Ο κ. Γεώργιος Αθαν. Σαρρής δημοσίευσε στην Πάτρα, το Δεκέμβριο του 2011, τη λαογραφική εργασία «Από τα χειμαδιά στα βουνά. Οι Αμπλιανίτες ποιμένες» με 80 σελίδες, πολλές φωτογραφίες και ένα χάρτη με «τα αρχαία Στράτα και τα Κονάκια των ποιμένων Αμπλιανιτών από τα χειμαδιά στα βουνά». Το βιβλίο του αυτό είναι το δεύτερο, μετά απ’ εκείνο, που κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2009, με τον τίτλο «Τα Μυλολίθια» με 173 σελίδες, ως μυθιστορηματική αυτοβιογραφία, με πολιτιστικά στοιχεία μιας άλλης εποχής που έσβησε.
Τον «Πρόλογο», του δεύτερου βιβλίου του κ. Σαρρή, γράφει ο συνάδελφος και λογοτέχνης κ. Σιμιτζής Γιώργος με το πλούσιο πεζοτράγουδο και λογοπλαστικό του ύφος (σ. 11-14).
Ακολουθεί ο συγγραφέας, με το «Αντί πρόλογου» [ !], Άμπλιανη και Αμπλιανίτες», (σ. 15-18), όπου μας περιγράφει την τοποθεσία της Άμπλιανης, που είναι σκαρφαλωμένη σε υψόμετρο 1220 με 1450 μέτρα και που πήρε το όνομά της από τους πολλούς «αμπλάδες», δηλαδή τις μικρές πηγές νερού. Επίσης μας περιγράφει τη ζωή των κατά πολύ κτηνοτρόφων και ελάχιστα γεωργών Αμπλιανιτών, που τους χειμερινούς μήνες παραχείμαζαν στους κάμπους του Μεσολογγίου και την άνοιξη μετακινούνταν στα πλούσια βοσκοτόπια των βουνών της Ευρυτανίας. Και δεν ήταν μόνο αυτοί αλλά και άλλοι από τους κάμπους του Αιτωτικού και της Λαμίας. Πάντως, όλοι αυτοί οι μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι, «θεωρούσαν την Άμπλιανη ως ιδιαίτερη πατρίδα τους και σ’ αυτήν είχαν τα νοικοκυριά τους στεγασμένα σε πέτρινα διώροφα σπίτια». Ο συγγραφέας θυμάται τα παιδικά του χρόνια μέσα σ’ αυτό το ποιμενικό μεταναστευτικό περιβάλλον. Γι’ αυτό και αφιερώνει το βιβλίο του, με τιμή και έπαινο «Στη μνήμη όλων των γενεών των ποιμένων Αμπλανιτών, που περπάτησαν στις στράτες, από τα χειμαδιά στα βουνά».
Στην «Εισαγωγή» του βιβλίου (σ. 19-20) ο συγγραφέας, μας προϊδεάζει, για το ταξίδι των πέντε ημερών, που θα κάνουμε μαζί του, πεζοπορώντας μέσα από το βιβλίο του, στους δύσβατους δρόμους, μέχρι να φτάσουμε εκεί πάνω στα βοσκοτόπια, πάνω από τα 1700 μέτρα.
Στο Α΄ κεφάλαιο, που επιγράφεται «Προετοιμασίες» (σ. 21-32) μας περιγράφει τις απαραίτητες προεργασίες, που έκαναν οι Αμπλανίτες κτηνοτρόφοι, για το ταξίδι, πρός τις αγαπημένες τους ραχούλες, που άρχιζε μετά τη γιορτή του Αϊ Γιώργη.
Στο Β΄ κεφάλαιο «Πορεία ανάβασης» ( σ. 33-46) γράφει για την ανάβαση προς την Άμπλιανη, που ξεκινούσε πάντοτε απόγευμα. Τα μέρη, που σταματούσαν τα μεσημέρια και τα βράδυα, ήταν ορισμένα και τα έλεγαν «κονάκια». Τέτοια κονάκια ήταν : 1.- «η αρχαία Καλυδώνα», 2.- «της κόρης το δένδρο», όπου έφτιαχναν με κλαδιά μια πρόχειρη στρούγκα, άρμεγαν το κοπάδι, έπηζαν το γάλα σε τυρί και το απόγευμα ξεκινούσαν για το επόμενο κονάκι, 3.-«το Παραδείσι», 4.- «τα Γαυρορέματα», απ’ εδώ ανηφόριζαν πρός τη Δερβέκιστα (Ανάληψη Τριχωνίδας), με μια μικρή στάση «στο χάνι του Καλούδι», όπου πουλούσαν το τυρί, 5.- «η Δερβέκιστα», 6.- «ο κάμπος του Αβαρίκου», 7.- «ο μύλος του Κοριτζέλη», όπου σταματούσαν για αρμεγμα των προβάτων και ξεκούραση, 8.- «το Ενετικό γεφύρι της Αρτοτίβας», 9.- «η Λιθαρόστρουγκα», 10.- «οι Άγιοι Απόστολοι», 11.- «το χάνι του Λιόλιου», που ήταν το αγαπημένο τους κονάκι, 12.- «το Νεροπρίονο», 13.- «οι Μπελίστες» και 14.- το τελευταίο κονάκι, «η βρύση του Φραγκόπουλου».
Στο Γ΄ κεφάλαιο «Η ζωή στη στάνη» (σ. 47-76), μας αναφέρει για την πολύ σκληρή ζωή των κτηνοτρόφων στη στάνη.
Από τη βρύση του Φραγκόπουλου το βράδυ έφθαναν στην Άμπλιανη. Τα κοπάδια τους τα άφηναν στο λιβάδι, «Ισώματα», όπου θα ξεκαλοκαίριαζαν στις δύο ονομαστές βρύσες, την «Κρυόβρυση», εκεί που είναι σήμερα η στάνη του Κοντούλα και στην «Ιτιά», που είναι η άλλη στάνη του Ξέβγενου. Υπήρχαν πάνω από την Άμπλιανη και άλλα λιβάδια για κοπάδια, από τα οποία τα 6 ήταν κοινοτικά και τα 8 ιδιόκτητα. Εκτός απ’ αυτά υπήρχαν 6 ξεχωριστά λιβάδια για τα γίδια και ένα για τα μεγάλα ζώα, άλογα και μουλάρια. «Πρόσεχαν πάντοτε οι κτηνοτρόφοι, όπως γράφει ο κ. Σαρρής, το μέρος της στάνης, να είναι απάνεμο και κοντά στο δάσος, για να σταλίζουν τα πρόβατα και να προφυλάσσονται από τις καταιγίδες, που στο βουνό είναι συχνές και έντονες». Επίσης μας λέει, ότι «οι κτηνοτρόφοι κάθε λιβαδιού δημιουργούσαν μεταξύ τους παρέες και είτε έσμιγαν τα πρόβατά τους σ’ ένα ενιαίο κοπάδι, είτε συγκατοικούσαν στην ίδια στάνη, με χωριστά τα κοπάδια, για να βοηθούνται στο άρμεγμα και να έχουν συντροφιά. Κάθε παρέα οργάνωνε τη ζωή της με δίκαιο τρόπο, εναλλάσσοντας τα διακονήματα, ώστε να μη δημιουργούνται περεξηγήσεις. … Μετρούσαν το γάλα, που έπιαναν το πρωί και το βράδυ, με μια συγκεκριμένη καρδάρα, την οποίαν είχαν ως μονάδα διανομής… Η τυροκόμηση, που ακολουθούσε το άρμεγμα ήταν η πιο σοβαρή, από τις εργασίες στη στάνη. …Το βράσιμο του τυρόγαλου και η παραγωγή της μυζήθρας, ήταν κι αυτή μια από τις εργασίες, μετά το μάζεμα σε τσαντήλες του τυριού και την στράγγιση, που ολοκλήρωναν την τυροκόμηση… Τις τσαντήλες με το τυρί, κάθε τρεις μέρες, τις μετέφεραν με ένα γαϊδουράκι στο χωριό, για αλάτισμα και τοποθέτηση, μέσα σε κέδρινα κυρίως ταλάρια, να ωριμάσει. Από τα ταλάρια, το έβγαζαν συνήθως τον Αὐγουστο και το τοποθετούσαν μέσα σε ασκιά, για να μπορούν το φθινόπωρο να το φορτώνουν στα ζώα και να το μεταφέρουν στους κάμπους, να το πωλήσουν»
Η παραγωγική περίοδος των κοπαδιών στα βουνά τελείωνε την παραμονή της Αγίας Παρασκευής. Άλλωστε την ημέρα της εορτής της Αγίας Παρασκευής είχαν και το πανηγύρι του χωριού, που γινόταν στην πλατεία του Στέγκου και ήταν η σημαντικότερη κοινωνική εκδήλωση των Αμπλιανιτών κτηνοτρόφων. Το φθινόπωρο οι κάτοικοι ετοιμάζονταν να επιστρέψουν στα χειμαδιά. Στην εορτή της υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, στις 14 Σεπτεμβρίου, γινόταν η τελευταία λειτουργία στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής και την άλλη μέρα, έφευγαν οι οικογένειες του γιατρού, του παπά και όσες οικογένειες είχαν παιδιά, που θα πήγαιναν στο σχολείο. Στο χωριό έμειναν ανοιχτά μόνο τα σπίτια των τσοπάνηδων, που θα έκλειναν κι’ αυτά μετά του Αγίου Δημητρίου.
Στο Δ΄ κεφάλαιο ( σ. 77-78) καταθέτει ο συγγραφέας τις «Αναπολήσεις» του από το κοπιαστικό και πολύπαθο ταξίδι από τα χειμαδιά στα βουνά των Αμπλιανιτών κτηνοτρόφων. «Ένιωθα, γράφει, μια αθεράπευτη νοσταλγία γι’ αυτές τις ιερόστρατες, …, που τις διάβηκα, και ήθελα να τις ξαναδιαβώ για να ακούσω από τις πέτρες δεξιά και αριστερά της στράτας, που στοίχειωσαν και μαρμάρωσαν τ’ αγκομαχητά, τις φωνές, τις ορμήνειες, τα ποδοβολητά από τα ζώα, και το γλυκό ήχο από τους κύπρους και τα κουδούνια !».
Στον «Επίλογο» του βιβλίου ( σ. 79-80) ο συγγραφέας μας εξομολογείται, ότι «Ανασαίνοντας από την ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής, προσπάθησα , να μην προδώσω τον νοσταλγικό τόπο μου, από το μεγαλείο του οποίου είναι πλασμένα όλα τα όνειρα των νεανικών μου χρόνων. Απ’ αυτόν ξεδιψούσαν και στον ίσκιο του, πλάγιαζαν το καλοκαίρι και μου ‘διναν ευρωστία και ελπίδα». Τελειώνει με τις ευχαριστίες όσων βοήθησαν με διάφορους τρόπους στην έκδοση του βιβλίου.
Συγχαίρω τον αγαπητό και φίλο συγγραφέα και του εύχομαι να έχει την υγεία του και να ζει τις «ιερόστρατες» του χωριού του κι’ άλλες πολλές μαζί με την οικογένειά του για πολλά χρόνια.
Χρήστος Κ. Τσούβαλης
Άρχων Οστιάριος της Μ. τ. Χ. Ε.
Θεολόγος
Ι
Είναι ωραίο να διαβάζεις βιβλία που περιγράφουν την ζωή στην φύση. Είναι καλό που γράφουν για αυτά που ως χθες ζούσαν πολλοί κτηνοτρόφοι. Τώρα όλα αυτά περνούν στο παρελθόν. Γιατί άραγε αφήσαμε τις παραδόσεις αιώνων.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα λαογραφικά βιβλία έχουν το άρωμα της Ελλάδας την οποία εμείς οι νεότερες θα γνωρίσουμε μέσα από φωτογραφίες, ντοκιμαντέρ και βιβλία όπως αυτό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜόνο από την ανάγνωση των αποσπασμάτων ξεκουράστηκε το πνεύμα μου και νοερά ταξίδευσα στα μέρη εκείνα. Αξίζουν συγχαρητήρια στον συγγραφέα που μεταφέρει την παλαιά παράδοση του τόπου του στους νεότερους.
ΑπάντησηΔιαγραφή