Πέμπτη 5 Ιουνίου 2025

Εκκλησία, ομοφυλοφιλία και γάμος ομοφύλων - Χαράλαμπος Βέντης

 Δημοτικό Μουσείο Ανατολικής και Δυτικής Τέχνης Κιέβου
Οι Άγιοι Σέργιος και Βάκχος, εγκαυστική σιναΐτικη εικόνα σε ορθογώνιο παραλληλόγραμμο ξύλο, 7ος αιώνας, που προέρχεται από τη Μονή Αγίας Αικατερίνης του Σινά. Σήμερα βρίσκεται στο Δημοτικό Μουσείο Ανατολικής και Δυτικής Τέχνης του Κιέβου. Η εικόνα αυτή θεωρήθηκε από τον ιστορικό John Boswell απεικόνιση ενός παραδείγματος μιας πρώιμης χριστιανικής ένωσης ομοφύλων.

 Εκκλησία, ομοφυλοφιλία και γάμος ομοφύλων

Χαράλαμπος Βέντης 

Μια θεολογική παρέμβαση αντιρρητική της διάσωσης των ευσεβιστικών προσχημάτων

 Ι.

Η παρέμβασή μoυ κινείται στο πνεύμα της εξαιρετικής δημόσιας τοποθέτησης του Ευτύχη Βαρδουλάκη στην Καθημερινή (15/1/2024)[1] για το επίμαχο θέμα, με τη διαφορά ότι δεν αποτελεί μια πολιτική αλλά μια ακραιφνώς θεολογική τοποθέτηση, η οποία κόντρα στην κατεστημένη δαιμονοποίηση των ομοφυλόφιλων και του σεξουαλικού τους προσανατολισμού από τον ιδρυματικό χριστιανισμό, θα αποπειραθεί το φαινομενικά αδιανόητο: τη θεολογική αποκατάσταση της εγγενούς τους αυταξίας και αξιοπρέπειας, όχι σε πείσμα της ιδιαίτερης αυτής μορφής ετερότητάς τους, που τους καθιστά πολλαπλώς και επώδυνα αποσυνάγωγους, αλλά με τη συμπερίληψή της ακριβώς ως συστατικού και αναλλοίωτου στοιχείου του ίδιου τους του είναι.

Ποιος ο λόγος να ασχοληθεί κανείς, ως θεολόγος και άνθρωπος της πίστης, με ένα κατεξοχήν αμφιλεγόμενο και ενοχλητικό ζήτημα, ουσιαστικά με ένα μη θέμα για τους συμβατικά σκεπτόμενους χριστιανούς; Η τρέχουσα συγκυρία προσέφερε ένα ισχυρό έναυσμα για να δούμε ψύχραιμα, νηφάλια και προπαντός αποστασιοποιημένα ένα χαίνον πρόβλημα που ανέκαθεν προτιμούσαμε να το κρύβουμε επιμελώς και με χαιρέκακη ειρωνεία κάτω από το χαλί, παριστάνοντας ότι τελικά δεν αφορά παρά μια χούφτα καταγέλαστους ανθρώπους οι οποίοι δεν αξίζουν τίποτε περισσότερο από την περιφρόνηση και το γέλιο μας, με την πλειονότητα των πιστών και των πνευματικών τους ταγών να θεωρούν ότι ο Θεός συμμερίζεται ανυπερθέτως την αποστροφή τους για τους «ηθικά διαστρόφους».
Δυστυχώς, όπως βέβαια υπήρξε αναμενόμενο, η ενδοεκκλησιαστική συζήτηση που πυροδοτήθηκε, σε μια εποχή που οι γνώσεις μας γύρω από το ζήτημα του σεξουαλικού προσανατολισμού έχουν επαυξηθεί και μεταβληθεί άρδην, αναπαρήγαγε σε σοβαροφανές ύφος αλλά μέχρι κεραίας την καρικατούρα περί ομοφυλοφίλων που λοιδορείται ακόμη με ευτέλεια σε συνοικιακά και επαρχιώτικα καφενεία, χωρίς ίχνος ρωγμής και υποψίας για την ισοπεδωτική –στην απερισκεψία της– απόρριψη μιας διόλου «πεζοδρομιακής» μορφής ερωτικής συντροφικότητας που είναι και η μόνη δυνατή για τεράστιο ποσοστό συνανθρώπων μας. Δοθείσης λοιπόν όλης αυτής της παγιωμένης αρνητικότητας, μήπως εκτός από ανίερη, είναι και ματαιόπονη η καταγραφή των κάτωθι σκέψεων από τον υπογράφοντα; Η απάντηση εξαρτάται από την απόκριση στο εξής καίριο ερώτημα: αναστοχάζονται οι θρησκείες, μαθαίνουν τίποτε από τα αναπόφευκτα λάθη τους στον ρου της ιστορίας; Ναι, όχι, εν μέρει μήπως; Αν όχι, ούτε καν σε ό,τι αφορά τα πιο εμπειρικώς ελέγξιμα ζητήματα που εμπίπτουν στην κοσμολογία, τη βιολογία και την ανθρωπολογία, είναι αναπόφευκτο το συμπέρασμα ότι ο θρησκευτικός λόγος κρατά λίγο έως πολύ τις κοινωνίες στις οποίες δεσπόζει στη νηπιακή ηλικία, κρύβοντάς τους την πραγματική ζωή με όλη της την απερίσταλτη περιπλοκότητα – οι δε θρησκείες απομυθοποιούνται έτσι σε βάθος χρόνου ως απολιθωμένα ιδεολογήματα που σέρνουν ανά τους αιώνες ένα ευσεβοφανές και χρυσοποίκιλτο αλλά άδειο κιβώτιο, αυτονομημένο από τον άνθρωπο και τις ανάγκες του, εξ ου και ανθρωποβόρο, σαν κι αυτό που περιέφερε μια ομάδα της σταλινικής Αριστεράς στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Άρη Αλεξάνδρου. Ο χριστιανισμός, ή μάλλον η Ορθοδοξία, για να περιοριστούμε στα του οίκου μας, υπόσχεται μια αιώνια ζωή. Έχουμε όμως αναρωτηθεί αν το κόστος αυτής της υπόσχεσης είναι η χονδροειδής απαξίωση του επίγειου βίου και της άοκνης προσπάθειας για την επίτευξη ενός συνεχώς διευρυνόμενου κράτους δικαίου; Αν η σωτηριολογία του εγχώριου ιερού μας απαιτεί την παραίτησή μας από την αξιοπρέπεια που προσδίδουν στον άνθρωπο η κριτική σκέψη και ο αναστοχασμός, αν χάριν του ουρανού χάνουμε αθεολόγητα (ήγουν «μονοφυσιτικά») και αρνησίχαρα τη γη, με όλες τις λεπτές αποχρώσεις της επίγειας ζωής, αλλά και τη στοιχειώδη ανθρωπιά μας και ενσυναίσθηση, όπως όταν απαξιούμε ασυζητητί να διακρίνουμε το ανθρώπινο πρόσωπο των ομοφυλόφιλων και τις πραγματικές τους ανάγκες για συντροφικότητα, ποία η χάρις ενός τέτοιου ιερού σήμερα;.

Είθισται, για λόγους εντιμότητας, κάθε κοσμοείδωλο το οποίο μεταθέτει την επαλήθευση των επαγγελιών του στο απροσδιόριστο μέλλον, επέκεινα κάθε ενδεχομένου ιστορικής επαλήθευσης ή διάψευσής του, να επιδιώκει περιστασιακά τουλάχιστον, για λόγους εντιμότητας, την άρση του απυρόβλητου στο οποίο νομίζει ότι έχει καταχωνιαστεί. Πώς; Επιδιώκοντας με δική του πρωτοβουλία ένα «crash-test» με την υλική, ενδοϊστορική πραγματικότητα, υποβάλλοντας τις ανθρωπολογικές και κοσμολογικές του προκείμενες στη βάσανο του καθαρτήριου φίλτρου που διαμορφώνεται από την κεκτημένη επιστημονική γνώση. Τούτου δοθέντος, απαιτείται προσοχή: είναι αυτονόητο ότι η χριστολογική και τριαδολογική διδασκαλία, για να εστιάσουμε στα του χριστιανισμού, δεν νοείται να μπει στο μικροσκόπιο της επιστήμης – μόνο ένα είδωλο, ήτοι μια ανθρώπινη νοητική κατασκευή περί Θεού θα ήταν λογικά και «εργαστηριακά» κατανοήσιμη από τον πεπερασμένο νου μας. Η χριστιανική ανθρωπολογία, από την άλλη πλευρά, μπορεί και πρέπει να διέρχεται από έναν τέτοιον έλεγχο, για ποικίλους λόγους, αλλά με προεξάρχουσα την ανάγκη να ελέγχονται ο ρεαλισμός και η βιωσιμότητα της χριστιανικής θεώρησης του ανθρώπου, η οποία στο χριστιανικό συγκείμενο ούτε συστηματική και ενδελεχώς συγκροτημένη υπήρξε ποτέ, αλλά ούτε και επικαιροποιημένη από τους ελληνιστικούς και πρώτους βυζαντινούς χρόνους μέχρι την εποχή μας. Αυτό ισχύει και για την κοσμολογία. Σήμερα καλούμαστε να δώσουμε ορθόδοξη μαρτυρία σε έναν κόσμο που έχει αφήσει οριστικά πίσω του τον γεωκεντρισμό, τη μονοπωλιακή θέση του ανθρώπου στο σύμπαν και την αιφνίδια βιολογική του εμφάνιση στη Γη: ζούμε εντός μιας κοπερνίκειας και δαρβινικής κοσμοαντίληψης, η οποία συνθέτει μια εικόνα πολύ διαφορετική από την αντίστοιχη που ήταν διαθέσιμη την εποχή της συγγραφής των βιβλίων της Καινής Διαθήκης και της πατερικής Γραμματείας. Οι επιμελείς μαθητές του γυμνασίου γνωρίζουν καιρό τώρα απείρως περισσότερα για το σύμπαν και την προέλευση των ειδών, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπινου γένους, από τους μεγάλους χριστιανούς συγγραφείς του απώτερου παρελθόντος – οι οποίοι όμως, με όλες τους τις συγγνωστές αστοχίες, υπήρξαν για όσους τους έχουν μελετήσει σε βάθος ασύγκριτα πιο ανοικτοί στην απορία, στην έκπληξη και στο αναπάντεχο απ’ ό,τι πολλοί από τους μετέπειτα διαμορφωτές του ορθόδοξου ήθους, οι οποίοι φρόντισαν δυστυχώς και εξουδετέρωσαν ευσεβοφανώς το πνεύμα των Πατέρων, αναμασώντας νευρωτικά και ανώφελα το γράμμα τους. Στις μέρες μας, λοιπόν, έξω από το μικρό και συνεχώς φθίνον γκέτο των κατασκευαστικά θρησκόληπτων, είναι αδύνατον να μιλήσει κανείς θεολογικά για τον άνθρωπο με πλατωνικούς, προ-κοπερνίκειους και προ-δαρβινικούς όρους. Ως εκ τούτου, αποτελεί δείγμα καταγέλαστης κουτοπονηριάς να αποδεχόμαστε επιλεκτικά οι πιστοί από την επιστήμη ό,τι θεωρούμε πως μας συμφέρει και να απορρίπτουμε αξιωματικά οτιδήποτε δυστροπεί με το αφήγημά μας, όπως όταν π.χ. αναφερόμαστε στον δαρβινισμό ως τίποτε παραπάνω από μια απλή «θεωρία», υπονοώντας με μισόλογα ότι «δεν έχει ακόμη αποδειχθεί η αλήθεια της βιολογικής εξέλιξης», ενώ η εξελικτική προέλευση των ειδών έχει εδώ και πολλά χρόνια τεκμηριωθεί τόσο από το ιστορικό των απολιθωμάτων όσο και από τη σύγχρονη μοριακή βιολογία – η οποία βιολογία, σημειωτέον, κατέστη συστηματική επιστήμη αφ’ ης στιγμής ενσωμάτωσε ακριβώς την εξέλιξη στο σώμα της. Ως τεκμηριωμένη αλήθεια διδάσκεται η βιολογική εξέλιξη σε όλα τα πανεπιστήμια της υφηλίου. Συνεπεία τούτου, οι αρνητές της διολισθαίνουν, ακόμη και με επιστημονικοφανή τρόπο, στον πυθμένα του ανορθολογισμού μαζί με τους οπαδούς της επίπεδης γης και της αστρολογίας. Η εξελικτική καταγωγή του ανθρώπου δεν διαψεύδει καθόλου την πίστη στον Θεό, μας βάζει όμως πολύ δύσκολα, τα οποία είναι δική μας ευθύνη, των χριστιανών δηλαδή και όχι της επιστήμης, να επεξεργαστούμε και να ενσωματώσουμε στην ανθρωπολογία μας. Η επιστήμη ερευνά απροκατάληπτα και αποστασιοποιημένα. Δεν γνωρίζει «απαγορευμένα» ή «ενοχλητικά» για τους θρησκευτικούς ή άλλους προϊδεασμούς μας ερωτήματα.

Ένα απ’ αυτά είναι το ότι οι πρωτόπλαστοι, για τους οποίους ομιλεί το χριστιανικό αφήγημα, είχαν κι εκείνοι προγόνους, δεδομένου ότι του γένους homo sapiens, στο οποίο ανήκουμε, προηγήθηκαν, σε μιαν αλυσίδα που φτάνει περίπου το ένα εκατομμύριο χρόνια (!), ανθρωπίδες όπως οι homo erectus και homo habilis, για να μη σταθούμε καθόλου στον αυστραλοπήθικο τον αφρικανό, που έζησε πριν από 3-2 εκατομμύρια χρόνια, πριν κι από την ανάδυση του γένους homo. Τα πλάσματα αυτά υπήρξαν στο μεταίχμιο μεταξύ ανθρώπου και ζώου: μολονότι δεν διέθεταν τις δικές μας νοητικές προδιαγραφές, έφτιαχναν εργαλεία, ζωγράφιζαν στους τοίχους των σπηλαίων (οι cro magnon, ιδιαίτερα, που υπήρξαν σχεδόν άνθρωποι) και έθαβαν τους νεκρούς τους. Τα ερωτήματα που καλείται να απαντήσει σήμερα η θεολογία είναι τα εξής: είχαν ψυχή αυτά τα πλάσματα, δεδομένου ότι προηγήθηκαν χιλιάδες χρόνια των πρωτοπλάστων (που βιβλικά παριστώνται σαν σύγχρονοι άνθρωποι) αλλά δεν ήταν ούτε και ζώα; Και για ποιον ακριβώς λόγο υπέφεραν από ποικίλες κακουχίες και ασθένειες, εντέλει για ποιο λόγο πέθαιναν, κατά κανόνα βάναυσα, αφού σύμφωνα με την κλασική χριστιανική αφήγηση ο θάνατος και η βιολογική ανθρώπινη κακοδαιμονία παγιώθηκαν ως ανήκεστη συνέπεια της αμαρτίας του μετέπειτα εμφανιζόμενου Αδάμ; Ερωτήματα όπως αυτό, πέρα από την αμηχανία που προκαλούν, ενεργοποιούν συνήθως στους κύκλους μας έναν «αφ’ υψηλού» παραμερισμό τους, ως κάτι που δεν μας πολυενδιαφέρει ως χριστιανούς διότι δεν εμπίπτει στη σωτηριολογία. Τέτοιου  είδους «φιντεϊστικές» υπεκφυγές όμως εκθέτουν, ή μάλλον πλήττουν θανάσιμα, την αξιοπιστία του χριστιανισμού, για την ακρίβεια θέτουν σοβαρά εν αμφιβόλω τη θεοπνευστία του. Είναι δυνατόν μια θεόπνευστη πίστη να διδάσκει μια παιδαριώδη αν όχι διαψευσμένη ανθρωπολογία σήμερα και, ταυτόχρονα, να επιμένει να κάνει ιεραποστολή και κατήχηση σε μορφωμένους, κριτικά σκεπτόμενους και ενημερωμένους επιστημονικά πολίτες;

Ένα συναφές ενοχλητικό πρόβλημα για τους απροβλημάτιστους Ορθοδόξους είναι και η αλήθεια για τη βιολογική-γενετική διαμόρφωση του σεξουαλικού προσανατολισμού. Από μια πλειάδα τεκμηρίων που σχετίζονται με τη βιολογία, τη γενετική, την ψυχολογία, αλλά και τις προσωπικές μαρτυρίες των ίδιων των ομοφυλόφιλων, όποτε αυτές έτυχαν σοβαρών και νηφάλιων ακροάσεων, προκύπτει αδιάσειστα –σε πείσμα των άσφαιρων ενστάσεων πολλών θρησκευτικών ταγών και πιστών, οι οποίοι δεν έχουν πρόβλημα να ενστερνίζονται άκριτα πλείστες όσες μεταφυσικές δοξασίες και να αξιώνουν από τον περίγυρό τους την ίδια άρση του σκεπτικισμού για οπτασίες και θαύματα– ότι ο γενετήσιος προσανατολισμός, ετεροφυλόφιλος και ομοφυλόφιλος, διαμορφώνεται πολύ νωρίς, ήδη από τη φάση της κύησης, και συνοδεύει αναλλοίωτος τον άνθρωπο από τη γέννησή του μέχρι και το θάνατό του. Οι ομοφυλόφιλοι δεν είναι επιδεκτικοί «θεραπειών» και ο προσανατολισμός τους δεν αλλάζει, οι δε απόπειρες φονταμενταλιστικών κύκλων στις ΗΠΑ να θεραπεύσουν ομοφυλόφιλους συνεργάσιμους και πρόθυμους να αλλάξουν, όχι μόνο απέτυχαν παταγωδώς, αλλά το όλο εγχείρημα άσκησε απίστευτη βία και κακοποίηση, ψυχολογική και σωματική στους υποψήφιους, με αποτέλεσμα να εγκαταλειφθούν τα προγράμματα αυτά όχι μόνο ως ατελέσφορα αλλά και ως απάνθρωπα. Η ομοφυλοφιλία δεν ανήκει στο «έχειν» απλώς∙ εδράζεται στο βαθύ είναι των φορέων της. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, η καταδίκη της δεν διαφέρει από την απόρριψη του χρώματος του δέρματος και της φυλής ενός ανθρώπου. Είτε αρέσει είτε δεν αρέσει σε ευσεβιστές που βλέπουν το όλο ζήτημα με όρους θυμικού και μόνο (μέσα από την παραμορφωτική και ενοχική διόπτρα δικανικών θρησκευτικών προϊδεασμών), το φύλο είναι μια ρευστή πραγματικότητα∙ ουσιαστικά πρόκειται για ένα φάσμα παρά για μια στατική και μονοδιάστατη, πολλώ μάλλον δίπολη πραγματικότητα. Υπάρχουν μάλιστα αρκετές περιπτώσεις πολύτεκνων οικογενειών στις οποίες όλα τα παιδιά έχουν γεννηθεί ομοφυλόφιλα ή αμφιφυλόφιλα, γεγονός το οποίο καταδεικνύει ότι αυτή η μορφή ετερότητας συχνά (καίτοι όχι πάντοτε) κληρονομείται από έναν γονιό ή πρόγονο. Η τραγωδία εν προκειμένω είναι ότι οι γονείς και οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι είναι παντοειδώς απροετοίμαστοι για να δεχθούν μια τέτοια οδυνηρή πραγματικότητα, ειδικά σε κλειστές και υπερσυντηρητικές κοινωνίες στις οποίες τέτοιου είδους παρεκκλίσεις είναι πολιτισμικά και/ή νομικά κολάσιμες. Το ίδιο απαράσκευοι και αβοήθητοι είναι όμως (με τις αναμενόμενες ολέθριες συνέπειες) και οι πνευματικοί οι οποίοι καλούνται να διαχειριστούν ποιμαντικά τέτοιες καταστάσεις, με αποτέλεσμα είτε να αναγκάζονται να αυτοσχεδιάζουν είτε να ασκούν μια δικανική βία σε όσους τους προσεγγίζουν για ψυχολογική στήριξη,  φορτώνοντας με ασήκωτες ενοχές ανθρώπους που ούτε οι ίδιοι επέλεξαν ποτέ τη σεξουαλική τους διαφορετικότητα ούτε και δύνανται να την αλλάξουν. Οι ομοφυλόφιλοι συνάνθρωποί μας αδικούνται βάναυσα, όχι μόνο από την κοινωνία που τους αντιμετωπίζει ακόμη απορριπτικά ως μιάσματα, αλλά και από την ίδια την Εκκλησία του Χριστού, η οποία ουδέποτε ενδιαφέρθηκε να αφουγκραστεί με ειλικρίνεια και εντιμότητα το σιωπηρό, μέχρι πρότινος μόλις, δράμα τους και να αναγνωρίσει ότι οι ομοφυλόφιλοι, ως άνθρωποι και όχι ως ιδεοτυπική καρικατούρα, είναι δυνητικά εξίσου καλόψυχοι, εξίσου γενναιόδωροι, πατριώτες, φιλεύσπλαχνοι, εργατικοί, τίμιοι και φιλότιμοι, ευαίσθητοι και ευάλωτοι στον πόνο και τη μοναξιά όπως και οι υπόλοιποι συνάνθρωποί τους.

Πότε, άραγε, εκδόθηκε και διαβάστηκε ΜΙΑ εγκύκλιος της Ιεράς Συνόδου προς το εκκλησίασμα (σαν κι εκείνες που στοχοποιούν π.χ. τη «γιόγκα»), που να ενθαρρύνει με τόλμη και υπευθυνότητα τους γονείς και τα αδέρφια των ομοφυλόφιλων να αγαπούν διπλά αυτά ακριβώς τα οικογενειακά μέλη τους, διότι ο υπόλοιπος κόσμος λίγο έως πολύ θα τα μισεί και θα τα απορρίπτει ή θα τα βλέπει με μισό μάτι διά βίου; Πότε, αλήθεια, καλλιεργήθηκε εκκλησιαστικά, σε επίπεδο ενοριών, η ενσυναίσθηση, ο σεβασμός στα πολλαπλώς ευάλωτα αυτά μέλη της κοινωνίας, με ποιμαντική εστίαση στη μοναξιά τους; Το πρόβλημα είναι ευρύτερο και αφορά την όλη σχέση και πραγμάτευση του έρωτα και της σεξουαλικότητας εν γένει από την Εκκλησία. Ο έρωτας έχει εξυμνηθεί λογοτεχνικά με αριστουργηματικό τρόπο από την αυγή της καταγεγραμμένης ιστορίας, δεν βρήκε όμως ποτέ ουσιαστική, οργανική θέση στον χριστιανικό κόσμο, ως δώρο Θεού με τη δική του αυταξία. Ο ιδρυματικός χριστιανισμός ουδέποτε δεξιώθηκε μια θεολογία του έρωτα και της ηδονής (όχι της όποιας ηδονής, εννοείται, δηλαδή με την αγοραία σημασία του όρου), καθώς φρόντισε να υποτάξει τον έρωτα άγαρμπα και χονδροειδώς στη σκοπιμότητα της τεκνοποιίας στριμώχνοντάς τον έτσι στη στενωπό του γάμου. Δύσκολα θα περίμενε κανείς κάτι πιο γενναιόδωρο, πιο ανοικτόμυαλο από μια παράδοση η οποία ανήγε κλιμακούμενα τον ασκητισμό σε αυτοσκοπό και μονόδρομο (με κάποιες λίγες προσαρμογές για τους εγγάμους), απορρίπτοντας ως «πορνεία» (λέξη πολύ βαριά) οποιαδήποτε ερωτική έξαρση ξεμύτιζε ανυπότακτη στην εξαντλητικά λεπτομερή λίστα με τα «μη» του Κανονικού Δικαίου. Οπωσδήποτε, ο χριστιανισμός δεν είναι σχετικιστικός, ούτε και ηθικά ασπόνδυλος: διαθέτει, όπως και πρέπει άλλωστε, κανονιστικές αρχές οι οποίες περιλαμβάνουν την ερωτική συνάφεια, η δε σεξουαλικότητα μπορεί πράγματι να αποθηριώσει τον άνθρωπο αν αφεθεί αχαλίνωτη. Η αποηθικοποίηση της Ορθοδοξίας δεν είναι καθόλου στις προθέσεις του υπογράφοντος το παρόν κείμενο. Θα ήταν λάθος όμως να συναχθεί από  την ανωτέρω παραδοχή ότι ο έρωτας, μετά βίας ακόμη ανεκτός σε χριστιανικά περιβάλλοντα, είναι ανάξιος κατάφασης και μη δεκτικός «χριστοποίησης», δηλαδή ανεπίδεκτος της αξιοπρέπειας που τον αναβαθμίζει από απλό μέσο υποταγμένο στη σκοπιμότητα σε μέγεθος εγγενούς αυταξίας. Είναι πολύ απογοητευτικό να πρέπει να ενημερωθεί 2.000 χρόνια μετά την έλευση του Χριστού η ιδρυματική Εκκλησία ότι ο έρωτας, που δεν αφορά μόνο τις ψυχές αλλά και το σώμα, δεν είναι ταυτόσημος της αγοραίας σαρκολατρίας και δεν ανάγεται σ’ αυτή παρεκτός στα μυαλά των φυγόκοσμων πουριτανών, εκείνων που εμπότισαν ανήκεστα την Ορθοδοξία με την ωριγενική και ευαγριανική κακοδοξία, παρά την κούφια μεγαλαυχία της θεολογικής «γενιάς του ’60» περί «ανοικτόμυαλης και μη δικανικής Ορθοδοξίας έναντι της υπερσυντηρητικής δυτικής χριστιανοσύνης» – ενός ρεύματος που η εναπομείνασα παρακαταθήκη του υπήρξε δυστυχώς σε βάθος χρόνου η ιδεολογικοποίηση της Ορθοδοξίας ως «αντίδικος των πάντων» (της Δύσης, του κόσμου, της προόδου, του Διαφωτισμού, της νεωτερικότητας, της ετερότητας, της δημοκρατίας, των κοινωνικοπολιτικών δικαιωμάτων και κάθε έννοιας χειραφέτησης). Τεράστιο ρόλο στη σύμπηξη αυτού του αντιδραστικού μορφώματος διαδραμάτισε η σταδιακή κατίσχυση του μοναχισμού και του φυγόκοσμου προσανατολισμού του επί των ενοριών. Πρέπει να βρούμε κάποτε το κουράγιο να διαλύσουμε μια δημοφιλή παρεξήγηση που διαιωνίζεται ατυχέστατα και καταστροφικά για την αυτοσυνειδησία της Ορθοδοξίας, η οποία αφορά τη φύση και την αποστολή του μοναχισμού: ο μοναχισμός έχει μεν όντως οργανική θέση στο σώμα της Εκκλησίας (πάντοτε βέβαια ως εκκλησιαστικός θεσμός, όχι ως αυτονομημένο «χαρισματικό» μόρφωμα) και είναι γεγονός ότι δυο φορές τουλάχιστον διέσωσε την τιμή της Ορθοδοξίας, εν πρώτοις ως κίνημα αναχωρητικής διαμαρτυρίας ενάντια στους συμβιβασμούς της ιδρυματικής Εκκλησίας με τις βυζαντινές αρχές και εξουσίες και στη συνέχεια κατά την εικονομαχική έριδα, όταν υπερασπίστηκε θεολογικά την αλήθεια για τις ιερές εικόνες. Δυστυχώς, από τότε κι έπειτα, ο ιδιαίτερος προσανατολισμός του μοναχισμού, η αποκλειστική του προσήλωση στα επουράνια με την απάρνηση των εγκόσμιων τέρψεων, η μαξιμαλιστική του εν γένει ανηδονία (αιτιολογημένη οπωσδήποτε στους κόλπους του) έχει αλώσει και διαβρώσει, για να μιλήσουμε τη γλώσσα της αλήθειας, τις ενορίες και τον Ορθόδοξο κόσμο στο σύνολό του. Με ποιον τρόπο; Καθιερώνοντας λάθρα ως θέσφατο την πεποίθηση ότι τα μοναστήρια και όχι οι ενορίες είναι το αυθεντικό κύτταρο της Ορθοδοξίας και ότι ο γνήσιος Ορθόδοξος χριστιανός οφείλει να προσεταιριστεί την απαξίωση της επίγειας ζωής και την αδιαφορία για την ιστορία, σε συνδυασμό με την υποκατάσταση του έλλογου στοχασμού και της ευθύνης η οποία συνοδεύει απαραιτήτως την ανεξάρτητη σκέψη από την τυφλή υπακοή στον «γέροντα». Αθροιστικά, οι απλουστευτικές αυτές προκείμενες που θάλλουν σε λούμπεν θρησκευτικά περιβάλλοντα συνθέτουν μια νοοτροπία περιεκτική γνωστών σκοταδιστικών παρελκομένων, όπως
ο
 απερίσκεπτος αντιδυτικισμός,
ο θρησκευτικός λαϊκισμός,
η ιδεολογικοποίηση,
η απόλυτη στατικότητα και ακινησία της Ορθοδοξίας και

η παραίτηση από τον θεολογικό στοχασμό στο όνομα της «κατάνυξης» και του μοναστικού φολκλόρ. 

Είναι αδύνατον, εντός ενός τέτοιου μανιχαϊστικού κλίματος, που αδιαφορεί για τις λεπτές αποχρώσεις της κοινωνικής αδικίας αλλά και για την απόλαυση της χαράς και της ευτυχίας, να βρει θέση μια μορφή έρωτα που, μολονότι αποτελεί φυσική κλίση (σε πείσμα των αρχικών εντυπώσεων και της επιφανειακής της ανάγνωσης), δεν οδηγεί στην τεκνοποίηση, πολλώ μάλλον αφού η αναπαραγωγή υπήρξε ανέκαθεν το καθιερωμένο άλλοθι για τη χριστιανική ανοχή στον έρωτα.

Στα χρόνια της Καινής Διαθήκης αλλά και των Πατέρων επικρατούσε η άποψη ότι όλοι γεννιούνται ετεροφυλόφιλοι και ότι κάποιος γίνεται ομοφυλόφιλος από διεστραμμένη προαίρεση. Ο ομοφυλόφιλος άνδρας δεν ήταν, σύμφωνα με την κοινά αποδεκτή αυτή συμβατική γνώμη, παρά ένας άνθρωπος ο οποίος είτε από κακές επιρροές, είτε από δαιμονικές προσβολές, είτε από ακόρεστο πόθο ηδονής, επεδίωκε πρόσθετες, ατέρμονες σαρκικές απολαύσεις, έξω από το νόμιμο πλαίσιο της γαμήλιας συνάφειας, με αποτέλεσμα να επεκτείνεται συν τω χρόνω η ανεξέλεγκτη ηδονοθηρία του και σε άτομα ακόμη του φύλου του. Ισχύει πράγματι αυτή η πεποίθηση; Με βάση τα όσα γνωρίζουμε επιστημονικά πολλές δεκαετίες τώρα αλλά και από την εναγώνια και απελπισμένη μαρτυρία των ίδιων των ενδιαφερομένων (η οποία έπεφτε συνήθως στο κενό), η απάντηση είναι ένα ηχηρό όχι. Η σταδιακή συνειδητοποίηση της πραγματικής φύσης της ομοφυλοφιλίας έφερε κάποτε, επιτέλους, τις δυτικές εκκοσμικευμένες κοινωνίες ενώπιον των ευθυνών τους γι’ αυτούς τους επί μακρόν παρεξηγημένους συνανθρώπους μας. Το ερώτημα που μας απασχολεί εδώ είναι αν ο ιδρυματικός χριστιανισμός διαθέτει τα απαιτούμενα αντανακλαστικά για να δεχθεί αυτή την «απροσδόκητη» αλήθεια η οποία, από κοινού με τόσες άλλες, τινάζει στον αέρα δογματικά σκληρυμένες προκαταλήψεις αιώνων. Εν προκειμένω, διακυβεύεται η αξιοπιστία και η θεοπνευστία της Εκκλησίας, σε ένα πολιτισμικό κλίμα μάλιστα ήδη σκληρά σκεπτικιστικό. Έχουν θέση ή όχι οι ομοφυλόφιλοι στη δημιουργία του Θεού; Αν η ομοφυλοφιλία δεν είναι επιλογή, αλλά βιολογικά διαμορφωμένη κλίση (σε αντίθεση π.χ. με τη μοιχεία, η οποία είναι όντως επιλογή), τότε σαφώς και έχουν, άρα ο αντιρρητικός λόγος της Εκκλησίας αποδεικνύεται όχι απλά δικανικός αλλά κακοποιητικός. Ας εγκύψουμε αναλυτικότερα στο πρόβλημα, μέσα από μια κριτική θεολογική ματιά.

ΙΙ.

Καταρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι η επίκληση της φύσης ως πυξίδας για τον προσδιορισμό της γενετήσιας κανονικότητας, είναι ποικιλότροπα άκυρη.

Πρώτον, διότι δεν είναι άλλος από την ίδια τη φύση που παράγει την ομοφυλοφιλία, και μάλιστα σε μαζική κλίμακα –γεγονός που παρατηρείται σε πολλά ζωικά είδη πλην του ανθρώπου–, χωρίς να ενδιαφέρεται για τη γνώμη μας και τις αν(τ)οχές μας. Σύμφωνα με σαφείς διαθέσιμες ενδείξεις, ο γενετήσιος προσανατολισμός του ανθρώπου, ετεροφυλόφιλος και ομοφυλόφιλος, διαμορφώνεται όπως προαναφέραμε κατά τη διάρκεια της κύησης του εμβρύου στα αρχικά στάδια και παραμένει σταθερός και αναλλοίωτος καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου, από το λίκνο μέχρι τον θάνατο, γεγονός το οποίο τεκμαίρεται πολύ συχνά και από τη φυσιολογία των ομοφυλόφιλων. Συνεπώς, η ομοφυλοφιλία είναι εγγενής και όχι επίκτητη ιδιότητα, ανήκει ήγουν στο βαθύ είναι αντί για το έχειν των φορέων της. Ως τέτοια, δεν αποτελεί «επιλογή», όπως ατυχέστατα διαδίδεται, προκειμένου να εξουδετερωθεί ως αμαρτία από τους ανεύθυνα απερίσκεπτους κήνσορες, που προσεγγίζουν το θέμα με όρους θυμικού και ευσεβιστικών προϊδεασμών παρά με γνώμονα τη νηφάλια σκέψη και την επιστημονική ενημερότητα. Το να απαιτεί μια θρησκευτική πίστη τη μετάνοια των ομοφυλόφιλων για τον βιολογικά διαμορφωμένο τους γενετήσιο προσανατολισμό, δεν διαφέρει σε τίποτε από την αξίωση να απαρνηθούν τη φυλή και το χρώμα του δέρματός τους. Και είναι εξίσου προσβλητική η δικανική καταδίκη της ομοφυλοφιλίας ακόμη και για τους ομοφυλόφιλους εκείνους οι οποίοι απέχουν για ποικίλους λόγους από τη σεξουαλικότητα ακόμη και διά βίου, διότι δεν παύει να θίγει δηλητηριωδώς και άκρως επώδυνα μια πυρηνική ιδιότητα της ύπαρξής τους, έστω και ανενεργή, καθώς δηλώνει ούτε λίγο ούτε πολύ ότι ο Θεός φέρνει στην ύπαρξη κατασκευαστικά σκάρτους ανθρώπους.

Δεύτερον, η επίκληση της φύσης είναι εν προκειμένω άτοπη διότι ο Θεός και η Εκκλησία (όποτε λειτουργούν ασυσκότιστα τα πνευματικά κριτήρια της τελευταίας) δεν βλέπουν τον άνθρωπο με όρους φύσης, αλλά ως πρόσωπο μοναδικό, ανόμοιο και ανεπανάληπτο, ως μια πολυδιάστατη και μη αποδομήσιμη οντότητα που ανθίσταται σε αναγωγιστικούς προσδιορισμούς κάθε είδους: φυσικούς, φυλετικούς, χρωματικούς, εθνικούς, ταξικούς, ηλικιακούς, μορφωτικούς κ.ά. Όπως ωραία και με συγκινητική ποιμαντική μέριμνα επεσήμαινε, ευκαιρίας δοθείσης, στην εργογραφία του ο μακαριστός πια μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας,

Το πρόσωπο δεν κρίνεται από τις ιδιότητές του αλλά από την απλή κατάφαση της ταυτότητάς του ως μοναδικού και αναντικατάστατου όντος. Δεν είναι το πρόσωπο «προσωπικότητα», δηλαδή συνισταμένη ιδιοτήτων (ύψους, κάλλους ή ασχήμιας, αρετής, κακίας, ευφυΐας ή βλακείας κ.λπ.). Το πρόσωπο είναι ελεύθερο από ιδιότητες και δεν κρίνεται από αυτές.[2] 

Όταν ο κληρικός διαβάζει τα ονόματα των ζώντων και των κεκοιμημένων (στις λίστες «υπέρ υγείας» και «υπέρ αναπαύσεως») δεν προσδιορίζει τους φορείς των ονομάτων βάσει των φυσικών τους χαρακτηριστικών, γιατί αν το έκανε θα τους υποβίβαζε σε αντικείμενα, και δη αναλώσιμα. Μόνο τα αντικείμενα είναι προσδιορίσιμα, δηλαδή κατατάξιμα, με αναφορά στα φυσικά τους χαρακτηριστικά. Γι’ αυτό και η μνημόνευση των ζώντων και των κεκοιμημένων περιορίζεται αυστηρά και μόνο στα κύρια ονόματά τους, ακολουθώντας έτσι τον τρόπο που ο ίδιος ο Θεός απευθύνεται σε μας, τους ανθρώπους, και μας γνωρίζει, τουτέστιν ως πρόσωπα και όχι ως πράγματα. Ακολουθώντας λοιπόν το υπόδειγμα του Ιδρυτή της, η Εκκλησία οφείλει να «είναι ακριβώς ο χώρος μέσα στον οποίο μαθαίνουμε να αγαπούμε εξίσου αυτούς που δεν είναι όπως θα τους θέλαμε ως προς τα φυσικά χαρακτηριστικά τους».[3] Γι’ αυτό και «το ότι η Εκκλησία δέχεται στους κόλπους της [για να είμαστε ειλικρινείς, σε επίπεδο αρχών και μόνο, παρά στην πράξη,] την ύπαρξη της ετερότητας και της διαφοράς ως προς τα φυσικά χαρακτηριστικά οδηγεί λογικά στη σχετικοποίηση της σημασίας των φυσικών χαρακτηριστικών».[4] Άλλωστε, αν είναι να κατακεραυνώνουμε αυτάρεσκα και για λόγους εκτόνωσης το «παρά φύσιν», γιατί να περιοριστούμε στους ομοφυλόφιλους; Υποχρεούμαστε, για λόγους συνέπειας, να συμπεριλάβουμε κι άλλες κατηγορίες διαφορετικών αδερφών μας, όπως π.χ. οι συνάνθρωποί μας με σύνδρομο Down ή οι πάσχοντες από ακραίες μορφές αυτισμού, διότι και αυτοί παραβιάζουν, σύμφωνα με την αφετηριακή προκείμενη της ομοφοβικής λογικής, το στάνταρ του φυσιολογικού και της κανονικότητας – όχι διά της συμπεριφοράς τους αλλά ως προς αυτό που εκ φύσεως είναι, κάτι το οποίο κατανοούσαν και συμμερίζονταν οι ναζί, γι’ αυτό και μαζί με τους Εβραίους έστελναν εν τη απανθρωπία τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης νοητικά καθυστερημένους και ομοφυλόφιλους αδιακρίτως.

Τρίτον και κυριότερον, η επίκληση της φύσης, μάλιστα στην πτωτική της μορφή, είναι άτοπη από χριστιανικης σκοπιάς, διότι αποτελεί κατ’ ουσίαν διολίσθηση στον παγανισμό. Η κτίση, όπως την έπλασε ο Θεός, είναι μεν όντως καλή λίαν, αλλά δεν έχει λάβει ακόμη την τελική μορφή για την οποία την προορίζει ο Πλάστης της. Έως σήμερα και για το απροσδιόριστο μέλλον, η κτίση παραμένει ανολοκλήρωτη λόγω της ρήξης των πρωτόπλαστων με τον άκτιστο δημιουργό τους∙ γι’ αυτό και ώς την άφιξη των εσχάτων, η φύση θα συνεχίσει να είναι ένα απέραντο πεδίο μάχης, ένα ανελέητο σφαγείο, μια μακρά τροφική αλυσίδα, που ως αναλώσιμους κρίκους περιέχει τον άνθρωπο από κοινού με τα υπόλοιπα ζώα τα οποία μεταβολίζουν ακατάπαυστα, κατασπαράσσοντας ανενδοίαστα και ανελέητα και τις ίδιες τις εικόνες Θεού, τους ανθρώπους. Η αρρώστια και ο θάνατος, όχι μόνο των έμβιων όντων αλλά και του σύμπαντος εν συνόλω, είναι ό,τι πιο φυσικό ενδοϊστορικά, διότι έτσι ακριβώς διατηρούνται οι ισορροπίες με τις οποίες η φύση ανανεώνεται και επιβιώνει. Γι’ αυτό ο Μέγας Αθανάσιος επισημαίνει στο Περί Ενανθρωπήσεως ότι «Η γαρ παράβασις της εντολής εις το κατά φύσιν αυτούς [δηλαδή τους πρωτοπλάστους] επανέφερε... Έστιν δε κατά φύσιν άνθρωπος θνητός, άτε δη εξ ουκ όντων γεγονός» (4-5), για να προσθέσει στη συνέχεια το εξής: «εις την κατά φύσιν φθοράν εκρατούντο οι άνθρωποι ...» (7).

Όπως οξυδερκώς επεσήμαινε στις παραδόσεις του ο Ιωάννης Ζηζιούλας, ακολουθώντας αυτό ακριβώς το νήμα σκέψης, ο θάνατος ως βιολογικό γεγονός είναι κάτι φυσικό διότι έτσι μόνο διαιωνίζεται η ζωή. Στον φυσικό κόσμο, η προσωπική ταυτότητα εξασφαλίζεται με την επιβίωση των γονέων στα πρόσωπα των παιδιών τους. Αυτό όμως δεν είναι επιβίωση προσώπων αλλά μια επιβίωση είδους. Η επιβίωση του προσώπου ως μοναδική ταυτότητα δεν εξασφαλίζεται από το γάμο και την τεκνοποίηση, που απλώς αποδεικνύουν ότι παρέχουν την ύλη για το θάνατο. Η επιβίωση της μοναδικότητας δεν εξασφαλίζεται από καμία ιδιότητα της ουσίας. Στόχος της σωτηρίας είναι η επίτευξη της προσωπικής ζωής που πραγματώνεται στον Θεό αλλά πραγματώνεται και στο επίπεδο της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτό ονομάζεται από τους πατέρες θέωση. Η πατερική θεολογία θεωρεί ότι το πρόσωπο είναι εικόνα και ομοίωση του Θεού, βλέπει τον άνθρωπο με δύο τρόπους ύπαρξης. Ο ένας είναι ο βιολογικός και ο άλλος ο εκκλησιαστικός. Αμαρτία είναι ακριβώς η αποτυχία του ανθρώπου να γίνει πρόσωπο. Η αποτυχία του ανθρώπου έγκειται όχι στο ότι αγωνίζεται να υπερβεί το κατά φύσιν, αλλά γιατί υποδουλώνεται σε αυτό.

Ήδη, λέει ο Ιωάννης Ζηζιούλας, από τους κλασικούς έλληνες φιλοσόφους, οι οποίοι είχαν θεοποιήσει τη φύση, μέχρι τον Φίλωνα και τους μεσαιωνικούς Σχολαστικούς, αλλά και τους φιλοσόφους του Διαφωτισμού, οι οποίοι εξεθείαζαν το λεγόμενο «φυσικό δίκαιο», υποβόσκει η αντίληψη ότι το «φυσικό» είναι υγιές και το «αφύσικο» νοσηρό. Αλλά πέραν του ότι είναι σχεδόν αδύνατον να ορισθεί το «φυσικό» και η φύση ως ιδεατή κατηγορία, προκύπτει το ερώτημα αν όντως ευσταθεί η κοινή αντίληψη ότι η νόσος δεν αποτελεί φυσική πραγματικότητα. Το αντίθετο αληθεύει: τίποτε δεν είναι πιο «φυσικό» από το να νοσήσει κάποιος. Αφύσικο θα ήταν αν δεν υπήρχε νόσος. Γιατί, απλούστατα, αν η νόσος προέρχεται από εξωτερικές προσβολές (μικροβίων, ιών, ακτινοβολίας, άγχους λόγω κοινωνικών καταπιέσεων κ.λπ.), τότε είναι αδύνατο να νοηθεί φυσική επιβίωση με την εμπειρική έννοια του φυσικού, χωρίς την πάλη αυτή των όντων προς επιβίωσή τους σε βάρος άλλων όντων. Η νόσος, λοιπόν, δεν συνίσταται σε φυσική ανωμαλία αλλά είναι μάλλον εγγενής στη φυσική ομαλότητα.[5]

Και ο Ιωάννης Ζηζιούλας καταλήγει ότι

μια [...] ταύτιση του «φυσικού» με το υγιές και ομαλό (normal) δεν αρμόζει στη χριστιανική αντίληψη του κόσμου, στην οποία κυριαρχεί η πίστη ότι η φύση δεν δικαιώνεται καθαυτή και δεν είναι «υγιής» παρά μόνο στο βαθμό που κοινωνεί με τον υπερβατικό Θεό, που «θεούται».[6] 

Η εξύμνηση του ενδοϊστορικού «κατά φύσιν» στο όνομα της ευσέβειας ισοδυναμεί με αθεολόγητη ιεροποίηση της πτωτικής φυσικής κατάστασης πραγμάτων μια ιεροποίηση που αδιαφορεί για την εσχατολογική εκκρεμότητα, για τις ριζικές ανατροπές που αναμένουν τους ανθρώπους στα έσχατα, εκεί όπου, όπως ομογνωμούν οι Πατέρες, η διπολικότητα του φύλου θα υπερβαθεί,[7] καθώς (άκουσον, άκουσον) ο εγκλωβισμός του ανθρώπινου γένος στα δυο φύλα, η απολυτοποίηση με άλλα λόγια της έννοιας του φύλου, όπως και η σεξουαλική αναπαραγωγή του ανθρώπου, είναι απότοκα της Πτώσης και όχι μέρος της κτίσης όπως την είχε εξαρχής σχεδιάσει ο Θεός. Οπωσδήποτε, η δυαδικότητα των φύλων και η σεξουαλική αναπαραγωγή είναι ένα απαραίτητο προστάδιο στην πορεία προς την εσχατολογική τελείωση του ανθρώπου, η οποία όμως τελείωση περιλαμβάνει την εσχατολογική σχετικοποίηση του φύλου – όχι με την έννοια της κατάργησής του αλλά ως υπέρβαση και άρση της απολυτότητάς του. Η δημιουργία του Θεού είναι σταδιακή και εξελισσόμενη∙ επ’ ουδενί δεν πρέπει να εκληφθεί ως άπαξ τετελεσμένη, πολλώ μάλλον εφόσον έχει μεσολαβήσει ως σφήνα η Πτώση. Η συνεχής διεύρυνση της ανθρώπινης ποικιλομορφίας είναι εμφανής: από τη μια φυλή στην οποία ανήκε το ζευγάρι των πρωτοπλάστων, π.χ. (αν παραμείνουμε εντός της ιουδαιοχριστιανικής αφήγησης), προέκυψαν στη συνέχεια πολλές άλλες φυλές, οι οποίες στην ποικιλία τους δεν είναι σημάδι εκφυλισμού ή κάποιας «σχετικιστικής κατάπτωσης» της ανθρωπότητας, όπως θα θεωρούσαν οι ρατσιστές και όσοι διαβάζουν πρωτολογικά αντί για εσχατολογικά τη βιολογική διαδρομή του ανθρώπινου είδους. Η πρωτολογική ανάγνωση της δημιουργίας μάς εγκλωβίζει στην αθεολόγητη στενωπό μιας πρωταρχικής κατάστασης η οποία πέπρωται ακόμη και ενδοϊστορικά να υπερβαθεί, δεδομένης της αδιάκοπης βιολογικής εξέλιξης των ειδών (συμπεριλαμβανομένου του δικού μας) προς ολοένα και συνθετότερες μορφές ζωής. Για έναν πιστό, η εν λόγω εξέλιξη εμπίπτει στο σχέδιο του Θεού, το οποίο εκδιπλώνεται προοδευτικά. Ευκαιρίας δοθείσης, να προσθέσουμε ότι με δεδομένη την απερίσκεπτη πρόσδεση του ιδρυματικού χριστιανισμού και πολλών ανθρώπων της πίστης στην πρωτολογική ερμηνεία της Βίβλου, είναι μεγάλο ευτύχημα το ότι η πρωταρχική φυλή των λεγόμενων πρωτοπλάστων στη Γένεση παρέμεινε αποσιωπημένη. Διότι αν αναφερόταν, θα διαπιστώναμε πολύ επώδυνα σήμερα πόσο εύκολα και με πόση αρραγή βεβαιότητα θα έσπευδαν να βροντοφωνάξουν οι υποτιθέμενοι μαθητές του Χριστού, δηλαδή της θρησκείας της αγάπης, το κατώτερο οντολογικό status των υπολοίπων φυλών ως εκφυλισμένων παρεκκλίσεων από την πρωταρχική αυτή φυλή, δεδομένης μάλιστα της ευκολίας με την οποία η δουλεία και οι φυλετικές διακρίσεις θεωρούνταν απόλυτα φυσικές σε χριστιανικά περιβάλλοντα και δικαιολογούνταν συν τοις άλλης με την επίκληση της Βίβλου. 

Η εναρμόνιση του χριστιανικού κόσμου με την εσχατολογική του οπτική είναι ένα ιδιαίτερα δυσχερές έργο, ένα επίτευγμα που διεξάγεται τη συνεργεία του Αγίου Πνεύματος, και συμπληρώνει ενδοϊστορικά την επίγεια διακονία του Χριστού με τους εξής τρόπους: αφενός εξατομικεύει την πίστη, αφετέρου εισάγει προληπτικά το έσχατο στην ιστορία, με αποτέλεσμα να ανακαινίζει σε τακτά χρονικά διαστήματα την κτίση και τις ανθρώπινες κοινωνίες, δημιουργώντας νέες βιολογικές και κοινωνικές πραγματικότητες. Λειτουργεί έτσι ως παράγων καινοτομίας και αναζωογόνησης – συνεπώς και ως ανάχωμα στην πειρασμική θαλπωρή του τέλματος, της στασιμότητας και της παρελθοντολαγνίας, ενός πανίσχυρου πειρασμού τον οποίο καταδίκασε ρητά ο ίδιος ο Χριστός («άφετε τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς», Μτ. 8:22). Ο Παράκλητος διευρύνει την ποικιλομορφία των υπαρκτών καθώς προετοιμάζει σταδιακά μια κτίση στάσιμη προς ώρας και παραδομένη επί μακρόν στη φθορά και στο θάνατο για τη ριζική μεταμόρφωσή της στο απροσδιόριστο μέλλον, το οποίο θα περιλαμβάνει μορφές ζωής και κοινωνικού βίου ασύλληπτες για τα ενδοϊστορικά δεδομένα. Βάσει αυτού, η Εκκλησία έπρεπε να είναι πρωτοπόρος (με τη δέουσα προσοχή και νηφαλιότητα, βεβαίως) στην προάσπιση της καινοτομίας και της ετερότητας, συνεπαγωγικά μάλιστα και στην προαγωγή των ανθρώπινων δικαιωμάτων∙ ο τρόπος με τον οποίο πολιτεύεται η Εκκλησία, ωστόσο, επιμαρτυρεί ότι έχει υποστεί βαρύτατο πλήγμα η εσχατολογική της ταυτότητα, τόσο από τις ιστορικές συγκυρίες και την αναπόφευκτη θεσμική της πώρωση, όσο και από τη νοσταλγία της για τις εποχές εκείνες κατά τις οποίες απολάμβανε τη σιγουριά και την ασφάλεια του μονοπωλίου της, την αίγλη της διαπλοκής της με τον Καίσαρα, ως κύριος αρμός ενός κράτους που λογιζόταν επίγεια και στατική (οριστικά μορφοποιημένη!) αντανάκλαση της ουράνιας βασιλείας. Η σταδιακή απίσχνανση του ίδιου της του εσχατολογικού κριτηρίου, ενθάρρυνε ατυχέστατα την Εκκλησία να θεωρήσει ότι έχει ήδη πει, μάλιστα πλήρως και εξαντλητικά, τα πάντα για την κτίση και τον άνθρωπο, χωρίς να αφήνει κάποιο στοιχειώδες, έστω, περιθώριο για το απροσδόκητο και το αναπάντεχο – για ενδεχομενικές αλήθειες που θα έρθουν στο φως από την προοδευτική επιστημονική έρευνα, οι οποίες ελέγχουν αδυσώπητα τη γνωσιακή αυτάρκεια του ιδρυματικού χριστιανισμού. Η εκκλησιαστική παρελθοντολαγνία αποτελεί θανάσιμο σφάλμα: προδίδει, εκτός από σύγχυση κριτηρίων, μια πλασματική αίσθηση οκνηρούς πληρότητας που θα εκθέτει και θα θέτει διαρκώς εν αμφιβόλω στο μέλλον την αξιοπιστία της χριστιανικής πίστης, την ίδια της τη θεοπνευστία. Ήδη καταρρακώνει την ποιότητα της εκκλησιαστικής μαρτυρίας σε έναν κόσμο ο οποίος λαμβάνει έγκυρες πια απαντήσεις στις επιστημονικές του απορίες από τη φυσιοκρατία (τον ισχυρό αντίδικο της θρησκευτικότητας εδώ και χρόνια). Για την ακρίβεια, τίποτε πια δεν απωθεί τον σκεπτόμενο κόσμο όσο μια πίστη που πλασάρεται ως στατική και ολοκληρωμένη, εγκλωβισμένη δηλαδή στους γνωσιακούς περιορισμούς για τον άνθρωπο και το σύμπαν που ήταν διαθέσιμοι κατά τους πρώτους μ.Χ. αιώνες.

ΙΙΙ.

Περαίνοντας, ας σταθώ λίγο παραπάνω στον παγανισμό, επειδή η σφοδρή αντιπαράθεσή του με το κεντρικό δόγμα της χριστιανικής πίστης, την Ενανθρώπιση του Λόγου, αναδεικνύει όσο τίποτε άλλο την ανακολουθία όσων χριστιανών δαιμονοποιούν τον ομοφυλόφιλο έρωτα εν ονόματι της «φυσικής τάξης πραγμάτων». Το ιστορικό της εναντίωσης των εθνικά (ήτοι ελληνικά) σκεπτόμενων στοχαστών Κέλσου και Πορφυρίου στο χριστιανικό Ευαγγέλιο είναι άκρως ενδιαφέρον, αν όχι συναρπαστικό, γιατί αποκαλύπτει όσο τίποτε άλλο τον πραγματικό λόγο της σφοδρής απόρριψης του χριστιανισμού ως «κατάπτυστου» για την ελληνική σκέψη. Ο παγανισμός θα μπορούσε να οριστεί ως αποθέωση και ειδωλοποίηση της φύσης, μεταφυσική στάση που δείχνει να υπαγορεύεται από την αρχαιοελληνική πίστη στην ομοουσιότητα Θεού-κόσμου και στην αιωνιότητα του κόσμου. Οι χριστιανοί απολογητές, όπως ο Αθηναγόρας, αλλά και οι μετέπειτα εκκλησιαστικοί Πατέρες στο σύνολό τους, γνώριζαν καλά ότι η θεοποίηση της ύλης και του σύμπαντος δημιουργούν σωρεία μεταφυσικών προβλημάτων, τα οποία στρέφονται αναπόφευκτα εις βάρος του ανθρώπου. Στο μεταφυσικό σύστημα των Στωικών, η αδήριτη Ανάγκη, με τη μορφή της Ειμαρμένης, διαφεντεύει (σύμφωνα με τη μαρτυρία του Διογένη Λαέρτιου, «Καθ’ εἱμαρμένην δέ φησι πάντα γίνεσθαι»)[8] και ελέγχει όχι μόνο τα του ανθρώπου, αλλά και τα του Θεού του ίδιου, με την έννοια ότι και ο Θεός οφείλει να υπακούει εξίσου στις προδιαγραφές της φυσικής τάξης πραγμάτων. Έτσι εξηγείται η μανιασμένη αντίδραση των ελληνικά σκεπτόμενων πολεμίων του χριστιανισμού, προεξαρχόντων των Κέλσου και Πορφυρίου, στο άκουσμα της Ενσάρκωσης του Λόγου: αμφότεροι οι συγγραφείς αυτοί υπήρξαν παντελώς απρόθυμοι να δεχθούν έναν Θεό προκλητικά ανεξάρτητο κι ελεύθερο από τον κόσμο και τη φυσική νομοτέλεια, καθώς μια τέτοια πρωτάκουστη θεϊκή αναρχία παραβιάζει το σκληρό «εμπάργκο» της Ειμαρμένης στη διάδραση μεταξύ Θεού και κόσμου. Το αρχαιοελληνικό «κατά φύσιν» ήθελε το χάσμα ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο να είναι εντελώς ανυπέρβλητο και απαραβίαστο, λόγω της ριζικής ασυμβατότητας των φύσεών τους οι οποίες απωθούν καταστατικά η μία την άλλη, με αποτέλεσμα η όποια αναμεταξύ τους έλξη να συνιστά μεταφυσική ασχημοσύνη! Ο Κέλσος υπήρξε ξεκάθαρος ως προς αυτό:

Θεός μεν, ω Ιουδαίοι και Χριστιανοί, και θεού παις ουδείς κατήλθεν ούτε κατέλθει […] ουδέν έχοντες αποκρίνασθαι [οι χριστιανοί] καταφεύγουσιν εις ατοπωτάτην αναχώρησιν, ότι παν δυνατόν τω θεώ. Αλλ’ ούτι γε τα αισχρά ο θεός δύναται, ουδέ τα παρά φύσιν βούλεται […] ου γαρ της πλημμελούς ορέξεως ουδέ της πεπλανημένης ακοσμίας αλλά της ορθής και δικαίας φύσεως ο θεός εστιν αρχηγέτης.[9]

Αντίστοιχου περιεχομένου είναι και η μεταφυσική ένσταση του Πορφυρίου ως προς το ανυπόφορο, για την ελληνική φιλοσοφική παράδοση, μεταφυσικό «σκάνδαλο» της Ενσάρκωσης, που δείχνει να παραβιάζει προκλητικότατα τη βαθιά ριζωμένη ελληνική αντίληψη του «ομολογουμένως τη φύση ζην», όπως προταγματικά διατυπώθηκε από τους Στωικούς: «ου γαρ καθ’ ο δύναται πράττει τι και θέλει [ο Θεός]», σύμφωνα με τον Πορφύριο, «αλλά, καθ’ ο την ακολουθίαν σώζει τα πράγματα, τον της ευταξίας φυλάττει νόμον…»[10] Η μεταφυσική ετυμηγορία των Κέλσου και Πορφυρίου δεν μπορεί παρά να συμπίπτει με την καταληκτική κρίση ενός άλλου φημισμένου εθνικού συγγραφέα με κοινές πνευματικές καταβολές, του Ιουλιανού: ακολουθώντας το κλασικό ελληνικό μοτίβο (ουσιώδης απάθεια των θεϊκών όντων, υποταγή του θείου στην προαιώνια «φυσική τάξη πραγμάτων» θεσπισμένη από την Ανάγκη-Ειμαρμένη), ο Ιουλιανός αμφισβητεί με συνέπεια κι εκείνος τη βιβλική καινοτομία[11] της απόλυτης θεϊκής ανεξαρτησίας από τον κόσμο και την παραδεδομένη συμπαντική Αρμονία. Γράφει:

Δεν φτάνει δηλαδή να λέμε: «Είπε ο θεός και έγινε», γιατί πρέπει η φύση των δημιουργημάτων να συμφωνεί με τα προστάγματα του Θεού […] Γιατί πώς θα ήταν δυνατό η φύση να αντιμάχεται το πρόσταγμα του Θεού; Ομολογείν γαρ χρη τοις επιτάγμασι του θεού των γινομένων τας φύσεις […] πώς γαρ αν η φύσις τω προστάγματι μάχοιτο του θεού;[12]

Η υπαγωγή του Θεού στη φυσική νομοτέλεια και την επιβεβλημένη απόσταση που τον χωρίζει από τον άνθρωπο θεσπίστηκε από το ελληνικό φαντασιακό για να προστατευτεί η θεϊκή αίγλη από μια ατιμωτική ανάμειξη με τα ανθρώπινα, ακόμη και εις βάρος της ελευθερίας του Θεού. Ο μεταφυσικός αυτός πουριτανισμός φέρει μια μακρά ιστορία: θεός «ανθρώπω ου μείγνυται», όπως διαβάζουμε στο πλατωνικό Συμπόσιο,[13] καθότι, σύμφωνα και με τον Αριστοτέλη, όσο περισσότερο απέχει από τα πράγματα του κόσμου τούτου η θεία φύση, τόσο αγνότερη διατηρείται («τοσούτω τιμιωτέραν έχον την φύσιν όσωπερ αφέστηκε των ενταύθα πλείον»).[14] Η Ενανθρώπηση του Λόγου, ως ελεύθερη ένσαρκη κάθοδος του Θεού στον κόσμο –ελεύθερη μέχρι σημείου προσεταιρισμού της ανθρώπινης ευπάθειας– θεωρήθηκε ότι συνιστά μια προκλητικά «παρά φύσιν» εκτροπή της κοσμικής (συνεπώς και της ηθικής) τάξης, μιαν ύβριν που δεν επιτρέπεται να διαπράττει ούτε καν ο ίδιος ο Θεός. Η άκρα ταπείνωση του Θεού, ωστόσο, που τόσο διακριτικά –κυριολεκτικά αθέατα!– σοβεί στο γεγονός της Ενανθρώπισης, διαψεύδει και καταισχύνει με τον κατηγορηματικότερο τρόπο όχι μόνο όσους εξακολουθούν να ομνύουν κυνικά στο όνομα της ισχύος, λατρεύοντάς την ως νέα θεότητα, αλλά και εκείνους οι οποίοι βάζουν, ως άλλη Ειμαρμένη σήμερα, φραγμούς και όρια στον έρωτα επικαλούμενοι ως απαράβατο όρο τη φυσική συμβατότητα των φύλων – σύμφωνα με τη λογική τους, η Ενσάρκωση δεν θα ’πρεπε ποτέ να είχε συμβεί, αφού η θεία και η ανθρώπινη φύση είναι ριζικά αλλότριες και, όπως υποστήριζαν οι Έλληνες, καταστατικά ασύμβατες. Το χριστιανικό Ευαγγέλιο, όμως, διατρανώνει ότι ο θείος έρως για τον άνθρωπο δεν υπακούει σε μεταφυσικούς καθωσπρεπισμούς και απαγορευτικές διατάξεις: ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού δεν δίνει λογαριασμό σε καμία Ειμαρμένη όπως και σε κανέναν Φαρισαίο προκειμένου να ενωθεί με τον άνθρωπο. Ο θεμέλιος λίθος του χριστιανισμού, η Ενσάρκωση του Λόγου, παραβιάζει θρασύτατα το παγανιστικό «κατά φύσιν», διδάσκοντάς μας ότι η αγάπη είναι αυτοσκοπός, ότι δεν χρήζει αιτιολόγησης. Η αγάπη δεν χωράει στα σχήματα, αφού είναι αυτή η ίδια που δημιουργεί τα σχήματα: είναι η ζωοποιός δύναμη του ανθρώπου και η γέφυρά του με τον ετερούσιο μας Θεό.

IV.

Το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας δεν είναι απλά ακαδημαϊκό. Κάτω από τόνους ακατάσχετης –αυτάρεσκης και ευσεβοφανούς– δικανικής αδολεσχίας, οι χριστιανοί χάνουμε τον άνθρωπο: όχι έναν ιδεότυπο, αλλά τον συγκεκριμένο, απτό άνθρωπο με σάρκα και οστά, στη μοναδικότητά του. Δεν είναι μόνο τραγική μια τέτοια απώλεια, πρόκειται για μέγιστο θεολογικό ατόπημα, αν ληφθεί σοβαρά υπόψη ότι οι πατερικές συνθέσεις έκαναν πάταγο στην εποχή τους και μελετώνται με μεγάλο ενδιαφέρον έκτοτε επειδή τόλμησαν να μην αρκεστούν στο προφανές και το δεδομένο, και να αναμετρηθούν γενναία με ορισμένα από τα μεγάλα ερωτήματα των ημερών τους, ακόμη και να καινοτομήσουν όποτε χρειάστηκε, για να εισπράξουν έτσι τον ψόγο των αιρετικών που ενίσταντο συντηρητικότατα ενάντια στον μαξιμαλισμό της πατερικής σκέψης. Είναι πολύ θλιβερό να πρέπει να υπομνησθεί σήμερα ότι οι αιρετικοί υπήρξαν στην πραγματικότητα οι ψοφοδεείς συντηρητικοί αντίδικοι των Πατέρων, οι πουριτανοί που αρνήθηκαν να δεχθούν τα ιλιγγιώδη σημαινόμενα της Ενανθρώπησης του Λόγου, την κατά σάρκα ένωση του άκτιστου Θεού με την υλική κτίση∙ γι’ αυτό και, ενδίδοντας στα φοβικά τους σύνδρομα, αρνήθηκαν με τον ένα ή τον άλλον τρόπο την αλήθεια της ένωσης κτιστού-ακτίστου στο πρόσωπο του Χριστού, συνεπείς καθώς ήταν στην άκρα επιφύλαξή τους για την ανθρώπινη σωματικότητα και τη θεμιτότητα της επαφής της με τη θεϊκή φύση. Η αποστολή της θεολογίας έγκειται στο να διακρίνει προφητικά (ήγουν, ρεαλιστικότατα) τα σημεία των καιρών και να ελέγχει αδυσώπητα το κίβδηλο περιεχόμενο της ευσεβοφανούς (γι’ αυτό και λίαν ευπώλητης) φυγοκοσμίας και καταφυγής στο πρόσχημα και την πλασματική αίσθηση γνωσιακής αυτάρκειας από τις οποίες πάσχει σήμερα ο Ορθόδοξος κόσμος.

Παρά ταύτα, η υφιστάμενη εκκλησιαστική πραγματικότητα δεν επιτρέπει καμία αισιοδοξία. Ο γράφων αυτές τις αράδες έχει πλήρη επίγνωση της ματαιοπονίας του. Η Ορθοδοξία προς ώρας έχει τρωθεί από το λούμπεν στοιχείο που παρεπιδημεί στις σάρκες της και τις κατατρώει, αφού κατάφερε να ιδεολογικοποιήσει την πίστη και να εξοβελίσει τη σκέψη, δηλαδή την ίδια τη θεολογία, στο όνομα της «κατάνυξης» και της παραίτησης από οποιαδήποτε αναζήτηση, πλην του ψελλίσματος μιας παιδαριώδους απολογητικής με μηδενικό αντίκρισμα στην κοινωνία. Η συνεχής περιθωριοποίηση της Ορθοδοξίας, ο εγκλωβισμός της σε ένα συρρικνούμενο γκέτο νευρωτικών αιρεσιομάχων και λαϊκιστών συνωμοσιολόγων άσχετων με την πραγματική ζωή στην περιπλοκότητά της, που εχθρεύονται τον σύγχρονο κόσμο και τη δημοκρατική, ανοικτή κοινωνία των πολιτών το καταδεικνύει περίτρανα. Στο μέλλον, όμως, θα θυμόμαστε ποιοι ήταν εκείνοι που συνέβαλαν τα μέγιστα σε αυτό το κακοφόρμισμα. Το οποίο, συν τοις άλλοις, συνίσταται στη δημιουργία ανθρώπων παντελώς ανίκανων να σκεφτούν ψύχραιμα, κριτικά και αποστασιοποιημένα πάνω σε οποιοδήποτε σύγχρονο πρόβλημα, ανίκανων να εμβαθύνουν στα περίπλοκα της ζωής -- πέραν του τι θα τους υπαγορεύσει κατά γράμμα ο γέροντάς τους (υπό τύπον «μέντιουμ»), η οργάνωση και η ρηχή ανάγνωση της Γραφής και των Πατέρων.

 

[1] «Γράμμα σε ένα βουλευτή της Ν.Δ.», https://www.kathimerini.gr/politics/562827859/arthro-eytychi-vardoylaki-stin-k-gramma-se-ena-voyleyti-tis-n-d/ (τελευταία ανάκτηση: 8/2/2025).

[2] Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης (Ζηζιούλας), Ορθοδοξία και σύγχρονος κόσμος, Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, Λευκωσία 2006, σ. 78.

[3] Ό.π., σ. 118,

[4] Ό.π.

[5] Ό.π., σ. 64-65.

[6] Ό.π., σ. 65, υποσ. #6.

[7] Στη μελέτη του με τίτλο Κοινωνία Θεώσεως: Η Σύνθεση Χριστολογίας και Πνευματολογίας στο Έργο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (Δόμος, Αθήνα 2001), ο Σταύρος Γιαγκάζογλου καταθέτει, σε μια εκτενή υποσημείωση, μια αποδελτίωση των πατερικών κειμένων στα οποία υποστηρίζεται ότι η διάκριση των δύο φύλων δεν αντανακλά το θείο αρχέτυπο και ότι ο αυτονομημένος χαρακτήρας της διαίρεσης του ανδρικού και του γυνακείου φύλου, ήτοι η διπολική απολυτότητά τους, προώρισται να υπερβαθεί (σ. 102). Τα χωρία είναι τα εξής: Γρηγορίου Νύσσης, Περί κατασκευής του ανθρώπου 16-18, PG 44, 177D-196B, Ιωάννου Χρυσοστόμου, Περί Παρθενίας 14-17, PG 48, 544-546, Μαξίμου Ομολογητού, Περί διαφόρων αποριών, PG 91, 1304-1306, Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής, 4 (24), PG 94, 1209D.

[8] Χρύσιππος ἐν τοῖς Περὶ εἱμαρμένης καὶ Ποσειδώνιος ἐν β Περὶ εἱμαρμένης καὶ Ζήνων, Βόηθος δ’ ἐν α Περὶ εἱμαρμένης». Βλ. Διογένης Λαέρτιος, 7, 149, στο Ποσειδώνιος, Άπαντα, γ’ τόμος, Αποσπάσματα-Μαρτυρίες (Αθήνα: Κάκτος, 1992) 148. Για τη διαχρονικότητα της μεταφυσικής αυτής πρωτοκαθεδρίας της Ανάγκης στο ελληνικό φαντασιακό, αρκεί να ανατρέξουμε στη μαρτυρία του Αισχύλου από τον 105ο στίχο του Προμηθέα Δεσμώτη, όπου διαβάζουμε για «τὸ τῆς ἀνάγκης ἔστ’ ἀδήριτον σθένος», αλλά και στο 516-18, αναφορικά με την υποταγή ακόμη και του Δία στη Μοίρα: «Μοῖραι τρίμορφοι μνήμονές τ’ Ἐρινύες. Τούτων ἄρα Ζεύς ἐστιν ἀσθενέστερος; οὔκουν ἂν ἐκφύγοι γε τὴν πεπρωμένην».

[9] Κέλσος, Αληθής Λόγος, Κατά Χριστιανών Ε΄, από τη σειρά Θύραθεν, σε απόδοση Πέτρου Οικονόμου και Γιάννη Χριστοδούλου, επιμέλεια-πρόλογος Γιάννης Αβραμίδης, Θεσσαλονίκη, χ.χ. σ. 92.

[10] Πορφυρίου, Κατά Χριστιανών, μετ.-επιμέλεια, Γ. Αβραμίδης, Θεσσαλονίκη, εκδ. Θύραθεν, 2000, σ. 106-08.

[11] Μιας και περί καινοτομίας ο λόγος, ας προσθέσουμε εδώ ότι, σύμφωνα με τα γραφόμενά του, ο Ιουλιανός αποστρεφόταν την καινοτομία ειδικά στο χώρο της θρησκείας αλλά και γενικότερα, και υπήρξε πολιτικά θεοκρατικός και συντηρητικότατος, όπως επισημαίνει η Πολύμνια Αθανασιάδη στην πρόσφατα εκδοθείσα μελέτη της Η Άνοδος της Μονοδοξίας στην Ύστερη Αρχαιότητα, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2017, σ.  132, 144. «Όπως γνωρίζουν όλοι οι θεοί», γράφει ενδεικτικά ο Ιουλιανός, «αποφεύγω την καινοτομία σε όλους τους τομείς και ειδικότερα σε ό,τι αφορά τους θεούς. Πιστεύω ότι πρέπει να διαφυλάσσουμε στην πρωταρχική τους μορφή τους πατρίους νόμους, οι οποίοι, όπως είναι πρόδηλο, μας έχουν δοθεί από τους θεούς» (Επ. 89a, 453c., στο Αθανασιάδη, ό.π., σ. 144). Περαιτέρω, ο Ιουλιανός σύμφωνα με την Αθανασιάδη, απέκλεισε κάθε λογής ετερόδοξους από το χώρο της παιδείας, στιγματίζοντας τους σκεπτικούς και δη τους πυρρώνειους ως αιρετικούς, παγίωσε το δόγμα και το τελετουργικό της πλατωνικής ορθοδοξίας και «ωθώντας στα άκρα τη λογική της μονοδοξίας, ο Ιουλιανός απαίτησε από όποιον επιθυμούσε να διδάξει, σε δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο, να εξασφαλίσει από την τοπική Βουλή ένα πιστοποιητικό νομιμοφροσύνης» (σ. 150-151). Για να προσθέσει στη συνέχεια η ιστορικός ότι «[ό]πως στον παιδευτικό και θρησκευτικό τομέα, έτσι και στην κοινωνική σφαίρα ο ολοκληρωτισμός ήταν ίδιον της ιουλιάνειας πολιτικής και αυτό επειδή, σύμφωνα με την κοσμοθεώρηση του βασιλικού θεολόγου, η αυτοκρατορία ήταν το απείκασμα ενός ουράνιου προτύπου» (σ. 152). Με βάση τα ανωτέρω, είναι προφανές ότι ο Ιουλιανός δεν ενσάρκωνε την ιδεατή, κατά Καστοριάδη, αναβίωση του ελληνικού πνεύματος, το οποίο είχε παρανοήσει σε σημείο φτωχού απεικάσματος ή μάλλον καρικατούρας του πραγματικού του μεγαλείου. 

[12] Ιουλιανός, Κατά Χριστιανών, σ. 189-191 (143Β20 & 143C20). 

[13] Πλάτων, Συμπόσιον, 203α.

[14] Αριστοτέλης, Περί Ουρανού Α΄, 269b.

Πηγή: the books' journal, τεύχος 163