Κυριακή τοῦ
Παραλύτου
Λόγος εἰς τόν Ἀπόστολον
Ὁ
ἐλεήμων εὐεργετεῖται
«
Αὕτη ἦν πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καί ἐλεημοσυνῶν ὧν ἐποίει» (Πράξ. θ´36)
« Αὕτη ἦν πλήρης
ἀγαθῶν ἔργων καί ἐλεημοσυνῶν ὧν ἐποίει»
****
Ἡ Ταβιθά, σύμφωνα
μέ τόν θεόπνευστο ἀποστολικό λόγο, ἦταν γεμάτη ἀπό ἀγαθοεργίες καί ἀπό
ἐλεημοσύνες πού ἔκαμνε συνεχῶς. Στήν πόλη τῆς Ἰόππης ὅπου ζοῦσε δέν ὑπῆρχε χήρα
γυναίκα καί γενικά ἀνήμπορος καί φτωχός ἄνθρωπος, πού νά μήν τόν εἶχε
εὐεργετήσει ἡ εὐαίσθητη ἐκείνη ψυχή.
Τό παράδοξο
στήν περίπτωσή της εἶναι ὅτι ἐνῶ φαινόταν πώς μέ ὅλες ἐκεῖνες τίς θεάρεστες
πράξεις της βοηθοῦσε τούς ἄλλους, στήν οὐσία βοηθοῦσε τόν ἴδιο τόν ἑαυτό της.
Ὅλες ἐκεῖνες οἱ ἀγαθοεργίες ἦρθε κάποια στιγμή πού ἀπέδειξε ὅτι διασφάλιζαν καί
εὐεργετοῦσαν τήν ἴδια. Τήν ἐπανέφεραν θαυματουργικῶς στήν ζωή. Τήν βοήθησαν νά
νικήσει τόν θάνατο. Φανερώθηκε δηλαδή μέ τρόπο πολύ ζωηρό μιά μεγάλη καί
λησμονημένη ἀλήθεια. Ἡ ἀλήθεια ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού ἐλεεῖ καί εὐεργετεῖ τούς
ἄλλους, πρῶτος ὁ ἴδιος ὠφελεῖται καί εὐεργετεῖται. Θά δοῦμε λοιπόν στήν
συνέχεια πῶς μέ τήν ἐλεημοσύνη
εὐεργετεῖται ὁ ἄνθρωπος πού κάμνει ἐλεημοσύνη, ὁ ἐλεήμων.
****
«Αὕτη ἦν πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καί
ἐλεημοσυνῶν ὧν ἐποίει»
Μή σᾶς φαίνεται παράδοξο, ἀδελφοί μου.
Μάλιστα. Ἡ ἐλεημοσύνη, ὅσο κι ἄν φαίνεται ὅτι ἀπευθύνεται στούς ἄλλους, στήν
πραγματικότη-τα ἐπιστρέφει στόν ἐλεήμονα.
Ἡ πρώτη καί ἀνυπολόγιστης ἀξίας δωρεά
τήν ὁποία προσφέρει ἡ ἀρετή τῆς ἐλεημοσύνης στόν ἐλεήμονα εἶναι ὅτι τόν βοηθεῖ
νά ἀπαγκι-στρωθεῖ, νά ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τήν καταθλι-πτική τυραννία τῆς πλεονεξίας.
Ὁ χριστιανός πού ἀσκεῖ τήν ἀρετή τῆς ἐλεημοσύνης βοηθεῖται νά πάψει νά κυνηγᾶ
μέ δίψα καί χωρίς ποτέ νά χοραίνει τό γήϊνο πλοῦτο. Αὐτός πού σκορπᾶ ἀπό τό
περίσσευμα ἤ τό ὑστέρημά του σέ κάθε ἄνθρωπο πού πραγματικά ἔχει ἀνάγκη, ἀναδει-κνύεται
πραγματικά ἐλεύθερος ἄνθρωπος. Ὁ ἐλεήμων ἀποδεικνύεται ἄνθρωπος μέ ἀρχοντιά. Ὁ
ἐγωϊστής, ὁ πλεονέκτης ἄνθρωπος νιώθει συν-εχῶς στερημένος καί δυστυχής. Ζεῖ
μέσα σέ μιά ἀτμόσφαιρα ἀνασφάλειας. Ὁ ἐγωϊστής ἄνθρωπος αἰσθάνεται πάντοτε ὅπως
αἰσθανόταν ὁ ἄφρων πλούσιος γιά τόν
ὁποῖο μᾶς μίλησε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας. Ἀντίθετα μέ αὐτόν, ὁ ἄνθρωπος τῆς
ἐλεημοσύνης, τῆς ἀγάπης καί τῆς φιλαδελφίας αἰσθάνεται πάντοτε πλούσιος. Τόσο
πλούσιος, ὥστε πάντοτε νά τοῦ «περισσεύουν» καί πάντοτε νά δίνει ἀδιάκοπα, νά
σκορπᾶ καί νά ἀνακουφίζει πολλούς ἄλλους γύρω του.
Τέτοια ἀρχοντιά συνιστοῦσε καί ὁ Ἀπό-στολος
Παῦλος στούς πιστούς τῆς ἐποχῆς του, ὅταν ἔλεγε: Γίνετε «εὐμετάδοτοι», δηλαδή
γίνετε ἄνθρωποι εὔκολοι στό νά δίνετε. Γίνετε «κοινω-νικοί», δηλαδή ἄνθρωποι μέ
ἀληθινή κοινωνι-κότητα, ἄνθρωποι πού θά μοιράζεσθε τά ἀγαθά σας μέ τούς ἄλλους.
Γίνετε «πλούσιοι» «ἐν ἔργοις καλοῖς» (Α´Τιμ. στ´18, 6). Γίνετε καί σεῖς ὅπως ἡ
Ταβιθά, πού ἦταν «πλήρης», γεμάτη, πλούσια σέ καλά ἔργα.
Καί αὐτή ἡ ἀνωτερότητα, αὐτή ἡ γενναιο-δωρία
συλλέγει γιά τόν ἐλεήμονα καί ἄλλους, ἀκόμη πιό σπάνιους καί ζηλευτούς
θησαυρούς. Τοῦ ἐξασφαλίζει τήν βαθύτερη πνευματική καλλιέργεια, τήν καλωσύνη
τοῦ χαρακτῆρος, τήν εὐσαισθησία καί τήν εὐγένεια τῆς ψυχῆς. Τοῦ ἐξασφαλίζει τήν
ὥριμη καί ἐξαγιασμένη χριστι-ανική ἀγάπη. Ἡ ἐλεημοσύνη ἐξευγενίζει ἀκόμη
περισσότερο τόν ἄνθρωπο καί τόν κάνει ἰδαιτέ-ρως συμπαθῆ, γεμάτο κατανόηση καί
στοργή πρός τούς ἄλλους. Τόν ἀναδεικνύει ἄνθρωπο πραγματικά ἀξιοζήλευτο,
ἀξιαγάπητο μέσα στήν κοινωνία.
Μέ τί δίψα ὁ παράλυτος τοῦ σημερινοῦ
εὐαγγελίου ἀναζητοῦσε ἕνα τέτοιο ἄνθρωπο. Ἕνα ἄνθρωπο μέ σπλαγχνική καρδιά, ὁ
ὁποῖος θά τόν ἔριχνε στή λίμνη τήν ὥρα πού ὁ ἄγγελος τάρασσε τό νερό. Ἀλλά καί
ὁ λαός τῆς Ἰόππης μέ τί συγκίνηση μιλοῦσε γιά τήν Ταβιθά καί τήν μεγάλη καρδιά
της. Οἱ χῆρες καί τά ὀρφανά, μόλις εἶδαν
τόν Ἀπόστολο Πέτρο νά μπαίνει στό δωμάτιο τῆς νεκρῆς ἐκείνης γυναίκας, μέ μιά
αὐθόρμητη κίνηση ἔδειχναν στόν Ἀπόστολο τά ροῦχα, τά ὑποκάμισα καί τούς χιτῶνες
καί τά φορέματα πού τούς ἔφτιαχνε μέ τά ἴδια της τά χέρια ὅσο βρισκόταν στή
ζωή.
Ἡ ἀγάπη καί ὁ σεβασμός τοῦ λαοῦ τά πρῶ-τα
ἐκεῖνα χρόνια τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας ἦταν βαθιά καί ἔμπρακτη. Τό βιβλίο τῶν
Πράξεων μᾶς λέγει ὅτι «ἐμεγάλυνεν αὐτούς ὁ λαός» (Πράξ ε´13). Τούς ἀνθρώπους
τοῦ Θεοῦ, τούς ἀνθρώπους τῆς ἔμπρακτης χριστιανικῆς ἀγάπης, τούς ἐλεήμονες
ἀνθρώπους ὁ λαός τούς εἶχε πολύ ψηλά στή συνείδησή του. Τούς ἐθαύμαζε καί τούς
ἐξεθείαζε, βλέποντας πόσο ἀνώτεροι ἄνθρωποι ἐγίνονταν μέ τήν χριστιανική ἀγάπη
τους καί τήν ἐλεημοσύνη.
Ἀλλά οἱ ὠφέλειες, τίς ὁποῖες ἀποκομίζει
ὁ ἐλεήμων, γίνονται ἀπροσμέτρητες καί ἐκπλη-κτικές, ἄν σκεφθοῦμε ὅτι ὁ ἴδιος ὁ
Θεός εὐδοκεῖ σ᾽αὐτόν καί τόν εὐλογεῖ.
*****
Πράγματι.
Κάθε πράξη φιλανθρωπίας, ἐφ᾽ ὅσον εἶναι ἐφαρμογή τοῦ ὕψιστου νόμου τῆς Ἀγάπης,
ἐφ᾽ὅσον εἶναι ὑπακοή καί μίμηση τοῦ Χριστοῦ, ἑλκύει Χάρη καί ἀνεκτίμητη εὐλογία ἀπό τόν Θεό.
Τί γίνεται
δηλαδή; Πολλά σκορπάει ὁ ἄν-θρωπος;
Πολλά τοῦ δίνει καί ὁ Θεός. Ἐφ᾽ὅσον ὁ καρδιογνώστης Κύριος βλέπει καλή
διαχείρηση τῶτῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Ἐφ᾽ὅσον δέν βλέπει σπατάλες καί μάταιες
ἐπειδείξεις, προσθέτει ὅλο καί νέες εὐλογίες πάνω στίς προηγούμενες. Εὐεργετεῖ
καί Ἐκεῖνος τόν ἐλεήμονα.
Ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος γιά νά μᾶς βοηθήσει νά καταλάβουμε τί ἀκριβῶς γίνεται μέ τήν ἐλεη-μοσύνη,
χρησιμοποιεῖ τήν εἰκόνα τῆς σπορᾶς. Ὁ γεωργός, λέει, πού σπέρνει μέ τσιγγουνιά
τό σπόρο στή γῆ, θά ἔχει φτωχή καί ἀσήμαντη ἐσοδεία. Ἐκεῖνος ὅμως πού βάζει
σπόρο στό δισάκι του καί βγαίνει στό χωράφι καί σκορπίζει τό σπόρο μέ
ἀπλοχεριά, θά θερίσει ἁπλόχερα. (Β´Κορ. θ´6). Ἡ ἐργασία σου θά εὐδοκιμεῖ, οἱ
κρίσεις σου θά εὐστοχοῦν, οἱ προσπάθειές σου θά ἐπιτυγχάνουν. Χωρίς ἄγχος καί
στενοχώριες ἤ ἀναποδιές καί ἀγωνίες θά ἐξασφαλίζεις ὅλα τά ἀπαραίτητα γιά τήν
ζωή σου. Θυμηθεῖτε, ἀδελφοί μου, τήν χήρα γυναίκα στά Σάρεπτα τῆς Σιδωνίας.
Ξοδεύοντας τό ἐλάχιστο λάδι καί ἀλεύρι τοῦ σπιτιοῦ της γιά νά κάνει τό καλό, νά
κρατήσει στή ζωή τόν προφήτη Ἠλία, τά ἔβλεπε νά διατη-ροῦνται ἀνεξάντλητα μέ
θαῦμα τοῦ Θεοῦ. (Γ´Βας. ιζ´15῟16).
Ἀλλά καί σέ
κρίσιμες ὧρες. Ὧρες ἀνάγκης καί κινδύνου ἡ ἀγαθοεργία ἀποδεικνύεται τό καλύτερο
«ἀσφαλιστικό ταμεῖο». Χαρίζει λύσεις ἀπρόσμενες καί παρεμβάσεις τοῦ Θεοῦ θαυμα-στές.
Αὐτό ἀκριβῶς εἴδαμε σήμερα στό πρόσωπο τῆς Ταβιθᾶς. Οἱ ἐλεημοσύνες της ἐνίκησαν
καί αὐτόν ἀκόμη τόν θάνατο καί τῆς ἐχάρισαν καί πάλι τή ζωή.
Ἄλλωστε ἀπό
τά χρόνια τῆς Παλαιᾶς Δια-θήκης ὁ Ἅγιος Θεός μέ τό στόμα τοῦ Ψαλμωδοῦ
καλοτυχίζει τόν ἄνθρωπο πού ἀσκεῖ τήν ἀρετή τῆς ἐλεημοσύνης. «Μακάριος, λέγει,
ὁ συνιών ἐπί πτωχόν καί πένητα· ἐν ἡμέρᾳ πονηρᾷ ρύσεται αὐτόν ὁ Κύριος» (Ψαλμ.
40, 2-4). Εἶναι, λέγει, εὐλογημένος καί πανευτυχής ὁ ἄνθρωπος πού πονᾶ καί
συντρέχει τόν ἀδελφό του πού δοκι-μάζεται. Θά ἔλθουν στιμές «πονηρές», δύσκολες
κατά τίς ὁποῖες θά βρεθεῖ καί ὁ ἴδιος σέ ἀνάγκη, καί τότε θά παρέμβει ὁ Ἅγιος
Θεός καί θά δώσει λύση στό πρόβλημά του.
Καί τέτοια
ἐξαιρετικά κρίσιμη ὥρα δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε, ἀγαπητοί, ὅτι εἶναι ἡ ὥρα τῆς
μελλούσης κρίσεως. Ἡ ὥρα πού θά παρα-σταθοῦμε
ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Κριτοῦ. Τότε πού θά ἀνοιγοῦν τά βιβλία τῆς
συνειδήσεως καί θά ἐλεγχθοῦν τά ἔργα καί οἱ πράξεις τοῦ καθενός ἀπό ἐμᾶς τούς
ἀνθρώπους, ὅλοι μας θά ἔχουμε τήν ἀνάγκη κάποιου στηρί-γματος. Ὅλοι τήν ὥρα
ἐκείνη θά χρειαζόμαστε κάποιο συνήγορο καί βοηθό. Τότε θά ἐκπληρωθεῖ κατά
ἰδιαίτερο τρόπο ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου. Ὑπόσχεση τήν ὁποία ἔδωσε παραδίδοντας τόν
ἠθικό νόμο τοῦ Εὐαγγελίου κατά τήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία. «Μακάριοι, εἶπεν, οἱ
ἐλεήμονες ὅτι αὐτοί ἐλεηθήσονται» (Ματθ. ε´7). Οἱ ἐλεήμονες ἄνθρωποι θά
ἀξιωθοῦν εἰδικῆς μεταχειρίσεως ἀπό τόν Κριτή ζώντων καί νεκρῶν Κύριο. Θά κριθοῦν
μέ ἐπιείκεια καί θά ἐλεηθοῦν (Παροιμ. ιζ´5), διότι ἀκριβῶς ὑπῆρξαν ἐλεήμονες.
*****
«Αὕτη ἦν πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καί
ἐλεημοσυνῶν ὧν ἐποίει»
Ἄν οἱ
ἄνθρωποι γνώριζαν τί πλοῦτος, τί θησαυρός, πόσο ἀνεκτίμητο κέρδος εἶναι ἡ
φιλανθρωπία, θά ἔτρεχαν μέ ἀσυνήθιστο ζῆλο νά τήν ἀσκοῦν συνεχῶς καί ἀδιαλλείπτως.
Νά ὅμως πού
ἐμεῖς πού θέλουμε καί ἀγω-νιζόμαστε νά εἴμαστε ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, πιστά μέλη
τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ τό γνωρίζουμε. Τό εἴδαμε τόσο ἀναλυτικά
μάλιστα σήμερα. Τό διαπιστώσαμε τόσο ἀνάγλυφα στό πρόσωπο τῆς Ταβιθᾶς. Ἐκεῖνο
πού ἀπομένει τώρα εἶναι μέ μεγαλύτερη προθυμία, μέ περισ-σότερο ζῆλο νά
ἐπιδοθοῦμε στήν ἐλεημοσύνη. Τώρα μάλιστα πού οἱ ἀνάγκες πολλῶν συνανθρώπων μας
εἶναι πολλές. Μή φοβηθοῦμε τήν λεγόμενη κρίση. Τώρα θά φανοῦμε ἄν εἴμαστε
πραγματικά ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ἤ εἴμαστε ἐγωϊστές καί ἀτομιστές, πού κυτάζουμε
μόνο τόν ἑαυτό μας. Τώρα καί πάντοτε νά σκορποῦμε γύρω μας πλούσια καί ἀνυπόκριτη τήν χριστια-νική ἀγάπη καί
ἐλεημοσύνη.
Μέσα σ᾽ ἕνα
κόσμο ἀτομισμοῦ, ὅπως εἴπα-με, ψυχρότητας καί ἀδιαφορίας, εἶναι καιρός νά
λάμψει ἡ ἀνωτερότητα καί ὁ πλοῦτος τῆς ψυχῆς τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ
Χριστοῦ. Ἔτσι θά ἔλθει πλούσια ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας.
Γρηγόριος Μουσουρούλης
Ἱερός Ναός Ἀγίου Σπυρίδωνος Στροβόλου 11.05.2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου