάσταση τῶν εἰκονομάχων ἐναντίον τῆς ὕλης. Ὅμως διά τῆς ὕλης ὁ Θεός ἔφερε τή σωτηρία στόν κόσμο, διά τοῦ ψυχοσωματικοῦ στοιχείου ὁ Θεός ἔφερε τή Χάρη Του ἀπό τόν οὐρανό καί αὐτή εἶναι μία μεγάλη θεολογία τῆς εἰκόνος, ὅπως εἶναι μεγάλη ἡ θεολογία τῆς ὕλης καί πώς ἡ Ἐκκλησία ἐνέταξε τήν ὕλη μέσα στήν ἱε-ρουργία τῆς θεώσεως.
          Ἑπομένως δέν μπορεῖ ὁ καθένας ἐλαφρᾶ τῇ καρδίᾳ νά λέγει: Ἄ! αὐτός χρησι-μοποιεῖ τήν ὕλη, ἄρα εἶναι ἁμαρτωλός ἄνθρωπος. Μερικές φορές ἡ ὕλη εἶναι στοιχεῖο σωτηρίας πάρα πολύ ἀναγκαῖο, πού χωρίς αὐτή δέν μπορεῖ κανείς νά βρεῖ τόν Θεό. Βλέπετε, ὅταν λέγει: «τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον, δός ἡμῖν σή-μερον» σημαίνει ὅτι κάθε ἡμέρα πρέπει νά ἔχουμε τόν «ἄρτον τόν ἐπιούσιον» καί οἱ Πατέρες τό ἑρμηνεύουν βέβαια ὅτι εἶναι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ κυ-ρίως, χωρίς νά ἀγνοοῦν ὅτι εἶναι καί ὁ κοινός ἄρτος. Ὅμως τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ προέρχονται ἀπό ὑλικά στοιχεῖα, ὅπως σ’ ὅλα τά μυστήρια διέρχον-ται μέσα ἀπό ὑλικά στοιχεῖα καί δέν τά φέρει ὁ Θεός ὡς ἐπιτεύγματα τοῦ οὐρα-νοῦ μέσα στό Ποτήριο, γι’ αὐτό καί ἡ ὕλη ἔγινε στοιχεῖο τῆς πνευματικῆς μας ζω-ῆς καί πρέπει κανείς μέ μέτρο καί διάκριση πνευματική νά τά χρησιμοποιεῖ ὥστε νά μήν γίνονται οὔτε ἐγκλωβισμοί τῆς ψυχῆς τά ὑλικά στοιχεῖα, ἀλλά νά μήν γί-νονται προσθετικές ἰδέες καί φαντασίες πού μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά χάσει καί τήν ψυχή του ἀκόμα. Ἄλλο εἶναι νά χρησιμοποιεῖς τήν ὕλη γιά τήν ζωή σου, γιά τή σωτηρία σου καί ἄλλο νά τή χρησιμοποιεῖς γιά τήν πλεονεξία σου καί νά γίνεσαι τύραννος τῶν ἄλλων. Εἶναι πολύ βασικό αὐτό, νά μισήσουμε τήν ὕλη ὡς πρός τήν ἰδιότητά της νά θεοποιεῖ τήν ὕπαρξή της. Ἡ ὕλη εἶναι στοιχεῖο τῆς σω-τηρίας, δέν εἶναι ὅμως ὁ σωτήρας.

          δ) Πρέπει νά λιώσει ἡ σάρκα.
          Τί σημαίνει νά λιώσει ἡ σάρκα;
          Ἡ σάρκα εἶναι ὕλη ἀλλά δέν εἶναι πρώτη ἐδῶ σάν στοιχεῖο σωτηρίας. Ὅταν ἡ σάρκα παχύνεται, τό πνεῦμα ἐγκλωβίζεται καί τό ξέρουν ἀπό πεῖρα οἱ Πατέρες τό θέμα αὐτό, γι’ αὐτό ἐπιτελοῦν τήν ἄσκηση τῆς νηστείας, τή χαμακοιτία, τήν ἀγρυπνία. Ὁ περισσότερος χρόνος τοῦ ἔτους εἶναι ἡμέρες νηστείας ἀκριβῶς γιά νά περιορίζει τήν πλεονεκτική ἰδιότητα τῆς σάρκας, ἡ ὁποία δημιουργεῖ τά πάθη τῆς λαιμαργίας καί τῆς γαστριμαργίας μέ σκοπό ὥστε νά ὑποβαθμίζεται καί νά ἀποδυναμώνεται ἡ ἐσωτερική κατάσταση τῆς ψυχῆς.
 
          στ) Ἀποφυγή κάθε αἰτίας πού ὠθεῖ τό λογισμό σέ πάθος.
          Βλέπετε ὅτι ὁ Ἅγιος μπαίνει πιό μέσα στήν ψυχική κατάστασή του. Ὑπάρ-χουν μερικές αἰτίες ἐξωτερικές πού μᾶς ὠθοῦν ὥστε νά ἐπιτελοῦμε μερικά ἔργα πού στόχο ἔχουν τό πάθος. Ἄλλο εἶναι νά κάνεις τήν ἁμαρτία μιά φορά καί ἄλλο νά τήν κάνεις πολλές φορές. Ὁπότε τόν ἐθισμό δέν μπορεῖς νά τόν σταματήσεις καί αὐτό εἶναι τό πάθος καί, ὅταν δημιουργεῖται μέσα στόν ἄνθρωπο, ἀμέσως τό βάζει μπροστά του σάν εἰκόνα καί τό λατρεύει.
          Καί ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα νά ἐπιτελέσει τά θελήματα τοῦ πάθους, δέν πάει νά γί-νεται ἔξω ὁτιδήποτε, αὐτός θά παραιτηθεῖ,γιά νά ἐκτελέσει τό πάθος. Τά μεγάλα πάθη ὅπως εἶναι ἡ μέθη, ἡ κατάκριση ὅπως εἶναι οἱ σαρκικές συνήθειες καί τόν ἄνθρωπο δέν τόν ἀφήνουν οὔτε μιά στιγμή ἥσυχο. Ἄν ἀποκλείσεις τήν αἰτία, ἀπέφυγες ἀμέσως τήν ἐνέργεια τοῦ πάθους. Ποιά εἶναι ἡ αἰτία; Θέλεις νά δεῖς μία γυμνότητα; Ἡ αἰτία εἶναι ἡ τηλεόραση, τό περιοδικό. Ἄν ἀποκλείσεις τήν αἰτία αὐτό τό πάθος φεύγει. Ὁπότε χρειάζεται κανείς νά ἔχει μία διείσδυση μέσα του, ὥστε νά ψάχνει νά βρεῖ ποιές εἶναι οἱ αἰτίες πού τόν ὁδηγοῦν στά πάθη[111].

          ζ) Ἡ μετάνοια[112] γιά τά περασμένα ἁμαρτήματα
Μερικές φορές γνωρίζουμε τό Θεό σέ μιά συγκεκριμένη ἱστορική στιγμή τῆς ζωής μας καί γιά νά ἀρχίσουμε μία πνευματική ζωή καί ἕνα τέτοιο ἀγώνα χρειά-ζεται νά δοῦμε καί τήν πίσω πλευρά ἐκείνης τῆς στιγμῆς. Χρειάζεται κανείς πρῶ-τα νά μετανοήσει, νά πάει νά δεῖ τί ἔπραξε στόν ἑαυτό του, στόν ἀδελφό καί στό Θεό.
 
          η) Τά δάκρυα[113]γιά νά ξεπλένει τή βρωμιά τῆς ἁμαρτίας.
          Ἡ ἁμαρτία εἶναι ὅπως τό ἁλάτι· μερικές φορές δέν ἁλατίζει ἁπλῶς τό φα-γητό μας, τοῦ δημιουργεῖ τέτοια ἅλατα, ὥστε τοῦ περισφίγγει ὅλες τίς λειτουρ-γίες τοῦ ὀργανισμοῦ. Τά δάκρυα τῆς μετανοίας εἶναι ἐκεῖνα μέ τά ὁποῖα ξεπλέ-νονται οἱ βρωμιές τῆς ἁμαρτίας καί τόν ὁδηγοῦν στήν κάθαρση καί στήν ἐπανα-σύνδεση μέ τό Θεό.
 
          θ) Ἡ ρύθμιση τῆς διαγωγῆς σύμφωνα μέ τήν χρηστότητα τοῦ Πνεύμα-τος.
          Ἐμεῖς πρέπει ὄχι ἁπλῶς νά ἀπαλλασσόμεθα, ὄχι ἁπλῶς νά ἀγωνιζόμεθα, ὄχι ἁπλῶς νά δίνουμε τήν αἴσθηση ἑνός ἀγωνιστοῦ ὡς πρός τήν ἐπαφή μας ἀλλά πρέπει νά καθοδηγοῦμε καί τόν ἑαυτόν μας σέ τέτοια ζωή πού νά εἶναι σύμφωνη μέ τή ζωή τοῦ Πνεύματος· γι’ αὐτό καί πολλές φορές οἱ μελέτες μᾶς βοηθοῦν σέ αὐτά τά πράγματα, γιά νά δοῦμε ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας. Μερικές φορές τό θέλημα τοῦ Θεοῦ δέν τό βλέπουμε μέσα ἀπό τά ἀναγνώσματα, γι’ αὐτό παραχωροῦνται οἱ πειρασμοί. Γιατί λένε οἱ Πατέρες «χωρίς πειρασμούς κανείς δέν μπορεῖ νά σωθεῖ». Οἱ πειρασμοί ταλανίζουν τόν ἄνθρωπο, τόν ξυπνᾶ-νε καί ἀρχίζουν νά τοῦ ἀποκαλύπτουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, καί γίνεται μέσα του μία διεργασία, ὁπότε συμμορφώνεται εὔκολα μέ τό θέλημα τοῦ Ἁγίου Πνεύμα-τος. Καί σάν τελευταῖο.
 
          ι) Ἔρχεται ἡ κατάνυξη[114] πού ὁδηγεῖ στήν κάθαρση ἀπό κάθε ψυχικό καί σαρκικό μολυσμό.
          Ὅταν κανείς προχωρεῖ σ’ αὐτά τά μαθήματα καί τά μαθαίνει ἐκ πείρας, ἔρ-- χεται ἕνα αἴσθημα κατανυκτικό μέσα στήν ψυχή καί ὄχι μόνο δακρύζει καί κλαί-ει, ἀλλά δημιουργεῖ ἕνα τέτοιο κλῖμα μέσα στή ψυχή του, ὥστε σίγουρα μέ τήν κατάνυξη νά ὁδηγηθεῖ στήν καθαρότητα τῆς ψυχῆς καί τοῦ πνεύματος. Εἶναι τό πιό ὡραῖο κλῖμα, πού μπορεῖ κανείς μέσα ἀπό τήν κατάνυξη νά βρεῖ καί τή θαλ-πωρή τοῦ Θεοῦ, ἀλλά θά βρεῖ καί τό κεντρί τῆς ἁμαρτίας, ὁπότε μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ διώχνει ἀπό μέσα του τό ἀγκάθι τῆς ἁμαρτίας καί κάθεται καί κλαίει μέ χαρμολύπη· πρῶτα μέ λύπη, γιατί τόν πλήγωσε ὁ διάβολος καί δεύτερον μέ χαρά γιατί τόν ἀνακαίνισε ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὅλα αὐτά πραγματοποιοῦνται μέ τή θέληση τοῦ ἀνθρώπου, τήν ἄσκηση καί τή Χάρη τοῦ Θεοῦ.
 
Τό δεύτερο στάδιο τοῦ φωτισμοῦ, πού εἶναι ποιοτικό, φθάνει
τόν ἄνθρωπο σέ ἄλλες σφαῖρες[115].
 
          Μέ τούς προηγούμενους ἀγῶνες πού εἴπαμε μπαίνει ὁ ἄνθρωπος σέ μιά κα-τάσταση, πού οἱ Πατέρες τήν ὀνομάζουν ἀπάθεια· δηλαδή δέν μπορεῖ νά δημι-ουργηθεῖ πάθος μέσα στήν ψυχή του. Δέν κινεῖται παθολογικά πλέον ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Καί αὐτό τό στάδιο ἔχει μερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Νά ποῦμε ποιά εἶναι αὐτά τά γνωρίσματα.
 
          α) Ἡ γνώση τῶν ὄντων[116].
          Ἡ γνώση τῶν ὄντων σημαίνει, ὅταν ἕνας εἶναι ἐμπαθής, βλέπει τά ὄντα ἀπό τήν ἐπιφάνειά τους, ὅταν ὅμως καθαρίζεται καί μπαίνει μέσα σέ ἕνα ἀπαθῆ κό-σμο, ἀμέσως ὁ φωτισμός τοῦ νοός του ἔχει μία διεισδυτικότητα καί μπαίνει μέσα στό εἶναι τῶν ὄντων. Βλέπει τά πράγματα ἀπό μέσα καί κρίνει διαφορετικά ἀπό ὅ,τι κρίνουν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, ὄχι μόνον τά ὄντα, αὐτά πού βλέπουμε μέ τίς αἰσθήσεις ἀλλά καί ἐκεῖνα πολλές φορές πού ὡς γεγονότα διατρέχονται μέσα στή ζωή μας. Γι᾿ αὐτό βλέπουμε πολλές φορές οἱ Πατέρες μιλᾶνε μέ διαφορετικό τρόπο ἀπό ὅ,τι μιλάει ἕνας κοινός ἄνθρωπος. Ἔρχεται ἕνας κοινός ἄνθρωπος καί λέγει: «Τί ἔχω κάνει ἐγώ στή ζωή μου καί παθαίνω αὐτά πού παθαίνω; Βλέπει τά γεγονότα μέ ἕναν ἄλλο τρόπο, ἐπιφανειακά. Ἕνας ὅμως ἅγιος θά πεῖ: «τί ἔχω κάνει στή ζωή μου; Καί ἀρχίζει καί ψάχνει, πῶς μέ δέχεται ὁ Θεός μέ τόση ἀγά-πη!» καί λέγει: «τί κάνει ὁ Θεός καί συμπεριφέρεται μέ τόση ἀγάπη!» καί θεωρεῖ τόν πειρασμό ὡς ἕνα τελειωτικό στοιχεῖο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.

          β) Ἡ θεωρία τῶν λόγων τῆς κτίσεως[117].
          Ἡ θεωρία τῶν λόγων τῆς κτίσεως εἶναι διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ. Ὅταν λειτουργοῦν οἱ αἰσθήσεις, ὅπως σᾶς εἶπα, βλέπει τά πράγμα-τα ἀπ᾿ ἔξω· ὅταν ὅμως ἐνεργεῖ ὁ ἔσω ἄνθρωπος, ὑπάρχουν πέντε αἰσθήσεις τοῦ σώματος καί οἱ Πατέρες θεωροῦν, ὅτι ὑπάρχει καί ἕκτη αἴσθηση, ἡ λεγομένη νοερά αἴσθηση. Αὐτή ἡ νοερά αἴσθηση δέν εἶναι ἁπλῆ αἴσθηση, πού διερευνᾶ τίς ἐπιφάνειες, ἀλλά εἶναι μία δύναμη τοῦ ἀνθρώπου πού καί ἀπό τήν φύση της καί πολύ περισσότερο, ἐάν ἔχει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ διεισδύει μέσα στό βάθος καί βλέπει τούς λόγους γιά τούς ὁποίους δημιουργήθηκαν τά ἴδια τά ὄντα καί δέν στέκεται ἁπλῶς στήν ἱστορική ἤ καί στήν ἐπιστημονική διερεύνηση, ἀλλά προ-χωρεῖ στήν πραγματική δράση τους, ὅπως τήν θέλει ὁ Θεός. Οἱ ἅγιοι μποροῦν νά διεισδύσουν καί πέρα ἀπό ὅ,τι διεισδύει ὁ ἁπλός νοῦς. Γι᾿ αὐτό καί ἡ φιλοσοφία τῶν Πατέρων ἀρχίζει ἀπό ἐκεῖ πού τελειώνει ἡ φιλοσοφία τῶν φιλοσόφων. Γι᾿ αὐτό καί οἱ Πατέρες εἶναι θεῖοι, δέν εἶναι ἄνθρωποι ἁπλῶς, ἔχουν τόν θεῖο φω-τισμό καί τήν δυνατότητα νά βλέπουν μέσα στά πράγματα καί νά ἐρευνοῦν τε-λείως διαφορετικά ἀπό ὅ,τι ἑρμηνεύονται ἀπό τούς ἄλλους. Προσφέρουν γνώσεις πού κανείς δέν τίς ἔχει ἀντιληφθεῖ ἤ τίς ἔχει ὑποπτευθεῖ.
 
          γ) Ὅταν κανείς ἐργάζεται τήν λεγομένη φυσική θεωρία, πού εἶναι ἡ συ-γκέντρωση τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου πού προέρχεται ἀπό μία καθαρότητα καί διεισδύει μέσα στά ὄντα.
          Αὐτή ἡ φυσική θεωρία εἶναι ἕνα στοιχεῖο προκοπῆς τοῦ ἀνθρώπου καί ταυτο-χρόνως εἶναι ἕνα στοιχεῖο πού ἀντιλαμβάνεται μέσα ἀπό ὅλα αὐτά καί τήν ὕπαρξη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Βλέπει δηλαδή μέσα στά ὄντα πῶς δουλεύει ἡ σο-φία τοῦ Θεοῦ. Καί ἀντλεῖ ἀπό ἐκεῖ δηλαδή μέσα μας τήν δημιουργία τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἕνας τρόπος θεογνωσίας ἡ φυσική θεωρία, ὅταν ἔρχεται. Οἱ Πα-τέρες τήν ὀνομάζουν εὐθύ τρόπο, πού μπορεῖ εὔκολα, νά βρεῖ τόν Θεόν μέσα στά ὄντα, ἀλλά ὄχι τόσο εὔκολα γιατί εἴμαστε μέσα στή πτώση καί μπορεῖ νά πα-ραπλανηθεῖ ὁ ἄνθρωπος πολλές φορές.

          Ποιό εἶναι τό ἔργο αὐτῆς τῆς φυσικῆς θεωρίας;
          Πρῶτο ἔργο εἶναι ἡ κάθαρση τοῦ νοῦ πού γίνεται μέ τήν θεϊκή φωτιά. Πῶς μποροῦμε νά καθαρίσουμε τόν νοῦ μας; Ὁ νοῦς θά λέγαμε ὅτι εἶναι τό εὐαίσθη-το στοιχεῖο, τό μοναδικό, τό μάτι τῆς ψυχῆς πού κινεῖται μέ τέτοιον τρόπο πού κανείς δέν μπορεῖ νά τόν ἐλέγξει καί νά τόν πιάσει. Ἀπό ἐκεῖ ξεκινάει ἡ περιπλά-νηση καί τό πηδάλιο τοῦ σκάφους καί πολλές φορές, ἐάν δέν προσέξεις, ὁδηγεῖς τό σκάφος στά βράχια. Γιά νά μπορέσει ὁ νοῦς νά καθοδηγήσει σωστά τόν ἄνθ-ρωπο χρειάζεται νά καθαρθεῖ ὁ νοῦς. Αὐτό ἐπιτυγχάνεται κυρίως μέ τή μετάνοια καί κυρίως μέ τήν προσευχή. Ἰδιαίτερα μέ τήν νοερά προσευχή. Ἡ δύναμη τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ πού ἔχει ἰδιότητες σωστικές καί καθαρτικές. Ὁ νοῦς κολ-λάει ἐπάνω στά λόγια καί ἐν συνεχείᾳ κολλάει στή Χάρη τοῦ ὀνόματος τοῦ Χρι-στοῦ καί ταυτοχρόνως εἰσέρχεται μαζί μέ τόν Θεό μέσα στό βάθος τῆς ψυχῆς του καί ἀντιλαμβάνεται καί βλέπει μόνο ἐκεῖνα πού προσφέρει ὁ Θεός.
          Μπορεῖ τά μάτια του νά βλέπουν ἐξωτερικά τά πράγματα, ὁ νοῦς ὅμως βιώ-νει αὐτήν τήν ἐμπειρία πού τοῦ προσφέρει ὁ Θεός. Εἶναι οἱ πρῶτες στιγμές πού κάνει ὁ ἄνθρωπος μετά τίς πρῶτες ἀσκήσεις αὐτῆς τῆς θείας παρουσίας μέσα ἀπό τόν νοῦ του. Γι’ αὐτό ἡ προσευχή γίνεται ἡ αἰτία νά μπαίνει ἡ θεία φωτιά μέσα στό νοῦ του, γιά νά καθαρίζει ὅλες τίς ἄλλες ἀναμείξεις πού πολλές φορές ἔρχονται μέσα στό νοῦ μας. Στό νοῦ πρέπει νά ὑπάρχει μία ἐργασία ἡ μελέτη τοῦ θείου ὀνόματος ἔτσι μπορεῖ νά ξεχωρίσουν καί νά φεύγουν ὅλα ἐκεῖνα τά στοι-χεῖα τά ὁποῖα λερώνουν τό νοῦ καί τήν καρδιά. Ὁ συνδυασμός μέ τή θεία λα-τρεία καί τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, αὐτά βοηθᾶνε στήν ἔλευση τῆς θείας Χά-ριτος, στήν αὐτοσυγκέντρωση, ὅπως καί ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Πα-τερικῶν κειμένων
          Δεύτερο ἔργο εἶναι ἡ νοερή ἀποκάλυψη τῶν ὀφθαλμῶν τῆς καρδιᾶς μας. Μέ-σα στήν καρδιά μπαίνει ὁ νοῦς καί ἐκεῖ μέσα παρατηρεῖ τά ἄγρια θηρία πού ὑπάρχουν καί ἐμφωλεύουν ἔστω κι ἄν ἔφθασε σέ κάποια καθαρότητα μέσα στήν καρδιά[118].
 
          δ) Ἡ γέννηση τοῦ λόγου μέ ὑψηλά νοήματα τῆς γνώσεως.
          Συνήθως ὁ λόγος λέγουν οἱ Πατέρες εἶναι τό ἐκδήλωμα τοῦ νοός, ἐκδηλώ-νεται ὁ νοῦς διά τοῦ λόγου στόν ἔξω κόσμο, εἴτε εἶναι ἡ σύλληψη τοῦ λόγου στό ἐγγύς μέλλον καί διέρχεται διά τοῦ ἐνδιαθέτου λόγου, τοῦ προφορικοῦ καί γρα-πτοῦ λόγου. Διέρχονται πλέον ἀγαθά νοήματα ἀπό τόν νοῦ καί ἀγαθοί λογι-σμοί ἀπό τόν λόγο. Εἶναι ἕνα εἶδος θείου φωτισμοῦ, πού δέν ἀφήνει πλέον κα-κούς λογισμούς νά ὑπάρχουν καί νά βρίσκονται μέσα στή λογική του. Τώρα βλέ-πετε κρίνει ὁ καθένας τόν ἑαυτόν του τί λογῆς ἔρχονται κάθε μέρα μέσα του καί τί προσπάθεια κάνουν οἱ Πατέρες γιά νά φθάσουν σ’ αὐτό τό στάδιο, νά μήν λογίζεται τό κακό. Δέν εἶναι ἁπλό πρᾶγμα ἡ πευματική ζωή, εἶναι ὅμως εὐχάρι-στο πρᾶγμα, ἄν ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται καί κατακτᾶ αὐτά πού δημιούργησαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
          Καρπός τῆς φωτιστικής ζωῆς εἶναι ὁ λόγος τῆς σοφίας, πού διασαφηνίζει τούς λόγους τῶν ὄντων, ἀμέσως ἀρχίζει ὁ νοῦς νά δημιουργεῖ ἕνα εἶδος σοφίας καί μπορεῖ νά ἑρμηνεύσει τά πράγματα ὅπως τά δημιούργησε ὁ Θεός, μέ ἄλλο τρόπο, ὄχι ὅπως τόν ἑρμηνεύουν οἱ ἄνθρωποι.
          Μέ τήν ἐπίγνωση τούς λόγους τῶν ὄντων ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι αὐτό πού λέγει ἡ Γραφή: «πάντα δοκιμά-ζετε τό καλόν κατέχετε» πού σημαίνει πάντα τά πνεύματα νά τά ἀντιλαμβάνετε, νά τά δοκιμάζετε, νά μήν τά κατέχετε· νά κατέχετε τό καλό πνεῦμα. Εἶναι ἕνα θέμα θείας διακρίσεως, νά ἀπορρίπτουμε εἴτε εἶναι ἀνθρώπινα πνεύματα εἴτε εἶναι δαιμονικά ἤ ὁτιδήποτε καί νά κρατᾶμε τό καλόν πού εἶναι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι γνωρίζει κανείς καί τά μυστήρια τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἔχουμε τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τῶν ὁποίων ἁρπάζεται κάποτε ὁ νοῦς τους καί φεύ-γει ἀπό τόν κόσμο αὐτόν καί εἰσέρχεται μέσα στόν ἄλλο κόσμο. Γράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος: Γνωρίζω ἕναν ἄνθρωπον, πού ζοῦσε ἐν Χριστῷ, καί ὁ ὁποῖος πρό δεκα-τεσσάρων ετών – εἴτε εὑρίσκετο στό σῶμα του κατά τήν ὥραν ἐκείνη δέν γνω-ρίζω εἴτε ἦτο ἐκτός τοῦ σώματος, δέν γνωρίζω, ὁ Θεός τό γνωρίζει – εἶχεν ἁρπα-γεῖ καί ἀναληφθεῖ ἕως τόν τρίτον οὐρανόν. Ἠρπάγη ἕως τόν Παράδεισον καί ἤκουσε λόγους, τούς ὁποίους ἀνθρωπίνη γλώσσα δέν μπορεῖ νά διατυπώσει καί τούς ὁποίους λόγους δέν εἶναι ἐπιτετραμμένο στόν ἄνθρωπο νά τούς εἴπει καί νά τούς ἀποκαλύψει. (Β΄, Κορ. 12, 2 – 4). Εἶναι μία κατάσταση πού φθάνει ὁ νοῦς στήν τάξη, θά λέγαμε, τοῦ τέλειου φωτισμοῦ.
          Πολλοί καί σύγχρονοι Πατέρες μποροῦν νά ἀντιληφθοῦν, νά ἀναγνωρίσουν αὐτές τίς διεισδύσεις στόν ἄλλο κόσμο. Γνωρίσαμε Πατέρες πού ζήσανε ἕναν ἄλλο τρόπο ἀπό ὅτι ζούσαμε ἐμεῖς. Ὁπότε σιγά – σιγά μπαίνει κανείς στό τρίτο στάδιο τῆς πνευματικῆς τελειώσεως.

Τό τρίτο στάδιο τῆς τελειώσεως
 
          Τό τρίτο στάδιο εἶναι μία ἐμπειρία (καί πάλι μέ τά διαβάσματα τά ἀντιλαμ- βανόμαστε) τήν ὁποία οἱ Πατέρες διδάσκουν καί προσφέρουν μέσα ἀπό τά συγ-γράμματά τους. Στό τρίτο στάδιο εἶναι εἶναι ἐκεῖνοι πού πέρασαν ὅλα τά προη-γούμενα καί ἔφθασαν στήν ὡριμότητα τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι αὐτό πού λέγει: «ἔγι-ναν ἄνδρες τέλειοι στό πλήρωμα καί τήν ὡριμότητα τοῦ Χριστοῦ». Εἶναι ἐκεῖνοι πού ἔχουν τά ἑξῆς χαρακτηριστικά:
 
          α) Διασχίζουν τόν ἀέρα φθάνουν στίς τάξεις τῶν Ἀγγέλων[119].
          Ἕνας ταπεινός ἱερέας ἔβλεπε τούς Ἀγγέλους πού συλλειτουργοῦσαν μαζί του. Μιά φορά ἔκανε ἕνα λάθος, τό ὁποῖο ὁ διάκονος τό ἐπισήμανε λέγοντάς του: «πάτερ, δέν τό ἔκανες καλά». Ὁ ἱερέας δέν εἶπε τίποτε. Ὅταν ἐμφανίστηκαν οἱ Ἄγγελοι σέ μιά ἄλλη λειτουργία, ρωτᾶ ἕναν ἐάν αὐτό τό ἔκανε καλά. Ὁ Ἄγγελος τοῦ εἶπε :Ὄχι δέν τό ἔκανες καλά. Καί ἀπαντᾶ ὁ ἱερέας γιατί δέν μοῦ τό εἴπατε; Ὁ Ἄγγελος τοῦ λέγει: «τό ἔργο τό δικό μας δέν εἶναι νά διορθώνουμε τούς ἀνθρώ-πους, ὁ ἄνθρωπος διορθώνεται ἀπό ἄνθρωπο». Ὁ ταπεινός ἱερέας εἶπε στό διά-κονο: «Σ’ εὐχαριστῶ πού μέ διόρθωσες».
 
          β). Πλησιάζουν τό πρῶτο φῶς στά βάθη τοῦ Θεοῦ[120].
          Βλέπετε, ἡ τάξη περνᾶ ἡ μία τήν ἄλλη.
          Ὁ πνευματικός κόσμος εἶναι ὁ κόσμος μέσα στόν ὁποῖο διαπερνᾶ ἡ ἀκτίνα τῆς θείας Χάριτος καί ἔρχεται μέχρι ἐμᾶς. Ὅταν κανείς φθάσει σέ τελειότητα ζωῆς μπαίνει στά πρῶτα, θά λέγαμε, σημεῖα τῆς φωτοχυσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύ-ματος. Εἶναι αὐτός ὁ τρίτος οὐρανός, πού λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ἐκεῖ πλέον νοιώθει ὅτι δέν ζεῖ αὐτός, ἀλλά ζεῖ ἐν αὐτῷ ὁ Χριστός. Νοιώθει ὅτι ἡ ὕπαρξή του εἶναι φλεγομένη καί μή καταφλεγομένη καί ὄχι μόνο ὅτι δέ σέ βάζει μόνο στόν οὐρανό, σάν ἕνα προηγούμενο στάδιο, ἀλλά πλέον ἄντλησε καί εἵλκησε τόν ὅλ-ον Θεό μέσα στήν ὕπαρξή του, ὅπως τό σίδερο στή φωτιά γίνεται ἕνα μέ τήν φω-τιά. Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα ἀρχίζουν τά ἐκδηλώματα αὐτῆς τῆς ἑνώσεως.
          Γεμίζει ὁ νοῦς του ἀπό τήν πρόνοια, τήν δικαιοσύνη καί τήν ἀλήθεια τοῦ Θε-οῦ. Ἐκχέεται πλέον μέσα ἀπό τήν συμπεριφορά του ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἡ δι-καιοσύνη καί ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ.
          Ἡ πρόνοια θά λέγαμε ὄχι γιά τήν στιγμή ἐκείνη ἀλλά εἶναι μέσα στό χρόνο ἀπό πολύ νωρίς καί μέ ἕνα θεϊκό τρόπο καί πολλές φορές προσφέρεται μέ προ-φητεῖα καί πρόγνωση. Ὅπως καί ἡ δικαιοσύνη δέν εἶναι μιά κατάσταση μεταξύ τῶν ἀνθρώπων πού ἀποδίδει τά ἴσα, ἀλλά μία δικαιοσύνη πού ἔρχεται καί ἀποδί-δει στό βάθος τοῦ κάθε ἑνός καί σύμφωνα μέ τίς πραγματικές ἀνάγκες πού ἔχει ὁ καθένας. Δέν εἶναι ἡ δικαιοσύνη ἰσοπέδωμα ἀλλά δικαιοσύνη κατά τήν ἀνάγκη τοῦ προσώπου. Ὅπως καί ἡ ἀλήθεια πού εἶναι ἕνα εἶδος βιώματος πού δέν ξε-χνιέται, ἀ- καί λήθη, εἶναι ἕνα εἶδος πληρώματος πού δέν δεσμεύει κι αὐτό με-ταλαμπαδεύεται ὄχι μόνο διά τοῦ λόγου ἀλλά καί μέ τήν ὅλη τή συμπεριφορά τοῦ ἁγίου.
 
          γ) Ἑρμηνεύει τούς λόγους[121] τοῦ Εὐαγγελίου.
          Γιατί πολλοί ἀπό αὐτούς εἶναι αἰνιγματικοί πού δέν εἶναι εὔκολο νά τίς ἑρ-μηνεύσει ὁ καθένας. Ἐάν εἶναι παραβολές, ὁ θεῖος αὐτός ἔμπειρος διδάσκαλος μπορεῖ εὔκολα νά ἑρμηνεύσει τό βάθος αὐτῶν τῶν λόγων. Γι’ αὐτό κι ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι δέν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στίς ἑρμηνεῖες τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων ἔστω κι ἄν εἶναι σοφοί καί καθηγητές. Τήν ἐμπιστοσύνη στήν ἑρμηνεία τῶν Γραφῶν τήν ἔχουμε σέ ὅλους τούς ἁγίους, οἱ ὁποῖοι εἶναι πνευματέμφοροι Πατέρες καί ἑρμηνεύουν σύμφωνα μέ τό πῶς τούς διδάσκει τό Πνεῦμα». Θυμᾶστε τόν ἱερό Χρυσόστομο πού ζήτησε ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο νά τόν πληροφορήσει ἐάν ἡ ἑρμηνεία πού ἔκανε στίς ἐπιστολές εἶναι σύμφωνα μέ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Τό πραγματοποίησε ὁ Ἀπόστολος καί εἶπε: «τό Ἴδιο Πνεῦμα πού ἐνέπνευσε ἐμένα γιά νά τίς γράψω, τό Ἴδιο τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐνέπνευσε ἐσένα νά τίς ἑρμηνεύσεις». Εἶναι πολύ ἀναγκαῖο νά βλέπουμε τήν ἑρμηνεία τῶν Γραφῶν μέσα ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες. Καί τελικά ἀναδεικνύεται μέ τό Πνεῦμα σοφός θεολόγος. Ἔτσι ἔρχεται ἡ σοφία καί ἡ θεολογία.
          Ἐμεῖς εἴμαστε θεολόγοι ἀκαδημαϊκοί. Οἱ Πατέρες εἶναι θεολόγοι θεόσο-φοι. Γι᾿ αὐτό ἔχουμε καί λίγους θεολόγους στήν Ἐκκλησία μας πραγματικούς, γιατί εἶναι λίγοι αὐτοί πού μπῆκαν σ’ αὐτό τό βάθος τῆς θεολογίας.
 
          δ) Βλέπουν τά ἀπόρρητα ἀγαθά πού δέν πιάνουν οἱ αἰσθήσεις.
          Ἐκτός ἀπό τά ἀγαθά τά αἰσθητά ὑπάρχουν καί τά ἀπόρρητα τοῦ Θεοῦ πού τά τραβάει ἡ ψυχή καί χορταίνει. Καί βλέπετε, ὑπάρχουν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι βιώνουν αὐτά τά ἀπόρρητα ἀγαθά, δέν κοιμοῦνται, δέν τρῶνε, δέν ξεκουράζονται τούς ἀρκεῖ μία ὥρα ὕπνου γιά νά μήν πάθει τό σαρκίον τους. Τούς ἀρκεῖ μία φορά τήν ἑβδομάδα νά τρῶνε. Δέν εἶναι ἡ νηστεία πού κάνουμε ἐμεῖς μέ βία. Ἡ νηστεία προέρχεται μετά ἀπό τόν συγχρονισμό τῶν θείων αὐτῶν ἀπορρήτων τροφῶν πού λαμβάνει ἀπό τόν οὐρανό. Καί αὐτοί εἶναι οἱ Ἅγιοι πού μᾶς παρουσιάζονται ὡς Ἄγγελοι ἐπάνω στή γῆ.
 
          ε) Γίνεται μετά διάκονος τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ[122] ὡς τέλειος καί ἀπλανής διδάσκαλος.
          Αὐτοί οἱ Ἅγιοι ἔμπαιναν στήν Ἐκκλησία ὡς ὑπηρέτες.
          Σήμερα ὅμως μπήκαμε μέσα στήν Ἐκκλησία, ὄχι ὑπηρετώντας τόν Θεό ἀλλά ὑπηρετώντας τόν ἑαυτόν μας καί ταυτοχρόνως δημιουργώντας καί σκάνδαλα πού δημιουργοῦν στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου τίς πτώσεις τίς πνευματικές καί ἐκτ-ροπές καί χωρίς νά τό καταλάβουν πολλές φορές οἱ Χριστιανοί μας νά ἀποπρο-σανατολίζονται.
 
          στ) Ζεῖ τέλεια ὁ ἄνθρωπος αὐτός μαζί μέ τόν τέλειο Θεό καί ἀπολαμβάνει τήν μακαρία ἀνάπαυση ἑνωμένος μέ τίς οὐράνιες Δυνάμεις καί τό βίωμά του εἶναι ἡ σοφία[123] καί ἡ γνώση[124].
          Εἶναι μία κατάσταση πού ἀσφαλῶς δέν ξέρω κατά πόσο τήν ζεῖ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἀκόμη καί οἱ σύγχρονοι ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ. Εἶναι μία κατάσταση ὅμως πού εἶναι ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας καί αὐτός εἶναι ὁ στόχος τῶν Χριστια-νῶν. Κι ἄν βρεθεῖ κανείς νά μή στοχεύει σ’ αὐτό τό τέλος, δέν θά ἔχει αὐτή τήν προκοπή, τήν τελείωση καί τή μεταμόρφωση.
          Εὐχηθεῖτε καί ἐμεῖς πού κάνουμε τόν δάσκαλο νά ἀρχίσουμε νά σκαλεύουμε λίγο τόν ἑαυτό μας, νά μποῦμε στόν κόπο αὐτόν πού γράφουν οἱ Πατέρες, γιά νά μποροῦμε νά προσφέρουμε ὅσο μπορεῖ ὁ καθένας και στόν τόπο πού βρίσκεται ὁ καθένας τή μαρτυρία του, ὄχι τή σοφία του τήν ἀνθρωπίνη, ἡ ὁποία εἶναι γήϊνη καί δαιμονιώδης, ἀλλά τή σοφία τοῦ Θεοῦ πού ἔχει τά χαρακτηριστικά τῆς ἀπά-θειας, τῆς τελειότητος, τῆς ἑνώσεως, τῆς ταπεινώσεως τῆς ἀγάπης καί ὅλων τῶν ἀρετῶν ἐκείνων πού στολίζουν τόν ἄνθρωπο σάν ἕνα λαμπρό δημιούργημα καί τοῦ δημιουργοῦν τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ διά τοῦ ἰδίου ἀνθρώπου καί γίνεται ἀληθινός μέτοχος τοῦ Θεοῦ καί γίνεται ἀληθινός κράχτης καί μάρτυρας τοῦ Ἰ-σοῦ Χριστοῦ.

Τί ἔγραψε ὁ Χριστός στό χῶμα καί δέν σκότωσαν τήν μοιχαλίδα;
(Ἰωάννου η, 9 -11)

Ἐπίλογος
 
          Σάν ἐπίλογο θεωρήσαμε ὠφέλιμο νά ἀναφέρουμε τό πανέμορφο κείμενο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «Ἐπεθύμησε πόρνη[125]…»
          «Πόρνη ἐπιθυμοῦσε ὁ Θεός; Ναὶ πόρνη. Ἐννοῶ τὴ δική μας φύση. Ἦταν τρα-νὸς καὶ αὐτὴ ταπεινή. Τρανὸς ὄχι στὴ θέση ἀλλὰ στὴ φύση. Πεντακάθαρος ἦταν, ἀνερμήνευτη ἡ οὐσία Του, ἄφθαρτη ἡ φύση Του. Ἀχώρητος στὸ νοῦ, ἀόρατος, ἄπιαστος ἀπὸ τὴ σκέψη, ὑπάρχοντας παντοτινά, μένοντας ἀπαράλλακτος. Πά-νω ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους, ἀνώτερος ἀπὸ τὶς δυνάμεις τῶν οὐρανῶν. Νικώντας τὴ λογικὴ σκέψη, ξεπερνώντας τὴ δύναμη τοῦ μυαλοῦ, ἀδύνατο νὰ Τὸν δεῖς, μόνο νὰ τὸν πιστέψεις. Τόν ἔβλεπαν Ἄγγελοι καί τρέμανε. Τά Χερουβείμ σκεπάζονταν μέ τά φτερά τους, ὅλα στέκονταν μέ φόβο.
          Ἔρριχνε τὸ βλέμμα Του στὴ Γῆ καὶ τὴν ἔκανε νὰ τρέμει. Στρεφόταν στή θα-λασσα καί τήν ἔκανε στεριά. Ποτάμια ἔβγαζε στὴν ἔρημο. Στ᾿ ἀναμέτρημά Του ἔστηνε βουνά καί ζύγιζε λαγκάδια. Πῶς νά τό πῶ; Πῶς νά τό παραστήσω; Τό με-γαλεῖο Του ἀπέραντο, ποῦ νά πιαστεῖ ἡ σοφία του μέ ἀριθμούς; Ἀνεξιχνίαστες οἱ ἀποφάσεις πού παίρνει κι οἱ δρόμοι Του ἀνεξερεύνητοι.
          Κι αὐτὸς ὁ τόσο μέγας καὶ τρανὸς πεθύμησε πόρνη. Γιατί; Γιὰ νὰ τὴν ἀνα-πλάσει ἀπὸ πόρνη σὲ παρθένα. Γιὰ νὰ γίνει ὁ νυμφίος της.
          Τί κάνει; Δὲν τῆς στέλνει κάποιον ἀπὸ τοὺς δούλους Του, δὲν στέλνει Ἄγγελο στὴ πόρνη, δὲν στέλνει Ἀρχάγγελο, δὲν στέλνει τὰ Χερουβείμ, δὲν στέλνει τὰ Σε-ραφείμ. Ἀλλὰ καταφθάνει Αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ ἐρωτευμένος.
          Ἐπεθύμησε πόρνη. Καὶ τί κάνει; Ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ ἀνέβει ἐκείνη στὰ ψηλά, κατέβηκε Ἐκεῖνος στὰ χαμηλά. Ἔρχεται στὴν καλύβα της. Τὴ βλέπει μεθυ-σμένη. Καὶ μὲ ποιὸ τρόπο ἔρχεται; Ὄχι μὲ ὁλοφάνερη τὴ θεότητά Του, ἀλλὰ γίνεται ἐντελῶς ἴδιος μαζί της, μήπως βλέποντάς Τον τρομοκρατηθεῖ, μήπως λα-χταρήσει καὶ Τοῦ φύγει. Τὴ βρίσκει καταπληγωμένη, ἐξαγριωμένη, ἀπὸ δαίμονες κυριευμένη. Καὶ τί κάνει; Τὴν παίρνει καὶ τὴν κάνει γυναίκα Του. Καὶ τί δῶρα τῆς χαρίζει; Δαχτυλίδι. Ποιὸ δαχτυλίδι; Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
          Ἔπειτα τῆς λέγει. Δὲν σὲ φύτεψα στὸν Παράδεισο;
-Τοῦ λέγει, ναί.
-Καὶ πῶς ξέπεσες ἀπὸ ἐκεῖ;
-Ἦλθε καὶ μὲ πῆρε ὁ Διάβολος ἀπὸ τὸν Παράδεισο.
-Φυτεύτηκες στὸν Παράδεισο καὶ σὲ ἔβγαλε ἔξω. Νά, σὲ φυτεύω μέσα μου. Δὲν τολμᾶ νὰ μὲ πλησιάσει ἐμένα. Ὁ ποιμένας σὲ κρατάει καὶ ὁ λύκος δὲν ἔρχεται πιά.
-Ἀλλὰ εἶμαι, λέγει, ἁμαρτωλὴ καὶ βρόμικη.
-Μὴ μοῦ σκοτίζεσαι, εἶμαι γιατρός.
          Δῶσε ἐδῶ μεγάλη προσοχή. Κοίταξε τί κάνει. Ἦλθε νὰ πάρει τὴν πόρνη, ὅπως αὐτὴ - τὸ τονίζω - ἦταν βουτηγμένη στὴ βρόμα. Γιὰ νὰ μάθεις τὸν ἔρωτα τοῦ Νυμφίου. Αὐτὸ χαρακτηρίζει τὸν ἐρωτευμένο: τὸ νὰ μὴ ζητάει εὐθύνες γιὰ ἁμαρτήματα, ἀλλὰ νὰ συγχωρεῖ λάθη καὶ παραπατήματα.
          Πιὸ πρὶν ἦταν κόρη τῶν δαιμόνων, κόρη τῆς Γῆς, ἀνάξια γιὰ τὴ Γῆ. Καὶ τώρα ἔγινε κόρη τοῦ βασιλιᾶ. Καὶ αὐτὸ γιατί ἔτσι θέλησε ὁ ἐρωτευμένος μαζί της. Γιατί ὁ ἐρωτευμένος δὲν πολυνοιάζεται γιὰ τὴ συμπεριφορά του. Ὁ ἔρωτας δὲν βλέπει ἀσχήμια. Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται ἔρωτας, ἐπειδὴ πολλὲς φορὲς ἀγαπᾶ καὶ τὴν ἄσχημη.
          Ἔτσι ἔκανε καὶ ὁ Χριστός. Ἄσχημη εἶδε καὶ τὴν ἐρωτεύτηκε καὶ τὴν ἀνακαινί-ζει.
          Τὴν πῆρε ὡς γυναίκα, καὶ ὡς κόρη Του τὴν ἀγαπᾶ, καὶ ὡς δούλα του τὴν φροντίζει, καὶ ὡς παρθένα τὴν προστατεύει, καὶ ὡς παράδεισο τὴν τειχίζει, καὶ ὡς μέλος τοῦ σώματός Του τὴν περιποιεῖται. Τὴ φροντίζει ὡς κεφαλή της ποὺ εἶ-ναι, τὴ φυτεύει ὡς ρίζα, τὴν ποιμαίνει ὡς ποιμένας. Ὡς νυμφίος τὴν παίρνει γυ-ναίκα Του, καὶ ὡς ἐξιλαστήριο θύμα τὴν συγχωρεῖ, ὡς πρόβατο θυσιάζεται, ὡς νυμφίος τὴ διατηρεῖ μέσα στὴν ὀμορφιά, ὡς σύζυγος φροντίζει νὰ μὴν τῆς λείψει τίποτα.
          Ὤ, Σὺ Νυμφίε, ποὺ ὀμορφαίνεις τόσο τὴν ἀσχήμια τῆς νύφης!»

 

[1] Πρωτ. π. Γεωργίου Μυτιληναίου, τί εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία;
[2] Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, «Θεοτοκάριο» ἦχος πλ. δ΄, Σάββατο, ὠδή δ΄, τροπ. 4.
[3] Μητρ. Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου Βλάχου, Ἡσυχία καί Θεολογία, Ι.Μ.Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου,  ὅ.π.π. σελ. 177.
[4] Μητρ. Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου Βλάχου, ὅ.π.π. σελ. 101
π. Κωνσταντίνου Στρατηγοπούλου, πόνου πονήματα, βιωματική ἀφήγηση, Φθινόπωρο 2015 σελ. 70.
[5] π. Κωνσταντίνου Στρατηγοπούλου, πόνου πονήματα, βιωματική ἀφήγηση, Φθινόπωρο 2015 σελ. 70.
[6] Πρός Κληδόνιον πρεσβύτερον, ἐπιστολή 1η, Βέπες, ἔκδ. Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, σελ. 261 -268.
[7] Dan Nicolae Obancea Ἡ Ἀνθρωπολογία τοῦ Τριωδίου, Διδακτορική διατριβή πού ὑποβλήθηκε στό Α.Π.Θ. Θεσσαλονίκη 2013.
[8] Στιχηρό τῶν Αἴνων τοῦ Σαββάτου πρό τῆς Ἀπόκρεω.
[9] ζ΄ Ὠδή τοῦ ὄρθρου τοῦ Σαββάτου πρό τῆς Ἀπόκρεω.
[10] Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις Ἀκριβής τῆς Ὀρθόδοξου Πίστεως, κεφ. 26.
[11] Φιλοκαλία, τ. Δ΄, Περιβόλι τῆς Παναγίας, Ἀθήνα 1987, σ. 306,
[12] π. Κωνσταντίνου Στρατηγοπούλου, πόνου πονήματα, βιωματική ἀφήγηση, Φθινόπωρο 2015 σελ. 21.
[13] Μητρ. Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου Βλάχου, «Παρέμβαση» τεῦχος 206, Μάϊος 2011 καί τεῦχος 117).
[14] Μητρ. Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου Βλάχου, Ἡσυχία καί Θεολογία, ὅ.π.π, σελ. 177.
[15] Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, κεφ. 26.
[16] Πρῶτο Στιχηρό τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς.
[17] Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Περί τῶν ἐν τῶ Χριστῷ δύο θελημάτων 30, Ε.Π.Ε τόμ. 5, σελ. 75.
[18] Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης περί προσευχῆς, λόγος β΄. ΕΠΕ, τ. 8ος σελ. 51.
[19] Β΄ Ὠδή, τροπάριο 19 τοῦ Μεγάλου Κανόνος (Μ.Κ).
[20] Β΄ Ὠδή, τροπάρια 7 καί 21,. τοῦ Μεγάλου Κανόνος (Μ.Κ).
[21] Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, PG 46, 521D.
[22] Χρυσοστόμου Α. Σταμούλη, Ὥσπερ ξένος καί ἀλήτης.., σ. 20.
[23] Γρηγορίου Σιναΐτου, Κεφάλαια 50, Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, τόμ. 4, Ἀθῆναι 1976, 38.
[24] Α΄ Ὠδής τροπάριο 3, τοῦ Μ. Κ.
[25] Δ΄ Ὠδῆς τροπάριο 15, τοῦ Μεγάλου Κανόνος.
[26] Ό.π.π.
[27] Ό.π.π.
[28] Ἀρχ. Συμεών Κούτσα, Ἀδαμιαῖος θρῆνος, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα 1988, σελ. σελ. 65).
[29] Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἐκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, κεφ. 26.
[30] Γεωργίου Μαρτζέλου, «Τό προπατορικό ἁμάρτημα...,» σελ. 159-160. 
[31] Πρώτο Στιχηρό Προσόμιο τοῦ Ἑσπερινοῦ τοῦ Σαββάτου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
[32] Δεύτερο Στιχηρό τῶν Αἴνων τοῦ Σαββάτου πρό τῆς Ἀπόκρεω.
[33] Α΄ Ὠδή τοῦ Ὄρθρου τῆς Κυριακῆς τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
[34] Σπ. Τσιτσίγκου, ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, σελ. 80.
[35] Γιά τόν Ἀπόστολο Παῦλο ἡ ἁμαρτία εἶναι ζήτημα ζωῆς καί θανάτου.Κανένα πρόβλημα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς δέν ἐξετάζεται καί δέν ἀντιμετωπίζεται χωρίς νά συσχετιστεῖ μέ τήν ἁμαρτία, ἐξ' αἰτίας τῆς ἐπιδράσεώς της στίς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων μέ τό Θεό. Ἡ ἁμαρτία σύμφωνα μέ τόν Παῦλο «ἄν καί ἐκδηλώνεται μέ τίς πράξεις καί τίς παρεμβάσεις δέ ταυτίζεται ἁπλῶς μέ τή πράξη τῆς θελήσεως τοῦ ἀνθρώπου ἐνεργούμενη ἐναντίον τοῦ θείου θελήματος,ἀλλά ἀποτελεῖ δαιμονι-κή δύναμη πού εἰσέβαλε στό ἀνθρώπινο γένος μέ τή παράβαση τοῦ Ἀδάμ», (Ρωμ. 5, 12 εξ.) καί ἐγκατέστησε ἐντός του τή βασιλεία της, ἤ ἀκριβέστερα τή τυραννία της στήν ὁποία ὑπετάγη ὁ ἄνθρωπος ὡς δοῦλος καί ὑπήκοος». (Ι. Καραβιδοπούλου, Ἡ ἁμαρτία κατά τόν Αποστόλον Παῦλον, Θεσ/κη 1968, σ. 54-55)…Ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη φύση δηλητηριάστηκε ἀπό τήν ἁμαρτία, ἔτσι ὥστε ὁ ἄνθρωπος σκέπτεται, θέλει, αἰσθάνεται καί ζεῖ ὡς ἁμαρτωλός, ὄχι μόνο τή στιγμή κατά τήν ὁπ-οία διαπράττει κάποιο ἁμάρτημα, ἀλλά πάντοτε…Ἡ ἁμαρτία καί τά ἁμαρτωλά πάθη δέν προέρ-χονται ἀπό ἐσφαλμένες κρίσεις ἤ ἀπό ἄγνοια πού μπορεῖ νά ὑπερνικηθεῖ μέ τή παιδεία, ἀλλά ὀφείλονται στήν ἀρρωστημένη καί ἐξασθενημένη ἀνθρώπινη φύση…Ἡ ἁμαρτία δημιούργησε μιά νοσηρή κατάσταση μέσα σέ ὅλη τή δημιουργία τοῦ Θεοῦ, μέ χαρακτηριστικά γνωρίσματα τήν ἀσθένεια τή φθορά καί τό θάνατο. Ἡ ἁμαρτία εἶναι τό «μεσότοιχον» πού χωρίζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τό Θεό (Ἐφ. 21, 14) καί τό «χειρόγραφον» πού ἐπικυρώνει τήν ὑποταγή του σ᾿ αὐτήν. Οἱ συνέ-πειές της εἶναι τρομερές τόσο γιά τόν ἄνθρωπο ὅσο καί γιά ὁλόκληρη τήν κτίση…Τά συστατικά στοιχεῖα καί ὅλες οἱ δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου συμπάσχουν. «Καρδιά», «νοῦς», «ψυχή», εἶναι ἐξα-σθενημένα και σκοτισμένα. Τό «σῶμα τῆς ἁμαρτίας» ἔγινε «σῶμα θανάτου» (Ρωμ. 6, 6-7, καί 7, 24), «σῶμα νεκρόν»(Ρωμ. 8, 10). Ἡ «συνείδηση» εἶναι ἀδύνατη «ἀσθενής» γιατί ἔχουν μολυνθεῖ καί ὁ νους καί ἡ συνείδηση»(Τίτ. 1, 15)…Ἡ παιδαγωγική λειτουργία τοῦ Νόμου (Ρωμ. 7, 7-19) ἔγ-κειται στό νά ὑπογραμμίσει τή συνειδητοποίηση τῆς ἁμαρτίας καί τήν ἀνάγκη λυτρωτή. Αὐτό θά ὁδηγήσει τόν ἄνθρωπο νά ἐμπιστευθεῖ τό Θεό Πατέρα, ὁ ὁποῖος μέ τόν Υἱό Του καί τό Ἅγιο Πνεῦ-μα, θά τόν γλυτώσει καί θά τόν σώσει ἀπό τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ ἀδιεξόδου, διά τῆς με-τανοίας, ἐξομολογήσεως καί τῆς θείας Κοινωνίας, ὅταν ὁ ἄνθρωπος συμμετέχει στό θάνατο καί στήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. (Ἀντώνιος Ε. Μπιτσάκης, Ἡ διαπαιδαγώγηση τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, διδακτορική διατριβή, Ἀθήνα, 2004, σελ. 95 κ. ἑξ)..
[36] π. Ἰωάννου Ρωμανίδου: Ἰησοῦς Χριστός ἡ ζωή τοῦ κόσμου, πολυγραφημένη ὁμιλία. Μετάφρ. Μοναχοῦ Μαξίμου Λαυριώτου, σελ. 23.
[37] Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου Βλάχου. Ἀπό τό περιοδικό:Νέα Κοινωνιολογία 30 – Κοινωνιολογική ἐπιθεώρηση τῆς Νέας Ἑλλάδας β΄ περίοδος 13ος χρόνος -Ἄνοιξη 2000 – Ἐκδόσεις Παπαζήση.
[38] Ὁ σκοτισμένος νοῦς, σημαίνει ὅτι ἡ νοερά ἐνέργεια (δηλ. ὁ νοῦς), δέν λειτουργεῖ σωστά, (δέν ἔχει κοινωνία μέ τόν Θεό). (π. Ἰωάννης Ρωμανίδης: Πῶς ὁ Θεός θεᾶται καί ὁ ἄνθρωπος θεώνεται σελ. 28) Χάθηκε ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ, γιατί φεύγει ἀπό τό θρόνο του, τήν καρδιά, (πού εἶναι ὁ ἡγεμόνας ὅ-λης τῆς ὑπάρξεως κατά τόν ὅσιο Μακάριο τόν Αἰγύπτιο) καί αἰχμάλωτίζεται ἀπό τή λογική ἐνέρ-γεια καί γεμίζει ὁ νοῦς μέ λογισμούς καί πάθη. Καθώς καί ἡ οὐσία τῆς ψυχῆς, ἡ καρδιά, γίνεται σπήλαιο ληστῶν, ἀκάθαρτη, σκοτεινή.
[39] Ἡ ἁμαρτία εἶναι καθολικό φαινόμενο τόσο σέ ὁριζόντια ὅσο καί σέ κατακόρυφη διάσταση. Σέ ὁριζόντια διάσταση ἡ ἁμαρτία ἀφορᾶ σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους ἀνεξαιρέτως,διότι «πάντες ἥμαρ- τον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 3,23). Σέ κατακόρυφη διάσταση νοεῖται ὅτι ἔχει εἰ-σέλθει καί στερεωθεῖ μέσα στό ἐσωτερικό τοῦ ἀνθρώπου σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε λειτουργεῖ ὡς δεύτερη κινητήρια δύναμη, (ὡς ροπή),πού καθορίζει τίς ἐπιλογές του· «βλέπω ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καὶ αἰχμαλωτίζοντά με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί μου. Tαλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος· τίς με ῥύσεται ἐκ τοῦ σώμα-τος τοῦ θανάτου τούτου;» (Ρωμ. 7, 23-24). Ἡ νοσηρά ἁμαρτητική κατάσταση ἐκτείνεται σέ τρία πεδία· πρῶτον, στό νοῦν, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς, ὅπου ἐκδηλώνεται ὡς «προ-σπάθεια»,δηλαδή ὡς προσκόλληση τοῦ νοῦ στά ἀντικείμενα τῶν παθῶν,κεχρωματισμένα μέ ἐπι- θυμίαν, ἐπειδή αὐτά προσφέρουν ἐμπαθῆ ἡδονή στήν ψυχή· δεύτερον, στήν πνευματικήν καρ-δίαν, δηλαδή στό κέντρο τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς, ὅπου ἐκδηλώνεται ὡς «ἡδυπάθεια», δη-λαδή ὡς στροφή τῆς καρδίας καί συνόλου τῆς ψυχῆς πρός τίς ἀπολαύσεις τῶν παθῶν, ἡ ὁποία στ-ροφή ἀποδιώκει τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος αὐτοπροαιρέτως ἐγκαταλείπει τήν καθα-ράν ὁδόν τοῦ Θεοῦ καί προτιμᾷ τά πάθη. Τέλος, ὅταν ἡ ἁμαρτία διαπράττεται καί διά τοῦ σώματος, δημιουργεῖ σ’ αὐτό τήν «ἐμπάθειαν» δηλαδή τό σῶμα πάσχει – μέ τήν γνωστή ἀρνητικήν ἔννοιαν – τά πάθη. Μέ τήν ἀποχώρηση τῆς θείας ἐνέργειας – ἔτσι εὔκολα παρασύ-ρεται πρός τήν ἁμαρτίαν. (θεοδρομία ΙΓ΄3 [Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2011]  377 – 408).
[40] Ὁ Μεγάλος Κανόνας πού ψάλλεται ὁλόκληρος τήν Πέμπτη τῆς Ε΄ Ἑβδομάδας τῶν Νηστειῶν.
[41] Τά ἁγιοπνευματικά χαρίσματα, τά δῶρα τῆς ψυχῆς εἶναι τά ἑξῆς: «Σοφία καί σύνεση, ὑγιής θέ-ληση καί δύναμη, γνώση καί εὐσέβεια» (Ἡσ. 11, 2). Ἀπό αὐτά γεννιοῦνται τά ἑπτά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού τά ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί εἶναι: ἡ ἀγάπη, ἡ χαρά, ἡ εἰρήνη, ἡ μακροθυμία, ἡ καλωσύνη, ἡ ἀγαθότητα, ἡ πίστη, ἡ πραότητα, ἡ ἐγκράτεια» (Γαλ. 5, 22 -23). (Ἱ. Μ. Παρακλήτου, θησαυρός μετανοίας, Ὡρωπός Ἀττικῆς, σελ. 76).
[42] Μ.Κ (Μεγάλος κανόνας,) Ὠδή Α, τροπ. 21. Ὅποιος ἔχει πνευματικὴ πείνα «θά χορτάσει, ὅταν θά βλέπει τή δόξα σου, (Ψαλ. 16, 15).
[43] Μ.Κ. Ὠδή Β, τροπ. 4.Ὅταν μᾶς κυκλώνουν πειρασμοί καί θλίψεις, τά νερά τῆς κοσμικῆς ματαιό-τητας καί τῶν γήϊνων μεριμνῶν, ἐάν δέν ζητήσουμε τή θεία βοήθεια, θά καταποντισθοῦμε. (Θη- σαυρός μετανοίας, ὅ.π.π. σελ. 107).
[44] Μ.Κ. Ὠδή Β, τροπ.,6. Οἱ δαίμονες πρίν τήν ἔκπτωσή τους ἦταν πανέμορφοι καί γλυκύτατοι, μετά ἔγιναν κακόμορφοι καί ἀγριωποί, ἔτσι καί ἡ ψυχή πού εἶναι ἀπό τούς ἀγγέλους ὡραιότερη, μέ τίς ἁμαρτίες της χώνει τόν νοῦ μέσα στίς κοσμικές ἡδονές καί σκοτίζεται ὁ νοῦς (τό μάτι τῆς ψυχῆς) ἀπό τόν πυκνό καπνό τῶν δαιμονικῶν λογισμῶν, καθώς σκοτίζεται καί ὅλη ἡ ψυχή. Ἐπίσης χάνει τή θεία στολή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού φόρεσε μέ τό Βάπτισμα.(Θησαυρός μετανοίας, ὅ.π.π. σ. 112).
[45] Μ.Κ. Ὠδή Β, τροπ.,9). Τήν πρώτη φορά τόν κοίταξε (τόν καρπό) μέ ἁπλότητα, τή δεύτερη μέ πε-ριέργεια καί τήν τρίτη μέ πόθο καί πάθος!,ἔτσι προκλήθηκε ὁ σκοτισμός τοῦ νοῦ. Ὁ νοῦς ἔσυρε τό σῶμα στήν ὀλέθρια γεύση τοῦ καρποῦ, στήν παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι γυμνώθηκε ἀπό τή θεοΰφαντη στολή τῆς Χάριτος, τό θεῖο Φῶς, ὁπότε κυριεύτηκε ἀπό τό πυκνό σκοτάδι πού δημιουργεῖ ἡ ἁμαρτία. Διώχθηκε ἀπό τόν Παράδεισο, κυριεύτηκε ἀπό τό διάβολο, κληρονόμησε πόνους, θλίψεις, δυστυχίες, ἀρρώστιες καί τόν αἰώνιο θάνατο. Τί συμφορά! Τί ἀθλιότητα! (Θησαυ-ρός μετανοίας, ὅ.π.π. σ. 119).
[46] Μ.Κ. Ὠδή Β, τροπ.,31. Ἡ ψυχή διέπραξε διπλό πνευματικό φόνο. Σκότωσε λιθοβολώντας τό σῶμα μέ τίς αἰσχρές σαρκικές ἁμαρτίες καί φόνευσε τό νοῦ μέ τούς αἰσχρούς καί ἀκάθαρτους λογι-σμούς. (Ἀρχ. Συμεών Κούτσα, Ἀδαμιαῖος θρῆνος,ὅ.π.π., σελ. 77).
[47] Δημιουργήθηκε μία νοσηρή ψυχοσωματική κατάσταση πού προῆλθε ἀπό τή διακοπή τῆς κοι-νωνίας καί τῆς σχέσης μέ τό Θεό. (Ἰωάννου Ρωμανίδου, Τό προπατορικόν ἁμάρτημα..., σ. 156 κ.ε.)
[48] Μ.Κ. Ὠδή Β, τροπ.,7. Μέ τήν παράβαση ὁ Ἀδάμ ξέσχισε τήν πρώτη ἐκείνη χαριτόπληκτη στολή, πού τήν «ὕφανε» ὁ Κτίστης καί ἔμεινε γυμνός καί ἐλεεινός. Αὐτή τή στολή, ὅταν ὁ ἄνθρωπος με-τανοήσει πραγματικά καί ἐξομολογηθεῖ μέσῳ τοῦ πνευματικοῦ πατέρα, ὁ Θεός μᾶς τήν «ὑφαί-νει» πάλι. (Θησαυρός μετανοίας, ὅ.π.π. σ. 113).
[49] Μ.Κ. Ὠδή Β, τροπ.,8). Ὁ ξεσχισμένος χιτώνας εἶναι τά φύλλα τῆς συκιᾶς, πού ἔρραψαν καί φόρε-σαν οἱ πρωτόπλαστοι γιά νά καλύψουν τή γύμνια τους. Μεταφορικά εἶναι οἱ τρομακτικές συνέ-πειες πού ἐπέφερε ἡ πτώση στόν ἄνθρωπο. (Ἀρχ. Συμεών Κούτσα, Ἀδαμιαῖος θρῆνος, ὅ.π.π. σελ.63).
[50] Μ.Κ. Ὠδή Β, τροπ.,15. Τῆς φιλήδονης ζωῆς.
[51] Μ.Κ. Ὠδή Β, τροπ.,12. Οἱ δερμάτινοι χιτῶνες εἶναι σύμβολα τῆς φθορᾶς καί τῆς θνητότητας πού ντύθηκαν κατά παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, φανερώνοντας τή στοργή του γιά τήν καλύτερη κάλυψη τῆς γυμνότητας, καί νά προφυλαχθοῦν ἀπό τίς καιρικές μεταβολές. (Ἀρχ. Συμεών Κούτσα, Ἀδαμι-αῖος θρῆνος, ὅ.π.π. σελ.65).
[52] Μ.Κ. Ὠδή Β, τροπ.,11. Ἀπό τήν ἀμέλειά τους καί τήν ἀπροσεξία τους, ἔχασαν τήν οὐράνια ὀμορ-φιά, πού ἔδινε θαυμαστή εὐπρέπεια στό χωμάτινο σῶμα. (Θησαυρός μετανοίας, ὅ.π.π. σ. 125).
[53] Μ.Κ. Ὠδή Β, τροπ.,16. Τό βάρος τῆς ἁμαρτίας  και ἡ πίεση πού ἀσκοῦν πάνω στον ἅνθρωπο τά πάθη εἶναι δυσβάσταχτη. (Ἀρχ. Συμεών Κούτσα, Ἀδαμιαῖος θρῆνος, ὅ.π.π. σελ.67).
[54] Μ.Κ. Ὠδή Β, τροπ.,18. Ὅποιος κυριευθεῖ ἐσωτερικά ἀπό τά αἰσχρά πάθη, ἔχει καί λογισμούς αἰ-σχρούς, πού γίνονται σάν μιά παρδαλή φορεσιά τῆς ψυχῆς» καί προκαλοῦν ταραχή καί φλόγα τῆς ἐπιθυμίας, σαρκικές πυρώσεις. Μέ αὐτή τή φορεσιά ντύνεται καί τό σῶμα. Ἄς τούς ἐξαλεί-ψουμε ἀπό τή διάνοια καί τό νοῦ μας μέ τή μνήμη τοῦ θανάτου, τοῦ αἰωνίου κολασμοῦ, μέ νη-στεία καί προσευχή. (Θησαυρός μετανοίας, ὅ.π.π. σ. 147).
[55] Μ.Κ. Ὠδή Β, τροπ.,37σ. 213). Τά βέλη τοῦ σατανᾶ εἶναι διάφορα, κυρίως εἶναι οἱ ἐμπαθεῖς λογισμοί πού πληγώνουν κατάκαρδα τόν ταλαίπωρο ἄνθρωπο. Ἀντιμετωπίζονται τά βέλη του μέ νηστεῖες καί κακοπάθειες, ἀγρυπνίες, μετάνοιες, κι ἄλλες σωματικές ἀσκήσεις. (Θησαυρός μετανοίας, ὅ.π.π. σ. 213).
[56] Μ.Κ. Ὠδή Β, τροπ.,23. Ὁ Δαβίδ ἔπεσε σέ βαριά ἁμαρτήματα, μέσα στό βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας, γιά νά μή ὑπερηφανεύεται καί νά ἀποκτήσει ἐπίγνωση τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας του. Ὅποιος ἁμαρτάνει, ὅπως ὁ Δαβίδ, ἄς μετανοεῖ καί μέ συνεχῆ δάκρυα νά ζητᾶ συγχώρηση διά τοῦ πνευ-ματικοῦ του. (Θησαυρός μετανοίας, ὅ.π.π. σ. 1616 - 162).
[57] Μ.Κ. Ὠδή Δ, τροπ.,24. Νά ζητοῦμε ἀπό τόν πολυεύσπλαχνο Κύριο νά μή μᾶς καταδικάσει μαζί μέ τόν Φαρισαῖο ἀλλά νά μᾶς χαρίσει τήν ταπείνωση τοῦ Τελώνη. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτος ὁ χαρακτηρι-σμός τῆς ὑπερηφανείας καί τῆς καυχήσεως ὡς πράξεις ἄσκοπες καί μάταιες. Γι’ αὐτό ὅ,τι κι ἄν ἔχουμε πεῖ ἤ κάνουμε καλό ἔργο, αὐτό ὀφείλεται στή Χάρη τοῦ Κυρίου μας. «ὅταν κάνουμε ὅλα τά διατεταγμένα νά λέμε ὅτι εἴμαστε ἀχρεῖοι δοῦλοι». (Λουκ. 17, 10). (Ἀρχ. Συμεών Κούτσα, Ἀδαμι-αῖος θρῆνος, ὅ.π.π. σελ.131).
[58] Μ.Κ. Ὠδή Δ, τροπ.,17. Ὁ ποιητής μέ πολλή εἰλικρίνεια μᾶς φανερώνει τραγική τήν κατάσταση τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος.Ἡ θεραπεία πραγματοποιεῖται ἀπό τόν Κύριο πού ὀνομάζεται «ἰατρ-ός» τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων μας (Ματθ.4, 23). (Ἀρχ. Συμεών Κούτσα, ὅ.π.π. σελ.125).
[59] Μ.Κ. Ὠδή Β, τροπ.,21). Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ὀμορφιά ὅμως τοῦ ἀνθρώπου ἀμαυρώθηκε καί σκεπάστηκε ἀπ’ τά πάθη. Ὁ διάβολος δέν ὑποφέρει ὅταν δέν μπορεῖ νά μᾶς ρίξει στήν ἁμαρτία, ἀλλά ὅταν πέσουμε καί αἰχμαλωτιστήκαμε ἀπό αὐτόν, ἐμεῖς πάλι ξε-φεύγουμε μέ τή θερμή μετάνοια καί τήν κατανυκτική ἐξομολόγηση. (Θησαυρός μετανοίας, ὅ.π.π. σ. 154).
[60] Μ.Κ. Ὠδή Δ, τροπ.,26. Εἰδωλοποίησε τόν ἑαυτό του, ὁ ὑμνογράφος καί λάτρεψε τόν ἑαυτό του. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ σαρκική ζωή (Ρωμ. 8, 5), λατρεύει τή σάρκα του. Δέν ὑποτάσσεται στό νόμο τοῦ Θεοῦ, κι αὐτό δέν ἀρέσει στό Θεό. (Ρωμ. 8, 6 -8). (Ἀρχ. Συμεών Κούτσα, Ἀδαμιαῖος, ὅ.π.π. σελ.133).
[61] Μ.Κ. Ὠδή Ζ, τροπ.,15. Ὁ προφήτης Ἠλίας, γιά νά τιμωρήσει τήν ἀποστασία τοῦ Ἀχαάβ, «ἔκλεισε τόν οὐρανό» γιά τριάμισι χρόνια ὁ Θεός δέν ἔβρεξε, ἔτσι δημιουργήθηκε φοβερή πείνα. Ὅπως το-τε ὁ Ἠλίας ἔκλεισε τόν οὐρανό λόγῳ τῆς ἀπείθειας τοῦ Ἀχαάβ, ἔτσι καί ἡ ψυχή, ὅταν δέν τηρεῖ τίς θεῖες ἐντολές, κλείνεται ὁ οὐρανός καί δέν ἔρχεται ἡ δροσιά τῆς θείας Χάριτος καί ἡ ψυχή πνευ-ματικά ξηραίνεται, γιατί ὁ Θεός ἀπόστρεψε τό πρόσωπό Του. Ἀνοίγει ὅμως πάλι μέ τή θερμή μετάνοια. (Ἀρχ. Συμεών Κούτσα, Ἀδαμιαῖος θρῆνος, ὅ.π.π. σελ.216).
[62] Μ.Κ. Ὠδή Β, τροπ.,33. Ἡ ζωή τῆς ἁμαρτίας ἐπισύρει, ἀνοίγει τούς καταρράχτες τῆς ὀργῆς τοῦ Θε-οῦ, ὅπως μέ τό βιβλικό κατακλυσμό. (Γεν. Κεφ. 6-9). Οἱ συνέπειες τῆς ἁμαρτίας ἀκολουθοῦν τόν ἄνθρωπο καί στήν παρούσα ζωή καί στή μέλλουσα. (Ἀρχ. Συμεών Κούτσα, ὅ.π.π. σελ.78).
[63] Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ψαλμών 50,13, PG 69, 1100Β.
[64] Χρυσοστόμου Α. Σταμούλη, Κάλλος τό ἅγιον..., σ. 162-163.
[65] Τρίτο Στιχηρό τῶν Αἴνων τοῦ Ὄρθρου τοῦ Σαββάτου πρό τῆς Ἀπόκρεω.
[66] Ἁγίου Εἰρηναίου Λουγδούνου, Κατά αἱρέσεων 40, 3.
[67] Θεοδωρήτου Κύρου, Εἰς τήν Γένεσιν, Ἐρώτησις ΛΖ,΄ PG 80, 136 καί Ἐρώτησις Μ,΄ PG 80, 141. Ὁ Θεοδώρητος θεωρεῖ τό θάνατο οἰκονομία σοφίας καί ἰατρεία τοῦ ἀσθενήσαντος ἀνθρώπου: «οὐ τοίνυν, λέγει, ὀργῆς ἡ τιμωρία, ἀλλ᾿ οἰκονομία σοφίας μεγίστης... Ἰατρεία τοίνυν ὁ θάνατος, οὐ τι-μωρία ἐστί».
[68] ΤΟ  ΛΑΜΠΡΟΦΟΡΟ ΣΤΡΑΤΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
         Στούς Χαιρετισμούς τοῦ τιμίου Σταυροῦ στό γράμμα Ψ, ὁμιλεῖ γιά τό σχέδιο,στρατήγημα τοῦ Χριστοῦ μέ σκοπό νά αἰχμαλωτίσει,νά ἀποδυναμώσει τόν διάβολο, ὅπως αὐτός ἔκανε στούς πρω-τοπλάστους. Ὁ ἀφρονέστερος ψαρᾶς στό Παράδεισο διά τοῦ ξύλου τῆς γνώσεως γιά νά συλλά-βει τίς δύο ἀθερίνες (τά μικρά ψαράκια) τόν Ἀδάμ καί Εὔα δόλωσε στό καλάμι (τό δένδρο τῆς γνώσεως) ἕνα μεγάλο ψάρι (τήν ἐλπίδα τῆς Θεότητος), νά ὑπακούσουν στόν διάβολο διά τῆς ἡδο-νῆς, καί ὄχι στό Δημιουργό τους, μέ ἀποτέλεσμα νά ἁμαρτήσουν, νά μή μετανοήσουν καί νά ἐκ-διωχθοῦν ἀπό τόν Παράδεισο.
Ὁ Χριστός γίνεται τέλειος ἄνθρωπος, χωρίς ἁμαρτία, γιά νά αἰχμαλωτίσει καί διαλύσει τά ἔργα τοῦ διαβόλου.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος στήν ἑρμηνεία τοῦ 21ου ψαλμ. (στίχ, 7, ΕΠΕ, 14Α, ἐρώτηση 157) ἀπό τόν Δαβίδ ἀναφέρεται ὡς σκουλήκι. Γιατί τό σκουλήκι ἔρχεται στή ζωή χωρίς συνεύρεση ἀρσενικοῦ καί θη-λυκοῦ, ὅπως καί ὁ Χριστός, μόνο ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τήν Παναγία Παρθένο. Ὁ ἐφυέστατος Ψαρᾶς ὁ Χριστός μας δόλωσε στό καλάμι του (τόν τίμιο Σταυρό) ἕνα σκουλήκι (τήν ἀνθρώπινη σάρκα Του), διά τοῦ Σταυρικοῦ Του θανάτου, ὁ διάβολος «ἔφαγε τό δόλωμα» (θανάτωσε τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ) καί κατέβηκε στόν ἅδη. Ἔτσι συνέλαβε καί κατανίκησε τόν διάβολο, διέλυσε τήν ἁμαρτία, θανάτωσε τόν θάνατο καί τή φθορά, τά ὁποῖα ὁλοσχερῶς κατέλυσε, μέ τή δύναμη τῆς Θεότητάς Του. (ἁγίου Μαξίμου, Ε.Π.Ε, 15D σελ. 21). Ὅσοι νεκροί τόν πίστεψαν στό σωτήριο λόγο Του ἀναστήθηκαν καί τούς πῆρε μαζί Του.
Μέ τό σχέδιο αὐτό, ὁ διάβολος μέ ξύλο νίκησε τον ἄνθρωπο, ἀλλά νικήθηκε ἀπό τό ξύλο τοῦ Στ-αυροῦ.(Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου,Ἑορτοδρόμιο τόμ. Β, σελ. 80).
[69] Ὁ Χριστός μέ τά λόγια καί τίς πράξεις Του προσπαθοῦσε νά θεραπεύσει τήν ἀρρώστεια τοῦ ἀνθρώπου. Καί μετά τήν Ἀνάστασή Του ἄφησε τήν Ἐκκλησία Του νά συνεχίσει τή θεραπευτική ἀγωγή πού ἄρχισε Ἐκεῖνος.
         Κάθε μέλος τῆς ἅγιας σάρκας σου, Κύριε, (κατέβηκε στή γῆ, γιά νά μᾶς ἀνεβάσει στόν οὐρανό). Ὑπέστη γιά μᾶς ἀτίμωση· ἡ κεφαλή μέ τόν ἀκάνθινο στέφανο, τό πρόσωπο μέ τά ἐμπτύσμα-τα, οἱ σιαγόνες μέ τά ραπίσματα, τό στόμα μέ τή χολή, πού ἀναμίχτηκε μέ ξύδι καί σοῦ ἔδωσαν νά γευτεῖς, τά ἀφτιά μέ τίς δυσσεβεῖς βλασφημίες, ἡ πλάτη μέ τό μαστίγωμα καί τό χέρι μέ τόν κάλαμο· ἡ ἔκταση τοῦ ὅλου σώματος μέ τό ν ἁπλωθεῖ ἐπάνω στό σταυρό· οἱ ἀρθρώσεις μέ τά καρφιά καί ἡ πλευρά μέ τή λόγχη. Παντοδύναμε Σωτήρα, ἐσύ πού ἔπαθες γιά μᾶς καί διά τοῦ πάθους σου μᾶς ἐλευθέρωσες ἀπό τά πάθη, ἐσύ πού σάν φιλάνθρωπος, κατέβηκες σέ μᾶς καί μᾶς ἀνύψωσες στόν οὐρανό, ἐλέησέ μας.(Ἰδιόμελο, Αἴνοι Μεγ. Πέμπτης)
Ὁ Χριστός μέ τά εἴδη τῶν παθῶν Του θεράπευσε τά πάθη τοῦ ἀνθρώπου
         Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἔπαθε ὁ Χριστός τά πολλά εἴδη τῶν παθῶν ἔχουν μεγάλη σημασία, γιατί μέ αὐτόν τόν τρόπο ὁ Χριστός θεράπευσε τίς διάφορες ἀσθένειες τοῦ ἀνθρώπου καί τόν ὁδή γησε στήν πνευματική ὑγεία. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης, ὡς φιλόκαλος, συγκέντρωσε πολ-λά χωρία Πατέρων γιά τά διάφορα εἴδη τῶν παθῶν, στά ὁποῖα φαίνεται ἡ αἰτία γιά τήν ὁποία ἔπαθε κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ὁ Χριστός. (Ἑορτοδρόμιον τόμ. Β. ἔκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1987 σελ. 179 (ὑποσημείωση).
Ἐν πρώτοις ἔκανε τά ἀντίθετα σημεῖα πού πραγματοποίησε ὁ διάβολος γιά νά «συλλάβει» τούς πρωτοπλάστους στό θέλημά του.
Ὁ Χριστός δέχθηκε ἀκάνθινο στέφανο στήν κεφαλή Του, καί ἔτσι φανέρωσε ὅτι ἔρριψε τόν στέ-φανο πού εἶχε ὁ διάβολος στήν κεφαλή του, ἀπό τήν νίκη πού πέτυχε ἀπέναντί μας (ἅγ. Γρηγό-ριος ὁ Παλαμᾶς). Ἐπίσης, ὁ ἀκάνθινος στέφανος δηλώνει ὅτι ὁ Χριστός ἐξάλειψε τήν κατάρα πού εἶχε ἡ γῆ μετά τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ, μέ τό νά βλαστάνει ἀγκάθια, ἤ ὅτι ἐξάλειψε τίς μέριμνες καί τίς ὀδύνες τῆς παρούσης ζωῆς, πού ὁμοιάζουν μέ τά ἀγκάθια, ἤ ἀκόμη φανερώνει ὅτι ἔγινε κο-σμοκράτωρ καί νικητής τῆς σαρκός καί τῆς ἁμαρτίας (Μέγας Ἀθανάσιος), ἀφοῦ στεφάνι φοροῦν οἱ βασιλεῖς.
Ἔβγαλε τά ἱμάτιά Του καί φόρεσε τήν πορφύρα, γιά νά βγάλει τούς δερμάτινους χιτῶνες, πού εἶ-χε φορέσει ὁ Ἀδάμ μετά τήν παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι σημεῖο τῆς νεκρώσεως (Μέγας Ἀθανάσιος). Φόρεσε δέ πάλι τά ἱμάτια γιά νά ἐνδύση τόν ἄνθρωπο μέ τήν ἀφθαρσία πού εἶχε πρό τῆς παρακοῆς (Μέγας Ἀθανάσιος). Ἔλαβε στά χέρια Του κάλαμο γιά νά θανατώσει τόν ἀρχαῖο ὄφι καί δράκοντα, ἀφοῦ ἄλλωστε μέ τό καλάμι σκοτώνει κανείς τά φίδια (Μέγας Ἀθανάσιος). Ἀκόμη, ἔλαβε τόν κάλαμο γιά νά σταματήσει τήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου ἐπάνω στούς ἀνθ-ρώπους (ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος).Ἐπί πλέον ἔλαβε κάλαμο στά χέρια Του γιά νά σβύσει τό χει- ρόγραφο τῶν ἁμαρτιῶν μας (Μέγας Ἀθανάσιος), γιά νά γράψει μέ τό κόκκινο αἷμα Του βασιλι-κῶς τό γράμμα τῆς συγχωρήσεως τῶν ἁμαρτιῶν μας (ἅγ. Θεόδωρος Στουδίτης).
Ξέρουμε ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη ὅτι διά ξύλου τῆς γνώσεως ἔπεσε ὁ Ἀδάμ καί ἔχασε τήν κοινω-νία του μέ τό Θεό. Ἔπρεπε μέ ἕνα ἄλλο ξύλο, τό ξύλο τοῦ Σταυροῦ, νά ἐπανέλθει ὁ ἄνθρωπος στόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς.
Καρφώθηκε πάνω στόν Σταυρό, γιά νά καρφώσει τήν ἁμαρτία.
Ἅπλωσε τά χέρια Του στόν Σταυρό γιά νά ἰατρεύσει τό ἅπλωμα τῶν χεριῶν τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔ-ας ὅταν ἔλαβαν τόν ἀπαγορευμένο καρπό, καθώς ἐπίσης καί γιά νά ἑνώσει τά διεστῶτα, ἤτοι τούς ἀγγέλους καί τούς ἀνθρώπους, τά οὐράνια καί ἐπίγεια.
Ἀνέβηκε ὁ Χριστός στό ὕψος τοῦ Σταυροῦ γιά τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ.
Ἔλαβε ἐπάνω στόν Σταυρό τή γεύση τῆς χολῆς καί τοῦ ὄξους,γιά τήν γλυκειά γεύση πού αἰσθάν-θηκαν τρώγοντας τόν ἀπαγορευμένο καρπό (ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος). Ἔτσι, μέ τή γεύση τοῦ ὄξους θεράπευσε τήν γεύση τῆς ἀπαγορευμένης ἡδονῆς. Ἔλαβε τόν θάνατο γιά νά θανατώσει τόν θάνατο. Τό αἷμα καί τό ὕδωρ πού ἔρρευσαν ἀπό τήν πλευρά Του φανέρωναν τά δύο βασικά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τό Βάπτισμα (ὕδωρ) καί τήν θεία Εὐχαριστία (αἷμα),καθώς ἐπί- σης καί τό βάπτισμα τοῦ μαρτυρίου.
Σκοτίσθηκε ὁ ἥλιος καί ἡ σελήνη γιά νά δείξουν τό πένθος τους γιά τόν σταυρωθέντα. Οἱ πέτρες σχίσθηκαν, ἐπειδή ἔπασχε ἡ πέτρα τῆς ζωῆς. Ἀνέστησε ὁ Χριστός τούς νεκρούς οἱ ὁποῖοι στή συ-νέχεια εἰσῆλθαν στά Ἱεροσόλυμα, γιά νά δείξει ὅτι, ἀφοῦ καί ἐμεῖς ἀναστηθοῦμε, θά εἰσέλθουμε στήν ἄνω Ἱερουσαλήμ.
Μετά τόν θάνατο στόν Σταυρό τάφηκε γιά νά μή στρεφόμαστε ἐμεῖς στήν γῆ,ὅπως κάναμε προη-γουμένως. Τέλος ἀναστήθηκε γιά τήν δική μας ἀνάσταση.
«Ἔντονα καί τώρα, ὅπως πάντα, κυριαρχοῦν στό νοῦ μου τά θαύματα τῆς Ἀναστάσεως καί τά φοβερά θεάματα τῶν μυστηρίων γεμίζουν μέ κατάπληξη τήν ψυχή μου.
Γιατί ἡ ἀτιμία γέννησε δόξα καί τό πάθος ἀνέβλυσε ἀπάθεια στούς ἀνθρώπους; Γιατί τό ξύλο τῆς τιμωρίας μᾶς γλίτωσε ἀπό τήν δουλεία τοῦ ξύλου, καί τά καρφιά ἀνέσκαψαν τήν πολύρριζο ἁμαρτία;
Γιατί τό ἀγκάθινο στεφάνι ἀνέτρεψε τήν καθολική κατάρα καί ὁ ἐπονείδιστος σταυρός ἀπήλλαξε τόν κόσμο ἀπό τήν ντροπή;
 Γιατί ἡ πλευρά πού τρυπήθηκε ἀπό τή λόγχη ἔγινε πύλη ἑνός κόσμου μυστηρίων καί ὁ τριήμερος τάφος ἀπεδείχθη οἶκος ζωῆς;
 Γιατί ὁ τελώνης ἐξέφρασε τά δόγματα τῆς θεολογίας καἰ ὁ ἄγγελος ἔσπειρε στίς ψυχές τῶν γυ-ναικῶν τά χαρμόσυνα λόγια;» https://proskynitis.blogspot.com/Ἰωάννου,ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινου-πόλεως τοῦ Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· καὶ εἰς τὰς μυροφόρους.
         Ὁ ἅγιος Πρόκλος, Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, (Εἰς τό πάθος τοῦ Κυρίου, τῇ ἁγία καί Μεγάλη Παρασκευή) Μητρόπολις Σύμης - Τήλου - Χάλκης καί Καστελλορίζου, γράφει:
Ὤ τί πάθος πού καθαρίζει τόν κόσμο! Ὤ τί θάνατος πού εἶναι ἀφορμή ἀθανασίας πού ἀνατέλλει τή ζωή! Ὤ τί κάθοδος στόν Ἅδη, πού γίνεται ἡ γέφυρα γιά ὅσους πέθαναν ἐξ ἀρχῆς, νά ἀναστη-θοῦν! Ὤ τί μεσημέρι, πού ἀνακαλεῖ τήν καταδίκη πού ἔγινε ἐκεῖνο τό δειλινό στόν παράδεισο! Ὤ τί Σταυρός, πού θεραπεύει τήν παράβαση τοῦ δέντρου. Ὤ τί καρφιά πού στερέωσαν τόν κόσμο στήν θεογνωσία, καί περόνιασαν τόν θάνατο! Ὤ τί ἀγκάθια πού εἶναι τά σταφύλια τῆς Ἰουδαϊκῆς ἀμπέλου! Ὤ τί χολή, πού παρέχει τό μέλι τῆς πίστεως καί κατηγορεῖ τήν πονηρία τῶν Ἰουδαίων! Ὤ τί σπόγγος πού σπόγγισε καί καθάρισε τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου! Ὤ τί καλάμι πού πολιτογρά-φησε τούς πιστούς στούς οὐρανούς καί κατέστρεψε τήν τυραννία τοῦ ἀρχεκάκου φιδιοῦ!…γιατί κατήργησε τόν θάνατο καί λαφυραγώγησε τόν Ἅδη καί ἔδωσε ζωή σ' αὐτούς πού πέθαναν ἐξ ἀρ-χῆς μέ τή χάρη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν Ὁποῖον ἀνήκει ἡ δοξολογία καί ἡ δύναμη στούς ἀτελευτήτους αἰῶνες. Ἀμήν.
[70] Μέγας Κανών, Ὠδή ε, τροπ. 23
[71] Δημ. Τσελεγγίδη,, Χάρη καί ἐλευθερία κατά τήν παράδοση τοῦ 14ου αἰώνα, σελ. 75.
[72] Παν. Νέλλα, «Ζῶον θεούμενον», σελ. 39.
[73] ὅ.π.π. Παν Νέλλα…σελ. 135.
[74] Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, πρός Θαλάσιον,περί διαφόρων ἀποριῶν, ἀριθ. 60,(Ε.Π.Ε. τόμ.14G, σελ. 189).
[75] Γρηγορίου Σιναΐτου, Κεφάλαια 50, Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, τόμ. 4, Ἀθῆναι 1976, 38.
[76]http://panagopoulosdogmatiki.blogspot.com/search/label/%CE%91%CE%95%CE%91%20%CE%92%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CF%82
[77] Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, Εἰς πρός Ρωμαίους Ἐπιστολήν, PG 74, 789AB,: «Νενόησεν οὖν ἡ φύσις τήν ἁμαρ-τίαν διά τῆς παρακοῆς…».
[78] Ματσούκας Νίκος, Δογματική καί Συμβολική θεολογία Β’, (Ἔκθεση τῆς Ὀρθόδοξης πίστης), ἔκδ. Πουρ-ναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 206
[79] Ἡ Ἡσυχία εἶναι ἡ μητέρα τῆς μετανοίας, τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. (ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος, Λόγος ΞΘ, σελ. 229, (Λόγος λδ) καί μητέρα τῆς προσευχῆς. (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ Ὁμιλία εἰς τήν Μεταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου», ΕΠΕ, τόμ. 9ος, σελ. 35).
         Νά ἀποκτήσεις τήν ἡσυχία σάν τεῖχος ὀχυρό· διότι ἡ ἡσυχία σέ κάνει ἀνώτερο ἀπό τά πάθη· διότι ἐσύ πολεμᾶς ἀπό ψηλά,ἐνῶ αὐτά πολεμοῦν ἀπό κάτω.Νά ἀποκτήσεις λοιπόν τήν ἡσυχία πού εἶναι μέσα στό φόβο τοῦ Θεοῦ, καί δέ θά σέ βλάψει κανένα βέλος τοῦ ἐχθροῦ· διότι ἡ ἡσυχία πού εἶναι ἑνωμένη μέ τό φόβο τοῦ Θεοῦ εἶναι πύρινο ἅρμα, πού ἀνεβάζει στούς οὐρανούς ἐκεῖνον πού τήν ἔχει ἀποκτήσει. Καί ἄς σέ πείσει ὁ προφήτης Ἠλίας πού ἀγάπησε τήν ἡσυχία καί τό φόβο τοῦ Θεοῦ, καί ἀναλήφθηκε στόν οὐρανό. (Δ΄,Βασιλ. 2,11).
 «Ὦ ἡσυχία, προκοπή αὐτῶν πού μονάζουν. Ὦ ἡσυχία, κλίμακα οὐράνια.Ὦ ἡσυχία, δρόμε τῆς βα- σιλείας τῶν οὐρανῶν.Ὦ ἡσυχία, καθρέφτη τῶν ἁμαρτημάτων,πού δείχνεις στόν ἄνθρωπο τίς πα- ραβάσεις του. Ὦ ἡσυχία, πού δέν ἐμποδίζεις τά δάκρυα. Ὦ ἡσυχία, γεννήτρια τῆς πραότητας. Ὦ ἡσυχία, συγκάτοικος τῆς ταπεινοφροσύνης. Ὦ ἡσυχία, πού ὁδηγεῖς τόν ἄνθρωπο σέ εἰρηνική κατάσταση. Ὦ ἡσυχία, πού εἶσαι ἑνωμένη μέ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ. Ὦ ἡσυχία, πού φωτίζεις τό νοῦ. Ὦ ἡσυχία, φύλακα τῶν λογισμῶν. Ὦ ἡσυχία, συμπαραστάτη τῆς διάκρισης. Ὦ ἡσυχία, γεννήτρια κάθε ἀγαθοῦ. Ὦ ἡσυχία, θεμέλιο τῆς νηστείας. Ὦ ἡσυχία,ἐμπόδιο τῆς γαστριμαργίας.Ὦ ἡσυχία, μελέτη τῆς προσευχῆς καί τῆς ἀνάγνωσης. Ὦ ἡσυχία, γαλήνη τῶν λογισμῶν.Ὦ ἡσυχία, ἥσυχο λιμάνι. Ὦ ἡσυχία, ἀμεριμνία τῆς ψυχῆς. Ὦ ἡσυχία, εὐφροσύνη τῆς ψυχῆς καί τῆς καρδιᾶς. Ὦ ἡσυ-χία, καταστροφή τοῦ κομπασμοῦ. Ὦ ἡσυχία, ἔχθρα τῆς ἀδιαντροπιᾶς. Ὦ ἡσυχία, μητέρα τῆς εὐ-λαβείας. Ὦ ἡσυχία, δεσμωτήριο τῶν παθῶν. Ὦ ἡσυχία, βοηθέ κάθε ἀρετῆς. Ὦ ἡσυχία, πρόξενε τῆς ἀκτημοσύνης. Ὦ ἡσυχία, ὠφέλιμος ζυγός καί ἐλαφρύ φορτίο, πού ἀνακουφίζει καί στηρίζεις ἐκεῖνον πού σέ σηκώνει. Ὦ ἡσυχία, χωράφι τοῦ Χριστοῦ, πού καρποφορεῖς καλούς καρπούς. Ὦ ἡσυχία, πού εἶσαι ἑνωμένη μέ τό φόβο τοῦ Θεοῦ· τεῖχος καί ὀχυρό ἐκείνων πού θέλουν νά ἀγω-νισθοῦν γιά τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν». (Ἁγίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου, ἔργα τόμ. 6ος σελ. 42 κ. ἑξ. Ἐκδ. Περιβόλι τῆς Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1995).
[80] Ἡ μή λειτουργία ἤ ὑπολειτουργία τῆς νοερᾶς ἐνέργειας – ὁ νοῦς πού δέν ἔχει κοινωνία μέ τόν Θεό.
[81] Αὐτό εἶναι τό κέντρο τοῦ Ἡσυχασμοῦ.
[82] «Χωρίς τήν τέλεια ἡσυχία εἶναι ἀδύνατο νά εὐαρεστήσει κανείς τό Θεό, ὅπως φιλοσόφησε σχε-τικά καί ὁ θαυμαστός ἀββᾶς Μωυσῆς. Γιατί ἡ ἡσυχία γεννᾶ τήν ἄσκηση, ἡ ἄσκηση γεννᾶ τά δά-κρυα, τά δάκρυα τό θεῖο φόβο, ὁ φόβος τήν ταπείνωση, ἡ ταπείνωση τό προορατικό χάρισμα, τό προορατικό τήν ἀγάπη, ἡ ἀγάπη κάνει τήν ψυχή ὑγιῆ καί ἀπαθῆ. Καί τότε γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος ὅτι δέν εἶναι μακριά ἀπό τό Θεό. (Φιλοκαλία, ἔκδ. «Περιβόλι τῆς Παναγίας», τόμ. Δ΄. σελ. 311).
[83] Θεραπεία ψυχῆς, πρακτικά Γ΄ἡμερίδος 16/2/2014, ἔκδ. Ἱ. Ν.Ἁγίας Παρασκευῆς, Ἀττικῆς, Ἀθῆναι 2015,σ. 127.
[84] Ἁγίου Μαξίμου Ὁμολ. Περί διαφόρων ἀποριῶν, P.G. 91, 1241 BC.
[85] Γιά νά εἶναι ἐπιστημονική μία ἐργασία, πρέπει νά περιέχει τά ἑξῆς στάδια: πείραμα, παρατή-ρηση, ἴδιο ἀποτέλεσμα σέ ὅποιο μέρος τῆς γῆς. Τή θεραπευτική ἀγωγή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησί-ας ἐάν ἐφαρμόσει κάποιος, σέ ὁποιοδήποτε μέρος τῆς γῆς, δηλ. τά τρία στάδια τῆς πνευματικῆς ἀναβάσεως, θά ἔχει τό ἴδιο ἀποτέλεσμα: τήν ἁγιότητα.
[86] Γέροντος Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ, ἐπιστολές καί ποιήματα. ἔκδ. Ἱ.Μ. Βατοπαιδείου 2019, σελ. 467 κ. ἑξ…
[87] Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί ἁγ. Βλασίου Ἱεροθέου, Ἱ. Μ. Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας), Χ. Χρον. καί Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία (πατερική θεραπευτική ἀγωγή) Ἔκδοση Ζ’.
[88] Ε.Π.Ε., 1, σελ. 64
[89] Ὁσίου Πέτρου Δαμασκηνοῦ, Φιλοκαλία, τόμος Γ΄, σελ. 99, ἔκδ. Αστέρος.
[90] Τό λογικό ὑγιαίνει καί σωφρονεῖ καί φωτίζεται, ὅταν ἔχει τά πάθη ὑποταγμένα, καί θεωρεῖ πνευματικά τούς λόγους τῶν κτισμάτων τοῦ Θεοῦ καί ἀνυψώνεται πρός τή μακάρια Ἁγία Τριάδα.
Τό θυμικό κινεῖται κατά φύση, ὅταν ἀγαπᾶ ὅλους τούς ἀνθρώπους,καί δέν ἔχει ἐναντίον κανενός λύπη ἤ μνησικακία.
Τό ἐπιθυμητικό ὅταν μέ τήν ταπεινοφροσύνη, τήν ἐγκράτεια καί τήν ἀκτημοσύνη νεκρώσει τά πάθη, δηλαδή τήν ἡδονή τῆς σαρκός, καί τόν πόθο τῶν χρημάτων καί τῆς πρόσκαιρης δόξας, καί στραφεῖ πρός τό θεῖον καί ἀθάνατο ἔρωτα. (Λόγος ψυχωφελής καί θαυμάσιος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Φιλοκαλία τόμ. Β, ἔκδ. «Περιβόλι τῆς Παναγίας»,ἔκφ. Δ΄.). (Γλωσσάρι Ἱ., Μ. Παρα-κλήτου, «ὁ Εὐεργεντινός», σελ. 543 -562).
[91] Σπ. Τσιτσίγκος, Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, Ἀποστολική Διακονία, 2000, σελ. 241-242
[92] Ὁμιλία τοῦ αἰδεσιμολογιωτάτου πρωτ. Ἀντωνίου Μπουσδέκη, ἐφημερίου Ἱ.Ν. Ἁγίου Νικολάου Νικαίας, τήν 24η Ἰαν 2014.
[93] Ἔπη εἰς ἑαυτόν.  Ποίημα ΛΔ΄, Εἰς τήν ἐν ταῖς νηστείαις σιωπήν, ΕΠΕ 10,302.
[94] Ἔπη θεολογικά.  Ποίημα ΛΔ΄, Ὅροι παχυμερεῖς ΕΠΕ 9,440.
[95] Λόγος ΛΒ΄, Περί τῆς διαλέξεσιν εὐταξίας… ΕΠΕ 2,48.
[96] Λόγος Β΄, «Ἀπολογητικός τῆς εἰς τόν Πόντον φυγῆς…» ΕΠΕ., 1, 164.
[97] Ἔπη εἰς ἑτέρους. Ποίημα Α΄, πρός Ἑλλήνιον περί μοναχῶν προτρεπτικόν.  ΕΠΕ., 11,28-30.
[98] Ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα Ἐπικούρου Καθηγητοῦ τοῦ Α.Π.Θ. Ἡ ἐλπίδα τῆς θεραπείας μέσα στούς πα-ρακλητικούς κανόνες, Σελ. 24.
[99] Θεοτοκάριο, Ἦχος Α΄, Σαββάτω Ἑσπέρας, ὠδή ε΄, τροπ. 3 καί ὠδή στ΄, τροπ. 1).
[100] http://orthodoxfathers.com/mega-Gerontikon/katanyxi.
[101] Τρεῖς ἀρετές προκαλοῦν στό νοῦ Θεῖο φωτισμό:α) Τό νά μή θεωρεῖ κάποιος πονηρό τό συνάν-θρωπό του β) τό νά εὐεργετεῖ ὅσους τόν ἀδικοῦν καί τόν κακοποιοῦν καί γ) τό νά ὑποφέρει χωρίς ταραχή, ἀγόγγυστα, ὅλα ὅσα τοῦ συμβαίνουν. Οἱ τρεῖς αὐτές ἀρετές, γεννοῦν ἄλλες τρεῖς μεγα-λύτερές τους. Τό νά μή θεωρεῖ κάποιος πονηρούς τούς συνανθρώπους του, γεννᾶ τήν ἀγάπη, μέ τό νά εὐεργετεῖ ὅσους τόν κακοποιοῦν, ἀποκτᾶ τήν εἰρήνη καί τό νά ὑπομένει ἀγόγγυστα ὅλα ὅσα τοῦ συμβαίνουν, φέρνει τή πραότητα. (Γέροντας Ἰωσήφ ὁ Βατοπαιδινός).
[102] Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, λόγος στόν βίο τοῦ Ὁσίου Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτου, Ε.Π.Ε. τόμ. 8ος, σελ. 299.
[103] Ὁ Σεβ. Αὐλῶνος κ. Ἰγνάτιος ἔλεγε τά ἑξῆς γιά τήν νοερά προσευχή: «Φίλησον ταύτην φίλησον / ὥσπερ φιλεῖ φιλεῖσθαι / τήν φωταυγῆ τήν σελαυγῆ / τήν φωτοπυρσοφόρον». [Ἀγάπησέ την / ὅπως ταιριάζει σ’ αὐτήν νά τήν ἀγαπᾶς / τήν λαμπρή τήν καταφώτεινη / πού σοῦ ἀνοίγει τόν νοῦ καί τήν καρδιά / καί σοῦ φέρνει τό φῶς (τό θεῖον καί ἄκτιστον).
[104] Γλωσσάρι Ἱ., Μ. Παρακλήτου, «ὁ Εὐεργεντινός» σελ. 543 -562.
[105]  Περί Ἀγάπης καί ἐγκρατείας ἑκατοντάς Α΄, 100, Φιλοκαλία. Τόμ. Β΄, ἐκδ. «τό Περιβόλι τῆς Παναγίας».
[106]  Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολ. , περί θεολογίας, κεφαλαίων ἑκατοντάς Δ΄, κστ΄.
[107] Πνευματική θεραπεία τί σημαίνει; Ἐξασκῶ τίς ἐνέργειες τῆς ψυχῆς (νοῦς ἤ νοερά ἐνέργεια, καί λογική ἐνέργεια ἤ  διάνοια. καί τίς ψυχικές δυνάμεις, λογιστικό, ἐπιθυμητικό καί θυμικό) γίνομαι καθαρός ἀγωγός  τῆς ὀντολογικῆς, ψυχικῆς καί πνευματικῆς δύναμης καί συνειδητά τήν μεταβιβάζω στόν ἀσθενή γιά νά γίνει καλά».  (Λεωνίδα Κατσίρα, Διδακτορική Διατριβή, Θεολογίας Ἀθηνῶν, Ἡ ἀθυμία κατά τόν ἅγιο Κασσιανό, Ἀθήνα 2016, σελ. 125 -126).
[108] Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Ε.Π.Ε. τόμ. 37, σελ. 542.
[109] Τοῦ π. Μάξιμου Κυρίτση ἡγουμένου τῆς Ἱ. Μ. ἁγίου Διονυσίου τοῦ ἐν Ὀλύμπῳ, Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2004 στό Πνευματικό Κέντρο Πιερίας μέ θέμα: «Τά στάδια τελειώσεως τοῦ ἀνθρώπου».
[110] Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἐκ γῆς χοϊκός. καθώς φορέσαμε τήν εἰκόνα τοῦ χοϊκοῦ (Α΄. Κορ. 15, 47). Χάσαμε τό αὐτεξούσιο. Γίναμε πονηροί, ψεῦτες, μνησίκακοι, κενόδοξοι, ὑπερήφανοι.Ὁ δεύτερος ἄνθρωπος ὁ Κύριος ἐξ Οὐρανοῦ. Ἄς "φορέσουμε καί τήν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου" (Α΄. Κορ. 15,49) καί τότε ὁ Κύριος Ἰησοῦς θά μᾶς χαρίσει πάλι τό αὐτεξούσιον καί θά φωτίζει τή διάνοιά μας νά βλέπει καί νά κρίνει ὀρθά καί νά ἔχουμε τήν ἐλευθερία καί ὅλα τά δικά Του ἰδιώματα. Οἱ τέσσε-ρες βασικές ἀρετές, δηλαδή ἡ φρόνηση, ἡ σωφροσύνη, ἡ ἀνδρεία καί ἡ δικαιοσύνη εἶναι ἡ εὐθεία ὁδός. Εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου.Οἱ ὀκτώ ὅμως παρεκκλίσεις ἀπό τίς βασικές ἀρετές εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ χοϊκοῦ. Τέσσερες μέν ὅταν τό ἅρμα τῆς ψυχῆς φέρεται πρός τά κάτω μέ τήν ἀφροσύ-νη, ἡ ἔλλειψη φρόνησης, σύνεσης, ἀκολασία, ἡ ἀποχαλίνωση τοῦ σαρκικοῦ πάθους, ἡ ἀσωτεία, δειλία ἔλλειψη θάρρους, γενναιότητας. Ὁ ἄτολμος καί πλεονεξία ἡ τάση νά μήν ἀρκεῖται σέ ὅ,τι ἔχει, ἐπιδιώκει συνεχῶς περισσότερα, καί τέσσερες ὅταν ἄγεται πρός τά ἄνω μέ τήν ὑπερφροσύ-νη, ἡ ὑπερβολική ὑπερηφάνεια, ἡ παραφροσύνη, ἡ ἀπώλεια διανοητικῆς ἰσορροπίας, ἡ θρασύ-τητα ἡ ὑπερβολική ἀναίδεια, ἡλιθιότητα κάθε πράξη πού στερεῖται λογικοῦ νοήματος, καί μειο-νεξία ἡ λανθασμένη ἐντύπωση ὅτι εἶναι κατώτερος, ἀδύναμος ἀπό τούς ἄλλους, (ἔχει τό σύμπ-λεγμα κατωτερότητας). (Φιλοκ. τόμ. Γ΄. 151 Ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός). Περιοδικό, Ὀρθόδοξος μαρτυ-ρία, ἀριθ. 53 Θεσ/κη Νοέμβριος, 1993  σελ. 50.
[111]. «Ἕνας τρόπος πρακτικῆς ὠφέλειας καί προκοπῆς στόν πνευματικό ἀγώνα εἶναι ἡ ἀποφυγή καί ἀπομάκρυνση ἀπό τά αἴτια. Ὁ ἄνθρωπος πού ζεῖ ἀνάμεσα στά αἴτια ἐπηρεάζεται καί ὑποχω-ρεῖ στίς ἐπιθυμίες καί τά πάθη. Ὁ βέβαιος τρόπος ἀπαλλαγῆς ἀπό τά αἴτια καί τίς ἀφορμές εἶναι ἡ αὔξηση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
         Ὅπου, Χάριτι Θεοῦ, περισσεύει ἡ ἀγάπη Του, καταργεῖται ἡ προσπάθεια ἀνάπαυσης τοῦ σώ-ματος. Καί ὁ κόπος αὐτός τῆς αὐταπάρνησης, ἐπειδή γίνεται γιά τήν ἐντολή, γεννᾶ τήν ἐλπίδα. Τότε ἐνισχύεται ἡ ἀμεριμνησία καί ἀποκτᾶται μερική διάκριση, γιά νά μαθαίνει ὁ ἀγωνιζόμενος τήν ὀρθή πρακτική τοῦ ἀόρατου πολέμου». (Γέροντος Ἰωσήφ Βατοπαιδινοῦ, ἡ ἄσκηση ἡ μητέρα τοῦ ἁγιασμοῦ).
[112]. Μητροπολίτου Αὐστρίας καὶ Ἐξάρχου Οὑγγαρίας κ. Ἀρσενίου: Μετάνοια – Ὁ τρόπος τῆς συμφιλίωσης.
Ἡ μετάνοια εἶναι ἡ ὁλοκληρωτική στροφή τοῦ νοῦ πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.Νά συναισθανθεῖ τήν ἁμαρτία νά τή μισήσει, νά τήν ἐξομολογηθεῖ στό πνευματικό καί νά παράγει καρπούς μετα-νοίας, τήν ἐλεημοσύνη, τήν ἄσκηση,δηλ. τήν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν, γιά νά μπεῖ μέσα στό στάδιο τοῦ ἀγῶνος καθαρός. Σέ διαφορετική κατάσταση, θά λαχανιάσει ἀπό τήν πρώτη στιγμή κι ὁ διάβολος θά τόν καταρρίψει καί δέν θά τόν ἀφήσει νά προχωρήσει.
         Γιὰ νὰ ἔρθει ὁ ἄνθρωπος σὲ μετάνοια πρέπει νὰ περάσει ἀπὸ τρία σημαντικὰ στάδια:
α) Ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας.«Ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης τονίζει ὅτι αὐτὸς ποὺ νοσεῖ καὶ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ὑγιῆ βρίσκεται σὲ ἀθεράπευτη μανία καὶ δὲν πρόκειται νὰ ζητή-σει γιατρὸ, γιατὶ δὲν γνωρίζει ὅτι νοσεῖ». (Ἁγ. Ἰσιδώρου Πηλουσιώτου, Ἐπιστολῶν Β΄, Ἐπιστ. ΣΛΗ΄).
Ἡ συναίσθηση εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ φωτισμοῦ τῆς ψυχῆς καὶ ἀπόδειξη τῆς ὑγιοῦς καταστάσεως στὴν ὁποία βρίσκεται. Σὲ αὐτὴ τὴ φάση ἡ ψυχὴ γίνεται συντετριμμένη καὶ ἡ καρδία τεταπεινωμένη. Ὁ ἅγιος Ἡσαΐας ὁ Ἀναχωρητής ἀναφέρει: «Ὅταν χωριστεῖ κανείς ἀπό τήν ἁμαρτωλή ζωή, θά γνω-ρίσει μέ ἀκρίβεια ὅλα τά ἁμαρτήματα μέ τά ὁποῖα ἁμάρτησε στό Θεό. Γιατί δέν βλέπει τίς ἁμαρ-τίες του πρίν χωριστεῖ ἀπό αὐτές, πράγμα πού θά τοῦ φανεῖ πικρό καί δύσκολο». (Ἁγ.Ἡσαΐου ἀνα-χωρητοῦ, Περὶ τηρήσεως τοῦ νοός, 17΄, ἐκδ. «Περιβόλι τῆς Παναγίας», Φιλοκαλία, Α΄, σελ. 60).
β) Τό κατά Θεό πένθος. Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς ἀναφέρει ὅτι τὸ κατὰ Θεὸ πένθος εἶναι σωτήρια θλίψη, ἐνῷ τὸ κατὰ κόσμο πένθος φθείρει τὸν ἄνθρωπο καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι ὀλέθριο. (Ἁγ Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περὶ Θεολογίας, ἑκατ. Β΄, κεφ. 95).
Γιὰ νὰ εἶναι κάποιος σίγουρος ὅτι ἔχει τὴν κατὰ Θεὸν λύπη καὶ δὲν ἔχει πέσει σὲ κατάθλιψη ἢ κά-ποια ἄλλη ψυχικὴ νόσο ποὺ χρήζει ἰατρικῆς φροντίδας, οἱ Πατέρες θέτουν ὡς κριτήριο τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό. Ὁ ἁμαρτωλὸς μὲ συναίσθηση νιώθει τὴν ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ γι΄ αὐτὸ λυπᾶται. (Ἁγ Συμεὼν Νέου Θεολόγου, Ὕμνοι, Α΄, 88-93).
         Ὅσο προχωροῦμε στὴν ταπείνωση, μᾶς ἀποκαλύπτεται ὅλο καὶ περισσότερο ἡ ἐμπαθὴς κα-τάστασή μας. Ἡ αὐτοεξέταση εἶναι κοπιώδης ἐργασία, ἰδιαίτερα στὴν ἐποχή μας ποὺ κατακλύ-ζεται ἀπὸ ἐξωτερικὰ ἐρεθίσματα καὶ πολλοὺς περισπασμούς.
         γ) Ἡ Μετάνοια εἶναι εἰλικρινὴς μόνο ὅταν συνοδεύεται ἀπὸ τὴν ἑδραιωμένη ἀπόφαση νὰ μὴν ἐπαναλάβει κανεὶς τὶς ἴδιες ἁμαρτίες. Αὐτὸ εἶναι τὸ τρίτο στάδιο:
Πρέπει, ὅπως προτρέπει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, νὰ μετατρέψει τὰ αἴτια τῆς ἁμαρτίας κατὰ τρόπο ὥστε νὰ ἀποκτήσει ἀρετές. (Ἁγ.Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Ἰωάννην, Ὁμιλία ΛΔ΄, γ΄).
Ὅ ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλιουσιώτης γράφει στήν ΣΝΓ ἐπιστολή βιβλίο Ε΄, τά ἑξῆς: «Ὅμως ὅλα αὐ-τά τά κακά ἡ εἰλικρινής μετάνοια ξέρει νά τά θεραπεύει, ἔχοντας λάβει ἀπό τόν Κριτή αὐτή τήν ἐπιστήμη, (δηλ. τήν εἰλικρινή μετάνοια).
         Ἐμπόδια τῆς μετανοίας.
         α) Νά δικαιώνουμε τόν ἑαυτό μας, γιατὶ δηλώνει ἐσωτερικὴ ὑπερηφάνεια.
         β) Ἡ ἀναβολὴ εἶναι ἕνα ἄλλο μεγάλο ἐμπόδιο στὴ μετάνοιά μας. Μεταθέτουμε τὸ πιὸ ση-μαντικό καὶ πιὸ ἐπεῖγον ζήτημα τῆς ζωῆς μας, τὴν μετάνοια, στὸ μέλλον.
         γ) Ἕνα πολὺ μεγάλο ἐμπόδιο στὴ μετάνοια, εἶναι ἡ ἀπελπισία ποὺ ἀποκρύπτει δόλια, ὁ ἐχθ-ρός, τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ, τὸ ἄμετρο ἔλεος καὶ τὴν ἀνεξάντλητη ἀγάπη Του γιὰ μᾶς καὶ μᾶς Τὸν παρουσιάζει μόνο τιμωρό.
[113] «Τά δάκρυα, λέγει ὁ ἅγιος Νικήτας ὁ Στηθᾶτος, θεωροῦνται ὡς τό βασικότερο μέσο καθάρσε-ως τῆς ψυχῆς καί γι’ αὐτό τό λόγο κατέχουν κεντρική θέση στή διδασκαλία, καθιστώντας τον ἔτσι ἄξιο μαθητή καί συνεχιστή τοῦ ἔργου τοῦ διδασκάλου του Συμεῶνος τοῦ Νέου Θεολόγου. Τά δια-κρίνει σέ δάκρυα τῆς μετανοίας καί σέ δάκρυα κατανύξεως. Τά πρῶτα προκαλοῦνται στούς ἀρ-χάριους καί εἰσαγωγικούς ἀσκουμένους σέ αὐτό τό πρῶτο καθαρτικό στάδιο τῆς πνευματικῆς τε-λείωσής τους,ἐνῶ τά δεύτερα προξενοῦνται σέ αὐτούς πού ἔχουν προχωρήσει στά ἑπόμενα στα-δια ἀνάβασης. Μέσῳ τῆς καθαρτικῆς φωτιᾶς τῶν δακρύων τῆς μετανοίας, καθαρίζεται τό δηλη-τήριο τῆς ἁμαρτίας πού ἔχει συσσωρευτεῖ στή ψυχή τῶν ἀνθρώπων καί ἀποτινάσσονται ἀπό πά-νω τους ὅλες οἱ ὕλες πού τρέφουν τά πάθη, ὥστε νά γίνουν μέτοχοι τῆς παρουσίας τοῦ Παρα-κλήτου. Ἡ ροή αὐτῶν τῶν δακρύων ὄντας πυρωμένη ἀπό τή θεϊκή φωτιά, προξενεῖ στή νοερή αἴ-σθηση τῆς καρδιᾶς πίκρα καί πόνο καί εἶναι γιά τή ψυχή σάν πλημμυρισμένος ποταμός πού πα-ρασύρει ὅλα τά τείχη τῆς ἁμαρτίας». (Ἑκατοντάς Α΄, 70, 19, 69) (Γραμμενούδη Παναγιώτα, Ἡ ψυχή κατά τόν ἅγιο Νικήτα τόν Στηθᾶτο, πτυχιακή ἐργασία, Θεσ/κη 2012, σελ. 74). Ὁ ἅγιος Κύριλλος ὁ Φιλεώτης διακρίνει τά δάκρυα στίς ἑξῆς κατηγορίες: αὐτά πού γεννοῦνται ἀπό τό φόβο τῶν πληγῶν (τῆς μετανοίας). Ὅταν κινηθεῖ ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ εὐθέως ἡ καρδιά του κινεῖται στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί οἱ ὀφθαλμοί του ρέουν συνεχῶς δάκρυα ἀγάπης. Τά ἐκ δαιμόνων δάκρυα λέγει εἶναι ἀποτέ-λεσμα τῆς ὑπερηφανείας. (Σωτ. Μπαλατσούκα, τό χάρισμα τῶν δακρύων στήν Ὀρθόδοξη ἀσκητική πα-ράδοση. Περιοδικό: Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τ. 792 τοῦ 2002.σελ. 260 κ. ἑξ.).
[114] Τήν πραγματική κατάνυξη (δηλ. τή συντριβή τῆς καρδιᾶς, ζωηρή λύπη πού κεντᾶ καί πληγώ-νει τήν ψυχή) θά τήν ἐπιτύχεις,ὅταν μέ ἐγκράτεια, μέ ἀγρυπνία,προσευχή καί ταπείνωση μαρά-νεις ὁλότελα τήν ἔμφυτη ἡδονή τῆς σάρκας καί σταυρωθεῖς μαζί μέ τόν Ἰησοῦ,μή ζώντας πλέον ἐμπαθῶς,ἀλλά μέ τή Χάρη καί τήν καθοδήγηση τοῦ Πνεύματος, μέ τήν ἐλπίδα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. (Ὅσιος Θεόγνωστος, περί πράξεως καί θεωρίας, λθ΄). https://isychastis7.webnode. gr/peri-katanyxis/.
[115] Ἐπιμορφωτικοῦ Σεμιναρίου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου, 2017 περί τῆς πνευματικῆς τελειώσεως τοῦ ἀνθρώπου.
[116] «Μὲ μεγάλη σαφήνεια καὶ ἁπλότητα ἐξηγεῖ ὁ γέρων Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχάστης τί σημαίνει θεωρία τῶν λόγων τῶν ὄντων.Σημειώνει χαρακτηριστικά: Καὶ ὅταν, συνεργούσης τῆς χάριτος ποὺ σὲ κα- θαρίζει ἀπὸ ὅλα τὰ πάθη,παρέλθῃς ὅλα αὐτὰ ὅπου εἶναι ἡ “πρᾶξις”,τότε γεύεται ὁ νοῦς φωτι-σμὸν καὶ κινεῖται εἰς θεωρίαν. Καὶ πρώτη θεωρία εἶναι τῶν ὄντων: Πῶς ὅλα τὰ πάντα ἐποίησε διὰ τὸν ἄνθρωπον ὁ Θεός, καὶ αὐτοὺς τοὺς ἀγγέλους προσέτι εἰς διακονίαν αὐτοῦ. Πόσην ἀξίαν, πό-σον μεγαλεῖον, τί μέγα προορισμὸν ἔχει ὁ ἄνθρωπος – αὐτὴ ἡ πνοὴ τοῦ Θεοῦ! Ὄχι διὰ νὰ ζήσῃ ἐδῶ τὰς ὀλίγας ἡμέρας τῆς ἐξορίας του, ἀλλὰ νὰ ζήσῃ αἰώνια μὲ τὸν πλάστην του. Νὰ βλέπῃ τοὺς θείους Ἀγγέλους. Νὰ ἀκούῃ τὴν ἄρρητον μελῳδίαν τους. Τί χαρά! Τί μεγαλεῖον! Μόλις λαμ-βάνει τέρμα αὐτὴ ἡ ζωή μας καὶ κλείνουν τοῦτοι οἱ ὀφθαλμοί, εὐθὺς ἀνοίγουν οἱ ἄλλοι καὶ ἀρχί-ζει ἡ νέα ζωή. Ἡ ὄντως χαρά, ὅπου πλέον τέλος δὲν ἔχει…» (Γέροντος Ἰωσὴφ Ἡσυχαστοῦ, Ἔκφ-ρασις, σ. 87).
[117] Θά θέλαμε νά σχολιάσουμε γιά τό θέμα αὐτό: Ὁ προφητάναξ Δαβίδ λέγει: «δέν ὑπάρχουν λό-γοι καί λαλιές τῶν κτισμάτων, πού δέν ἀκούονται» (Ψαλμ. 18, 3). Τά κτίσματα, λέγει ὁ μακαρι-στός Γέροντας π. Θεόκλητος ὁ Διονυσιάτης, ἀναδίδουν λόγια πού ὑμνοῦν τή παντοδυναμία, τήν ἀγαθότητα καί τή σοφία τοῦ Θεοῦ.
         Ἡ κτίση γίνεται κατήγορος τῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων, ἡ ὁποία μέ τούς λόγους πού κρύβει δια-λαλεῖ τόν ποιητή της, ἐνῶ μέ τούς φυσικούς νόμους πού ὑπάρχουν σ’ αὐτή κατά εἶδος ἰδιαιτέρως παιδαγωγεῖ τόν ἄνθρωπο πρός τήν ἀρετή. Οἱ λόγοι λοιπόν διαπιστώνονται στή συνοχή τῆς μονι- μότητας κάθε εἴδους χωριστά, (τά εἴδη καί ὁ τρόπος λειτουργίας τους μένουν τά ἴδια συνεχῶς),  ἐνῶ οἱ νόμοι φαίνονται στήν ταυτότητα τῆς φυσικῆς ἐνέργειας κάθε εἴδους,τούς ὁποίους ἄν δέν τούς προσεγγίζουμε μέ τήν νοερή δύναμη πού ἔχομε, καί τήν αἰτία τῶν ὄντων ἀγνοήσαμε, γιατί κατάφθαρήκαμε μέσα σέ ὅλα τά παραφύση πάθη. (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, κεφ., Θεολογικά - Οἰκονομικά, Γη ἑκατ. Ε.Π.Ε. τ. 15D, Θεσσαλονίκη 1995,σελ. 133).
         «Θεολογοῦσιν οἱ ἄφωνοι θεολόγοι,τά ὡραῖα βραχάκια καί ὅλη ἡ φύσις.Τό καθένα μέ τήν φω- νήν ἤ τήν ἀφωνίαν του. Ἐάν ἐγγίσης τό χέρι εἰς ἕνα μικρόν χορταράκι εὐθύς φωνάζει πολύ δυνα-τά μέ τήν φυσικήν του εὐωδίαν ὤχ! δέν μέ βλέπεις, ἀλλά μέ ἐκτύπησες! Καί καθεξῆς τά πάντα ἔχουν τήν φωνήν τους, ὅπου μέ τό φύσημα τοῦ ἀέρος κινούμενα γίνεται ἐναρμόνιος μουσική δο-ξολογία πρός τόν Θεόν. Τί δέ εἴπομεν πλέον διά τά ἑρπετά καί πετεινά πτερωτά; Ἀφοῦ ἐκεῖνος ὁ Ἅγιος ἔστειλε τόν μαθητήν του νά εἰπῆ τούς βατράχους νά σιωπήσουν διά νά διαβάσουν τό Με- σονυκτικόν καί τοῦ ἀπάντησαν: Κάνετε ὑπομονή νά τελειώσωμε τόν ὄρθρον!».(Γέροντος Ἰωσήφ, Ἔκφρασις μοναχικῆς ἐμπειρίας, σ. 315. Πρβλ. Ψαλμ. 18, 1-6).
         Στήν ΙΑ΄,Εὐχή τοῦ ὄρθρου ὁ ἱερέας λέγει: «Ὁ Θεὸς, ὁ Θεὸς ἡμῶν,ὁ τάς νοερὰς καὶ λογικὰς ὑποστησάμενος δυνάμεις τῷ σῷ θελήματι, σοῦ δεόμεθα καὶ σὲ ἱκετεύομεν, πρόσδεξαι ἡμῶν μετὰ τῶν κτισμάτων σου πάντων τὴν κατὰ δύναμιν δοξολογίαν καὶ ταῖς πλουσίαις τῆς σῆς ἀγαθότη-τος ἀντάμειψαι δωρεαῖς· ὅτι σοὶ κάμπτει πᾶν γόνυ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων καὶ πᾶσα πνοὴ καὶ κτίσις ὑμνεῖ τὴν ἀκατάληπτόν σου δόξαν· μόνος γὰρ εἶ Θεὸς ἀληθινὸς καὶ πο-λυέλεος. Ὅτι σὲ αἰνοῦσι πᾶσαι αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν, καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν,τῷ Πα- τρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Ἀμήν.
http://glt.goarch.org/texts/Oro/Orthros.html.Γιά τή δοξολογία τῶν κτισμάτων βλέπε στόν 148ο Ψαλ-μό, καί στήν 8η ὠδή, τόν ὕμνον τῶν τριῶν παίδων.
[118] Συμπληρωματικά τονίζουμε: Τρίτο· μέ τή φυσική θεωρία ἀποκτᾶται ἀπό τόν ἄνθρωπο ἡ γνώ-ση τῶν δημιουργημάτων τοῦ Θεοῦ καί ταυτόχρονα ἡ ἀναχώρηση τῆς ψυχῆς ἀπό τά αἰσθητά καί γήϊνα πρός συνάντηση μέ τόν Θεό. (Γραμμενούδη Παναγιώτα, Ἡ ψυχή κατά τόν ἅγιο Νικήτα τόν Στη-θᾶτο, πτυχιακή ἐργασία, Θεσ/κη 2012, σελ. 63).
[119] Ὁ παπα-Τύχων ὁ Ἁγιορείτης ἀσκητής, ὁ πνευματικός τοῦ ἁγίου Παΐσίου τοῦ Ἁγιορείτου, ὅταν λειτουργοῦσε κατά τήν ὥρα τοῦ Χερουβικοῦ ὕμνου,Ἄγγελοι τόν «ἅρπαζαν» στόν οὐρανό γιά ὥρα. Καί ἐκεῖ πάνω ζοῦσε, βίωνε, τήν οὐράνια Λατρεία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὅταν συνήρχετο μο-νολογοῦσε θαμπωμένος ἀπό τά Μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, Πώ! Πώωω!, παράδεισος. Πώ! Πώωω!, Χε-ρουβείμ, Σεραφείμ, χαρά Θεοῦ! Δόξα Θεοῦ, πλοῦτος Θεοῦ, ἄγγελος μέ ἀνεβάζει, ἄγγελος μέ κα-τεβάζει. Τί πλοῦτος, τί μεγαλεῖο Θεοῦ! Ὁ παπα-Τύχονας εἶναι ἕνας ἀπό τούς νεωτέρους ὁσίους λειτουργούς, ἀσκητές Ἁγιορεῖτες τῶν ἡμερῶν μας, καί ἐκοιμήθη ὁσιακῶς τό 1968.
         Ἀλλά μήπως τό ἴδιο δέ συνέβαινε καί μέ τόν ἅγιο Νεκτάριο, ὅταν ἐλούζετο στό Χερουβικό ὕ-μνο καί στόν καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων ἀπό ἀνέσπερο, ὁλόλαμπρο, ὁλόλευκο, ἄκτιστο θεῖο φῶς, μέσα σέ ἀγγελικές ψαλμωδίες; Ἤ ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας ὅπως ἀναφέρει τό ἀπολυτίκιό του: «Ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργοῦντάς σε ἱερώτατε…»
https://www.sostis.gr/blog/item/992-empeiries-aggelikis-parousias-sth-theia-leitourgia
[120] Στό ἀπολυτίκιο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ἀναφαίρεται: «ὡς γάρ τά βάθη τοῦ Πνεύ-ματος ἐκζητήσαντι…» «Ἐκζήτησε λοιπόν τά βάθη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁ ἅγιος. Σκοπός του δη-λαδή ἦταν ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ἔννοια τῆς σχέσεως καί τῆς ἐμπειρίας τοῦ Θεοῦ. Καί ἡ ἐμ-πειρία αὐτή ἀποκτᾶται μέ τό ἴδιο τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ζήτησε νά ἀποκτήσει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό ἀφιερώθηκε στόν Θεό, («δεῖ σχολάσαι καί γνῶναι Θεόν»: πρέπει νά ἀφιερωθεῖ κανείς στόν Θεό γιά νά γνωρίσει τὀν Θεό, εἶναι μία δική του φράση), καθαρίζοντας τόν ἑαυτό του ἀπό κάθε τί ἁμαρτωλό. Κι αὐτό γιατί ὁ καθαρός καί ἅγιος Θεός μόνο στόν καθαρό καί ἅγιο ἄνθρωπο μπορεῖ νά ἀποκαλύπτεται. Ὅπως διαρκῶς τό ἐπισημαίνουν οἱ προσευχές τῆς Θ. Λειτουργίας: Ὁ Θεός εἶναι ὁ ἅγιος πού ἐπαναπαύεται στίς καρδιές τῶν ἁγίων («ὁ ἐν ἁγίοις ἀναπαυόμενος»).
         Καί τήν ἐμπειρία τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ πού ἀπέκτησε μπόρεσε νά τήν κάνει λόγο καί νά τή διατυπώσει, γιατί τοῦ χαρίστηκε τό κάλλος τοῦ λόγου, ἐπειδή προφανῶς ὁ νοῦς του εἶχε τήν ἀνάλογη δεκτικότητα. Καί τό λέμε αὐτό, γιατί πολλοί ἅγιοι ἀπέκτησαν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά δέν εἶχαν ὅλοι τό χάρισμα τῆς σοφίας ὡς δυνατότητας ἐκφράσεως τῆς ἐμπειρίας τους ἀπό τή γνώση τοῦ Θεοῦ. (π. Γεώργιος Δομπαράκης, ἑρμηνεία στό ἀπολυτίκιο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. http:// pgdorbas.blogspot.com/2018/01/blog-post_43.html).
         Ἡ θεογνωσία εἶναι μετοχή τοῦ ἀνθρώπου στίς θεῖες ἐνέργειες. Ὁ Θεός λοιπόν,ἀποκαλύπτει τόν ἑαυτό Του στήν κτίση καί τήν ἱστορία, ὄχι μέσῳ τῆς οὐσίας Του, πού εἶναι ἀπροσπέλαστη ἀπό τόν ἄνθρωπο, ἀλλά μέσῳ τῶν ἐνεργειῶν Του. Αὐτό ἀποκαλεῖται θεοφάνεια.(Νίκος Ματσούκας, Δογματική...Β΄, σελ. 120).
         Ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς, στό σπουδαῖο ἔργο «Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων», προτάσσει μία θεολογία, ἡ ὁποία προκύπτει ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς ζωῆς τῆς ἐκκλησίας καί ὅπου γνώση τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ «θέα τοῦ Θεοῦ», ἤ ὅραση τοῦ Θείου φωτός, τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν Του. (Ν. Ματσού-κας, Δογματική...Α΄, σελ. 156). (https://el.orthodoxwiki.org/.
[121] Ὑπάρχουν τέσσερις ἑρμηνευτικές μέθοδοι 1. Ἱστορική, 2. μεθοδολογική, εἶναι ἡ ἑρμηνευτική προσέγγιση πού ἔχει σκοπό νά βελτιώσει τήν προαγωγή τοῦ ἤθους τῶν ἀνθρώπων. 3. Ἡ ἀλληγο-ρική, ἡ ἀναγωγική γνώση ἀνυψώνει τόν ἄνθρωπο καί τόν ὁδηγεῖ στά οὐράνια μυστήρια. Παρά-δειγμα ἡ ἔννοια «Ἱερουσαλήμ». Ἱστορκή ἑρμηνεία εἶναι ἡ πόλη τῶν Ἰουδαίων.Ἡ μεθοδολογική· βλέπομε στούς λόγους τοῦ Κυρίου νά ἐπαινεῖται ἤ νά ἐπιτιμᾶται ὡς Σιών ἡ ἀνθρώπινη ψυχή. Ἡ ἀλληγορική εἶναι ἡ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἀναγωγική ἑρμηνεία εἶναι ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν καί «μητέρα ὅλων μας» (Γαλ. 4, 26). (Ἀββᾶ Κασσιανοῦ, «συνομιλίες μέ τούς πατέρες τῆς ἐρήμου…», τόμ Β΄, σελ. 115).
Σημειώνουμε ὅτι ἡ κατανόηση τῶν λέξεων τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι ἀνάλογη τῆς καθαρότητος τῆς ψυχῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου.
[122] Τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ εἶναι κρυμμένα στίς λέξεις τοῦ Εὐαγγελίου καί τῶν Ἁγίων Γραφῶν γε-νικότερα. Ὅταν κατοικήσει μέσα μας ὁ Θεός,τότε φανερώνει τόν ἑαυτόν Του σέ μᾶς καί τότε γνω-ρίζουμε ἐμπράκτως τά θεῖα μυστήρια πού εἶναι κρυμμένα στίς θεῖες Γραφές, τήν γλυκύτητα τῆς αἰώνίου ζωῆς καί τά ἀνεκλάλητα ἀγαθά. Καί ποιά εἶναι τά ἀγαθά; Ἡ τέλεια ἀγάπη στό Θεό καί στόν πλησίον, ἡ καταφρόνηση ὅλων τῶν ὁρατῶν πραγμάτων, ἡ νέκρωση τοῦ σαρκικοῦ φρονήμα-τος καί κάθε αἰσχῆς ἐπιθυμίας. Τότε ὁ νοῦς εἰσέρχεται διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στό βάθος τῆς ταπεινοφροσύνης. (Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, Κεφάλαια Πρακτικά και Θεολογικά, ἐκδ. Ρηγο-πούλου Θεσ/κη 1969, σελ. 247, 445).
[123] Τά λόγια τῶν ἀνθρώπων συνήθως εἶναι ἀμφίβολα, ἐνῶ τά λόγια τῶν σοφῶν εἶναι ἀληθινά καί ἀπό παντοῦ ἀποδεικνύονται ὡς ἀκριβῆ,ὥστε νά μή μπορεῖ κανείς νά τά ἀνασκευάσει.Οἱ ἄνθ- ρωποι γνωρίζουν κάποιο πρᾶγμα ἀπό τήν κατάληξη πού ἔχει, τό ἀποτέλεσμα πού φέρνει π.χ. ὁ ἄδικος εἶναι διεφθαρμένος. Οἱ σοφοί ὅμως προλέγουν τήν αἰτία τῶν πράξεων ὥστε ὁ καθένας γνωρίζοντας τά αἴτια τῶν κακῶν νά προφυλάσσεται. Γιατί ἀρχή σοφίας φόβος Θεοῦ,(ἡ εὐσέβεια πρός τό Θεό) (Ψαλ. 110, 10). (Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Ε.Π.Ε. τόμ. 1, σελ. 560).
[124] Ὁ ὅρος δηλώνει τήν ἀνθρώπινη κοσμική σοφία, τίς κτιστές γνώσεις. Στήν Ὀρθόδοξη Πατερική θεολογία ἡ γνώση εἶναι ἡ προσωπική ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ἡ θεωρία, ἡ «θεοπτία». Εἶναι ἀποτέλε-σμα τῆς κοινωνίας καί ἕνωση μέ τό Θεό. (Γλωσσάρι Ἱ., Μ. Παρακλήτου, «ὁ Εὐεργεντινός», σελ. 543 -562).
[125] «Ὅτε τῆς Ἐκκλησίας ἔξω εὑρεθείς Εὐτρόπιος ...». (Ε.Π.Ε. Ἰω. Χρυσοστόμου Ἔργα, τόμος 33, Πατερικαὶ ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ
Παλαμᾶς»).


Δεν υπάρχουν σχόλια: