Θαυμαστή Εμφάνιση των Αγίων Ευστρατίου, Αυξεντίου,
Ευγενίου, Μαρδάριου και Ορέστη σε μετόχι της Νέας Μονής Χίου
Μητροπολίτης Χονγκ Κονγκ Νεκτάριος
Αυτοί οι Άγιοι έζησαν στα χρόνια του Διοκλητιανού
και του Μαξιμιανού, των ασεβών βασιλέων, κατά το έτος 296.
Δεν μπορώ να αποσιωπήσω το χαριέστατο θαύμα, που έκαναν αυτοί οι Άγιοι πέντε Μάρτυρες σε ένα Μετόχι της Νέας Μονής της Χίου, το οποίο τιμάται στο όνομα των πέντε αυτών Αγίων Μαρτύρων. Όπως το διηγείται αυτό ο ευλαβής εκείνος Νικόλαος ο Μαλαξός ο πρωτοπαπάς Ναυπλίου. Γι’ αυτό το αναφέρω εδώ με συντομία για χάρη των φιλοχρίστων. Το Μετόχι αυτό προμηθεύεται και διοικείται σε όλα τα απαραίτητα και αυτής της ετήσιας μνήμης των Αγίων από το ανωτέρω Μοναστήρι της αγίας Μονής. Συνέβη όμως μία φορά να γίνει πάρα πολύ δυνατή κακοκαιρία, τον καιρό της εορτής των Αγίων, ώστε από το πολύ το χιόνι που έπεσε, όχι μόνο δεν μπόρεσαν να κατέβουν οι Πατέρες του Μοναστηρίου και να φέρουν τα απαραίτητα για την εορτή κατά την συνήθεια, αλλ’ ούτε οι άνθρωποι της χώρας μπόρεσαν να έλθουν στην Εκκλησία από το υπερβολικό ψύχος Στον εσπερινό, πήγαν μερικοί, στον όρθρο όμως μόνος ο εφημέριος πήγε στην Εκκλησία. Και αφού άναψε τα κανδήλια, χτύπησε το σήμαντρο και έβαλε «ευλογητός» για να διαβάσει την Ακολουθία.
Τότε αμέσως βλέπει πέντε ανθρώπους ευπρεπείς και
εύτακτους, που μπήκαν με ευλάβεια στον Ναό. Οι οποίοι, από μεν το ήθος και το
σχήμα φαίνονταν, ότι είναι ξένοι άνθρωποι, από το πρόσωπο, όμως, φαίνονταν
απόλυτα όμοιοι με αυτούς τους πέντε ένδοξους Μάρτυρες, τον Ευστράτιο, λέω, τον
Αυξέντιο, τον Ευγένιο, τον Μαρδάριο και τον Ορέστη, όπως φαίνονται
ζωγραφισμένοι στις εικόνες τους. Αφού λοιπόν μπήκαν στην Εκκλησία, οι μεν δύο
στάθηκαν στον δεξιό χορό. Οι δε άλλοι δύο στάθηκαν στον αριστερό. Και ο
πέμπτος, ο οποίος έμοιαζε με τον Άγιο Ορέστη, στάθηκε στο αναλόγιο. Και όταν
ήλθε η ώρα. κανοναρχούσε και διάβαζε με ωραία και καθαρή φωνή. Οι άλλοι
τέσσερις, που στέκονταν από τον δεξιό και αριστερό χορό, όπως είπαμε, έψαλλαν
με φωνή γλυκύτατη και λιγερή τα ιερά άσματα.
Αυτά λοιπόν βλέποντας και ακούοντας ο Ιερέας,
χαιρόταν μέσα του και δόξαζε τον Θεό, που έστειλε τέτοιους βοηθούς της
Ακολουθίας, την στιγμή που δεν ήταν κανένας άλλος βοηθός. Απορούσε λοιπόν και
θαύμαζε αφενός για την ομοιότητα που είχαν και οι πέντε, με την εικόνα των
Αγίων και αφετέρου για την ευπρέπεια και ορθότητα και χάρη της αναγνώσεώς τους
και για την γλυκύτατη μελωδία της φωνής τους. Οπότε απορούσε ποιοί να ήταν οι
φαινόμενοι. Και δεν ήξερε τι να κάνει. Βιαζόταν πριν τον όρθρο να τους ρωτήσει,
ποιοί ήταν. Βλέποντας όμως την σεμνοπρέπεια και προθυμία, που είχαν στην
ακολουθία, αποφάσισε να τους ρωτήσει μετά το τέλος του όρθρου.
Όταν όμως έφθασε η ώρα της αναγνώσεως του
Μαρτυρίου των Αγίων, πήγε στη μέση και έκανε ανάγνωση εκείνος που φαινόταν
όμοιος με τον Ορέστη. Και αυτός μεν με πολλή παρρησία και ωραία φωνή διάβαζε.
Οι δε άλλοι τέσσερις με μεγάλη ευχαρίστηση και προσοχή μεγάλη άκουαν τα
αναγιγνωσκόμενα. Όταν όμως έφθασε εκείνος που διάβαζε στο μέρος εκείνο, που
λέει, ότι πρόσταξε ο Αγρικόλαος να φερθεί μία κλίνη σιδερένια πυρωμένη και
επάνω σ’ αυτήν να απλωθεί ο Άγιος Ορέστης και ότι ο Άγιος Ορέστης όταν φερόταν
στην κλίνη δείλιασε, αυτό, λέω, το μέρος διαβάζοντας εκείνος που φαινόταν
όμοιος με τον Άγιο Ορέστη, δεν είπε όπως ήταν γραμμένο, ότι «εδειλίασεν», αλλά
άλλαξε το ρήμα και αντί να πει «εδειλίασεν», είπεν «εμειδίασεν», δηλαδή, ότι,
ενώ φερόταν στην κλίνη χαμογέλασε.
Όταν άκουσε αυτό εκείνος, που έμοιαζε με τον Άγιο
Ευστράτιο, σήκωσε τα μάτια του και βλέποντας με πολλή παρατήρηση τον όμοιο του
Ορέστη, του λέει• «Γιατί αλλάζεις το ρήμα και δεν το λες, όπως είναι γραμμένο;
Λοιπόν διάβασέ το πάλι για δεύτερη φορά, όπως είναι». Και εκείνος, αφού το
διάβασε και για δεύτερη φορά πάλι άλλαξε το ρήμα, ντρεπόμενος κατά κάποιο τρόπο
να πει, ότι «εδειλίασε». Τότε ο Άγιος Ευστράτιος του λέει με δυνατότερη φωνή•
«Διάβασέ το γραμμένο, όπως το έπαθες. Διότι δεν «εμειδίασες», δηλαδή δεν
χαμογέλασες, βλέποντας τήν κλίνη, αλλά «εδειλίασες». Και μαζί με τον λόγο,
αμέσως και οι πέντε εξαφανίσθηκαν. Ο Ιερέας βλέποντας τέτοιο παράδοξο, έμεινε
άφωνος για πολλή ώρα. Και όταν συνήλθε, τελείωσε την ακολουθία, όπως μπόρεσε.
Και μετά την θεία Λειτουργία διηγήθηκε στους παρευρισκόμενους Χριστιανούς αυτή
την φανερή οπτασία. Και όλοι δόξασαν τον Θεό, ο οποίος κάνει θαυμαστούς τους
Αγίους του.
(Αγ. Νικοδήμου του Αγιορείτου, «Συναξαριστής», τ.
Β΄,Νοέμβριος-Δεκέμβριος, εκδ. Συνοδεία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Ιερά Καλύβη
“Άγιος Σπυρίδων Α΄”, Νέα Σκήτη –Άγ. Όρος, σ. 299-300)
***
A Wondrous
Appearance of Saints Eustratius, Auxentius, Eugene, Mardarius, and Orestes at a
Metochion (Dependency) of Nea Moni of Chios
These Saints
lived during the reign of the impious emperors Diocletian and Maximian, around
the year 296.
I cannot remain
silent about the most delightful miracle performed by these five Holy Martyrs
at a metochion of Nea Moni of Chios, which is dedicated to their holy names.
This event was recounted by the devout and reverent Nicholas Malaxos, the
Protopapas (chief priest) of Nafplion. For the benefit of the pious, I will
briefly describe it here. This metochion is provided for and administered by
the holy monastery of Nea Moni, including during the annual commemoration of
the Saints.
It once
happened that, during the time of the feast of these Saints, a violent
snowstorm occurred. The snowfall was so heavy that the monks of the monastery
could not descend to the metochion with the necessary provisions for the
celebration, as was their custom, nor could the local people attend the church
service because of the extreme cold. A few came for vespers, but in the morning
Orthros (Matins), only the parish priest was able to go. After lighting the
lamps and ringing the semantron, he began the service by saying “Blessed is our
God” and started reading the service.
Immediately he
saw five dignified and orderly men enter the church with reverence. From their
bearing and manner, they seemed to be strangers, yet their faces looked exactly
like those of the five glorious Martyrs—Eustratius, Auxentius, Eugene,
Mardarius, and Orestes—as depicted in their icons. After entering the church,
two stood in the right choir, two in the left, and the fifth—resembling Saint
Orestes—stood at the chanter’s stand. When the time came, he began to lead the
chanting and read in a beautiful, clear voice. The other four sang from both
choirs with voices sweet and melodious.
Seeing and
hearing this, the priest was filled with joy and glorified God, who had sent
him such helpers for the service when no one else had come. He marveled both at
how perfectly they resembled the Saints in their icons and at the grace, order,
and beauty of their chanting and reading. Wondering who they might be, he
hesitated to interrupt their reverent participation and decided to ask them
after the Orthros.
When the time
came for the reading of the Martyrdom of the Saints, the man resembling Saint
Orestes took the book and began to read with confidence and a fine voice, while
the other four listened with great attentiveness and delight. But when he
reached the part that says that Agrikolaus ordered a red-hot iron bed to be
brought and that Saint Orestes, being laid upon it, grew afraid, the reader—who
looked like Orestes—did not read “he was afraid” (edeiliasen) as written, but
changed the word to “he smiled” (emeidiasen), saying that as he approached the
bed, he smiled.
When the one
who resembled Saint Eustratius heard this, he lifted his eyes, looked sharply
at the reader, and said: “Why do you change the word? Read it again as it is
written.” The reader then repeated the passage, but again substituted the word,
as if out of modesty, unwilling to say that “he was afraid.” Then Saint
Eustratius said in a firm voice: “Read it as it was written, because you
experienced it that way. You did not smile when you saw the bed—you were
afraid.” And with these words, all five suddenly vanished from view.
The priest
stood speechless in awe for a long time. When he recovered, he finished the
service as best as he could. After the Divine Liturgy, he related this visible
apparition to the Christians who had gathered, and all glorified God, who shows
His Saints to be wondrous.
(Saint
Nicodemus the Hagiorite, “Synaxaristes,” vol. II, November–December, ed.
Brotherhood of Hieromonk Spyridon, Holy Cell of “Saint Spyridon I,” New Skete –
Mount Athos, pp. 299–300)

Πολύ ωφέλιμο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι Άγιοι βοηθειά μας