Στίς 15-6-2015 στήν
αἴθουσα τοῦ Σισμανόγλειου Μεγάρου Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου στεγάζεται τό Ἑλληνικό Προξενεῖο, ἔγινε ἡ παρουσίασις
τοῦ βιβλίου «Ὁ βίος τοῦ Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου» τοῦ Ἱερομονάχου
Ἰσαάκ.
Τό βιβλίο μεταφράστηκε
στήν τουρκική γλώσσα ἀπό τήν πολίτισσα κ. Ἀναστασία Ἀρπατζή καί ἐκδόθηκε
ἀπό τό περιοδικό «ΦΑΡΟΣ» τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Τό βιβλίο παρουσίασαν
ἡ ἐκδότρια κ. Μαϋντά Σαρρή καί ἡ μεταφράστρια.
Ἀκολούθως μίλησε
ὁ Ἁγιορείτης Ἱερομόναχος π. Θεολόγος καί τέλος ἐπισφράγισε τήν
ἐκδήλωσι ὁ Παναγιώτατος Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος.
Παραθέτουμε
τίς ὁμιλίες τοῦ Πατριάρχου καί τοῦ π. Θεολόγου.
Ὁμιλία
τῆς Α. Θ. Παναγιότητος
τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου
κατὰ τὴν Παρουσίασιντῆς εἰς τὴν Τουρκικὴν
Γλῶσσαν
Μεταφράσεως τοῦ Βίου τοῦ Ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου
(Σισμανόγλειον
Μέγαρον, 15 Ἰουνίου 2015)
Ἱερώτατοι ἅγιοι
ἀδελφοί,
Ἐντιμότατε κύριε
Γενικὲ Πρόξενε,
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητὰ,
Τὸ Οἰκουμενικὸν
Πατριαρχεῖον καὶ ἡμεῖς προσωπικῶς μὲ πολλὴν χαρὰν καὶ συγκίνησιν ὑποδεχόμεθα
ἀπόψε τὴν μετάφρασιν εἰς τὴν τουρκικὴν γλῶσσαν τοῦ βίου τοῦ ἐκ Φαράσων
τῆς Καππαδοκίας καταγομένου Ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, τῆς
μεγάλης αὐτῆς συγχρόνου πνευματικῆς μορφῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ συμπάσης
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος ἀνεγράφη προσφάτως εἰς τὸ Ἁγιολόγιον
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, κατόπιν ἐπισήμου ἀποφάσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου, διερμηνεύσαντος τοιουτοτρόπως τὴν συνείδησιν τοῦ
πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας μας περὶ τῆς ἁγιότητος αὐτοῦ.
Καὶ λέγομεν μὲ
συγκίνησιν, διότι ἡ ἀποψινὴ ἐκδήλωσις διὰ τὴν ἐπίσημον κυκλοφορίαν
τῆς μεταφράσεως ταύτης πραγματοποιεῖται εἰς μίαν εὐτυχῆ συγκυρίαν:
Δηλαδή, ἀμέσως μετὰ τὴν ἐπιστροφήν μας ἀπὸ τὸ καθιερωμένον ἐτήσιον
προσκύνημά μας εἰς τὴν Καππαδοκίαν, τὸν τόπον τῆς καταγωγῆς αὐτοῦ,
καί, δεύτερον, ἀμέσως μετὰ τὴν ἑορτὴν τῆς Συνάξεως τῶν Ἀθωνιτῶν Πατέρων,
ἡ ὁποία ἑωρτάσθη μὲ ἐπισημότητα χθὲς εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, κατὰ τὴν ὁποίαν
διὰ πρώτην φορὰν ἐμνημονεύθη μεταξὺ αὐτῶν καὶ ὁ Ἅγιος Παΐσιος, ἀναγνωσθείσης
μάλιστα καὶ τῆς ἡμετέρας σχετικῆς Πατριαρχικῆς καὶ Συνοδικῆς Πράξεως
εἰς τὸν πανίερον Ναὸν τοῦ Πρωτάτου εἰς Καρυὰς Ἁγίου Ὄρους.
Ὁ Ἅγιος Παΐσιος,
φέρων τὴν διπλῆν ἰδιότητα τοῦ Ἁγιορείτου καὶ τοῦ Καππαδόκου, συνεχίζει
τὴν περίφημον ἀσκητικὴν καππαδοκικὴν παράδοσιν, ἡ ὁποία ἔχει τὴν
ἀρχήν της εἰς τὸν Μέγαν Βασίλειον καὶ ἐκτείνεται μέχρι τῶν ἡμερῶν τοῦ
περιφήμου Χατζηγεώργη καὶ τοῦ ἀναδόχου τοῦ ἁγίου, Ὁσίου Ἀρσενίου
τοῦ Καππαδόκου.
Ἔχοντες εἰς τὴν
καρδίαν μας νωπὰς τὰς μνήμας ἐκ τοῦ προσφάτου προσκυνήματός μας εἰς τὸν
τόπον καταγωγῆς τοῦ Ἁγίου, ὅλας δὲ τὰς αἰσθήσεις μας πεπληρωμένας ἐκ
τῆς πνευματικῆς εὐωδίας τῆς ἁγιοτόκου Καππαδοκίας, θέλομεν νὰ
καταστήσωμεν ὅλους ἐσᾶς κοινωνοὺς τῆς ἐνισχύσεως καὶ τῆς ἐκ Θεοῦ
παρηγορίας τὴν ὁποίαν ἐλάβομεν ἐκ τῆς ἐνοικούσης εἰς τούς «σμικροὺς
καὶ ἀπεράντους χώρους τῆς Καππαδοκίας» Θείας Χάριτος καὶ μαρτυρίας
καὶ μαρτυρίου καὶ θυσίας καὶ κενώσεως καὶ δακρύων καὶ προσευχῆς καὶ
κατατρεγμῶν καὶ συμφορῶν μέχρι τοῦ «ἐξαπορηθῆναι καὶ τοῦ ζῆν» τὰς ἐκεῖ
ὀρθοδόξους γενεάς.
Ὁ τόπος αὐτὸς μὲ
πολλὴν ἁπλότητα ἐδέχθη τὴν κλῆσιν τοῦ Θεοῦ, τὸν εὐαγγελικὸν σπόρον,
καὶ ἀκολουθῶν ὀπίσω τοῦ Κυρίου «διὰ τῆς στενῆς πύλης» (Λουκ. ιγ´ 24),
«ἐποίησε καρπὸν ἑκατονταπλασίονα» (Λουκ. η´ 8), ἄνθη εὐλαβείας, ὀνομαστοὺς
Ἁγίους, ἀλλὰ καὶ ἀνωνύμους ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ, φορεῖς τῆς ἀσκητικῆς
παραδόσεως τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁμολογητὰς καὶ ἐγκρατευτάς, πνεύματα
δικαίων τετελειωμένα, τὰ ὁποῖα, ἀναμφιβόλως, ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν
διακοπὴν τῆς ἐπὶ αἰῶνας συνεχοῦς ὀρθοδόξου παρουσίας εἰς αὐτόν,
δὲν παύουν νὰ μεσιτεύουν πρὸς Θεὸν ὑπὲρ τῶν ἀπογόνων των καὶ κληρονόμων
τῶν τιμημένων παραδόσεών των, ὑπὲρ τῶν ἐδαφῶν αὐτῶν τὰ ὁποῖα ἐπότισαν
μὲ τοὺς ἱδρῶτας τῶν μόχθων καὶ μὲ τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς των, ὄχι σπανίως
δὲ καὶ μὲ τὸ μαρτύριον ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς εἰς Αὐτὸν Πίστεως.
Δοξάζοντες τὸν
Θεὸν διὰ τὴν εὐλογίαν νὰ ἔχωμεν εἰς τὴν κληρουχίαν μας τὸν εὐλογημένον
αὐτὸν τόπον, τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μας ἀναθέτομεν εἰς τὴν ἀγάπην Του καὶ
εἰς τὴν μεσιτείαν τῶν Ἁγίων τῆς Καππαδοκίας: Ἰωάννου τοῦ Ρώσσου, Γεωργίου
τοῦ Νεαπολίτου, Νεομάρτυρος Θεοχάρους τοῦ Νεαπολίτου, Ἀρσενίου
καὶ Παϊσίου, τοῦ Ἁγιορείτου. Ἀκόμη, οἱ Μεγάλοι Καππαδόκαι Πατέρες
Βασίλειος ὁ Μέγας, Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καὶ Γρηγόριος ὁ Νύσσης, ἡ
Ὁσία Μακρίνα καὶ ἄλλοι, τῶν ὁποίων τὰ ὀνόματα Κύριος οἶδε, δὲν σταματοῦν
νὰ εὑρίσκωνται καὶ νὰ σκέπουν τοὺς χώρους εἰς τοὺς ὁποίους ἐγεννήθησαν,
νὰ ἐνισχύουν τὴν ἐλπίδα μας, ὅτι «νῦν καὶ ἀεί» θὰ συνεχίζεται ἡ ἀένναος
μαρτυρία, διὰ ὁρατῶν καὶ ἀοράτων, δι᾿ ἀγγέλων καὶ δι᾿ ἀνθρώπων, καὶ ἡ
τέλεσις τῆς Θείας Λειτουργίας εἰς τοὺς φυσικοὺς χώρους, ὅπου ἡγίασαν
ἐκεῖνοι καὶ ἡγίασαν καὶ τοὺς χώρους, τῆς Ἁγίας Καππαδοκίας, θὰ ἐλέγομεν.
Μὲ συγκίνησιν
μαρτυροῦμεν εἰς τὴν ἀγάπην σας ὅτι ὁ Ἅγιος Παΐσιος, καίτοι Καππαδόκης,
ἀνήκει εἰς ὁλόκληρον τὴν οἰκουμένην, ὡς ἄλλωστε μαρτυροῦν ἡ μετάφρασις
τοῦ βίου καὶ τῆς διδασκαλίας του εἰς πολλὰς γλώσσας, καὶ τώρα καὶ εἰς τὴν
τουρκικήν, ἀλλὰ καὶ ἡ τιμὴ πρὸς τὴν μορφὴν αὐτοῦ οὐ μόνον ἐκ μέρους τῶν
Ἑλλήνων Ὀρθοδόξων ἀλλὰ καὶ ὑπὸ τῶν πιστῶν καὶ ἄλλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν,
αἱ ὁποῖαι ἔσπευσαν νὰ προβάλουν τὴν προσωπικότητα αὐτοῦ, εὐθὺς ἀμέσως
μετὰ τὸ ἄκουσμα τῆς ἀναγραφῆς αὐτοῦ εἰς τὸ ἁγιολόγιον τῆς Ἐκκλησίας
μας.
Ἐν κατακλεῖδι,
ἐπιθυμοῦμεν νὰ μοιρασθῶμεν μαζί σας καὶ μίαν ἀκόμη σκέψιν: οἱ Καππαδόκαι
εἶχον μίαν μακρὰν παράδοσιν τουρκοφώνου χριστιανικῆς γραμματείας,
τὰ γνωστά «καραμανλίδικα», ἡ ὁποία ἦτο κατὰ βάσιν χριστιανική. Πιστεύομεν,
λοιπόν, ὅτι ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ παρεκίνησεν ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἀγαποῦν
τὸν ἅγιον, νὰ μεταφράσουν τὸν θαυμαστὸν βίον του εἰς τὴν τουρκικὴν γλῶσσαν,
ὥστε οὗτος νὰ γίνῃ κτῆμα καὶ τῶν τουρκοφώνων ἀναγνωστῶν. Αἰσθανόμεθα
ὅτι μὲ αὐτὴν τὴν μετάφρασιν συνεχίζεται, τρόπον τινά, ἡ εὐλαβικὴ
παράδοσις τῆς καραμανλίδικης γραμματείας, ἔστω καὶ ἐὰν εἶναι εἰς
τὴν καθομιλουμένην σύγχρονον τουρκικὴν γλῶσσαν, ἐνῷ τὰ καραμανλίδικα,
ὡς γνωστόν, παρεκκλίνουν πως ἐξ αὐτῆς, παρουσιάζοντα διαλεκτικὰς
διαφορὰς καὶ εἶναι γραμμένα μὲ ἑλληνικοὺς χαρακτῆρας.
Ἔχομεν μάλιστα
βεβαίαν τὴν πεποίθησιν ὅτι ἡ παροῦσα ἔκδοσις τοῦ βίου τοῦ Ἁγίου Παϊσίου,
ὁ ὁποῖος ἔχει συνταχθῆ ὑπὸ δύο ἀνθρώπων οἵτινες ἔζησαν ἀπὸ πολὺ
κοντὰ τὸν ἅγιον καὶ ὑπῆρξαν πνευματικὰ τέκνα καὶ συνασκηταὶ αὐτοῦ,
ὑπὸ τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Ἰσαὰκ ἐκ Λιβάνου, καὶ τοῦ ὑποτακτικοῦ
αὐτοῦ Εὐθυμίου ἱερομονάχου, Γέροντος τῆς Ἱερᾶς Καλύβης Ἀναστάσεως
τοῦ Κυρίου ἐν Ἁγίῳ Ὄρει, θὰ βοηθήσῃ πολλοὺς συνανθρώπους μας νὰ γνωρίσουν
τὸ πνευματικὸν μεγαλεῖον τοῦ ἁγίου, νὰ θαυμάσουν τὰ κατορθώματα
καὶ τὴν ἀγάπην του διὰ τὸν Θεόν, νὰ τὸν ἐπικαλεσθοῦν καὶ νὰ ζητήσουν τὴν
βοήθειαν καὶ τὴν χάριν του.
Εὐλογοῦντες τὴν
ἔκδοσιν ταύτην συγχαίρομεν τοὺς συντελεστὰς αὐτῆς, ὡς καὶ τὸν ἐκδοτικὸν
οἶκον τὸν ἀναλαβόντα τὴν κυκλοφόρησιν αὐτοῦ, καὶ εὐχαριστοῦμεν διὰ
τὸν φιλάγιον κόπον εἰς τὸν ὁποῖον ὑπεβλήθησαν, εὐχόμενοι πλουσιόκαρπον
τὸν ἀμητὸν αὐτῆς καὶ τὴν σκέπην τῶν εὐχῶν τοῦ Ἁγίου Παϊσίου, τοῦ Καππαδόκου
καὶ Ἁγιορείτου. Ἀμήν.
Ὁμιλία π. Θεολόγου
Παναγιώτατε
πάτερ καί Δέσποτα, Σεβασμιώτατοι, ἀξιότιμε κ. Γενικέ Πρόξενε τῆς Ἑλλάδος,
σεβαστοί πατέρες, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Ἀναξίως, ἀλλά
κάνοντας ὑπακοή, ἦλθα νά δώσω μιά προσωπική μαρτυρία γιά ἕναν θαυμαστόν
Ἅγιο πού ἡ Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔβαλε στήν ζωή μου, πού δέν ἀξιώθηκα νά τόν
μιμηθῶ, ἀλλά προσπαθῶ νά ζῶ μέ τήν εὐχή του.
Μέσα στήν χαρά
τῆς σημερινῆς παρουσίασις ἐπιτρέψτε
μου νά σᾶς ἀναπτύξω μερικές ἐμπειρίες πού βίωσα καί δέν εἶναι καταγεγραμμένες
στόν τόμο πού ἐκδίδεται σήμερα.
Ἡ μικρή μαρτυρία
πού σᾶς καταθέτω ἀρχίζει ἀπό τό 1972 πού σάν φοιτητής, στήν δεύτερη ἐπίσκεψί
μου στό Ἅγιον Ὅρος, γνώρισα ἕναν Ἄνθρωπο, ὅπως ὁ Θεός θέλει τόν Ἄνθρωπο,
Εἰκόνα Του ζωντανή μπροστά μου, τόν
Ἅγιο Παῒσιο. Κάθε φορά πού συναντοῦσα
τόν Γέροντα εἶχα τήν συναίσθησι ὅτι
μοῦ μιλοῦσε ὁ Θεός. Ὁ ἴδιος ἐξαφανιζόταν μέσα στήν Ἀγάπη,
στήν Ταπείνωσι, στήν Πραότητα, στήν Διάκρισι. Δέν στεκόταν μπροστά
μου σάν μία προσωπικότητα, ἀλλά ἦταν διάφανος ὥστε μέσω αὐτοῦ νά
βλέπω καί νά ἀκούω τόν Θεό, διότι «ζοῦσε οὐκέτι αὐτός, ἀλλά ζοῦσε ἐν
αὐτῷ ὁ Χριστός».
Σέ μία ἀπό τίς
πρῶτες συναντήσεις μας, στό Κελλί τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, μοῦ ἐξηγοῦσε
πώς τά ἄγρια ζῶα δέν φοβοῦνται, ἀλλά σέβονται καί ἀναγνωρίζουν τόν ἄνθρωπο
πού ἔχει Χάριν Θεοῦ, ἐνῶ τά ἥμερα ζῶα παίρνουν τίς συνήθειες καί τόν χαρακτῆρα
τοῦ κυρίου τους. Μεταξύ ἄλλων μου ἔλεγε ὅτι τόν πλησιάζουν τά λαγουδάκια
καί τά ἀγριογούρουνα καί τά σταυρώνει στό μέτωπο καί δέν τά πιάνουν
τά βόλια τῶν κυνηγῶν. Μιά ἡμέρα τόν ἀκολουθοῦσα σέ ἕνα μονοπάτι
στήν Καψάλα κοντά στό Κελλί του. Βάδιζε σάν κουρασμένος πατώντας μιά
δεξιά καί μιά ἀριστερά στό μονοπάτι. «Γέροντα σᾶς πονοῦν τά πόδια
σας;» τόν ἐρώτησα. «Δέν βλέπεις εὐλογημένε» μοῦ ἀπάντησε «τά μυρμήγκια
πού προχωροῦν στήν μέση τοῦ μονοπατιοῦ;».
Μοῦ εἶχε συστήσει,
τότε, νά διαβάσω τούς ἀσκητικούς λόγους τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ. Δέν εἶχα ὅμως
χρόνο, γιατί σπούδαζα στό Πολυτεχνεῖο. Πῆρα ἀργότερα τό βιβλίο μαζί
μου στό Παρίσι, ὅπου ἔκανα μεταπτυχιακά.
Ἐκεῖ, σέ μία ἥσυχη σοφίτα, βλέποντας τά καμπαναριά τῆς Παναγίας τό
1977, ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ μέ βοήθησε νά ἀποφασίσω νά ζήσω σάν Μοναχός
κοντά στόν Γέροντα. Ὅταν ἐπέστρεψα στήν Ἑλλάδα ἐκεῖνος μέ προέτρεψε
νά ὑπηρετήσω πρῶτα τήν στρατιωτική μου θητεία καί μετά νά πάω στό Ἅγιον
Ὄρος.
Ὅσο ὑπηρετοῦσα στόν στρατό μέ παρηγοροῦσε μέ τήν
προσευχή του καί τίς ἐμπειρίες του πού μοῦ διηγεῖτο. Πολλάκις
ἔχουν γραφεῖ τά θαύματα πού ἔζησε, ἡ αὐτοθυσία, ὁ τρόπος καί τό φιλότιμο
μέ τό ὁποῖο ὑπηρέτησε. Στήν διάρκεια τῶν μαχῶν, μέσα στόν ἐμφύλιο,
μοῦ εἶπε ὅτι τόν ἔστειλαν κάποτε σέ ἕνα κοντινό χωριό νά ἀγοράση
τρόφιμα γιά τήν διμοιρία του. Ἀφοῦ ψώνισε τράβηξε γιά τό βουνό. Τότε βγῆκε ἡ γυναίκα πού εἶχε τό μπακάλικο καί τοῦ φώναξε ἀπό μακρυά: «Στρατιώτη γύρνα πίσω, ξέχασες τό ὅπλο σου». Τό ἀληθινό ὅπλο τοῦ Γέροντα ἦταν ὁ
στρατιωτικός καί ὁ πνευματικός ἀσύρματος μέ τόν ὁποῖον ἔσωζε σώματα
καί ψυχές.
Εἶχε προείδει
τήν ἀναχώρησί του ἀπό τό Κελλί τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καί ἔτσι μετά τήν ἀπολυσί
μου ἀπό τόν στρατό κατευθύνθηκα κοντά του
καί ὄχι στήν μονή Σταυρονικήτα, ὅπως σκεπτόμουν. Καθώς ὁ ἴδιος
δέν κρατοῦσε στό Κελλί του μοναχούς μέ ὁδήγησε στό Κουτλουμούσι. Γνωρίζοντας
τήν διάθεσί μου γιά τήν Ἱεραποστολή (τήν ὁποία μοῦ εἶχε ἐμπνεύσει ὁ πνευματικός μου π. Χαρίτων Πνευματικάκις, ὁ ὁποῖος ἀνεχώρησε
στό Congo, ὀργάνωσε τήν ἱεραποστολική Ἐκκλησία στήν Kananga καί ἐκοιμήθη
ἐκεῖ μετά 25 Χρόνια) μοῦ ζήτησε νά
εἶναι αὐτό τό πρῶτο θέμα πού θά ἀναφέρω
στόν Ἡγούμενο τῆς Μονῆς. Ὁ ἴδιος
ὁ Γέροντας, τό 1993, μέ προέτρεψε
νά πάω στήν Ἀλβανία, ὅταν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀναστάσιος μέ κάλεσε ἐκεῖ. Ἐνδιαφερόταν
πολύ γιά τήν ἁπανταχοῦ Ἐκκλησία λέγοντάς μου, κάποτε, ὅτι τό σημαντικώτερο
εἶναι νά ὀργανωθοῦν ἱεραποστολές στήν
Κίνα.
Σάν νέο ἀρχιτέκτονα μέ συνεβούλεβε πολλάκις γιά ἁπλά ἀλλά βασικά θέματα ὅπως π.χ. γιά τά
παρεκκλήσια πού διαμορφώνονται μέσα σέ κτήρια: ὅτι
δέν πρέπει νά ἔχουν ἀπό πάνω ἤ
ἀπό κάτω κατοικίες καί ὑπνοδωμάτια. Τίς Εἰκόνες νά
μήν τίς τοποθετοῦμε σέ τοίχους ὅπου ὑπάρχει ὄπισθεν
ἀποχωρητήριο. Τά λήματα
ἀπό τήν λάντζα
τῆς κουζίνας νά μήν καταλήγουν
στόν βόθρο ἤ στήν κεντρική ἀποχέτευσι, ἀλλά νά ἔχουν δική τους ἔξοδο
καί κατάληξι ἀφοῦ τό φαγητό, ἀλλά
καί τά περισσεύματα εὐλογοῦνται.
Μίαν ἡμέρα
πού τόν ἐπισκέφθηκά μου ἄνοιξε τήν πόρτα ἀκολουθούμενος ἀπό ἕναν νέο
ἄνδρα γύρω στά 30. Ἀφοῦ τόν ἀποχαιρέτησε καί ἐκεῖνος ἔφυγε χαρούμενος, γύρισε
μετά πρός ἐμένα λέγοντας: «Πῶ! Πῶ! τί δύναμι ἔχει ἡ Παναγία μας, καί
δαιμόνια βγάζει!». Θαύμαζε τό θαῦμα πού ὁ ἴδιος εἶχε ὑπουργήσει ἐπικαλούμενος
τήν Παναγία μας. (Συνήθως σταύρωνε τούς ἀρρώστους μέ τά λείψανα τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου, πού εἶχε στόν Ναό
καί μέ τήν προσευχή του ἐνεργοῦσε σέ αὐτούς ὁ Κύριος). Ἀμέσως
μετά, συναισθανόμενος τί μοῦ εἶχε ἀναφέρει, ζήτησε νά
μήν κάνω λόγο
σέ κανέναν.
Εἶχε πολλές ὡραῖες
διηγήσεις ἀπό τήν διαμονή του στό Σινά. Ἐκεῖ, στά κτήματα τῆς Μονῆς, μάζευαν καί κλάδευαν συγχρόνως τίς ἐλιές. Ὁ Γέροντας, ἔχοντας τήν εὐθύνη τῆς ἐργασίας,
ἔδωσε ὅλα τα κλαδιά στούς Βεδουῒνους
πού βοηθοῦσαν. (Τά βράδυα, λόγω ὑψομέτρου κάνει πολύ κρύο καί συνήθως
δέν ἔχουν τίποτες ἄλλο νά κάψουν γιά νά ζεσταθοῦν παρά μόνον τίς κοπριές
ἀπό τίς καμῆλες). Ἐκεῖνοι τότε, ἐντυπωσιασμένοι
ἀπό τήν πράξι του, τοῦ εἶπαν: «Εἶσαι καλός
ἄνθρωπος, θά βρέξη!». «Πράγματι ἐκεῖνο τό βράδυ ἔβρεξε!»,
μοῦ εἶπε. Ἡ βροχή εἶναι ἡ μεγαλύτερη εὐλογία στήν
ἔρημο τοῦ Σινᾶ.
Ὁ Γέροντας ἀνέφερε ὅτι κάθε ἐποχή ἔχει
τούς ἁγίους της, πού μέ τήν προσευχή
τούς κρατοῦν τόν κόσμο νά μήν τόν καταστρέψη
ὁ διάβολος. Ἡ προσευχή, ἔλεγε ἐπίσης, ἑνός ἁγίου μπορεῖ νά ἀλλάξη
τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ.
Τόν Ἰανουάριο
τοῦ 1982, ὅταν χειροτονήθηκα, μοῦ
εἶπε: «Δέν θά ὁδηγήσης
ξανά». (Μερικές φορές ἐξυπηρετοῦσα καί
τό Μοναστήρι σάν ὁδηγός). Μετά
τέσσερεις μῆνες ἔγινε ἕνα θανατηφόρο δυστύχημα, μέ
τό αὐτοκίνητό τῆς Μονῆς, ἐντός Ἁγίου Ὅρους. Ἕνας ἡλικιωμένος ἱερομόναχος
ἔφυγε μέ δραματικό τρόπο, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι συνεπιβάτες δέν πάθαμε
τό παραμικρό. Θά ἤμουν ἐγώ ὁ ὁδηγός τοῦ αὐτοκινήτου, ἐάν ὁ Γέροντας
δέν εἶχε προφυλάξει καί τήν ζωή καί τήν ἱερωσύνη μου. Μετά ἀπό αὐτό ἤμουν
σέ ἄσχημη ψυχική κατάστασι. Ἐκεῖνος ἀνάμεσα στά ἄλλα πού μοῦ εἶπε γιά νά διορθώση τόν «λογισμό» μου καί νά
μέ παρηγορήσει, μαθαίνοντας ὅτι στό αὐτοκίνητο ἀντί γιά ὑγρά φρένων εἶχαν βάλει σπορέλαιο,
γέλασε λέγοντας: «Ἅ! Ἀπό αὐτό πού φτιάχνουν νηστήσιμες τηγανιτές
πατάτες!».
Πολλές φορές μέ
ἕνα ἀστεῖο παρηγοροῦσε, ἤ ἔκανε κάποια παρατήρησι, ἤ ἄλλαζε μιά βαρειά ἀτμόσφαιρα. Τό χιοῦμορ τοῦ ἦταν λεπτό καί διακριτικό. Ὁ ἱερομόναχος Ἀρσένιος (πού μένει τώρα στήν Παναγούδα)
καί ἐγώ συμμετεῖχαμε καί ψέλναμε σέ μιά Ἐξόδιο ἀκολουθία παρουσία
τοῦ Γέροντα στήν Σκήτη τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος. Μετά, ὅταν μᾶς βρῆκε, μᾶς ἔλεγε: «Παραλίγο νά τόν ἀναστήσετε
τόν μακαρίτη μέ τό ψάλσιμό σας ἐσεῖς!»
Τό 1982, νέος
στήν ἱερωσύνη, σέ μιά ἐπίσκεψί μου στόν
Γέροντα αὐθόρμητα τοῦ εἶπα: «Εἶμαι τόσο καιρό Μοναχός καί ἕνα θαῦμα
δέν εἶδα». Ὁ Γέροντας μέ ἐπέπληξε ἀμέσως:
«Ἐσύ ἱερέας τό λές αὐτό; Κάθε ἡμέρα λειτουργεῖς καί βλέπεις μπροστά
σου τόν Ἄρτο καί
τόν Οἶνο νά γίνονται Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ!
Τί μεγαλύτερο θαῦμα θέλεις;» Ἐγώ ντράπηκα.
Ὡς ἀρχοντάρης
(ὑπεύθυνος τοῦ ξενώνα) στό Μοναστήρι,
πολλές φορές συνόδευα ἀλλοδαπούς καί μή στήν Παναγούδα γιά νά διευκολύνω
τήν συνεννόησι ἀλλά καί νά ὠφεληθῶ ὁ ἴδιος. Ἕνα ἀπόγευμα ὡδήγησα στόν Γέροντα ἕνα
νεαρό γάλλο μέ σοβαρά προβλήματα. Μετά ἀπό σύντομη συζήτησι μοῦ
εἶπε ὁ Γέροντας ὅτι θά τόν κρατοῦσε τό βράδυ γιά νά τόν βοηθήση περισσότερο.
Τό ἄλλο πρωῒ ἐπέστρεψε ὁ γάλλος χαρούμενος ἔχοντας πάρει ἀπάντησι
ἀπό τόν Γέροντα, σέ ὅτι τόν βασάνιζε. Ἐνῶ δέν μιλοῦσε οὔτε λέξη γαλλικά
ἐντούτοις εἶχαν θαυμαστή ἐπικοινωνία.
Ἦταν χειμώνας
καί μέ νουθετοῦσε στό χειμερινό ἀρχονταρίκι, ἐκεῖ ὅπου ἄναβε γιά ὅλους
κεράκια κατά τήν ἀγρυπνία του, στήν
ζεστασιά τῆς κτιστῆς ξυλόσομπας. Οἱ γωνιές καί τά παράθυρα εἶχαν ἱστούς
ἀράχνης. Τά παρατηροῦσα μέ τήν διάθεσι νά τά καθαρίσω. « Αὐτά τά ἀφήνω
γιά διακόσμησι» μέ πρόλαβε. Ἄκουγα γιά ἀρκετή ὥρα
τό κουδουνάκι πού κτυποῦσε κάποιος στήν κάτω πόρτα. Ὁ
Γέροντας συνέχιζε νά μοῦ μιλᾶ. «Κάποιος ἔχει ὥρα πού
κτυπάει» τοῦ εἶπα.
«Δέν ἔχει κανένα πρόβλημα αὐτός, ἦλθε μόνο
γιά...» μοῦ ἀπάντησε. «Μά Γέροντα πῶς γνωρίζετε τόν κάθε ἕνα μέ τό ὀνομά του καί τά προβληματά του χωρίς νά τόν ἔχετε ξαναδῆ;» συνέχισα.
«Ἡ Παναγία μοῦ ἔδωσε αὐτό τό χάρισμα, τότε πού μου ἀνέθεσε καί τό διακόνημα
νά βοηθάω ὅποιον ἔρχεται μέχρις ἐδῶ.»
Ἄλλοτε τοῦ ἐξέφρασα
τήν ἀπορία μου πῶς γίνονται ἰάσεις καί θαυματουργές ἐπεμβάσεις
στόν κόσμο καί ἔρχονται μετά νά τόν
εὐχαριστήσουν ἄνθρωποι πού δέν τόν ἔχουν ξαναδεῖ. «Εὐλογημένε,
ὁ Θεός ἐπεμβαίνει, ἁπλά συμβαίνουν τήν ὥρα πού προσεύχομαι καί ἀνάβω
κεράκια γιά τά ἀπροστάτευτα παιδιά , γιά
ὅσους κινδυνεύουν στήν ἄσφαλτο
ἤ στά νοσοκομεῖα...».Ὁ Γέροντας ὁμαδοποιοῦσε τούς πονεμένους
καί αὐτούς πού εἶχαν ἀνάγκη καί ἀγρυπνοῦσε κάθε
βράδυ προσευχόμενος. Πολύ
συμπονοῦσε τίς ψυχές τῶν βρεφῶν τῶν ἐκτρώσεων καί μοῦ ζήτησε νά τίς
μνημονεύω ἰδιαίτερα μετά ἀπό ἕνα
φρικτό ὅραμα πού εἶδε καί μοῦ διηγήθηκε.
Μοῦ ἔλεγε ἀκόμη:
«Νά προσεύχεσαι μέ πόνο γιά τά προβλήματα
τῶν ἄλλων καί ἡ προσευχή σου νά συνοδεύεται
ἀπό σωματικό κόπο. Μνημονεύοντας
τά ὀνόματα στήν προσκομιδή
νά φέρνης στόν νοῦ σου τό πρόσωπο τοῦ κάθε ἕνος. Στίς ἀκολουθίες νά ἀποφεύγης νά κάθεσαι
καί νά παραμένεις πάντοτε ὄρθιος
σέ ὅλη τήν Θεία
Λειτουργία».
Κάποτέ μου ἀνέφερε:
«Προσπαθῶ ὅταν ἔχω κόσμο νά μήν σκέπτομαι τόν Χριστό, γιατί τότε μέ τρελαίνει ἡ Ἀγάπη Του καί
νοιώθω τέτοια χαρά πού πηδάω καί χορεύω καί ἄν μέ δεῖ κανείς
θά σκανδαλισθῆ».
Ἔδειχνε
τήν πατρικήν στοργή
καί ἀγάπη του, μέ ἕναν ἀποχαιρετιστήριο ἀσπασμό ψηλά στό μέτωπο.
Ἡ ψυχή του μάτωνε, ὅταν ἀδικεῖτο κάποιος ἅγιος. Ἔνοιωθε πόνο
πού δέν τιμοῦμε τόν Ἀπόστολο
Ἰούδα, πού γιορτάζει τήν ἴδια
ἡμέρα μέ τόν Ἅγιό του, τόν μέγα
Παῒσιο (19 Ἰουνίου).
Στόν ἐπίλογο τοῦ βίου τοῦ ἀδικημένου Χατζηγιώργη (πού ἀσκήτευσε στήν Κερασιά τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ὅπου καί ἐγώ
διαμένω) ἑρμηνεύει μέ
τόν Πνευματικό νόμο τήν μεγάλη
ἀδικία πού ὑπέστη ἐκεῖνος καί ἡ ὁποία ἔγινε αἰτία νά τόν ἀγαπήση τόσο
πολύ ὁ Γέροντας.
Αὐτά ἔκρινα
φρόνιμο νά ἀναφέρω σήμερα στήν Ἀγάπη
σας.
Ἡ ἁγιότοκος γῆ τῆς Καππαδοκίας ἀγάλλεται γιά τόν Ἅγιό
μας. Ἅς
ἔχουν λοιπόν καί οἱ πατριῶτες
του τήν εὐλογία νά διαβάσουν στήν
γλώσσα τους τόν
βίο του καί κατόπιν νά τόν μιμηθοῦν ὥστε νά εἶναι
μαζί του καί στήν ἄνω πατρίδα. Καί αὐτοί
καί ἐμεῖς ἅς ἔχουμε τήν Εὐχή
του. Ἀμήν.
Από την φωτογραφία διέκρινα ότι ο π. Θεολόγος ο Αγιορείτης είναι ο π. Θεολόγος Χρυσανθακόπουλος. Ουσιαστικά τα όσα είπε αφού αποτελούν προσωπική εμπειρία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυγχαρητήρια κ. Κωστόπουλε για την δημοσίευση της ομιλίας του π. Θεολόγου στην εκδήλωση αυτή που είναι μεταφορά προσωπικών βιωμάτων. Με την ευκαιρία να καταγράψω πως με χαροποιεί ότι τον π. Θεολόγο τον αξιοποιεί το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Στους χρήσιμους ανθρώπους όταν τους κλείνουν μια πόρτα ο Τρισάγιος Θεός ανοίγει άλλες μεγαλύτερες και καλύτερες.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ αξιόλογη και διδακτική η κατάθεση - εμπειρία ζωής του π. Θεολόγου με τον Αγιορείτη - Άγιο Παϊσιο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτη στρατευόμενη Εκκλησία μας, κανένας μας, δεν περισσεύει, και ιδιαίτερα , όταν πρόκειται για πεπειραμένο φιλόθεο- φιλομόναχο Αρχιμανδρίτη απο το μέτωπο της Ιεραποστολής.
Χαρά και Τιμή στους Στρατηγούς που τους επιλέγουν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑξίζουν συγχαρητήρια και ο δίκαιος έπαινος μας, προς όλους τους συντελεστές αυτής της εκδήλωσης.
Ιδιαίτερα οφείλουμε να επισημάνουμε τις θεοφιλείς ενέργειες του Παναγιώτατου Οικουμενικού μας Πατριάρχη κ.κ Βαρθολομαίου σχετικά με την αγιοκατάταξη του Αγιορείτη π. Παϊσίου ,όπως αυτές αναφέρονται με
την εμπνευσμένη αυτή ομιλία του ,στη παρουσίαση στη τουρκική γλώσσα του βιβλίου ΄΄ Ο Βίος του γέροντα Παϊσίου του Αγιορείτου ΄΄
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ σοφή και εμπεριστατωμένη ομιλία του Οικ. Πατριάρχου και η όλη εκδήλωση για τον Αγ. Παϊσιο χαροποιεί τους πιστούς.
Είθε από το Φανάρι να έχωμε πάντοτε τέτοια αισιόδοξα και ελπιδοφόρα γεγονότα.
Παρουσίαση με πνευματικό περιεχόμενο χωρίς περιττά και φανφάρες.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑνώνυμε 8.24 πμ
ΑπάντησηΔιαγραφήΕύστοχα γράφεις ''... Με την ευκαιρία να καταγράψω πως με χαροποιεί ότι τον π. Θεολόγο τον αξιοποιεί το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Στους χρήσιμους ανθρώπους όταν τους κλείνουν μια πόρτα ο Τρισάγιος Θεός ανοίγει άλλες μεγαλύτερες και καλύτερες.''
Ανώνυμε 3.26 μμ
Γράφεις ''...Στη στρατευόμενη Εκκλησία μας, κανένας μας, δεν περισσεύει, και ιδιαίτερα , όταν πρόκειται για πεπειραμένο φιλόθεο- φιλομόναχο Αρχιμανδρίτη απο το μέτωπο της Ιεραποστολής.
Χαρά και Τιμή στους Στρατηγούς που τους επιλέγουν..''
Ειλικρινά ΔΙΕΡΩΤΩΜΑΙ ανθρωπίνως, :
α) οι άλλοι ''Στρατηγοί '' που απορρίπτουν - εκδιώκουν αξιόμαχους ''Αξιωματικούς '' δεν κρίνονται και δεν ευθύνονται για την ό,ποια ενδεχομένως ήττα τους στο μέτωπο της Ιεραποστολής ;
β)δεν είναι δυνατή ,η αναθεώρηση ,της αρχικής τους επιλογής ,και η εκ νέου επιστράτευση κάθε αξιόμαχου Αξιωματικού ;
γ)Η Εκκλησία μας δεν είναι Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ,όπου οποιοδήποτε πρόβλημα αντιμετωπίζεται και επιλύεται ;;;
Φίλτατε και οι στρατηγοί είναι άνθρωποι που δεν μπορούν να υπερβούν το εγώ τους και να αναθεωρήσουν τις παγκοίνως εσφαλμένες ενέργειές τους. Ο π. Θεολόγος ως καλός σπορέας ας γυρίσει σελίδα στους αγρούς τους νέους που έχουν ανάγκες για σπορά. Το χθες πέρασε το αύριο προσμένει.
ΑπάντησηΔιαγραφήσημαντικά τα όσα είπε ο π. Θεολόγος από την προσωπική του αναστροφή με τον Άγιο Παΐσιο.
ΑπάντησηΔιαγραφή