Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
ΑΝΑ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ
Του ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΘΕΟΤΟΚΑΤΟΥ
Καθηγητού Βυζαντινής Μουσικής
Πρωτοψάλτου Ι. Ν. Αγ. Σοφίας Πατρών
Χοράρχου Βυζαντινής – Παραδοσιακής
Χορωδίας «ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΦΩΚΑΕΥΣ»
Η μουσική είναι η παγκόσμια γλώσσα, με την οποία ο άνθρωπος φανερώνει τον εσωτερικό του κόσμο και μεταδίδει τις ψυχικές του διαθέσεις, τα ιδανικά και τους πόθους του. Επειδή στον άνθρωπο είναι έμφυτο το θρησκευτικό συναίσθημα, φυσικό ήταν να αισθανθεί την ανάγκη να εκφράσει και να εξυπηρετήσει αυτό με το άσμα, δηλαδή την μουσική. Ως εκ τούτου, η μουσική ανέκαθεν επένδυσε και θρησκευτικές έννοιες. Έτσι διαμορφώθηκε το θρησκευτικό άσμα, δηλαδή ο ύμνος.
Ευνόητον είναι ότι αρχικά ο θρησκευτικός ύμνος ήταν απλός και άτεχνος ως προς τον στίχο αλλά και το μέλος. Συν τω χρόνω, το άσμα αναπτύσσεται σε ιδιαίτερη τέχνη και επιστήμη, ιδιαίτερα στην Αρχαία Ελλάδα και παίρνει το όνομα «Μουσική». Η Μουσική στην αρχαία Ελλάδα ήταν μαζί με την Φιλοσοφία και τα Μαθηματικά οι τρεις βασικές επιστήμες. Την καλλιέργεια της μουσικής την συναντάμε σε όλους τους λαούς, όπου εξ αρχής αυτή έλαβε σημαντική θέση στην θρησκεία και την λατρεία. Ο Πλούταρχος μαρτυρεί τη χρήση της μουσικής για θρησκευτικούς λόγους. Θρησκευτικά άσματα χρησιμοποιούσαν στην λατρεία των Θεών Απόλλωνα και Διονύσου. Η μουσική των Αρχαίων Ελλήνων διαδόθηκε ευρύτατα στην περιοχή της Μεσογείου και της Ασίας με τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των διαδόχων του, μαζί με την διάδοση της γλώσσας μας και του Ελληνικού πολιτισμού γενικότερα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, διαμορφώθηκε πάνω στις βάσεις της Αρχαίας Ελληνικής μουσικής και η μουσική των Ρωμαίων και η μουσική της Ανατολής.
Έτσι έχουν τα πράγματα με την εξάπλωση της Αρχαίας Ελληνικής μουσικής, μέχρις ότου εμφανίζεται μέσα στους κόλπους του Ιουδαϊσμού ο Χριστιανισμός, σαν νέα αυτοτελής θρησκεία, με νέες αρχές και διδασκαλίες, με νέα λατρεία και τελετές. Αμέσως η νέα θρησκεία αναγνώρισε την χρησιμότητα του θρησκευτικού άσματος. Η Αγία Γραφή αναφέρει ότι οι πρώτοι Χριστιανοί, σε κοινές συνάξεις αλλά και κατ’ ιδίαν, χρησιμοποιούσαν την Ιερά υμνωδία. Χαρακτηριστική είναι η προτροπή του Αποστόλου Παύλου: «Αλλά πληρούσθε εν Πνεύματι, λαλούντες εαυτοίς ψαλμούς και ύμνους και ωδαίς πνευματικές, άδοντες και ψάλλοντες». Γρήγορα διαδόθηκε το Ευαγγέλιο στις χώρες της Μεσογείου και της Ανατολής, όπου κυριαρχούσε ο Ελληνικός πολιτισμός, δηλαδή η Ελληνική γλώσσα και η μουσική των Ελλήνων. Επομένως, δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθεί άλλη μουσική πλην της Ελληνικής στη θρησκευτική Υμνολογία των Χριστιανών. Θεωρείται βέβαιο ότι από τον 1ο αιώνα μ.Χ., η Εκκλησία του Χριστού κάνει χρήση της Ελληνικής μουσικής στη λατρεία της, η οποία όμως ήταν ανάγκη να υποστεί την απαιτούμενη διαμόρφωση, ώστε να προσαρμοστεί στο σεμνό περιβάλλον της εν πνεύματι Χριστιανικής λατρείας.
Κατά τους τρεις πρώτους αιώνες μ.Χ., λογω των διωγμών, η λατρεία τελείται μυστικά, οπότε και η Εκκλησιαστική μουσική παραμένει απλή, χωρίς να εντυπωσιάζει. Φαίνεται ότι κινείται στα πλαίσια της εμμελούς ανάγνωσης, όπως περίπου λέμε σήμερα στις ακολουθίες το Ευαγγέλιο. Τότε, όλοι οι παρόντες Χριστιανοί στη Θεία λατρεία, έψαλλαν τους ύμνους, οι οποίοι ήταν απλοί και εύκολοι. Καθώς όμως το πλήθος μεγάλωνε, η υμνωδία γινόταν άτακτη και θορυβώδης, οπότε ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος καθιερώνει την τάξη των Ιεροψαλτών και των δύο χορών, που αυτοί μόνον ψάλλουν από δω και πέρα αντιφωνικά.
Αφ’ ότου ο Μέγας Κωνσταντίνος κυριάρχησε και ανέδειξε την Κωνσταντινούπολη σαν πρωτεύουσα, η Χριστιανική Εκκλησία, όχι μόνο βρήκε ειρήνη, αλλά απέκτησε και προστασία και υποστήριξη εκ μέρους του κράτους. Η λατρεία τελείται πλέον μέσα σε καινούργιους, περικαλλείς ναούς με λαμπρότητα, οπότε φυσικό ήταν να καλλιεργηθεί και η Εκκλησιαστική υμνωδία με επιμέλεια, σημειώνοντας τεράστια εξέλιξη. Έτσι, συν τω χρόνω, διαμορφώνεται ένα πλήρες σύστημα μουσικής, θεμελιωμένο στις βάσεις της Αρχαίας Ελληνικής μουσικής, αφιερωμένης στην υπηρεσία της Θείας λατρείας. Τούτο το μουσικό σύστημα, λόγω του τόπου στον οποίο αναπτύχτηκε, δηλαδή το Βυζάντιο, ονομάστηκε ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΜΟΥΣΙΚΗ. Κατά την περίοδο λοιπόν της ακμής του Βυζαντίου, το υμνολόγιο της Εκκλησίας εμπλουτίζεται με νέους ύμνους, στους οποίους η Βυζαντινή μουσική δίνει την κατάλληλη έκφραση και έτσι η φτωχή αρχικά Χριστιανική Υμνωδία γίνεται περίτεχνη, συνθετότερη και τεχνικότερη.
Και ερχόμαστε τώρα στα μέσα του 7ου μ.Χ. αιώνα, σημαντικού για την Βυζαντινή μουσική, όπου έχουμε την εμφάνιση του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, ενός από τους μεγάλους Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Θεολόγου, Φιλοσόφου, Υμνογράφου και Μουσικού. Σήμερα θεωρείται ως ο μεγαλύτερος διαμορφωτής της Βυζαντινής, Εκκλησιαστικής μουσικής, αφού έγραψε θεωρητικό βιβλίο και πλήρη έκθεση των οκτώ ήχων. Για να εφαρμόσει δε τη θεωρία, έγραψε και μελοποίησε την Οκτώηχο, βιβλίο μουσικό κεφαλαιώδες, που χρησιμοποιείται και σήμερα στην Εκκλησία μας. Ο Δαμασκηνός εργάστηκε και για την σημειογραφία της Βυζαντινής μουσικής, άρα θεωρούμε ότι έθεσε τις βάσεις της γνήσιας, σεμνής, Εκκλησιαστικής Μουσικής μας Παράδοσης, απαλλαγμένης από ακατάλληλα και άσεμνα μουσικά μέλη.
Την περίοδο από τον 7ο μ.Χ. αιώνα έως την άλωση της Πόλης, το 1453, μεγάλοι μουσικοί και υμνογράφοι πλούτισαν με τα έργα τους την Βυζαντινή υμνογραφία. Αναφέρουμε τον Κοσμά τον Μελωδό του 7ου μ.Χ. αιώνα, τους Αυτοκράτορες Θεόφιλο και Λέοντα τον Σοφό, τον μαΐστορα Ιωάννη τον Κουκουζέλη, τους Πρωτοψάλτες του 12ου μ.Χ. αιώνα Ξένο τον Κορώνη και Ιωάννη τον Κλαδά. Μετά την άλωση της Πόλης, το Έθνος διέρχεται δοκιμασία από τον κατακτητή. Εν τούτοις διατήρησε την πίστη του, την γλώσσα του, αλλά και την Εκκλησιαστική Βυζαντινή μουσική. Προφανώς η σκλαβιά ανέκοψε την πρόοδο της Βυζαντινής Μουσικής Τέχνης, αλλά παρ’ όλα αυτά, δεν έλειψαν και μετά την άλωση μεγάλοι Μουσικοί, που διατήρησαν την συνέχεια της Βυζαντινής Μουσικής Παράδοσης.
Κατά τον 17ο και 18ο μ.Χ. αιώνα, σταθμούς στην Βυζαντινή μελοποιεΐα έχουμε, την εφεύρεση της νέας σημειολογίας που χρησιμοποιούμε μέχρι σήμερα, με θεμελιωτή τον Πέτρο τον Πελοποννήσιο, Λαμπαδάριο τότε της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, ο οποίος μετέγραψε, σε χιλιάδες σελίδες, τα αρχαία μέλη στη νέα σημειολογία. Από το 1800 και μετά, εκατοντάδες Πρωτοψάλτες και Λαμπαδάριοι στην Κωνσταντινούπολη και γενικά στο χώρο της Μικράς Ασίας, ελάμπρυναν τα Ιερά αναλόγια, αφήνοντας σε μας μουσικούς θησαυρούς ανεκτίμητης αξίας. Παράλληλα, η Βυζαντινή μουσική, με την πάροδο των ετών, διδάχθηκε και στην υπόλοιπη Ελλάδα, τα νησιά του Αιγαίου, τη Κρήτη, την Μακεδονία και την Πελοπόννησο από ικανότατους Διδασκάλους της Πόλης, που μετοίκησαν στον Ελλαδικό χώρο για να ανακόψουν την προσπάθεια των Βαυαρών – μετά την απελευθέρωση – να εξευρωπαΐσουν την Εκκλησιαστική Μουσική στην Αθήνα.
Η Βυζαντινή μουσική είναι Τέχνη και σαν Τέχνη είναι αυτοτελής αξία. Έχει σταθερότητα ως προς το ήθος, εξελίσσεται ως προς το ύφος και την τεχνική. Είναι το μέσον και όχι ο σκοπός στη Θεία λατρεία. Είναι το μέσον για να περάσει ο Λόγος και να γεννηθεί μέσα μας θρησκευτικά κατάνυξη. Γι’ αυτό ακριβώς είναι απέριττη, απλή, σοβαρή και συνεπής στην Αρχαία Ελληνική καταγωγή της. Η Βυζαντινή μουσική είναι φωνητική μουσική, χορικό άσμα, απαλλαγμένο από την χρήση οργάνων, με καταβολές και ρίζες στην Αρχαία Ελληνική μουσική, τη μουσική που θεμελίωσαν ο Πυθαγόρας, ο Ευκλείδης, ο Αριστοτέλης, προ πάντων δε ο μέγας μουσικός της Αρχαιότητας, Αριστόξενος ο Ταραντίνος. Η Βυζαντινή μουσική είναι Ελληνική μουσική και όχι ανατολική μουσική ή Αραβοπέρσικη, όπως διατείνονται κάποιοι. Διαθέτει ανεξάντλητο μουσικό πλούτο, που αποδίδεται μονοφωνικά από χορό ιεροψαλτών, με μόνη εναρμόνιση το ισοκράτημα.
Αυτή τη μουσική μας κληρονομιά προσπαθούμε να διατηρήσουμε και να διαδώσουμε, μέσα στη δύσκολη εποχή της γενικής αλλοτρίωσης που ζούμε. Είμαστε ο μοναδικός λαός παγκοσμίως που έχει δική του μουσική σημειογραφία και πασχίζουμε να διατηρήσουμε ένα μοναδικό μουσικό θησαυρό, που θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία μας , παράλληλα με την Ευρωπαϊκή μουσική. Όσο και αν προσπαθούν να αλλοτριώσουν την Ελληνική μουσική, δηλαδή την Βυζαντινή Εκκλησιαστική μουσική και τον άλλο κορμό της Ελληνικής μουσικής, το Δημοτικό τραγούδι με ξενόφερτα ακούσματα, εμείς οι ψαλτάδες, όπως μας αποκαλεί ο λαός, θα αγωνιζόμαστε για τη διάδοση και διάσωση της Πατρώας Ελληνικής Μουσικής Παράδοσης, γιατί πιστεύουμε πως «στο ασήμι της Ελληνικής μουσικής, σκουριά δεν πιάνει».
Πηγή: "Ο ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟΣ"
Πηγή: "Ο ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟΣ"
Δάσκαλε, ψάλεις και γράφεις εξαιρετικά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ κ. Θεοτοκάτος υπηρετεί και γνωρίζει την Βυζαντινή μουσική. Αυτό τον κάνει να είναι καλός δάσκαλος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλός ψάλτης και καλή και η χορωδία που διευθύνει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ καλύτερος ή από τους καλύτερους ψάλτες της
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάτρας. Εμείς στην Αγία Σοφία τον απολαμβάνουμε.
Μέσα σε ένα μεστό νοημάτων κείμενο η διαχρονική πορεία της Βυζαντινής μας Μουσικής. Ήταν επιβεβλημένη η δημοσίευση. Συγχαίρω τον κ. Θεοτοκάτο διότι ουσιαστικά και χωρίς περιττά σκιαγράφησε την μοναδικότητα της Βυζαντινής Μουσικής ανά τους αιώνες όπως ο ίδιος το επιγραφή.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι από τον τρόπο που γράφει δείχνει ότι πρέπει να είναι καλός ψάλτης και υπέροχος δάσκαλος. Δεν τον έχω ακούσει τον κ. Θεοτοκάτό. Η ιστορική αναδρομή της παραδοσιακής μας Βυζαντινής μουσικής παρουσιάστηκε υπέροχα.
ΑπάντησηΔιαγραφή