Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2020

Περιπετειώδεις νυχτερινές διαδρομές ανταρτών της ΕΟΚΑ - Ιάκωβος


 Περιπετειώδεις νυχτερινές διαδρομές ανταρτών της ΕΟΚΑ
 (Γεύση από τις δραστηριότητες των αγωνιστών)
 
Ήταν Σεπτέμβρης του 1958. Ο αγώνας της ΕΟΚΑ εναντίον των Άγγλων κατακτητών βρισκόταν στο αποκορύφωμα του.
          Ανέλαβα να παραλάβω ομάδα ανταρτών και να την οδηγήσω στην περιοχή του χωριού Άγιοι Βαβατσινιάς όπου εργαζόμουν σαν δάσκαλος από το 1957, με σκοπό να ετοιμάσουν κρησφύγετο.
Η ομάδα απαρτιζόταν από τρεις καταζητούμενους, τον δάσκαλο της Βάβλας Χριστάκη Καραγιώργη, που είχε βγει στα βουνά όταν οι Άγγλοι σκότωσαν στις 27 Αυγούστου 1958 τον Μιχαλάκη Παρίδη που έμενε στο σπίτι του. Ο Χριστάκης επέστρεφε από την Λάρνακα στην Βάβλα με το λεωφορείο της Οράς, χωρίς να γνωρίζει τι έγινε και μεταξύ  Χοιροκοιτίας και Βάβλας ειδοποιήθηκε από τον Ανδρέα Παραδεισιώτη, τον σημερινό εφημέριο της Οράς ότι κάτι είχε συμβεί στην Βάβλα και ότι υπήρχαν πολλοί Άγγλοι στρατιώτες στην περιοχή. Αυτό τον γλύτωσε από σίγουρη σύλληψη, βασανιστήρια και ίσως και τον θάνατο αν έπεφτε στα χέρια των Άγγλων στρατιωτών. Ο Καραγιώργης ήταν υπεύθυνος Ορεινής Λάρνακος.
Στην ομάδα συμμετείχε και ο Ηλίκος Φιλιαστίδης από την Λάρνακα. Είχε συλληφθεί για οπλοφορία στις 15/10/56 μαζί με άλλους 4 αγωνιστές και αφού κατάφερε να δραπετεύσει από τον Αστυνομικό Σταθμό Λάρνακος βγήκε στα βουνά. Ήταν υπεύθυνος του Δυτικού Τομέα της Επαρχίας Λάρνακος.
Ο Γιώργος Κωνσταντίνου από την Ορά, που  άλλοτε φιλοξενούσε στο σπίτι του τον ήρωα Πετράκη Κυπριανού ήταν το τρίτο μέλος της ομάδας. Ο Πετράκης, το δεκαεφτάχρονο γενναίο παλικάρι, όταν η Ορά περικυκλώθηκε από εκατοντάδες Άγγλους στις 21 Μαρτίου 1957 έφυγε από το σπίτι του Γιώργου κι αφού έδωσε για πολλή ώρα άνιση μάχη με τον εχθρό έπεσε ηρωικά στα στενά δρομάκια του χωριού.
Παρέλαβα τους αντάρτες από το σπίτι του Αχιλλέα, που ήταν Κοινοτάρχης, στην Ακαπνού. Ξεκινήσαμε μόλις άρχισε να σουρουπώνει κι ακολουθήσαμε πορεία στην κοίτη του Βασιλοπόταμου που διέρχεται μεταξύ Οράς και Μελίνης και πηγάζει από τα βουνά του Μαχαιρά και των Αγίων Βαβατσινιάς. Προπορευόμουν αρκετά μέτρα μπροστά, άοπλος, ώστε σε περίπτωση που θα πέφταμε πάνω σε ενέδρα των Άγγλων να μπορέσουν οι υπόλοιποι να διαφύγουν. Σκοτάδι πυκνό ! Δεν μπορούσαμε να διακρίνουμε πού πατούσαμε. Δεκάδες φορές σκοντάφταμε και πέφταμε, ξανασηκωνόμασταν και συνεχίζαμε. Η πίστη στην Θεϊκή βοήθεια και η προσήλωση στον σκοπό του αγώνα μας που ήταν η απελευθέρωση της Κύπρου μας από τον τυραννικό Αγγλικό ζυγό και η ένωση της με την μητέρα Ελλάδα, μας έδινε δύναμη.
Προχωρήσαμε έτσι κάπου δυο τρεις ώρες και τότε χάσαμε τον προσανατολισμό μας και δεν ξέραμε πού πηγαίναμε. Ανεβήκαμε στην κορυφή ενός λόφου για να προσανατολιστούμε. Ευτυχώς φανήκαμε τυχεροί γιατί από εκεί είδαμε και αναγνωρίσαμε τα φώτα του στρατοπέδου των Άγγλων στην Ορά. Σ΄ αυτό βοήθησε πολύ το ότι ο Γιώργος Κωνσταντίνου κι εγώ καταγόμαστε από την Ορά. Πήραμε τότε κουράγιο και συνεχίσαμε την πορεία μας.
Πολύ πρωί, σκοτεινά ακόμα, φτάσαμε στους Αγίους. Τους άφησα
σε απόμερο σημείο κοντά στο χωριό, τους εφοδίασα με τρόφιμα, νερό
και κουβέρτες και τους σύνδεσα με το μέλος μας Κωστή Αγαθοκλέους ο οποίος την άλλη μέρα τους οδήγησε στην κορυφή ενός βουνού, που ονομάζεται «Μούττη τουΤουρτσιού» κάπου 4 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του χωριού, όπου αργά το απόγευμα άρχισαν να σκάβουν για να ετοιμάσουν κρησφύγετο. Κάποιος αγρότης του χωριού τους είδε από μακριά  και επειδή οι αντάρτες ήταν ντυμένοι με στρατιωτική στολή,  το βράδυ στο καφενείο διαδόθηκε ότι « Άγγλοι στρατιώτες έσκαβαν στην Μούττη του Τουρτσιού». Ένα από τα μέλη της ομάδας του χωριού που το άκουσε με ειδοποίησε και έτσι αποφασίστηκε να μετακινηθούν τάχιστα σε άλλη περιοχή.
Και πάλι ο Κωστής τους οδήγησε  στην περιοχή «Τσίβτιες», περίπου 4 χιλιόμετρα ανατολικά του χωριού, κάπου μεταξύ Οράς και Βαβατσινιάς για να ετοιμάσουν εκεί κρησφύγετο. Ο Γιώργος Παντελίδης, που ήταν κι αυτός αγωνιστής ανάλαβε να φέρει, το πρωί της επόμενης μέρας, ξυλεία με το φορτηγό του για να στεγαστεί το κρησφύγετο.
          Μόλις σουρούπωσε, οι αντάρτες έπιασαν δουλειά κι εγώ εκτελούσα χρέη φρουρού. Έσκαβαν όλο το βράδυ και μόλις χάραξε το φως το κρησφύγετο ήταν ανοιγμένο με το χώμα σωρούς γύρω. Καθήσαμε για να φάμε – πόλιπιφ, το εθνικό φαγητό των ανταρτών - ψωμί, φρούτα. Εκεί κοντά, λίγο πιο ψηλά ήταν ένα περιβολάκι με φασολιές και ντομάτες και πήγα να κόψω για να φάμε. Έκοβα σκυφτός κι όταν σηκώθηκα και πρόβαλα πάνω από τα στυλωμένα φυτά, είδα στον δρόμο προς τη Βαβατσινιά, σε απόσταση περίπου 400 μέτρα από το κρησφύγετο καμιά δεκαριά μεταγωγικά αυτοκίνητα του Αγγλικού στρατού σταματημένα και δεκάδες στρατιώτες να στέκονται οπλισμένοι στην άκρη του δρόμου. Αμέσως χαμήλωσα κάτω. Δεν ήθελα να ρισκάρω να κοιτάξω ξανά γιατί σκέφτηκα πως ίσως να μη με είδαν – και πραγματικά έτσι αποδείχθηκε εκ των υστέρων - και δεν υπήρχε λόγος να το διακινδυνέψω ξανά. Κατέβηκα έρποντας και ενημέρωσα αμέσως τους αντάρτες. Εκείνη την ώρα ελικόπτερο των Άγγλων άρχισε να διαγράφει συνεχώς κύκλους, από την Μούττη του Τουρτσιού προς την περιοχή που βρισκόμασταν και όταν μας πλησίαζε κρυβόμασταν μέσα στις πυκνές ροδοδάφνες του ποταμού. Σε μερικές περιπτώσεις το ελικόπτερο πέρασε σχεδόν από πάνω μας, ο Θεός όμως τους τύφλωνε και δεν είδαν ούτε καν το κρησφύγετο που ήταν ανοιχτό.
 Οι αντάρτες ετοίμασαν τα όπλα τους – ένα στεν, ένα Μ3 κι ένα κυνηγετικό και πήραν θέσεις μάχης. Δεν μπορώ να περιγράψω τι αισθάνθηκα εκείνη την στιγμή, αφού σκέφτηκα πως στην περίπτωση σύγκρουσης με τους Άγγλους στρατιώτες εγώ ήμουν άοπλος.
          Πέρασαν μερικά κρίσιμα λεπτά αγωνιώδους αναμονής κι επειδή δεν αντιληφθήκαμε τους στρατιώτες να κινούνται προς εμάς εισηγήθηκα στους συναγωνιστές μου να φύγουν χωρίς καθυστέρηση ακολουθώντας την κοίτη του ποταμού προς τα νότια, πράγμα που έγινε αμέσως. Προχώρησα μαζί τους λίγο και ξαφνικά συναντήσαμε ένα γεωργό από τους Αγίους που κρατούσε μια βούρκα με τσάκρες που είχε βάλει για να πιάσει λαγούς. Ήταν γνωστός μας αλλά ο Καραγιώργης του τόνισε έντονα να μη βγάλει τσιμουδιά από το στόμα του κι αυτός έκανε όρκους πως δεν θα έλεγε τίποτε σε κανένα. Τον αφήσαμε να φύγει και όντως κράτησε την υπόσχεση του. Οι αντάρτες προχώρησαν κι εγώ πήγα στην Ορά και στη συνέχεια ειδοποίησα τον Χριστάκη Οικονόμου στην Βάβλα ότι οι αντάρτες κατευθύνονταν προς την περιοχή του και να τους περιμένει. Αν προλάβαιναν να απομακρυνθούν λίγο από την εξαιρετικά επικίνδυνη αυτή περιοχή δεν θα κινδύνευαν πολύ γιατί και ο Καραγιώργης ήταν καλός γνώστης των διαδρομών διαφυγής και ήξερε τα κατατόπια.
          Εν τω μεταξύ ο Γιώργος Παντελίδης που ερχόταν το πρωί με το φορτηγό του για να μας φέρει την ξυλεία, όταν είδε τον στρατό συνέχισε την πορεία του προς Βαβατσινιά - Λεύκαρα.
          Από όσα συνέβησαν και από κάποιες άλλες περιπτώσεις έβγαλα το συμπέρασμα πως υπήρχε στο χωριό κάποιος που έδινε πληροφορίες στους Άγγλους, επειδή όμως δεν είχαμε αποδείξεις δεν μπορούσαμε να λάβουμε μέτρα εναντίον οποιουδήποτε, απλά με υποψίες. Είχαμε περάσει από θανάσιμο κίνδυνο όμως, ευτυχώς ο Θεός μας φύλαξε.
          Ήμουν πολύ στενοχωρημένος που δεν καταφέραμε να στεγάσουμε το κρησφύγετο  και είχε μείνει ανοιχτό. Πήγα στους Αγίους για να συναντήσω τον Κωστή Αγαθοκλέους  στο σπίτι του και να δούμε τι έπρεπε να κάνουμε την επόμενη μέρα. Βρήκα τη γυναίκα του δακρυσμένη και φοβισμένη γιατί ο Κωστής είχε εξαφανιστεί από το απόγευμα και δεν ήξερε τι απέγινε. Ευτυχώς, γύρω στα μεσάνυχτα ο αγνός αυτός αγωνιστής επέστρεψε στο σπίτι του. Μου είπε πως φοβήθηκε ότι μας είχαν σκοτώσει ή συλλάβει, πήρε βούρκα με τσάκρες για να έχει δικαιολογία αν τον έπιαναν και πήγε στο κρησφύγετο. Εν τω μεταξύ οι στρατιώτες είχαν φύγει. Όταν είδε το κρησφύγετο ανοιχτό και τα φαγητά μας ανοιγμένα και ανέγγιχτα νόμισε πως μας είχαν συλλάβει. Στάθηκε εκεί για ώρες μόνος του, έκοψε με το τσεκούρι του κλώνους και κλαδιά από τα πεύκα, τα τοποθέτησε και άπλωσε το χώμα, έτσι που το κρησφύγετο ήταν τώρα καλά κλειστό και ασφαλισμένο.
Επειδή μας πέρασε από το μυαλό η υποψία μήπως οι στρατιώτες είχαν εντοπίσει το κρησφύγετο αλλά δεν έκαναν τίποτε με σκοπό να μας παραπλανήσουν και να συλλάβουν τους αντάρτες όταν θα επέστρεφαν αργότερα, καθυστερήσαμε για αρκετούς μήνες την εγκατάσταση της ομάδας εκεί. Έτσι οι αντάρτες ετοίμασαν άλλο κρησφύγετο μεταξύ Βάβλας – Λευκάρων όχι πολύ μακριά από την εκκλησία της Παναγίας της Αγάπης. Εκεί υπήρχε πυκνή βλάστηση από σχοινιές και άλλους θάμνους για απόκρυψη. Επειδή μάλιστα το νέο αυτό κρησφύγετο το έσκαψαν στο πλευρό ενός όχθου, το ονόμασαν « Φουρνί ».
 
Ιάκωβος

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Αναστάσιε, σ' ευχαριστούμε πολύ γιἀ τις θαυμάσιες ιστορίες του αγώνα της ΕΟΚΑ.
Πόσο αγνοί πατριώτες ήταν αυτοί οι άνθρωποι.
Αιώνια η ευγνωμοσύνη μας!