Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

ΑΝΟΙΧΤΟΙ ΣΤΗΝ ΠΝΟΗ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ - π. Ιωήλ Κωνστάνταρος

ΑΝΟΙΧΤΟΙ  ΣΤΗΝ  ΠΝΟΗ  ΤΟΥ  ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

            Εάν οι εορτές της Εκκλησίας μας αποτελούν πνευματικά γεγονότα και σταθμούς πνευματικού ανεφοδιασμού, πόσο μάλλον η αλήθεια αυτή ισχύει για την εορτή της Πεντηκοστής.
            Όταν μάλιστα συνειδητοποιούμε μέσω της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας ότι η Σύναξις των πιστών στο «Κυριακό Δείπνο», δεν αποτελεί μια πράξη που φέρει απλώς αναμνήσεις, αλλά ουσιαστική συμμετοχή στα γεγονότα, διά της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος, τότε γίνεται απολύτως κατανοητό ότι οι διαστάσεις του χώρου και του χρόνου είναι αδύνατον να αποτελέσουν εμπόδιο στο γεγονός της Πεντηκοστής και της ουσιαστικής και μονίμου παρουσίας του Παρακλήτου στη Σύναξη, αλλά και στην καθημερινή ζωή του πιστού.
            Βεβαίως, η δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας, περί του τρίτου προσώπου της Αγίας Τριάδος, του Παρακλήτου, αλλά και των κοινών ενεργειών των Προσώπων, που ονομάζεται Άκτιστος Χάρις, είναι κάτι το απολύτως αποκαλυπτικό που δονεί την ψυχή αυτού που θέλει να καταστήσει την ύπαρξή του «ναόν του Αγίου Πνεύματος».
            Είναι δε απολύτως αναγκαίο, όταν υπάρχει δυνατότητα, να μελετούμε τις θεμελιώδεις αυτές αλήθειες της πίστεώς μας, όπως διαφυλάσσονται στην Εκκλησία, τόσο διά του λόγου της Αγίας Γραφής, όσο και διά της ερμηνείας των φωτισμένων και θεουμένων Αγίων, χάρις στους οποίους γνωρίζουμε την ασφαλή οδό της ζωής του «Ακτιστοσυμπλαστουργοσυνθρόνου Πνεύματος».

            Οι γνώσεις δε της ακριβούς δογματικής διδασκαλίας, και μέσω της ιεράς υμνολογίας, θα βοηθήσει ώστε να απαλλαγεί ο πιστός από τον υποκειμενισμό της πνευματικής ζωής, που μπορεί να οδηγήσει σε πλάνες. Πλάνες που ξεκινούν από μια άστοχη ευσέβεια, που εν πολλοίς εμπεριέχεται και σε βιβλία όπως «Η μίμησις του Χριστού» του παπικού Thomas a Kempis, όσο και σε ομολογιακές και κυρίως δογματικές αποκλίσεις, όπως είναι ο αθεολόγητος Οικουμενισμός και ο φαιδρός διαθρησκειακός συγκρητισμός.
            Αλλά ας έχει δόξα ο Θεός, διότι οι εκδόσεις των Πατερικών έργων, τα τελευταία έτη, αλλά και ιδίως οι σύγχρονοι άγιοι της Εκκλησίας μας, έκαναν την απομυθοποίηση, πολλών προσώπων και καταστάσεων. Πέταξαν την «μόρφωσιν της ευσεβείας», και έδειξαν και στην δική μας τη γενιά «τι το Πνεύμα λέγει ταις Εκκλησίαις...» (Αποκ. Β' 11).
            Και με τον λόγο αυτόν του βιβλίου της Αποκαλύψεως, βρεθήκαμε ενώπιον του ζητουμένου. Τόσο οι πιστοί ακούμε, όσο και η Εκκλησία ως σύνολον, κατά το ανθρώπινον, και δεχόμαστε «τι το Πνεύμα λέγει».
            Εάν φίλοι μου αρεσκόμαστε να βλέπουμε τα γεγονότα και τις καταστάσεις επιφανειακώς, τότε δε μπορεί να τεθεί καν το θέμα προς συζήτηση και διερεύνηση. Εάν όμως θελήσουμε να «αποφλοιώσουμε» την πραγματικότητα, τότε είμαστε υποχρεωμένοι για τα καλά να «αναθεωρήσουμε την έκβασιν της αναστροφής ημών».
            Και ας αρχίσουμε από τα «βαρύτερα του Νόμου». Έχουμε συνειδητοποιήσει ως τέκνα της Εκκλησίας, ναι μεν ότι είμαστε εντός του κόσμου, ταυτοχρόνως όμως θα πρέπει με τον τρόπο και την εν γένει νοοτροπία να βρισκόμαστε εκτός του κόσμου; Νεώτερος άγιος είπε μια συγκλονιστική φράση: «Ο Θεός έθεσε την Εκκλησία εντός του κόσμου, ώστε να καταστεί ο κόσμος Εκκλησία και να σωθεί, ο δε εχθρός προσπαθεί να βάλει τον κόσμο μέσα στην Εκκλησία, με αποτέλεσμα να εκκοσμικευθεί και οι πιστοί να χάσουν την πορεία τους προς το καθ' ομοίωσιν».
            Φοβερός πράγματι ο λόγος, πλην όμως αληθινός για την κάθε εποχή, πολύ όμως περισσότερο για την δική μας. Την δική μας που βλέπουμε το κοσμικό φρόνημα να έχει επηρεάσει κλήρο και λαό σε απίστευτο βαθμό. Υπάρχουν δε και περιπτώσεις, όχι ολίγες, που οι ποιμένες καταντούν ουραγοί των εξελίξεων και σπεύδουν αγχωτικώς να προσαρμοστούν, όχι τόσο για «ποιμαντική ανάγκη», αλλά διότι δεν αντέχουν την «ρετσινιά» του κόσμου, ότι δήθεν η νοοτροπία της Εκκλησίας παραπέμπει σε παρωχημένες εποχές. Έτσι φθάνουμε ώστε ακόμα και το μυστήριο της εξομολογήσεως, να καταντά μια απλή συζήτηση ή ο πνευματικός να αντιμετωπίζεται ως ένας «ψυχολόγος» που κλείνει ραντεβού για «προσωπική συνεδρία» και για απλή αντιμετώπιση διαφόρων καταστάσεων. Έτσι όμως, με τη νοοτροπία αυτή σε όλους τους τομείς, που δεν αφήνει περιθώρια για αγώνα και για άσκηση, για «μαρτύριον συνειδήσεως» και επίσκεψη της Χάριτος, επέρχεται ουσιαστική αλλοίωση στον χώρο της Εκκλησίας και στο Ορθόδοξο βίωμα.
            Τελικώς μήπως χάνουμε το αντικειμενικό κριτήριο στην ποιμαντική διάσταση, που είναι όχι η ποσότητα, αλλά η ποιότητα των πιστών, και που ως αποτέλεσμα χάριτος θα φέρει στην συνέχεια και την ποσότητα στην ορθή, εννοείται, βάση του εκχριστιανισμού;
            Μήπως ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί θα πρέπει να προσέξουμε πιο σοβαρά το κατάντημα του παπισμού και το βδέλυγμα της ερημώσεως του κατακερματισμένου προτεσταντισμού;
            Μήπως οι ποιμένες όλων των βαθμίδων και πνευματικών επιπέδων, χρειάζεται να ενσκύψουμε εν ταπεινώσει, μετά φόβου Θεού και μετά μεγίστης της προσοχής, ώστε και πάλι να μελετήσουμε σε ορθές βάσεις και με την χειραγωγία των αγίων την σωστή ποιμαντική και αγιαστική μεθοδολογία, τόσο για τους «εντός της παρεμβολής», όσο και για τις ψυχές εκείνες που βρίσκονται εκτός του Σώματος, αλλά διακαώς διψούν το «ύδωρ το ζων»;
            Και στην παράγραφο αυτή ας προσθέσουμε ότι η ζωή όλων των μελών της Εκκλησίας είναι ανάγκη να διέπεται από κανόνες και νόμους πνευματικούς. Νόμους πνευματικούς οι οποίοι θα αποπνέουν «οσμήν ευωδίας πνευματικήν», και οι ποιμένες θα διατρανώνουν κυρίως προσευχητικώς «γλωττήματα πυρός». Επιπλέον δε θα έκαμε σε όλους μας καλό, ιδιαιτέρως σε όσους έχουν ταχθεί να είναι πρόμαχοι της πίστεως και να προασπίζονται το δόγμα και το ήθος της Εκκλησίας, να εφαρμόζουν τον λόγο του Αγίου Πνεύματος, διά του Απ. Παύλου: «Εξέλθετε εκ μέσου αυτών και αφορίσθητε... και ακαθάρτου μή άπτεσθε... και έσομαι υμίν εις πατέρα και υμείς έσεσθέ μοι εις υιούς και θυγατέρας, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ» (Β' Κορ. ΣΤ' 17-18).
            Αλλά ας περάσουμε να δούμε και μια άλλη παράγραφο, διότι εάν όντως είμαστε άνθρωποι της «πυριπνόου δρόσου», θα πρέπει να αντιλαμβανόμαστε τις καταστάσεις που έρχονται, πριν αυτές μας αιφνιδιάσουν.
            Δυστυχώς, σε πολλές των περιπτώσεων και επί σειρά δεκαετιών, η Εκκλησία, δηλ. οι άνθρωποι της Εκκλησίας και δη οι ποιμένες, είχαν παρεξηγήσει για τα καλά τη συνδρομή της πολιτείας. Φαντάζονταν δηλ. ότι η πολιτεία συνεχώς, αδιαταράκτως και αδιασπάστως θα αποτελεί το δεκανίκι και τον επιχορηγό της Ελλαδικής Εκκλησίας. Και ναι μεν το κράτος το Ελληνικό, ως γνωστόν, χρωστά πάρα πολλά στην Εκκλησία. Πραγματικότητα μεγάλη φίλοι μου, που δεν είναι δυνατόν στα όρια ενός σημειώματος να εξαντλήσουμε το θέμα σε όλες του τις πτυχές. Τόσο τις θετικές που είναι η σοβαρή εξωτερική βοήθεια της πολιτείας προς την Εκκλησία, όσο και οι αρνητικές, που ακριβώς λόγω αυτής της συνδρομής, η πολιτεία θέλει την Εκκλησία θεραπαινίδα στα δικά της, εν πολλοίς σκοτεινά σχέδια. Και εδώ για όσους γνωρίζουν τα πράγματα, υφίστανται σελίδες αυτής της συνεργασίας, όχι απλώς μελανές, αλλά άθλιες έως και προδοτικές. Φαίνεται όμως πως αυτό το «σφιχταγκάλιασμα» βαίνει προς το τέλος του. Δεν έχει σημασία το ποιος πρώτος θα ζητήσει το «βελούδινο» ή άλλως «συναινετικό» διαζύγιον. Σημασία έχει πως η Εκκλησία θα πρέπει να συνηθίσει στην ιδέα ότι πλέον όχι ο κρατικός κορβανάς, ο χωροφύλακας και γενικώς ο νόμος του Καίσαρος θα την καλύπτουν, «όπως έως σήμερα», αλλά αυτή η ίδια χρειάζεται τώρα να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων που επιζητούν οι καιροί, ξεκινώντας από το ποία πρόσωπα εντάσσονται στον ιερό κλήρο.
            Για όσους βιώνουν την Ευαγγελική Αλήθεια και γνωρίζουν πως «το Πνεύμα όπου θέλει πνει», τέτοιες εξωτερικές αλλαγές, αναγκαίες θα λέγαμε ορισμένες φορές, και αυτό για να αφυπνισθούν οι υπό «μαδραγόραν τελούντες» ποιμένες και ποίμνιον, ανοίγουν νέους ορίζοντες και προσφέρουν νέες ευκαιρίες προς κάθαρση και ταυτοχρόνως προς επανευαγγελισμό των ήδη πιστών και ευαγγελισμό «εις πάντα τα έθνη».
            Αν και κινδυνεύουμε να περάσουμε στα όρια της κοινοτυπίας, θα πρέπει να τονίσουμε πως το σύνολο των πιστών, όχι μόνο δεν το αγγίζουν σήμερα οι ακραίοι και άνευ πνευματικού περιεχομένου «βαρύγδουποι βυζαντινισμοί» και τα δήθεν προνόμια που επισυνδέονται και με ένα  ξηρό πρωτόκολλο, μα και αυτοί οι «κοσμικοί» άνθρωποι, και όταν ακόμα δεν «θρησκεύουν», αισθάνονται την ανάγκη εντός της Εκκλησίας να συναντήσουν κάτι το οποίο θα είναι ανώτερο, αγνότερο και αγιότερο από αυτούς τους ίδιους.
            Δεν έχουμε, λοιπόν, για όλα αυτά μα και για άλλα περισσότερα να ανοίξουμε τα ώτα μας στο «τι το Πνεύμα λέγει ταις Εκκλησίαις».
            Δεν έχει η ποιμαίνουσα Εκκλησία, παρά να αντιληφθεί τα «σημεία των καιρών», ν' αδράξει την ευκαιρία και επιτέλους να ανοίξει τα έως τώρα μαζεμένα ιστία στην πνοή του Πνεύματος.
            Είθε αυτή η αύρα του Αγίου Πνεύματος να κολπώνει τα πανιά και το σκάφος να πλέει στην ρότα της σωτηρίας.
                                                                                                                     Αμήν.

Αρχιμανδρίτης Ιωήλ  Κωνστάνταρος

Κόνιτσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου