Ἡ Ἐκκλησία, κατά τόν Ἱερό Χρυσόστομο, ἔχει πολλά ὀνόματα,
ὅπως καί ἡ κεφαλή της, ὁ Χριστός, γιά νά φανερώνῃ τόν πλοῦτο τῶν χαρισμάτων καί
τήν δόξα της. Λέγεται νύμφη, θυγατέρα, παρθένος, δούλη, βασίλισσα, ὄρος,
παράδεισος, πολύτοκος, κρίνον, πηγή. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τά πάντα. Ἐν τῇ
πραγματικότητι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνας παράδεισος, ἐντός τοῦ ὁποίου ἀναπτύσσονται πολλά εὐώδη ἄνθη, καί τό καθένα
ἔχει τό ἰδικόν του ἄρωμα, τό ἰδικόν του κάλλος.
Τοῦτο ἐκφράζεται καί εἰς τά τέκνα της, τά ὁποῖα εἴμεθα οἱ Χριστιανοί, οἱ μοναχοί, οἱ Κληρικοί, οἰ Ἱεράρχαι
ἐξαιρέτως δέ ὁ Πατριάρχης.
Τόν Οἰκουμενικό
Πατριαρχικό Θρόνο κοσμοῦν κατά καιρούς καί μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων, Ἱεράρχαι
μέ ὑψηλόν ἦθος καί ἠθικόν βάρος ὑπερβάσεως τῶν ὅρων καί τῶν ἡδονῶν τῆς φύσεως
καί τοῦ κόσμου, θαυμαστήν εὐπρέπειαν λόγου, λαμπρότητα τρόπου ζωῆς, ὑπόδειγματικήν
ἐν πραότητι καί ἀνεξικακίᾳ συμπεριφοράν. Ὁ καθείς ἔχει τά ἐπί μέρους ἰδικά του
χαρίσματα καί τάλαντα, ἔκφρασις τῆς πολυγονίας, καλλιγονίας καί πολυκαρπίας τῆς
Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τά γεννᾶ καί τά ἀναπτύσσει. Ἄλλος
Πατριάρχης διακρίνεται διά τό ὑψήγορον τοῦ νοῦ, ἕτερος διά τό μεγαλόπρεπον τοῦ
τρόπου, τρίτος διά τήν ὑψηλήν ἄσκησιν τῆς διοικήσεως τῆς Οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας,
ἕτερος διά τό ὕψος τῆς θεολογίας, ἄλλος διά τό ἀσκητικόν καί παραδοσιακόν ἦθος,
ἄλλος διά τό μαρτυρικόν καί θυσιαστικόν πνεῦμα κλπ.
Ἕνας αἰσθητός καί νοητός παράδεισος εἶναι ὁ
Πατριαρχικός Θρόνος, καί οὐδείς δύναται νά κάνη διακρίσεις καί ὑπερτιμήσεις
μερικῶν χαρισμάτων εἰς βάρος ἄλλων.
Ὁ Πατριάρχης Δημήτριος, ὁ ὁποῖος ἦλθεν εἰς τόν
κόσμον σάν σήμερα, ἑορτήν τῶν Γενεθλίων τῆς Θεοτόκου, -ἡ γέννησις τῆς ὁποίας
«χαράν ἐμήνυσε πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ»-, πρίν ἀπό ἕνα αἰῶνα ἀκριβῶς, ἐξέφραζε τό ταπεινό καί ἡσύχιο πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας,
τήν ἐσωτερική ἀναπνοή της, τόν κτύπο τῆς μυστικῆς καρδίας της, τά ὁποῖα μυστικά καί ἄρρητα, ἄθελά του
πάντως, συνετόνιζε μέ τόν νηπτικόν πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας, συνδυασμένο μέ τήν ἐσχατολογική
της προοπτική, τήν δρῶσα σιωπή, ἡ ὁποία εἶναι ἡ γλῶσσα τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, ὅτε
«τά πάντα κρινεῖ καί δικάσει» ὁ Κύριος (Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος), τήν εὔκαρπο ἡσυχία.
Τά χαρακτηριστικά αὐτά, καί περισσότερον ἀπ’ὅλα τήν ἀφειδώλευτη ἀγάπη του ἀνεξαρτήτως
πρός πάντας ὁλόκληρος ὁ Ὀρθόδοξος καί Χριστιανικός κόσμος ἐβίωσε ἐμπειρικά εἰς
τό ταπεινό πρόσωπό του καί ἔτσι τόν ἐτίμησε καί ἔτσι ἡ γενεά μας τόν θυμᾶται.
Ὁ Πατριάρχης Δημήτριος, κατά τό πρότυπο τοῦ Χριστοῦ,
ὅπως περιγράφεται εἰς τήν Ἀποκάλυψιν, ὑπῆρξεν ὁ ποιμήν τῆς Ἐκκλησίας καί
συγχρόνως καί ὁ ἀμνός· ποιμήν διότι
διηκόνησε μέ ταπείνωσι καί διάκρισι, μέ ἀγάπη καί ἀνεξικακία, τόν Θεσμό καί τά
μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀμνός δέ διότι διαρκῶς ἐθυσιάσθη, ἰδίᾳ κατά τά ἔτη τῆς
Πατριαρχικῆς διακονίας του, μυστικά καί προσεφέρθη θυσιαστικά. Ὁ Πατριάρχης
Δημήτριος ὅσο ἦταν ἀμνός προσφερόμενος εἰς θυσίαν, τόσο ἀνεδεικνύετο ἀθόρυβα ὡς
ὁ ἀληθινός ποιμήν τῆς Ἐκκλησίας καί ὁ καταξιωμένος ἡγέτης τῆς ὑπ’οὐρανόν Ὀρθοδοξίας.
Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ὁ ὁποῖος εἶχε τήν αἴσθησιν ὅτι ἦταν
«δοῦλος καί Ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Β΄ Πέτρ. 1, 1), «συμπρεσβύτερος καί
μάρτυς τῶν τοῦ Χριστοῦ παθημάτων» (Α΄ Πέτρ. 5, 1), κάνει λόγον διά τόν «κρυπτόν
τῆς καρδίας ἄνθρωπον ἐν τῷ ἀφθάρτῳ τοῦ πραέος καί ἡσυχίου πνεύματος, ὅ ἐστιν ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ πολυτελές» (Α΄ Πέτρ. 3, 4). Ὁ κρυπτός τῆς καρδίας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἐκφράζεται
μέ τό πρᾶον καί ἡσύχιον πνεῦμα, πού εἶναι ἐν τῇ οὐσίᾳ ἄφθαρτον, εἶναι ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ πολυτελής.
Αὐτός ἦταν ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος· δοῦλος
καί Ἀπόστολος Χριστοῦ, συμπρεσβύτερος καί μάρτυς τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ, ἄνθρωπος
τῆς κρυφῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς, τοῦ πραέος καί ἡσυχίου πνεύματος, πού παραμένει ἄφθαρτο,
παρά τά 24 χρόνια πού πέρασαν ἀπό τήν κοίμησί του. Καί ὅλα αὐτά ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι πολυτελῆ.
Πολυτελής, λοιπόν, Πατριάρχης, ὁ μακαριστός Δημήτριος,
τοῦ ὁποίου ἡ ζωή καί ἡ πολιτεία ἐφανέρωσε τήν ἐσωτερική πολυτέλεια τῆς Ἐκκλησίας
τῆς Κωνσταντινουπόλεως, διά νά μή λεχθῇ τῆς Ὀρθοδόξου ἐν γένει Ἐκκλησίας, πού
παραμένει ἕνα μοναδικό πολυτελές πνευματικό διαμάντι καί κοσμῇ τούς αἰῶνας.
Μέ ἀφορμή τήν συμπλήρωσι ἑκατόν ἐτῶν ἀπό τήν
γέννηση τοῦ μακαριστοῦ Πατριάρχου καί πνευματικοῦ πατρός μας μέ βαθειά
συγκίνηση καί συστολή, μέ ἀγάπη, ἀλλά καί μέ σεβασμό, ὡς Πατέρα μας, ἀνοίγουμε
τήν καρδιά μας εἰς αὐτόν γιά νά τήν ἴδῃ
τί ἔχει μέσα καί νά μᾶς συμπονέσῃ.
Τόν παρακαλοῦμε νά δέεται στήν Μεγαλόχαρη, στήν Ὑπέρμαχο
Στρατηγό καί Εὐαγγελίστρια τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας
καί τοῦ Γένους μας, πού τόσο πολύ ἀγάπησε, καί στόν Ἅγιο Δημήτριο τόν
Μεγαλομάρτυρα πού τόσο ἀφωσιωμένα διηκόνησε στά Ταταῦλα, νά ἁπλώνουν τήν σκέπη
τῆς ἀγάπης των στήν πονεμένη Ρωμιοσύνη καί
στήν Μεγάλη Ἐκκλησία, τήν ἐλπίδα
τῶν ἀπηλπισμένων, τήν χαρά τῶν πικραμένων, τό ραβδί τῶν τυφλῶν, τήν ἄγκυρα τῶν
θαλασσοδαρμένων, τήν μάννα τῶν ὀρφανῶν. Ὁ ἰδικός μας Πατριάρχης Δημήτριος
διηκόνησε πιστῶς καί ἐπιτυχῶς τό Μυστήριον, τάς ἀξίας, τό ἦθος, τό φρόνημα¸ τήν ἱστορίαν τῆς Μητρός Ἐκκλησίας,
τήν ἱστορίαν τοῦ Γένους τῶν Ὀρθοδόξων χριστιανῶν, τήν ἱστορίαν τήν ὁποίαν
γράφει ἡ ἰδία ἡ Κυρία Θεοτόκος, τό ἀμάραντον Ρόδον, τήν ἱστορίαν τήν ὁποίαν
γράφουν οἱ Ἅγιοι διά τοῦ βίου καί τῆς ἀφοσιώσεώς των.
Κατά τήν ἑκατονταετία πού διῆλθε ἀπό τήν γέννηση τοῦ
μακαρίου πνευματικοῦ μας Πατέρα, ἡ Μητέρα Ἐκκλησία μας πέρασε ἀπό πολλά κύματα.
Πολλάκις ἐπανέλαβε μυστικά καί ἄρρητα μετά Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου «χαλεπόν τό
κλυδώνιον• ἀλλ' οὐ δεδοίκαμεν, μὴ καταποντισθῶμεν• ἐπί γάρ τῆς πέτρας ἑστήκαμεν.
Μαινέσθω ἡ θάλασσα, πέτραν διαλῦσαι οὐ δύναται• ἐγειρέσθω τὰ κύματα, τοῦ Ἰησοῦ
τὸ πλοῖον καταποντίσαι οὐκ ἰσχύει».
Ὁ Πατριάρχης τοῦ Γένους ἐκοιμήθη στίς 2 Ὀκτωβρίου
τοῦ 1991, μνήμη τῶν Ἁγίων Ἱερομάρτυρος Κυπριανοῦ καί Ἰουστίνης τῆς Παρθένου.
Μήπως, ἄλλωστε, καί ἡ Πατριαρχική διακονία του δέν ὑπῆρξε μιά ἱερά μαρτυρία καί
ἕνας βαρύς σταυρός, τόν ὁποῖο ἐσήκωσεν ἐν μέσῳ θυελλῶν καί καταιγίδων πολλάκις ὁλόμονος,
χωρίς συγκυρηναῖο, ἀλλά ἔχοντας μόνο συνοδό τήν Χάρι καί τό Ἔλεος τοῦ σταυρωθἐντος
ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καί σωτηρίας.
Εἴμεθα βέβαιοι ὅτι ὁ Πατριάρχης Δημήτριος ἱερουργεῖ
τώρα τήν ἀναίμακτο μυσταγωγία ὄχι ἐπάνω εἰς τήν ὑλική καί αἰσθητή ἁγία Τράπεζα,
ἀλλά εἰς τήν νοητή, ἐπί τῆς ὁποίας δέν παύει νά τελῆται ἀδιαλείπτως, μυστικῶς
καί ἀοράτως, ἡ ἀναίμακτος μυσταγωγία καί μεθᾷ πίνων «πόμα πνευματικόν». Διότι
σέ ὅλην του τήν ἐπίγειον ζωήν ἔπινε «ἐκ πνευματικῆς ἀκολουθούσης πέτρας, ἡ δέ
πέτρα ἦν ὁ Χριστός» (Α΄ Κορ. 10, 4). Καί ἐσθίει τόν ἄρτον τῆς ζωῆς τοῦ «ἐκ
τάφου ὀμβρίσαντος Χριστοῦ, ἐν Ὧ στερεούμεθα».
Διά τοῦτο καί ἡ ἀπόδοσις τιμῆς κατά τήν παροῦσα
χρονική στιγμή μᾶς μεταφέρει εἰς τά ἐπέκεινα, εἰς τόν ἄϋλο καί δίκαιο κόσμο, τόν μή προσωπολατρικό, ἀλλά πολυτελῆ, τόν ὁποῖο
προσδοκοῦμε καί μέ τόν ὁποῖο ἑνούμεθα ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.
Ὁ Πατριάρχης Δημήτριος διελθών τοῦ ματαίου τούτου
κόσμου, προσήνεγκεν ἀφόβως ἑαυτόν εἰς τόν σταυρόν καί εἰς τό προσευχητικό δάκρυ
τῆς Γεθσημανὴ καί «πᾶσαν τήν (ἐμπιστευθεῖσαν εἰς αὐτόν) πατρικήν κληρονομίαν
πληρώσας» μετέστη ἀθορύβως εἰς τάς αἰωνίους
μονάς, ὅπου ἀγάπη, φῶς, δικαιοσύνη καί ἀλήθεια κατοικεῖ.
«Τόν ἀγῶνα τόν καλόν ἠγώνισται, τόν δρόμον
τετέλεκε, τήν πίστιν τετήρηκε». Ἀπόκειται αὐτῷ ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὃν ἀποδώσει
ὁ Κύριος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, ὁ δίκαιος κριτής, οὐ μόνον δέ αὐτῷ, ἀλλά καί «πᾶσι
τοῖς ἠγαπηκόσι τήν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ» (Β΄ Τιμ. 4, 7-8). Ἀμήν.
Αἰωνία σου ἡ μνήμη Πατριάρχα καί Πατέρα ἀοίδιμε
Δημήτριε.
Σ’εὐχαριστοῦμε.
Ἀναπαύου ἐν εἰρήνη!
Εφημερίδα: Απογευματινή Κωνσταντινουπόλεως
Αυτοί οι φαναριώτικοι επιθετικοί προσδιορισμοί ("πολυτελής", "μεγαλοπρεπής", κλπ), μάλλον πομπώδη κενολογία προδίδουν, παρά χαρακτηρίζουν το (υποτίθεται) τιμώμενο πρόσωπο. Στον ταπεινό και ευλαβή μακαριστό πατριάρχη Δημήτριο, τέτοια επίθετα όχι μόνο περιττεύουν, αλλά και απάδουν.
ΑπάντησηΔιαγραφή