Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

Εισήγησις του Μητροπολίτου Πατρών Νικοδήμου προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος περί αναγνωρίσεως του Μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσοστόμου ως Ιερομάρτυρος.

Εισήγησις του Μητροπολίτου Πατρών Νικοδήμου (Βαλληνδρά) προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος περί αναγνωρίσεως του Εθνομάρτυρος Μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσοστόμου (Καλαφάτη) ως Ιερομάρτυρος.


Το Πανελλήνιον τιμά, ως γνωστόν, τον αοίδιμον Μητροπολίτην Σμύρνης Χρυσόστομον (Καλαφάτην) ως γενναίον και ηρωικόν εθνομάρτυρα, ανασκολοπισθέντα υπό του τουρκικού όχλου την 27ην Αυγούστου του έτους 1922, εν ταις ημέραις της Μικρασιατικής καταστροφής. Την θυσίαν του εσχολίασε μετά θαυμασμού και ο διεθνής Τύπος. Και το όνομά του προφέρεται ευλαβώς εντός και εκτός της Ελλάδος. Ενωρίτατα, ήδη από του επομένου έτους του μαρτυρίου του, κατά Μάρτιον του 1923, με πρωτοβουλίαν του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, επροτάθη και εις τας άλλας Ορθοδόξους Εκκλησίας η κατάταξις αυτού εις την χορείαν των μαρτύρων. Ο δε καθηγητής της Θεολογίας Λεωνίδας Φιλιππίδης, γνωρίζων εκ του πλησίον τον Ιεράρχην Χρυσόστομον, ως χρηματίσας ιδιαίτερος γραμματεύς του, ότε ήτο ούτος καθηγητής του Διδασκαλείου κ.α. Σχολών της Σμύρνης (1919-21) και διετέλει παρά τους πόδας του εθνομάρτυρος, διηρμήνευσε «τον πατριωτικόν παλμόν και την χριστιανικήν έξαρσιν» αυτού (Θ.Η.Ε. τ. 11, στ. 1093) και δεν ώκνησε να συνθέση δι' αυτόν το τροπάριον τούτο εις εξύμνησίν του (αυτόθι τ.12, στ. 417): Μέγαν μάρτυρα η Εκκλησία, μέγαν ήρωα το έθνος σύμπαν τον της Σμύρνης υμνούμεν Χρυσόστομον. Και γαρ γενναίως αθλήσας υπέμεινεν υπέρ πατρίδος και πίστεως θάνατον. Ιεράρχου τε υπόδειγμα εαυτόν ανέδειξε τον στέφανον λαβών τον αμαράντινον.


Έκτοτε ανδριάντες του Χρυσοστόμου έχουν στηθή και κοσμούν τας πόλεις της Δράμας, των Αθηνών (όπισθεν του μητροπολιτικού ναού) και της Νέας Σμύρνης⋅ και όπου αλλαχού προτομαί αυτού. Ημείς δε προσωπικώς επιμαρτυρούμεν, ότι, προδιατελούντες Μητροπολίτης Ζιχνών - τμήματος άλλοτε της ευρείας Μητροπόλεως Δράμας, Φιλίππων και Ζιχνών, την οποίαν εποίμανεν ο αοίδιμος προ της εις Σμύρνην μεταθέσεώς του, εύρομεν σχολείον ιδρυθέν υπ' αυτού, λειτουργούν εισέτι, και επεγράψαμεν επί μαρμαρίνης εντοιχισθείσης πλακός τα εύφημα περί αυτού, κατά τας εορτάς της 150ετηρίδος της εθνικής ημών παλιγγενεσίας (1971), εις μνημόσυνον αιώνιον. Κατά καιρούς επανήρχετο εις συζήτησιν, υπό αρμοδίων και μη, το ζήτημα της ανακηρύξεως της αγιότητος αυτού, το οποίον εν τούτοις δεν ετελεσφόρησε μέχρι σήμερον, αναβαλλόμενον εκάστοτε, ίνα ωριμάση, και όπως επέλθη το πλήρωμα του χρόνου.



Ήδη ενετάθησαν κινήσεις τινές, προωθούμεναι και υπό των οικείων Μητροπολιτών, εν Ν. Σμύρνη, Κορίνθω και Βόλω, καθ' όσον γνωρίζομεν, ίνα ευοδωθή η «αγιοποίησις», ως κοινώς λέγεται. Φαίνεται δε, ότι την ευθύνην της σχετικής αποφάσεως (θετικής η αρνητικής) θα απαιτηθή να αναλάβη η Εκκλησία της Ελλάδος, ως εγένετο και άλλοτε δια την συναρίθμησιν μετά των αγίων του άλλου εθνομάρτυρος Γρηγορίου του Ε', Πατριάρχου ΚΠόλεως, διότι το Οικουμενικόν Πατριαρχείον δεν δύναται να πράξη τούτο, ευρισκόμενον εντός της Τουρκικής Επικρατείας, ίνα μη υπάρξουν εκείθεν δυσμενή δι' αυτό επακόλουθα. Οσάκις δ' ετέθη το ζήτημα τούτο ενώπιον της Διαρκούς Ιεράς ημών Συνόδου - και της καθ' ημάς Επιτροπής Νομοκανονικών ζητημάτων - διεφάνησαν τρεις απόψεις διαφέρουσαι αλλήλων:

α) Η δεχόμενη το μαρτύριον του Ιεράρχου ως αποφασιστικόν τεκμήριον της αγιότητος αυτού, δεδομένου μάλιστα ότι εκουσίως παρεδόθη «ως πρόβατον επί σφαγήν», μη στέρξας να εγκαταλείψη, ως θα ηδύνατο, την Σμύρνην εν όψει της βεβαίας θανατώσεώς του, αλλά «μάλλον ελόμενος συγκακουχείσθαι τω λαώ του Θεού», ως οφείλει να πράττη ο καλός ποιμήν. «Παράδοσις του ελληνικού κλήρου, αλλά και καθήκον του καλού ποιμένος, είναι να παραμείνη με το ποίμνιόν του». Αυτή ήτο η απάντησίς του εις την προταθείσαν «διευκόλυνσιν» της ασφαλούς αποχωρήσεώς του. Απάντησις όντως αγίου, κατά την α΄ άποψιν.

β) Η δευτέρα άποψις, ενώ συνομολογεί, ότι το αίμα του μαρτυρίου εξαγνίζει τον εκούσιον μάρτυρα και πολλά ισχύει ενώπιον Κυρίου, ίνα εφελκύση την χάριν και το έλεός Του εις δικαίωσιν του αδίκω θανάτω τελειωθέντος, διατηρεί εν τούτοις και επιφυλάξεις. Θεωρεί, ότι «επιφυλάσσονται» και βαρύνουσι αυτόν και περαιτέρω, ενδεχόμεναι υποχωρήσεις εις τα της πίστεως «εις τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλεν Ιησούν Χριστόν» ως τον μόνον Σωτήρα και Λυτρωτήν του κόσμου, όπερ αρνούνται παραθρησκειακαί τινές οργανώσεις (ως ο τεκτονισμός, τον οποίον εν τούτοις δεν θα ηδύνατο τις να προσάψη μετά βεβαίων τεκμηρίων εις τον αοίδιμον, τοσούτω μάλλον καθ' όσον μετά θάνατον ευκόλως προσάπτονται τοιαύται φήμαι, χωρίς να υπάρχη καν δυνατότης διαψεύσεως υπό του αναιτίως πολλάκις δυσφημουμένου νεκρού).

γ) Τρίτη άποψις εκδέχεται, ότι ο φωτοστέφανος του εθνομάρτυρος, τον οποίον αδιαμφισβητήτως φέρει ο Ιεράρχης της Σμύρνης, είναι περίλαμπρος. Και δεν είναι απαραίτητον να περιβληθή και όνομα αγιότητος, εάν και επ' ελάχιστον πρόκειται να διαμφισβητηθή αύτη, οπότε θα αποβή εις μείωσιν της αίγλης και του εθνομάρτυρος. Δια τούτο υποστηρίζεται, ότι είναι προτιμότερον να μη τεθή, επί του παρόντος τουλάχιστον, το θέμα της αγιότητος του αοιδίμου Χρυσοστόμου Σμύρνης. Εάν δε, προστίθεται, το θέλημα του Θεού είναι η καταξίωσις του εθνικού εκείνου ανδρός και ως αγίου, εις το στερέωμα της Εκκλησίας, ασφαλώς θα υπάρξουν εμφανή σημεία δι' αυτήν. Και δέον να αναμένωμεν να ωριμάση, «του Κυρίου συνεργούντος», η συνείδησις του πληρώματος της Εκκλησίας, εις αποδοχήν και επίκλησιν και αναγνώρισιν του νέου αγίου. Αυτήν την πρότασιν της αναβολής και αναμονής υποβάλλει και ο Καθηγητής της Πατρολογίας κ. Στυλ. Παπαδόπουλος. Και ταύτα μεν δια την ιστορίαν του ζητήματος. Πως έχει όμως η εκκλησιολογική και γενικώτερον η θεολογική όψις αυτού;

Η Εκκλησία, ως σώμα Χριστού, είναι γεγονός, ότι ακολουθεί πορείαν «εν Χριστώ Ιησού, ος εν μορφή Θεού υπάρχων ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ, αλλ' εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος» (Φιλιπ. β΄ 6-7). Και έφθασε μέχρι του Σταυρού, «γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου» (αυτόθι 8). Και εις την κατά σάρκα γέννησιν αυτού και εις τον επί σταυρού θάνατόν Του η άμετρος «εν ανθρώποις ευδοκία» του Κυρίου έχει έντονον το στοιχείον της «κενώσεως». Συγκατέβη δηλ. τόσον πολύ από του ύψους της θεότητάς του ο Υιος του Θεού και έγινε προσιτός άνθρωπος και εξιλαστήριον θύμα δια την ημετέραν σωτηρίαν. Κατά μίμησιν Αυτού και η Ορθόδοξος ημών Εκκλησία, «μάλλον ελομένη συγκακουχείσθαι τω λαώ του Θεού» (Εβρ. ια΄ 25), δεν απηξίωσε να προσλάβη και εθνικήν μορφήν κατά τόπους, ίνα «και σχήματι ευρεθείσα» ως εθνική Εκκλησία - Μήτηρ και Κιβωτός του Έθνους - θάλψη «τα νοσσία εαυτής υπό τας πτέρυγας», καλύπτουσα εθναρχικώς εις τας κρίσιμους περιστάσεις και συντρέχουσα παντοιοτρόπως τους εθνικούς αγωνιστάς και τους ιερούς αυτών αγώνας.

Δεν είναι αυτό βεβαίως η κυρία αποστολή της Εκκλησίας. Το κατ' εξοχήν έργον της είναι η εν Χριστώ σωτηρία του λαού της. Δεν ηγνόησεν όμως ποτέ και την εθνικήν αυτού περιφρούρησιν και προστασίαν. Και χάριν αυτής «εκένωσεν εαυτήν». «Συνεκακουχήθη» μετά του λαού του Θεού ως νέος από Θεού ωρισμένος Μωϋσής. Και οι θεοπρόβλητοι, ως φημίζονται, Ιεράρχαι και ποιμένες αυτής πλειστάκις «ελιθάσθησαν, επρίσθησαν, επειράσθησαν, εν φόνω μαχαίρας απέθανον... υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι... εν ερημίαις πλανώμενοι και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης», εις τους εθνικούς αγώνας και πίπτοντες επί των επάλξεων ως ο πολύς Χρυσόστομος Σμύρνης (πρβλ. ημετέραν μελέτην⋅ «Εκκλησία κρατική και εθνική», Ανάτυπον ΙΣΤ' Τόμου «Πελοποννησιακών»). Εις την άποψιν αυτήν είναι υποχρεωμένοι να σταθούν και να προβληματισθούν και οι έχοντες άλλας τινάς επιφυλάξεις περί του χαρακτηρισμού του Χρυσοστόμου και ως ιερομάρτυρος παραλλήλως προς την γενικήν αναγνώρισιν αυτού ως εθνομάρτυρος. Ούτως ο Καθηγητής κ. Στυλ. Παπαδόπουλος γράφει ότι: «Η Εκκλησία... τον τιμά και καυχάται για το μεγάλο της τέκνο... Τον θεωρεί περγαμηνή της πρώτου μεγέθους, με την οποία δείχνει πως κενώνεται, πως τήκεται η Εκκλησία για το Έθνος, τον Ελληνισμό⋅ πως φθάνει γι' αυτόν μέχρι το μαρτύριο» (βλ. το υποβληθέν υπόμνημα προς την Δ.Ι.Σ.). Η Εκκλησία λοιπόν - την «κένωσιν» της οποίας αυτολεξεί ομολογεί ο κ. Καθηγητής- εν τω προσώπω του εθνομάρτυρος λειτουργού της - «κενώνεται... τήκεται... φθάνει μέχρι το μαρτύριο» χάριν του Έθνους.

Και θα είπη εις την συνέχειαν δια τον Χρυσόστομον⋅

«α) όσο και αν συγκέντρωσε τη δράση του στα εθνικά θέματα, δεν έπαψε να είναι βαθιά συνειδητοποιημένος ορθόδοξος αρχιερέας.

β) κατά παράδοση στους ορθοδόξους κληρικούς, και μάλιστα στους Έλληνες, η χριστιανικήσυνείδησή τους είναι στενά συνδεδεμένη με την εθνική τους συνείδηση» (υπογραμμίσεις ημέτεραι).

γ) στις ώρες του μαρτυρίου του αοιδίμου Χρυσοστόμου δεν έχουμε ορθόδοξους αυτήκοους να διασώσουν κάποιους διαλόγους με τους βασανιστές» [εκ των οποίων, προσθέτομεν ημείς, θα ήτο δυνατόν να προκύπτη καταφανής μαρτυρία Χριστού, πιθανωτάτη δια τοιούτου ηθικού αναστήματος αρχιερέα]. Άλλωστε εις τοιαύτας ώρας ο προπηλακιζόμενος και κατακρεουργούμενος αρχιερεύς γνωρίζει, ότι πάσχει δια το συναμφότερον⋅ «για του Χριστού την πίστη την αγία και της Πατρίδος την ελευθερία». Και πίνει το ποτήριον «πλήρες κεράσματος» (Ψαλ. οδ΄ 9), κράματος δηλ. συγκειμένου εξ αναμείκτων εκκλησιαστικών και εθνικών ευθυνών και συνεπειών.

Ελάχιστα τινά θα προσθέσωμεν περί του εκκλησιαστικού φρονήματος του ανδρός.

Ο ίδιος βεβαιώνει, ότι εις την Θεολογικήν Σχολήν της Χάλκης «εποτίσθη το άδολον γάλα της θεοσέβειας και τον γλυκύν χυμόν της γνώσεως». Αριστεύσας δ' εν τη Σχολή ταύτη ανεκηρύχθη «διδάσκαλος της ορθοδόξου Χριστιανικής Θεολογίας».

Η εναίσιμος διατριβή του είχεν ως θέμα τον «Προτεσταντών έλεγχον». Εις αυτήν βεβαίως υποστηρίζει σθεναρώς την ορθόδοξον πίστιν και ομολογίαν. Μετά την χειροτονίαν του ως Μητροπολίτου Δράμας ωμολόγησε προφητικώς ενώπιον του Οικουμενικού Πατριάρχου Ιωακείμ Γ΄ ότι⋅ «Εν όλη τη καρδία και εν όλη τη διανοία θα υπηρετήσω την Εκκλησίαν και το Γένος, και η μίτρα, την οποίαν αι άγιαι χείρές σου εναπέθεσαν επί της κεφαλής μου, εάν πέπρωται να απολέση ποτέ την λαμπηδόνα των λίθων της, θα μεταβληθή εις ακάνθινον στέφανον μάρτυρος ιεράρχου».

Ως και εγένετο. Και όταν άκοντα τον απεμάκρυναν εκ Δράμας, έγραψε προς τον Έλληνα πρόξενον της ΚΠόλεως⋅ «Εν περιπτώσει μεταθέσεώς μου εκ Δράμας ενεργήσατε να μετατεθώ εις Αδριανούπολιν, όπως δυνηθώ ν' αγωνισθώ εκ νέου εις την πρώτην γραμμήν του πυρός⋅ και εν η περιπτώσει ήθελον πέσει, να πέσω ως αετός, και ουχί να αποθάνω αδρανών εις τινα ορνιθώνα της Ανατολής. Ζητώ Σταυρόν, μεγάλον Σταυρόν, επί του οποίου θα δοκιμάσω την ευχαρίστησιν καθηλούμενος και μη έχων τι να δώσω προς σωτηρίαν της ημετέρας λατρευτής πατρίδος να δώσω το αίμά μου. Ούτως εννοώ το επ' εμοί την ζωήν και την αρχιερωσύνην».

Τινές υπογραμμίζουν το «λατρευτής πατρίδος» ως μονομερές δήθεν κίνητρον της θυσίας του. Αλλ' ο ζητών να καθηλωθή επί «Σταυρού, μεγάλου Σταυρού» ομιλεί την γλώσσαν της πίστεως.

Διερωτώμεθα⋅ τι θα έλεγον, οι ούτω σταθμίζοντες τα πράγματα, εν όψει των λόγων του Απ. Παύλου⋅ «ηυχόμην γαρ αυτός ανάθεμα είναι από του Χριστού υπέρ των αδελφών μου, των συγγενών μου κατά σάρκα, οίτινες εισιν Ισραηλίται...»; (Ρωμ. θ΄ 3-4). Θα διέβλεπον μήπως και εδώ μονομέρειαν; Και θα κατελόγιζον εις τον Παύλον, ότι το ενδιαφέρον δια την πατρίδα και τους ομοεθνείς του εβάρυνεν εις την συνείδησίν του περισσότερον από την αγάπην του Χριστού, ώστε να θυσιάζη τον εαυτόν του - την εν Χριστώ σωτηρίαν του - χάριν εκείνων και μόνον;

Αι δύο αγάπαι, του Χριστού και της Πατρίδος, ουδέν αποκλείει εις τας τοιαύτας περιπτώσεις να ισχύωσι παραλλήλως. Και θα είναι εξεζητημένη η οξεία μεταξύ αυτών διάκρισις η η απαίτησις της ρητής και δεδηλωμένης συζεύξεως αυτών. Το αντίθετον θα προέδιδεν ασυνέπειαν⋅ «ο γαρ μη αγαπών τον αδελφόν ον εώρακε, τον Θεόν ον ουχ εώρακε πως δύναται αγαπάν; Και ταύτην την εντολήν έχομεν απ' αυτού, ίνα ο αγαπών τον Θεόν αγαπά και τον αδελφόν αυτού» (Α΄ Ιω.δ΄ 20-21).

Κατά τον αποχαιρετιστήριον λόγον του έλεγε προς τον λαόν της Δράμας εις τον μητροπολιτικόν ναόν της πόλεως τα εξής χαρακτηριστικά λόγια:

«...Η ψυχή μου θα μείνη εντειχισμένη εις το ιερόν τούτο τέμενος, από το οποίον, ως από αείρροον πηγήν, θα αντλήται το θάρρος, την καρτερίαν και την πίστιν. Αγάλλομαι αισθανόμενος την ώραν αυτήν ότι ποιμήν και ποίμνιον αποτελούμεν μίαν ακατάβλητον, αδιαίρετον και αδιαχώρητον χριστιανικήν ψυχήν δεομένην τω Υψίστω».

Και εις επιστολήν του προς το ποίμνιον γράφει μεταξύ άλλων⋅

«Θα βαδίσωμεν, όπου αν ο δάκτυλος της Θείας Προνοίας μας οδηγήση. Ημείς είμεθα οι σπείροντες και εις ημάς έλαχεν ο κλήρος να καθαρίσωμεν το έδαφος των ακανθών και να υποφέρωμεν τους κόπους της σποράς και δια των δακρύων να ποτίσωμεν τα σπέρματα...».

Προς δε τον σμυρναϊκόν λαόν, αναγγέλλων την εκλογήν του ως Μητροπολίτου Σμύρνης, ετηλεγράφησε⋅

«Περιπτυσσόμενοι πάγκαλον μαρτυρικήν Σμυρναίων Εκκλησίαν, φαεινόν αστέρα Αποκαλύψεως, ευαγγελιζόμεθα πάσιν υμίν χαράν, πέμποντες αρχιερατικήν ευλογίαν... Πληρώσατε μέτρον ημετέραν χαράν ειρηνεύοντες μετ' αλλήλων, τα του Χριστού φρονούντες».

Ιδού όμως και το κύκνειον άσμα του, χριστιανικώτατον. Γονυπετής προ του Εσταυρωμένου, εις το ιερόν Βήμα του ναού της αγίας Φωτεινής Σμύρνης, αισθάνεται ρίγος ενώ προσεύχεται υπέρ των ιδίων αμαρτημάτων και των του λαού. Και εγειρόμενος λέγει προς τους εκκλησιαζομένους - είναι η τελευταία λειτουργία του⋅ το βράδυ θα τον συλλάβουν - :

«Η Θεία Πρόνοια δοκιμάζει την πίστιν μας και το θάρρος μας και την υπομονήν μας την ώραν αυτήν. Εις τας τρικυμίας αναφαίνεται ο καλός ναυτικός και εις τας δοκιμασίας ο καλός χριστιανός. Προσεύχεσθε και θα παρέλθη το ποτήριον τούτο... Θαρρείτε ως εμπρέπει εις καλούς χριστιανούς» (τα ως άνω αποσπάσματα ομιλιών και ρήσεών του βλ. εις Θ. Η. Εγκυκλοπαιδείαν, τ. 11, στ. 411-417).

Τα ρήματα ταύτα δεν προσιδιάζουν εις κοινούς φιλοπάτριδας, αλλ' εκπορεύονται εκ χειλέων πιστών, ηγνισμένων και αγίων. Και μαρτυρούν φρόνημα, ύφος και ήθος εκκλησιαστικόν. Η απάντησις εις τα ερωτήματα προκύπτει εκ της θέσεως (της κανονικής εξουσίας, και πρωτίστως της αποστολικότητος) του επισκοπάτου εν τη Εκκλησία. Δεδομένου δ' ότι το ζήτημα τούτο πολλάκις έχει ανακινηθή και κατά καιρούς αναφαίνεται εις το προσκήνιον, σήμερον δε προβάλλεται πολλαχόθεν ως αίτημα, και δη και καλλιεργείται υπό Ιεραρχών κατά τόπους, η Ιερά Σύνοδος, αξιολογούσα την ανακίνησιν ως ένδειξιν συναινέσεως ικανού μέρους του πληρώματος της Εκκλησίας και σταθμίζουσα τα πράγματα υπό την προοπτικήν της ανεπιφυλάκτου αποδοχής του αιτήματος εκ μέρους του πιστού λαού (αι εξαιρέσεις δεν προβλέπονται αξιόλογοι), θα ηδύναντο να το περιβάλη δια της εγκρίσεως και ευλογίας Αυτής, εκδίδουσα την σχετικήν Πράξιν και απευθύνουσα προς τον λαόν και προς τας λοιπάς ομοδόξους Εκκλησίας συναφή διακήρυξιν. 
 
† Ο Πατρών ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου