ΑΓΙΟΣ
ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
(±378-444)*
Του Πρωτοπρεσβυτέρου
π. Ευαγγέλου
Κ. Πριγκιπάκη, Δρος Θ.
Καθηγητού του Πρότυπου
Πειραματικού Γυμνασίου Πατρών
Αφιερώνεται ευλαβώς στον εορτάζοντα και επαξίως
φέροντα το όνομα του αγ.
Κυρίλλου,
Αρχιμ. π. Κύριλλο Κωστόπουλο,
Διδάκτορα της Θεολογικής Σχολής του
Πανεπιστημίου Αθηνών &
Ιεροκήρυκα
της Ιεράς Μητροπόλεως Πατρών
Ο άγ. Κύριλλος αρχιεπίσκοπος
Αλεξανδρείας, μέγας θεολόγος, πατέρας και άγιος της Εκκλησίας, υπήρξε η
κορυφαία θεολογική μορφή του Ε΄ αι. και ο θεμελιωτής της χριστολογικής
διδασκαλίας της Εκκλησίας, στο έργο του οποίου στηρίχθηκαν άμεσα οι αποφάσεις
των Γ΄ και Δ΄ και έμμεσα των Ε΄ και Στ΄ Οικουμενικών Συνόδων. Αν και αναδείχθηκε
όμως αναμφισβήτητα η σπουδαιότερη και συνθετότερη θεολογική προσωπικότητα της εποχής
του, αλλά και απέβη διαχρονικά μια από τις πλέον επιφανείς εκκλησιαστικές φυσιογνωμίες,
ο δυναμισμός και η θεληματικότητα σε συνδυασμό με τον παρορμητισμό και την
εκρηκτικότητα του χαρακτήρα του, οδήγησαν μεγάλη μερίδα της σύγχρονης προτεσταντικής
κυρίως έρευνας στην εσφαλμένη και μονομερή θέση, ότι πρόκειται για μια από τις
πλέον αμφιλεγόμενες προσωπικότητες στην
ιστορία της Εκκλησίας.
1.
Γέννηση και σπουδές (378-403)
Οι πληροφορίες των πηγών για το
πρώιμο στάδιο της ζωής μέχρι και την άνοδο στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της
Αλεξάνδρειας του αγ. Κυρίλλου είναι ελάχιστες και μεταγενέστερες, πράγμα που
καθιστά εξαιρετικά δυσχερή για την έρευνα τον προσδιορισμό των γνήσιων
στοιχείων τους, με συνέπεια η ορθή ανασύνθεση του βίου του μέχρι το 412, έτος
εκλογής του σε αρχιεπίσκοπο, να καθίσταται εν πολλοίς προβληματική.
Παρά τα
πολλά άλυτα μέχρι σήμερα σχετικά φιλολογικά προβλήματα όμως, είναι σχεδόν
βέβαιο ότι η γέννησή του πρέπει να τοποθετηθεί περί το 378, ή οπωσδήποτε μετά
το 375 και πριν το 380 στην πολίχνη «Θεοδόσιον» κοντά στη σημερινή «Μαχαλά
Ελ-Κουμπρά», που απέχει εκατόν είκοσι χιλιόμετρα περίπου από την Αλεξάνδρεια. Το
γεγονός ότι ο άγ. Κύριλλος καταγόταν πιθανότατα από εύπορη χριστιανική οικογένεια
και η μητέρα του ήταν αδελφή του προκατόχου και θείου του, δυναμικού
αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας Θεοφίλου (385-412), κάτω από τη φροντίδα και την
καθοδήγηση του οποίου τέθηκε από πολύ νωρίς, του εξασφάλισε όχι μόνο τη
δυνατότητα πρόσληψης σημαντικής θύραθεν και εκκλησιαστικής-θεολογικής παιδείας,
αλλά του διασφάλισε και μια ομολογουμένως λαμπρή εκκλησιαστική πορεία.
Την παιδεία του ο άγ. Κύριλλος έλαβε
αποκλειστικά στην Αλεξάνδρεια, όπου
προφανώς ακολούθησε σε γενικές γραμμές το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της
εποχής, παρακολουθώντας, μετά την εγκύκλιο παιδεία, μαθήματα γραμματικής από
την ηλικία των 12 έως αυτή των 14 ετών (390-392), ρητορικής και φιλοσοφίας από
το 15ο έως και το 20ο (393-397) έτος, ενώ από το 398 έως
το 402, ολοκλήρωσε σε πρώτο στάδιο τη θεολογική του κατάρτιση στην κατηχητική «Σχολή της Αλεξάνδρειας», όπου σπούδασε
ερμηνεία της Αγ. Γραφής και θεολογία με βάση τα πατερικά κείμενα, ενώ είναι
βέβαιο επίσης ότι συμπλήρωσε αλλά και ανατροφοδοτούσε συνεχώς και καθ’ όλη τη
διάρκεια της ζωής του τη θεολογική του παιδεία με ιδιωτική μελέτη.
Ειδικότερα και όσον αφορά το εύρος και
το βάθος της παιδείας που προσέλαβε στην Αλεξάνδρεια δεν διαθέτουμε ασφαλείς
πληροφορίες από τις πηγές. Μπορούμε όμως με βάση το πολυσήμαντο συγγραφικό του
έργο να υποστηρίξουμε βάσιμα για το συγγραφέα του, ότι προϋποθέτει και μαρτυρεί
άνδρα κάτοχο ευρείας και λιπαρής παιδείας, την οποία απέκτησε επισκεπτόμενος
πιθανότατα τις ευημερούσες ακόμη περίφημες σχολές της Αλεξάνδρειας, στις οποίες
προσέλαβε αρκετά, όχι όμως συστηματικά, στοιχεία από τη θύραθεν ελληνική
παιδεία (φιλολογική, φιλοσοφική και ρητορική) και διδάχθηκε πιθανότατα,
περισσότερο για λόγους εκκλησιαστικής πολιτικής και ένεκα των στενών σχέσεων
της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας με τη Ρώμη, τη λατινική γλώσσα, την οποία κατανοούσε
αρκετά καλά σε προφορικό και γραπτό επίπεδο, όμως δεν είναι βέβαιο αν ήταν σε
θέση να συντάξει πέραν της τυπικής εκκλησιαστικής αλληλογραφίας, συστηματικό
θεολογικό ή άλλης φύσεως σύνθετο κείμενο, ή να διαλεχθεί σ’ αυτήν επαρκώς.
Την πλουσιότατη θεολογική του παιδεία
συμπλήρωσε και ολοκλήρωσε ο άγ. Κύριλλος φοιτώντας, όπως ήδη αναφέρθηκε, στην
περίφημη κατηχητική «Σχολή της
Αλεξάνδρειας», όπου δεν πρόλαβε πιθανότατα να μαθητεύσει σε κάποιον από
τους σπουδαίους διδασκάλους της αφού ο τελευταίος, Δίδυμος ο Τυφλός, κοιμήθηκε
το 389, δηλαδή πριν ακόμη ολοκληρώσει την εγκύκλια παιδεία του, όμως κατά τη
φοίτησή του εκεί θα γνώρισε και θα μελέτησε μέσω των έργων τους και οπωσδήποτε
με την καθοδήγηση των διαδόχων τους, την «αλεξανδρινή
αλληγορία» ως μέθοδο θεολογικής ερμηνείας της Αγ. Γραφής, την οποία
κατανόησε και προσέλαβε όχι όπως την εφάρμοσαν εκείνοι μέχρι τον Ωριγένη και
ίσως το Δίδυμο, αλλ’ όπως τη διαμόρφωσε και τη χρησιμοποίησε στη θεολογική του
διδασκαλία ο Μέγας Αθανάσιος. Για το λόγο αυτό και τονίζει με έμφαση ότι «εκ μικράς ηλικίας τα ιερά γράμματα
μεμαθήκαμεν και εις χείρας πατέρων τεθράμμεθα ορθοδόξων και αγίων» (E. Schwartz, ACΟ 1,1,3, σ. 22), θέλοντας προφανώς να υπογραμμίσει το
γεγονός, πως ό, τι κατέχει και διδάσκει για την πίστη, το παρέλαβε από
ορθοδόξους και αγίους αλεξανδρινούς θεολόγους, μεταξύ των οποίων κυρίαρχη θέση
κατείχε ο Μ. Αθανάσιος, το πρόσωπο του οποίου αποτέλεσε γι’ αυτόν το πρότυπο
του αληθινού θεολόγου, αγίου και διδασκάλου, ενώ το συγγραφικό του έργο κατέστη
η βάση της θεολογικής του διδασκαλίας σε τέτοιο βαθμό, ώστε να κατέχει στη
συνείδησή του θέση θεολογικής αυθεντίας. Έτσι, όταν αναφέρεται στο μεγάλο
προκάτοχό του, ομιλεί περί του «αοιδίμου
μνήμης, και τρισμακαρίου Πατρός ημών Aθανασίου» (Επιστολή προς Ακάκιον
Μελιτηνής, PG 77, 184 CD), αλλά και περί «του
μακαρίου και πανευφήμου Πατρός ημών Αθανασίου» (Προς Ιωάννην Αντιοχείας,
PG 77, 180 BC), πράγμα που σημαίνει ότι όχι μόνο είχε μελετήσει και γνώριζε τα
αθανασιανά κείμενα (γνήσια και μη) κατά τρόπο λεπτομερή και εξαντλητικό, αλλά
και τα έθετε ως ασφαλή βάση και τα χρησιμοποιούσε ως αυθεντικό οδηγό στη
θεολογία του, ενώ τα θεωρούσε μαζί με την Αγ. Γραφή και τα έργα κυρίως των
Καππαδοκών Πατέρων ως το θεμέλιο για την ανάπτυξη και κατοχύρωση της
χριστολογικής του διδασκαλίας έναντι του Αρειανισμού και κυρίως του
Νεστοριανισμού. Στα αθανασιανά έργα μάλιστα, είναι βέβαιο ότι εντρυφούσε
συνεχώς και καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του και ιδιαίτερα κατά το διάστημα
των μακροχρόνιων αγώνων του εναντίον της κακόδοξης διδασκαλίας του Νεστορίου,
αφού κατά τη μαρτυρία του η Εκκλησία της Αλεξάνδρειας και οπωσδήποτε ο ίδιος
κατείχε ή μπορούσε να προσεγγίσει το σύνολο του αθανασιανού έργου και μάλιστα «εξ αντιγράφων αρχαίων» (Προς Ιωάννην
Αντιοχείας, PG 77, 181 BC και Προς Σούκενσον Διοκαισαρείας, PG 77, 237 Β).
2. Η ένταξη
στον αλεξανδρινό κλήρο (403-412)
Μετά
την ολοκλήρωση των σπουδών του προφανώς ή ίσως και νωρίτερα, ο άγ. Κύριλλος
χειροθετήθηκε από το θείο του Αλεξανδρείας Θεόφιλο αναγνώστης και με αυτή την ιδιότητα τον συνόδεψε στο ταξίδι του το
403 στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο δυναμικός αλεξανδρινός αρχιεπίσκοπος συγκάλεσε
αντικανονική σύνοδο στη Δρύ και καταδίκασε άδικα και καθαίρεσε αναπολόγητο τον
αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως άγ. Ιωάννη το Χρυσόστομο, για το πρόσωπο του
οποίου ο άγ. Κύριλλος δεν έτρεφε αγαθά αισθήματα μέχρι το 418 ή 419, οπότε ως
αρχιεπίσκοπος πλέον ενέγραψε και πάλι το όνομά του στα Δίπτυχα της Εκκλησίας
της Αλεξανδρείας.
Λίγο μετά την επιστροφή τους από την
Κωνσταντινούπολη ο άγ. Κύριλλος θα πρέπει να χειροτονήθηκε διάκονος και κατόπιν, άγνωστο πότε, ίσως περί το 408, πρεσβύτερος και αναδείχθηκε ο στενότερος
από τους συνεργάτες του θείου του αρχιεπισκόπου. Στο διάστημα αυτό κυρίως, θα
πρέπει και με την παρότρυνση του Θεοφίλου να ανέπτυξε στενή σχέση με τον
περίφημο και παντοδύναμο εκείνη την εποχή μοναχισμό της αιγυπτιακής ερήμου,
όπου απέκτησε ισχυρά ερείσματα, πράγμα που τον βοήθησε αργότερα αποφασιστικά
στην εκλογή του σε αρχιεπίσκοπο, διατηρώντας συχνή επικοινωνία με σπουδαίους
αναχωρητές, μοναστικά κέντρα και κοινόβια, αλλά και σημαντικές μοναστικές
προσωπικότητες όπως ο άγ. Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, γεγονός που δικαιολογεί και
την παραμονή του εκεί, αλλά μόνο για μικρά διαστήματα για άσκηση και πνευματική
περισυλλογή, καθώς ως ο πλέον στενός από τους συνεργάτες του Θεοφίλου ήταν
απαραίτητος στη διοίκηση της αρχιεπισκοπής της Αλεξάνδρειας και θα ήταν πολύ
δύσκολο να απουσιάσει για μεγάλο χρονικό διάστημα στην έρημο.
Η μακροχρόνια παραμονή του κοντά στο
δυναμικό αρχιεπίσκοπο Θεόφιλο όμως, φαίνεται πως είχε ως αποτέλεσμα πέραν των
άλλων να προσλάβει και πολλά στοιχεία αναφορικά με τον τρόπο αντίληψης της
άσκησης της εκκλησιαστικής διοικήσεως, αναπτύσσοντας μια ασυνήθιστη
δυναμικότητα, θεληματικότητα και παρορμητικότητα στο χαρακτήρα, αλλά και μια ανυποχώρητη
πολλές φορές επιμονή στις απόψεις του,
χωρίς όμως να υιοθετήσει ποτέ και ιδιαιτέρως να εφαρμόσει τις ακραίες
και απάδουσες του εκκλησιαστικού και μάλιστα του ιερατικού ήθους πρακτικές και
λύσεις που επέλεγε συχνά ο βίαιος Θεόφιλος. Και τούτο, καθότι, σε αντίθεση με
τον προκάτοχό του, τον διέκρινε μεγαλύτερη σύνεση και διαλλακτικότητα, κάτι που
διακρίνεται κυρίως στις ενέργειές του μετά τη Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο για τη
ειρήνη και την ομόνοια της Εκκλησίας. Είναι όμως απαραίτητο να υπογραμμιστεί
γενικώς, ότι, όπως είχε ως θεολογικό πρότυπο το Μ. Αθανάσιο, κατά τον ίδιο
τρόπο είχε ως πρότυπο στην άσκηση της εκκλησιαστικής διοικήσεως και τη
διαχείριση των διεκκλησιαστικών σχέσεων το θείο και προκάτοχό του Θεόφιλο.
3. Η εκλογή και τα πρώτα έτη ως αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας (412-428)
Μετά
το θάνατό του Θεοφίλου στις 15 Οκτωβρίου του 412, ο πρεσβύτερος Κύριλλος
προβλήθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, ως
υποψήφιος διάδοχός του μαζί με τον εξαιρετικά ικανό, διαλλακτικό και ευπαίδευτο
αρχιδιάκονο Τιμόθεο, ο οποίος μάλιστα τύγχανε και της αποδοχής της μη
χριστιανικής κυρίως αριστοκρατίας της αλεξανδρινής κοινωνίας, αλλά και των
οργάνων διοίκησης της πόλεως. Τελικά όμως, για το θρόνο της Αλεξανδρείας εξελέγη
ο άγ. Κύριλλος σε ηλικία τριανταπέντε ετών περίπου, ο οποίος χειροτονήθηκε επίσκοπος και ενθρονίστηκε στις 17
Οκτωβρίου 412, καθώς απολάμβανε τόσο της
προτιμήσεως της μεγάλης πλειονότητας του κλήρου και του χριστιανικού στοιχείου
της αρχιεπισκοπής, όσο και της αποδοχής του πανίσχυρου αιγυπτιακού
μοναχισμού.
Αμέσως μετά την ανάρρησή του στον
αλεξανδρινό θρόνο, επιδόθηκε εντατικά και με πρωτόγνωρο δυναμισμό σε διμέτωπο
αγώνα αφενός για την πνευματική οικοδομή και υλική ανακούφιση του ποιμνίου του
με εντατικό κήρυγμα, πλούσια ερμηνευτική κυρίως συγγραφή και πολυσχιδές
φιλανθρωπικό έργο, και αφετέρου με τη δυναμική αντιμετώπιση των οπαδών των
αιρέσεων, των αιρετικών ομάδων και των σχισμάτων που υπήρχαν στη Αλεξάνδρεια,
όπως των Νοβατιανών, των Μαρκιωνιτών, των Μοναρχιανών, των Απολιναριστών και
των Αρειανών-Ευνομιανών, αλλά και των Εβραίων και των Εθνικών, που αποτελούσαν
ακόμη τη μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού της πόλεως. Θέλοντας, αρχικά, να
εξαλείψει κάθε σχισματική ομάδα εντός των κόλπων της Αλεξανδρινής Εκκλησίας,
προσπάθησε, στηριζόμενος σε σχετικό αυτοκρατορικό διάταγμα, να αποδυναμώσει
εντελώς την κοινότητα των σχισματικών Νοβατιανών με την αφαίρεση του συνόλου
των ναών και την εκδίωξη του επισκόπου τους Θεόπομπου, ενώ στράφηκε δυναμικά
και εναντίον των αιρετικών, κυρίως των Απολιναριστών και των αρειανοφρόνων
Ευνομιανών τους οποίους καταπολέμησε και σε θεωρητικό επίπεδο με την πλούσια
σχετική συγγραφική του δραστηριότητα με αποκορύφωμα τη σύνθεση του «Θησαυρού».
Για να αντιμετωπίσει επίσης τη μεγάλη
επιρροή που ασκούσαν και τη διείσδυση που επιχειρούσαν οι Εθνικοί μέσω της
λατρείας τους στον πληθυσμό της Αλεξάνδρειας και μάλιστα το χριστιανικό,
οργάνωσε και ανέδειξε μέσα σε ελάχιστο
χρόνο το ναό των Ευαγγελιστών, τον οποίο είχε ανεγείρει ο θείος του Θεόφιλος στην
περιοχή «Μενούθι» λίγο έξω από την Αλεξάνδρεια, σε μεγάλο προσκύνημα με τη
μεταφορά το 414 εκεί των μαρτυρικών λειψάνων των Αναργύρων ιατρών Κοσμά και
Δαμιανού και των Παρθένων Θεοκτίστης, Ευδοξίας και της μητέρας τους Αθανασίας,
προκειμένου να ανακόψει τη συρροή του μεγάλου πλήθους των εθνικών και των
χριστιανών στον εκεί ευρισκόμενο ευκτήριο οίκο, το θεραπείο και το μαντείο, της
Ίσιδας Ιατρού (Isis
Medica) προς
αναζήτηση θεραπείας.
Αλλά και έναντι των Εβραίων ο νεαρός αρχιεπίσκοπος
αντέδρασε με αποφασιστικότητα, όταν σε μια ενέδρα κατέσφαξαν άδικα πολλούς Χριστιανούς,
αφού προηγουμένως κι έπειτα από συμπλοκή ομάδων Χριστιανών και Εβραίων λόγω της
διαφωνίας τους σχετικά με την ημέρα που θα έπρεπε να λειτουργούν τα θέατρα, ο
έπαρχος Ορέστης, λαμβάνοντας ανοικτά το μέρος των Εβραίων, είχε συλλάβει και
είχε κακοποιήσει βάναυσα τον αρχηγό της χριστιανικής ομάδας Ιέρακα. Η αγνόηση
αρχικά των εκκλήσεων για προστασία του χριστιανικού στοιχείου και τελικά της προειδοποίησης για αντίποινα του αρχιεπισκόπου,
σε συνδυασμό με τη συνέχιση της απροκάλυπτα μονομερούς υποστήριξης του επάρχου
στους Εβραίους με αποκορύφωμα τη δολοφονία των Χριστιανών, προκάλεσε τη βίαιη
αντίδραση του αγ. Κυρίλλου, ο οποίος τέθηκε επικεφαλής πολυπληθών Χριστιανών
που επιτέθηκαν με τη σειρά τους στις εβραϊκές συναγωγές, στις συνοικίες και τα
καταστήματα, προκαλώντας μεγάλες καταστροφές δημεύσεις και διώξεις, ώστε
αρκετοί Εβραίοι να αναγκαστούν να εγκαταλείψουν προσωρινά και μέχρι την
αποκατάσταση της ηρεμίας την πόλη.
Ένα από τα μεγάλα προβλήματα όμως που ο
αρχιεπίσκοπος έπρεπε να αντιμετωπίσει ευθύς εξαρχής, ήταν η αρνητική προς το
πρόσωπό του στάση του ισχυρού επάρχου της Αιγύπτου Ορέστη. Η δυναμικότητα του
χαρακτήρα και η αποφασιστικότητα των ενεργειών του αγ. Κυρίλλου σε συνδυασμό με
τη μεγάλη επιρροή που ασκούσε εξαιτίας του αξιώματός που έφερε και του
σπουδαίου πνευματικού έργου που επιτελούσε η Εκκλησία στην Αλεξάνδρεια, είχαν
προβληματίσει και ανησυχήσει έντονα τον έπαρχο, ο οποίος ως γνωστό είχε αντιταχθεί
με σφοδρότητα στην εκλογή του. Για το λόγο αυτό και αντιμετώπιζε τον
αρχιεπίσκοπο με ιδιαίτερη καχυποψία και προσπαθούσε να περιορίσει τη
δραστηριότητά του με την ανοικτή υποστήριξη που παρείχε στους Εθνικούς και τους
Εβραίους. Παραβλέποντας αρχικά ο άγ. Κύριλλος τη στάση αυτή του επάρχου,
προσπάθησε επανειλημμένως να εξομαλύνει τις σχέσεις τους και να αποκαταστήσει
την επικοινωνία μαζί του, με αποκορύφωμα την επίσκεψή του στο ανάκτορο του επάρχου
με την πρόθεση να επέλθει συμφιλίωση, η οποία θα στηριζόταν στο Ευαγγέλιο καθώς
ο Ορέστης δήλωνε πως ήταν Χριστιανός. Δυστυχώς όμως ο αρχιεπίσκοπος έτυχε όχι
μόνο της ψυχρής υποδοχής αλλά και της πλήρους περιφρόνησης του επάρχου, πράγμα
που εκλήφθηκε από ομάδες Χριστιανών ως προσβολή προς το πρόσωπο του, με
αποτέλεσμα να αποδοκιμαστεί ο Ορέστης από μοναχούς, ένας από τους οποίους
μάλιστα, ο Αμμώνιος, τον τραυμάτισε στο πρόσωπο με πέτρα, γι’ αυτό συνελήφθη
και βασανίστηκε μέχρι θανάτου. Επηρεασμένος από το κλίμα και πιεζόμενος από την
ένταση των γεγονότων αυτών ο άγ. Κύριλλος, με μια ομολογουμένως βεβιασμένη
κίνηση, όρισε να τιμηθεί ο Αμμώνιος ως μάρτυρας με το όνομα «Θαυμάσιος», κάτι που δεν
πραγματοποιήθηκε με την παρέμβαση των σωφρονούντων και ψυχραιμοτέρων από τους
συνεργάτες του.
Το γεγονός αυτό όμως προκάλεσε την
ολοκληρωτική ρήξη του χριστιανικού στοιχείου με τον έπαρχο, αλλά και με τους Εθνικούς της πόλεως, οι οποίοι, όπως
πίστευαν οι Χριστιανοί, τον επηρέαζαν και στην πραγματικότητα ήταν οι
ουσιαστικοί υπεύθυνοι για την αρνητική του στάση απέναντί τους αλλά και
απέναντι στον αρχιεπίσκοπο. Έτσι μια ομάδα ακραίων Χριστιανών, με επικεφαλής
έναν διδάσκαλο ή αναγνώστη Πέτρο, θεωρώντας ότι η περίφημη εκείνη την εποχή
στην Αλεξάνδρεια νεοπλατωνική φιλόσοφος Υπατία, που συνδεόταν στενά με τον
έπαρχο καθώς ο Ορέστης ανήκε μάλλον στον κύκλο των μαθητών της, ήταν η κύρια υπεύθυνη
για την αρνητική του στάση έναντι του αρχιεπισκόπου και του χριστιανικού
στοιχείου της Αλεξάνδρειας, τη δολοφόνησαν με φρικτό τρόπο το Μάρτιο του 415 κι
ενώ επέστρεφε με άμαξα στην οικία της έπειτα από επίσκεψη στο ανάκτορο του
επάρχου. Για το τραγικό αυτό γεγονός θεωρήθηκε από όλους τους εθνικούς και τους
φιλαρειανούς ιστορικούς της εποχής υπαίτιος ο άγ. Κύριλλος (Βλ. αναλυτικά τις
απόψεις τους στην πρόσφατη μελέτη της Ι. Λιάκουρα, Η Βυζαντινή Λογία. 4ος-6ος αι., Διδακτορική
Διατριβή, Ιωάννινα 2007, σ. 97-99), θέση μάλιστα που υιοθετεί σε ηπιότερη ίσως
μορφή και η πλειονότητα της σύγχρονης έρευνας, καταλήγοντας στο εσφαλμένο συμπέρασμα
ότι ο αρχιεπίσκοπος «με βεβαιότητα δεν τη
σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια. Ίσως να τη σχεδίασε [ενν. τη δολοφονία] και
προφανώς δεν έκανε τίποτα για να την εμποδίσει» (Ι. Λιάκουρα, όπ.παρ., σ.
99). Είναι πράγματι βέβαιο ότι ο άγ. Κύριλλος ούτε ακολούθησε το πλήθος, ούτε
έλαβε μέρος στην τρομερή αυτή πράξη, καθώς είναι σχεδόν σίγουρο ότι απουσίαζε
εκείνο το διάστημα από την Αλεξάνδρεια και πιθανότατα του ζητήθηκε από τους
Εθνικούς να επιστρέψει το συντομότερο, προκειμένου να συμβάλλει στην επικράτηση
της ειρήνης στην πόλη. Επίσης είναι πασίδηλο, ότι δεν μπορεί να τεκμηριωθεί η
ανάμειξή του στη δολοφονία της Υπατίας ούτε υπό τη μορφή υποκίνησης ή
σχεδιασμού της, ενώ η παρατήρηση ότι δεν έπραξε τίποτα για να την εμποδίσει
είναι αβάσιμη, καθώς όχι μόνο δε στηρίζεται σε καμία μαρτυρία, αλλά είναι
βέβαιο ότι ο αρχιεπίσκοπος δεν γνώριζε ή δεν μας είναι από καμία αξιόπιστη
μαρτυρία γνωστό ότι ήταν κοινωνός της πρόθεσης της υπό τον αναγνώστη Πέτρο
ομάδας των Χριστιανών να προβεί σε μια τέτοια πράξη για να λάβει και τα
απαραίτητα μέτρα αποτροπής της. Αν πράγματι το γνώριζε την πρόθεση της ομάδας
και με δεδομένη την ένταση εκείνης της περιόδου, είναι βέβαιο πως θα εμπόδιζε
οπωσδήποτε μα τέτοια ενέργεια, εφόσον ήταν αδύνατο να συναινέσει ή να ανεχθεί
τη διάπραξη μιας τέτοιας ακραίας κινήσεως ως αρχιεπίσκοπος, όχι μόνο διότι ήταν
αντίθετη με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, αλλά και λόγω του αυξημένου κύρους της
Υπατίας στην Αλεξάνδρεια, καθώς γνώριζε ότι θα μπορούσε να σταθεί αφορμή
ανεξέλεγκτων και φοβερών γεγονότων στην πόλη.
Επειδή λοιπόν δεν υφίσταται σοβαρή και
αξιόπιστη επιχειρηματολογία ότι έδωσε εντολή, σχεδίασε, ενθάρρυνε ή υιοθέτησε
τη διάπραξη παρόμοιας ενέργειας εναντίον άλλου προσώπου μέχρι τότε εκτός από
την Υπατία, αλλά και διότι: α) η όλη στάση του εξαιτίας της συμπεριφοράς του
επάρχου, δεν ήταν εχθρική σε βαθμό εκδίκησης τόσο απέναντί του, όσο και
απέναντι στους Εθνικούς και προπαντός στους μορφωμένους, με πολλούς από τους
οποίους τον συνέδεε φιλική σχέση, β) δεν είχε προηγηθεί αποδεδειγμένα άλλο
περιστατικό διενέξεως ανάμεσα στον αρχιεπίσκοπο και την Υπατία, ώστε η
σύγκρουση να καταλήξει στον φόνο της φιλοσόφου, γ) δεν υπάρχει επίσημη από τον
αρχιεπίσκοπο προηγούμενη κατηγορία σε βάρος της Υπατίας για πολεμική στάση
απέναντι στην Εκκλησία, η οποία να ερεθίσει τους χριστιανούς για να διαπράξουν
το φόνο, δ) ο αρχιεπίσκοπος δεν
υιοθέτησε ούτε επικρότησε ποτέ ούτε έμμεσα, ούτε άμεσα τη δολοφονία, αλλά και
αποτιμώντας αντικειμενικά τα γεγονότα, οφείλουμε
να αποσυνδέσουμε πλήρως τον άγ. Κύριλλο από το περιστατικό του φόνου της Υπατίας,
το οποίο ως γεγονός πρέπει να αποδοθεί αποκλειστικά και μόνο στον φανατισμό
ακραίων χριστιανικών ομάδων, τις οποίες δεν ήταν σε θέση να ελέγξει ο
αρχιεπίσκοπος, ο οποίος μπορεί να ευθύνεται, αν αυτό συνιστά ευθύνη, μόνο για
το γεγονός ότι δεν κατάφερε να κατευνάσει ή να απομονώσει τα ακραία στοιχεία
στους κόλπους της Αλεξανδρινής Εκκλησίας, κάτι όμως που δεν κατάφεραν να
πράξουν όπως φάνηκε με τα ακραία στοιχεία των κοινοτήτων τους, ούτε οι ηγέτες των
Εβραίων και των Εθνικών της πόλεως
εκείνη την εποχή.
Κατά το διάστημα από το 415 μέχρι το
428 είναι ελάχιστες οι πληροφορίες που διαθέτουμε για τη ζωή και το έργο του
αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, με δύο κορυφαία γεγονότα να ξεχωρίζουν πέραν της έντονης κατά
την περίοδο αυτή ποιμαντικής και συγγραφικής του δραστηριότητας. Το πρώτο
συνέβη το 416, οπότε προέβη στη χειροτονία του πελαγιανού Βαλερίου, μη
γνωρίζοντας ακόμη τις κακόδοξες θέσεις του Πελαγίου, τις οποίες αποδοκίμασε
γρήγορα και καταδίκασε επίσημα στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Το δεύτερο αφορά την
αναγραφή του ονόματος του αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου στα Δίπτυχα της Εκκλησίας
της Αλεξάνδρειας το 418 ή 419, έπειτα από καθυστέρηση αρκετών ετών και με
προτροπή του αγ. Ισιδώρου του Πηλουσιώτη.
4.
Ο αντινεστοριανικός αγώνας και η κοίμηση
(429-444)
Από
το 428 και μέχρι το τέλος της ζωής του το 444, ο άγ. Κύριλλος αφιερώθηκε
κυριολεκτικά στην αντιμετώπιση του Νεστοριανισμού, χωρίς βέβαια να εγκαταλείψει
το εκκλησιαστικό του έργο στην Αλεξάνδρεια. Αφορμή για την εμπλοκή του στην
νεστοριανική έριδα υπήρξε η λήψη από την Κωνσταντινούπολη ανθολογημένων τεμαχίων
κειμένων από ομιλίες του Νεστορίου Κωνσταντινουπόλεως, στις κακόδοξες θέσεις
του οποίου αντέδρασε άμεσα. Σε σειρά επιστολών προς τους Μοναχούς, προς του
επισκόπους της Εκκλησίας, στην πασχάλια εορταστική ομιλία του 429, αλλά και
προς το ίδιο το Νεστόριο προχώρησε σε ευθεία καταδίκη των κακόδοξων αντιλήψεων
του αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, διατυπώνοντας παράλληλα και εκθέτοντας
την ορθόδοξη διδασκαλία, ενώ σε επιστολή προς τον Ρώμης Καιλεστίνο παρέθεσε τις
αιρετικές θέσεις του Νεστορίου, τις οποίες ο πάπας αποδοκίμασε και καταδίκασε
σε σύνοδο που συγκάλεσε στη Ρώμη τον Αύγουστο του 430. Έχοντας τη συγκατάθεση
και την εξουσιοδότηση να ενεργήσει κατά την κρίση του από τον επίσκοπο Ρώμης, ο
άγ. Κύριλλος, πληροφορούμενος, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις του
Ακακίου Βερροίας, για την απήχηση των κακοδοξιών του Νεστορίου στην Ανατολή
(Συρία), συγκάλεσε τοπική σύνοδο στην Αλεξάνδρεια η οποία καταδίκασε τις
νεστοριανικές θέσεις και τον εξουσιοδότησε να συντάξει τα «Δώδεκα Κεφάλαια» ή «Αναθεματισμούς»,
τα οποία καλούνταν ο Νεστόριος να αποδεχθεί και να υπογράψει, προκειμένου να
μην υποστεί τις προβλεπόμενες κανονικές κυρώσεις. Ο Νεστόριος ανέθεσε στον
πρεσβύτερο Φώτιο να αναιρέσει το κείμενο του αγ. Κυρίλλου, ο οποίος με τη σειρά
του και γνωρίζοντας τη φιλία του Νεστορίου με τον αυτοκράτορα, απέστειλε,
εκθέτοντας την ορθόδοξη πίστη, έργα του προς όλα σχεδόν τα μέλη της αυτοκρατορικής
οικογένειας, αλλά και αντάλλαξε σειρά επιστολών με το Νεστόριο, ο οποίος όχι
μόνο δεν αποδέχθηκε την ορθόδοξη διδασκαλία, αλλά ζήτησε από τον αυτοκράτορα
και πέτυχε τη σύγκληση συνόδου την Άνοιξη του 431, στην οποία θα συζητούνταν
όσα περιλαμβάνονταν κυρίως στους «Αναθεματισμούς» και σχετίζονταν με τον
Απολιναρισμό, δηλαδή ουσιαστικά η σύνοδος θα συγκαλούνταν για την εξέταση της
διδασκαλίας του αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας και οπωσδήποτε όχι για τις
εσφαλμένες χριστολογικές απόψεις του Νεστορίου. Ακολούθησαν άκαρπες διαβουλεύσεις,
γι’ αυτό και τελικά, έπειτα από ρητή άρνηση του Νεστορίου να αποδεχτεί με τη
μεσολάβηση των μετριοπαθών Αντιοχειανών τη διδασκαλία του αγ. Κυρίλλου και
μάλιστα τον όρο «Θεοτόκος», ορίστηκε να συνέλθει η Σύνοδος στην Έφεσο στις
αρχές του θέρους του 431.
Ο αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας έφτασε
εκεί συνοδευόμενος από σαράντα έξι επισκόπους, έχοντας στο πλευρό του και τους
δύο εκπροσώπους του πάπα Καιλεστίνου, που η άφιξή τους καθυστέρησε όπως
καθυστέρησε και ή άφιξη του Ιωάννη Αντιοχείας και των ανατολικών επισκόπων, ενώ
στην Έφεσο έφθασαν έγκαιρα ο Νεστόριος Κωνσταντινουπόλεως με τη συνοδεία του,
όπως και ο εκπρόσωπος του αυτοκράτορα, κόμης Κανδιδιανός, με την ακολουθία του.
Παρά τις αντιρρήσεις του Νεστορίου και τις διαμαρτυρίες του Κανδιδιανού, η
σύνοδος συγκλήθηκε τελικά κι έπειτα από μεγάλη καθυστέρηση στις 22 Ιουνίου 431
με πρόεδρο τον αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας, αφού ο Ρώμης απουσίαζε και ο
Κωνσταντινουπόλεως αρνούνταν να λάβει μέρος, αλλά και χωρίς να έχουν αφιχθεί
ακόμη οι παπικοί αντιπρόσωποι και οι ανατολικοί επίσκοποι. Κατά την πρώτη
συνεδρία που είχε διάρκεια μόνο μίας ημέρας, κλήθηκε αρχικά ο Νεστόριος, ο
οποίος αρνήθηκε να προσέλθει και γι’ αυτό καθαιρέθηκε. Κατόπιν, κι έπειτα από
ευρεία συζήτηση, έγινε δεκτή ως όρος της Συνόδου η επιστολή Β΄ προς Νεστόριον
του αγ. Κυρίλλου, ενώ παράλληλα καθαιρέθηκε και καταδικάστηκε ο Νεστόριος και η
διδασκαλία του. Ακολούθησαν άλλες έξι συνεδρίες μέχρι τις 31 Ιουλίου υπό την
προεδρία του αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, κατά τις οποίες προσήλθαν οι παπικοί
αντιπρόσωποι και υπέγραψαν τις αποφάσεις, εξελέγη νέος αρχιεπίσκοπος
Κωνσταντινουπόλεως ο Μαξιμιανός και επιβλήθηκε ακοινωνησία στους ανατολικούς
επισκόπους για την άρνησή τους να προσέλθουν στη Σύνοδο και να αποδεχθούν τις
αποφάσεις της, αλλά και διότι συγκρότησαν παρασύνοδο και προχώρησαν στην
καθαίρεση του αγ. Κυρίλλου και των άλλων πρωταγωνιστών της Συνόδου της Εφέσου.
Έτσι προκλήθηκε ουσιαστικό σχίσμα
ανάμεσα στις Εκκλησίες Ρώμης, Αλεξανδρείας και Κωνσταντινουπόλεως, και στην
Εκκλησία της Αντιοχείας, γι’ αυτό και μόλις πληροφορήθηκε τα γεγονότα ο
αυτοκράτορας, ακύρωσε αμέσως τις αποφάσεις και των δύο οργάνων υπό τον άγ.
Κύριλλο και τον Ιωάννη Αντιοχείας. Ο αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας όμως,
παραβλέποντας τις αυτοκρατορικές αποφάσεις,
συνέχισε τις συνεδρίες της Συνόδου, με αποτέλεσμα να κηρυχθεί έκπτωτος
μαζί με το Νεστόριο και το Μέμνονα Εφέσου, να συλληφθεί και να τεθεί σε αυστηρή
κατ’ οίκον επιτήρηση. Έπειτα από μεγάλες περιπέτειες, κατάφερε να επικοινωνήσει
μέσω του αρχιμανδρίτη Δαλματίου με τον αυτοκράτορα και να τον πληροφορήσει επακριβώς για την κατάσταση που
είχε διαμορφωθεί στην Εκκλησία, αλλά και να αναχωρήσει τον Οκτώβριο του 431 για
την Αλεξάνδρεια. Με πρωτοβουλία του αυτοκράτορα καταβλήθηκε προσπάθεια να
γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στον άγ. Κύριλλο και τον Ιωάννη Αντιοχείας, πράγμα
που κατορθώθηκε χάρη στη σύνεση και την υπομονή που επέδειξαν ο αρχιεπίσκοπος
Αντιοχείας και ο εκπρόσωπός του Παύλος Εμέσης, αλλά και χάρη στην επιείκεια, τη
μετριοπάθεια και τη θεολογική διάκριση που χαρακτήρισε τις κινήσεις του αγ.
Κυρίλλου την άνοιξη του 433, οπότε έγινε η από κοινού αποδοχή και υπογραφή της
«Εκθέσεως Πίστεως των Διαλλαγών», που
αποτέλεσε τελικά τον Όρο Πίστεως της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου και συνέβαλλε
αποτελεσματικά να αρθεί το σχίσμα και να αποκατασταθεί η εκκλησιαστική ειρήνη.
Την
τελευταία δεκαετία της ζωής του ο άγ. Κύριλλος συνέχισε απρόσκοπτα και
δημιουργικά τόσο το ευρύ ποιμαντικό, όσο και το σπουδαίο θεολογικό
αντινεστοριανικό του έργο με τη συγγραφή έργων για την υπεράσπιση και περαιτέρω
επεξήγηση πτυχών της χριστολογίας του, που αποτελούσε πλέον κοινή πίστη της
Εκκλησίας, πράγμα για το οποίο απολάμβανε οικουμενικής τιμής, καθώς οφειλόταν
ουσιαστικά σ’ εκείνον η επίλυση του χριστολογικού ζητήματος. Στην Αλεξάνδρεια,
την περίφημη έδρα του θρόνου του, ο δυναμικός αρχιεπίσκοπος κοιμήθηκε μάλλον
στις 27 Ιουνίου 444 σε ηλικία εβδομήντα ετών περίπου, η μνήμη του όμως
παρέμεινε έκτοτε και μέχρι σήμερα ζωντανή στη συνείδηση της Εκκλησίας, η οποία
τον τιμά στις 9 Ιουνίου και στις 18 Ιανουαρίου μαζί με το διδάσκαλο και πρότυπό
του Μέγα Αθανάσιο, θεωρώντας τον «της
ορθής και αμωμήτου πίστεως συνήγορον». Από τον άλλο χριστιανικό κόσμο
τιμάται, από μεν το Ρωμαιοκαθολικισμό στις 28 Ιανουαρίου και από δε τους Κόπτες
στις 9 Ιουνίου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ : Souvay, G.L., «The Twelve Anathematizations of St. Cyril», The Catholical Historical Review 5
(1926), σ. 627-635. Παπαδοπούλου, Χρ., Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, Αλεξάνδρεια 1933. Bardy,
G., «Aux Origines de l'Ecole d'Alexandrie», Recherches
de Science Religieuse 27 (1937), σ. 65-90.
Bardy, G., «Pour l'histoire de l'Ecole d'Alexandrie», Vivre et Penser 2 (1942), σ. 80-109. Jouassard,
G., «L’activité littéraire de saint Cyrille d’Alexandrie jusqu’à 428. Essai de chronologie et de synthèse», στο Mélanges E. Podechard, Lyon 1945, σ. 159-174. Manoir, du H., «Cyrille d'Alexandrie
(Saint)», DSp 2 (1953), σ. 2672-2683.
Liébart, J., «Saint Cyrille d’Alexandrie et la culture antique», Mélanges
de Science Religieuse 12 (1955), σ. 5-26. Jouassard,
G., «Cyrill von Alexandrien», RAC 3
(1956), σ. 499-516. Grant, R.M., «Greek Literature in the
Treatise De Trinitate and Cyril's Contra Julianum», Journal
of Theological Studies [ΝS] 15 (1964), σ. 265-299. Jones,
A.H.M., The Later Roman
Empire , 284-602. A Social, Economic and Administrative Survey,
Vol. Ι-ΙΙ, The Johns Hopkins University Press 1964 (1992). Wilken, R.-L., Judaism and the Early Christian Mind. A Study of Cyril of Alexandria’s Exegesis and
Theology, (Yale Publications in Religion 15), New Haven - Yale University Press, 1971. Hardy,
Ε.R., «Cyrillus von Alexandrien», TRE 8 (1981), σ. 254-260. Hardy,
E.R., «The Further Education of Cyril of Alexandria , (412-444).
Questions and Problems», Studia Patristica 17 (1982), σ. 116-122. Datema, C., «Classical Quotation in the
Works of Cyril of Alexandria »,
Studia Patristica 17 (1982), σ. 422-425. Wipszycka, E., «La valeur de l’onomastique
pour l’histoire de la christianisation de l’Egypte. A propos d’une Etude de R.
S. Bagnall», Zeitschrift für Papyrologie
und Epigraphik 62 (1986), σ. 173 -81. Gould,
G., «Cyril of Alexandria and the Formula of Reunion », Downside
Review 106 (1988), σ. 235-252. Χρήστου, Π.Κ., Ελληνική Πατρολογία, Δ΄, Περίοδος
θεολογικής ακμής. Δ΄και Ε΄αιώνες, Θεσσαλονίκη 1989, σ 339-382. Friedman, F., (ed.), Beyond the
Pharaohs. Egypt and the
Copts in the Second to Seventh Centuries A.D., Providence
1989. Griggs, W., Early Egyptian
Christianity: From Its Origins to 451,
Leiden 1991. Kettern,
B., «Kyrillos, Patriarch von Alexandrien», BBKL
4 (1992), σ. 876–887. Cassell, D.-J., Cyril of Alexandria
and the Science of the Grammarians. A
Study in the Setting, Purpose, and Emphasis in Cyril’s Commentary on Isaiah,
(PhD diss.), University
of Virginia , 1992. McGuckin,
J., «The Influence of the Isis Cult on St. Cyril of Alexandria 's Christology», Studia Patristica 24 (1992), σ. 191-199. Dzielska, M. Hypatia of Alexandria, Cambridge 1995 και ελλ. μετ.
: Υπατία η Αλεξανδρινή, μτφ. Γ.
Κουσουνέλος, εκδ. Ενάλιος, Αθήνα 1997, σσ. 210. Haas,
Chr., Alexandria in Late Antiquity. Τopography
and Social Conflict, Baltimore, Johns Hopkins University Press 1997. van den Hoek,
A., «The "Catechetical" School of Early Christian
Alexandria and Its Philonic Heritage», Harvard Theological
Review 90,1 (1997), σ. 59-87. Mikhail,
M.S.A., «Pagans and Christians in Fifth-Century Egypt», Coptic Church Review
19,1-2 (1998), σ. 4 εξ. Wilken,
R.L., «St. Cyril of Alexandria .
Biblical Expositor», Coptic Church Review
19,1 (1998), σ. 30-41. Κοντάκη, Χρ. (επιμ.), Πρακτικά ΙΘ΄ Θεολογικού Συνεδρίου με θέμα «Ο
Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας», Έκδ. Ι.Μ. Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1999, σσ. 578. Κρικώνη, Χρ., «Κύριλλος Αλεξανδρείας και η Χριστολογική
διδασκαλία του», στο Πρακτικά ΙΘ΄
Θεολογικού Συνεδρίου με θέμα ‘Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας’, σ. 215-284. Παπαδόπουλου,
Σ.Γ., Ὁ Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας. Βίος, Έργα, Θεολογία, Αθήνα 2004. Yanney, R., «Life and Work of Saint Cyril of Alexandria », Coptic Church Review 19, 1-2 (1998), σ. 17-29. Davids, A., «Cyril of Alexandria’s First
Episcopal Years», στο J. Den Boeft – M.L. van Poll/van den Lisdonk (eds), The Impact of Scripture in
Early Christianity, Leiden 1999, σ. 187-201. Jakab, A., Ecclesia
Alexandrina. Evolution sociale et institutionnelle du christianisme alexandrin
(IIe et IIIe siècles), [Christianismes Anciens, Vol. Ι.], Bern -New
York 2001. McGuckin, J.-A., St.
Cyril of Alexandria
and the Christological Controversy. Its History, Theology, and Texts, Crestwood , N.Y.
2004, σ. 1-125. Weinandy, T.G. – Keating, D. A. (eds.), The
Theology of St. Cyril of Alexandria . A Critical Appreciation, Edinburgh 2003. Wilken, R.-L., «Cyril of Alexandria as
Interpreter of the Old Testament», στο T.G. Weinandy - D. A. Keating (eds.), Τhe Theology of St Cyril of Alexandria , σ. 1-21. McGuckin, J.-A., «Cyril of Alexandria .
Bishop and Pastor», στο T.G. Weinandy-D.A. Keating (eds), The Theology
of St. Cyril of Alexandria, σ. 205-236. Wessel,
S., Cyril of Alexandria and the Nestorian Controversy. The
Making of a Saint and a Heretic, New York : Oxford
University Press, 2004. Hainthaler, Τ., «Cyrill von Alexandrien. Väter der Kirche im 5. und
6. Jahrhundert und in der Ökumene heute?», στο J. Arnold-R. Berndt-R.M.W. Stammberger (Hrsg.), Väter der Kirche / Ekklesiales Denken von den Anfängen
bis in die Neuzeit, Paderborn , 2004, σ. 283-312. Davis ,
S.J., The Early Coptic Papacy. The Egyptian Church and its Leaders in Late Antiquity,
Cairo 2004. Αρτέμη,
Ειρ., «Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας και οι σχέσεις του με τον έπαρχο Ορέστη
και τη φιλόσοφο Υπατία», ΕΦ 78
(2007), σ. 7-15. Σ.Γ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία,
Γ΄, Ο Πέμπτος Αιώνας. Ανατολή και Δύση, Αθήνα 2010, σ. 469-557. Krismanek, H.-B., Das
Briefkorpus Kyrills von Alexandrien als Quelle des antiken Mönchtums.
Kirchenpolitik, Christologie und Pastoral, (Diss.), Frankfurt
a.M. 2010. Muresan, I.M., Catechetical
School of Alexandria , PhD Thesis, Cluj-Napoca
2013.
* Αναδημοσίευση από
την εφημερίδα «Ο ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟΣ» 395 / 17-01-2015, σ. 8 & 9.
Μια μορφή την οποία προσωπικά αγνοούσα. Μόνο ως όνομα την γνώριζα και τίποτα παραπάνω. Ευχαριστώ.
ΑπάντησηΔιαγραφή