Ἦταν τότε· τὸν φοβερὸ 5ο αἰώνα, ποὺ δύο αἱρέσεις, ἀχόρταγες
σὰν τὰ μυθικὰ τέρατα Σκύλλα καὶ Χάρυβδη, καταξέσχιζαν τὸν ἄρραφο χιτώνα τοῦ
Κυρίου.
Ὁ Νεστοριανισμὸς ποὺ χώριζε τὸν Χριστό μας στὰ δύο:
ἄλλος, ἔλεγε, εἶναι ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἄλλος ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Ἰησοῦς.
Τὸν κατεδίκασε τὸ ἔτος 431 ἡ Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ὑπὸ τὴν προεδρία τῆς
τιτάνιας θεολογικῆς μορφῆς τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας.
Ἀμέσως σχεδὸν μετὰ ἔκανε ἀπειλητικὴ τὴν ἐμφάνισή
του ὁ Μονοφυσιτισμὸς ποὺ ἐξαφάνιζε τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Οἱ αἱρέσεις
δημιουργοῦσαν φοβερὴ ἀναταραχή, ποὺ μεταβαλλόταν σὲ χάος καὶ σάρωνε ἀπ᾿ ἄκρου σ᾿
ἄκρο τὴν αὐτοκρατορία.
Τότε ἔγινε τὸ θαῦμα τῆς Χαλκηδόνας.
Τὸ 451 συνῆλθε στὴ Χαλκηδόνα, προάστιο τῆς
Κων/πόλεως στὴν ἀπέναντι πλευρὰ τοῦ Βοσπόρου, ἡ μέγιστη σὲ ἀριθμὸ ἐπισκόπων
Σύνοδος. Ἡ Δ΄ Οἰκουμενική! Ἑξακόσιοι τριάντα θεοφόροι Πατέρες συνέρρευσαν ἐναγώνιοι
ἀπὸ κάθε γωνιὰ τῆς αὐτοκρατορίας γιὰ νὰ πατάξουν τὴ διπλὴ πλάνη.
Σὲ κείνη τὴν κρίσιμη περίσταση ἕνα λιοντάρι
βρυχήθηκε δυνατὰ ἀπὸ τὴ Ρώμη, καὶ ὁ βρυχηθμός του ἔφθασε στὴ Χαλκηδόνα καὶ
σκόρπισε τρόμο στοὺς ἀσεβεῖς αἱρετικούς. Ἦταν ἡ στιγμὴ ποὺ ἀναγνώσθηκε στὴ
μεγάλη Σύνοδο ἡ ἐπιστολὴ ποὺ εἶχε ἀποστείλει δύο χρόνια νωρίτερα ὁ Πάπας
Λέων τῆς Ρώμης στὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανὸ καὶ ἡ ὁποία εἶναι
γνωστὴ στὴ θεολογία ὡς ὁ «Τόμος τοῦ Λέοντος».
Μὲ τὸ κύρος τῆς τιμητικῶς πρωτόθρονης Ἐκκλησίας ὁ
Λέων συνέτριψε τὴν πλάνη τῶν αἱρετικῶν. «Λέων τὰ Κυρίλλου φρονεῖ», ἀνεφώνησαν
οἱ Πατέρες, μετὰ ἀπὸ ἀντιπαραβολὴ τοῦ Τόμου μὲ τὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Κυρίλλου.
Ἔτσι, μὲ βάση τὴ διδασκαλία τῶν δύο μεγάλων Ἁγίων
καὶ τὸ περίφημο κείμενο «τῶν διαλλαγῶν» τῆς Ἀντιοχειανῆς Σχολῆς, οἱ θεοφόροι
Πατέρες συνέταξαν τὸν δογματικὸ ὅρο τῆς Συνόδου, γνωστὸ ὡς «Δόγμα τῆς
Χαλκηδόνος», στὴν καρδιὰ τοῦ ὁποίου βρίσκεται ἡ θαυμαστὴ διατύπωση ὅτι ὁ
Κύριος εἶναι: «Εἷς ἐν δύο φύσεσιν»· Ἕνας μὲ δύο φύσεις.
Πέρασαν αἰῶνες. Στὸ θρόνο τοῦ λιονταριοῦ τῆς Ρώμης
Λέοντος ἄρχισαν νὰ κάθονται «ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα» (Πρὰξ κ΄ 30) καὶ νὰ
ὁδηγοῦν σταδιακὰ στὴν πλάνη καὶ τὴν ἀποστασία τὴν πρωτόθρονη ἐν Ρώμῃ Ἐκκλησία. Ἡ
ἄλλοτε «προκαθημένη τῆς ἀγάπης» ἔγινε στυγνὸ δικτατορικὸ καθεστὼς καὶ πρόδωσε τὴν
πίστη. Αἰῶνες τώρα λυμαίνεται τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Στοὺς καιρούς μας γίνονται κινήσεις πρωτοφανεῖς, ὥστε
νὰ ὁδηγηθοῦμε σὲ ἕνωση μὲ τὴν «ἁμαρτωλὴ Ἐκκλησία», τῆς Ρώμης. Τάχα γίνεται καὶ
θεολογικὸς διάλογος!
Ὅμως φθάνει ἡ ξεκάθαρη δήλωση, μετὰ τὴ συνάντησή
του μὲ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη στὰ Ἱεροσόλυμα, τοῦ σημερινοῦ Πάπα Φραγκίσκου,
κορυφαίου ἠθοποιοῦ τῆς παγκόσμιας πολιτικῆς σκηνῆς, γιὰ νὰ διαλύσει κάθε ἀμφιβολία
γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο μεθοδεύεται νὰ ἐπιτευχθεῖ τὸ ἐπιδιωκόμενο ἀποτέλεσμα.
Εἶπε σὲ συνέντευξή του στὴν ἐφημερίδα «La Stampa», ἐπιστρέφοντας στὴ Ρώμη: «Μὲ
τὸν Βαρθολομαῖο συζητήσαμε γιὰ τὴν ἕνωση ποὺ μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ μὲ τὴν ἀπὸ
κοινοῦ πορεία· δὲν θὰ μπορέσουμε ποτὲ νὰ τὴν πετύχουμε μὲ μιὰ Διάσκεψη
θεολόγων…»! Μάλιστα θύμισε τὰ λόγια ποὺ εἶχε πεῖ παλαιότερα ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας
στὸν Πάπα Παῦλο τὸν ΣΤ΄: «Ἐμεῖς πᾶμε μαζί, μὴν ἀνησυχεῖτε, ὅλους τοὺς
θεολόγους θὰ τοὺς κλείσουμε σὲ ἕνα νησὶ νὰ συζητοῦν μεταξύ τους». «Καὶ ἐμεῖς»,
συνέχισε ὁ Πάπας, «ἂς περπατοῦμε μαζί, ἂς προσευχόμαστε μαζί, ἂς ἐργαζόμαστε
μαζὶ καὶ θὰ μᾶς βοηθήσει»...
Ἂς μὴ ζοῦμε λοιπὸν ἄλλο μὲ ψευδαισθήσεις. Ὁδηγούμαστε
σὲ ἕνωση ἐν τῇ πράξει, καὶ ὁ λεγόμενος θεολογικὸς διάλογος δὲν εἶναι παρὰ ἐμπαιγμὸς
καὶ χρησιμοποιεῖται μόνο ὡς πρόσχημα γιὰ ἐξαπάτηση τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν.
Ξαναγυρίζουμε ἔτσι στὸν 5ο αἰώνα, σὲ ἀνάλογες
κρίσιμες ὧρες μὲ ἐκεῖνες τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνας. Ἴσως κληθοῦμε καὶ στὴν
τελικὴ ἀναμέτρηση μὲ τὴν ἀποστατημένη Βατικανὴ αὐτοκρατορία. Τὸ παγκόσμιο ἐκκλησιαστικὸ
περιβάλλον μεταβάλλεται σὲ πανθρησκειακὴ ζούγκλα. Μὰ μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴ ζούγκλα
ξανακούγεται ὁ βρυχηθμὸς τοῦ λιονταριοῦ τῆς Ρώμης ἁγίου Πάπα Λέοντος ποὺ
τονίζει: «τί ἂν ἀδικώτερον εἴη τοῦ τὰ ἀσεβῆ φρονεῖν;». Ἡ μεγαλύτερη ἀδικία εἶναι
ἡ ἀσέβεια στὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως.
Ἀλλὰ μιὰ τέτοια ἀδικία ὁ Ὀρθόδοξος πιστὸς λαὸς τοῦ
Κυρίου δὲν πρόκειται νὰ τὴν ἀνεχθεῖ ποτέ!
Πηγή: «Ο ΣΩΤΗΡ»
Λόγια είναι να κοιμίζουν τον λαό ότι υπάρχει και αντίσταση. Οι πράξεις είναι αυτές που ομολογούν πίστη στα όσα λένε και γράφουν.
ΑπάντησηΔιαγραφή