ΤΟ
ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΘΕΪΑΣ
ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ
ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Ιωάννου Φ.
Αθανασοπούλου
Θεολόγου –
Φιλολόγου
1. Η αθεΐα, η άρνηση δηλαδή της
ύπαρξης του Θεού, είναι φαινόμενο το οποίον απαντάται σε όλες τις κοινωνίες και
σε όλους τους πολιτισμούς του παρελθόντος και του παρόντος. Ειδικώτερα οι
έννοιες αθεϊστής και αθεϊσμός απαντούν ήδη στα πλατωνικά κείμενα με τις λέξεις
άθεος και αθεότης αντιστοίχως.1 Την λέξη άθεος συναντάμε επίσης και
στους χριστιανικούς χρόνους, ήτοι στην προς Εφεσίους επιστολή του αποστόλου
Παύλου, (κεφ. 2, 12), και στα έργα των εκκλησιαστικών συγγραφέων, όπως στον
άγιο Ιγνάτιο Αντιοχείας, ο οποίος, καταφέρεται εναντίον των ειδωλολατρών,
αποκαλώντας αυτούς αθέους, στον Ιουστίνο, τον φιλόσοφο και μάρτυρα, ο οποίος
υπεραμυνόμενος των χριστιανών, υποστηρίζει ότι μόνον αυτοί λατρεύουν τον
αληθινό Θεό και κατά συνέπεια δεν είναι άθεοι κ.ά. Ο αθεϊσμός αντιτίθεται σε
κάθε μορφή θρησκείας ή λατρείας του Θεού2 και εκδηλώνεται ως ένας
τρόπος ζωής του ανθρώπου, όταν είναι αφοσιωμένος στα επίγεια πράγματα και στην
ψυχή του ουδείς χώρος υπάρχει για τον Θεό.
Η αθεΐα, ως φαινόμενο κοινωνικό,
εμφανίζεται κυρίως κατά τους νεωτέρους χρόνους κατά τους οποίους αυξάνονται οι
οπαδοί της και προσλαμβάνει, ως φιλοσοφική διδασκαλία, συστηματικώτερο
χαρακτήρα. Δεν αποτελεί προνόμιο μόνο μιας «πεφωτισμένης» μειονότητας, αλλά
εκφράζει τον κοινό κανόνα σε όλα τα στρώματα της κοινωνίας.3
Συγκροτούνται κοσμοθεωρίες χωρίς Θεό, εμφανίζονται πολιτικά κόμματα εχθρικά ή
και αδιάφορα προς κάθε θρησκευτική πίστη, ακόμη δε και κράτη ολόκληρα, που
αρνούνται παντελώς την πίστη στο Θεό.
Η αθεΐα, φαινόμενο πολυπλοκώτερο
από όσον εκ πρώτης όψεως φαίνεται, εκφράζεται με τον τρόπο που συμπεριφέρεται
κανείς στον ιδιωτικό και στον δημόσιο βίο του, χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψιν του
το θέμα της υπάρξεως του Θεού, βασίζοντας την συμπεριφορά του μόνο σε
πεπερασμένες αξίες. Η αθεΐα είναι άλλοτε ενσυνείδητη και άλλοτε όχι συνειδητή. Υπάρχουν δηλαδή
άνθρωποι οι οποίοι πιστεύουν απλώς ότι είναι άθεοι και άλλοι οι οποίοι ανήκουν
σε μια θρησκεία, αλλά στο βάθος της ψυχής τους αρνούνται τον Θεό, αν και
αποφεύγουν να ομολογήσουν την αθεΐα τους. Μια άλλη μορφή αθεϊσμού περιλαμβάνει
εκείνους οι οποίοι εμφανίζονται με διάφορες μορφές. Είναι οι «ηθοποιοί της
αθεΐας»4, οι οποίοι θέλουν να εμφανίζονται ως προοδευτικοί και να
προκαλούν εντύπωση ή προσποιούνται τον άθεο για να δικαιολογήσουν τον ανήθικο
βίο τους. Γιατί «όπου απουσιάζει ο Θεός τα πάντα επιτρέπονται». Υπάρχει και ο
συγκεκαλυμμένος αρνητικός θεωρητικός αθεϊσμός. Είναι ο αθεϊσμός εκείνων οι οποίοι, αν και υποστηρίζουν την
ύπαρξη Θεού, δεν δέχονται βασικές χαρακτηριστικές ιδιότητες Αυτού. Τέλος
υπάρχει και η μορφή της αθεΐας, η οποία περιλαμβάνει τους ανθρώπους εκείνους οι
οποίοι είναι εντελώς βέβαιοι ότι δεν υπάρχει Θεός, ισχυριζόμενοι μάλιστα
μερικοί εξ αυτών ότι μπορούν να αποδείξουν την ανυπαρξία Του, προβάλλοντες
διάφορες αποδείξεις, οι οποίες βέβαια δεν αποδεικνύουν τίποτα, διότι ούτε η
ύπαρξη ούτε η ανυπαρξία του Θεού μπορεί να αποδειχθεί μέσω του ανθρώπινου νου
και της λογικής, διότι, όπως χαρακτηριστικά λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός,
«άπειρον το θείον και ακατάληπτον και τούτο μόνον αυτού καταληπτόν, η απειρία
και η ακαταληψία».5 Επομένως τίποτα δεν μπορούμε να αποδείξουμε δια
της λογικής, αφού δεν μπορούμε να υποτάξουμε τον Θεό στην λογική των
αποδείξεων.
Ο Θεός της αποκαλύψεως, αν και
εισέρχεται στην ιστορία του κόσμου και ενεργεί μεταξύ των ανθρώπων, είναι και
παραμένει υπερβατικός και ακατάληπτος. Η έλευση του Θεού στον κόσμο, δια του
Ιησού Χριστού, ουδόλως καταλύει την υπερβατικότητά του και η αποκάλυψή του προς
τους ανθρώπους, ουδόλως αναιρεί το ακατάληπτο της φύσεώς του. Ο Θεός
αποκαλύπτεται στον κόσμο δια των ενεργειών του, ενώ η ουσία του παραμένει
άγνωστη και ακατάληπτη.6 Σήμερα η αθεΐα παγκοσμίως εμφανίζεται ως
ένα φαινόμενο το οποίον επεκτείνεται σε πολιτικά κόμματα, σε κοινωνικές τάξεις,
σε κάποιους πολιτιστικούς κύκλους. Εμφανίσθηκαν επίσης κατά καιρούς ως
υποκατάστατο της επικρατούσης θρησκείας οι διάφορες φιλοσοφικές θεωρίες, κατά
τις οποίες ο Θεός είναι δημιούργημα της φαντασίας, προϊόν μυθολογικής σκέψης
και ανεκπλήρωτων πόθων του ανθρώπου. Είναι προφανές ότι δεν είναι δυνατόν να
γίνει εδώ εκτενής αναφορά στους αγώνες που έγιναν κατά καιρούς και να εκτεθούν
όλες οι φάσεις του αγώνος μεταξύ πίστεως και απιστίας και κυρίως εκείνες που
εκπροσωπούνται από τους φιλοσόφους της αθεΐας, τον Βολταίρο, τον Lammetrie,
τον Στράους και τον Φόγιερμπαχ, τον Βίχνερ και τον Χέκκελ αφενός, και αφετέρου
από τον Γκαίτε, τον Σατωμπριάν, τον Ντοστογιέφσκυ, οι οποίοι με τόσους άλλους
μεγάλους διανοητές ανεδείχθησαν πρόμαχοι της χριστιανικής πίστεως κατά των
δυνάμεων της απιστίας.7
Βασισμένος στην άρνηση ο αθεϊσμός
δεν έχει κανένα μεταφυσικό περιεχόμενο, καμμία οικοδομητική φιλοσοφία, ενώ για
έναν επιστήμονα του αναστήματος του Einstein «η σπουδή
της ζωής υποβάλλει την ακαταμάχητη ιδέα μιας τάξεως. Ποτέ δεν βρήκα τίποτα στην
επιστήμη μου που μπορώ να αντιτάξω στη θρησκεία μου», είπε.8 Μάλιστα
για ορισμένους φιλοσόφους η αναζήτηση του Θεού ανταποκρίνεται σε μια εσωτερική
ανάγκη της πίστεως, δηλαδή πρέπει να υπάρχει Θεός, διότι διαφορετικά η
κοσμοθεωρία και η βιοθεωρία τους παραμένουν ανεκπλήρωτες και εντελώς ασυνάρτητες. Ο Θεός των φιλοσόφων
στις περισσότερες των περιπτώσεων, δεν είναι απλή ψευδαίσθηση, αποκύημα της
ανθρώπινης φαντασίας, είναι μια πραγματική ανταύγεια του ζώντος Θεού στο πνεύμα
του ανθρώπου.9 Κατά τον Βάκωνα «μόνον η ημιμάθεια απομακρύνει από
τον Θεό ενώ η αληθής επιστήμη οδηγεί προς αυτόν». Επίσης ο εγωισμός ή ο
ανήθικος και άτακτος βίος, όπως ελέχθη, μπορεί να οδηγήσει στην αθεΐα, διότι
«πας ο φαύλα πράττων μισεί το φως και ουκ έρχεται προς το φως, ίνα μη ελεγχθή
τα έργα αυτού» (Ιωαν. 3,20).
Ο αθεϊσμός αποτελεί παγκόσμιο
κοινωνιολογικό γεγονός, το οποίον προσδιορίζει το καινούργιο πρόσωπο της εποχής
μας, εισχωρώντας σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής. Για τις μοντέρνες
αντιλήψεις του, σε ένα κόσμο αποχωρισμένο από τα μυστήρια και την Εκκλησία, ο
Θεός δεν έχει θέση και το Ευαγγέλιο δεν συγκινεί πια. Σήμερα γίνεσαι άθεος, όχι
τόσο γιατί αποτελεί εκλογή σου, ούτε ακόμα γιατί αρνείσαι τον Θεό, όσο γιατί
αφήνεσαι στο ρεύμα, για να είσαι όπως όλος ο κόσμος. Όπου όμως εξεδιώχθη ο Θεός
την θέση του κατέλαβαν η ηθική ασυδοσία, η περιφρόνηση προαιώνιων θεσμών, η
μονομερής στροφή προς τα υλικά αγαθά, η λατρεία παντοειδών ειδώλων. Μακράν του
Θεού επιτρέπονται τα πάντα, γιατί καταλύεται το κύρος των αξιών και η
αξιολογική ιεραρχία, ο σεβασμός προς την οποία αποτελεί την ουσία της ηθικής.
Όμως χωρίς ανάταση, χωρίς μεταφυσική πίστη, χωρίς το φως υψηλών αιώνιων
ιδανικών, ο βίος ούτε νόημα είναι δυνατόν να έχει, ούτε περιεχόμενο. Η απουσία
του Θεού είναι εκείνη η οποία τελικά καθιστά τον άνθρωπο παράλογο και χωρίς
ελπίδα, επομένως μόνον η απουσία του είναι εκείνη η οποία δικαιώνει τις ακραίες
θέσεις του αθεϊσμού.
2. Ο αθεϊσμός, όπως και όλα τα
υποκατάστατα της θρησκείας, αδυνατούν να ικανοποιήσουν την ανάγκη της
ανθρώπινης ψυχής. Και τούτο διότι στερούνται του γνωρίσματος εκείνου, το οποίον
αποτελεί ουσιώδες συστατικό στοιχείο της θρησκείας, που είναι ο Θεός και η
συνάντησή του από την ψυχή του ανθρώπου. Μόνον η συνάντηση αυτή κατασιγάζει την
ανησυχία και απαλλάσσει τον άνθρωπο από το συναίσθημα της ανεστιότητος, επειδή
δίδει νόημα στην ύπαρξη και θραύει το κέντρο του θανάτου. Η ανήσυχη καρδιά του
ανθρώπου ευρίσκει την ανάπαυσή της μόνο μέσα στους κόλπους του ζώντος Θεού,
όπως η καρδιά του ιερού Αυγουστίνου, ο οποίος έλεγε: «Ανήσυχη, ω Θεέ, είναι η
ψυχή μου μέχρι να αναπαυθεί σε σένα που με έπλασες».10
Η ορθόδοξη χριστιανική πίστη στον
ακατάληπτο Θεό εκδηλώνεται και ως ελπίδα προς Αυτόν. Ως πεποίθηση και
βεβαιότητα, την οποίαν εμπνέει στον άνθρωπο η εμπιστοσύνη προς το πρόσωπο του
Σωτήρος Χριστού. Είναι πεποίθηση στους θείους λόγους Του, στους οποίους είναι
αδύνατον να εισχωρήσει ψεύδος ή κάποια πλάνη. Είναι πεποίθηση στις υποσχέσεις
και στις επαγγελίες Του. Με την πίστη ο άνθρωπος διαπερνά τα πλαίσια του
παρόντος κόσμου και υψώνεται υπεράνω του κράτους και της φθοράς του θανάτου. Ως
εκ τούτου η χριστιανική πίστη είναι η πρώτη και θεμελιώδης αρετή επί της οποίας
«ως εκ θεμελίου» στηρίζονται όλες οι άλλες αρετές. Μόνον με την πίστη μπορούμε
να φθάσουμε στην γνώση των αποκεκαλυμμένων θείων αληθειών, γιατί συνδέεται
άρρηκτα με την πίστη στον λυτρωτικό χαρακτήρα του μυστηρίου της Θείας
Οικονομίας, η οποία βιώνεται εμπειρικά στην λατρευτική και στην όλη πνευματική
ζωή της Εκκλησίας. Η προσωπική ομολογία της Ορθοδόξου Χριστιανικής Πίστεως
ολοκληρώνεται μέσα στην λειτουργία του εκκλησιαστικού σώματος και δεν μπορεί να
αυτονομηθεί από την μυστηριακή εμπειρία της Θείας Χάριτος στην ζωή της
Εκκλησίας.
Με την πίστη και την ελπίδα
ενεργοποιεί ο άνθρωπος την εσχατολογική του υπόσταση και κατανοεί το πλήρες
νόημα της συμμετοχής του στον θάνατο και στην ζωή του Χριστού. Η πίστη
εκδηλουμένη ως εμπιστοσύνη, ως υπακοή και ως ελπίδα προς τον Θεό, καθιστά δυνατή
την επίτευξη του σκοπού της υπάρξεώς του. Διανοίγει τους ορίζοντες του αγνώστου
μέλλοντός του, καταυγάζει την πορεία του και χρησιμεύει ως πυξίδα και πηδάλιο
κατά τον τρικυμιώδη βίο της παρούσης ζωής. Αυτή είναι η Ορθόδοξη Χριστιανική
πίστη. Πίστη, η οποία έχει να παρουσιάσει αναρίθμητους ήρωες, μάρτυρες και
νεομάρτυρες, θύματα, ευγενή καταπλησσούσης αυταπαρνήσεως. Πίστη, η οποία
συγκαταρίθμησε στις τάξεις των οπαδών και εγκωμιαστών της διάνοιες μεγαλοφυείς,
πνεύματα έκτακτα, ψυχές προικισμένες από εξαίρετα προσόντα. Πίστη η οποία δεν
έμεινε αδοκίμαστη και αδιερεύνητη και αφού διήλθε δια πολλών και ποικίλων
δοκιμασιών, αφού αντιμετώπισε φοβερούς διωγμούς, ενίκησε και εθριάμβευσε και το
τρόπαιό της μένει στον αιώνα.
Προς το περιεχόμενο της πίστεώς μας
αποβλέπων και ο απόστολος Παύλος, ορίζει αυτήν, κατά τρόπον άριστο, στην προς
Εβραίους επιστολή του: «Έστι δε πίστις, λέγει, ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων
έλεγχος ου βλεπομένων» (Εβρ. 2,1). Και πράγματι, εάν κάποιος ήθελε να αποβλέψει
προς το περιεχόμενο της χριστιανικής μας πίστεως, θα διαπιστώσει ότι
περιλαμβάνει επαγγελίες και υποσχέσεις ελπιζόμενες αφ’ ενός και αλήθειες μη
βλεπόμενες αφ’ ετέρου. Όπως δηλαδή στην επιστήμη υπάρχουν πράγματα τα οποία δεν
είμεθα σε θέση να τα εννοήσουμε, κατά τον ίδιο τρόπο υπάρχουν και στην θρησκεία
πράγματα, τα οποία ούτε στις αισθήσεις μας υποπίπτουν, ούτε ο νους μας είναι σε
θέση να κατανοήσει. Όπως στον κόσμο της ύλης υπάρχει περιοχή η οποία είναι
πέραν και του πειράματος και της απλής νοήσεως, τοιουτοτρόπως και στην σφαίρα
του πνεύματος είναι ακόμη φυσικώτερο να υπάρχει πεδίο, το οποίο κείται όχι μόνο
υπεράνω της εμπειρίας των αισθήσεών μας, αλλά και αυτής της ικανότητος της
κατανοήσεως.
Η πίστη χρειάζεται εμπιστοσύνη και
υπακοή στο θέλημα του Θεού. «Υπακοής γαρ η πίστις δείται, ου πολυπραγμοσύνης·
και όταν ο Θεός επιτάττη, πείθεσθαι, ου περιεργάζεσθαι χρη», λέγει ο ιερός
Χρυσόστομος.11 Ο πιστός είναι τέκνο του Θεού, ο δε κόσμος εντός του
οποίου ζει, μολονότι υπετάγη στην φθορά και στην αμαρτία, δεν παύει να αποτελεί
το κατοικητήριο, το οποίον κατεσκεύασε ο Θεός για τους ανθρώπους.
Συνεπώς η πίστη εκδηλουμένη ως
εμπιστοσύνη, ως υπακοή και ως ελπίδα προς τον Θεό, είναι απολύτως αναγκαία για
τον άνθρωπο, γιατί τοποθετεί αυτόν ορθώς έναντι του Δημιουργού του και καθιστά
δυνατή την επίτευξη του σκοπού της υπάρξεώς του.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Πλάτωνος
Απολογία 26C κ.ά, Πολιτικός 305e.
2. Εγκυκλοπ.
ΠΑΠΥΡΟΣ ΛΑΡΟΥΣ ΜΠΡΙΤΑΝΝΙΚΑ, τ. 3ος , σ. 254.
3. Νικ. Ι.
Λούβαρη, Συμπόσιον Οσίων, τ. Β΄, Εκδ. Αποστολ. Διακονία, 1964, σ. 63 κ.ε.
4. Ό.π. σ.
65.
5. Εκδ. Ορθοδόξου
Πίστεως, 1, 4. PG, 800Β.
6. Γεωργ. Ι.
Μαντζαρίδη, Μέθεξις Θεού, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 24 κ.ε.
7. Νικ. Ι.
Λούβαρη, ό.π. σ. 20.
8. Παύλου
Ευδοκίμωφ, Η πάλη με τον Θεόν. Μετάφρ. Ι.Κ. Παπαδοπούλου. Θεσσαλονίκη 1970, σ.
37.
9. Βλαδιμ.
Λόσσκυ, Πίστις και Θεολογία. Βλ. Θεολογία, Αλήθεια και Ζωή, εκδ. «ΖΩΗΣ», Αθήναι
1962, σ. 73 κ.ε. (Πνευματικόν Συμπόσιον).
10. Ιερού Αυγουστίνου, Εξομολογήσεις, Αθήναι 1951.
11. Migne, PG 60, 644.
Πηγή: Εφημερίδα "Ο Εκκλησιολόγος"
Σοβαρό, τεκμηριωμένο και θεολογικό κείμενο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΛύνει απορίες προσφέρει λύσεις.
ΑπάντησηΔιαγραφή