Σάββατο 7 Απριλίου 2012

«Από την Κυριακή των Βαΐων στην Κυριακή του Πάσχα: Βιώματα στην "Χαρμολύπη της Εκκλησίας”» - Παναγιώτης Μαρτίνης

Με το τέ­λος της Μ. Τεσ­σα­ρα­κο­στής και της νη­στεί­ας φυ­σι­κά που την συ­νο­δεύει, και πριν μπού­με στη Μ. Ε­βδο­μά­δα, δηλ. το Σάβ­βα­το και την Κυ­ρια­κή, σύμ­φω­να και με το Δο­ξα­στι­κό Ι­διό­με­λο της Πα­ρα­σκευ­ής προ των Βα­ΐ­ων, «την ψυ­χω­φε­λή πλη­ρώ­σα­ντες Τεσ/κο­στήν, και την α­γί­αν Ε­βδο­μά­δα του Πά­θους Σου, αι­τού­μεν κα­τι­δείν φι­λάν­θρω­πε…», η Εκ­κλη­σί­α μας γιορ­τά­ζει δύ­ο γε­γο­νό­τα θριάμ­βου και νί­κης. Και, ε­νώ οι Χρι­στια­νοί έ­χουν προ­ε­τοι­μα­στεί με ό­λα τα κα­τα­νυ­κτι­κά λα­τρευ­τι­κά μέ­σα για να βιώ­σουν το α­πο­κο­ρύ­φω­μα του θεί­ου Πά­θους, η Εκ­κλησί­α με τα δύ­ο αυ­τά θριαμ­βευ­τι­κά γε­γο­νό­τα θέ­λει να μας υ­πεν­θυ­μί­σει ό­τι ο τελι­κός σκο­πός αυ­τής της προ­ε­τοι­μα­σί­ας και το τέρ­μα αυ­τής της πο­ρεί­ας εί­ναι η Α­νά­στα­ση, δηλ. ο θρί­αμ­βος και η νί­κη του Χρι­στού. Και τού­το γιατί στην εκ­κλ. γλώσ­σα πο­τέ δε μι­λά­με μό­νο για λύ­πη ή χα­ρά, αλ­λά για «χαρ­μο­λύπη» και «χα­ρο­ποιόν πέν­θος».
Η Βα­ϊ­ο­φό­ρος, λοι­πόν, ή η Κυ­ρια­κή των Βα­ΐ­ων, ό­πως κα­λεί­ται η προ του Πά­σχα Κυ­ρια­κή, μα­ζί με το γε­γο­νός της Α­να­στά­σε­ως του Λα­ζά­ρου, μας προ­ϊ­δε­ά­ζει για το με­γά­λο γε­γο­νός της Α­να­στά­σε­ως του Κυ­ρί­ου, της ο­λο­κλη­ρω­τι­κής νί­κης της ζω­ής κα­τά του θα­νά­του.

Στο κοι­νό Α­πο­λυ­τί­κιο των δύ­ο αυ­τών ε­ορ­τών και γε­γο­νό­των, που στην αρ­χαία Εκ­κλη­σί­α ή­σαν ε­νω­μέ­νες σε μια γιορ­τή, ψάλ­λου­με :      
«Την κοι­νήν α­νά­στα­σιν προ του σου πά­θους πι­στού­με­νος,
εκ νε­κρών ή­γει­ρας τον Λά­ζα­ρον, Χρι­στέ ο Θε­ός. 
ό­θεν και η­μείς, ως οι παί­δες, τα της νί­κης σύμ­βο­λα φέ­ρο­ντες,
σοι τω νι­κη­τή του θα­νά­του βο­ώ­μεν. 
ω­σαν­νά εν τοις υ­ψί­στοις, ευ­λο­γη­μέ­νος ο ερ­χό­με­νος,
εν ο­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου».
Ο θά­να­τος στην πε­ρί­πτω­ση του Λα­ζά­ρου γί­νε­ται α­πλά «κοί­μη­σις», α­φού, κα­τά τον Κύ­ριον «Λά­ζα­ρος ο φί­λος η­μών κε­κοί­μη­ται. αλ­λά πο­ρεύ­ο­μαι ίνα ε­ξυ­πνή­σω αυ­τόν» (Ιω. ια, 11). Και «τη ε­παύ­ριον (της Α­να­στά­σε­ως του Λα­ζά­ρου) ο όχλος πο­λύς ο ελ­θών εις την ε­ορ­τήν, α­κού­σα­ντες ό­τι έρ­χε­ται Ι­η­σούς εις Ιε­ροσό­λυ­μα, έ­λα­βον τα βα­ϊ­α των φοι­νί­κων και ε­ξήλ­θον εις υ­πά­ντη­σιν αυ­τώ, και εκραύ­γα­ζον. «ω­σαν­νά, ευ­λο­γη­μέ­νος ο ερ­χό­με­νος εν ο­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου…» (Ιω. ιβ, 12-14).
Έ­τσι η Βα­ϊ­ο­φό­ρος ή Κυ­ρια­κή των Βα­ΐ­ων γί­νε­ται μια Δε­σπο­τι­κή γιορ­τή με θριαμ­βευ­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα και με τη νί­κη του Χρι­στού στο θά­να­το, με­τά την α­νάστα­ση και του Λα­ζά­ρου, μια μέ­ρα πριν αρ­χί­σει να ε­ξι­στο­ρεί­ται το Πά­θος του Κυ­ρί­ου. Και εί­ναι α­λή­θεια ό­τι τό­σον η πε­ρί­ο­δος του Τριω­δί­ου με τον κα­τα­νυκτι­κό της χα­ρα­κτή­ρα, ό­σο και του Πε­ντη­κο­ντα­ρί­ου με τον α­να­στά­σι­μο πε­ριέ­χουν και τα δύ­ο στοι­χεί­α, της χα­ράς και της λύ­πης δηλ. το «χα­ρο­ποιόν πέν­θος» ή το Σταυ­ρο-α­να­στά­σι­μο στοι­χεί­ο.
Ο αγ. Γρη­γό­ριος ο Πα­λα­μάς, αρ­χ/πος Θεσ/νί­κης και ο κατ’ ε­ξο­χήν θε­ο­λό­γος του Η­συ­χα­σμού, στην ιε΄ ο­μι­λί­α του, που εκ­φω­νή­θη­κε την Κυ­ρια­κή των Βα­ΐ­ων, αρχί­ζει ως ε­ξής: «Εγ­γί­ζει γαρ η των σω­τη­ρί­ων του Χρι­στού πα­θη­μά­των α­νά­μνησις και το και­νόν και μέ­γα και πνευ­μα­τι­κόν Πά­σχα…. Και προ­κη­ρύτ­τει τούτο Λά­ζα­ρος εκ του ά­δου… ε­πα­νελ­θών και φω­νή και προ­στάγ­μα­τι μό­νω Θε­ώ, του ζωής έ­χο­ντος και θα­νά­του την ε­ξου­σί­αν… και προ­α­νυ­μνού­σι παί­δες και λα­ός άκα­κος ε­πι­πνοί­α του θεί­ου πνεύ­μα­τος…». Δηλ. πλη­σιά­ζει η α­νά­μνη­ση των σω­τη­ρί­ων πα­θη­μά­των του Χρι­στού και το και­νό και μέ­γα και πνευ­μα­τι­κό Πάσχα… Και το προ­α­ναγ­γέλ­λει ο Λά­ζα­ρος που ε­πα­νήλ­θε α­πό τον ά­δη με το πρό­σταγμα και τη φω­νή του Θε­ού που μό­νος αυ­τός έ­χει την ε­ξου­σί­α στη ζω­ή και στο θά­να­το… και προ­α­νυ­μνούν τα γε­γο­νό­τα αυ­τά (Πά­θη και Α­νά­στα­ση) τα παι­διά και ο ά­κα­κος λα­ός με τη βο­ή­θεια του αγ. Πνεύ­μα­τος. Ε­πί­σης και ο αγ. Κύ­ριλ­λος, Πατριάρ­χης Α­λε­ξαν­δρεί­ας (5ος αι.) στη 13η ο­μι­λί­α του στην ε­ορ­τή των Βα­ΐ­ων το­νί­ζει τον πα­νη­γυ­ρι­κό χα­ρα­κτή­ρα της η­μέ­ρας. Με­τα­ξύ των άλ­λων α­ναφέ­ρει : «Α­νυ­μνή­σω­μεν και ε­ορ­τά­σω­μεν σή­με­ρον… μη μό­νον τη χει­ρί, αλ­λά και τη ψυ­χή βα­ΐ­α κα­τέ­χο­ντες… με­τά αγ­γέ­λων υ­μνή­σω­μεν, με­τά των παί­δων δο­ξά­σω­μεν. με­τά Βη­θα­νί­ας σκιρ­τή­σω­μεν, με­τά Λα­ζά­ρου των νε­κρών έρ­γων α­να­στώμεν. Και με αυ­τά τα συ­ναι­σθή­μα­τα που μας δη­μιουρ­γούν οι δυο αυ­τές πα­νη­γυ­ρικές η­μέ­ρες ει­σερ­χό­μα­στε στην κατ’ ε­ξο­χήν κα­τα­νυ­κτι­κή πε­ρί­ο­δο της Μ. Ε­βδο­μά­δος, που οι α­κο­λου­θί­ες της, ι­διαί­τε­ρα η υ­μνο­λο­γί­α, το­νί­ζουν τη «χαρ­μολύ­πη» των η­με­ρών. Ι­διαί­τε­ρα η Μ. Πα­ρα­σκευ­ή, η­μέ­ρα πέν­θους και λύ­πης, α­φού, «τα ά­για και σω­τή­ρια και φρι­κτά πά­θη του Κυ­ρί­ου… ε­πι­τε­λού­μεν…» και η Κυ­ριακή του Πά­σχα, η­μέ­ρα φω­τός και χα­ράς, α­φού «αυ­τήν την ζω­η­φό­ρον Α­νά­στα­σιν ε­ορτά­ζο­μεν...» έ­χουν χα­ρα­κτή­ρα σταυ­ρο-α­να­στά­σι­μο. Και το χα­ρα­κτή­ρα των α­γί­ων αυ­τών η­με­ρών θα τον βρού­με στα τρο­πά­ρια και γε­νι­κό­τε­ρα στην υ­μνο­λο­γί­α, την α­γιο­γρα­φί­α και σ’ αυ­τό α­κό­μη το τε­λε­τουρ­γι­κό της Εκ­κλη­σί­ας.
Και ε­νώ τη Μ. Πέ­μπτη το βρά­δυ, ό­πως και στην Θ΄ ώ­ρα της Μ. Πα­ρα­σκευ­ής προ του Ε­σταυ­ρω­μέ­νου Χρι­στού ψάλ­λο­με: «Προ­σκυ­νού­μεν σου τα πά­θη Χρι­στέ, δεί­ξον η­μίν και την έν­δο­ξόν Σου α­νά­στα­σιν», στους αί­νους της Κυ­ρια­κής του Πά­σχα ε­πα­να­λαμ­βά­νου­με: «Υ­μνού­μεν σου Χρι­στέ, το σω­τή­ριον πά­θος και δο­ξά­ζο­μέν Σου την α­νά­στα­σιν». Και ερ­χό­μα­στε στο Μ. Σάβ­βα­το, την κατ’ ε­ξο­χήν σταυ­ρο-ανα­στά­σι­μη η­μέ­ρα! Στο Συ­να­ξά­ρι της η­μέ­ρας αυ­τής δια­βά­ζου­με χα­ρα­κτη­ρι­στικά: «Τω α­γί­ω και με­γά­λω Σαβ­βά­τω την θε­ό­σω­μον τα­φήν του Κυ­ρί­ου και Θε­ού και Σω­τή­ρος η­μών Ι­η­σού Χρι­στού και την εις ά­δου κά­θο­δον ε­ορ­τά­ζο­μεν, δι’ ων της φθο­ράς το η­μέ­τε­ρον γέ­νος α­να­κλη­θέν προς αιω­νί­αν ζω­ήν με­τα­βέ­βη­κεν». Δηλ. με το θά­να­το και την Τα­φή του Κυ­ρί­ου μας προ­σφέ­ρε­ται η α­λη­θι­νή και αιώ­νια ζω­ή. Γι’ αυ­τό και χαι­ρό­μα­στε. «Ι­δού γαρ ήλ­θεν δια του Σταυ­ρού χα­ρά εν ό­λω τω κό­σμω…» ο­μο­λο­γού­με στην α­να­στά­σι­μη ευ­χή. Και στο α­να­στά­σι­μο τρο­πά­ριο των αί­νων συ­μπλη­ρώ­νου­με: «Ο Σταυ­ρός Σου, Κύ­ριε, ζω­ή και α­νά­στα­σις υ­πάρ­χει τω λα­ώ Σου».
Ό­μως τον σταυ­ρο-α­να­στά­σι­μο χα­ρα­κτή­ρα των α­γί­ων η­με­ρών που θα δια­νύ­σου­με μας τον ζω­ντα­νεύ­ουν τρί­α λα­τρευ­τι­κά γε­γο­νό­τα: Ο υ­πέ­ρο­χος και θε­ο­λο­γικό­τα­τος Κα­νό­νας του Μ. Σαβ­βά­του, στον ο­ποί­ον ι­διαί­τε­ρα θα α­να­φερ­θού­με, η βυ­ζα­ντι­νή Ει­κό­να της Α­να­στά­σε­ως του Κυ­ρί­ου και το τε­λε­τουρ­γι­κό στοι­χεί­ο της η­μέ­ρας αυ­τής, δηλ. του Μ. Σαβ­βά­του. Και τα τρί­α αυ­τά λα­τρευ­τι­κά στοιχεί­α ε­νώ­νουν: Σταυ­ρό-Τά­φο και Α­νά­στα­ση σε μια πα­ρά­στα­ση, αυ­τή που μας πα­ρουσιά­ζει η ει­κό­να της εις τον ά­δη κα­θό­δου του Κυ­ρί­ου. Αυ­τό το γε­γο­νός γιορ­τάζου­με ε­μείς οι Ορ­θό­δο­ξοι σαν Πά­θος και Α­νά­στα­ση. Ο Χρι­στός γεν­νή­θη­κε, δίδα­ξε, θαυ­μα­τούρ­γη­σε, σταυ­ρώ­θη­κε για τη σω­τη­ρί­α του αν­θρώ­που και κα­τέ­βη­κε (και) στον ά­δη. «Ο εν υ­ψί­στοις οι­κών κα­τήλ­θε μέ­χρις Ά­δου τα­μεί­ων». Η κά­θο­δος του Χρι­στού στον Ά­δη που έ­γι­νε για να λυ­τρώ­σει τον Α­δάμ α­πό τα δε­σμά του θα­νά­του, δεί­χνει την α­νέκ­φρα­στη συ­γκα­τά­βα­ση του Θε­ού, την «ά­κρα Τα­πεί­νω­σή» και «κέ­νω­σή» Του. Ο απ. Πέ­τρος στο πρώ­το κή­ρυγ­μά του την η­μέ­ρα της Πε­ντηκο­στής α­να­φέ­ρε­ται στο γε­γο­νός αυ­τό, ό­ταν λέ­ει: «Ο Θε­ός (τον Χρι­στόν) α­νέ­στησε λύ­σας τας ω­δί­νας του θα­νά­του, κα­θό­τι ουκ ην δυ­να­τόν κρα­τεί­σθαι αυ­τόν (δηλ. τον Χρι­στόν) υπ’ αυ­τού» δηλ. του θα­νά­του (Πράξ. 2, 24).   
Παναγιώτης Μαρτίνης
Πηγή: Εφημερίδα "Ο ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟΣ"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου