Τον είδα να χαμογελά καθώς άπλωσα να πληρώσω. Κρατούσα ήδη τον αμνό στο άλλο μου χέρι όταν μια σειρά από λευκά δόντια φώτισε τη μορφή του. Τον κοίταξα ερωτηματικά. Δεν άντεξε, ξέσπασε σε γέλια.
-Καημένε Άχαβ, πληρώνεις για να αποκτήσεις ένα αρνί! Δεν ήταν καλύτερα όταν έβοσκες τα δικά σου;
Τον θυμήθηκα. Ήταν ο Ελιέζερ, ο παλιός μου σύντροφος. Έξω από τον περίβολο του ναού, ανάμεσα σε εκατοντάδες προσκυνητές πουλούσε μικρά νεογέννητα αρνιά σε όσους θα ‘μπαιναν στο έξοδο να αγοράσουν ένα για να το προσφέρουν θυσία στον Ναό. Τα ‘χε μαντρωμένα πρόχειρα με μια δικιά του κατασκευή ενώ παραδίπλα ήταν το κλουβί ενός άλλου γεμάτο ζευγάρια με τρυγόνια για τους λιγότερο πλούσιους προσκυνητές.
Φορούσε τα ρούχα του τσοπάνη• ξεχώριζε από μακριά ότι δεν ήταν έμπορος. Ίσως γι αυτό να τον είχα διαλέξει χωρίς να το σκεφτώ. Τα αρνιά του δε διέφεραν απ’ αυτά των υπολοίπων εκείνοι όμως έμοιαζαν από μακριά έμποροι ενώ τούτος εδώ έβγαζε μιαν αφέλεια σχεδόν ενοχλητική δίπλα στα αρπακτικά βλέμματα των εμπόρων της ανθρώπινης ανάγκης. Είχε την απλότητα των ανθρώπων της ράτσας μου. Ένα μεγάλο παιδί, ένα αρνί ανάμεσα στα αρνιά του. Κι ωστόσο η ειρωνεία του μου πλήγωνε την καρδιά. Ήτανε όμως ειρωνεία; Δίκιο δεν είχε ο Ελιέζερ; Στα μάτια του και στο μυαλό του ήμουν ένας κουτός, ένας ανόητος που γκρέμισε με τα χέρια του όσα είχε χτίσει στα πρώτα τριάντα χρόνια της ζωής του. Ένας τσομπάνος που έφτανε στο σημείο να αγοράσει το αρνί που ‘θελε να προσφέρει θυσία στο Ναό!
Άπλωσε το χέρι να με κρατήσει.
-Μη φύγεις, είπε. Είναι νωρίς ακόμα! Προλαβαίνεις να αφήσεις το δώρο σου. Πες μου τα νέα σου. Πάνε τόσα χρόνια που χωρίσαμε. Πόσα είναι;
-Δώδεκα, απάντησα ανάμεσα στα δόντια.
-Και; περίμενε την απάντησή μου. Σαν είδε πως δεν είπα τίποτε πρόσθεσε:
-Τον βρήκες;
-Όχι. Όχι ακόμα, άλλαξα το λόγο για να του δείξω πως δεν είχα χάσει ακόμα την ελπίδα.
-Να ζει άραγε το παιδί; Η μάνα; Ο … πατέρας; πρόσθεσε με ένα μικρό κόμπιασμα στη φωνή σαν να μην ήταν σίγουρος πως θα ‘θελα να τον ονοματίσει έτσι.
-Πες μου τι βρήκες! παρακάλεσε σαν παιδί που του άφησαν την ιστορία στη μέση.
Τράβηξε ένα ξύλινο σκαμνί και μ’ έβαλε να κάτσω. Πήρε από τα χέρια μου το αρνί που μόλις είχα αγοράσει και το βαλε ξανά μαζί με τ’ άλλα για να μ’ αφήσει λεύτερο να μιλώ. Και κάθισε δίπλα μου σταυροπόδι όπως εκείνο το βράδυ. Με κοίταξε παρακλητικά μια φορά ακόμα κι εγώ βρέθηκα ξανά στην βραδιά που άλλαξε τη ζωή μου.
………………………………………………………………………………………………….
Άνοιξη ήταν. Ο καιρός που γεννούσαν οι προβατίνες τα πρώτα αρνιά και τα βύζαιναν. Άλλες ετοιμόγεννες περίμεναν τη σειρά τους. Πού να τις αφήσεις μονάχες! Κινδύνευαν να πεθάνουν στη γέννα αβοήθητες. Και μαζί τους ξενυχτούσαμε κι εμείς. Έκανε κρύο ακόμα κι η φωτιά μάς είχε μαζέψει γύρω της. Αγράμματοι άνθρωποι όλοι μας μέσα στα μαντριά και στις στάνες από τα πρώτα μας χρόνια, παιδιά άλλων βοσκών, πάππου προς πάππου περνούσαμε τη ζωή μας στα μέρη εκείνα της Βηθλεέμ, γεννιόμασταν, μεγαλώναμε και γερνάγαμε ίδια κι απαράλλαχτα, με συντροφιές άλλους ανθρώπους σαν κι εμάς, μακριά από τις πόλεις και τη βουή τους. Οι πόλεις και μάλιστα η πρωτεύουσα η Ιερουσαλήμ ήταν αναγκαίο κακό σα χρειαζότανε να βρεθούμε εκεί.
Κείνες ωστόσο τις μέρες η μικρή Βηθλεέμ, το χωριό μας πλημμύρισε κόσμο. Ταξιδιώτες απ’ όλα τα μέρη της Ιουδαίας και της Γαλιλαίας είχαν καταφθάσει. Διαταγή του Καίσαρα: να απογραφούμε λέει στον τόπο της γενιάς μας. Φόρους ήθελε να μαζέψει ξανά κι έπρεπε να μας μετρήσει σαν τ’ αρνιά. Να ξέρει πόσο γάλα έχει ν’ αρμέξει. Έπηξε από τον κόσμο. Το μικρό πανδοχείο δούλεψε όσο δεν είχε δουλέψει ως τα τώρα. Βάλανε τους διπλούς όχι απ’ αυτούς που είχε συνήθως μα τους διπλούς απ’ όσους χώραγε γεμάτο. Άνθρωποι και ζώα στριμώχνονταν για ένα ή περισσότερα βράδια, μιας και οι γραφιάδες δεν τόχανε συνηθίσει και συχνά αργούσανε να γράψουν τους βιαστικούς επισκέπτες στις δέλτους τους. Κι εκείνοι θυμωμένοι που θα ‘χαναν κι άλλο χρόνο σ’ εκείνο το ταξίδι που μοναδικό του «κέρδος» θα ‘τανε να τους μάθει ο Καίσαρας και να τους φορτώσει κι άλλους φόρους, βρίζανε και βλαστημούσανε μα κατόπι δίνανε τόπο στην οργή, σκεφτόντουσαν τον κόπο και τα έξοδα που κάναν για να έρθουν ως εκεί και μένανε ένα ακόμα βράδυ στο πανδοχείο.
Μα όσο δε φεύγανε οι πρώτοι έρχονταν κι άλλοι και το πανδοχείο έφτασε πια στο Αμήν. Λέγανε μάλιστα πως ο πανδοχέας όχι μόνο είχε φύγει ο ίδιος κι η οικογένειά του από το κτήριο για να λευτερώσουν λίγο χώρο ακόμα μα και πως συνεννοημένοι με άλλους κατοίκους του χωριού στέλναν τους περισσευούμενους επισκέπτες στα γνωστά τους σπίτια για να διανυκτερεύσουν. Τα περισσότερα σπίτια ωστόσο ήταν γεμάτα από κοντινούς ή μακρινούς συγγενείς που είχαν έρθει να απογραφούν έτσι που σε λίγο δεν ήταν πια μόνο το πανδοχείο γεμάτο ως τα μπούνια μα ολόκληρο το χωριό. Αν μάλιστα υπολογίσεις πως πολλοί από τους ταξιδιώτες πνίγανε στο κρασί τα βάσανά τους και το θυμό τους για την ταλαιπωρία ίσως δεν είναι λάθος να πεις πως εμείς που ξενυχτούσαμε πλάι στα πρόβατα ήμασταν οι πιο τυχεροί εκείνη τη νύχτα στη Βηθλεέμ.
Αλεξανδρεύς
συνεχίζεται
Περιμένω την συνέχεια για πρόγευμα καλό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕγώ έχω εμπιστοσύνη στο όνομα και στο χάρισμα. Αναμένω κάτι το υπέροχο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό ξεκίνημα. Περιμένω την πλοκή. Θέλω να δω που θα το πας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή η αρχή. Αναμένω τη συνέχεια....σύντομα φαντάζομαι....!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπράβο Αλεξανδρέα. Συνεχίζεις και "γεννάς"...
Σε ζηλεύω (με την καλή έννοια)...!!!
Κάθε φορά κάτι το διαφορετικό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜια νέα έμπνευση.
Περιμένω…..
Να δω που θα το πας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγωνιώ για να το θαυμάσω.
Τέτοια διηγήματα βοηθούν και ενισχύουν. Είναι υπέροχος τρόμος μεταφοράς ιδεών και απόψεων.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ αρχή μου άρεσε και μου άνοιξε την όρεξη για την συνέχεια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε παρακαλώ μην το αργήσεις.
Ο Αλεξανδρεύς θα μας παρουσιάσει την συνέχεια στο αριστούργημά του το 2013.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυνηθισμένα τα βουνά από τα χιόνια.
Γράφει αλλά μας «ψήνει το ψάρι στα χείλη»
Σε αγαπάμε και ας μας εκπαιδεύεις στην υπομονή.
Που είναι η συνέχεια;;;;;
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιατί δεν συνέχισε ο Αλεξανδρεύς ;
Περιμένω.
Καλά Χριστούγεννα!