Η Τιμή των Ιερών Λειψάνων κατά την Ορθόδοξη
Ανθρωπολογία
Του Παναγιώτου Σ. Μαρτίνη, Δρ. Θ.
Η επανακομιδή της Τιμίας
Κάρας του Πρωτοκλήτου από τη Ρώμη στην Πάτρα, την πόλη του μαρτυρίου
του (26 Σεπτεμβρίου 1964), αλλά και της επανακομιδής της Τιμίας Κάρας
της Αγίας Ειρήνης από τη γαλλική Μονή «HAUTECOMBE» (εορτάζεται
σήμερα Σάββατο 5 Οκτωβρίου και αύριο Κυριακή 6 στον ομώνυμο Ιερό Ναό Ριγανοκάμπου
όπου φυλάσσεται, η 11η επέτειος)
μας δίνει την ευκαιρία ν΄ ασχοληθούμε με την τιμή που αποδίδει η Εκκλησία
στα Ιερά Λείψανα με βάση την περί ανθρώπου δογματική διδασκαλία
της.
Σύμφωνα
μ΄ αυτή τη διδασκαλία, ο άνθρωπος είναι μία ενιαία ψυχο-σωματική
οντότητα, αφού ψυχή και σώμα είναι δημιουργήματα του Θεού. «Και έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον, χουν
από της γης, και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο
ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν». (Γεν. Β, 7). Στο σημείο αυτό παρατηρούμε
ότι ο άνθρωπος δημιουργείται από το Θεό όχι με το λόγο του, «Και είπεν ο Θεός...»,
όπως έγινε με τα λοιπά δημιουργήματά του, αλλά με ιδιαίτερο τρόπο.
Ενεργεί, δεν διατάσσει, που φανερώνει τη σημασία του Θεού – Πλάστη
στο τελευταίο και τελειότερο επίγειο δημιούργημά του. Και συνεχίζει
η βιβλική παράδοση (Π. Διαθήκη): «Και
είπεν ο Θεός: ποιήσωμεν άνθρωπον κατ΄ εικόνα ημετέραν και καθ΄ ομοίωσιν,
και αρχέτωσαν των ιχθύων της θαλάσσης... και πάσης της γης»
(Γεν. Α, 26). Έτσι, ο άνθρωπος δημιουργείται βασιλιάς και κύριος όλης
της δημιουργίας και το βασικότερο
«εικόνα» του Θεού, δηλ. με θείες ιδιότητες (λογικό, ελευθερία,
αντεξούσιο, κυριαρχικό), που η καλλιέργειά τους θα τον οδηγούσε στο «καθ΄ ομοίωσιν», δηλ. στην, κατά Χάρη, θέωσή του.
Όμως,
η πτώση του ανθρώπου τον οδήγησε στο ν΄ αμαυρώσει το «κατ΄ εικόνα»,
όχι όμως και να το εξαφανίσει, αφού, κατά τον υμνωδό, «...η Χάρις και το κάλλος του Θεανθρώπου,
ο οποίος σαρκούμενος την ρυπωθείσα εικόνα στον άνθρωπο «εις το αρχαίον
αναμορφώσας, τω θείω κάλλει συγκετέμειξε». (Κοντά το της
Κυριακής της Ορθοδοξίας). Και, κατά τον Αγ. Γρηγόριο το Θεολόγο, «Μετέλαβον της εικόνος και ουκ εφύλαξα,
μεταλαμβάνει (ο Κύριος) της εμής εικόνος, ίνα και την εικόνα σώση
και τη σάρκα αθανατίση» (PG. 36,325c).
Η
ενανθρώπηση του Θεού Λόγου, του δευτέρου προσώπου της Αγ. Τριάδος,
σκοπό είχε να επαναφέρει το «κατ΄
εικόνα» στην αρχική του λάμψη, για να μπορέσει ο άνθρωπος και
πάλι να φτάσει στο «καθ΄ ομοίωσιν»,
δηλ. στην κατά χάρη θέωση και σωτηρία.
«Αυτός γαρ ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν» (Μ. Αθανάσιος).
Όταν
η Γραφή γράφει για τον άνθρωπο, δεν διαχωρίζει ψυχή και σώμα, αλλά εννοεί
αυτόν, όπως αναφέρθηκε, ως ενιαία ψυχοσωματική οντότητα, γιατί,
όπως η ψυχή, έτσι και το σώμα είναι συστατικό στοιχείο της ταυτότητας
του ανθρώπου.
Στον
ελληνο-ρωμαϊκό κόσμο το σώμα του ανθρώπου γνώρισε τις δύο ακρότητες:
ειδωλοποίηση – περιφρόνηση. Ο Πλάτων έγραφε ότι «το σώμα εστίν ημίν σήμα» (δηλ. τάφος).
Και ο Πλωτίνος αισθανόταν ντροπή επειδή είχε σώμα.
Στην
Αγ. Γραφή και ιδιαίτερα στη Κ. Διαθήκη το σώμα του ανθρώπου αποκτά
τη δική του θέση και αξία. «Και ο
Λόγος σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν» (Ιω. Α, 14). Δηλ. η ενανθρώπηση
του Λόγου πραγματοποιήθηκε με την
πρόσληψη ολόκληρης της ανθρώπινης φύσης, που συνεπάγεται και της θέωσής
της. Κάθε άλλη διδασκαλία αποτελεί αίρεση που καταδικάστηκε από
την Εκκλησία (Νεστοριανισμός – Μονοφυσιτισμός). Έτσι, σύμφωνα με
τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας, στη θέωση και στη δόξα του
Θεού μετέχει ολόκληρος ο άνθρωπος «ψυχή τε και σώματι». Ο Απόστολος Παύλος γράφει στους Κορινθίους:
«ουκ οίδατε ότι το σώμα υμών ναός του εν υμίν αγίου Πνεύματος εστιν,...
δοξάσατε τον Θεόν εν τω σώματι υμών» (Α΄,6,19). Και, κατά τον Αγ. Μάξιμο
τον Ομολογητή (7ος αι.),
«Εν τω Αναστάντι» το σώμα μας βρήκε την τιμή και τη δόξα δια την
οποία πλάστηκε... Από την Ανάληψη του Κυρίου και εξής ένα πραγματικό
σώμα εγκατοικεί εις τους κόλπους της Αγίας Τριάδος».
Κατά
την Εκκλησία, το ανθρώπινο σώμα, ως δημιούργημα του Θεού, μετέχει
στην άκτιστη Χάρη Του. Και αυτή η «Χάρις»
διατηρείται και μετά το θάνατο του ανθρώπου. Ο π. Βασίλειος Ιβηρίτης,
Προηγούμενος της Ιεράς Μονής Ιβήρων, σημειώνει «...Ο ιερεύς παίρνει το παιδί ολόκληρο ...και το βυθίζει εις το
όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγ. Πνεύματος» στην κολυμβήθρα.
Η Χάρις του Θεού εισέρχεται εις πάντας τους αρμούς, εις νεφρούς και καρδίαν.
Και όχι τώρα κ ο ι ν ο π ο ι ε ί τ α
ι η ύπαρξή μας, αλλά ακόμη και όταν
μπει στον τάφο το σώμα και γίνει χώμα, πάλι η Χάρις αυτή μένει. Γι΄ αυτό,
λέει, ο Αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, ότι η Χάρις του Αγ. Πνεύματος που καθαγιάζει
την ψυχή καθαγιάζει και το σώμα και μένει στα Άγια Λέιψανα».
Κατά
έναν ορισμό «Λείψανον άγιον καλείται το νεκρόν σώμα Αγίου τινός ή
μάρτυρος, ακόμη δε και μέρος ή τμήμα αυτού διατηρούμενον. Εν στενωτέρα
εννοία λείψανα ιερά είναι και αντικείμενα, ή ενδύματα ή αλύσεις,
άτινα οι Άγιοι ζώντες μετεχειρίσθησαν. Ήδη από της εποχής των διωγμών,
ότε ενεφανίσθησαν οι πρώτοι μάρτυρες του Χριστιανισμού, ετιμώντο
υπό των χριστιανών τα λείψανα τούτων» (Θρ. και Ηθ. Εγκυκλοπ, τόμος 8ος, σελ. 219).
Ο Άγιος Γργόριος ο Θεολόγος γράφει: «Οι γαρ άγιοι και
ζώντες πεπληρωμένοι ήσαν Πνεύματος Αγίου. Και τελευτησάντων αυτών
η Χάρις του Αγίου Πνεύματος… ένεστι (μένει) και ταις ψυχαίς και τοις σώμασιν
εν τοις τάφοις… και ταις αγίαις εικόσιν αυτών». Περί του σώματος
της μάρτυρος Αγ. Ιουλίττης (+30 Ιουλίου), ο Μ. Βασίλειος γράφει: «Εν τω καλλίστω προτεμενάσματι (εισόδω)
της πόλεως κείμενον (ενν. σώμα της Αγίας) αγιάζει μεν τον τόπον, αγιάζει
δε τους εις αυτόν συνόντας» (δηλ. ευρισκομένους). Και συμπληρώνει, ότι
όποιος ακουμπά τα Ι. Λείψανα «λαμβάνει τινά μετουσίαν» (δηλ. αγιασμό
και Χάρη). Αλλά και ο Ι. Χρυσόστομος
σημειώνει: «Αι θήκαι των αγίων (ενν. τις λειψανοθήκες) πνευματικής
εισί Χάριτος. Δια τούτο και τα λείψανα των αγίων είασεν (άφησε)
ημίν ο Θεός, βουλόμενος ημάς προς τον αυτόν εκείνοις ζήλον χειραγωγείσαι…».
Μακαρίζει,
ο Ι. Χρυσόστομος, «…την Αντιόχεια, διότι τειχίζεται δια
των Ιερών λειψάνων του Ιγνατίου (Θεοφόρου), άλλοτε δε βέβαιοί τους ακροατές
του ότι ουχί μόνον τα οστά των μαρτύρων, αλλά και οι τάφοι αυτών και οι
λάρνακες πολλών βρύουσιν την ευλογίαν. Δια τούτο και η τιμή προς τα
Ιερά Λείψανα συνεβάδιζε πάντοτε και προς τους τάφους των μαρτύρων».
Αφού, κατά τον ίδιο πατέρα, «και η σκόνη που είναι επάνω στα ιερά λείψανα
θαυματουργεί». Και παρότρυνε τους χριστιανούς να πηγαίνουν συχνά εκεί που βρίσκονται,
να τα ασπάζονται πιστεύοντας ότι τα πνευματοφόρα και χριστοφόρα
λείψανα «και λιμένα τινά παρασχείν και παραμύθιον ασφαλές των αει
καταλαμβανόντων ημάς κακών».
Αλλά και ο Αγ. Κύριλλος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων, αποφαίνεται ότι «και της
ψυχής μη υπαρχούσης εν τω νεκρώ σώματι, έγκειταί τις δύναμις εις τα
σώματα των Αγίων και των μαρτύρων, δια της εν τοσούτοις έτεσιν ενοικήσασαν
εν αυτοίς δικαίαν ψυχήν».
Όπως
φαίνεται, κατά τους αγίους πατέρες τα Ι. Λείψανα των Αγίων είναι «χαριτόβρυτα, μυροφόρα, μυρόβλητα,
θαυματουργά». Πολλοί άγιοι έχουν τους πιο πάνω χαρακτηρισμούς.
Γνωστοί μυρόβλητοι Άγιοι είναι: Ο Άγιος Δημήτριος, ο Άγιος Αχίλλειος
Λαρίσης, ο Όσιος Βάρβαρος ο μυροβλίτης κ.α. Οι Άγιοι Νικόλαος, Σπυρίδων,
Διονύσιος Ζακύνθου, Νεκτάριος Πενταπόλεως φέρουν τον χαρακτηρισμό
του θαυματουργού.
Κατά τον Βασίλειο Ιβηρίτη: «…Τα λείψανα των Αγίων αναδίδουν αενάως την ίδια άκτιστη
μαρμαρυγή, οι τάφοι τους διαχέουν την άρρητη και άκτιστη ευωδία. Το
κάλλος της κατανύξεως, η ευωδία η ουράνιος, γεμίζουν τον χώρο». Αφού,
όπως ο ίδιος αναφέρει, «Η ύλη η αγία, η δοσμένη από τον Θεόν είναι
«έμπλεως» της θείας Χάριτος, κατά τον Άγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό». Και
φέρνει ως παράδειγμα: «Ο Όσιος Δαμιανός του 13ου αιώνα ετάφη μερικά
χιλιόμετρα πέρα από τη Μονή Εσφιγμένου και η ευωδία του αγίου Λειψάνου
του, από τον τάφο μέσα, έφτανε μέχρι το μοναστήρι του Εσφιγμένου».
Ήδη από τον 4ο αιώνα επεκράτησε, κατά τα εγκαίνια ναών, να τοποθετούνται κάτω από
την αγία Τράπεζα λείψανα Αγίων, σύμφωνα με την Αποκάλυψη (Στ΄,
9), που γράφει: «Και ότε ήνοιξεν
την πέμπτην σφραγίδα, είδον υποκάτω του θυσιαστηρίου τας ψυχάς των εσφαγμένων
δια τον λόγον του Θεού και δια την μαρτυρίαν ην είχον».
Η Πράξη αυτή, που
κυρώθηκε με τον 7ο κανόνα της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, έχει
την αρχή της στη συνήθεια να τελείται το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας
επάνω στους τάφους των μαρτύρων, κατά την περίοδο των διωγμών. Αργότερα,
μάλιστα, έκτιζαν τα λεγόμενα «Μαρτύρια»
επάνω στους τάφους των μαρτύρων.
Πολύ
νωρίς, συγχρόνως με την τιμή στη μνήμη των Αγίων, άρχισαν οι πιστοί
να γιορτάζουν με ειδικές ακολουθίες και τη μετακομιδή ή ανακομιδή
των Ι. Λειψάνων τους. «Ούτω κατά το έτος258 τα λείψανα των Αποστόλων
Πέτρου και Παύλου μετεκομίσθησαν εκ των αρχικών τάφων των «επί την οδόν
την ωστίαν», εις ασφαλές μέρος, εν τη κρύπτη του Αγίου Σεβαστιανού…
Η μετακομιδή δε αύτη, γενομένη
πιθανώς την 29ην Ιουνίου 258, έγινε αφορμή να καθορισθή
και η εορτή των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου την 29ην Ιουνίου». Τέτοιες
περιπτώσεις ανακομιδής Ι. Λειψάνων που, επίσης, γιορτάζει η Εκκλησία,
είναι: Του Αγ. Ιγνατίου του Θεοφόρου 29 Ιανουαρίου, του Αγ. Ιω. του
Χρυσοστόμου στις 27 Ιανουαρίου, Αγ. Γερασίμου 16 Αυγούστου και 20 Οκτωβρίου,
και πολλών άλλων Αγίων.
Έτσι,
«πάσαι αι πόλεις εθεώρουν μέγαν
πλούτον την απόκτησιν λειψάνων μαρτύρων, οι εκ τούτων δε προκληθείσαι
ανακομιδαί και καταθέσεις λειψάνων εις τους προς τιμήν των μαρτύρων
ανεγειρομένους ναούς εγίνοντο μετ΄ εξαιρετικών πανηγόρεων»
(Θρ. και Ηθ. Εγκυκλ. τομ. 8ος, σελ. 213).
Από
τα εκτεθέντα αντιλαμβανόμαστε την ευλογία που παρέχει στην τοπική
Εκκλησία της Πάτρας η επανακομιδή της Τιμίας Κάρας και του Σταυρού
του μαρτυρίου του Πρωτοκλήτου των Αποστόλων. Ευλογία όχι μόνο στην
πόλη μας, αλλά και σ΄ ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, αφού, από τους «Δώδεκα», μόνο ο Απόστολος Ανδρέας
μαρτύρησε σ΄ αυτόν.
Ας
προσκυνήσουμε κι εφέτος τον τάφο, τα ιερά του λείψανα και το Σταυρό
του μαρτυρίου του με την παράκληση να μας ευλογεί και να πρεσβεύει
στον Κύριο να δώσει λύση όχι μόνο στα προσωπικά μας προβλήματα, αλλά
και σ΄ αυτά που αντιμετωπίζει η χώρα μας.
Η επανακομιδή της Τιμίας
Κάρας του Πρωτοκλήτου από τη Ρώμη στην Πάτρα, την πόλη του μαρτυρίου
του (26 Σεπτεμβρίου 1964), αλλά και της επανακομιδής της Τιμίας Κάρας
της Αγίας Ειρήνης από τη γαλλική Μονή «HAUTECOMBE» (εορτάζεται
σήμερα Σάββατο 5 Οκτωβρίου και αύριο Κυριακή 6 στον ομώνυμο Ιερό Ναό Ριγανοκάμπου
όπου φυλάσσεται, η 11η επέτειος)
μας δίνει την ευκαιρία ν΄ ασχοληθούμε με την τιμή που αποδίδει η Εκκλησία
στα Ιερά Λείψανα με βάση την περί ανθρώπου δογματική διδασκαλία
της.
Σύμφωνα
μ΄ αυτή τη διδασκαλία, ο άνθρωπος είναι μία ενιαία ψυχο-σωματική
οντότητα, αφού ψυχή και σώμα είναι δημιουργήματα του Θεού. «Και έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον, χουν
από της γης, και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο
ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν». (Γεν. Β, 7). Στο σημείο αυτό παρατηρούμε
ότι ο άνθρωπος δημιουργείται από το Θεό όχι με το λόγο του, «Και είπεν ο Θεός...»,
όπως έγινε με τα λοιπά δημιουργήματά του, αλλά με ιδιαίτερο τρόπο.
Ενεργεί, δεν διατάσσει, που φανερώνει τη σημασία του Θεού – Πλάστη
στο τελευταίο και τελειότερο επίγειο δημιούργημά του. Και συνεχίζει
η βιβλική παράδοση (Π. Διαθήκη): «Και
είπεν ο Θεός: ποιήσωμεν άνθρωπον κατ΄ εικόνα ημετέραν και καθ΄ ομοίωσιν,
και αρχέτωσαν των ιχθύων της θαλάσσης... και πάσης της γης»
(Γεν. Α, 26). Έτσι, ο άνθρωπος δημιουργείται βασιλιάς και κύριος όλης
της δημιουργίας και το βασικότερο
«εικόνα» του Θεού, δηλ. με θείες ιδιότητες (λογικό, ελευθερία,
αντεξούσιο, κυριαρχικό), που η καλλιέργειά τους θα τον οδηγούσε στο «καθ΄ ομοίωσιν», δηλ. στην, κατά Χάρη, θέωσή του.
Όμως,
η πτώση του ανθρώπου τον οδήγησε στο ν΄ αμαυρώσει το «κατ΄ εικόνα»,
όχι όμως και να το εξαφανίσει, αφού, κατά τον υμνωδό, «...η Χάρις και το κάλλος του Θεανθρώπου,
ο οποίος σαρκούμενος την ρυπωθείσα εικόνα στον άνθρωπο «εις το αρχαίον
αναμορφώσας, τω θείω κάλλει συγκετέμειξε». (Κοντά το της
Κυριακής της Ορθοδοξίας). Και, κατά τον Αγ. Γρηγόριο το Θεολόγο, «Μετέλαβον της εικόνος και ουκ εφύλαξα,
μεταλαμβάνει (ο Κύριος) της εμής εικόνος, ίνα και την εικόνα σώση
και τη σάρκα αθανατίση» (PG. 36,325c).
Η
ενανθρώπηση του Θεού Λόγου, του δευτέρου προσώπου της Αγ. Τριάδος,
σκοπό είχε να επαναφέρει το «κατ΄
εικόνα» στην αρχική του λάμψη, για να μπορέσει ο άνθρωπος και
πάλι να φτάσει στο «καθ΄ ομοίωσιν»,
δηλ. στην κατά χάρη θέωση και σωτηρία.
«Αυτός γαρ ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν» (Μ. Αθανάσιος).
Όταν
η Γραφή γράφει για τον άνθρωπο, δεν διαχωρίζει ψυχή και σώμα, αλλά εννοεί
αυτόν, όπως αναφέρθηκε, ως ενιαία ψυχοσωματική οντότητα, γιατί,
όπως η ψυχή, έτσι και το σώμα είναι συστατικό στοιχείο της ταυτότητας
του ανθρώπου.
Στον
ελληνο-ρωμαϊκό κόσμο το σώμα του ανθρώπου γνώρισε τις δύο ακρότητες:
ειδωλοποίηση – περιφρόνηση. Ο Πλάτων έγραφε ότι «το σώμα εστίν ημίν σήμα» (δηλ. τάφος).
Και ο Πλωτίνος αισθανόταν ντροπή επειδή είχε σώμα.
Στην
Αγ. Γραφή και ιδιαίτερα στη Κ. Διαθήκη το σώμα του ανθρώπου αποκτά
τη δική του θέση και αξία. «Και ο
Λόγος σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν» (Ιω. Α, 14). Δηλ. η ενανθρώπηση
του Λόγου πραγματοποιήθηκε με την
πρόσληψη ολόκληρης της ανθρώπινης φύσης, που συνεπάγεται και της θέωσής
της. Κάθε άλλη διδασκαλία αποτελεί αίρεση που καταδικάστηκε από
την Εκκλησία (Νεστοριανισμός – Μονοφυσιτισμός). Έτσι, σύμφωνα με
τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας, στη θέωση και στη δόξα του
Θεού μετέχει ολόκληρος ο άνθρωπος «ψυχή τε και σώματι». Ο Απόστολος Παύλος γράφει στους Κορινθίους:
«ουκ οίδατε ότι το σώμα υμών ναός του εν υμίν αγίου Πνεύματος εστιν,...
δοξάσατε τον Θεόν εν τω σώματι υμών» (Α΄,6,19). Και, κατά τον Αγ. Μάξιμο
τον Ομολογητή (7ος αι.),
«Εν τω Αναστάντι» το σώμα μας βρήκε την τιμή και τη δόξα δια την
οποία πλάστηκε... Από την Ανάληψη του Κυρίου και εξής ένα πραγματικό
σώμα εγκατοικεί εις τους κόλπους της Αγίας Τριάδος».
Κατά
την Εκκλησία, το ανθρώπινο σώμα, ως δημιούργημα του Θεού, μετέχει
στην άκτιστη Χάρη Του. Και αυτή η «Χάρις»
διατηρείται και μετά το θάνατο του ανθρώπου. Ο π. Βασίλειος Ιβηρίτης,
Προηγούμενος της Ιεράς Μονής Ιβήρων, σημειώνει «...Ο ιερεύς παίρνει το παιδί ολόκληρο ...και το βυθίζει εις το
όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγ. Πνεύματος» στην κολυμβήθρα.
Η Χάρις του Θεού εισέρχεται εις πάντας τους αρμούς, εις νεφρούς και καρδίαν.
Και όχι τώρα κ ο ι ν ο π ο ι ε ί τ α
ι η ύπαρξή μας, αλλά ακόμη και όταν
μπει στον τάφο το σώμα και γίνει χώμα, πάλι η Χάρις αυτή μένει. Γι΄ αυτό,
λέει, ο Αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, ότι η Χάρις του Αγ. Πνεύματος που καθαγιάζει
την ψυχή καθαγιάζει και το σώμα και μένει στα Άγια Λέιψανα».
Κατά
έναν ορισμό «Λείψανον άγιον καλείται το νεκρόν σώμα Αγίου τινός ή
μάρτυρος, ακόμη δε και μέρος ή τμήμα αυτού διατηρούμενον. Εν στενωτέρα
εννοία λείψανα ιερά είναι και αντικείμενα, ή ενδύματα ή αλύσεις,
άτινα οι Άγιοι ζώντες μετεχειρίσθησαν. Ήδη από της εποχής των διωγμών,
ότε ενεφανίσθησαν οι πρώτοι μάρτυρες του Χριστιανισμού, ετιμώντο
υπό των χριστιανών τα λείψανα τούτων» (Θρ. και Ηθ. Εγκυκλοπ, τόμος 8ος, σελ. 219).
Ο Άγιος Γργόριος ο Θεολόγος γράφει: «Οι γαρ άγιοι και ζώντες
πεπληρωμένοι ήσαν Πνεύματος Αγίου. Και τελευτησάντων αυτών η Χάρις
του Αγίου Πνεύματος… ένεστι (μένει) και ταις ψυχαίς και τοις σώμασιν
εν τοις τάφοις… και ταις αγίαις εικόσιν αυτών». Περί του σώματος
της μάρτυρος Αγ. Ιουλίττης (+30 Ιουλίου), ο Μ. Βασίλειος γράφει: «Εν τω καλλίστω προτεμενάσματι (εισόδω)
της πόλεως κείμενον (ενν. σώμα της Αγίας) αγιάζει μεν τον τόπον, αγιάζει
δε τους εις αυτόν συνόντας» (δηλ. ευρισκομένους). Και συμπληρώνει, ότι
όποιος ακουμπά τα Ι. Λείψανα «λαμβάνει τινά μετουσίαν» (δηλ. αγιασμό
και Χάρη). Αλλά και ο Ι. Χρυσόστομος
σημειώνει: «Αι θήκαι των αγίων (ενν. τις λειψανοθήκες) πνευματικής
εισί Χάριτος. Δια τούτο και τα λείψανα των αγίων είασεν (άφησε)
ημίν ο Θεός, βουλόμενος ημάς προς τον αυτόν εκείνοις ζήλον χειραγωγείσαι…».
Μακαρίζει,
ο Ι. Χρυσόστομος, «…την Αντιόχεια, διότι τειχίζεται δια
των Ιερών λειψάνων του Ιγνατίου (Θεοφόρου), άλλοτε δε βέβαιοί τους ακροατές
του ότι ουχί μόνον τα οστά των μαρτύρων, αλλά και οι τάφοι αυτών και οι
λάρνακες πολλών βρύουσιν την ευλογίαν. Δια τούτο και η τιμή προς τα
Ιερά Λείψανα συνεβάδιζε πάντοτε και προς τους τάφους των μαρτύρων».
Αφού, κατά τον ίδιο πατέρα, «και η σκόνη που είναι επάνω στα ιερά λείψανα
θαυματουργεί». Και παρότρυνε τους χριστιανούς να πηγαίνουν συχνά εκεί που βρίσκονται,
να τα ασπάζονται πιστεύοντας ότι τα πνευματοφόρα και χριστοφόρα
λείψανα «και λιμένα τινά παρασχείν και παραμύθιον ασφαλές των αει
καταλαμβανόντων ημάς κακών».
Αλλά και ο Αγ. Κύριλλος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων, αποφαίνεται ότι «και της
ψυχής μη υπαρχούσης εν τω νεκρώ σώματι, έγκειταί τις δύναμις εις τα
σώματα των Αγίων και των μαρτύρων, δια της εν τοσούτοις έτεσιν ενοικήσασαν
εν αυτοίς δικαίαν ψυχήν».
Όπως
φαίνεται, κατά τους αγίους πατέρες τα Ι. Λείψανα των Αγίων είναι «χαριτόβρυτα, μυροφόρα, μυρόβλητα,
θαυματουργά». Πολλοί άγιοι έχουν τους πιο πάνω χαρακτηρισμούς.
Γνωστοί μυρόβλητοι Άγιοι είναι: Ο Άγιος Δημήτριος, ο Άγιος Αχίλλειος
Λαρίσης, ο Όσιος Βάρβαρος ο μυροβλίτης κ.α. Οι Άγιοι Νικόλαος, Σπυρίδων,
Διονύσιος Ζακύνθου, Νεκτάριος Πενταπόλεως φέρουν τον χαρακτηρισμό
του θαυματουργού.
Κατά τον Βασίλειο Ιβηρίτη: «…Τα λείψανα των Αγίων αναδίδουν αενάως την ίδια άκτιστη
μαρμαρυγή, οι τάφοι τους διαχέουν την άρρητη και άκτιστη ευωδία. Το
κάλλος της κατανύξεως, η ευωδία η ουράνιος, γεμίζουν τον χώρο». Αφού,
όπως ο ίδιος αναφέρει, «Η ύλη η αγία, η δοσμένη από τον Θεόν είναι
«έμπλεως» της θείας Χάριτος, κατά τον Άγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό». Και
φέρνει ως παράδειγμα: «Ο Όσιος Δαμιανός του 13ου αιώνα ετάφη μερικά
χιλιόμετρα πέρα από τη Μονή Εσφιγμένου και η ευωδία του αγίου Λειψάνου
του, από τον τάφο μέσα, έφτανε μέχρι το μοναστήρι του Εσφιγμένου».
Ήδη από τον 4ο αιώνα επεκράτησε, κατά τα εγκαίνια ναών, να τοποθετούνται κάτω από
την αγία Τράπεζα λείψανα Αγίων, σύμφωνα με την Αποκάλυψη (Στ΄,
9), που γράφει: «Και ότε ήνοιξεν
την πέμπτην σφραγίδα, είδον υποκάτω του θυσιαστηρίου τας ψυχάς των εσφαγμένων
δια τον λόγον του Θεού και δια την μαρτυρίαν ην είχον».
Η Πράξη αυτή, που
κυρώθηκε με τον 7ο κανόνα της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, έχει
την αρχή της στη συνήθεια να τελείται το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας
επάνω στους τάφους των μαρτύρων, κατά την περίοδο των διωγμών. Αργότερα,
μάλιστα, έκτιζαν τα λεγόμενα «Μαρτύρια»
επάνω στους τάφους των μαρτύρων.
Πολύ
νωρίς, συγχρόνως με την τιμή στη μνήμη των Αγίων, άρχισαν οι πιστοί
να γιορτάζουν με ειδικές ακολουθίες και τη μετακομιδή ή ανακομιδή
των Ι. Λειψάνων τους. «Ούτω κατά το έτος258 τα λείψανα των Αποστόλων
Πέτρου και Παύλου μετεκομίσθησαν εκ των αρχικών τάφων των «επί την οδόν
την ωστίαν», εις ασφαλές μέρος, εν τη κρύπτη του Αγίου Σεβαστιανού…
Η μετακομιδή δε αύτη, γενομένη
πιθανώς την 29ην Ιουνίου 258, έγινε αφορμή να καθορισθή
και η εορτή των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου την 29ην Ιουνίου». Τέτοιες
περιπτώσεις ανακομιδής Ι. Λειψάνων που, επίσης, γιορτάζει η Εκκλησία,
είναι: Του Αγ. Ιγνατίου του Θεοφόρου 29 Ιανουαρίου, του Αγ. Ιω. του
Χρυσοστόμου στις 27 Ιανουαρίου, Αγ. Γερασίμου 16 Αυγούστου και 20 Οκτωβρίου,
και πολλών άλλων Αγίων.
Έτσι,
«πάσαι αι πόλεις εθεώρουν μέγαν
πλούτον την απόκτησιν λειψάνων μαρτύρων, οι εκ τούτων δε προκληθείσαι
ανακομιδαί και καταθέσεις λειψάνων εις τους προς τιμήν των μαρτύρων
ανεγειρομένους ναούς εγίνοντο μετ΄ εξαιρετικών πανηγόρεων»
(Θρ. και Ηθ. Εγκυκλ. τομ. 8ος, σελ. 213).
Από
τα εκτεθέντα αντιλαμβανόμαστε την ευλογία που παρέχει στην τοπική
Εκκλησία της Πάτρας η επανακομιδή της Τιμίας Κάρας και του Σταυρού
του μαρτυρίου του Πρωτοκλήτου των Αποστόλων. Ευλογία όχι μόνο στην
πόλη μας, αλλά και σ΄ ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, αφού, από τους «Δώδεκα», μόνο ο Απόστολος Ανδρέας
μαρτύρησε σ΄ αυτόν.
Ας προσκυνήσουμε κι εφέτος τον τάφο, τα ιερά του λείψανα
και το Σταυρό του μαρτυρίου του με την παράκληση να μας ευλογεί και να
πρεσβεύει στον Κύριο να δώσει λύση όχι μόνο στα προσωπικά μας προβλήματα,
αλλά και σ΄ αυτά που αντιμετωπίζει η χώρα μας.
Εφημερίδα "Ο ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟΣ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου