Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014

Ο Α­χαιός Ιε­ράρ­χης Ιω­νάς Κων­στα­ντι­νί­δης - Παναγιώτης Μαρτίνης

Ο Α­χαιός Ιε­ράρ­χης 
Ιω­νάς Κων­στα­ντι­νί­δης 
(1764-1853)

Του Παναγιώτου Σ. Μαρ­τί­νη, Δρ. Θ.

Εί­ναι α­λή­θεια ό­τι η Εκ­κλη­σί­α στα τε­τρα­κό­σια χρό­νια της σκλη­ρής σκλα­βιάς και της υ­πο­τα­γής μας στην τό­τε με­γά­λη Ο­θω­μα­νι­κή αυ­το­κρα­το­ρί­α, ως στορ­γι­κή μη­τέ­ρα συ­γκέ­ντρω­σε και έ­νω­σε κά­τω α­πό τις προ­στα­τευ­τι­κέξ φτε­ρού­γες της, ως «η όρ­νις τα νο­σί­α ε­αυ­τής», κλή­ρο και λα­ό ο­δη­γώ­ντας τους στο με­γά­λο σκο­πό, στην ι­δέ­α της ε­λευ­θε­ρί­ας. Έ­πρε­πε να μεί­νει ά­γρυ­πνη η συ­νεί­δη­ση του Γέ­νους δια μέ­σου της γλώσ­σας, της θρη­σκεί­ας, της παι­δεί­ας, των πα­ρα­δό­σε­ων, των η­θών και ε­θί­μων. Και το πέ­τυ­χε η Εκ­κλη­σί­α με ό­λα τα μέ­λη της, με το λα­ό, με την κλε­φτου­ριά, τους λο­γά­δες, τους αρ­χιε­ρείς, τον ο­λι­γο­γράμ­μα­το πα­πά, τον κα­λό­γε­ρο. Στο βι­βλί­ο του «Τουρ­κο­κρα­τί­α» ο π. Γ. Με­ταλ­λη­νός ση­μειώ­νει: «Τον 160 και 170 αι. με­ρι­κοί πα­τριάρ­χαι και μη­τρο­πο­λί­ται έ­λα­βον μέ­ρος α­προ­κά­λυ­πτα σε ε­ξε­γέρ­σεις...». Και ο π. Πέ­τρος Κα­ρο­λί­δης στην Ι­στο­ρί­α του ε­πα­να­λαμ­βά­νει: «Ε­πτά Οι­κου­με­νι­κοί Πα­τριάρ­χαι ε­θα­να­τώ­θη­σαν, κα­τά τον α­γριό­τε­ρον τρό­πον διαρ­κού­σης της 17ην ε­κα­το/δος. Ε­πτά κο­ρυ­φαί της Ελ­λα­δι­κής Εκ­κλη­σί­α; προ­σέ­φε­ραν ε­αυ­τούς θυ­σί­αν εις το Γέ­νος». Αλ­λά και ο Γ. Σκα­ρί­μπας, που πολ­λά έ­γρα­ψε σε βά­ρος του κλή­ρου και ι­δί­ως των αρ­χιε­ρέ­ων για τον ρό­λο τους στον α­γώ­να, πα­ρα­δέ­χε­ται ό­τι: «Η Φι­λι­κή Ε­ται­ρεί­α στο «κόλ­πο» εί­χε μυ­ή­σει ό­λους σχε­δόν τους πα­λαιο­ελ­λα­δί­τες κο­τσα­μπά­ση­δες και προ­πα­ντός τους δε­σπoτά­δες».
Εί­ναι, ε­πί­σης γνω­στόν, ό­τι ο Φι­λι­κός Ιω.Φαρ­μά­κης ε­μύ­η­σε στην Eται­ρεί­α τoν Πα­τριάρ­χη Γρη­γό­ριο Ε’, ό­ταν ο τε­λευ­ταί­ος βρι­σκό­ταν αυ­το­ε­ξό­ρι­στος στο Άγ. Ό­ρος. Τέ­λος, ο Φω­τά­κος, ο πρώ­τος υ­πα­σπι­στή ς του Θ. Κο­λο­κο­τρώ­νη, στο έρ­γο του «Βί­οι Πε­λο­πον­νη­σί­ων αν­δρών» μας δί­νει ε­πι­γραμ­μα­τι­κά βα­σι­κά στοι­χεί­α για τη ζω­ή και τη δρά­ση ο­ρι­σμέ­νων α­γω­νι­στών ε­πι­σκό­πων. Έ­τσι, για τον Π. Πα­τρών Γερ­μα­νό γρά­φει: «Ού­τος ο έν­δο­ξος αρ­χιε­ρεύς πρώ­τος των άλ­λων ε­τόλ­μη­σε να ψά­λη το «Α­να­στή­τω­σαν οι Έλ­λη­νες...». Και συ­νε­χί­ζει: «ο Κα­λα­βρυ­τι­νός ε­πί­σκο­πος Χρι­στια­νου­πό­λε­ως Γερ­μα­νός... ε­φυ­λα­κί­σθη εις την Τρι­πο­λι­τσάν ...κι ε­κεί ε­ντός των φυ­λα­κών α­πέ­θα­νε». Α­κό­μη, ο Κερ­νί­τσης και Κα­λα­βρύ­των Προ­κό­πιος ... έ­γι­νε χρή­σι­μος πα­ρα­κι­νών τους ε­ντο­πί­ους Κα­λα­βρυ­τι­νούς να ε­πα­να­στα­τή­σουν εν­θου­σιά­ζων τους πά­ντας και συ­νο­δεύ­ων αυ­τούς με τας ευ­χάς του εις τον πό­λε­μον”. Για τον ε­πί­σκο­πο Δα­μα­λών Ιω­νά Κων­στα­ντι­νί­δη, που η ζω­ή και η δρά­ση του θα μας α­πα­σχο­λή­σει στη συ­νέ­χεια, ση­μειώ­νει: «Ού­τος ...κατ’ αρ­χάς ευ­ρε­θείς εις τα Μέ­γα­ρα πο­λύ ε­χρη­σί­μευ­σεν εμ­ψυ­χώ­νων ...και φρο­ντί­ζων να πο­λιορ­κη­θή το Φρού­ριον της Κο­ρίν­θου, α­πο­στέλ­λων ε­κεί τους Με­γα­ρί­τας και άλ­λους, ε­φά­νη δε καθ’ ό­λα ω­φέ­λι­μος μέ­χρις ε­ντε­λούς α­πο­κα­τα­στά­σε­ως του Έ­θνους».
Ο τε­λευ­ταί­ος αυ­τός έ­παι­νος του Φω­τά­κου για τον Ε­πί­σκο­πο Ιω­νά Κων­στα­ντι­νί­δη, ας α­πο­τε­λέ­σει την ει­σα­γω­γή για να σκια­γρα­φή­σου­με τη ζω­ή και τη δρά­ση του Α­χαιού - Κα­λα­βρυ­τι­νού α­γω­νι­στή, ό­χι και τό­σο γνω­στού σε ό­λους μας, ο ο­ποί­ος έ­δω­σε τα πά­ντα για την πα­τρί­δα και την ε­λευ­θε­ρί­α της και έ­λα­βε ως α­ντα­μοι­βή τη φτώ­χεια, το διωγ­μό και την τα­πεί­νω­ση.
Ο Ε­πί­σκο­πος Ιω­νάς Κων­στα­ντι­νί­δης γεν­νή­θη­κε το 1764/65 στους Ά­νω Λοσoύς (Σου­δε­νά) ή συ­νοι­κί­α «Θε­ο­τό­κος», ό­πως τό­τε ο­νο­μα­ζό­ταν, των Κα­λα­βρύ­των. Ο   σύγ­χο­νός του ι­στο­ρι­κός, ε­πί­σης Κα­λα­βρυ­τι­νός α­γω­νι­στής, Αμ­βρό­σιος Φρα­ντζής, στο έρ­γο του «Ι­στο­ρί­α της α­να­γεν­νη­θεί­σης Ελ­λά­δος» (1839), ως προς την κα­τα­γω­γή του Ιω­νά, γρά­φει: «Ιω­νάς, ο Ε­πί­σκο­πος Δα­μα­λών, Πε­λο­πον­νή­σιος εκ της ε­παρ­χί­ας Κα­λα­βρύ­των ... ε­φά­νη στα­θε­ρός και ω­φέ­λι­μος καθ’ ό­λα εις την α­νά­στα­σιν της πα­τρί­δος».
Μί­α δεύ­τε­ρη μαρ­τυ­ρί­α βρί­σκε­ται σε «ση­μεί­ω­μα», που σώ­ζε­ται στο «αρ­χεί­ο» του ι­στο­ρι­κού Ιω. Φι­λή­μο­να (1789-1894), στο ο­ποί­ο χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται 25 αρ­χιε­ρείς της ε­πο­χής ε­κεί­νης. Για τον Ιω­νά α­να­γρά­φο­νται: «ο πρώ­ην Δα­μα­λών Ιω­νάς, Κα­λα­βρυ­τι­νός, κε­χει­ρο­τό­νει­ται ε­πί­σκο­πος κα­τά το 801 (1801) ε­σχά­τως έ­λα­βε και την ε­πι­σκο­πήν Αρ­γο­λί­δος το­πο­τη­ρη­τι­κώς». Τε­λε­ταί­α σώ­ζε­ται μί­α ε­πι­στο­λή που έ­στει­λε α­πό την Α­με­ρι­κή ο Γ. Σπα­νός ή Σπα­νό­που­λος, α­πό­γο­νος του Ιω­νά, στον α­εί­μνη­στο Πρω­το­πρε­σβύ­τε­ρο π. Νικ. Πα­πα­δό­που­λο, ε­πί­σης Κα­λα­βρυ­τι­νό, ε­φη­μέ­ριο τό­τε στον Αγ. Γε­ώρ­γιο Κα­ρύ­τση. Αυ­τή η ε­πι­στο­λή εί­ναι εν­δια­φέ­ρου­σα για τη μας δί­νει και άλ­λα στοι­χεί­α για τον Ιω­νά. Φέ­ρει η­με­ρο­μη­νί­α 19 Αυ­γού­στου 1940. Σ’ αυ­τή α­να­φέ­ρο­νται, με­τα­ξύ άλ­λων, τα ε­ξής:
 Αι­δε­σι­μώ­τα­τε, ... Ε­πει­δή εκ μη­τρι­κής πα­ρα­δό­σε­ως μου έ­χει δο­θή η ε­λευ­θε­ρί­α να πι­στεύ­ω, ό­τι εί­μαι α­πό­γο­νος της οι­κο­γε­νεί­ας, εξ ης κα­τή­γε­το ο Ιω­νάς (εκ τον της μη­τρός... γέ­νους) ... θα σας δώ­σω ε­νταύ­θα, ε­κεί­να που θε­τι­κώς γνω­ρί­ζω πε­ρί Ιω­νά. Ό­ταν  ή­μην μι­κρός..., εν­θυ­μού­μαι ό­τι η για­γιά μου ή η θεί­α μου, ή η μη­τέ­ρα μου, μου εί­χαν εί­πει, ό­τι ό­ταν ο Ό­θων ήλ­θεν εις την Ελ­λά­δα έ­δω­σε τον όρ­κο του ως βα­σι­λεύς εις έ­να εκ «των θεί­ων μου». Αλ­λά ή­μην πο­λύ μι­κρός, ό­πως α­ντι­λη­φθώ την α­ξί­αν της πλη­ρο­φο­ρί­ας ... Την πα­ρελ­θού­σαν ε­βδο­μά­δα ό­μως με ε­πε­σκέ­φθη κά­ποιος θεί­ος μου, α­δελ­φός της μη­τρός μου, ό­στις μου ε­πέ­δει­ξε με­ρι­κά α­νε­κτί­μη­τα έγ­γρα­φα, με­τα­ξύ των ο­ποί­ων συ­γκα­τα­λέ­γο­νται: 1) Ι­διό­γρα­φος ε­πι­στο­λή του Κυ­βερ­νή­του Ιω. Κα­πο­δί­στρια προς τον Ιω­νάν, υ­πό η­με­ρο­μη­νί­αν 23 Ιου­λί­ου 1830, δια της ο­ποί­ας του αγ­γέλ­λει, ό­τι ε­διω­ρί­σθη ...Το­τη­ρη­τής Ναυ­πλί­ου. 2) Την σφρα­γί­δα του Ιω­νά ... 3) Α­ντί­γρα­φο δια­τάγ­μα­τος του Ιω­νά, ως Υ­πουρ­γού της θρη­σκεί­ας υ­πο­γε­γραμ­μέ­νον ως «Δα­μα­λών Ιω­νάς» υ­πό η­με­ρο­μη­νί­αν Ο­κτω­βρί­ου 1825 ... ».
Σε δεύ­τε­ρη ε­πι­στο­λή του ο Γ. Σπα­νό­που­λος στον π. Νικ. Πα­πα­δό­που­λο γρά­φει, ό­τι «ο Ιω­σήφ Κων­στα­ντι­νί­δης, α­νη­ψιός του Ιω­νά, εκ­παι­δεύ­τη­κε στη Μ. του Γέ­νους Σχο­λή, δα­πά­ναις του Ιω­νά, ο ο­ποί­ος (Ιω­σήφ) ε­διω­ρί­σθη Ε­πί­σκο­πος Γυ­θεί­ου την 21ην Ιου­λί­ου 1859...)». Και συ­μπλη­ρώ­νει: “...Ό­ταν οι δύ­ο δε­σπο­τά­δες α­πήλ­θον εις Κύ­ριον, τα υ­πάρ­χο­ντά των πε­ρι­ήλ­θον εις την κα­το­χή του πάπ­που μου Κων­στα­ντί­νου. Αι δύ­ο θυ­γα­τέ­ρες του Ευ­φρο­σύ­νη( μή­τηρ μου ) και Α­σπα­σί­α ε­πή­ραν ε­κά­στη τα ε­γκόλ­πια των δε­σπο­τά­δων. Η μεν μη­τέ­ρα μου το του Ιω­νά, η δε Α­σπα­σί­α το του Ιω­σήφ. Η μη­τέ­ρα μου έ­δω­κεν «ως φυ­λα­χτά­ρι» το ε­γκώλ­πιον του Iω­νά...».
Τέ­λος, υ­πάρ­χουν δύ­ο Πα­τριαρ­χι­κά - Συ­νο­δι­κά έγ­γρα­φα με χρο­νο­λο­γί­α 1809 το πρώ­το, ε­πί Πα­τριάρ­χου Καλ­λι­νί­κου Δ’, και 1810 το δεύ­τε­ρο, ε­πί Πα­τριάρ­χου Ιε­ρε­μί­α Δ΄, που βρέ­θη­καν στο αρ­χεί­ο του α­εί­μνη­στου Γυ­μνα­σιάρ­χη Κα­λα­βρύ­των Α­ντ. Οι­κο­νό­μου, που ε­κτε­λέ­στη­κε κι αυ­τός α­πό τους Γερ­μα­νούς στις 13 Δε­κεμ­βρί­ου1943, που πι­στο­ποιούν ό­τι ο Ιω­νάς, ως ε­πί­σκο­πος Δα­μα­λών, ε­πλή­ρω­νε τους λε­γό­με­νους . Κυ­βερ­νη­τι­κούς και Πα­τριαρ­χι­κούς Φό­ρους.Ο­πωσ­δή­πο­τε για την προ­ε­πα­να­στα­τι­κή ζω­ή και δρά­ση του Ιω­νά λί­γα πράγ­μα­τα γνω­ρί­ζου­με.
Κατ΄ αρ­χήν φαί­νε­ται ό­τι υ­πήρ­ξε μο­να­χός στην Ι. μο­νή του Μ. Σπη­λαί­ου, α­φού στο Μο­να­χο­λό­γιό της πολ­λοί μο­να­χοί φέ­ρο­νται με το ό­νο­μα Ιω­νάς και με το ε­πί­θε­το Κων­στα­ντι­νί­δης.
Τα ε­πί­ση­μα στοι­χεί­α που δια­θέ­του­με μας ο­δη­γούν στο έ­τος 1801, ό­ταν ο Ιω­νάς σε η­λι­κί­α 37 ε­τών χει­ρο­το­νεί­ται ε­πί­σκο­πος Δα­μα­λών και Πε­διά­δος α­πό τον μη­τρο­πο­λί­τη Κο­ρίν­θου Ζα­χα­ρί­α, στη μη­τρό­πο­λη του ο­ποί­ου υ­πα­γό­ταν και η ε­πι­σκο­πή Δα­μα­λών, η ο­ποί­α πε­ριε­λάμ­βα­νε τους τ. Δή­μους Τροι­ζη­νί­ας, Ε­πι­δαύρoυ και Λυ­γου­ριού.
Έ­να άλ­λο στοι­χεί­ο α­πό την προ-ε­πα­να­στα­τι­κή δρά­ση του Ιω­νά εί­ναι η μύ­η­σή του στη Φι­λι­κή Ε­ται­ρεί­α. Ο Γ. Ρώ­μας, Δρ. Θ., στο βι­βλί­ο του «Ι­στο­ρί­α της Μο­νής Κα­λα­μί­ου Ναυ­πλί­ας “ση­μειώ­νει”: Ο Δα­μα­λών Ιω­νάς, γνω­στός υ­πό την ε­πω­νυ­μί­αν Kων­στα­ντι­νί­δης α­πό τα Σου­δε­νά Κα­λα­βρύ­των - ε­μυ­ή­θη εις την Φι­λι­κή Ε­ται­ρεί­αν το 1819, δια του Θε­ο­χά­ρη Ρέ­ντη, προ­φα­νώς εις την Κό­ριν­θον ... ». Μά­λι­στα στη Μ.Μ.Ε. του «Πυρ­σού» δια­βά­ζου­με ό­τι ο Ιω­νάς ε­μύ­η­σε στη μυ­στι­κή δρά­ση της Ε­ται­ρεί­ας και πολ­λούς Πο­ριώ­τες, α­φού, ό­πως φαί­νε­ται, ο Πό­ρος ή­ταν έ­δρα της Ε­πι­σκο­πής του.
Ό­μως, η ό­λη δρά­ση του Ιω­νά, ε­θνι­κή και εκ­κλη­σια­στι­κή, α­να­πτύσ­σε­ται κα­τά την ε­πα­να­στα­τι­κή πε­ρί­ο­δο και με­τά.
Ο Ιω­νάς, ως μέ­λος πολ­λών εκ­κλη­σια­στι­κών ε­πι­τρο­πών, ως Υ­πουρ­γός της Θρη­σκεί­ας και αρ­γό­τε­ρα ως μέ­λος της Ι. Συ­νό­δου, ερ­γά­στη­κε για την α­ντι­με­τώ­πι­ση πολ­λών προ­βλη­μά­των αυ­τής της πε­ριό­δου, κυ­ρί­ως για τη διοι­κη­τι­κή ορ­γά­νω­ση της Εκ­κλη­σί­ας, κα­θώς και για τις διά­φο­ρες θρη­σκευ­τι­κό; προ­πα­γάν­δες και τις ξέ­νες ιε­ρα­πο­στο­λές που κυ­ριο­λε­κτι­κά α­λώ­νι­ζαν στον Ελ­λα­δι­κό χώ­ρο.
Πα­ράλ­λη­λα ο Ιω­νάς ερ­γά­στη­κε δρα­στή­ρια και για τα ε­θνι­κά μας θέ­μα­τα. Σύμ­φω­να με τους ι­στο­ρι­κού: «Έν­θερ­μος πα­τριώ­της, έ­λα­βεν ε­νερ­γόν μέ­ρος εκ των πρώ­των κα­τά την πε­ρί­ο­δον της Eλλη­νι­κής Eπα­να­στά­σε­ως, ε­πι­δεί­ξας α­φά­ντα­στον δρα­στη­ριό­τη­τα».
Για τη με­γά­λη ε­θνι­κή δρά­ση του Ιω­νά γρά­φουν ό­λοι οι ι­στο­ρι­κοί της Ε­πα­νά­στα­σης, ό­πως ο Χρυ­σαν­θό­που­λος ή Φω­τά­κος, ο Αμ­βρό­σιος Φρα­ντζής, ο Ιω. Φι­λή­μων, ο Νικ. Σπη­λιά­δης, ο Διο­νύ­σιος Κόκ­κι­νος κ.ά. Κα­τά τις πλη­ρο­φο­ρί­ες και άλ­λου ι­στο­ρι­κού, «ο Ιω­νάς έ­λα­βε ε­νερ­γόν μέ­ρος εις τον ε­πα­να­στα­τι­κόν α­γώ­να, ως αρ­χη­γός ε­ξα­κο­σί­ων ο­πλο­φό­ρων και α­κό­μη εί­ναι α­να­γνω­ρι­σμέ­νη η συμ­με­το­χή του εις μά­χας δια την κα­τά­λη­ψιν της Κο­ρίν­θου Α­κρο­κο­ρίν­θου. Εις την πρώ­την μά­λι­στα, πο­λιορ­κί­α, ε­κιν­δύ­νευ­σε να συλ­λη­φθή αιχ­μά­λω­τος, διό­τι φεύ­γων τους ε­χθρούς έ­πε­σεν εκ του η­μιό­νου του».
Κα­τά τη δεύ­τε­ρη πο­λιορ­κί­α του Α­κρο­κο­ρίν­θου, ό­ταν οι Τούρ­κοι πα­ρα­δό­θη­καν, "ο Κο­λο­κο­τρώ­νης ... ε­σχη­μά­τι­σεν έ­να σώ­μα α­πό 300 άν­δρας ... και ε­βά­δι­σεν ε­πί κε­φα­λής του συ­νο­δευό­με­νος και α­πό τον ε­πί­σκο­πον Ιω­νάν προς το φρού­ριον. Προ της πύ­λης ευ­ρί­σκε­το ο Τούρ­κος φρού­ραρ­χος. Πα­ρέ­δω­σε τα κλει­διά του φρου­ρί­ου εις τον Κο­λο­κο­τρώ­νην και του εί­πε: - Χα­λά­λι σας, χα­λά­λι σας.
Ο Κο­λο­κο­τρώ­νης ε­πή­ρε τα κλει­διά, έ­κα­με με μί­αν ση­μαί­αν και κατ’ άλ­λους με την ομ­βρέλ­λαν του ε­πι­σκό­που Ιω­νά το ση­μεί­ον του σταυ­ρού ε­πί της πύ­λης και ε­κραύ­γα­σεν: - Ε­μπά­τε Έλ­λη­νες.
Ει­σήλ­θεν πρώ­τος και ο στρα­τός τον η­κο­λού­θη­σεν ευ­λο­γού­με­νος α­πό τον έ­φιπ­πον ε­πί­σκο­πον, πα­ρα­μέ­νο­ντα πα­ρά την πύ­λην".
Ό­μως, η α­ξιό­λο­γη ε­θνι­κή δρά­ση του Ιω­νά θα συ­νε­χι­στεί και ό­ταν του δο­θεί και πο­λι­τι­κό α­ξί­ω­μα. Το 1825 «ε­τι­μή­θη υ­πό της Διοι­κή­σε­ως δια της α­να­θέ­σε­ως εις αυ­τόν του «Υ­πουρ­γεί­ου Θρη­σκεί­ας».
Κα­τά τη δε­κα­εν­νά­μη­νο πα­ρα­μο­νή του στο Υ­πουρ­γεί­ο τον α­πα­σχό­λη­σαν δύ­ο ση­μα­ντι­κά ε­θνι­κά θέ­μα­τα. Το πρώ­το ή­ταν η ει­σβο­λή του Ι­μπρα­ήμ στην Πε­λο­πόν­νη­σο και το δεύ­τε­ρο να ξε­ση­κώ­σει τους λα­ούς της Α­να­το­λής (Λι­βά­νου, Συ­ρί­ας, Κύ­πρου και Πα­λαι­στί­νης) σε ε­πα­νά­στα­ση, κα­τά το πα­ρά­δειγ­μα της Ελ­λη­νι­κής Ε­θνε­γερ­σί­ας. Έ­τσι, ό­πως πι­στεύ­ει, αυ­τοί α­πό «α­να­το­λών» και οι Έλ­λη­νες α­πό «δυ­σμών» θα ε­πέ­φε­ραν α­πο­φα­σι­στι­κό κτύ­πη­μα στον Ο­θω­μα­νι­κό τύ­ραν­νο.
Ο π. Νι­κό­λα­ος Πα­πα­δό­που­λος στο βι­βλί­ο του «Δα­μα­λών Ιω­νά, Δι­πλω­μα­τι­καί σε­λί­δες 1821», δη­μο­σιεύ­ει ό­λες τις ε­πι­στο­λές που έ­στει­λε στους αρ­χιε­ρείς και στους το­πι­κούς άρ­χο­ντες με σκο­πό να ε­πα­να­στα­τή­σουν. Στις ε­πι­στο­λές αυ­τές δια­πι­στώ­νει κα­νείς την πί­στη, τη φι­λο­πα­τρί­α και την α­γά­πη προς την ε­λευ­θε­ρί­α του Κα­λα­βρυ­τι­νού Ιε­ράρ­χη.
Τέ­λος, τι­μή­θη­κε και με το α­ξί­ω­μα του βου­λευ­τή και με αυ­τή του την ι­διό­τη­τα έ­λα­βε μέ­ρος στις ερ­γα­σί­ες της Γ’ «εν Tρoι­ζή­νι συ­νε­λεύ­σε­ως (19 Μαρ­τί­ου 1827), η ο­ποί­α ε­ξέ­λε­ξε τον Ιω. Κα­πο­δί­στρια πρώ­το Κυ­βερ­νή­τη ­της Ελ­λά­δος».
«Ε­πί κυ­βερ­νή­σε­ως Κα­πο­δί­στρια (1828-1831) ο Δα­μα­λών Ιω­νάς, πα­ρα­μέ­νει σε­βα­στός και χρή­σι­μος θε­ω­ρού­με­νος με­τα­ξύ των καλ­λι­τέ­ρων τό­τε Ιε­ραρ­χών και ... διω­ρί­σθη υ­πό του Κυ­βερ­νή­του “Εκ­κλη­σια­στι­κός το­πο­τη­ρη­τής Ναυ­πλί­ού­και Άρ­γους (1830-1833)” και μέ­λος «της Εκ­κλη­σια­στι­κής Ε­πι­τρο­πής» της ο­ποί­ας έρ­γον ή­ταν η με­λέ­τη της υ­φι­στα­μέ­νης κα­τα­στά­σε­ως της Εκ­κλη­σί­ας και η πρό­τα­ση μέ­τρων α­να­διορ­γα­νώ­σε­ως των εκ­κλη­σια­στι­κών πραγ­μά­των ...”.
Με­τά τη δο­λο­φο­νί­α του Κα­πο­δί­στρια, στις 18 Ια­νουα­ρί­ου του 1833, γί­νε­ται η υ­πο­δο­χή του Ό­θω­να και της Α­ντι­βα­σι­λεί­ας στο Ναύ­πλιο. Δυ­στυ­χώς α­πό τους προ­τε­στά­ντες α­ντι­βα­σι­λείς ε­πι­χει­ρεί­ται η πλή­ρης υ­πο­τα­γή της Εκ­κλη­σί­ας στην πο­λι­τι­κή ε­ξου­σί­α, με πρώ­το πρα­ξι­κό­πη­μα το αυ­το­κέ­φα­λο της Ελ­λα­δι­κή Εκ­κλη­σί­ας (23 Ιου­λί­ου 1833), χω­ρίς την έ­γκρι­ση του Οι­κου­με­νι­κού Πα­τριαρ­χεί­ου. Και η κα­τε­δά­φι­ση αρ­χί­ζει! Κλεί­νουν πολ­λά μο­να­στή­ρια, κα­τε­δα­φί­ζο­νται εκ­κλη­σί­ες, κα­ταρ­γού­νται 24 ε­πι­σκο­πές, με­τα­ξύ αυ­τών και η ε­πι­σκο­πή Δα­μα­λών και η υ­πο­χρε­ω­τι­κή με­τά­θε­ση του Ιω­νά στην ε­πι­σκο­πή Η­λεί­ας. Κα­τά τον μη­τρο­πο­λί­τη Η­λεί­ας Α­ντώ­νιο, “...και α­πε­δέ­χθη μεν ταύ­την ο Ιω­νάς φαι­νο­με­νι­κώς, πα­ρη­τή­θη ό­μως αυ­τής με­τά ε­ξά­μη­νον, κρα­τή­σας μό­νον τον τί­τλον του «πρ. Η­λεί­ας». Ο Ιω­νάς, πράγ­μα­τι, υ­πέ­βα­λε στην Ι. Σύ­νο­δο την πα­ραί­τη­σή του ε­πι­κα­λού­με­νος «λό­γους υ­γεί­ας και γή­ρα­τος» και εκ­φρά­ζει συγ­χρό­νως την ε­πι­θυ­μί­αν του να «α­να­χω­ρή­ση δια Σκί­α­θον προς ε­γκα­τα­βί­ω­σή του εις την αυ­τό­θι Ι. Μο­νήν του Ευαγ­γε­λι­σμού».
Συγ­χρό­νως ό­μως, μα­ζί με την πα­ραί­τη­σή του πα­ρα­κα­λεί τη Σύ­νο­δο να ε­νερ­γή­σει στην «ε­πί των Εκ­κλη­σια­στι­κών Γραμ­μα­τεί­αν» για «την πλη­ρω­μήν των μη­νιαί­ων μι­σθών χρε­ω­στου­μέ­νων εις αυ­τόν ως το­πο­τη­ρη­τού πο­τέ Ναυ­πλί­ας ... και α­νά­λο­γον εις τας εκ­δου­λεύ­σεις του σύ­ντα­ξιν». Η α­πά­ντη­ση της Γραμ­μα­τεί­ας στην Ι. Σύ­νο­δο ή­ταν η ε­ξής:
«Δια τους αυ­θαι­ρέ­τως πα­ραι­του­μέ­νους υ­παλ­λή­λους της κυ­βερ­νή­σε­ως δεν υ­πάρ­χει κε­νή θέ­σις εις τους γε­νι­κούς προ­ϋ­πο­λο­γι­σμούς των ε­ξό­δων του κρά­τους». Και ε­πι­τάσ­σει την Ι. Σύ­νο­δο να τον ει­δο­ποι­ή­σει να ε­γκα­τα­λεί­ψει το Ναύ­πλιο, α­φού, «η πε­ραι­τέ­ρω δια­τρι­βή του κα­τα­ντά του λοι­πού α­νω­φε­λής». Και η Σύ­νο­δος, χω­ρίς κα­μιά α­ντί­δρα­ση στην αυ­θά­δη και τα­πει­νω­τι­κή αυ­τή α­πά­ντη­ση της “Γραμ­μα­τεί­ας”, α­φού του γνω­στο­ποιεί την α­πό­φα­σή της, του ε­πι­λέ­γει: “Ό­θεν πα­ρα­κα­λεί­σθε ν΄ α­να­χω­ρή­ση­τε ε­ντεύ­θεν ε­ντός 15 η­με­ρών α­πό της σή­με­ρον».
Ο Ιω­νάς, για λό­γους που δεν γνω­ρί­ζου­με, δεν πή­γε τε­λι­κά στο μο­να­στή­ρι της Σκιά­θου. Πι­θα­νόν ο α­γω­νι­στής Ιε­ράρ­χης, που έ­δω­σε σκλη­ρό­τε­ρα; μά­χεξ, να μην υ­πέ­κυ­ψε στους εκ­βια­σμού; της κυ­βερ­νη­τι­κή; ε­ξου­σί­ας. Ί­σως να τον κρά­τη­σε και η Διοι­κού­σα Εκ­κλη­σί­α, η ο­ποί­α εί­χε α­νά­γκη την πε­ρί­ο­δο ε­κεί­νη α­πό δυ­να­μι­κούς και πε­πει­ρα­μέ­νους ε­πι­σκό­πους. Γι’ αυ­τό, ό­πως προ­α­να­φέρ­θη­κε, τον βρί­σκο­με συ­νε­χώς «α­πό του έ­τους 1834 μέ­χρι του 1848 ως συ­νο­δι­κό και υ­πο­γρά­φο­ντα ως «πρ. Η­λεί­ας Ιω­νάς».
Τέ­λος, τον Ιού­λιο του 1852 και σε η­λι­κί­α 87 ε­τών πε­ρί­που ο Ιω­νάς ε­κλέ­χτη­κε Αρ­χιε­πί­σκο­πος Κο­ριν­θί­ας και για δύ­ο συ­νε­χή έ­τη (1852-1853) «ε­ξε­λέ­γε­το ως μέ­λος της Ι. Συ­νό­δου».
Κα­τά τον ι­στο­ρι­κό Τά­σο Γρι­τσό­που­λο, «ο γη­ραιός Ιω­νάς ε­ποί­μα­νε την ε­παρ­χί­αν (εν Κο­ριν­θί­ας) ε­πί διε­τί­αν ... και εις γή­ρας βα­θύ α­πέ­θα­νε τι­μώ­με­νος υ­πό πά­ντων ως κλη­ρι­κός του Α­γώ­νος».
Ο Ιω­νάς πέ­θα­νε στην Α­θή­να στις 29 Νο­εμ­βρί­ου 1853, κη­δεύ­τη­κε α­πό τον τό­τε μη­τρο­πο­λι­τι­κό Να­ό της Αγ. Ει­ρή­νης με ι­διαί­τε­ρες τι­μές. Τά­φη­κε στην Ι. Μο­νή των Α­σω­μά­των (Πε­τρά­κη). Στην ε­πι­τά­φια πλά­κα, που σή­με­ρα βρί­σκε­ται στον αύ­λειο χώ­ρο της Μο­νής, υ­πάρ­χει η ε­ξής ε­πι­γρα­φή: Ε­ΝΤΑΥ­ΘΑ ΚΕΙ­ΝΤΑΙ ΤΑ Ο­ΣΤΑ ΤΟΥ Α­ΟΙ­ΔΙ­ΜΟΥ ΠΡΩ­ΗΝ Ε­ΠΙ­ΣΚΟ­ΠΟΥ ΔΑ­ΜΑ­ΛΩΝ ΚΑΙ ΜΕ­ΤΑ ΤΑΥ­ΤΑ ΑΡ­ΧΙΕ­ΠΙ­ΣΚΟ­ΠΟΥ ΚΟ­ΡΙΝ­ΘΙΑΣ ΙΩ­ΝΑ. ΚΟΙ­ΜΗ­ΘΕ­ΝΤΟΣ ΕΝ ΚΥ­ΡΙΩ ΤΩ 1853 ΝΟ­ΕΜ­ΒΡΙΟΥ 29. Α­ΝΑ­ΚΟ­ΜΙ­ΣΘΕ­ΝΤΑ ΚΑΙ Ε­ΝΑ­ΠΟ­ΤΕ­ΘΕ­ΝΤΑ Ω­ΔΕ ΤΗ 27 Α­ΠΡΙ­ΛΙΟΥ 1888. ΑΙΩ­ΝΙΑ Η ΜΝΗ­ΜΗ
Στην ί­δια πλά­κα υ­πάρ­χει α­νά­λο­γη ε­πι­γρα­φή για τον α­νε­ψιό του Ιω­νά, ε­πί­σκο­πο Γυ­θεί­ου Ιω­σήφ, «Α­ΠΟ­ΔΗ­ΜΗ­ΣΑ­ΝΤΟΣ ΕΝ Α­ΘΗ­ΝΑΙΣ ΤΗ 26η ΜΑ­Ϊ­ΟΥ 1873».
Ο Τύ­πος της ε­πο­χής ε­κεί­νης σχε­τι­κά με την προ­σω­πι­κό­τη­τα και τη δρά­ση του α­γω­νι­στή ιε­ράρ­χη έ­γρα­ψε πολ­λά ε­γκω­μια­στι­κά σχό­λια. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά στη ε­φημ. «Αιών», με α­ριθ. φύλ.1414/1853,  με­τα­ξύ άλ­λων, ση­μειώ­νε­ται: «... α­οί­δι­μος Ιω­νάς ... δι­ή­νυ­σε τον βί­ον αυ­τού ως πι­στός λει­τουρ­γός του Υ­ψί­στου, ε­πί ευ­σε­βεί­α και α­ρε­τή, α­γα­πώ­με­νος και σε­βό­με­νος πα­ρά πά­ντων ως τοιού­τος. Κα­τά τον Α­γώ­να ειρ­γά­σθη με­τά πολ­λής αυ­τα­παρ­νή­σε­ως υ­πέρ πί­στε­ως και πα­τρί­δος ... Τοιού­τος ε­πο­λι­τεύ­θη ο α­οί­δι­μος Ιε­ράρ­χη; της Κο­ρίν­θου Ιω­νάς Πε­λο­πον­νή­σιος, ευ­σε­βής, πρά­ος, τα­πει­νός, ε­λε­ή­μων και α­κτή­μων μέ­χρι της α­κρι­βε­στέ­ρας ση­μα­σί­ας της λή­ξε­ως ...».
Τα ί­δια ε­γκω­μια­στι­κά σχό­λια εκ­φρά­ζει και η ε­φη­με­ρί­δα της ε­πο­χής, «Α­ΘΗ­ΝΑ» με η­με­ρο­μη­νί­α 1.12.1853.
Προ­το­μή του η­ρω­ϊ­κού Ιε­ράρ­χη υ­πάρ­χει στον αύ­λειο χώ­ρο του ιε­ρού Να­ού Αγ. Α­ντω­νί­ου στα Πα­τή­σια. Μια προ­το­μή ή έ­στω μια α­να­μνη­στι­κή πλά­κα στους Λου­σούς, στο χω­ριό που τον γέν­νη­σε, θα υ­πεν­θύ­μι­ζε στις ε­περ­χό­με­νες γε­νιές τον η­ρω­ι­κό Ε­πί­σκο­πο, αλ­λά θα ή­ταν συγ­χρό­νως τι­μή και για το ί­διο το χω­ριό που του χά­ρι­σε τη ζω­ή, την ο­ποί­α τό­σον α­πλό­χε­ρα διέ­θε­σε «υ­πέρ πί­στε­ως και πα­τρί­δος» 1.

1. Σημ. Πε­ρί του Ε­πι­σκό­που Ιω­νά βλ. το βι­βλί­ο του Παν. Σ. Μαρ­τί­νη, “Ο Κα­λα­βρυ­τι­νός α­γω­νι­στής Ιω­νάς Κων­στα­ντι­νί­δης (1764-1853)”. Εκ­δό­σεις “ΤΗ­ΝΟΣ”, Α­ΘΗ­ΝΑ 2000.

Πηγή: Εφημερίδα "Ο Εκκλησιολόγος"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου