ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
(1892-1903)
Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΔΑΜΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν
κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
(Δ’)
Τό θάρρος καί ἡ παρρησία ἔναντι
ἀρχῶν καί ἐξουσιῶν, ὅταν πρόκειται γιά θέματα Ὀρθοδόξου Πίστεως καί
Ἐκκλησιαστικά ζητήματα, ἀλλά καί πάντοτε, εἶναι ἀπαραίτητα στοιχεῖα τῆς ζωῆς καί
προσωπικότητος ἑνός Ἱεράρχου.
Δέν ἦτο λοιπόν δυνατόν ἕνας
Ἀρχιερεύς τοῦ βεληνεκοῦς τοῦ Ἱεροθέου νά μείνῃ ἀπαθής πρό τῆς ἀκρίτου ἐπεμβάσεως
τῆς Πολιτείας στά Ἐκκλησιαστικά πράγματα. Τόν Ἰανουάριο τοῦ 1896 ἐκοιμήθη ὁ
Μητροπολίτης Ἀθηνῶν Γερμανός Καλλιγᾶς. Ἡ ἐκλογή καθυστέρησε ἐννέα μῆνες, παρά τά
σαφῆ κελεύσματα τῶν θείων καί ἱερῶν Κανόνων. Ὁ Ἱερόθεος διεμαρτυρήθη ἐντόνως
πρός τήν Ἱερά Σύνοδο γιά τήν ἀδικαιολόγητη αὐτή καθυστέρηση. Τό ποτήρι
ξεχείλισε, ὅταν παρενέβη ἡ Κυβέρνηση καί τά Ἀνάκτορα, προκειμένου νά ἐκλεγῇ ὁ
Ἀρχιμανδρίτης Προκόπιος Οἰκονομίδης. Ὑπεστήριζε ὅτι ἡ ἐκλογή πρέπει νά γίνῃ ἐκ
τῶν ἐν ἐνεργείᾳ Ἀρχιερέων. Μάλιστα, στεντορείᾳ τῇ φωνῇ κατά τήν συνεδρία τῆς
29.4.1896, ἀπευθυνόμενος πρός τόν Βασιλικόν Ἐπίτροπον εἶπε: «Τά τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι καί τά τοῦ Θεοῦ
τῷ Θεῷ». Μετά τήν σθεναρά στάση του ἐναντίον αὐτῆς τῆς παρεμβάσεως τῆς
Πολιτείας, ἐκλήθη στά Ἀνάκτορα, ἀλλά δέν ὑπεχώρησε μπροστά στίς βασιλικές
πιέσεις. «Θά πράξω, ὅπως ὑπαγορεύει ἡ
συνείδησίς μου», εἶπε στόν Βασιλέα Γεώργιο.
Ἀλλ’ ἰδού τά ἀποτελέσματα αὐτῆς
τῆς γενναίας στάσεως τοῦ θαρραλέου Ἱεράρχου, ἀλλά καί τῆς στάσεώς του ἔναντι
ἄλλων σοβαρῶν καταστάσεων, ὡς θά ἴδωμεν κατωτέρω. Ἐπαύθη ἀπό μέλος τῆς Ἱερᾶς
Συνόδου. Μέ νόμο τοῦ Ὑπουργοῦ Ἀθ. Εὐταξία περί Ἐκκλησιαστικῆς διαιρέσεως τοῦ
Κράτους, τοῦ ἀφῄρεσαν τήν Ἐπαρχία Ἠλείας, μαζί μέ τό Προσκύνημα τοῦ Ἁγίου
Νικολάου Σπάτων, καί ὑπεβίβασαν τήν Ἀρχιεπισκοπή του σέ Ἐπισκοπή. Αὐτό ἔγινε τό
ἔτος 1900, χωρίς βεβαίως νά συναινέσῃ ἡ Ἱερά Σύνοδος.
Ὁ Ἱερόθεος διεμαρτυρήθη ἔντονα γι’
αὐτή τήν ἀδικία εἰς βάρος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας καί ἐζήτησε νά ἴδῃ τόν Βασιλέα.
Ὡρίσθη ἡ ἡμέρα τῆς συναντήσεως στά Ἀνάκτορα, ὅπου μετέβη ὁ Ἱεράρχης καί ἀνέμενε
σέ κάποια αἴθουσα τόν Βασιλέα. Κάποια στιγμή ὁ Βασιλεύς ἐνεφανίσθη, πέρασε
μπροστά ἀπό τόν Ἱερόθεο χωρίς νά μιλήσῃ, καί ἐξῆλθε. Ὁ Ἐπίσκοπος τῶν Πατρῶν
παρέμεινε μετά ταῦτα στήν θέση του. Σέ ἐρώτηση ὑπηρέτου, διατί ἀναμένει, ὁ
Ἱερόθεος ἀπήντησε: «Περιμένω διά νά ἴδω τόν Βασιλέα καί νά ὁμιλήσω μαζί του
διά πολύ σοβαρόν θέμα». Ἔλαβε ὅμως τήν ἀπάντηση: «Μά εἴδατε τόν Βασιλέα πρό
ὀλίγου· αὐτό δέν ἐζητήσατε;».
Κατανοεῖτε, ἀπό τό περιστατικό
αὐτό, σέ ποιά δυσμένεια τῶν Κυβερνητῶν εἶχε πέσει ὁ πολύς Ἱερόθεος. Ἀλλά ἔμεινε
βράχος στίς θέσεις του καί τίς Ἐκκλησιαστικές ἀπόψεις του, καί γιά τοῦτο ἡ
Ἐκκλησιαστική Ἱστορία ἔγραψε μέ χρυσά γράμματα τό ὄνομά του.
Πρέπει ὅμως νά σταθοῦμε καί στήν
παρέμβαση τοῦ κλεινοῦ Ἱεροθέου στήν Κυβέρνηση γιά τό θέμα τῶν Ἱερῶν Μονῶν. Μέ
ἔγγραφό του στίς 25.6.1896, διαμαρτύρεται ἐντόνως γιά τήν κατάσταση ἡ ὁποία
ἐπικρατεῖ στά Μοναστήρια, γιά τήν ἐξαθλίωση καί τήν φτώχεια τους ἐξ αἰτίας τῶν
πολλῶν εἰσφορῶν πρός τό κράτος. Γράφει λοιπόν:
«Ἡ ἐξουσία ἐπί τῆς διοικήσεως τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καί Μοναστηριακῶν
πραγμάτων διαπιστεύεται τοῖς Ἐπισκόποις. Ὅτι, ἐν ὅσῳ μέν ἡ ἐξουσία αὕτη διετέλει
ἐπιτετραμμένη τοῖς Ἐπισκόποις, αἱ Μοναί εὑρίσκοντο ἐν καταστάσει ἀνθηρᾷ. Ὅτι,
ἀφ’ ὅτου ἀρθεῖσα ἡ ἐξουσία αὕτη ἀπό τῶν Ἐπισκόπων ἀνετέθη ταῖς διοικητικαῖς
ἀρχαῖς, ἐπῆλθε μαρασμός τῶν Μονῶν, καί ἠθική καί ὑλική κατάπτωσις αὐτῶν...»
(Περιοδικό Ἀγάπη, 14.7.1896).
Ὅμως ἡ
δυναμική τοῦ Πατρῶν Ἱεροθέου δέν ἐξαντλεῖται μόνο στά «ἐνταῦθα» συμβαίνοντα. Τό
ἔτος 1894 ἀπευθύνει σκληρότατο ἔγγραφο πρός τόν Πάπα Ρώμης Λέοντα τόν ΙΓ’, ὁ
ὁποῖος μέ ἀφορμή τό ἐπισκοπικό Ἰωβηλαῖο του ἔστειλε ἐγκύκλιο ἐπιστολή πρός τούς
Ἡγέτες ὅλων τῶν λαῶν, μέ τήν ὁποία τούς καλοῦσε νά ἑνωθοῦν ὑπό τόν παπικό θρόνο.
Ἦτο θρασυτάτη δέ ἡ παράγραφος ἡ ὁποία ἀπηυθύνετο, γιά τόν ἴδιο λόγο, πρός τούς
Ἡγέτας τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν. Ἡ ἐπιστολή τοῦ Ἱεροθέου, γραμμένη στά Λατινικά,
ἀποτελεῖ μνημεῖο θάρρους Ἕλληνος Ἱεράρχου.
Ὁ
ἐπιφανής Ἱεράρχης ὅμως διατηροῦσε φιλικές σχέσεις καί διελέγετο γιά κοινωνικά
θέματα καί φλέγοντα ἀνθρωπιστικά ζητήματα, μέ ἐκκλησιαστικούς ἄνδρες, καί μή
Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι ἦταν διακεκριμένοι στήν
ἐποχή τους. Ὁ Ἱερόθεος ἦτο
ἀνοιχτό μυαλό καί προοδευτικός στίς σκέψεις καί ἰδέες του, χωρίς ποτέ νά ἀποστῇ
τῆς ἁγίας καί ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως καί Ὀρθοδόξου διδασκαλίας. Ἦταν
χαρακτηριστικές οἱ ἐπαφές του μέ τούς Ἄγγλους ἱερεῖς Ἐδμόνδο Τρέμπελ καί Ἀρθοῦρο
Λόουντς, ἀλλά καί μέ λαϊκούς, προσωπικότητες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἀνεγνωρισμένες
στόν Εὐρωπαϊκό χῶρο, ὅπως μέ τόν Γερμανό καθηγητή τῆς Ἱστορίας Ἑρρῖκο Γκέλτσερ,
ὁ ὁποῖος στό βιβλίο του «Πνευματικά καί
Ἐγκόσμια» (Λειψία 1900) ἐγκωμιάζει τόν Ἱερόθεο καί τόν ἀποκαλεῖ «ἐνεργητικό
καί μαχητικό, ἐνάρετο, ἐλεήμονα καί φιλάνθρωπο».
Τό ἔτος
1898, ὁ Καγκελλάριος τῆς Πρωσσίας Βίσμαρκ ἔκανε προκλητικές φιλοτουρκικές
δηλώσεις καί μίλησε προσβλητικά γιά τήν χώρα μας. Τί παράξενο!, σημειώνουμε
ἐμεῖς. Καιροί παράλληλοι, βλέπετε... Οἱ δηλώσεις αὐτές ἔγιναν μετά τίς
ἀποτρόπαιες σφαγές στήν Κρήτη Ἑλλήνων Χριστιανῶν ἀπό τούς Τούρκους. Ὁ ἀναιδής
Βίσμαρκ δέν ξέφυγε ἀπό τήν πέννα τοῦ μαχητικοῦ Ἱεράρχου Ἱεροθέου, ὁ ὁποῖος τοῦ
γράφει, μεταξύ τῶν ἄλλων: «Πῶς εἶναι
δυνατόν, ἄνθρωπος πού θέλει νά παρουσιάζεται ὡς εὐσεβής καί δίκαιος, νά δείχνῃ
πρός τάς μυριάδας τῶν σπαρασσομένων Κρητῶν ἀπιστεύτως ἐσχάτην
περιφρόνησιν;».
Θά
σταθοῦμε ὅμως καί στούς πολλούς ἀγῶνες του ἐναντίον τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς
προπαγάνδας καί τῶν Ἰταλικῶν σχολείων τῶν Πατρῶν κατά τά ἔτη 1896-1897. Ἔπρεπε ὁ
μακαριστός νά ἐνδιαφερθῇ γιά τήν πνευματική θωράκιση καί περιφρούρηση τοῦ
ποιμνίου του ἀπό τούς προβατόσχημους λύκους, οἱ ὁποῖοι διαχρονικά ἐφαρμόζουν τήν
ἴδια τακτική. Ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου Παύλου «Προσέχετε ἑαυτοῖς καί παντί τῷ
ποιμνίῳ...», ἦτο ὁ χρυσοῦς κανών τῆς ζωῆς καί ἀρχιερατικῆς πορείας τοῦ Ἱεροθέου.
Παραπάνω
ἀνεφέρθη ὅτι ὁ Ἱερόθεος εἶχε εὐρεῖς ὁρίζοντας, καί γιά τήν ἐποχή του ἦτο ὁ
ἄνθρωπος τῶν Εὐρωπαϊκῶν προδιαγραφῶν. Αὐτό φαίνεται ἀπό τό ὅτι, παρά τήν
ἀντίθετη γνώμη τοῦ Μητροπολίτου Ἀθηνῶν, ὑποστηριζομένου ὑπό τοῦ ἐχθροῦ τοῦ
Ἱεροθέου Ὑπουργοῦ Ἀθ. Εὐταξία, ὁ Ἱερόθεος ἐτέλεσε στήν Πάτρα πάνδημο Μνημόσυνο
ὑπέρ τῶν Ἄγγλων στρατιωτῶν πού ἔπεσαν στό Τράνσβααλ τῆς Νοτίου Ἀφρικῆς. Συνέταξε
μάλιστα καί εἰδική εὐχή. Αὐτό τό γεγονός εἶχε πολύ μεγάλη ἀπήχηση στήν Ἀγγλία,
ὅπου ἐσχολιάσθη εὐμενέστατα, ἐνῷ ὁ Ἄγγλος Ἀρχιστράτηγος τοῦ Τράνσβααλ ὕψωσε
ἐνώπιον τοῦ στρατοῦ τήν Ἑλληνική Σημαία, ἀποδίδοντας τιμές καί μιλῶντας
ἐπαινετικά γιά τούς Ἕλληνες.
Νά
σημειωθῇ ἀκόμη, ὅτι τό ἔτος 1897 ἔφθασαν στήν Ἑλλάδα Ἄγγλοι στρατιῶτες, γιά νά
λάβουν μέρος στόν πόλεμο τοῦ ἔτους ἐκείνου, καί διερχόμενοι ἐκ Πατρῶν, ἐζήτησαν
νά ἐπισκεφθοῦν τόν λαμπρό καί ξακουστό Ἱεράρχη, ὁ ὁποῖος τούς ἐδέχθη μέ ἀγάπη,
τούς φιλοξένησε καί τούς εὐλόγησε.
Δέν θά
παραλείψωμε ὅμως νά ἀναφερθοῦμε καί στήν στάση του ἔναντι τῆς μασσονίας. Ὁ ἴδιος
γράφει στό τετράδιό του:
«Τόν
Νοέμβριο τοῦ 1898 ἀνεφύη ἐν Πάτραις τό Μασσονικόν ζήτημα, καθ’ οὗ ἐξέδωκα
ποιμαντικήν ἐγκύκλιον καί ἀντήλλαξα ἔγγραφα μεταξύ Νομαρχίας καί Δημαρχίας περί
τοῦ εἰρημένου ζητήματος. Ἔγραψα τήν 6ην Δεκεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους
πρός τε τήν Ἱεράν Σύνοδον καί τό Ὑπουργεῖον τῶν Ἐκκλησιαστικῶν περί τούτου,
καταγγέλλων τόν Καθηγητήν Σαρρῆν, Μασσόνον ὄντα, ὅστις καί ἐπαύθη.
Ἐξηκολούθησε δέ ἀγών δημοσιογραφικός, καί ἐγράφησαν πολλά ὑπέρ καί
κατά τῆς Μασσονίας.
Τήν δέ 22αν Αὐγούστου 1899 ἐξέδωκα δευτέραν ἐγκύκλιον,
συγκρίνων τήν Μασσονίαν μέ τόν Χριστιανισμόν, δι’ ἧς καταφαίνεται ἀριδήλως τό
ἀντιχριστιανικόν τῆς Μασσονίας.
Ὁ περί τούτων
ἀγών, παρηκολουθεῖτο μετά πολλοῦ ἐνδιαφέροντος, καί ἐξακολουθεῖ εἰσέτι».
Στίς
σημειώσεις του ὁ Ἱερόθεος ἀναφέρει ἀκόμη:
«Τό ἔτος 1898 συνεστήσαμεν τήν Λαϊκήν Σχολήν τῆς Ἄνω Πόλεως, τό δέ
1899 τήν ἔκδοση τοῦ “Σταυροῦ”».
Ὁ
ἀείμνηστος
Ἱεράρχης
ἐνδιεφέρετο
πολύ
γιά
τίς
ἀνάγκες
τοῦ
Ἱεροῦ
Κλήρου. Δέν ἤθελε νά ἀντιμετωπίζουν
ζητήματα ἐπιβιώσεως οἱ Κληρικοί, καί γιά τοῦτο ἵδρυσε τό Ἱερατικό Ταμεῖο. Γράφει
ὁ ἴδιος:
«Τήν 21ην Αὐγούστου συνεστήσαμεν τό Ἱερατικόν Ταμεῖον
τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Πατρῶν, ἐν τῷ ὁποίῳ κατέθεσα τρεῖς (3) χιλιάδας δραχμ., ἐξ ὧν
ἠγοράσθησαν 5 λαχειφόροι μετοχαί τῆς Ἐθνικῆς Τραπέζης...».
Ἀλλ’ ὁ
χρόνος συνετμήθη γιά τόν ἀείμνηστο Ἱερόθεο. Ὁ πολύς καί μαχητικός, ὁ θαρραλέος
καί εὐγενής, ὁ φιλόθεος καί φιλάνθρωπος Ἱεράρχης ἐκάμφθη ἀπό τό φορτίον τῆς
ζωῆς, καί ἐπλήρωσε τό κοινόν πᾶσιν ἀνθρώποις χρέος, μετά δεκαετῆ εὐκλεῆ
Ἀρχιερατική διακονία στήν Ἀποστολική Ἐκκλησία τῶν Πατρῶν.
Τά περί
τοῦ τέλους τοῦ ἀοιδίμου Ἱεράρχου θά παρακολουθήσωμε στό Ε’ μέρος τῆς ἀναφορᾶς
μας στό σεπτό καί τίμιο πρόσωπό του.
Μια άγνωστη εκκλησιαστική μορφή που ο Άγιος Πατρών κ. Χρυσόστομος μας την παρουσιάζει προς ωφέλεια και παραδειγματισμό. Η ζωή και η δράση του Ιεροθέου θα πρέπει να διδάσκουν και να εμπνέουν και τους σημερινούς διακόνους της Αγίας μας Ορθοδόξου Εκκλησίας.
ΑπάντησηΔιαγραφή