ΤΙ Θ’ ΑΠΑΝΤΟΥΣΕ ΑΡΑΓΕ ΣΕ ΜΑΣ
Ο ΤΙΜΗΜΕΝΟΣ ΓΕΡΟΣ;
Μέσα στήν πίκρα μου καί τήν ντροπή μου, μήν ἔχοντας νά περιμένω τίποτε ἄλλο ἀπό ἄνθρωπο, ἔπιασα νά γράψω δυό γραμμές σάν προσευχή, σέ ἐκεῖνον πού θυσίασε ὁλόκληρη τή ζωή του στό βωμό τῆς ἐλευθερίας τοῦ τόπου μας. Σ’ αὐτόν πού δαπάνησε ὅλη του τή ζωή σέ ἕναν μέχρι τέλους σκληρό μά καί πικρό ἀγώνα, για νά εἶμαι ἐγώ καί ὅλοι οἱ συμπατριῶτες μου ἐλεύθεροι. Μέ πόνο ψυχῆς λοιπόν, κι ἐξομολογούμενος τούς φόβους μου και τήν ἀπογοήτευσή μου ἄρχισα νά γράφω καί νά τοῦ λέω:
«Φοβᾶμαι, γενναῖε μου στρατηγέ, φοβᾶμαι, τιμημένε Γέρο τοῦ Μοριᾶ. Ποιός θά μᾶς προστατέψει; Ποιός θα μᾶς ὁδηγήσει; Ποιός θά κρατήσει ψηλά τή Ρωμιοσύνη; Ποιός θά μᾶς ξανακάνει περήφανους;
Οἱ κυβερνῆτες μᾶς προδῶσαν, ἔγιναν ἕνα μέ αὐτούς πού θέλουν νά μᾶς φᾶνε. Δέν ὑπάρχει κανείς, ἀπ’ αὐτούς πού κατέχουν τίτλους, ἀξιώματα καί θέσεις, πού νά νοιάζεται γιά την Ἑλλάδα. Ἔρχονται ξένοι καί δικοί καί πολεμοῦν τήν πίστη μας. Θέλουν ν’ ἀδειάσουν οἱ Ἐκκλησιές μας, νά σωπάσουν, λέει, οἱ καμπάνες διότι ἐνοχλοῦν τούς ἀλλόθρησκους! Ἡ Ἑλλάδα ταπεινώθηκε καί σέ λίγο θα μείνει μισή. Χώματα, πού μέ τό αἷμα σου εἶναι ποτισμένα, θέλουν να τά δώσουν στούς διάφορους πού σκότωναν, κατά καιρούς καί ἀνά τους αἰῶνες, τά παλικάρια μας.
Οἱ Ἕλληνες φτώχυναν, μαράζωσαν καί ντροπιάστηκαν. Τούς λένε πώς δέν εἶναι Ἕλληνες, δέν εἶναι Ρωμιοί παρά μονάχα ἀπομεινάρια κι ἀνακατωμένες ρατσῶνες. Μέχρι καί τόν τιμημένο ἀγῶνα σας θέλησαν νά στραβώσουν καί νά ἀλλάξουν. Κι ἐκεῖνοι δέν μιλοῦν καί
δέν ἀποκρίνονται. Γεμίζουν τά σχολειά ἀπό μοντέρνους δάσκαλους πού δέν θέλουν Χριστό, δέν θέλουν Ἔθνος κι ἱστορία. Τά Ἑλληνόπουλα μένουν φτωχά σέ γνώση, ἄδεια ἀπό πίστη, κουρελιασμένα σέ ψυχή.
Ἀκοῦνε καί δέν ἀκοῦν, βλέπουνε καί δέν βλέπουν. Τά χάλασαν μέ τό γλυκό φαρμάκι τῆς καλοπέρασης…».
Ἐκεῖ, ὅμως, πού τά ‘γραφα αὐτά, μιά σκέψη, ἀπότομη καί δυνατή διαπέρασε τό μυαλό μου καί σταμάτησα. Ντράπηκα καί πιότερο θά πῶ ὅτι τρόμαξα καί φοβήθηκα, σάν σκέφτηκα τό τί θά μοῦ ἀπαντοῦσε. Τό δίπλωσα καί τό ‘κρυψα νά μήν τό βλέπω οὔτε ‘γώ. Ἔβαλα μέ τή σκέψη μου τό Στρατηγό, νά κάθεται μπροστά μου ἀγέρωχος καί περήφανος, μ’ ἐκείνη τήν κάτασπρη Ρωμαίικη φορεσιά του, νά διαβάζει αὐτό τό χαρτί κι ἔξαφνα τά μάτια του νά θολώνουν καί νά σκοτεινιάζουν. Τόν εἶδα νά σηκώνεται ὄρθιος καί μέ θυμό νά μέ ρωτᾶ ἄν αὐτά π’ ὀρνιθοσκάλισα εἶναι ἀλήθεια. Τόν ἀφουγκράστηκα νά ρουφᾶ μέ σφιγμένα δόντια τόν ἀέρα καθώς τοῦ ἔγνεφα τό ναί. Ἔμεινα σκυφτός νά αἰσθάνομαι τόν θυμό του καθώς μέ ρωτοῦσε αὐστηρά πῶς ἀφήσαμε νά γίνουν ὅλα αὐτά.
Κι ἀφοῦ δικαιολογήθηκα καί ζήτησα τήν συμβουλή του, ὁ τιμημένος Στρατηγός βαριαναστέναξε καί μέ πίκρα βαριά μοῦ εἶπε:
Ἐάν μαζί σας ἤμουνα, ἤξευρα τί νάκάμω,
κι ἄν ὁ Θεός μ’ ἐπέτρεπε γιά νά‘ρθω λίγο πάλι
καί νά ‘σθανθεῖ τό πόδι μου τά Ἅγια χώματά μας,
τότες θά μάθαινες κι ἐσύ, τί θα ‘πρεπε νά κάμεις.
Μά ἕνα μόνο σκέφτομαι καί ἕνα με κρατάει
τό ἄν θά μέ ἐπίστευες, καί θά μ’ ἀκολουθοῦσες.
Ἐγώ ἀπό δῶ πού βρίσκουμαι, εἶμαι σέ καταδίκη
νά βλέπω μόν’ τά χάλια σας και τήν καταστροφή σας.
Μωρ’ ἄφηκες καί σέ λήστεψαν, ἄφηκες σέ πατῆσαν
κι οἱ ξένοι τώρα πᾶνε σου, νά σᾶς χαλάσουν ὅλους.
Μά ἕνα πράμα θά σοῦ πῶ κι ἔχε το μές στό νοῦ σου.
Καί πές το καί στούς ἄλλους σου, τούς Ἕλληνες πού λέγεις.
Πρίν ἀρχινίσω τό κακό καί πιάσω τόν ἀγῶνα,
γονάτιζα καί ἔκλαιγα θερμοπαρακαλῶντας,
τήν Παναγιά τή Δέσποινα, τήν Ἑλληνοκρατοῦσα,
νά βάλει Ἐκείν’ τό χέρι Της καί νά μᾶς ὁδηγήσει
καί νά τό πεῖ στό γιόκα Της νά βάλει τή γραφή Του
τό γένος μας ν’ ἀναστηθεῖ καί νά ξαναγελάσει.
Κι ἀλαφρωμένο ἀπ’ τόν ζυγό νά πιάσει τίς καμπάνες,
ν’ ἀνοίξουν πάλι τά σχολειά, ν’ ἀρχίσουν τά ψαλτήρια
ν’ ἀνοίξουνε οἱ ἐκκλησιές, νά ψέλνουν οἱ παπᾶδες
κι ὅλο μαζί τό γένος μας, τό χιλιοπικραμένο
νά εἶναι πιά ἐλεύθερο καί νά δοξάζει πάντα
τήν Παναγιά καί τόν Χριστό κι ὅλους μας τούς Ἁγίους
καί ὅλους τούς ἀγωνιστές, πού πλήρωσαν μέ αἷμα
τήν ἀκριβή σας λευτεριά κι ὄμορφη ξεγνοιασιά σας.
Μά βλέπω πώς ἐγίνηκε ἡ ξεγνοιασιά ὀκνηρία
καί τή Ρωμαίικη ψυχή πουλήσατε στούς Φράγκους
καί χάσατε τόν Ἀητό, ξεχάσατε τήν Πόλη
ξεχάσατε τό βασιλιᾶ, πού ‘ναι μαρμαρωμένος
καί τά τραγούδια δέν μιλοῦν, κι οἱ νέοι λησμονῆσαν
στούς ξένους γίναν δουλικά καί χάσανε τό νοῦ τους.
Ἀφοῦ λοιπόν, ἐχάζεψες καί δείλιασε ἡ ψυχή σου
καί σκιάχτηκες ἀπό θεριά κι ἀμπελοφοβερίστρες
καί μονομιᾶς ἐξέχασες ἀγῶνες καί θυσίες,
ἕνα σοῦ μένει μοναχά, ΕΝΑ ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ:
Εὗρε τήν πίστη μέσα σου καί τοῦ Χριστοῦ τή ζέση
καί λύγισε τά γόνατα ὀμπρός στήν Παναγία
καί ζήτησε συγχώρεση ἀπ’ τόν Μονογενῆ Της
μή καί στό τέλος λυπηθεῖ καί δώσει σου συγχώριο
καί μπεῖ ἡ Παναγιά μας μπρός καί σᾶς σκεπάσει ὅλους
γιατί ὅπως ξέρουν οἱ παλιοί καί ὅλοι οἱ πρόγονοί μας
ὑπάρχει ἕνα τάξιμο, ἀπ’ Ἀρχαγγέλου στόμα,
στήν ἴδια μας τήν Παναγιά, κι ὅλους μας παίρνει μέσα:
«σώπασε κυρά Δέσποινα καί μήν πολυδακρύζεις
Πάλι μέ χρόνους μέ καιρούς, πάλι δικά Σου θά ‘ναι».
Ὅσο γιά τούς προδότες σας, ἔγνοια νά μήν τούς ἔχεις.
Αὐτοί ἔχουν τούς ἀφεντάδες τους, τό διάβολο τό χρῆμα,
γι’ αὐτούς ἐζοῦνε τή ζωή κι αὐτούς ἐπροσκυνοῦνε.
Καί ἄν ἐγώ τιμώρησα, τούς τότε προσκυνημένους
βάλε με νοῦ σου τί θα ’ρθεῖ, γιά τούτους τούς προδότες
πού πήρανε στό σβέρκο τους ὅλη μας τήν Ἑλλάδα
καί πίκραναν τήν Παναγιά καί ὅλους τούς Ἁγίους.
καί τ’ Ἅγια ἐτοῦτα χώματα σέ βάρβαρους τά δίνουν.
Σῦρε λοιπόν καί πήγαινε καί μή μ’ ἀπογοητεύσεις
γιατί νά ξέρεις πώς ἐμεῖς ὅλοι οἱ ἀπεθαμένοι
στίς ἱκεσίες στό Θεό, μά καί στίς προσευχές μας,
ὅλο γιά σᾶς Τοῦ λέγουμε καί ὅλο γιά σᾶς μιλοῦμε
καί ὅλο καί Τοῦ δείχνουμε, τί ἐτραβήξαμ’ οὗλοι
τούς πόνους μας τούς κόπους μας, καί τό πικρό μας αἷμα.
Κι Ἐκεῖνος ὅλο καί σιωπᾶ καί δέν σᾶς τιμωράει
καί περιμένει καί Αὐτός, τήν ἀλλαξογνωμιά σας
τήν πίστη σας, τήν θέρμη σας στά ὅσια κι ἱερά σας
καί στήν Ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τό πισωγύρισμά σας.
Ἀναστάσιος Μυρίλλας
Αυτό το πόνημα έπρεπε να μπει στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστούμε!
Χρόνια πολλά!πην