Σάββατο 20 Απριλίου 2013

Προσεγγίζοντας τὸ ζήτημα τοῦ ἀθεϊσμοῦ - Ἀνδρέας Βιτούλας

«ὁ ἀθεϊσμὸς εἶναι τὸ ἅλας
 ποὺ ἐμποδίζει νὰ διαφθαρεῖ ἡ πίστη στὸν Θεό»
Jules Lagneau
 
Εἶναι πολλοὶ ἐκεῖνοι ποὺ καταγγέλλουν τὴν ἔκπτωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς νοηματοδότησης τοῦ βίου σὲ θρησκεία. Ἡ τοποθέτηση αὐτὴ δὲν ἐκπορεύεται ἀπὸ ἕναν θεολογικὸ-διανοητικὸ ἐλιτισμὸ ἀλλὰ ἐπιχειρεῖ νὰ ξαναθυμίσει λησμονημένα αὐτονόητα, ὅσον ἀφορᾶ στὴν πρόταση ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Διότι οἱ ἐπιχωματώσεις αἰώνων ἀποκρύπτουν θλιβερὰ τὸν τρόπο τῆς καινῆς κτίσεως, ποὺ κομίζει στὴν ἀνθρώπινη περιπέτεια ἡ χαρμόσυνη εἴδηση (Εὐ-αγγέλιο) ὅτι «ἐσκύλευται ὁ θάνατος». Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ὅτι ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἐπαναθεμελίωση τῆς ὕπαρξης ἐκφυλίζεται σὲ θρησκευτικὸ σύστημα. Δηλαδὴ σὲ μία ἰδεολογικὴ περιχαράκωση τῆς ζωῆς, κατὰ τὴν ὁποία τὸ διαρκὲς ζητούμενο τῆς προσωπικῆς σχέσης μὲ τὸν Θεὸ ἀντικαθίσταται ἀπὸ ἕνα σύνολο πεποιθήσεων καὶ πρακτικῶν, ποὺ ὑποθάλπουν τὴν αἴσθηση τῆς αὐτασφάλισης καὶ τῆς αὐτοεπιβεβαίωσης. 
Μὲ αὐτὲς τὶς συντεταγμένες ἡ θρησκεία συνιστᾶ εἰδικότερα τὴ θεσμικὴ ἀπόπειρα νὰ θωρακιστεῖ ἡ φθαρτὴ ἀνθρώπινη φύση ἔναντι τοῦ ἔσχατου ἐχθροῦ της, τοῦ θανάτου. Ἡ πρωτογενὴς αὐτὴ ἀνάγκη νομιμοποιεῖ μία δεύτερη: τὴν ὀργανωμένη ἀρχὴ ποὺ θὰ διαχειρίζεται τὸν ἐξευμενισμὸ τοῦ ὑπερβατικοῦ, ὥστε τοιουτοτρόπως νὰ διασφαλίζεται ἡ τρίτη ἀνάγκη: νὰ ἀντλεῖται ἀρραγὴς ἡ βεβαιότητα ὅτι, ὑπακούοντας ὁ πιστὸς σὲ διανοητικὰ ἀξιώματα (δόγματα) καὶ πειθαρχώντας σὲ κανονιστικὲς φόρμες (ἠθικὴ), βαδίζει ἐλλόγως καὶ ἐμφρόνως ἔχοντας ἐξασφαλίσει τὶς προϋποθέσεις τῆς «τακτοποιημένης» συνείδησης.
Ὁ σπουδαῖος Ντοστογιέφσκι στὸ προφητικό του ἔργο συνόψισε μεγαλοφυῶς τὸν τριμερῆ αὐτὸν χαρακτήρα τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου ὡς ἑξῆς: κατὰ τὸν μύθο ποὺ πλάθει ὁ ἑνας ἐκ τῶν ἀδελφῶν Καραμαζόφ, ὁ Μέγας Ἱεροεξεταστὴς συλλαμβάνει στὴ μεσαιωνικὴ Ἰσπανία τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος ἔχει ἐπανέλθει στὸν κόσμο κατὰ τὴ σκοτεινὴ ἐκείνη ἐποχή. Τὸ κατηγορητήριο ποὺ Τοῦ ἀπευθύνει ὁ Ἱεροεξεταστὴς εἶναι τρομακτικὰ κυνικό: κατηγορεῖ τὸν Χριστὸ (!) ὅτι ἀρνήθηκε νὰ βασίσει τὸ ἔργο Του στὶς τρεῖς δυνάμεις ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ θεραπεύσουν τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν κοινωνία ἀπὸ τὸ πιὸ ἀνυπόφορο πρᾶγμα: τὴν ἐλευθερία! Οἱ δυνάμεις αὐτές, σύμφωνα μὲ τὸν θεσμικὸ ἐκπρόσωπο μιᾶς ἐκ τῶν στυγνότερων ἐξουσιῶν ποὺ γνώρισε ἡ Δύση, εἶναι τὸ θαῦμα, τὸ μυστήριο καὶ τὸ κύρος.
Οἱ τρεῖς αὐτοὶ νάρθηκες τῆς ἐλευθερίας συσχετίζονται ἄμεσα μὲ τοὺς πειρασμοὺς τοῦ Χριστοῦ στὴν ἔρημο. Ἐκεῖ ὁ σατανᾶς δοκιμάζει τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ μὲ τρεῖς συγκεκριμένους τρόπους. Οὐσιαστικὰ Τὸν προκαλεῖ νὰ ἀντιστρέψει τοὺς ὅρους καὶ τὸν σκοπὸ τοῦ ἐπικείμενου ἔργου Του μετατρέποντας τὶς πέτρες σὲ ψωμί, ἐκβιάζοντας τὴν ἄμεση παρέμβαση τοῦ Θεοῦ καὶ ἀποκτώντας τὴν ἀπόλυτη κυριότητα τοῦ κόσμου. Ἡ πρώτη πρόταση ἀφορᾶ στὸ θαῦμα, μὲ τὸ ὁποῖο λύνεται ἄμεσα τὸ πρόβλημα τῆς ἐπιβίωσης, ἡ δεύτερη στὸ μυστήριο τῆς ἀλήθειας καὶ ἡ τρίτη στὸ κύρος τῆς ἐξουσίας.
Δὲν εἶναι δύσκολο νὰ ἐπισημανθοῦν οἱ ἀναλογίες τῶν τριῶν αὐτῶν προκλήσεων μὲ τὰ τρία προαναφερθέντα χαρακτηριστικὰ τῆς θρησκείας. Μὲ τὸ θαῦμα (παράταση-βελτίωση τῆς ἐπιβίωσης) ἐπιχειρεῖται ἡ ὀφελιμιστικὴ διασφάλιση ἔναντι τῶν φθοροποιῶν δυνάμεων τῆς θνητῆς ζωῆς, ποὺ δυσχεραίνουν καὶ ἀναστέλλουν κάποτε τὴν ἐπιβίωση. Μὲ τὸ μυστήριο (γνώση) «λύνεται» μηχανιστικά, χωρὶς τὴν κοπιώδη μετοχὴ τοῦ ἀνθρώπου, τὸ πανάρχαιο πρόβλημα τῆς ἀλήθειας, ποὺ ἀπασχόλησε καὶ συνεχίζει νὰ ἀπασχολεῖ τὴν φιλοσοφία καὶ τὴν ἐπιστήμη. Μὲ τὸ κύρος (ἐξουσία), οἱ σχέσεις τῶν ἀνθρώπων προσδιορίζονται καὶ τελικὰ καθορίζονται ἀπὸ τὴν δύναμη καὶ τὴν ἰσχύ.
Ἐὰν θελήσει κάποιος νὰ ἀποκωδικοποιήσει τὴν ἐννοια καὶ τὸν σκοπὸ τῆς θρησκείας θὰ καταλήξει στὶς τρεῖς προτάσεις ποὺ ἀπηύθυνε ὁ διάβολος στὸν Χριστὸ ἀλλὰ καὶ στὸ τρίπτυχο τῆς ἱεροεξεταστικῆς συμβουλῆς. Εἶναι ἀξιοσημείωτο τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ πειρασμοὶ τοῦ Χριστοῦ λαμβάνουν χώρα προτοῦ ὁ Ἴδιος ξεκινήσει τὴ δημόσια παρουσία Του. Διότι ἡ τοποθέτησή Του ἔναντι τῶν προτάσεων τοῦ σατανᾶ συνιστᾶ τὸ κριτήριο καὶ τὴν σφραγίδα τοῦ ἔργου Του. Θὰ παρουσιαστεῖ ὡς ἕνας ἀκόμη «σωτήρας», ὡς ἕνας ἀκόμη διδάσκαλος πλαισιωμένος ἀπὸ ὀπαδοὺς ἢ θὰ ἀποκαλύψει ἕναν νέο τρόπο ὕπαρξης ἱκανὸ νὰ νικήσει τὸν ἴδιο τὸν θάνατο; Φυσικὰ ὁ Χριστὸς ἀρνεῖται ἀπολύτως τὶς δελεαστικὲς προοπτικὲς ποὺ Τοῦ προσφέρει ὁ μισόκαλος ἐχθρός. Γι’ αὐτὸ καὶ στὴν ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὴν πεμπτουσία τοῦ κηρύγματός Του καὶ τίθεται στὴν ἀρχὴ τῆς δημόσιας παρουσίας Του, ξεκαθαρίζει τὸ ζήτημα μὲ τὸν σαφέστερο τρόπο: «ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρός σου, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία σου» (Μτθ. 6, 21). «Θησαυρὸς» εἶναι ὅ,τι θεωρεῖ ὁ καθένας στὴ ζωή του ἀκριβό, πολύτιμο. Ὅ,τι ἀξίζει νὰ ἀναζητήσει κανείς, ὅ,τι μπορεῖ νὰ δώσει νόημα καὶ σκοπὸ στὴν ὕπαρξη. Ὅλοι συνειδητὰ ἢ ἀνεπίγνωστα διαθέτουν ἢ ψάχνουν κάποιον θησαυρό. Ἐντοπίζουν κάποιον «τόπο» καὶ σκηνώνουν τὴ ζωή τους, τὴν «καρδία» τους, ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου ἀντλοῦν τὴν ἑρμηνεία καὶ τὸν προσανατολισμὸ τῆς ζωῆς τους.
Ἡ τρίπτυχη ἑωσφορικὴ παρότρυνση στὸν Χριστὸ συμπυκνώνει ὅλες τὶς δυνατὲς ἐπιλογὲς «θησαυροῦ». Ἡ μεταβολὴ τῶν λίθων σὲ ψωμιὰ συνιστᾶ τὸν ἀμέριμνο βίο. Σκοπὸς αὐτὴς τῆς ὑπαρξιακῆς ἐπιλογῆς εἶναι ἡ ἐξασφάλιση τῆς ἐπιβίωσης. Μοναδικὴ μέριμνα στὴ συγκεκριμένη περίπτωση ἀποτελεῖ ἡ ἱκανοποίηση τῶν βιολογικῶν ἀναγκῶν, ἡ ὁποία ὑποκρύπτει τὴν αὐτοθέωση, ἐφόσον λατρεύεται-ἀναζητᾶται ἡ ἐξυπηρέτηση καὶ μόνον τοῦ ἑαυτοῦ.
Ἡ ἀπαίτηση τοῦ διαβόλου νὰ πέσει ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὸν ναό, ὥστε νὰ Τὸν σώσει ὁ Θεός, δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἐκβιαστικὴ βούληση γιὰ κατάκτηση τοῦ ποθούμενου. Ὁ ἄνθρωπος παλεύει στὴ ζωή του γιὰ τὴν ἀδιαμφισβήτητη ἰσχὺ τῆς ἀπόδειξης. Τὰ πάντα εἶναι ἐπιβεβλημένο νὰ διέπονται ἀπὸ τὴν ἀναντίρρητη βεβαιότητα. Πόσο ἀληθινὸς εἶναι ὅμως γιὰ παράδειγμα ὁ ἔρωτας, ὅταν ἀντὶ νὰ θεμελιώνεται στὴν ἀμοιβαία ἐμπιστοσύνη-αὐτοπαράδοση τοῦ ἑνὸς στὸν ἄλλον, ἀπαιτεῖ τὴν διαρκῆ τεκμηρίωσή του μὲ ἀντικειμενικὲς ἐπαληθεύσεις; Στὸ ἴδιο μόνο πλαίσιο τίθεται καὶ τὸ αἰώνιο ζήτημα τῆς ἀλήθειας καὶ τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἰδιοτελὴς ἀξίωση νὰ ἀποδειχθεῖ ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ σμικραίνει ἀπελπιστικὰ τὴν ἀλήθεια σε μηχανιστικὸ δεδομένο. Τὸ μυστήριο τῆς ἀναζήτησης καὶ τῆς διακινδύνευσης μεταβάλλεται σὲ ἄνυδρο αὐτοματισμό. Σκοπὸς εἶναι νὰ δομηθεῖ ἡ ζωὴ στὴ μαγικὴ εὐκολία,  στὴν ἰδιωτικὴ ἀλήθεια.
Ὅμως καὶ ἡ προσφορὰ τῆς ἀπόλυτης ἐξουσίας τοῦ κόσμου στὸν Χριστό, ἐὰν προσκυνήσει τὸν διάβολο, θέτει σὲ δοκιμασία τὸν ἄνθρωπο. Σὲ κάθε πτυχὴ τοῦ βίου καιροφυλαχτεῖ ὁ πειρασμὸς τῆς ἐξουσίας. Ἡ βεβαιότητα τοῦ θανάτου προκαλεῖ ἴλιγγο. Ἡ ροπὴ λοιπὸν πρὸς τὴν ἐξουσία φανερώνεται ὡς ψευδαισθητικὸ ἀντίδοτο στὴν ἀναπότρεπτη λήξη τῆς ζωῆς. Ὁ καθένας κατισχύοντας καὶ ἐπιβάλλοντας τὸ δικό του θέλημα ἀποκτᾶ μία προσωρινὴ αἴσθηση αἰωνιότητας, ποὺ ξεγελᾶ πρόσκαιρα, καὶ τραγικὰ ὅπως ἀποδεικνύεται, τὴν ἀδιαμφισβήτητη προοπτικὴ τοῦ θανάτου.
Μία ἀπὸ τὶς πιὸ ἐνδιαφέρουσες πτυχὲς τοῦ ζητήματος ἀποκαλύπτεται ἐὰν συσχετιστοῦν τὰ παραπάνω δεδομένα μὲ τὶς θέσεις ποὺ κατέθεσαν τρεῖς κορυφαῖοι ἐκπρόσωποι τῆς φιλοσοφίας καὶ εἰσηγητὲς τοῦ ἀθεϊσμοῦ: οἱ Γερμανοὶ Φόυερμπαχ, Νίτσε καὶ Μάρξ. Καὶ τοὺς τρεῖς ἀπασχόλησε τὸ ζήτημα τῆς θρησκείας καὶ μᾶς κληροδότησαν κορυφαῖες στιγμὲς στὴν ἱστορία τῆς διανόησης.
Ὁ Φόυερμπαχ ἑρμηνεύει τὴν γένεση τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἄνθρωπος λατρεύει στὴν οὐσία αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ εἶναι. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι παρὰ μία αὐτοπροβολὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἕνα ἀνθρώπινο ἰδεῶδες. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ἀρχὴ τῆς θείας φύσης βρίσκεται στὸν ἐγωισμὸ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ διακατέχεται ἀπὸ τὴν ἐπιδίωξη τῆς καθολικῆς εὐτυχίας. Μᾶλλον δὲν θὰ ἦταν αὐθαίρετο στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ ἀνακαλέσουμε τόσο τὸν πρῶτο πειρασμὸ τοῦ Χριστοῦ, ὅσο καὶ τὴν πρώτη ἀπὸ τὶς κατηγορίες τοῦ Ἱεροεξεταστῆ. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις θαῦμα θεωρεῖται ἡ ἐξασφάλιση τῆς ἐπιβίωσης, δηλαδὴ ἡ ἀμέριμνη κατοχύρωση τοῦ ἑαυτοῦ σὲ μία ἀδιατάρακτη εὐτυχία κατανάλωσης καὶ αὐτοϊκανοποίησης. Ὁ Θεὸς εἶναι στὴ σκέψη τοῦ Φόυερμπαχ ἡ αὐτολατρία τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ τόσο ἀπόλυτα ἀπέρριψε ὁ Χριστὸς στὸν πρῶτο πειρασμό.
Ὁ Νίτσε, ὁ ὁποῖος ἐπηρεάστηκε μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ ἀπὸ τὸν Φόυερμπαχ, θεώρησε τὴ γνώση, στὴν πρώτη συγγραφικὴ περίοδο τῆς ζωῆς του, ὡς τὸν ὑπέρτατο σκοπὸ τῆς ζωῆς. Ἀργότερα ὅμως ὁ σκοπὸς αὐτὸς κατακλύζεται ἀπὸ τὴ βούληση γιὰ δύναμη. Σχετικὰ μὲ τὴ γνώση, αὐτὸ ποὺ ἐνδιαφέρει πιὰ δὲν εἶναι ἡ ἀλήθεια ἀλλὰ ἐὰν αὐτὴ μᾶς κάνει πιὸ δυνατούς. Ἔτσι ἡ ἠθική, σύμφωνα μὲ τὸ Νίτσε, διακρίνεται εἴτε σὲ αὐτὴ τῶν σκλάβων, εἴτε σὲ αὐτὴ τῶν δυνατῶν. Ἡ θρησκεία, καὶ στὴν ἐποχή του, συνιστᾶ κοσμικὸ θεσμό, ποὺ ἁρμοδίως ἐξυπηρετεῖ μεταφυσικὲς ἀνάγκες καὶ προνομιακῶς μετρᾶ τὴν ἠθικὴ ἀποτελεσματικότητα. Ἡ ἀσφυγκτικὴ αὐτὴ νοησιαρχικὴ παράδοση καταξιώνει τὴ θρησκεία ὡς ἀποκλειστικὸ διαχειριστὴ τοῦ μυστηρίου, ἔναντι τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος συνθλίβεται. Σὲ αὐτὲς τὶς ὑπαρκτικὲς συνθῆκες ὅμως δὲν ἀργεῖ ἡ ἀφύπνιση τοῦ πνευματικοῦ ὑπηκόου (ὑπεράνθρωπος). Ἡ σπαρακτικὴ διαπίστωση ὅτι «ὁ Θεὸς πέθανε» ἔρχεται ὡς νομοτελειακὴ συνέπεια τῆς ἐκβιαστικῆς ἀπαίτησης τοῦ (κάθε) ἑωσφόρου νὰ διαχειρίζεται πρὸς ἴδιον ὄφελος τὴν ἀλήθεια, μετρήσιμα καὶ ἀντικειμενικά, ὅπως ἄλλωστε φανερώνει ὁ δεύτερος πειρασμός. Ὁ Χριστὸς ἀρνούμενος τὴν μηχανιστικὴ ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας (Θεοῦ), μεταξὺ τῶν ἄλλων, διαγιγνώσκει ὅτι ἡ ἀποκλειστικὴ ἰδιοποίηση-διαχείριση τῆς αὐτοματικὰ παραγώμενης γνώσης σκοτώνει τὸν Θεό. Διότι ἡ ἀλήθεια μετέχεται, δὲν κατακτᾶται. Στὴν πρώτη περίπτωση ἡ ἀλήθεια προϋποθέτει τὴν προσωπικὴ κοινωνία, ποὺ μένει πάντοτε μία ἀπορία, ἕνα διαρκὲς ζητούμενο. Στὴ δεύτερη περίπτωση ἀντιθέτως, ὑποβόσκει ἡ κατακτητικὴ ὁρμὴ μὲ σκοπὸ τὴν καταξίωση τοῦ ἐγώ, τοῦ ὁποίου ἡ ἀντικειμενικὴ-ἀποδεικτικὴ ἐφόρμηση στὰ πράγματα στραγγαλίζει τὴ σχέση.
Ὁ Μὰρξ τέλος θεώρησε ὅτι ἡ θρησκεία ἀντανακλᾶ τὴν ἀντίφαση τῶν ἀλλοτριωμένων σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν πρωταρχικὴ φύση του. Ὅταν ἡ κοινωνία διαρθρώνεται στὴ βάση τῆς ἐξουσιαστικῆς ἀτομικῆς ἰδιοκτησίας παράγονται στρεβλὲς σχέσεις. Ἡ διέξοδος ἀπάλυνσης ἀπὸ αὐτὴ τὴν βασανισμένη ὕπαρξη ἀναζητᾶται σὲ ἕναν ἄλλο κόσμο. Τὸ ντοστογιεφσκικὸ κύρος, ἡ ἀναγνώριση, ἀποκτῶνται ὅταν λατρεύεται τὸ εἴδωλο τῆς ἀνυπέρβλητης ἀνάγκης γιὰ ἐπιβολή. Τὸ ὑπόβαθρο λοιπὸν κάθε ἀποτυχίας στὴν ἀπόπειρα τῆς σχέσης εἶναι ἡ ἐξουσιαστικὴ χρήση τοῦ ἄλλου. Ἡ ὁλοσχερὴς κατάληψη τοῦ ὑπαρκτικοῦ «χώρου» τοῦ ἐξουσιαζόμενου ἀπὸ τὸν ἐξουσιαστὴ συνεπάγεται ἀναγκαστικὰ τὴν θρησκευτικὴ ἀπόδραση. Ὁ Θεὸς μεταβάλλεται σὲ ἀναγκαῖο παρηγορητή, σὲ ἔμπορο παραμυθητικοῦ ὀπίου καὶ ἔμμεσο δωροθέτη τῆς ἐκμετάλλευσης. Ἡ νομοτέλεια αὐτή, καὶ τὸ κύρος (ἐξουσία) ἀπὸ τὴν ὁποία πηγάζει, προϋποθέτουν τὴν προσκύνηση δηλαδὴ τὴν ἑδραία ἐσωτερικὴ ὑποταγὴ στὴν ἀνάγκη τῆς ἐνστικτώδους ἁρπακτικότητας. Ὁ Χριστὸς ὅμως ἀπέρριψε τὴ συγκατάθεση αὐτὴ χωρὶς ἀμφιταλάντευση.
Τὰ τρία γνωρίσματα τῆς αὐτολατρίας, τῆς μηχανιστικῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ἐξουσιαστικῆς χρήσης τοῦ ἄλλου ὡς φιλοσοφικὲς/θεολογικὲς προεκτάσεις τοῦ τριπλοῦ πειρασμοῦ τοῦ Χριστοῦ στὴν ἔρημο, θὰ μποροῦσαν κάλλιστα νὰ συνοψίσουν τὸ τρίπτυχο ποὺ συνθέτει αἰῶνες τώρα τὸν πειρασμὸ τῆς θρησκείας. Ἡ Ἐκκλησία ἀντιστάθηκε σθεναρὰ ὅμως στὴν προοπτικὴ νὰ μεταβληθεῖ τὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονὸς σὲ μία ἀκόμη θρησκεία. Ἀπὸ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς ἑωσφορικῆς πρόκλησης στὴν ἔρημο καὶ τὴν ἐποχὴ τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου καὶ ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους ἕως καὶ τὴ σύγχρονη μαρτυρία της στὸν κόσμο, ἀντιπαραθέτει στὶς κύριες πτυχὲς τῆς θρησκειοποίησης τὴν ἐλευθερία, τὴν ἀγάπη καὶ τὴ θυσία.
Ὁ Χριστὸς ἀρνεῖται νὰ μετατρέψει τοὺς λίθους σὲ ψωμὶ ἐλευθερώνοντας τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ ἀπὸ τὴ ροπὴ νὰ ἐξαντληθεῖ ἡ ζωὴ στὴ βιολογική της ἀναγκαιότητα. Ὅταν ἀποκρούει τὴν πρόκληση νὰ πέσει ἀπὸ τὸ ναό, ὥστε νὰ Τὸν σώσει ὁ Θεός, χαράσσει τὴν μόνη ὁδὸ πρὸς τὴν ἀλήθεια, ποὺ εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ διαρκὴς αὐτοπαράδοση στὸν ἄλλο καὶ ὄχι ἡ σύνθλιψή του ἀπὸ τὴν ἐκβιαστικὴ ἀπαίτηση τῆς ἀντικειμενικότητας. Τέλος, μὲ τὴν ἄρνηση νὰ προσκυνήσει τὸν διάβολο, ἡ ἀλλιῶς μὲ τὴν ἀπόρριψη τῆς ἐξουσίας, προκρίνει τὴ θυσιαστικὴ-σταυρικὴ κοινωνία ἔναντι τῆς ἐπιβολῆς καὶ τῆς καταδυνάστευσης τοῦ πλησίον.
Κάθε συμβιβασμὸς καὶ ὑποχώρηση στὶς προκλήσεις τοῦ θαύματος, τοῦ μυστηρίου καὶ τοῦ κύρους μεταβάλλει τὸν χριστιανὸ στὴ δολιότερη καὶ ἀποκρουστικότερη περίπτωση ἀθέου. Διότι κατὰ τοὺς πειρασμοὺς στὴν ἔρημο ὁ διάβολος δὲν κάλεσε τὸν Χριστὸ νὰ ἀρνηθεῖ ἄμεσα τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Τοῦ προσέφερε ἐναλλακτικὲς προτάσεις-δολώματα. Σκοπὸς του δὲν ἦταν ἡ προφανὴς ἀπροκάλυπτη ἀποκήρυξη τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ ἡ ψευδαισθητικὴ ἀντικατάστασή Του ἀπὸ τὸν εἰδωλοποιημένο ἑαυτό, ποὺ κατοχυρώνεται, καταξιώνεται καὶ ἐπιβάλλεται κάποτε καὶ στὸ ἴδιο τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι ἀνάγκη λοιπὸν ὁ ἀθεϊσμός, ὡς συγκροτημένη διανοητικὰ πρόταση, νὰ προσεγγίζεται κριτικά. Ἔτσι ὥστε νὰ ἀποτελεῖ μία διαρκῆ ὑπόμνηση τοῦ κινδύνου νὰ αὐτοϋποβιβάζεται ἡ Ἐκκλησία σὲ θρησκεία, μὲ ἀποτέλεσμα ἀργὰ ἢ γρήγορα νὰ παράγεται ὁ χειρότερης κοπῆς ἀθεϊσμός. Ὑπὸ τὴν ὀπτικὴ αὐτὴ τὸ κήρυγμα τοῦ ἀθεϊσμοῦ μπορεῖ νὰ ἐκλαμβάνεται ὡς σπαρακτικὴ κραυγὴ καὶ ὡς ἀπεγνωσμένη προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νὰ ζήσει ὄντως. Ἀντὶ λοιπὸν νὰ κατακεραυνώνουμε ὅ,τι δὲν συμφωνεῖ μαζί μας, μᾶλλον εἶναι ἐκκλησιαστικότερο νὰ ἐπιστρέψουμε μὲ ταπείνωση στὴν ἐπιδαψιλευμένη μὲ τόσο ἑαυτὸ ζωή μας καὶ νὰ ἀποδεχθοῦμε μὲ συντριβὴ τὰ λόγια τοῦ Ν. Μπερδιάγεφ ὅτι «ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ ὀφείλουμε νὰ ἀναγνωρίσουμε ὅτι ἡ ἀγανάκτηση τῶν εἰλικρινῶν ἀθέων εἶναι συχνὰ δικαιολογημένη […]. Πρέπει νὰ ἔχουμε τὸ κουράγιο νὰ ἀναγνωρίζουμε ὄψεις τῆς ἀλήθειας ἀκόμα καὶ μέσα σὲ κάτι ποὺ μᾶς φαίνεται ἢ εἶναι ἐχθρικό» (Χριστιανισμὸς καὶ κοινωνικὴ πραγματικότητα, σελ. 64· 66).  
Θὰ ἦταν ἐλπιδοφόρο καὶ ἀνακαινιστικὸ γιὰ τὴν ἐκκλησιαστική μας ζωὴ νὰ μὴν λησμονοῦμε τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ χριστιανισμός, ὅταν ἀνδρωνόταν καὶ πλούτιζε μὲ τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων, διωκόταν μὲ τὴν κατηγορία τῆς ἀθεΐας.  Οἱ ἀντάρτες τῆς πίστεως ἀπέρριψαν τὸ «ἰδανικὸ» τοῦ ἀμέριμνου βίου, ποὺ θωπεύει μὲ τὴν καλοπέραση τὸν ἑαυτὸ (θαῦμα). Ἀρνήθηκαν ἡ ἀλήθεια τους νὰ μεταβληθεῖ σὲ μαγικὴ συνταγὴ ποὺ θὰ πείσει εὔκολα καὶ ἀντικειμενικὰ ὡς ἰδεολογία (μυστήριο). Ἔστρεψαν τὰ νῶτα στὶς σειρῆνες τῆς ἐξουσίας, ποὺ ἤθελαν τὴν Ἐκκλησία θεραπαινίδα τοῦ ἄρχοντα (κύρος). Τὸ ἀντιστασιακὸ αὐτὸ φρόνημα βέβαια παρουσιάστηκε στὴν ἱστορία μὲ ποικίλες διακυμάνσεις. Αὐτὸ ποὺ κληροδοτεῖται ὅμως ὡς πολυτίμητη παρακαταθήκη εἶναι ἡ ἀνάγκη νὰ ἐμβαπτίζεται ὁ βίος τοῦ καθενὸς ἀενάως στὸ ἀναζωογονητικὸ ὕδωρ τοῦ ἀταλάντευτου ἀυτοελέγχου καὶ τῆς τίμιας κριτικῆς. Νὰ ἀποκαλύπτονται δηλαδὴ στὴν προσωπικὴ περιπέτεια τοῦ καθενὸς οἱ θανατηφόρες ψευδαισθήσεις τῆς αὐτολατρίας, τῆς ὑποτιθέμενης κατοχῆς τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς δίψας γιὰ ἐξουσία, ποὺ λίγο ἢ πολὺ κατατρύχουν ὅλους μας. Γιὰ νὰ συντελεστεῖ ὅμως αὐτὸ εἶναι ἀπαραίτητο τὸ ἀνυποχώρητο γκρέμισμα κάθε θεοῦ, ποὺ ἀναδύεται ἀπὸ τὰ ἔγκατα τῆς πεπτωκυῖας φύσης καὶ δολίως ὑποκαθιστᾶ τὸν μόνον ἀληθινό. Γιὰ νὰ ζεῖ λοιπὸν ὁ Θεὸς προϋποτίθεται ὁ θάνατος κάθε θελκτικῆς καρικατούρας Του, ποὺ φανερώνεται μὲ τὸ ἐμπαθὲς προσωπεῖο τῆς φιλαυτίας (θαῦμα), τῆς ὑπερηφάνειας (μυστήριο) καὶ τῆς πλεονεξίας (κύρος). Αὐτὸς ὁ «ἐκκλησιακὸς ἀθεϊσμὸς» λοιπὸν δὲν εἶναι ἁπλῶς προνόμιο ἀλλὰ κυρίως ὑποχρέωση τῶν χριστιανῶν!
 
πρόταση ἐκκλησιαστικῆς ἑρμηνείας τοῦ ἀθεϊσμοῦ
 
θεματικὴ προϋπόθεση: «ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρός σου, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία σου» (Μτθ. 6, 21)

 


θρησκεία


θωράκιση ἔναντι θανάτου ‣‣

ὀργανωμένος ἐξευμενισμὸς ὑπερβατικοῦ ‣‣

διανοητικὰ ἀξιώματα (δόγμα) / κανονιστικὲς φόρμες (ἠθικὴ)

Ντοστογιέφσκι

θαῦμα

μυστήριο

κύρος

Χριστὸς
πειρασμὸς 1

μεταβολὴ λίθων
πειρασμὸς 2

πτώση ἀπὸ ναὸ
πειρασμὸς 3

ἐξουσία

ἱκανοποίηση βιολογικῶν ἀναγκῶν ‣ αὐτοθέωση
ὑποδούλωση στὴ βεβαιότητα ‣ κατάκτηση ἀλήθειας


ἰσχὺς

Φόυερμπαχ
Θεὸς – αὐτολατρία ἀνθρώπου



Νίτσε

Θεὸς –ἀντικειμενικὴ ἀλήθεια



Μρξ


Θεὸς – παρηγοριὰ στὴν κοινωνία τῆς ἐξουσιαστικῆς χρήσης τοῦ ἄλλου

ἐκκλησιαστικὴ διάγνωση


φιλαυτία


ὑπερηφάνεια


πλεονεξία


Ἐκκλησία

ἐλευθερία

ἀγάπη

θυσία

 
«Ἂν εἶναι καλὸ νὰ ἐλαττωθεῖ
ἡ σιγουριὰ τῶν ἀθέων περὶ ἀνυπαρξίας τοῦ Θεοῦ,
εἶναι ἐπίσης καλὸ νὰ ἐλαττωθεῖ
καὶ ἡ βεβαιότητα τῶν θεολόγων γιὰ τὶς θεωρίες τους.»
Παῦλος Εὐδοκίμωφ
 
Ἀνδρέας Βιτούλας

1 σχόλιο:

  1. Μερικοί μοντερνίζοντες θεολόγοι, ιδεολογικοί επίγονοι του Γιανναρά και του Ρωμανίδη, "δυσφορούν" όταν ονομάζεται ο χριστιανισμός θρησκεία και οι μεν μιλάνε αρνητικά για "θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού γεγονότος", οι δε χαρακτηρίζουν παντελώς αυθαίρετα τη θρησκεία ως "νευροβιολογική ασθένεια" επιτείνοντας τη σύγχυση που προκαλεί η θλιβερή και πνευματοκτόνος αθεία. Όσο για τις αποδείξεις, ΝΑΙ υπάρχουν αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού, ΠΑΜΠΟΛΛΕΣ ΚΑΙ ΑΚΑΤΑΜΑΧΗΤΕΣ, όχι όμως μαθηματικού τύπου! Γι αυτό άλλωστε και είναι προσιτές οι τελευταίες και στους μη επιστήμονες και τους ολιγογραμμάτους, γι αυτό άλλωστε και ο απόστολος Παύλος μιλάει για αναπολόγητους, που ενώ αντικρύζουν τα θαυμάσια του Θεού αυτοί δεν παραδέχονται την ύπαρξή Του! Καλό λοιπόν θα είναι να αφήσουν οι νεοορθόδοξοι στοχαστές και φιλοσοφούντες θεολόγοι τις νεοορθόδοξες φλυαρίες τους και να; σοβαρευθούν γιατί δεν είναι η έλλειψη αποδείξεων, όπως λέει και ο Pascal, που "εμποδίζει" την παραδοχή απ τους συνανθρώπους μας της υπάρξεως του Θεού αλλά και της θέας του προσώπου Του αλλά η φαυλότητα του βίου τους!

    ΑπάντησηΔιαγραφή