Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

Η τιμωρία - π. Δημήτριος Μπόκος


« … ἡ ἁ­μαρ­τί­α ἀ­πο­τε­λε­σθεῖ­σα ἀ­πο­κύ­ει θά­να­τον» (Ἰ­ακ. 1, 15).

Ἡ φω­τιὰ ἔ­τρι­ξε καὶ σπί­θες κόκ­κι­νες γέ­μι­σαν τὸν ἀ­έ­ρα, κα­θὼς ὁ γέ­ρος συ­δαύ­λι­σε τὰ κάρ­βου­να καὶ ἔ­ρι­ξε τὸ τε­λευ­ταῖ­ο κού­τσου­ρο στὸ τζά­κι. Ἔ­ξω τὸ σού­ρου­πο ἅ­πλω­νε γορ­γὰ τὴν πα­γε­ρή του μουν­τά­δα, ἂν καὶ ἡ ἀ­σπρά­δα τοῦ χι­ο­νιοῦ πά­λευ­ε νὰ πα­ρα­τεί­νει τὴν ψευ­δαί­σθη­ση πὼς ἡ μέ­ρα κρα­τοῦ­σε ἀ­κό­μα.
 Γύ­ρω στὸ χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο τρα­πέ­ζι, στρω­μέ­νο, κα­θὼς τό ’χαν πα­ρά­δο­ση, ὅ­λη τὴν ἡ­μέ­ρα, βού­ι­ζε χα­ρού­με­να στὴν ἀγ­κα­λιὰ τῆς γι­ορ­τι­νῆς ζε­στα­σιᾶς ἡ οἰ­κο­γέ­νεια. Καὶ τί οἰ­κο­γέ­νεια; Τριά­ντα τό­σες ψυ­χές, ἀ­πὸ παπ­ποῦ­δες μέ­χρι δι­σέγ­γο­να, συγ­κεν­τρώ­θη­καν σή­με­ρα γιὰ νὰ γι­ορ­τά­σου­νε μα­ζί.
 Ὁ ὀ­γδον­τά­χρο­νος γέ­ρος, μὲ τὰ μαλ­λιά του κά­τα­σπρα σὰν χι­ό­νι, ἔ­βλε­πε πα­λιὰ καὶ νι­ό­φυ­τα βλα­στά­ρια γύ­ρω του κι ἀ­να­γάλ­λι­α­ζε. Ἡ μα­τιά του πλα­νι­ό­ταν ὣς τὸ καν­τή­λι ποὺ σι­γό­και­γε στὴ γω­νιὰ καὶ κά­θε τό­σο τὰ φυλ­λο­κάρ­δια του πάλ­λον­ταν.
- «Δό­ξα ἐν ὑ­ψί­στοις Θε­ῷ…», ψι­θύ­ρι­ζε σὰν τοὺς ἀγ­γέ­λους. Ἡ ἀ­γά­πη σου ἀ­πέ­ραν­τη, Κύ­ρι­ε!... Πλού­σια τὰ ἐ­λέ­η σου!...
Ἕ­να δε­κα­ο­χτά­χρο­νο παλ­λη­κά­ρι, ἐγ­γο­νός του, ἑ­τοι­μά­στη­κε νὰ φέρει ἀπ’ ἔξω ξύ­λα γιὰ τὴ φωτιά. Περ­νών­τας δί­πλα του κον­το­στά­θη­κε χα­μο­γε­λών­τας, κα­θὼς τὸν εἶ­δε νὰ κου­νά­ει τὰ χεί­λη του χω­ρὶς νὰ μι­λά­ει. Ἤ­ξε­ρε τὸν παπ­πού του κα­λά. Εἶ­πε νὰ τὸν πει­ρά­ξει.
- Τί κου­βεν­τιά­ζεις πά­λι ἐ­κεῖ μο­νά­χος σου, παπ­πού;
Ὁ γέ­ρος τὸν κοί­τα­ξε μὲ πρό­σχα­ρη δι­ά­θε­ση.
- Γιὰ τὴν ἀ­γά­πη Του λέ­ω. Τί ἄλ­λο νὰ ’­πῶ;

- Θά ’­θε­λα τό­τε νὰ τὸν ρω­τή­σεις κά­τι, συ­νέ­χι­σε πει­ρα­χτι­κὰ ὁ ἐγ­γο­νός. Ἀ­φοῦ, κα­τὰ πὼς λές, μᾶς ἀ­γα­πά­ει τό­σο, για­τί μᾶς τι­μω­ρεῖ σκλη­ρά, ἂν κά­νου­με καὶ φύ­γου­με λι­γά­κι ἀ­πὸ τὸν νό­μο Του;
Ὁ γέ­ρος στὴ στιγ­μὴ σο­βά­ρε­ψε.
- Ἄ­κου­σα νὰ τὸ λέ­ει κά­ποι­ος αὐ­τό, πὼς ὁ Θε­ὸς γνω­ρί­ζει μό­νο νὰ τι­μω­ρεῖ. Ἔ­τσι νο­μί­ζεις κι ἐσύ; Ἄν­τε λοι­πόν, τέλει­ω­νε μὲ τὰ ξύ­λα σου κι ἔ­λα κα­τό­πι νὰ τὰ ποῦ­με.

Ὁ νε­α­ρὸς ἄν­τρας τυ­λί­χτη­κε κα­λά, κα­τέ­βα­σε μέ­χρι τ’ αὐ­τιὰ τὸ γού­νι­νο σκοῦ­φο του καὶ βγῆ­κε. Τὸ κρύ­ο ἦ­ταν τσου­χτε­ρό, μὰ δὲ θ’ ἀρ­γοῦ­σε. Προ­χώ­ρη­σε κά­τω ἀ­π’ τὸ ὑ­πό­στε­γο ὣς τὴν ψη­λὴ μάν­τρα, ὅ­που ἦ­ταν ἀ­πο­θη­κευ­μέ­να τὰ ξύ­λα. Γέ­μι­σε τρεῖς φο­ρὲς τὸ κα­ρο­τσά­κι του καὶ τ’ ἄ­δει­α­σε κον­τὰ στὴν πόρ­τα τους. Μὰ σὰν τὸ ἀ­κούμ­πη­σε στὴ θέ­ση του καὶ γύ­ρι­σε νὰ μπεῖ στὸ σπί­τι, τοῦ φά­νη­κε πὼς κά­τι ἄ­κου­σε. Σὰν πνιγ­μέ­νος λυγ­μὸς ἕ­νας θό­ρυ­βος ἀ­να­κα­τεύ­τη­κε μὲ τὸ βού­ι­σμα τοῦ ἀ­νέ­μου.
Πα­ρα­ξε­νε­μέ­νος ἔ­στη­σε αὐ­τὶ ν’ ἀ­κού­σει κα­λύ­τε­ρα. Ἔ­φε­ρε προ­σε­κτι­κὰ τὸ βλέμ­μα του ἕ­να γύ­ρο. Ψη­λὸς πε­ρί­βο­λος ἔ­κλει­νε προ­στα­τευ­τι­κὰ τὸ τε­ρά­στιο ὑ­πο­στα­τι­κό. Ἐ­κεῖ φι­λο­ξε­νοῦν­ταν ἡ με­γά­λη τους οἰ­κο­γέ­νεια τὸν χει­μώ­να, ὅ­ταν τὸ φο­βε­ρὸ κρύ­ο τοὺς ἔ­δι­ω­χνε ἀ­π’ τὰ ψη­λά τους βου­νά. Τοῦ­φες γκρί­ζου κα­πνοῦ πε­τά­γον­ταν στὸν οὐ­ρα­νὸ ἀ­κού­ρα­στα ἀ­πὸ τὶς κα­μι­νά­δες. Ὁ πα­γω­μέ­νος ἀ­έ­ρας ἀ­νά­δευ­ε κά­θε λί­γο σύν­νε­φα χι­ο­νιοῦ στὴ με­γά­λη κοι­λά­δα μπρο­στά του. Ἡ­συ­χί­α παν­τοῦ.
Ἔ­κα­με νὰ γυ­ρί­σει, ὅ­ταν καὶ πά­λι σὰν πα­ρά­ξε­νο βογ­γη­τὸ ἔ­φτα­σε κά­τι στ’ αὐ­τιά του. Ταυ­τό­χρο­να στὴν κον­τι­νό­τε­ρη συ­στά­δα δέν­τρων ἕ­νας σκο­τει­νὸς ὄγ­κος κι­νή­θη­κε. Ὑ­πο­ψι­ά­στη­κε ἀ­γρί­μι. Καὶ δὲν ἔ­πε­σε ἔ­ξω. Ἔ­τρε­ξε ἀ­στρα­πια­ῖα στὴν ἀ­πο­θή­κη κι ἅρ­πα­ξε ἕ­να ὅ­πλο. Βλέ­πον­τας πὼς τὸ ἀ­γρί­μι ἄρ­χι­σε κι­ό­λας νὰ ξε­μα­κραί­νει, ἔ­λυ­σε ἀ­π’ τὸν στά­βλο ἕ­να ἄ­λο­γο καὶ χύ­θη­κε στὸ κα­τό­πι του. Στὸ θαμ­πὸ λυ­κό­φως ξε­χώ­ρι­σε κόκ­κι­νες κη­λί­δες στὸ χι­ό­νι. Τὸ ἀ­γρί­μι ἦ­ταν πλη­γω­μέ­νο. Νοι­ώ­θον­τας τὸν κίν­δυ­νο γρύλ­ι­ζε ὅ­λο καὶ ἀ­πει­λη­τι­κό­τε­ρα. Βι­α­ζό­ταν νὰ χω­θεῖ στὸ με­γά­λο δά­σος.
Ὁ νε­α­ρὸς ἄν­τρας ὅρ­μη­σε ξο­πί­σω του χω­ρὶς δι­σταγ­μό. Τοῦ φά­νη­κε εὔ­κο­λη ὑ­πό­θε­ση. Καὶ μο­να­δι­κὴ εὐ­και­ρί­α νὰ δεί­ξει τὴν ἀ­ξί­α του.
Στὸ με­γά­λο δά­σος, ποὺ ἁ­πλω­νό­ταν πέ­ρα ἀ­π’ τὴν κοι­λά­δα καὶ χα­νό­ταν στὸν ὁ­ρί­ζον­τα πά­νω ἀπὸ κα­τά­λευ­κους λό­φους, ἦ­ταν κα­νό­νας ἀ­πα­ρά­βα­τος νὰ κυ­νη­γοῦν μό­νο οἱ ἔμ­πει­ροι ἄν­δρες τῆς οἰ­κο­γέ­νειας. Ἀλ­λὰ καὶ αὐ­τοὶ πάν­τα ὁ­μα­δι­κὰ καὶ πο­τὲ τὴ νύ­χτα.
Στὸν δε­κα­ο­χτά­χρο­νο δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ συμ­με­τέ­χει σ’ αὐ­τὲς τὶς ἐ­πι­χει­ρή­σεις. Δὲν ἦ­ταν ἀ­κό­μα ἐκ­παι­δευ­μέ­νος γιὰ τέ­τοι­α. Μπο­ροῦ­σε μό­νο νὰ πε­ρι­πο­λεῖ μὲ τοὺς συ­νο­μη­λί­κους του στὴν ἀ­νοι­χτὴ κοι­λά­δα. Τὸ με­γά­λο δά­σος ἦ­ταν ἀ­πα­γο­ρευ­μέ­νος καρ­πὸς γι’ αὐ­τούς. Ἡ οἰ­κο­γε­νεια­κή τους κοι­νό­τη­τα στη­ρι­ζό­ταν σὲ νό­μους. Κα­νό­νες ἄ­γρα­φους, ἀ­πὸ πα­ρά­δο­ση, μὰ αὐ­στη­ροὺς καὶ ἀ­πό­λυ­τους. Χά­ρη σ’ αὐ­τοὺς ἡ τε­ρά­στια οἰ­κο­γέ­νεια ἐ­πι­βί­ω­νε ἀ­πὸ γε­νιὰ σὲ γε­νιὰ μὲ ἀ­σφά­λεια καὶ λει­τουρ­γοῦ­σε χω­ρὶς προ­βλή­μα­τα. Καὶ οἱ με­γά­λοι μά­θαι­ναν στοὺς μι­κρό­τε­ρους σεβασμὸ στὴν παράδοση, μιὰ καὶ κά­θε πα­ρά­βα­ση συ­νε­πα­γό­ταν πάν­τα βα­ρει­ὲς συ­νέ­πει­ες.
Μὰ τώ­ρα ὁ ἐν­θου­σια­σμὸς τὸν συ­νε­πῆ­ρε. Οὔ­τε ποὺ σκέ­φτη­κε κα­νό­νες καὶ συ­νέ­πει­ες. Σπι­ρού­νι­σε τ’ ἄ­λο­γο νὰ τρέ­ξει καὶ χα­μή­λω­σε τὸ κορ­μί του στὴ σέλ­λα. Ἤ­θε­λε νὰ προ­λά­βει στὸν ἀ­νοι­χτὸ χῶ­ρο τὸ ἀ­γρί­μι. Μὰ τὸ φῶς λι­γό­στευ­ε συ­νε­χῶς. Τὸ ἄ­λο­γό του βού­λι­α­ζε κά­θε λί­γο στὸ πυ­κνὸ χι­ό­νι καὶ δυ­σκο­λευ­ό­ταν νὰ τρέ­ξει. Τὸ πλη­γω­μέ­νο ἀ­γρί­μι κα­τά­φε­ρε ἐ­πι­τέ­λους νὰ φτά­σει στοὺς λό­φους καὶ χά­θη­κε στὸ πυ­κνὸ δά­σος.
Ὁ νε­α­ρὸς ἄν­δρας δί­στα­σε, ἀλ­λὰ γιὰ μιὰ μο­νά­χα στιγ­μή. Τὸ αἷ­μα του ἔ­βρα­ζε. Δὲν θ’ ἄ­φη­νε τὴν εὐ­και­ρί­α του νὰ χα­θεῖ. Ἦ­ταν αὐ­τὸ ποὺ τό­σο ζή­λευ­ε καὶ πάν­τα λα­χτα­ροῦ­σε. Ἔ­παιρ­νε με­γά­λο ρί­σκο, μὰ ἤ­θε­λε νὰ δεί­ξει πὼς ἦ­ταν ἕ­τοι­μος γιὰ κά­τι τέ­τοι­ο. Ποι­ὸς δὲν θ’ ἀ­να­γνώ­ρι­ζε με­τὰ τὴν ἀ­ξί­α του; Θά ’μ­παι­νε ἐ­πι­τέ­λους στὴν ὁ­μά­δα τῶν με­γά­λων κυ­νη­γῶν τῆς οἰ­κο­γέ­νειας. Ἔ­κρι­νε πὼς ἦρ­θε ἡ ὥ­ρα νὰ γευ­τεῖ τὸν ἀ­πα­γο­ρευ­μέ­νο καρ­πό.
Τὸ δά­σος, χι­ο­νι­σμέ­νο καὶ ἀ­πέ­ραν­το, φάν­τα­ζε φο­βε­ρό. Ἡ νύ­χτα εἶ­χε πέ­σει. Τὰ πα­νύ­ψη­λα δέν­τρα λι­γό­στευ­αν ἀ­πελ­πι­στι­κὰ τὸ ἐ­λά­χι­στο φῶς. Προ­χώ­ρη­σε προ­σε­κτι­κὰ μὲ ὁ­δη­γὸ τὰ γρυλ­ί­σμα­τα, ποὺ γί­νον­ταν ὅ­λο καὶ πιὸ ἀ­δύ­να­μα, πιὸ ἀ­ραι­ά. Μὰ ἡ ὥ­ρα περ­νοῦ­σε, χω­ρὶς νὰ φτά­νει στὸν στό­χο του. Τὸ ἐγ­χεί­ρη­μά του γι­νό­ταν πε­ρί­πλο­κο.
Τὸ ἄ­λο­γο μὲ δυ­σκο­λί­α ἄ­νοι­γε τὸν δρό­μο του στὸν ἀ­φι­λό­ξε­νο, πα­γε­ρό, σχε­δὸν ἄ­βα­το τό­πο. Τὰ πράγ­μα­τα δὲν ἦ­ταν ὅ­σο ἁ­πλᾶ τοῦ φά­νη­καν στὴν ἀρ­χή. Δὲν ἤ­ξε­ρε οὔ­τε πό­σο εἶ­χε προ­χω­ρή­σει, οὔ­τε ποῦ βρι­σκό­ταν. Τὸ δά­σος γι­νό­ταν τό­σο πυ­κνό, ποὺ δὲν ὑ­πῆρ­χε ση­μεῖ­ο ἀ­να­φο­ρᾶς γιὰ ὑ­πο­λο­γι­σμούς. Σι­γὰ-σι­γὰ ἡ ἀρ­χι­κή του σι­γου­ριὰ τὸν ἐγ­κα­τέ­λει­πε. Ἕ­νας φό­βος, ποὺ ὅ­λο καὶ με­γά­λω­νε, πῆ­ρε νὰ ξε­ση­κώ­νε­ται στὴν καρ­διά του.
Στά­θη­κε δί­βου­λος. Νὰ τρα­βή­ξει μπρὸς ἢ νὰ γυ­ρί­σει πί­σω; Σκε­φτό­ταν τώ­ρα τὶς συ­νέ­πει­ες. Πῶς θὰ αἰ­τι­ο­λο­γοῦ­σε τὴν πρά­ξη του; Ἤ­ξε­ρε τὴ θρη­σκευ­τι­κὴ προ­σή­λω­ση τῆς οἰ­κο­γέ­νειας στοὺς κα­νό­νες της. Ὑ­πῆρ­χε με­γά­λη αὐ­στη­ρό­τη­τα στὴν τή­ρη­σή τους. Καὶ τό ’­χε πιὰ σί­γου­ρο πὼς τώ­ρα τὸν πε­ρί­με­νε βα­ρειὰ τι­μω­ρί­α γιὰ τὸ τόλ­μη­μά του.
Μὰ πά­νω ποὺ πά­σχι­ζε τί νὰ δι­α­λέ­ξει, τὸ γρύλι­σμα ἀ­κού­στη­κε πο­λὺ κον­τά. Καὶ μιὰ σκιὰ κι­νή­θη­κε μέ­σ’ στὰ κλα­διά. Αὐ­τὸ ἦ­ταν! Ἀ­να­θάρ­ρη­σε. Ἕ­να βῆ­μα μο­νά­χα τὸν χώ­ρι­ζε ἀ­πὸ τὸν στό­χο του. Ἄγ­γι­ζε πιὰ τὸ ὄ­νει­ρό του.
Σή­κω­σε τὸ ὅ­πλο νὰ ση­μα­δέ­ψει, ὅ­ταν ἀ­πρό­σμε­να καὶ ἄλ­λο γρύλι­σμα τὸν ξάφ­νι­α­σε ἀ­πὸ δε­ξιά…, καὶ ἄλ­λο ξο­πί­σω του…, κι ἀ­ρι­στε­ρὰ καὶ μπρὸς καὶ γύ­ρω του…, παν­τοῦ. Καὶ μο­νο­μιᾶς, ἕ­να σω­ρὸ σκι­ὲς ξε­πή­δη­σαν ἀ­π’ τὸ σκο­τά­δι, τρο­μα­χτι­κὰ φαν­τά­σμα­τα, τῆς νύ­χτας πλά­σμα­τα φρι­χτά. Ἀλ­λοί­μο­νο! Τὸ πλη­γω­μέ­νο ἀ­γρί­μι τὸν πα­γί­δε­ψε κα­λά. Τοῦ ’­παι­ξε τὸ πιὸ ἄ­σχη­μο παι­χνί­δι τῆς ζω­ῆς του. Τὸν ἔ­ρι­ξε βο­ρὰ στὰ πει­να­σμέ­να στό­μα­τα ὁ­λό­κλη­ρης ἀ­γέ­λης.
Μο­νά­χα μιὰ στιγ­μὴ χρει­ά­στη­κε ἡ αἴ­σθη­σή του, γιὰ νὰ πε­ρά­σει ἀ­π’ τὴ θρι­αμ­βι­κή της εὐ­φο­ρί­α στὴν ἔ­σχα­τη ἀ­πελ­πι­σί­α. Τὰ πάν­τα ἔ­γι­ναν ἀ­στρα­πια­ῖα. Ξε­τρελ­λα­μέ­νο ἀ­π’ τὴν τρο­μά­ρα τὸ ἄ­λο­γό του τι­νά­χτη­κε ψη­λὰ στὰ πί­σω πό­δια. Τὸν ἔ­ρι­ξε με­μιᾶς στὸ χι­ο­νι­σμέ­νο ἔ­δα­φος κι ἀ­φη­νι­α­σμέ­νο ἄρ­χι­σε νὰ τρέ­χει στὰ τυ­φλά. Μη­χα­νι­κὰ τὸ δά­χτυ­λό του βρῆ­κε τὴ σκαν­δά­λη κα­θὼς ἔ­πε­φτε. Τὸ ὅ­πλο βρόν­τη­ξε ἐκ­κω­φαν­τι­κὰ μέσ’ στὴ νυ­χτιά, μὰ μὲ τὴν πτώ­ση τοῦ ’­φυ­γε ἀ­π’ τὰ χέ­ρια του. Τ’ ἀ­γρί­μια σά­στι­σαν ἀ­π’ τὴ βα­ρειὰ ἐκ­πυρ­σο­κρό­τη­ση γιὰ μιὰ στιγ­μή, ποὺ ὡ­στό­σο τοῦ ἦ­ταν ἀρ­κε­τὴ γιὰ ν’ ἁρ­πα­χτεῖ ἀ­π’ τὸ κον­τι­νό­τε­ρο κλα­δὶ καὶ νὰ ἀ­νε­βεῖ γορ­γὰ ὅ­σο ψη­λό­τε­ρα μπο­ροῦ­σε. Και­ρὸς ἦ­ταν! Τ’ ἀ­γρί­μια ξα­να­χύ­μη­ξαν ἀ­μέ­σως καὶ μ’ ἄ­γριους βρυ­χηθ­μοὺς τὸν πε­ρι­ζῶ­σαν.
Στὸ ἑ­ξῆς ἡ ὥ­ρα κύ­λι­σε ἀρ­γὰ καὶ βα­σα­νι­στι­κά. Ἡ πα­γω­νιὰ χω­νό­τα­νε παν­τοῦ καὶ τὸν τρυ­ποῦ­σε. Ἡ ἀ­κι­νη­σί­α μού­δι­α­ζε τὸ σῶ­μα του. Κινδύνευ­ε νὰ πέ­σει. Μὲ δυ­σκο­λί­α ἀ­φάν­τα­στη τὰ ξυ­λι­α­σμέ­να χέ­ρια του γαν­τζώ­να­νε τὸ δέν­τρο. Μὰ πιὸ πο­λὺ τὸν παί­δευ­αν οἱ ἐ­νο­χές του. Πῶς τό ’­χε με­τα­νοι­ώ­σει, Θέ μου! Τί ἀ­πο­κο­τιὰ ἦ­ταν κι αὐ­τή; Πῶς φέρ­θη­κε πιὰ τό­σο ἐ­πι­πό­λαι­α; Καὶ τώ­ρα; Τί τὸν πε­ρί­με­νε; Ὁ θά­να­τος; Πο­λὺ πι­θα­νό. Μὰ κι ἂν σω­ζό­ταν πα­ρ’ ἐλ­πί­δα, πῶς θὰ δι­και­ο­λο­γοῦ­σε τὴν ἀ­νο­η­σί­α του; Δὲν ἦ­ταν κα­θό­λου πιὰ πε­ρή­φα­νος γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του.
Μα­κριὰ στὴν κοι­λά­δα ἦ­χος βα­θὺς κυ­νη­γε­τι­κοῦ βού­κι­νου ἔ­σκι­σε τὴ θα­να­τε­ρὴ σι­γα­λιά. Ἡ καρ­διά του σκίρ­τη­σε. Τὸν ἔ­ψα­χναν! Οἱ ἐλ­πί­δες του ἀ­να­πτε­ρώ­θη­καν. Ἔ­φε­ρε τὸ χέ­ρι στὴ ζώ­νη του ἀ­να­ζη­τών­τας τὸ δι­κό του βού­κι­νο γιὰ ν’ ἀ­παν­τή­σει. Μὰ δὲν εἶ­χε μα­ζί του κυ­νη­γε­τι­κὸ ἐ­ξο­πλι­σμό.
Πέ­ρα­σε ἔτσι πολ­λὴ ἀ­κό­μα ὥ­ρα μέ­χρι νὰ τὸν ἐν­το­πί­σει ἡ ὁ­μά­δα δι­ά­σω­σης, ποὺ ἔ­σπευ­σε νὰ τὸν ἀ­να­ζη­τή­σει ἀ­μέ­σως μό­λις ἔ­γι­νε ἀν­τι­λη­πτὴ ἡ ἐ­ξα­φά­νι­σή του. Τὰ σκυ­λιὰ καὶ οἱ πυ­ρο­βο­λι­σμοὶ σκόρ­πι­σαν τὰ θη­ρί­α. Στὸ ἔ­σχα­το ὅ­ριο τῆς ἀν­το­χῆς του ὁ νε­α­ρός, βρι­σκό­ταν ἐ­πι­τέ­λους ξα­νὰ στὴ ζεστὴ ἀγκαλιὰ τῆς οἰ­κο­γέ­νειας.
Μὲ δά­κρυ­α κι ἀ­λα­λαγ­μοὺς χα­ρᾶς, βα­θιὰ συγ­κλο­νι­σμέ­νοι ἀ­π’ τὸ ἀ­πρό­σμε­νο συμ­βάν, ἔ­πε­σαν ὅ­λοι πά­νω του, ὅ­ταν τὸ ἕλ­κη­θρο ποὺ τὸν με­τέ­φε­ρε στα­μά­τη­σε στὴν πόρ­τα τους. Κι ὅ­ταν μὲ μάτια ὑγρὰ καὶ λαμπερὰ τὸν σή­κω­σαν στὰ χέ­ρια τους, ἔ­νοι­ω­σε στὸν πα­ρά­δει­σο πὼς ἔμ­παι­νε, ὄ­χι στὸ σπί­τι του.
Ἡ γλυ­κειὰ θαλ­πω­ρὴ τῆς χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κης ἑ­στί­ας καὶ τ’ ἀ­γα­πη­μέ­να του πρό­σω­πα, γε­λα­στὰ καὶ πά­λι με­τὰ τὴν ἀ­να­στά­τω­ση, ἔ­σβη­σαν σὰν ὄ­νει­ρο κα­κὸ σι­γὰ-σι­γὰ τὴ θύ­μη­ση τῆς φο­βε­ρῆς του πε­ρι­πέ­τειας.
- Θὰ μπο­ρέ­σε­τε ἄ­ρα­γε πο­τὲ νὰ μὲ συγ­χω­ρέ­σε­τε; εἶ­πε σὰν ἔνοιωσε κα­λύ­τε­ρα. Πό­σο ἄ­σχη­μα αἰ­σθά­νο­μαι γιὰ ὅ,τι ἔ­κα­μα! Ὅ­ποι­α κι ἂν εἶ­ναι ἡ τι­μω­ρί­α μου, εἶ­μαι ἕ­τοι­μος νὰ τὴ δε­χτῶ.
Ὁ παπ­ποὺς τὸν κοί­τα­ξε κα­λο­κά­γα­θα, ὅ­πως πάν­τα.
- Ποι­ὸς μί­λη­σε γιὰ τι­μω­ρί­α;
- Μὰ δὲν ἔ­χει βα­ρει­ὲς συ­νέ­πει­ες ἡ πα­ρά­βα­ση τῶν νό­μων μας; Αὐ­τὸ δὲν μᾶς μα­θαί­νε­τε;
- Βα­ρει­ὲς συ­νέ­πει­ες ἔ­χει ἀ­ναμ­φί­βο­λα, μὰ δὲν τὶς ἐ­πι­βάλ­λου­με ἐ­μεῖς. Ἡ τι­μω­ρί­α σου εἶ­ναι αὐ­τὰ ποὺ ἤ­δη πέ­ρα­σες. Δὲ σοῦ ‘φτασαν; Κι ἄλλο ζητᾶς ἀκόμα; Σὲ ἄγ­γι­ξε σχε­δὸν ὁ θά­να­τος ἀ­π’ τὰ θη­ρί­α καὶ τὴν πα­γω­νιά! Ἀλλὰ μόνο καὶ μόνο ἐ­πει­δὴ θέ­λη­σες νὰ φύ­γεις ἀ­π’ τὴν ἀ­σφά­λεια καὶ τὴ ζε­στα­σιὰ τοῦ σπι­τιοῦ μας. Αὐ­το­κα­τα­δι­κά­στη­κες! Ὅ­σα ἐ­σὺ ἐ­πέ­βα­λες στὸν ἑ­αυ­τό σου, ἡ φυ­σι­κὴ καὶ μό­νο συ­νέ­πεια τῆς πρά­ξης σου,  εἶ­ναι ἡ τι­μω­ρί­α σου. Ὄ­χι κά­τι ποὺ θὰ ἐ­πι­βάλ­λου­με ἐκ τῶν ὑ­στέ­ρων ἐ­μεῖς.
-  Δηλαδή, παππού, …δὲν θὰ μὲ τιμωρήσετε;
-  Ὄ­χι βέ­βαι­α, παι­δί μου! Δὲν ἔ­χου­με ἔ­γνοι­α ν’ ἀ­πο­κα­τα­στή­σου­με τὴν τά­ξη νο­μι­κὰ γιὰ ἱ­κα­νο­ποί­η­ση δι­κή μας, νὰ τι­μω­ρή­σου­με τὴν πα­ρά­βα­ση γιὰ νὰ βγά­λου­με τὸ ἄ­χτι μας. Μᾶς νοιά­ζει μό­νο ν’ ἀ­πο­κα­τα­στα­θεῖς ἐ­σὺ σῶ­ος καὶ ἀ­κέ­ραι­ος στὴν οἰ­κο­γέ­νειά μας. Δὲν μᾶς πε­ρισ­σεύ­εις, ἂς εἴ­μα­στε πολ­λοί. Δὲν σ’ ἀ­γα­πά­με λι­γό­τε­ρο ἀ­πὸ κα­νέ­ναν ἄλ­λον ἐ­δῶ μέ­σα καὶ μᾶς εἶ­σαι ἰ­δι­αί­τε­ρα πο­λύ­τι­μος γιὰ νὰ σὲ χά­σου­με.
Καὶ μὲ τὰ λό­για αὐ­τὰ ὁ ἀ­γα­θὸς γέ­ρον­τας ἔ­σκυ­ψε κι ἀγ­κά­λια­σε τρυ­φε­ρὰ τὸ νεαρὸ βλα­στά­ρι τοῦ σπι­τιοῦ του, φι­λών­τας το στορ­γι­κά. Ἕ­να κύ­μα ἔ­πνι­ξε τὴν καρ­διὰ τοῦ ἀ­γο­ριοῦ, γέ­μι­σε δά­κρυ­α ζε­στὰ τὰ μά­τια του πρὶν προ­λά­βει νὰ τὰ συγ­κρα­τή­σει.
- Εἶ­ναι αὐ­τὸ ἡ ἀ­πάν­τη­ση καὶ γιὰ ‘κεῖ­νο ποὺ σὲ ρώ­τη­σα πρὶν φύ­γω, παπ­πού; ψέλλισε μὲ φωνὴ ποὺ κοβόταν ἀπ’ τὴ συγκίνηση.
- Ἀ­κρι­βῶς, ἀ­γα­πη­μέ­νο μου παι­δί! Εἶ­πες, πῶς γί­νε­ται νὰ ἀ­γα­πά­ει ὁ Θε­ὸς καὶ ταυ­τό­χρο­να νὰ τι­μω­ρεῖ; Μὰ ὁ Θε­ὸς μό­νο ἀ­γα­πά­ει, γι­έ μου! Ποι­ὸς λέ­ει πὼς τὸ μό­νο ποὺ ξέ­ρει εἶ­ναι νὰ τι­μω­ρεῖ; Ὅ­ποι­ος τὸν ἀ­γνο­εῖ μονάχα. Οἱ δι­α­στρε­βλω­τὲς τῆς εἰ­κό­νας Του. Ὁ θά­να­τος, ἡ κά­θε τι­μω­ρί­α, δὲν εἶ­ναι πα­ρὰ ἡ φυ­σι­κὴ συνέπεια τῆς ἀ­πο­ξέ­νω­σής μας ἀ­π’ αὺτόν, ἡ τελικὴ κατάληξη τῆς ἁ­μαρ­τί­ας μας. Ὄ­χι ποι­νὴ ποὺ ἐ­πι­βάλ­λει ὁ Θε­ὸς ἀ­πὸ κά­ποι­α σα­δι­στι­κὴ κι ἐκ­δι­κη­τι­κὴ δι­ά­θε­ση γιὰ ἱ­κα­νο­ποί­η­ση δι­κή Του.
Οἱ κουβέντες σταμάτησαν, τριγύρισαν ὅλοι τὸν λευκασμένο γέροντα. Ἐκεῖνος ἤρεμα συνέχισε.
- Βλέ­πεις τὸν ἥ­λιο; Λάμ­πει γιὰ ὅ­λους κι ἀ­κτι­νο­βο­λεῖ. Ἂν ὅ­μως κά­ποι­ος κρύ­βε­ται ἀ­πὸ τὸ φῶς του καὶ πα­γώ­νει, τί φταί­ει ὁ ἥ­λιος; Τὸ ἴ­διο γί­νε­ται μὲ τὸν Θε­ό.
- Δηλαδή, παππού;
- Ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι, γιέ μου, ἡ μοναδικὴ πη­γὴ ζω­ῆς. Ἀ­κτι­νο­βο­λεῖ γιὰ ὅ­λους ζε­στα­σιά, ἀ­γά­πη, φῶς. Ὅ­ποι­ος εἶναι μαζί Του, ζεῖ πραγ­μα­τι­κά. Μὰ ὅ­ποι­ος, ἐ­λεύ­θε­ρα πάντα, φεύγει ἀ­πὸ κον­τά Του, στε­ρεῖ­ται τὴ ζω­ὴ αὐ­τή. Φεύ­γον­τας ἀ­πὸ τὴ ζε­στα­σιά, πα­γώ­νει στὸ σκο­τά­δι καὶ τελικὰ πε­θαί­νει. Ἔξω ἀ­π’ τὴ Σκέ­πη Του εἶ­ν’ ἀ­προ­στά­τευ­τος. Εὐάλωτος σὲ κά­θε κίν­δυ­νο, πνευ­μα­τι­κὸ καὶ σω­μα­τι­κό. Τὰ πάν­τα μπο­ρεῖ νὰ τοῦ συμ­βοῦν, μὰ ὄ­χι ἐπειδὴ τὸν τι­μω­ρεῖ ὁ Θε­ός. Ἀλ­λὰ για­τὶ δι­α­λέ­γει ἀ­πὸ μό­νος του νὰ μέ­νει μακριὰ ἀ­π’ τὴν προ­στα­σί­α Του, ἀκάλυπτος στὸ ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε κα­κό, ἀφοῦ εἰσέρχεται στὴν ἐ­πι­κίν­δυ­νη πε­ρι­ο­χὴ ποὺ δι­α­φεν­τεύ­ει ὁ θά­να­τος.
- Ὅ­πως τὴν ἔ­πα­θα κι ἐγώ, παππού!
- Ἀκριβῶς, παιδί μου! Μὰ ὄ­χι για­τί σὲ τι­μω­ρή­σα­με ἐ­μεῖς. Ἀλ­λὰ για­τὶ μὲ τὸ δικό σου θέλημα ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κες ἀ­πὸ τὴν προ­στα­σί­α καὶ τὴ θαλ­πω­ρὴ τοῦ σπι­τιοῦ σου. Ἦταν ἑπόμενο στὴ σκο­τει­νὴ κοι­λά­δα  νὰ σὲ κυκλώσουν ἡ πα­γω­νιά, ὁ πό­νος καὶ παραλίγο ὁ θά­να­τος.
- Κα­τά­λα­βα κα­λά, παπ­πού! Ἂν κά­ποι­ος κρύ­βε­ται ἀ­πὸ τὸ φῶς τοῦ ἥ­λιου, παγ­ώ­νει ἀ­πὸ δι­κό του φταί­ξι­μο καὶ μό­νο, ἂν καὶ ὁ ἥ­λιος φω­τί­ζει κι ἀ­κτι­νο­βο­λεῖ τὴ ζε­στα­σιά.
- Τὸ ἴ­διο ἀ­πα­ράλ­λα­χτα συμ­βαί­νει καὶ μὲ τὸν ἥ­λιο τῆς δι­και­ο­σύ­νης. Ἦρθε γιὰ μᾶς! Γεν­νή­θη­κε ἀ­νά­με­σά μας σή­με­ρα, γιὰ ν’ ἀ­να­τέλ­λει τὶς γλυ­κει­ὲς ἀ­χτί­νες τῆς ἀ­γά­πης Του χωρὶς ἐξαίρεση σ’ ὅ­λη τὴ γῆ. Δὲν εἶ­ναι κρί­μα νὰ κα­τα­δι­κά­ζου­με στὴν πα­γω­νιὰ τὸν ἑ­αυ­τό μας, δι­α­λέ­γον­τας ἐ­μεῖς μὲ πεῖ­σμα τὴ σκιά;
… εἶ­πε ὁ παπ­ποὺς καὶ σώ­πα­σε…
Σκυ­φτοί, κρε­μά­με­νοι μι­κροὶ-με­γά­λοι ἀ­πὸ τὰ χεί­λη του μὲ σέ­βας δέ­χον­ταν, αὔ­ρα λε­πτή, τὰ λό­για του. Ἀ­νά­ε­ρα βα­σί­λε­ψε σι­γή…

Μὰ σ’ ὅ­λων τὶς καρ­δι­ὲς καὶ τὶς μα­τι­ὲς… ἀν­ταύ­γει­ες θεῖ­ες ἔ­λαμ­ψαν…, εὐ­φρό­συ­νες, πα­νώ­ρι­ες, μυ­στι­κές!...
π. Δημήτριος Μπόκος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου