Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013

Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΑΝΑ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ - Χαράλαμπος Θεοτοκάτος

Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
ΑΝΑ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ


Του ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΘΕΟΤΟΚΑΤΟΥ
Καθηγητού Βυζαντινής Μουσικής 
Πρωτοψάλτου Ι. Ν. Αγ. Σοφίας Πατρών
Χοράρχου Βυζαντινής – Παραδοσιακής 
Χορωδίας «ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΦΩΚΑΕΥΣ»



Η μου­σι­κή εί­ναι η πα­γκό­σμια γλώσ­σα, με την ο­ποί­α ο άν­θρω­πος φα­νε­ρώ­νει τον ε­σω­τε­ρι­κό του κό­σμο και με­τα­δί­δει τις ψυ­χι­κές του δια­θέ­σεις, τα ι­δα­νι­κά και τους πό­θους του. Ε­πει­δή στον άν­θρω­πο εί­ναι έμ­φυ­το το θρη­σκευ­τι­κό συ­ναί­σθη­μα, φυ­σι­κό ή­ταν να αι­σθαν­θεί την α­νά­γκη να εκ­φρά­σει και να ε­ξυ­πη­ρε­τή­σει αυ­τό με το ά­σμα, δη­λα­δή την μου­σι­κή. Ως εκ τού­του, η μου­σι­κή α­νέ­κα­θεν ε­πέν­δυ­σε και θρη­σκευ­τι­κές έν­νοιες. Έ­τσι δια­μορ­φώ­θη­κε το θρη­σκευ­τι­κό ά­σμα, δη­λα­δή ο ύ­μνος.   
Ευ­νό­η­τον εί­ναι ό­τι αρ­χι­κά ο θρη­σκευ­τι­κός ύ­μνος ή­ταν α­πλός και ά­τε­χνος ως προς τον στί­χο αλ­λά και το μέ­λος. Συν τω χρό­νω, το ά­σμα α­να­πτύσ­σε­ται σε ι­διαί­τε­ρη τέ­χνη και ε­πι­στή­μη, ι­διαί­τε­ρα στην Αρ­χαί­α Ελ­λά­δα και παίρ­νει το ό­νο­μα «Μου­σι­κή». Η Μου­σι­κή στην αρ­χαί­α Ελ­λά­δα ή­ταν μα­ζί με την Φι­λο­σο­φί­α και τα Μα­θη­μα­τι­κά οι τρεις βα­σι­κές ε­πι­στή­μες. Την καλ­λιέρ­γεια της μου­σι­κής την συ­να­ντά­με σε ό­λους τους λα­ούς, ό­που εξ αρ­χής αυ­τή έ­λα­βε ση­μα­ντι­κή θέ­ση στην θρη­σκεί­α και την λα­τρεί­α. Ο Πλού­ταρ­χος μαρ­τυ­ρεί τη χρή­ση της μου­σι­κής για θρη­σκευ­τι­κούς λό­γους. Θρη­σκευ­τι­κά ά­σμα­τα χρη­σι­μο­ποιού­σαν στην λα­τρεί­α των Θε­ών Α­πόλ­λω­να και Διο­νύ­σου.  Η μου­σι­κή των Αρ­χαί­ων Ελ­λή­νων δια­δό­θη­κε ευ­ρύ­τα­τα στην πε­ριο­χή της Με­σο­γεί­ου και της Α­σί­ας με τις κα­τα­κτή­σεις του Με­γά­λου Α­λε­ξάν­δρου και των δια­δό­χων του, μα­ζί με την διά­δο­ση της γλώσ­σας μας και του Ελ­λη­νι­κού  πο­λι­τι­σμού γε­νι­κό­τε­ρα. Κατ’ αυ­τόν τον τρό­πο, δια­μορ­φώ­θη­κε πά­νω στις βά­σεις της Αρ­χαί­ας Ελ­λη­νι­κής μου­σι­κής και η μου­σι­κή των Ρω­μαί­ων και η μου­σι­κή της Α­να­το­λής. 
Έ­τσι έ­χουν τα πράγ­μα­τα με την ε­ξά­πλω­ση της Αρ­χαί­ας Ελ­λη­νι­κής μου­σι­κής,  μέ­χρις ό­του εμ­φα­νί­ζε­ται μέ­σα στους κόλ­πους του Ιου­δα­ϊ­σμού ο Χρι­στια­νι­σμός, σαν νέ­α αυ­το­τε­λής θρη­σκεί­α, με νέ­ες  αρ­χές και δι­δα­σκα­λί­ες, με νέ­α λα­τρεί­α και τε­λε­τές. Α­μέ­σως η νέ­α θρη­σκεί­α α­να­γνώ­ρι­σε την χρη­σι­μό­τη­τα του θρη­σκευ­τι­κού ά­σμα­τος. Η Α­γί­α Γρα­φή α­να­φέ­ρει ό­τι οι πρώ­τοι Χρι­στια­νοί, σε κοι­νές συ­νά­ξεις αλ­λά και κατ’ ι­δί­αν,  χρη­σι­μο­ποιού­σαν την Ιε­ρά υ­μνω­δί­α. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή εί­ναι η προ­τρο­πή του Α­πο­στό­λου Παύ­λου: «Αλ­λά πλη­ρού­σθε εν Πνεύ­μα­τι, λα­λού­ντες ε­αυ­τοίς ψαλ­μούς και ύ­μνους και ω­δαίς πνευ­μα­τι­κές, ά­δο­ντες και ψάλ­λο­ντες». Γρή­γο­ρα δια­δό­θη­κε το Ευαγ­γέ­λιο στις χώ­ρες της Με­σο­γεί­ου και της Α­να­το­λής, ό­που κυ­ριαρ­χού­σε ο Ελ­λη­νι­κός πο­λι­τι­σμός, δη­λα­δή η Ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα και η μου­σι­κή των Ελ­λή­νων. Ε­πο­μέ­νως,  δεν ή­ταν δυ­να­τόν να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί   άλ­λη μου­σι­κή πλην της Ελ­λη­νι­κής στη θρη­σκευ­τι­κή Υ­μνο­λο­γί­α των Χρι­στια­νών. Θε­ω­ρεί­ται βέ­βαιο ό­τι α­πό τον 1ο  αιώ­να μ.Χ., η Εκ­κλη­σί­α του Χρι­στού κά­νει χρή­ση της Ελ­λη­νι­κής μου­σι­κής στη λα­τρεί­α της, η ο­ποί­α ό­μως ή­ταν α­νά­γκη να υ­πο­στεί την α­παι­τού­με­νη δια­μόρ­φω­ση, ώ­στε να προ­σαρ­μο­στεί στο σε­μνό πε­ρι­βάλ­λον της  εν πνεύ­μα­τι Χρι­στια­νι­κής λα­τρεί­ας.
Κα­τά τους τρεις  πρώ­τους αιώ­νες μ.Χ., λο­γω των διωγ­μών, η λα­τρεί­α τε­λεί­ται μυ­στι­κά, ο­πό­τε και η Εκ­κλη­σια­στι­κή μου­σι­κή πα­ρα­μέ­νει α­πλή, χω­ρίς να ε­ντυ­πω­σιά­ζει. Φαί­νε­ται ό­τι κι­νεί­ται στα πλαί­σια της εμ­με­λούς α­νά­γνω­σης, ό­πως πε­ρί­που λέ­με σή­με­ρα στις α­κο­λου­θί­ες το Ευαγ­γέ­λιο. Τό­τε, ό­λοι οι πα­ρό­ντες Χρι­στια­νοί στη Θεί­α λα­τρεί­α, έ­ψαλ­λαν τους ύ­μνους, οι ο­ποί­οι ή­ταν α­πλοί και εύ­κο­λοι. Κα­θώς ό­μως το πλή­θος με­γά­λω­νε, η υ­μνω­δί­α γι­νό­ταν ά­τα­κτη και θο­ρυ­βώ­δης, ο­πό­τε ο Ά­γιος Ι­γνά­τιος ο Θε­ο­φό­ρος κα­θιε­ρώ­νει την τά­ξη των Ιε­ρο­ψαλ­τών και των δύ­ο χο­ρών, που αυ­τοί μό­νον ψάλ­λουν α­πό δω και πέ­ρα α­ντι­φω­νι­κά.
Αφ’ ό­του ο Μέ­γας Κων­στα­ντί­νος κυ­ριάρ­χη­σε και α­νέ­δει­ξε την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη σαν πρω­τεύ­ου­σα, η Χρι­στια­νι­κή Εκ­κλη­σί­α, ό­χι μό­νο βρή­κε ει­ρή­νη, αλ­λά α­πέ­κτη­σε και προ­στα­σί­α και υ­πο­στή­ρι­ξη εκ μέ­ρους του κρά­τους. Η λα­τρεί­α τε­λεί­ται πλέ­ον μέ­σα σε και­νούρ­γιους, πε­ρι­καλ­λείς να­ούς με λα­μπρό­τη­τα, ο­πό­τε φυ­σι­κό ή­ταν να καλ­λιερ­γη­θεί και η Εκ­κλη­σια­στι­κή υ­μνω­δί­α με ε­πι­μέ­λεια, ση­μειώ­νο­ντας τε­ρά­στια ε­ξέ­λι­ξη. Έ­τσι, συν τω χρό­νω, δια­μορ­φώ­νε­ται έ­να πλή­ρες σύ­στη­μα μου­σι­κής, θε­με­λιω­μέ­νο στις βά­σεις της Αρ­χαί­ας Ελ­λη­νι­κής μου­σι­κής, α­φιε­ρω­μέ­νης στην υ­πη­ρε­σί­α της Θεί­ας λα­τρεί­ας. Τού­το το μου­σι­κό σύ­στη­μα, λό­γω του τό­που στον ο­ποί­ο α­να­πτύ­χτη­κε, δη­λα­δή το Βυ­ζά­ντιο, ο­νο­μά­στη­κε ΒΥ­ΖΑ­ΝΤΙ­ΝΗ ΜΟΥ­ΣΙ­ΚΗ. Κα­τά την πε­ρί­ο­δο λοι­πόν της ακ­μής του Βυ­ζα­ντί­ου, το υ­μνο­λό­γιο της Εκ­κλη­σί­ας ε­μπλου­τί­ζε­ται με νέ­ους ύ­μνους, στους ο­ποί­ους η Βυ­ζα­ντι­νή μου­σι­κή δί­νει την κα­τάλ­λη­λη έκ­φρα­ση και έ­τσι η φτω­χή αρ­χι­κά Χρι­στια­νι­κή Υ­μνω­δί­α γί­νε­ται πε­ρί­τε­χνη, συν­θε­τό­τε­ρη και τε­χνι­κό­τε­ρη.
Και ερ­χό­μα­στε τώ­ρα στα μέ­σα του 7ου μ.Χ. αιώ­να, ση­μα­ντι­κού για την Βυ­ζα­ντι­νή μου­σι­κή, ό­που έ­χου­με την εμ­φά­νι­ση του Α­γί­ου Ιω­άν­νου του Δα­μα­σκη­νού, ε­νός α­πό τους με­γά­λους Πα­τέ­ρες της Ορ­θο­δό­ξου Εκ­κλη­σί­ας, Θε­ο­λό­γου, Φι­λο­σό­φου, Υ­μνο­γρά­φου και Μου­σι­κού. Σή­με­ρα θε­ω­ρεί­ται ως ο με­γα­λύ­τε­ρος δια­μορ­φω­τής της Βυ­ζα­ντι­νής, Εκ­κλη­σια­στι­κής μου­σι­κής, α­φού έ­γρα­ψε θε­ω­ρη­τι­κό βι­βλί­ο και πλή­ρη έκ­θε­ση των ο­κτώ ή­χων. Για να ε­φαρ­μό­σει δε τη θε­ω­ρί­α, έ­γρα­ψε και με­λο­ποί­η­σε την Ο­κτώ­η­χο, βι­βλί­ο μου­σι­κό κε­φα­λαιώ­δες, που χρη­σι­μο­ποιεί­ται και σή­με­ρα στην Εκ­κλη­σί­α μας. Ο Δα­μα­σκη­νός ερ­γά­στη­κε και για την ση­μειο­γρα­φί­α της Βυ­ζα­ντι­νής μου­σι­κής, ά­ρα θε­ω­ρού­με ό­τι έ­θε­σε τις βά­σεις της γνή­σιας, σε­μνής, Εκ­κλη­σια­στι­κής Μου­σι­κής μας Πα­ρά­δο­σης, α­παλ­λαγ­μέ­νης α­πό α­κα­τάλ­λη­λα και ά­σε­μνα μου­σι­κά μέ­λη.
Την πε­ρί­ο­δο α­πό τον  7ο μ.Χ. αιώ­να έ­ως την ά­λω­ση της Πό­λης, το 1453, με­γά­λοι μου­σι­κοί και υ­μνο­γρά­φοι πλού­τι­σαν με τα έρ­γα τους την Βυ­ζα­ντι­νή υ­μνο­γρα­φί­α. Α­να­φέ­ρου­με τον Κο­σμά τον Με­λω­δό του 7ου μ.Χ. αιώ­να, τους Αυ­το­κρά­το­ρες Θε­ό­φι­λο και Λέ­ο­ντα τον Σο­φό, τον μα­ΐ­στο­ρα Ιω­άν­νη τον Κου­κου­ζέ­λη, τους Πρω­το­ψάλ­τες του 12ου μ.Χ. αιώ­να Ξέ­νο τον Κο­ρώ­νη και Ιω­άν­νη τον Κλα­δά. Με­τά την ά­λω­ση της Πό­λης, το Έ­θνος διέρ­χε­ται δο­κι­μα­σί­α α­πό τον κα­τα­κτη­τή. Εν τού­τοις δια­τή­ρη­σε την πί­στη του, την γλώσ­σα του, αλ­λά και την Εκ­κλη­σια­στι­κή Βυ­ζα­ντι­νή  μου­σι­κή. Προ­φα­νώς η σκλα­βιά α­νέ­κο­ψε την πρό­ο­δο της Βυ­ζα­ντι­νής Μου­σι­κής Τέ­χνης, αλ­λά παρ’ ό­λα αυ­τά, δεν έ­λει­ψαν και με­τά την ά­λω­ση  με­γά­λοι Μου­σι­κοί, που δια­τή­ρη­σαν την συ­νέ­χεια της Βυ­ζα­ντι­νής Μου­σι­κής Πα­ρά­δο­σης.
Κα­τά τον 17ο και 18ο μ.Χ. αιώ­να, σταθ­μούς στην Βυ­ζα­ντι­νή με­λο­ποιε­ΐ­α έ­χου­με, την ε­φεύ­ρε­ση της νέ­ας ση­μειο­λο­γί­ας που χρη­σι­μο­ποιού­με μέ­χρι σή­με­ρα, με θε­με­λιω­τή τον Πέ­τρο τον Πε­λο­πον­νή­σιο, Λα­μπα­δά­ριο τό­τε της Με­γά­λης του Χρι­στού Εκ­κλη­σί­ας, ο ο­ποί­ος με­τέ­γρα­ψε, σε χι­λιά­δες σε­λί­δες,  τα αρ­χαί­α μέ­λη  στη νέ­α ση­μειο­λο­γί­α. Α­πό το 1800 και με­τά, ε­κα­το­ντά­δες Πρω­το­ψάλ­τες και Λα­μπα­δά­ριοι στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη και γε­νι­κά στο χώ­ρο της Μι­κράς Α­σί­ας, ε­λά­μπρυ­ναν τα Ιε­ρά α­να­λό­για, α­φή­νο­ντας σε μας μου­σι­κούς θη­σαυ­ρούς α­νε­κτί­μη­της α­ξί­ας.  Πα­ράλ­λη­λα, η Βυ­ζα­ντι­νή μου­σι­κή, με την πά­ρο­δο των ε­τών, δι­δά­χθη­κε και στην υ­πό­λοι­πη Ελ­λά­δα, τα νη­σιά του Αι­γαί­ου, τη Κρή­τη, την Μα­κε­δο­νί­α και την Πε­λο­πόν­νη­σο α­πό ι­κα­νό­τα­τους Δι­δα­σκά­λους της Πό­λης, που με­τοί­κη­σαν στον Ελ­λα­δι­κό χώ­ρο για να α­να­κό­ψουν την προ­σπά­θεια των Βαυα­ρών – με­τά την α­πε­λευ­θέ­ρω­ση – να ε­ξευ­ρω­πα­ΐ­σουν την Εκ­κλη­σια­στι­κή Μου­σι­κή στην Α­θή­να.
Η Βυ­ζα­ντι­νή μου­σι­κή εί­ναι Τέ­χνη και σαν Τέ­χνη εί­ναι αυ­το­τε­λής α­ξί­α. Έ­χει στα­θε­ρό­τη­τα ως προς το ή­θος, ε­ξε­λίσ­σε­ται ως προς το ύ­φος και την τε­χνι­κή. Εί­ναι το μέ­σον και ό­χι ο σκο­πός στη Θεί­α λα­τρεί­α. Εί­ναι το μέ­σον για να πε­ρά­σει ο Λό­γος  και να γεν­νη­θεί μέ­σα μας θρη­σκευ­τι­κά κα­τά­νυ­ξη. Γι’ αυ­τό α­κρι­βώς εί­ναι α­πέ­ριτ­τη, α­πλή, σο­βα­ρή και συ­νε­πής στην Αρ­χαί­α Ελ­λη­νι­κή κα­τα­γω­γή της.  Η Βυ­ζα­ντι­νή μου­σι­κή εί­ναι φω­νη­τι­κή μου­σι­κή, χο­ρι­κό ά­σμα, α­παλ­λαγ­μέ­νο α­πό την χρή­ση ορ­γά­νων, με κα­τα­βο­λές και ρί­ζες στην Αρ­χαί­α Ελ­λη­νι­κή μου­σι­κή, τη μου­σι­κή που θε­με­λί­ω­σαν ο Πυ­θα­γό­ρας, ο Ευ­κλεί­δης, ο Α­ρι­στο­τέ­λης, προ πά­ντων δε ο μέ­γας μου­σι­κός της Αρ­χαιό­τη­τας, Α­ρι­στό­ξε­νος ο Τα­ρα­ντί­νος. Η Βυ­ζα­ντι­νή μου­σι­κή εί­ναι Ελ­λη­νι­κή μου­σι­κή και ό­χι α­να­το­λι­κή μου­σι­κή ή Α­ρα­βο­πέρ­σι­κη, ό­πως δια­τεί­νο­νται κά­ποιοι. Δια­θέ­τει α­νε­ξά­ντλη­το μου­σι­κό πλού­το, που α­πο­δί­δε­ται μο­νο­φω­νι­κά α­πό χο­ρό ιε­ρο­ψαλ­τών, με μό­νη ε­ναρ­μό­νι­ση το ι­σο­κρά­τη­μα.
Αυ­τή τη μου­σι­κή μας κλη­ρο­νο­μιά προ­σπα­θού­με να δια­τη­ρή­σου­με και να δια­δώ­σου­με, μέ­σα στη δύ­σκο­λη ε­πο­χή της γε­νι­κής  αλ­λο­τρί­ω­σης που ζού­με. Εί­μα­στε ο μο­να­δι­κός λα­ός πα­γκο­σμί­ως που έ­χει δι­κή του μου­σι­κή ση­μειο­γρα­φί­α και πα­σχί­ζου­με να δια­τη­ρή­σου­με έ­να μο­να­δι­κό μου­σι­κό θη­σαυ­ρό, που θα έ­πρε­πε να δι­δά­σκε­ται στα σχο­λεί­α μας , πα­ράλ­λη­λα με την Ευ­ρω­πα­ϊ­κή μου­σι­κή. Ό­σο και αν προ­σπα­θούν να αλ­λο­τριώ­σουν την Ελ­λη­νι­κή μου­σι­κή, δη­λα­δή την  Βυ­ζα­ντι­νή Εκ­κλη­σια­στι­κή μου­σι­κή και τον άλ­λο κορ­μό της Ελ­λη­νι­κής μου­σι­κής, το Δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι με ξε­νό­φερ­τα α­κού­σμα­τα, ε­μείς οι ψαλ­τά­δες, ό­πως μας α­πο­κα­λεί ο λα­ός, θα α­γω­νι­ζό­μα­στε για τη διά­δο­ση και διά­σω­ση της Πα­τρώ­ας Ελ­λη­νι­κής Μου­σι­κής Πα­ρά­δο­σης, για­τί πι­στεύ­ου­με πως «στο α­σή­μι της Ελ­λη­νι­κής μου­σι­κής, σκου­ριά δεν πιά­νει».

Πηγή: "Ο ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟΣ"

6 σχόλια:

  1. Δάσκαλε, ψάλεις και γράφεις εξαιρετικά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ο κ. Θεοτοκάτος υπηρετεί και γνωρίζει την Βυζαντινή μουσική. Αυτό τον κάνει να είναι καλός δάσκαλος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Καλός ψάλτης και καλή και η χορωδία που διευθύνει.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ο καλύτερος ή από τους καλύτερους ψάλτες της
    Πάτρας. Εμείς στην Αγία Σοφία τον απολαμβάνουμε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Μέσα σε ένα μεστό νοημάτων κείμενο η διαχρονική πορεία της Βυζαντινής μας Μουσικής. Ήταν επιβεβλημένη η δημοσίευση. Συγχαίρω τον κ. Θεοτοκάτο διότι ουσιαστικά και χωρίς περιττά σκιαγράφησε την μοναδικότητα της Βυζαντινής Μουσικής ανά τους αιώνες όπως ο ίδιος το επιγραφή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Και από τον τρόπο που γράφει δείχνει ότι πρέπει να είναι καλός ψάλτης και υπέροχος δάσκαλος. Δεν τον έχω ακούσει τον κ. Θεοτοκάτό. Η ιστορική αναδρομή της παραδοσιακής μας Βυζαντινής μουσικής παρουσιάστηκε υπέροχα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή