Κυριακή 3 Μαΐου 2015

«Ιδού γαρ ήλ­θε δια του Σταυ­ρού χα­ρά εν ό­λω τω κό­σμω» - Παναγιώτης Μαρτίνης


«Ιδού γαρ ήλ­θε δια του Σταυ­ρού χα­ρά εν ό­λω τω κό­σμω»
(Σταυ­ρός – Τά­φος – Ά­δης)

Του Παναγιώτου Μαρτίνη Δρ. Θ.

«Χαρ­μο­λύ­πη» και «Χα­ρο­ποιόν πέν­θος» μας δη­μιουρ­γεί η λα­τρεί­α της Εκ­κλησί­ας μας, α­φού Σταυ­ρός και Α­νά­στα­ση συ­μπλέ­κο­νται στις Α­κο­λου­θί­ες του Τριωδί­ου και του Πε­ντη­κο­στα­ρί­ου.
Η Μ. Πα­ρα­σκευ­ή, η­μέ­ρα πέν­θους και λύ­πης, α­φού «τα ά­για και σω­τή­ρια και Φρικτά Πά­θη του Κυ­ρί­ου…ε­πι­τε­λού­μεν…» και η Κυ­ρια­κή του Πά­σχα, η­μέ­ρα Φω­τός και χα­ράς, α­φού «αυ­τήν την ζω­η­φό­ρον Α­νά­στα­σιν ε­ορ­τά­ζο­μεν…» έ­χουν χα­ρα­κτήρα Σταυ­ρο-Α­να­στά­σι­μο.
Το χα­ρα­κτή­ρα των α­γί­ων αυ­τών η­με­ρών θα τον βρού­με στα τρο­πά­ρια και γε­νικό­τε­ρα στην υ­μνο­λο­γί­α, την α­γιο­γρα­φί­α και στο τε­λε­τουρ­γι­κό της Εκ­κλη­σί­ας. Στους Αί­νους της Κυ­ρια­κής­ του Πά­σχα ψάλ­λου­με: «Υ­μνού­μεν σου Χρι­στέ, το σωτή­ριον πά­θος και δο­ξά­ζο­μέν σου την α­νά­στα­σιν». Ε­πί­σης, και στα Α­ντί­φω­να της Μ. Πέ­μπτης και της Μ. Πα­ρα­σκευ­ής ψάλ­λε­ται: «Προ­σκυ­νου­μέν σου τα πά­θη, Χρι­στέ, δεί­ξον η­μίν και την έν­δο­ξόν σου α­νάστα­σιν».
Στο Συ­να­ξά­ρι του Μ. Σαβ­βά­του, της κατ΄ ε­ξο­χήν σταυ­ρο-α­να­στά­σι­μης η­μέ­ρας, δια­βά­ζου­με χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «τω α­γί­ω και με­γά­λω σαβ­βά­τω την θε­ό­σω­μον τα­φήν του Κυ­ρί­ου και Θε­ού και Σω­τή­ρος η­μών Ι­η­σού Χρι­στού και την εις ά­δου κά­θοδον ε­ορ­τά­ζο­μεν, δι ων της φθο­ράς το η­μέ­τε­ρον γέ­νος α­να­κλη­θέν προς αιω­νί­αν ζω­ήν με­τα­βέ­βη­κεν».
Με το θά­να­το και την τα­φή του Κυ­ρί­ου μας προ­σφέ­ρε­ται η α­λη­θι­νή και αιώ­νια ζω­ή, γι΄ αυ­τό χαι­ρό­μα­στε. «Ι­δού γαρ ήλ­θε δια του Σταυ­ρού χα­ρά εν ό­λω τω κόσμω…», και «ο Σταυ­ρός Σου, Κύ­ριε, ζω­ή και α­νά­στα­σις υ­πάρ­χει τω λα­ώ Σου».

Τον σταυ­ρο-α­να­στά­σι­μο χα­ρα­κτή­ρα των α­γί­ων η­με­ρών που δια­νύ­ου­με μας τον ζω­ντα­νεύ­ουν τρί­α λει­τουρ­γι­κά – λα­τρευ­τι­κά γε­γο­νό­τα: Ο υ­πέ­ρο­χος, θε­ο­λο­γικός Κα­νό­νας του Με­γά­λου Σαβ­βά­του, το τε­λε­τουρ­γι­κό στοι­χεί­ο των η­με­ρών και η βυ­ζα­ντι­νή ει­κό­να της Α­να­στά­σε­ως του Κυ­ρί­ου.
Και τα τρί­α αυ­τά λα­τρευ­τι­κά στοι­χεί­α ε­νώ­νουν Σταυ­ρό – Τά­φο και Α­νά­στα­ση στο γε­γο­νός της «εις ά­δου κα­θό­δου του Κυ­ρί­ου».
Ο Χρι­στός, α­φού γεν­νή­θη­κε, δί­δα­ξε, θαυ­μα­τούρ­γη­σε και σταυ­ρώ­θη­κε για την σω­τη­ρί­α των αν­θρώ­πων, κα­τέ­βη­κε και στον Ά­δη. «Ο εν υ­ψί­στοις οι­κών κα­τήλ­θε μέ­χρις Ά­δου τα­μεί­ων». Η κά­θο­δος του Χρι­στού στον Ά­δη, που έ­γι­νε για να σώ­σει τον Α­δάμ α­πό τον θά­να­το, δεί­χνει μέ­χρι που έ­φθα­σε η α­νέκ­φρα­στη συ­γκα­τά­θεση του Θε­ού, "η ά­κρα τα­πεί­νω­σις" και "κέ­νω­σίς" Του.
Ο Α­πό­στο­λος Πέ­τρος στο πρώ­το κή­ρυγ­μά του την η­μέ­ρα της Πε­ντη­κο­στής α­να­φέρε­ται στο υ­περ­φυ­σι­κό αυ­τό γε­γο­νός της Α­να­στά­σε­ως: «Ο Θε­ός α­νέ­στη­σε (τον Χρι­στόν) λύ­σας τας ω­θί­νας του θα­νά­του, κα­θό­τι ουκ ην δυ­να­τόν κρα­τεί­σθαι αυτόν (τον Χρι­στόν) υπ΄ αυ­τού (του θα­νά­του)» (Πραξ. 2, 24).
Η νί­κη του Χρι­στού κα­τά του θα­νά­του και του Ά­δη, η λύ­τρω­ση του Α­δάμ και των ψυ­χών που κρα­τού­σε ο Ά­δης εί­ναι το θέ­μα των Ιε­ρών Α­κο­λου­θιών του Μ. Σαβ­βάτου και της Κυ­ρια­κής του Πά­σχα. Και τού­το για­τί με την κά­θο­δο του Χρι­στού στον Ά­δη πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε και η α­νά­στα­ση των ψυ­χών: «… ο Ά­δης ηχ­μα­λώ­τι­σται, ο ά­δης α­να­κέ­κλη­ται, η κα­τά­ρα νε­νέ­κρω­ται, η Εύ­α η­λευ­θέ­ρω­ται, ο θά­να­τος τε­θανά­τω­ται και η­μείς ε­ζω­ο­ποι­ή­θη­μεν».
Αυ­τό, λοι­πόν, το γε­γο­νός, η εις «Ά­δου κά­θο­δος του Κυ­ρί­ου», γε­γο­νός κατ΄ ε­ξοχήν σω­τη­ριο­λο­γι­κό, εί­ναι το θέ­μα του σταυ­ρο-α­να­στά­σι­μου Κα­νό­να του Μ. Σαββά­του, που αρ­χί­ζει με το «Κύ­μα­τι θα­λάσ­σης…» και ψάλ­λε­ται στην Α­κο­λου­θί­α του Όρ­θρου του Μ. Σαβ­βά­του, το βρά­δυ της Μ. Πα­ρα­σκευ­ής, λί­γο πριν α­πό την περι­φο­ρά του Ε­πι­τα­φί­ου, κα­θώς και το βρά­δυ του Με­γά­λου Σαβ­βά­του λί­γο πριν από την Α­κο­λου­θί­α της Α­να­στά­σεως.
Αυ­τός ο Κα­νό­νας εί­ναι έ­να θαυ­μά­σιο ποι­η­τι­κό κεί­με­νο, πλού­σιο σε θε­ο­λο­γί­α και ζω­ή, που περ­νά­ει μέ­σα α­πό τη ζω­ντα­νή πα­ρά­δο­ση της Ορ­θό­δο­ξης Εκ­κλη­σί­ας. Η μο­να­χή Κασ­σί­α ή Κασ­σια­νή φέ­ρε­ται ως ποι­ή­τρια των τεσ­σά­ρων πρώ­των ω­δών, ε­νώ τις υ­πό­λοι­πες συ­νέ­τα­ξε ο Ε­πί­σκο­πος Μα­ϊ­ου­μά Κο­σμάς, α­πό τις με­γα­λύτε­ρες υ­μνο­λο­γι­κές  - ποι­η­τι­κές μορ­φές της Εκ­κλη­σί­ας.
Ό­λος ο ι. Κα­νό­νας φέ­ρει την α­κρο­στι­χί­δα: «Και σή­με­ρον δε Σάβ­βα­τον μέλ­πω μέγα». Η α­κρο­στι­χί­δα φα­νε­ρώ­νει την ε­σω­τε­ρι­κή νο­η­μα­τι­κή συ­νο­χή του Κα­νό­να. Εί­ναι η δο­ξο­λο­γι­κή α­νύ­μνη­ση (μέλ­πω) του Μ. Σαβ­βά­του, δηλ. η ζω­ο­ποί­η­ση ο­λό­κλη­ρου του Α­δα­μιαί­ου γέ­νους (της αν­θρω­πό­τη­τας) που περ­νά μέ­σα α­πό το σταυ­ρικό θά­να­το και την Α­νά­στα­ση του Κυ­ρί­ου. Στον Κα­νό­να ζω­ντα­νεύ­ουν ό­λα τα γεγο­νό­τα της Π. Δια­θή­κης, που πα­ρα­πέ­μπουν στο πρό­σω­πο του Χρι­στού, ό­που βρί­σκουν την ο­λο­κλή­ρω­σή τους. Στην πρώ­τη ω­δή έ­χου­με το ε­πει­σό­διο με τη διά­βα­ση της Ε­ρυ­θράς θά­λασ­σας, ό­που ο Θε­ός θαυ­μα­τουρ­γι­κά ε­λευ­θε­ρώ­νει τους Ισ­ρα­ηλί­τας α­πό την σκλα­βιά των Αι­γυ­πτί­ων. Ό­μως «υ­πό γην έ­κρυ­ψαν των σε­σω­σμέ­νων οι παί­δες» (δηλ. οι α­πό­γο­νοι), α­φού σταύ­ρω­σαν και ε­ντα­φί­α­σαν Αυ­τόν που τους έ­σω­σεν, δηλ. τον Χρι­στό.
Στην 4η ω­δή έ­χου­με την προ­φη­τεί­α του Αβ­βα­κούμ σχε­τι­κά με την κά­θο­δο του Χρι­στού στον Ά­δη για να «ε­πι­συ­νά­ξει πά­ντα τα έ­θνη και εισ­δέ­ξε­ται προς αυ­τόν πά­ντας τους λα­ούς» (κεφ. Β,5).
Ο προ­φή­της δο­κι­μά­ζει με­γά­λη έκ­πλη­ξη και έκ­στα­ση (α­πο­ρί­α) γι΄ αυ­τή την κάθο­δο του Θε­ού, που «διέ­κο­ψεν εν εκ­στά­σει κε­φα­λάς δαι­μό­νων» (κεφ. Β΄14).
Ο πα­ντο­δύ­να­μος Θε­ός ο­μι­λεί,  ε­πι­κοι­νω­νεί με ό­λους τους αν­θρώ­πους, που βρίσκο­νται στον Ά­δη, δηλ. τους προ­σφέ­ρει την κοι­νω­νί­α της α­γά­πης του, κι έ­τσι κα­ταρ­γεί τη μο­να­ξιά και την α­πο­μό­νω­ση  που ε­πι­κρα­τού­σε στον Ά­δη. Πα­ρό­μοια ό­ρα­ση εί­δε και ο προ­φή­της Η­σα­ϊ­ας (ω­δή 5η). Εί­δε την θε­ο­φά­νεια του Χριστού στα χρό­νια του, που έ­γι­νε ό­μως άν­θρω­πος στα χρό­νια της Κ. Δια­θή­κης και φα­νε­ρώ­θη­κε ως «φως α­νέ­σπε­ρον». Γι΄ αυ­τό «εκ νυκτός ορ­θρί­σας» ε­κραύ­γα­ζεν: «α­να­στή­σο­νται οι νε­κροί και ε­γερ­θή­σο­νται οι εν τοις μνη­μεί­οις  και πά­ντες οι εν τη γη α­γαλ­λιά­σο­νται».
Η κα­τά­λυ­ση του Ά­δη πραγ­μα­το­ποιεί­ται  με τον ε­κού­σιο θά­να­το του Χρι­στού, όπου ο Σω­τή­ρας «κα­τήλ­θε μέ­χρις Ά­δου τα­μεί­ων», για να γε­μί­σει τα πά­ντα με τη δό­ξα Του. Ό­λο αυ­τό το ε­ξαί­σιο πε­ριε­χό­με­νο το εκ­φρά­ζει θαυ­μά­σια το 3ο τρο­πά­ριο της α΄ ω­δής: «Ί­να σου της δό­ξης τα πά­ντα πλη­ρώ­σης, κα­τα­πε­φοί­τη­κας εν κα­τω­τά­τοις της γης, α­πό σου γαρ ουκ ε­κρύ­βη η υ­πό­στα­σίς μου η εν Α­δάμ, και τα­φείς φθα­ρέ­ντα με και­νό ποιείς Φι­λάν­θρω­πε».
Η και­νο­ποί­η­ση του φθα­ρέ­ντος α­πό την α­μαρ­τί­α αν­θρώ­που γί­νε­ται με την κά­θοδο του Χρι­στού στον Ά­δη. Ο Ά­δης δέ­χτη­κε «βρο­τόν τε­θε­ω­μέ­νον», τον Ε­ναν­θρωπή­σα­ντα Λό­γο. Πο­λύ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά λέ­ει ο ι. Χρυ­σό­στο­μος για τον Ά­δη: «Έ­λα­βε σώ­μα και Θε­ώ πε­ριέ­τυ­χεν. Έ­λα­βε γην και συ­νή­ντη­σεν ου­ρα­νόν, έ­λα­βεν ό­περ έβλε­πε και πέ­πτω­κεν ό­θεν ουκ έ­βλε­πεν». Δηλ. δέ­χτη­κε έ­ναν άν­θρω­πον «κα­τά­στικτον τοις μώ­λω­ψι», αλ­λά δεν μπο­ρού­σε πο­τέ να φα­ντα­στεί πως εί­ναι «ο παν­θενουρ­γός Θε­ός». Γι΄ αυ­τό και ο θά­να­τος πι­κραί­νε­ται και συ­ντρί­βε­ται, «με­ταστοι­χειώ­νε­ται σε ά­φθαρ­τη ζω­ή» και γε­μί­ζει με «την κοι­νήν ζω­ο­ποί­η­σιν», που πη­γά­ζει α­πό την πη­γή της Α­να­στά­σε­ως του Κυ­ρί­ου (ω­δή στ΄). «Ο Ά­δης, Λό­γε, συνα­ντή­σας σοι ε­πι­κράν­θη, βρο­τόν ο­ρώ­ν τε­θε­ω­μέ­νον , κα­τά­στι­κτον τοις μ΄ ω­λω­ψι παν­σθε­νουρ­γόν, τω φρι­κτώ της μορ­φής δε δια­πε­φώ­νη­κεν».
Ω­ραιό­τα­τες εί­ναι οι εκ­φρά­σεις και το πε­ριε­χό­με­νο α­πό τον Κα­τη­χη­τι­κό Λόγο του αγ. Ιω. Του Χρυ­σο­στό­μου, που α­κού­γεται τη νύ­κτα της Α­να­στά­σε­ως: «εσκύ­λευ­σε τον Ά­δην ο κα­τελ­θών εις τον Ά­δην. Ε­πί­κρα­νεν αυ­τόν γευ­σά­με­νον της σαρ­κός αυ­τού. Και τού­το προ­λα­βών Η­σα­ϊ­ας ε­βό­η­σεν. Ο Ά­δης, φυ­σίν, ε­πι­κράν­θη συ­να­ντή­σας σοι κά­τω. Ε­πι­κράν­θη και γαρ κα­τηρ­γή­θη. Ε­πι­κράν­θη και γαρ κα­θηρέ­θη. Ε­πι­κράν­θη και γαρ ε­δε­σμεύ­θη… Πού σου θά­να­τε, το κέ­ντρον; Πού σου Ά­δη το νί­κος; Α­νέ­στη Χρι­στός και συ κα­τα­βέ­βλη­σαι…». Με τις πα­ρα­πά­νω σκέ­ψεις, που εκ­φρά­ζουν την πραγ­μα­τι­κή πί­στη της Εκ­κλη­σί­ας, κα­τα­λα­βαί­νου­με πως ο θάνα­τος του Χρι­στού θα­νά­τω­σε το θά­να­το, που εί­ναι, κα­τά τον Α­πό­στο­λο Παύ­λο «τα ο­ψώ­νια της α­μαρ­τί­ας». Ο θά­να­τος του Κυ­ρί­ου πραγ­μα­το­ποιεί­ται στην α­χώ­ριστη υ­πό­στα­σή Του (πρό­σω­πο), στην ο­ποί­α εί­ναι ε­νω­μέ­νες «α­συγ­χύ­τως, α­τρέ­πτως, α­διαι­ρέ­τως και α­χω­ρί­στως» η θεί­α με την αν­θρώ­πι­νη φύ­ση. «Μί­α υ­πήρ­χεν η εν τω ά­δη α­χώ­ρι­στος και εν τά­φω και εν τη Ε­δέμ θε­ό­της Χρι­στού συν Πα­τρί και Πνεύ­μα­τι, εις σω­τη­ρί­αν η­μών των με­λω­δού­ντων, Λυ­τρω­τά, ο Θε­ός ευ­λο­γη­τός ει». (ω­δή ζ΄).
Με το θά­να­το του Κυ­ρί­ου έ­πα­θε «η της σαρ­κός χο­ϊ­κή ου­σί­α, αλ­λ΄ η θε­ό­της α­παθής διέ­μει­νε». Έ­τσι, η α­πα­θής, ά­φθαρ­τη και αιώ­νια ζω­ή του Θε­ού «με­τε­στοι­χείω­σε τον φθαρ­τόν προς α­φθαρ­σί­αν και α­φθάρ­του ζω­ής έ­δει­ξε πη­γήν ε­ξα­να­στάσε­ως». Εί­ναι θαυ­μά­σιες και α­νυ­πέρ­βλη­τες οι εκ­φρά­σεις του Κα­νό­να πά­νω στο ύ­ψι­στο αυ­τό θέ­μα. «Δια θα­νά­του το θνη­τόν, δια τα­φής το φθαρ­τόν με­τα­βάλ­λεις, α­φθαρ­τί­ζεις γαρ θε­ο­πρε­πέ­στα­τα, α­πο­θα­να­τί­ζων το πρό­σλη­μα, η γαρ σάρ­ξ σου δια­φθο­ράν ουκ εί­δε, Δέ­σπο­τα, ου­δέ η ψυ­χή σου εις Ά­δου ξε­νο­πρε­πώς ε­γκα­ταλέ­λει­πται». (ω­δή ε΄).
Με το θά­να­το και την τα­φήν του Κυ­ρί­ου έ­χου­με και το σω­στό και α­λη­θι­νό νό­ημα του «σαβ­βα­τι­σμού». Δηλ. το μυ­στή­ριο του Μ. Σαβ­βά­του, ό­που ο Θε­ός με το θά­νατό του α­να­κτά τα σύ­μπα­ντα, ό­πως τα εί­χε δη­μιουρ­γή­σει, αλ­λά με την α­μαρ­τί­α του ο άν­θρω­πος τα ο­δή­γη­σε στη φθο­ρά και στο θά­να­το.
Με αυ­τό τον τρό­πο έ­χου­με και τον πραγ­μα­τι­κό α­για­σμό του Σαβ­βά­του, που με το Νό­μο της Π. Δια­θή­κης δό­θη­κε ως η­μέ­ρα αρ­γί­ας και κα­τα­παύ­σε­ως α­πό των έρ­γων. Δια­βά­ζου­με στην 4η ω­δή του Κα­νό­να: «Ε­βδό­μην σή­με­ρον η­γί­α­σας, ην ευλόγησας πριν, κα­τα­παύ­σει των έρ­γων, πα­ρά­γεις γαρ τα σύ­μπα­ντα και και­νο­ποιείς, σαβ­βα­τί­ζων, Σω­τήρ μου και α­να­κτώ­με­νος».
Το μυ­στή­ριο της νε­κρώ­σε­ως του Χρι­στού συ­γκλο­νί­ζει «τα υ­περ­κό­σμια και τα υ­πο­χθό­νια». Με το θά­να­τό Του ο Κύ­ριος, «α­νη­ρέ­θη, αλ­λ΄ ου δι­ηρέ­θη, ης με­τέ­σχε­ σαρ­κός… ού­τω μί­α ην υ­ποόστασις της Θε­ό­τη­τος εκ της σαρ­κός σου, εν αμ­φο­τέροις γαρ εις υ­πάρ­χεις Υ­ιός, Λό­γος του Θε­ού, Θε­ός και άν­θρω­πος». (ωδή στ΄).
Η θε­αν­θρώ­πι­νη φύ­ση του Χρι­στού, δηλ. το μυ­στή­ριο της Σαρ­κώ­σε­ως, ό­που «ο πλαστουρ­γός χο­ϊ­κός χρη­μα­τί­ζει» εί­ναι η νε­ο­ποί­η­ση των γη­γε­νών. Ο Κύ­ριος εί­ναι ο «τε­θε­ό­με­νος βρο­τός, που γί­νε­ται ο «πρω­τό­το­κος των νε­κρών», για­τί με τη ζω­αρ­χι­κή του πα­λά­μη «τα του θα­νά­του κλεί­θρα διε­σπά­ρα­ξε και ε­κή­ρυ­ξε τοις απ΄ αιώ­νος ε­κεί κα­θεύ­δου­σι λύ­τρω­σιν α­ψευ­δή…». (ω­δή στ΄). Ο «τε­θε­ω­μέ­νος βροτός» κα­τε­βαί­νει στον Ά­δη «κα­τά­στι­κτος  τοις μώ­λω­ψι» ως άν­θρω­πος, αλ­λά «πανσθε­νουρ­γός Θε­ός». Εί­ναι μια κα­τα­πλη­κτι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, που η δύ­να­μη του Θε­ού δεν ταυ­τί­ζε­ται με τη δύ­να­μη που έ­χει στο νου του ο άν­θρω­πος, αλ­λά με την α­γά­πη και την τα­πεί­νω­ση, που Τον ο­δη­γεί στην έ­σχα­τη ε­γκα­τά­λει­ψη και θυ­σί­α του ε­αυ­τού Του. Η έ­νω­ση του α­μαρ­τή­σα­ντος αν­θρώ­που με τον Θε­ό και ε­πομέ­νως η κα­τά χά­ρη θέ­ω­ση και υ­πε­ρύ­ψω­σή του δεν μπο­ρού­σε να γί­νει πα­ρά στο πρό­σω­πο του Κυ­ρί­ου, που ά­πλω­σε «τας πα­λά­μας και ή­νω­σε τα το πριν διε­στώ­τα».
Ο Σταυ­ρός του Κυ­ρί­ου εί­ναι η έ­νω­ση  ου­ρα­νού και γης, «ί­να προς ύ­ψος α­να­βί­βαση το αν­θρώ­πι­νον». Η κά­θο­δος του Χρι­στού στον Ά­δη εί­ναι «το θαύ­μα το και­νόν», «το θαύ­μα της α­γα­θό­τη­τος και α­φρά­στου α­νο­χής» του Θε­ού. Για­τί «ο εν υ­ψίστοις οι­κών υ­πό γην σφρα­γί­ζε­ται και πλά­νος Θε­ός συ­κο­φα­ντεί­ται». Ε­ξί­σταται ο ου­ρα­νός α­πό φρί­κη και σα­λεύ­ο­νται «τα θε­μέ­λια της γης», για­τί «εν νεκροίς λο­γί­ζε­ται… και τά­φω σμι­κρώ ξε­νο­δο­χεί­ται». Ο Θε­ός, η των ό­λων ζω­ή, κά­νει κα­τοι­κί­α Του τον τά­φο, που ό­μως α­να­δει­κνύ­ε­ται «ζω­ής θυ­σαυ­ρός» κι έ­τσι κε­ντρί­ζε­ται θα­να­τη­φό­ρα ο Ά­δης «δα­πα­νώ­με­νος θεί­ω πυ­ρί», ώ­στε τε­λι­κά να γίνει με το θαύ­μα της Α­να­στά­σε­ως «η πη­γή της ε­γέρ­σε­ως» ο­λό­κλη­ρου του αν­θρωπί­νου γέ­νους. Γι΄ αυ­τό και η κά­θο­δος του Χρι­στού στον Ά­δη ταυ­τί­ζε­ται με το γε­γο­νός της Α­να­στά­σε­ως και μά­λι­στα μέ­χρι ση­μεί­ου, που η βυ­ζα­ντι­νή ει­κό­να της Α­να­στά­σε­ως  να έ­χει ε­πι­γρα­φή: «Η εις Ά­δου Κά­θο­δος».
Πι­στή λοι­πόν στα δόγ­μα­τα της Εκ­κλη­σί­ας, στη δι­δα­σκα­λί­α της, στη λα­τρεί­α της, για­τί η Εκ­κλη­σί­α δι­τυ­πώ­νει και με ύ­μνους τα δόγ­μα­τά της, την ε­μπει­ρί­α της και την πα­ρά­δο­σή της, η βυ­ζα­ντι­νή α­γιο­γρα­φί­α α­πει­κο­νί­ζει την Α­νά­στα­ση με την «εις Ά­δου κά­θο­δον του Κυ­ρί­ου». Για­τί ο Ά­δης «βα­σι­λεύ­ει, αλ­λ΄ ουκ  αιω­νί­ζει, του γέ­νους των βρο­τών, συ γαρ τε­θείς εν τά­φω κρα­ταιέ, ζω­αρ­χι­κή πα­λάμη, τα του θα­νά­του κλεί­θρα διε­σπά­ρα­ξας, και ε­κή­ρυ­ξας τοις απ΄ αιώ­νος ε­κεί κα­θεύδο­υσι, λύ­τρω­σιν α­ψευ­δή, Σώ­τερ, γε­γο­νώς νε­κρών πρω­τό­το­κος (ω­δή ς΄).
Σύμ­φω­να με τις υ­πο­δεί­ξεις του ιε­ρο­μό­να­χου και α­γιο­γρά­φου Διο­νυ­σί­ου, του εκ Φουρ­νά των Α­γρά­φων, η κά­θο­δος στον Ά­δη ε­ξι­στο­ρεί­ται με τα πα­ρα­κά­τω λόγια: «Ό­ρη και βου­νά και υπ΄ αυ­τών σπή­λαιον σκο­τει­νόν­και άγ­γε­λοι α­στρά­πτο­ντες δέ­νου­σι με α­λύ­σεις Βε­ελ­τζε­βούλ τον άρ­χο­ντα του σκό­τους, και τους μετ΄ αυ­τόν δαί­μο­νας κα­τα­ξε­σχί­ζουν, τύ­πτουν και διώ­κουν και αν­θρώ­πους γυ­μνούς δε­μέ­νους με α­λύ­σεις βλέ­πο­ντες ά­νω, και κλει­δο­νί­αι πολ­λαί κα­τα­θλιμ­μέ­ναι και αι πύ­λαι του Ά­δου ε­ριμ­μέ­ναι συν τοις μο­χλοίς και ο Χρι­στός επ΄ αυ­ταίς πα­τών κρα­τεί του Α­δάμ με την δε­ξιάν του και την Εύ­αν με την α­ρι­στε­ράν, ο δε Πρό­δρο­μος εκ δε­ξιών του Χρι­στού δει­κνύ­ει αυ­τόν, και ο Δα­βίδ πλη­σί­ον αυτού ως και άλ­λοι βα­σι­λείς με στέμ­μα­τα και στέ­φα­να, α­ρι­στε­ρά δε οι προ­φή­ται Ιω­άν­νης, Η­σα­ϊ­ας, Ιε­ρε­μί­ας και ο δί­καιος Ά­βελ… φως δε μέ­γα κύ­κλω αυ­τών και αγγέ­λων πλή­θος». Μ΄ αυ­τά τα λό­για ο α­γιο­γρά­φος Διο­νύ­σιος πε­ρι­γρά­φει τα έγκα­τα του Ά­δη, ό­που συ­ντε­λεί­ται η σω­τη­ρί­α του Α­δάμ και η κα­τα­στρο­φή του θανά­του. «Ο Ά­δης πα­ρου­σιά­ζε­ται ως μαύ­ρη ά­βυσ­σος, σαν σπή­λαιο σκο­τει­νό. Στο κέντρο στέ­κε­ται ο Χρι­στός με ό­λη του τη δό­ξα. Το πρό­σω­πό του αυ­στη­ρό αλ­λά φιλάν­θρω­πο με φω­τει­νά και «α­πα­στρά­πτο­νται» εν­δύ­μα­τα. Ο­λό­κλη­ρος ο Χρι­στός πε­ρι­βάλ­λε­ται με φω­τει­νό κύ­κλο ή με ω­ει­δή δό­ξα που σχη­μα­τί­ζε­ται α­πό α­κτί­νες, που συμ­βο­λί­ζουν τη θε­ό­τη­τά του, το ά­κτι­στο φως της χά­ρι­τος, τη φω­τει­νή διά­στα­ση της πα­ρου­σί­ας «του Κυ­ρί­ου της Δό­ξης». Ο Χρι­στός βρί­σκε­ται στον Άδη. Ναι, βρί­σκε­ται στον Ά­δη. Ό­χι ό­μως δε­σμώ­της και αιχ­μά­λω­τος, αλ­λά Νι­κη­τής και Σκυ­λευ­τής του Ά­δη: «Σή­με­ρον ο Ά­δης στέ­νων βο­ά: Κα­τε­λύ­θη μου η ε­ξου­σί­α, ε­δε­ξά­μην θνη­τόν ώ­σπερ έ­να των θα­νό­ντων. Τού­τον δε κα­τέ­χειν ό­λως ουκ ι­σχύω, αλ­λά α­πο­λώ με­τά τού­του ων ε­βα­σί­λευον, ε­γώ εί­χον τους νε­κρούς απ΄ αιώ­νος, αλ­λά ού­τος Ι­δού πά­ντας ε­γεί­ρει…». (Στιχ. Ι­διόμ. Μ. Σαβ­β.).
Ο Χρι­στός ζω­ο­δό­της στον Ά­δη! Τα ά­χρα­ντα πό­δια του πα­τούν με δύ­να­μη πά­νω στα θυ­ρό­φυλ­λα, που εί­ναι πε­σμέ­να το έ­να πά­νω στο άλλο σε σχή­μα σταυ­ρού. Εί­ναι οι πύ­λες του Ά­δη που έ­σπα­σε ο Χρι­στός. Συ­χνά κάτω α­πό τις πύ­λες α­πει­κο­νί­ζε­ται έ­νας γέ­ρος α­να­μαλ­λια­σμέ­νος και γυ­μνός. Ο γέ­ρος αυ­τός πα­ρι­στά­νει τον θά­να­το, τον άρ­χο­ντα του σκό­τους. Γύ­ρω α­πό τις πύλες και το δέ­σμιο Σα­τα­νά εί­ναι πε­στα­μέ­να και σκορ­πι­σμέ­να κλει­διά, σύρ­τες και μο­χλοί. Η Εκ­κλη­σί­α ψάλ­λει: "Πύ­λας χαλ­κάς συ­νέ­τρι­ψας και μο­χλούς συν­θλά­σας, Χρι­στέ ο Θε­ός, το γέ­νος των αν­θρώ­πων πε­πτω­κός α­νέ­στη­σας". Ο Χρι­στός πό­τε α­πει­κο­νί­ζε­ται να κρα­τά στο α­ρι­στε­ρό του χέ­ρι έ­να ει­λη­τά­ριο, που συμ­βο­λί­ζει το κή­ρυγ­μά του, και πό­τε το σταυ­ρό, σύμ­βο­λο της νί­κης κα­τά του θα­νάτου. Με το άλ­λο χέ­ρι α­να­σταί­νει τον Α­δάμ, ε­νώ η Εύ­α α­να­σταί­νε­ται με τα χέ­ρια ψη­λά σε στά­ση προ­σευ­χής.
Έ­τσι πα­ρι­στά­νε­ται η λύ­τρω­ση της ψυ­χής του Α­δάμ και όλων των ψυ­χών που χρό­νια πε­ρί­με­ναν την έ­λευ­ση του Χρι­στού στον Ά­δη και που με πα­ρά­πο­νο και α­νυ­πο­μο­νη­σί­α ψι­θύ­ρι­ζαν τα λό­για του Δα­βίδ: "Ο Θε­ός λυ­τρώ­σε­ται την ψυ­χήν μου εκ χει­ρός ά­δου, ό­ταν λαμ­βά­νη με" ( Ψαλ­μ. 48,16).
Και στα δύ­ο μέ­ρη της ει­κό­νας στέ­κο­νται ό­λοι οι δί­καιοι των αιώ­νων μ΄ ε­πι­κεφα­λής τον δί­καιο Ά­βελ. Τον πρώ­το δί­καιο, τον ποι­μέ­να και τον τύ­πο της ά­δι­κης σφα­γής του αρ­χι­ποίμενος Χρι­στού. «Ε­κεί στο χο­ρό των δι­καί­ων  - σύμ­φω­να με την πε­ρι­γρα­φή του αγ. Ε­πι­φα­νί­ου, Αρ­χ/που Κύ­πρου -, βρί­σκε­ται ο Νώ­ε, ο τύ­πος Χρι­στού, ο κτί­στης της με­γά­λης Κι­βω­τού της Εκ­κλη­σί­ας…Ε­κεί, βρί­σκε­ται, ε­πίσης, ο Α­βρα­άμ, ο θύ­της και ο προ­πά­το­ρας του Χρι­στού, που προ­σέ­φε­ρε την πα­νανθρώ­πι­νη θυ­σί­α στο Θε­ό, θα­να­τώ­σας το θά­να­το… Ε­κεί έ­με­νε δε­μέ­νος ο Ι­σα­άκ… για να γί­νει τύ­πος του Χρι­στού, που, πιο πρώ­τα στον ε­πά­νω κό­σμο εί­χε δε­θεί α­πό τον Α­βρα­άμ, για να προ­σφερ­θεί ως θυ­σί­α στο Θε­ό».
Και συ­νε­χί­ζο­ντας ο άγ. Ε­πι­φά­νιος, λέ­ει: «Ε­κεί στον Ά­δη βρί­σκε­ται ο Ια­κώβ, ο Ιω­σήφ, ο Μω­υ­σής, ο Δα­νι­ήλ και ο Ιω­νάς. Ε­κεί βρί­σκε­ται και ο θε­ο­πά­το­ρας Δα­βίδ και ο Σο­λο­μώ­ντας. Ε­κεί βρί­σκε­ται και ο ί­διος ο Ιω­άν­νης, ο με­γα­λύ­τε­ρος απ΄ ό­λους τους προ­φή­τες… Έ­τσι, ό­λοι οι δί­καιοι ε­ξι­στο­ρού­νται στην ει­κό­να της κα­θό­δου του Χρι­στού στον Ά­δη… Γι΄ αυ­τό και ό­ταν εί­δαν τον Κύ­ριο οι δί­καιοι και οι προ­φή­τες, τον προ­ϋ­πά­ντη­σαν, ό­πως ο ι. Χρυ­σό­στο­μος γρά­φει: «Χαί­ροντες και α­γαλ­λό­με­νοι, υ­μνού­ντες και ευ­λο­γού­ντες… Ευ­λο­γη­μέ­νος ο ερ­χό­με­νος εν ο­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου, ω­σαν­νά εν τοις υ­ψί­στοις».
Τε­λειώ­νο­ντας την πε­ρι­γρα­φή για την ορ­θό­δο­ξη ει­κό­να της Α­να­στά­σε­ως, λέ­με πως «η εις Ά­δου κά­θο­δος του Χρι­στού» ή­ταν η έ­σχα­τη συ­γκα­τά­βα­ση του Κυ­ρί­ου για τη σω­τη­ρί­α του αν­θρώ­που. Σύμ­φω­να με το Κο­ντά­κιο της Σταυ­ρο­προ­σκυ­νήσε­ως: «Ου­κέ­τι φλο­γί­νη ρομ­φαί­α φυ­λάτ­τει την πύ­λην της Ε­δέμ, αυ­τή γαρ ε­πήλ­θε πα­ρά­δο­ξος σβέ­σις το ξύ­λον του Σταυ­ρού θα­νά­του το κέ­ντρον και ά­δου το νίκος ε­λή­λα­ται, ε­πέ­στης δε Σω­τήρ μου βο­ώ­ντας εν Ά­δη ει­σά­γε­σθαι πά­λιν εις τον Πα­ρά­δει­σον».

Και ό­πως υ­πο­γραμ­μί­α­ζει και ο α­εί­μνη­στος δά­σκα­λος Φώ­της Κό­ντο­γλου, η ει­κόνα της κα­θό­δου του Χρι­στού στον Ά­δη «εί­ναι η γνή­σια ει­κών της Α­να­στά­σε­ως, ην πα­ρέ­δω­σαν η­μίν οι πα­λαιοί α­γιο­γρά­φοι, σύμ­φω­να με την υ­μνω­δί­αν της Εκ­κλη­σί­ας μας. Εκ­φρά­ζει δε δια της ζω­γρα­φι­κής ό­σα ιε­ρά και συμ­βο­λι­κά νο­ή­ματα εκ­φρά­ζει ι­δί­α το πα­σί­γνω­στον και υ­πό πά­ντων ψαλ­λό­με­νον α­πό παί­δων έ­ως γε­ρό­ντων «Χρι­στός α­νέ­στη εκ νε­κρών…».  

Πηγή: Εφημερίδα Εκκλησιολόγος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου