Ομιλία
Του Πάπα Φραγκίσκου
Κατά Τη Θεία Λειτουργία
Στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
30
Νοεμβρίου 2014
Patriarchal
Cathedral of St. George
Πολλές φορές, ως αρχιεπίσκοπος του Μπουένος Άιρες, συμμετείχα στη θεία Λειτουργιά τον ορθοδόξων κοινοτήτων εκείνης
της πόλης, αλλά ευρισκόμενος σήμερα σε αυτήν την Πατριαρχική Εκκλησία
του Αγίου Γεωργίου επι τη εορτή του αγίου Αποστόλου Ανδρέα του Πρωτόκλητου και αδελφού του αγίου Πέτρου, προστάτου του Οικουμενικού
Πατριαρχείου, είναι πράγματι μια ιδιαίτερη χάρη που ο Κύριος με αξίωσε.
Το να συναντηθούμε, και να κοιτάξει ο ένας το
πρόσωπο του άλλου, το να ανταλλάξουμε τον ασπασμό της ειρήνης, το να
προσευχηθούμε ο ένας για τον άλλο, αποτελούν ουσιαστικές διαστάσεις της
πορείας εκείνης προς την αποκατάσταση της πλήρους κοινωνίας προς την
οποίαν τείνουμε. Όλα αυτά προηγούνται και συνοδεύουν σταθερά εκείνη την άλλη ουσιαστική διάσταση αυτής της πορείας που είναι ο θεολογικός διάλογος.Ένας αυθεντικός διάλογος είναι πάντα μεταξύ προσώπων με ένα
όνομα, με μία όψη, με μια ιστορία, και όχι μόνο ανταλλαγή ιδεών.
Αυτό ισχύει προ πάντων για μας τους
χριστιανούς, γιατί για μας η αλήθεια είναι το πρόσωπο του Ιησού Χριστού.
Το παράδειγμα του αγίου Ανδρέα ο οποίος μαζί με ένα άλλο μαθητή δέχθηκε
την πρόσκληση του Θείου διδασκάλου: «έρχεσθε και όψεσθε» και « έμειναν
παρ αυτώ την ημέραν εκείνην» (Ιω, 1, 39), μας δεικνύει με σαφήνεια οτι η
χριστιανική ζωή είναι μια προσωπική εμπειρία, μια μεταβάλλουσα
συνάντηση με Εκείνον που μας αγαπά και θέλει να μας σώσει. Ακόμα και το
χριστιανικό κήρυγμα μεταδίδεται χάρη σε πρόσωπα που αγαπούν το Χριστό,
τα οποία δεν μπορούν να μη μεταδώσουν την χαρά της αγάπης και της
σωτηρίας. Ακόμα μια φορά το παράδειγμα του αποστόλου Ανδρέα είναι
διαφωτιστικό. Αφού ακολούθησε το Χριστό εκεί που κατοικούσε και συνομίλησε μαζί του « ευρίσκει ούτος πρώτον τον αδελφόν τον ίδιον
Σίμωνα και λέγει αυτώ: ευρήκαμεν τον Μεσσίαν, - ο εστιν μεθερμηνευόμενον
Χριστόν - ήγαγεν αυτόν πρός τον Ιησούν » (Ιω 1, 40-42). Είναι πάντως
φανερόν οτι ούτε ο διάλογος μεταξύ των χριστιανών μπορεί να ξεφύγει από
αυτή τη λογική της προσωπικής συνάντησης.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι η πορεία
συμφιλίωσης και ειρήνης μεταξύ καθολικών και ορθοδόξων εγκαινιάσθηκε,
κατά κάποιο τρόπο απο μια συνάντηση, από ένα ασπασμό μεταξύ των σεβασμίων
προκατόχων μας, του Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρα και Πάπα Πααύλου του
έκτου προ πενήντα ετών στα Ιεροσόλυμα, γεγονός που η Παναγιώτητά Σας και
εγώ θελήσαμε πρόσφατα να μνημονε'υσουμε με τη νέα συνάντηση μας στην πόλη
όπου ο Κύριος Ιησούς Χριστός απέθανε και ανέστη.
Για μια ευτυχή σύμπτωση, αυτή η επίσκεψη μου
γίνεται αρκετές μέρες μετά από τον εορτασμό της 50 επετείου της έκδοσης
του Διατάγματος της δεύτερης συνόδου του Βατικανού Unitatis redintegratio
για την αναζήτηση της ενότητος μεταξύ όλων των χριστιανών. Πρόκειται για ένα θεμελιώδες κείμενο με το οποίο ανοίχθηκε ένας νέος δρόμος για την συνάντηση μεταξύ των καθολικών και των αδελφών των άλλων Εκκλησιών και εκκλησιαστικών κοινοτήτων.
Ιδιαίτερα με αυτό το διάταγμα η Καθολική
Εκκλησία αναγνωρίζει ότι οι Ορθόδοξες Εκκλησίες «έχουν αληθινά μυστήρια
και κυρίως, δυνάμει της αποστολικής διαδοχής, την Ιεροσύνη και την Ευχαριστία, δια μέσου των οποίων παραμένουν ακόμα ενωμένες μαζί μας με
στενότατους δεσμούς» (n.15). Εν συνεχεία, αναφέρεται ότι για να
διαφυλάξουν πιστά την πληρότητα της χριστιανικής παράδοσης, και για να
φέρουν εις πέρας την συμφιλίωση των χριστιανών ανατολής και δύσεως είναι
ύψιστης σημασίας να διατηρηθεί και να υποστηριχθεί η πλουσιότατη
παρακαταθήκη των Εκκλησιών της ανατολής, όχι μόνο σε ότι αφορά τις
λειτουργικές και πνευματικές παραδόσεις, αλλά επίσης την κανονική τάξη
που θέσπισαν οι άγιοι Πατέρες και οι Σύνοδοι, η οποία τάξη ρυθμίζει τον
βίο αυτών των Εκκλησιών ( βλ. n. 15 -16).
Φρονώ σημαντικό να επισημάνω τον σεβασμό αυτής
της αρχής ως ουσιαστικής και αμοιβαίας προϋπόθεσης για την αποκατάσταση της
πλήρους κοινωνίας, που δεν σημαίνει υποταγή του ενός στον άλλο, ούτε αφομοίωση, αλλά μάλλον αποδοχή όλων των δωρεών που ο Θεός έδωσε στον
καθένα για να φανερώσει σε ολόκληρο τον κόσμο το μέγα μυστήριο της σωτηρίας
πραγματοποιηθέν από τον Κύριον Ιησούν Χριστόν δια μοεσου του Παναγίου
Πνεύματος. Θέλω να διαβεβαιώσω τον καθένα από σας ότι για να φθάσουμε
στον αναζητούμενο σκοπό της πλήρους κοινωνίας, η Καθολική Εκκλησία δεν
προτίθεται να επιβάλλει καμία απαίτηση, παρά μόνον εκείνη της
ομολογίας της κοινής πίστεως, και ότι είμαστε έτοιμοι να αναζητήσουμε
απ'ο κοινού υπό το φως της διδασκαλίας της Αγίας Γραφής και της εμπειρίας
της πρώτης χιλιετίας, τους τρόπους με τους οποίους να εξασφαλισθεί η
αναγκαία ενότητα της Εκκλησίας στις σημερινές συνθήκες: το μόνο πράγμα
που η Καθολική Εκκλησία επιθυμεί και εγώ αναζητώ ως Επίσκοπος Ρώμης
"της Εκκλησίας της προκαθημένης της αγάπης", είναι η κοινωνία με
τις Ορθόδοξες Εκκλησίες. Μια τέτοια κοινωνία θα είναι πάντα καρπός της
αγάπης «που εκέχυται εν ταις καρδίαις ημών δια πνεύματος αγίου του
δοθέντος ημίν» (Ρωμ 5,5), αγάπης αδελφικής που δίνει έκφραση στο
πνευματικό και υπερβατικό δεσμό που μας ενώνει ως μαθητές του Κυρίου.
Μέσα στο σημερινό κόσμο υψώνονται έντονες
φωνές που δεν μπορούμε να μην ακούσομε και που ζητούν από τις Εκκλησίες
μας να βιώσουμε μέχρι το βάθος το ότι είμαστε μαθητές του Κυρίου Ιησού
Χριστού.
Η πρώτη απ αυτές τις φωνές είναι εκείνη των
πτωχών. Μέσα στον κόσμο υπάρχουν πάρα πολλές γυναίκες και άνδρες που
υποφέρουν λόγω σοβαρής κακής διατροφής, λόγω αυξημένης ανεργίας, λόγω
υψηλού ποσοστού νέων χωρίς εργασία, και λόγω αύξησης κοινωνικού αποκλεισμού, που μπορεί να οδηγήσει σε εγκληματικές πράξεις μέχρι την
επιστράτευση τρομοκρατών. Δεν μπορούμε να παραμείνουμε αδιάφοροι μπροστά
στις φωνές αυτών των αδελφών ανδρών και γυναικών. Αυτοί μας ζητούν όχι
μόνο να τους δώσουμε υλική βοήθεια, αναγκαία σε τέτοιες καταστάσεις,
αλλά κυρίως να τους βοηθήσουμε να υπερασπίσουν την αξιοπρέπεια τους ως
ανθρώπινα πρόσωπα, εις τρόπον ώστε να μπορέσουν να ξαναβρούν τις
πνευματικές ενέργειες για να ανανύψουν και να καταστούν πρωταγωνιστές της
ιστορίας τους. Επί πλέον μας ζητούν να αγωνιστούμε υπό το φως του
Ευαγγελίου ενάντια στα θεσμικά αίτια της φτώχειας: της ανισότητας, της
έλλειψης μιας αξιοπρεπούς εργασίας, της έλλειψης γης και κατοικίας, της
άρνησης των κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων. Ως χριστιανοί
καλούμαστε να κατατροπώσουμε από κοινού την παγκοσμιοποίηση εκείνης της
αδιαφορίας που σήμερα φαίνεται να έχει την υπεροχήν και να οικοδομήσουμε ένα νέο πολιτισμό αγάπης και αλληλεγγύης.
Μια δέυτερη δυνατή φωνή που ακούγεται δυνατά
είναι εκείνη των θυμάτων των συγκρούσεων σε τόσα μέρη του κόσμου. Τη
φωνή αυτή ακούμε να αντοιχεί πολύ καλά απο εδώ, γιατι σε πολλά κοντινά
έθνη υπάρχουν σκληρά και απάνθρωποι πόλεμοι. Το να ταράζεται η ειρήνη
ενός λαού, το να διαπράττεται η να επιτρέπεται καθε είδος ιδιαίτερα σε
βἀρος ασθενών και απροστάτευτων προσώπων είναι ενα βαρύτατο αμάρτημα
κατα του Θεού, γιατί σημαίνει μη σεβασμό της εικόνας του Θεού που είναι
στον άνθρωπο. Η φωνή των θυμάτων των συγκρούσεων μας ωθεί να προχωρήσουμε το συντομότερο στην πορεία της συμφιλίωσης και της κοινωνίας
μεταξύ καθολικών και ορθοδόξων. Εξ άλλου, πως μπορούμε να κηρύξουμε
αξιόπιστα το μήνυμα ειρήνης που έρχεται από τον Χριστό εάν μεταξύ μας
συνεχίζουν να υπάρχουν ανταγωνισμοί και αντιδικίες; (Βλ. Paolo VI, Esort.
ap. Evangelii nuntiandi, 77).
Μια τρίτη φωνή που μας καλεί είναι εκείνη των
νέων. Σήμερα δυστυχώς υπάρχουν τόσοι νέοι που ζουν χωρίς ελπίδα,
νικημένοι από την απογοήτευση και την καρτερική αποδοχή. Πολλοί νέοι
επίσης υπò την επίδραση της επικρατούσης κουλτούρας αναζητούν τη χαρά
στην κατοχή των υλικών αγαθών και την στιγμιαίων συγκινήσεων. Οι νέες
γενιές δεν θα μπορέσουν ποτέ να αποκτήσουν την αληθινή σοφία και να
διατηρήσουν ζωντανή την ελπίδα εάν εμείς δεν θα είμαστε ικανοί να
αξιοποιήσουμε τον αυθεντικό ουμανισμό που πηγάζει από το Ευαγγέλιο και από την χιλιετή εμπειρία της Εκκλησίας. Είναι ακριβώς οι νέοι - σκέπτομαι για
παράδειγμα τους πάμπολλους νέους, ορθοδόξους καθολικούς και προτεστάντες
που συναντώνται στις διεθνής συναντήσεις που οργανώνει η κοινότητα του
Ταϊζέ - που σήμερα μας πιέζουν να κάνουμε βήματα μπροστά προς την πλήρη κοινωνία. Και αυτό όχι επειδή αγνοούν την σημασία των διαφορών που ακόμα
μας χωρίζουν, αλλά γιατί ξέρουν να βλέπουν μακριά. Είναι ικανοί να
διαβλέπουν το ουσιαστικό που ήδη μας ενώνει.
Παναγιώτατε, είμαστε ήδη εν πορεία προς την
πλήρη κοινωνία και ήδη μπορούμε να βιώσουμε σημαντικά σημεία μιας
πραγματικής ενότητας, έστω και αν αυτή είναι ακόμα μερική. Είμαστε
βέβαιοι ότι στο μακρό αυτό δρόμο είμαστε ενισχυμένοι από την μεσιτεία του αποστόλου Ανδρέου και του αδελφού του Πέτρου, θεωρούμενοι από την παράδοση ως ιδρυτές των εκκλησιών της Κωνσταντινουπόλεως και Ρώμης.
Επικαλούμενοι από τον Θεόν το μεγάλο δώρο της πλήρους ενότητος και την ικανότητα να το δεχθούμε στις ζωές μας. Και μη ξεχάσουμε ποτέ να προσευχόμαστε οι μεν για τους δε.
Δεν έχει την ξύλινη γλώσσα. Μιλάει καρδιακά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίναι άνθρωπος που μπορεί να απευθυνθεί στον λαό.
ΑπάντησηΔιαγραφή