Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ ο Α΄
( 25 ΜΑΡΤΙΟΥ 1886 - 7 ΙΟΥΛΙΟΥ 1972 )
«Είναι δύσκολο ένα βιβλίο
για την Πόλι... θα προχωρής σε καλντερίµια, θα σταµατήσης σε πόρτες
χορτασµένες... θα φέρης γύρα την Πόλη, µε τα πόδια και µε τη σκέψι, θα την
σφίγγης στην αγκαλιά σου και θα την φιλής σαν τα νερά που καταφιλούν τις
ακρογιαλιές της, ώσπου ν' αρχίσης ν'
ακούς φωνές µυστικές. Αλλά και
πάλι δεν θα
'χης γυρίσει ούτε
την πρώτη σελίδα»
Οικ.
Πατριάρχης Αθηναγόρας
Τα χρόνια
πριν την άφιξη του στο Φανάρι
Η οικογένεια του γιατρού Ματθαίου Σπύρου και της Ελένης Σπύρου το γένος Βασιλείου Μοκόρου είχε τρία παιδιά τον Αριστοκλή, το Γιώργο και την Αγαθή, που γεννήθηκαν µεταξύ των ετών 1886 και 1889 στο χωριό Τσαραπλανά της Επαρχίας Πωγωνίου της Ηπείρου, που από το 1928 µετονοµάσθηκε σε Βασιλικό.
Ο Αριστοκλής
γεννήθηκε την 25η
Μαρτίου του 1886. Το
Σεπτέµβριο του 1899
η µητέρα αρρωσταίνει, πιθανότατα
από τύφο και
πεθαίνει τον Οκτώβριο του
1899 σε ηλικία
µόλις 37 χρόνων. Τη φροντίδα
της ανάπτυξης του
µικρού Αριστοκλή ανέλαβε τότε
η γιαγιά του
Ειρήνη Μοκόρου στην Κόνιτσα.
Ο µικρός
Αριστοκλής έχοντας κλίση
στα γράµµατα, οδηγήθηκε από
την Πρόνοια του
Θεού και µε
την προτροπή του
τότε Μεγάλου Πρωτοσυγκέλλου Αθηναγόρου Ελευθερίου, του µετέπειτα Μητροπολίτη Παραµυθίας,
Φιλιατών και Γηροµερίου, το 1903, στο οικουµενικό διδακτήριο της
Ορθοδοξίας, στην Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Εκεί εγγράφεται
αρχικώς στο γυµνασιακό τµήµα της και από το 1907 φοιτά στη Θεολογική Σχολή. Το
1908 φεύγει από τη ζωή ο πατέρας του.
Ο Αριστοκλής Σπύρου,
ενώ φοιτά στην
Ιερά Θεολογική Σχολή
της Χάλκης, κείρεται µοναχός και
το Μάρτιο του
1910 χειροτονείται Διάκονος από
τον Μητροπολίτη Ελασσώνος Πολύκαρπο και λαµβάνει το όνοµα
Αθηναγόρας, µε το οποίο πλέον εισέρχεται στην Ιστορία.
Τον Ιούλιο του
ίδιου χρόνου αποφοιτά
από τη Σχολή
και παίρνει το δρόµο για τη
Μητρόπολη Πελαγωνείας, που είχε έδρα το Μοναστήρι, δηλαδή τη πόλη Bitolj του
σηµερινού Κράτους των Σκοπίων.
Το Σεπτέµβριο του
1918, και αφού
η Μητρόπολη Πελαγωνείας
παύει να ανήκει
στον Οικουµενικό Θρόνο και περιέρχεται στη δικαιοδοσία της Σερβικής
Εκκλησίας, ο Αρχιδιάκονος Αθηναγόρας µαζί µε το Μητροπολίτη Πελαγωνείας
Χρυσόστοµο Καβουρίδη οδηγήθηκαν στη Θεσσαλονίκη, απ’ όπου έφυγαν και πήγαν στο
Άγιον Όρος. Εκεί εγκαταστάθηκαν στο
ιστορικό Κάθισµα - Κελλί του Αγίου
Ευσταθίου Μυλοποτάµου της Μεγίστης Λαύρας, που αποτέλεσε στο παρελθόν
και το αναχωρητήριο
του µεγάλου Πατριάρχου
Ιωακείµ του Γ΄.
Κατόπιν διορίζεται Γραµµατέας της Μητρόπολης Αθηνών, τον Μάρτιο
1919.
Μετά την Μικρασιατική καταστροφή του 1922, όπου τις τύχες του Έθνους
ανέλαβε η Επανάσταση του Πλαστήρα, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος,
και µετά τον θάνατο του Μητροπολίτη Κερκύρας και Παξών Σεβαστιανού Νικοκάβουρα,
σε συνεδρίασή της, στις 16 Δεκεµβρίου του 1922, εκτιµώσα τα προσόντα, τη δράση
και την προσωπικότητα του Διακόνου Αθηναγόρα Σπύρου εξέλεξε αυτόν, σε ηλικία 36
ετών, ως Μητροπολίτη Κερκύρας και Παξών.
Μετά την εκλο γή του σε Μητροπολίτη, χειροτονείται ιερέας και στις 22
Δεκεµβρίου του1922 Επίσκοπος, στον
Καθεδρικό Ναό των
Αθηνών, από τους
Μητροπολίτες Δηµητριάδος Γερµανό,
Σύρου Αθανάσιο και Κορινθίας Δαµασκηνό.
Το 1930 η Αρχιεπισκοπή Αµερικής υφίσταται ένα σοβαρό πρόβληµα. Το Οικουµενικό Πατριαρχείο αναζητεί τον
κατάλληλο ποιµενάρχη για
να αναλάβει τις
ευθύνες της επιλύσεώς του. Υπολογίζοντας στα
εξαιρετικά προσόντα του
Μητροπολίτη Κερκύρας και
Παξών Αθηναγόρα, ζητάει τη
συγκατάθεση της Εκκλησίας
της Ελλάδος, για
να τον εκλέξει
για την Αρχιεπισκοπή
Αµερικής. Η Εκκλησία της Ελλάδος µε
απόφαση της Συνόδου της, δίδει, «κατά την κανονικήν τάξιν», τη συγκατάθεσή της
για τη νέα αποστολή του Αθηναγόρα. Έτσι,
στις 13 Αυγούστου του 1930, ο Μητροπολίτης Κερκύρας και Παξών Αθηναγόρας εκλέγεται,
από την Ιερά Σύνοδο του Οικουµενικού Πατριαρχείου, Αρχιεπίσκοπος Βορείου και
Νοτίου Αµερικής.
Στην Αµερική έφθασε
στις 24 Φεβρουαρίου
του 1931. Δύο
µέρες µετά έγινε
η ενθρόνισή του στον Άγιο Ελευθέριο της Νέας Υόρκης.
Το πόσο πέτυχε
o Αρχιεπίσκοπος στις
δηµόσιες σχέσεις, ως
χαρισµατούχος δηµόσιος
εκκλησιαστικός άνδρας, µπορεί να επιβεβαιωθεί, κατά τον Πέτρο Κουρίδη, και από
το γεγονός ότι ενώ όταν
έφθασε στη Νέα
Υόρκη, στις 24
Φεβρουαρίου του 1931,
τον υποδέχθηκαν ελάχιστοι και ο αµερικανικός τύπος τον αγνόησε, δέκα οχτώ χρόνια αργότερα,
φεύγοντας από την ίδια πόλη για τη νέα του έπαλξη, που λέγεται Οικουµενικός
Θρόνος της Ορθοδοξίας, όχι µόνο πετάει µε το ιδιωτικό αεροπλάνο του Προέδρου
Harry Truman, αλλά και η φωτογραφία του προβάλλει στο εξώφυλλο του περιοδικού Life, σαν έκφραση του µεγίστου
δυνατού βαθµού δηµοσιότητας. Αλλά και
εκτός απ’ αυτό χιλιάδες πιστοί µε δάκρυα στα µάτια τον κατευόδωσαν για τη νέα
τον αποστολή.
Ο Αθηναγόρας ως Οικουµενικός
Πατριάρχης
Μετά από την παραίτηση,
από του Οικουµενικού Θρόνου, στις 18 Οκτωβρίου του 1948, του Πατριάρχου
Μαξίµου του Ε΄, την 1η
Νοεµβρίου 1948 εξελέγη
από την Ενδηµούσα
Ιερά Σύνοδο του Οικουµενικού
Πατριαρχείου ο Αρχιεπίσκοπος
Βορείου και Νοτίου
Αµερικής Αθηναγόρας, ως Οικουµενικός Πατριάρχης.
Ο νέος
Πατριάρχης, αµέσως µετά
την εκλογή του,
δε βιάστηκε να εγκατασταθεί
στο Φανάρι. Θεώρησε υποχρέωσή
του να αποχαιρετήσει
το εκεί ποίµνιο
του µε κάποια
χρονική άνεση. Γι’ αυτό και
αναχώρησε αεροπορικώς από την Αµερική, µετά από τρεις µήνες περίπου, δηλαδή την
Κυριακή 23 Ιανουαρίου του 1949. Έµεινε
για λίγο στο Παρίσι και την Τετάρτη 26 Ιανουαρίου έφθασε στην
Κωνσταντινούπολη. Το επίσηµο ανακοινωθέν του Οικουµενικού
Πατριαρχείου, για τις δύο πρώτες µέρες του Πατριάρχου στην Κωνσταντινούπολη,
έχει ως εξής: «Η Α.Θ.Π. ο νέος Οικουµενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας ο
Α΄ επιβαίνων µετά
της ακολουθίας Αυτού
του προσωπικού αεροπλάνου
του Προέδρου των Ηνωµένων
Πολιτειών της Αµερικής
αφίκετο τη 26η
Ιανουαρίου 1949 εις Κωνσταντινούπολιν. Εν τω αεροδροµίωεδεξιώθησαν Αυτόν Ιεράρχαι
του Οικουµενικού Θρόνου, πολλοί
επίσηµοι και άπειρον
πλήθος. Τη δ’
εποµένη ετελέσθη εν τω
Πατριαρχικώ Ναώ η ενθρόνισις Αυτού κατά την καθεστηκυίαν εν
τη Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως τάξιν, παρόντων των επισήµων και µεγάλου πλήθους
πιστών. Το µέγα Μήνυµα ανέγνω ο
Αρχιγραµµατεύς της Ιεράς Συνόδου... Ιάκωβος, την ποιµαντορικήν ράβδον
ενεχείρισεν ο πρώτος τη τάξει Σεβ. Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Θωµάς,
τον δε νουθετήριον
λόγον είπεν από
του άµβωνος ο
Σεβ. Μητροπολίτης Αίνου Γερµανός».
Από την εποµένη ο νέος Οιακοστρόφος της Οικουµενικής Καθέδρας ανέλαβε τις
ευθύνες του ως Ηγούµενος της Ιεράς Μονής του Φαναρίου, ως Αρχιεπίσκοπος
Κωνσταντινουπόλεως και ως Οικουµενικός Πατριάρχης. Μπροστά στο τρίπτυχο αυτό της υπευθυνότητας
και της ανάγκης ο Πατριάρχης Αθηναγόρας στάθηκε καλώς και µετά φόβου, και δεν
ξέχασε ποτέ, καθ’ όλη την Πατριαρχεία του, ότι οι περιστάσεις χρειάζονταν, κατά
Μητροπολίτη Αίνου Γερµανό, «έκτακτο
άνδρα, νουν διορατικό, βούλησι ισχυρή και ηθική, χείρα στιβαρά» αλλά προ
παντός, όπως ο ίδιος οµολόγησε στον ενθρονιστήριο λόγο του, «σύνεσιν νους και καρδίας χύµα».
Επί της Ηγουµενίας του Πατριάρχου Αθηναγόρου στην Ιερά Μονή του Αγίου Γεωργίου
του Διπλοφανάρου που
από το 1953
µέχρι και το
1970 υπηρέτησε ως
εσωκατάκοιλος ή εσωκατάκοιτος
κληρικός της Πατριαρχικής Αυλής, εκτός από τις προβλεπόµενες, από το Τυπικό της Μεγάλης Εκκλησίας,
Ιερές Ακολουθίες, τις
οποίες τηρούσε µε
ευλάβεια, αναζητούσε αφορµές και
ευκαιρίες για τον πλουτισµό του εορτολογίου και τη συγκέντρωση πληρώµατος στο
Ναό. Παραδείγµατα αυτών των αναζητήσεων
είναι η Θέσπιση πανηγυρικών εορτών στη µνήµη της Αγίας Θεοφανούς και της Αγίας Σολοµωνής, των οποίων τα ιερά λείψανά
φυλάσσονται στον Πατριαρχικό Ναό, η συγκέντρωση των κατηχητοπαίδων τη δεύτερη
µέρα των Χριστουγέννων και τη Δευτέρα της Διακαινησίµου, η δηµιουργία εορτών
της µητέρας, του πατέρα κ.α.
Σ’ όλες τις ιεροτελεστίες είτε επρόκειτο για Πατριαρχική και Συνοδική Θεία
Λειτουργία, είτε και για
απλή Πατριαρχική Χοροστασία
η εκδηλωτική ευλάβειά
του ως Τελετουργού,
οι δεσποτικές αλλά και οι ευγενικές και µετρηµένες τελετουργικές
κινήσεις του, η υπέροχη στάση και ακινησία του στο Θρόνο, η Αρχιερατική του
χάρη ως κορυφαίου Μυσταγωγού µπροστά στο Ιερό Θυσιαστήριο, πρόδιδαν ότι κατείχε
την τέχνη του να είναι Πρώτος. Στο
Παρεκκλήσι του Αγίου Ανδρέου, που ο Ηγούµενος Πατριάρχης εύρισκε κατά την
έκφρασή του «την τακτικήν καθ’ ηµέραν
όασιν», η θέση του δεν ήταν πάντοτε ο θρονίσκος, αλλά και το θυσιαστήριο,
σε περίπτωση απουσίας ιερέως,
καθώς και το
αναλόγιο, είτε επειδή
απουσίαζαν οι κληρικοί
της Αυλής είτε ακόµη επειδή ήθελε να συµβάλλει µε την χαρακτηρίζουσα
αυτόν βαρυτονία.
Ως Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, ο Αθηναγόρας αισθάνθηκε τη Ρωµηοσύνη
της Πόλης «ως το τίµιον
ποίµνιον της κατ’
αυτόν Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής
και το προσφιλές αντικείµενον της
αµέσου πατρικής αυτού
µερίµνης». Διαίρεσε την
Αρχιεπισκοπή σε πέντε περιφέρειες και
τοποθέτησε σ’ αυτές
Αρχιερατικώς Προϊσταµένους, που
ήταν ή Τιτουλάριοι Βοηθοί Επίσκοποι ή Tιτουλάριοι
Μητροπολίτες ή και Συνοδικοί Μητροπολίτες.
Σπουδαίο µέληµα του
Αρχιεπισκόπου
Κωνσταντινουπόλεως Αθηναγόρου υπήρξε
η ίδρυση της «Πνευµατικής Διακονίας», στις
27 Σεπτεµβρίου του
1949, που σκοπό
είχε την εσωτερική ιεραποστολή.
Για το σκοπό
αυτό λειτούργησαν τρία
Ιερατικά Φροντιστήρια στις Κοινότητες Σταυροδροµίου, Ταταούλων και
Γαλατά. Με τα Φροντιστήρια αυτά επεδίωκε
την ανάπτυξη του πνευµατικού καταρτισµού των µη θεολόγων κληρικών, µε
πρακτική διδασκαλία της ποιµαντικής και ιδιαίτερα της εφαρµοσµένης
λειτουργικής, δηλαδή του τρόπου τελέσεως της Θείας Λειτουργίας και των λοιπών
Μυστηρίων. Στα επιτεύγµατα
της Πνευµατικής Διακονίας
εντάσσεται και η
έκδοση, από τις 23
Ιουνίου 1951, της εβδοµαδιαίας εφηµερίδας «Ο
Απόστολος Ανδρέας», πρακτικού περιεχοµένου, που εκδίδεται
αρχικώς για µερικούς
µήνες σε ιδιωτικό
τυπογραφείο και προορίζετο
για το µεγαλύτερο µέρος του
πληρώµατος της Εκκλησίας. Προς το τέλος
του 1951 επανιδρύεται το Πατριαρχικό Τυπογραφείο, από το οποίο εκδίδονται
τακτικώς µαζί µε την παραπάνω εφηµερίδα και το επίσηµο του Πατριαρχείου
περιοδικό «Ορθοδοξία». Μέχρι δε την παύση της λειτουργίας του, το
1964, τυπώθηκαν σ’ αυτό πάνω από 100 µελετήµατα.
Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας
ως Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως θέσπισε
τα Ιερά Κογκλάβια του Ιερού
Κλήρου της Αρχιεπισκοπής, για να αναπτύσσονται και να εξετάζονται σ’ αυτά τα
απασχολούντα τον Ιερό
Κλήρο προβλήµατα, που
είχαν σχέση µε
την κοινοτική και λειτουργική ζωή
του ποιµνίου του.
Κάθε αρχιερατικός ή
ιερατικός προϊστάµενος κοινότητας
έπρεπε να φέρει στη
συνάντηση αυτή «έκθεση
πεπραγµένων», πάνω στα
θέµατα της οποίας εγένετο ανοικτή συζήτηση.
Επίσης πραγµατοποιούντο τα
πρώτα χρόνια και συγκεντρώσεις ιεροψαλτών και νεωκόρων της
Αρχιεπισκοπής, προκειµένου να εξετάζονται και να επιλύονται τα απασχολούντα αυτούς
προβλήµατα.
Η στοργή και
το ενδιαφέρον του
Αρχιεπισκόπου
Κωνσταντινουπόλεως για τους κληρικούς του,
τον οδήγησε στη
σύσταση, µε τη
βοήθεια της Πνευµατικής
Διακονίας, του Κέντρου του
Ιερού Κλήρου στην
Ιερά Μονή Μεταµορφώσεως
Σωτήρος Χριστού της
νήσου Πριγκήπου, που είχε ως σκοπό να φιλοξενεί τους κληρικούς, που
ήθελαν να ξεκουραστούν για λίγες µέρες το καλοκαίρι.
Η µέριµνα της
Πνευµατικής Διακονίας, µετά
από υποδείξεις του
Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως
Αθηναγόρου, επεκτάθηκε και
σε άλλους βασικούς
πρακτικούς τοµείς, όπως είναι
η παροχή υποτροφιών,
η προικοδότηση απόρων
κοριτσιών, η ενίσχυση αναξιοπαθούντων αδελφών κ.α. Ιδιαιτέρως
το ενδιαφέρον του
Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Αθηναγόρου
προς τη νέα γενιά ήταν µεγάλο. Ιδρύµατα
αυτού του ενδιαφέροντος υπήρξαν:
1. η Εστία Εργαζοµένου Κοριτσιού,
που είχε σκοπό την πνευµατική και ηθική τόνωση των εργαζοµένων κοριτσιών,
και
2. η Παιδόπολη,
που φιλοξενούσε το
καλοκαίρι, στην Ιερά
Μονή Μεταµορφώσεως Σωτήρος Χριστού της νήσου Πρώτης, παιδιά σχολικής
ηλικίας απ’ όλη την Αρχιεπισκοπή.
Τέλος επεδίωξε ο Πατριάρχης Αθηναγόρας να συσταθεί σε κάθε κοινότητα της
Πόλης Φιλόπτωχος Αδελφότητα, Μορφωτικός Σύνδεσµος, Μαθητικό Συσσίτιο, Μιχτές
Εκκλησιαστικές Χορωδίες, Κατηχητικά Σχολεία και Ώρα Αναψυχής του Παιδιού.
Επιθυµώντας να γνωρίσει από κοντά κάθε κοινότητα και να προωθήσει την
οργάνωσή της, εφάρµοζε την αρχή των τακτικών Πατριαρχικών Χοροστασιών στις
κοινότητες. Μετά τη Θεία Λειτουργία
επακολουθούσε πάντοτε δεξίωση
στην κοινοτική αίθουσα,
κατά την οποία εκτίθεντο τα
πεπραγµένα από τον
Αρχιερατικό Προϊστάµενο της
Περιφέρειας, τον Ιερατικό Προϊστάµενο της
Κοινότητας, τον Πρόεδρο
της Κοινότητας και
από τους Προέδρους
της Φιλόπτωχου Αδελφότητας και του Μορφωτικού Συνδέσµου της
κοινότητας.
Κατά διαστήµατα πραγµατοποιούσε και
συγκεντρώσεις των προέδρων
και των µελών των
διοικητικών συµβουλίων των
φιλανθρωπικών σωµατείων της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως για την
ανταλλαγή απόψεων πάνω στα προβλήµατα των ιδρυµάτων τους.
Επίσης, καλούσε κατά
διαστήµατα µερικούς από
τους προέδρους των
σωµατείων για να παρακαθίσουν σε
επίσηµα γεύµατα, που
έδιδε το Πατριαρχείο
προς τιµήν ξένων προσωπικοτήτων, προκειµένου να
γνωρίσουν τα διορθόδοξα και τα διαχριστιανικά προβλήµατα της Εκκλησίας.
Ο αείµνηστος Αθηναγόρας πέραν από Ηγούµενος της Ιεράς Μονής του Αγίου
Γεωργίου του Διπλοφανάρου και
Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως
και Νέας Ρώµης
ήταν και Οικουµενικός
Πατριάρχης. Και ως Οικουµενικός
Πατριάρχης ο Αθηναγόρας στάθηκε καθ’ όλη την
περίοδο της Πατριαρχίας
του «καλώς και µετά
φόβου» ως «έκτακτος άνδρας
µε νουν διορατικό και µε βούληση
ισχυρή και ηθική». Έτσι λοιπόν επί
της Πατριαρχίας Αθηναγόρου του Α΄ αναγνωρίσθηκαν εννέα Άγιοι
µε Κανονική Πράξη
της Αγίας και
Ιεράς Συνόδου του Οικουµενικού
Πατριαρχείου:
1. Στις 31
Μαΐου του 1955, ο
Νικόδηµος Αγιορείτης, που
γιορτάζεται η µνήµη του στις 14
Ιουλίου,
2. στις 20
Απριλίου του 1961, ο
Κοσµάς ο Αιτωλός,
που γιορτάζεται η µνήµη
του στις 24
Αυγούστου και o Νεκτάριος
Κεφαλάς, Μητροπολίτης πρ. Πενταπόλεως,
που γιορτάζεται η µνήµη τον στις 9 Νοεµβρίου,
3. στις 20 Ιουνίου του 1967, ο Αρσένιος ο Πάριος, που γιορτάζεται η
µνήµη του στις 18 Αυγούστου,
4. στις 11
Σεπτεµβρίου του 1970, ο
Ηγούµενος Ραφαήλ, ο
Διάκονος
Νικόλαος και η Ειρήνη, που γιορτάζονται οι µνήµες τους την
Τρίτη της Διακαινησίµου,
και η µοναχή Πελαγία, που
γιορτάζεται η µνήµη της στις 23 Ιουλίου, και
5. στις 23 Μαΐου του 1972, η Λυδία η Φιλιππησία, που γιορτάζεται
η µνήµη της στις 20 Μαΐου.
Επίσης επί της Πατριαρχίας του έγινε δυο φορές o καθαγιασµός του αγίου
Μύρου (1951 και 1960).
Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας
το 1951 συνέβαλε
στην σύνταξη του
νέου κανονισµού λειτουργίας της
Θεολογικής Σχολής της
Χάλκης, που σκοπό είχε
την αναδιοργάνωση και περαιτέρω ανάπτυξή της.
Επίσης επέτυχε την ίδρυση τριών ακαδηµαϊκών κέντρων, όπως:
1. το Πατριαρχικό
Ίδρυµα Πατερικών Μελετών,
που συνεστήθη µε Πατριαρχικό και Συνοδικό
Σιγίλιο, το έτος
1965, και εγκαταστάθηκε
στην Ιερά Πατριαρχική και
Σταυροπηγιακή Μονή των Βλατάδων της Θεσσαλονίκης και εκδίδει α. το εξαµηνιαίο
επιστηµονικό περιοδικό «Κληρονοµία»,
β. τη σειρά
«Ανάλεκτα Βλατάδων», γ. τη σειρά «Θεολογικά Δοκίµια», δ. τη σειρά
«Θεολογικά Μελετήµατα», ε. τη σειρά «Φως
Πατέρων», ς. τη
σειρά «Λειτουργικά Βλατάδων»,
ζ. καταλόγους ελληνικών χειρογράφων,
η. φωτοαναστατική επανέκδοσητων
περιοδικών «Εκκλησιαστική Αλήθεια», «Νέος Ποιµήν» και «Ορθοδοξία» και
τέλος θ. σε συνεργασία µε την Εκδοτική
Αθηνών εξέδωσε τους τέσσερις
πολυτελείς τόµους «Θησαυροί
του Αγίου Όρους»,
2. το Ορθόδοξο Κέντρο
του Οικουµενικού Πατριαρχείου,
που ιδρύθηκε µε τον τόµο του 1966, στο Chambesy, κοντά στη
Γενεύη της Ελβετίας, και που εκδίδει τις περιοδικές εκδόσεις «Επίσκεψις»,
«Συνοδικά» και «Θεολογικαί Μελέται» και
3. την Ορθόδοξη
Ακαδηµία της Κρήτης
(1968), που βρίσκεται
στο Κολυµπάρι Χανίων Επί της Πατριαρχίας
του, το 1961, η ηµιαυτόνοµος Εκκλησία της Κρήτης απέκτησε το νέο Καταστατικό
της Χάρτη, το
1962 οι Επισκοπές
της ονοµάσθηκαν Μητροπόλεις,
ο δε Μητροπολίτης Κρήτης
µε την από
28 Φεβρουαρίου του
1967 απόφαση της
Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουµενικού Πατριαρχείου
ονοµάσθηκε Αρχιεπίσκοπος.
Στην Ευρώπη, το
1972, οι επισκοπές
της Αυτονόµου Εκκλησίας
της Φινλανδίας ονοµάσθηκαν Μητροπόλεις.
Η Μητρόπολη Θυατείρων,
µε δικαιοδοσία σ’
ολόκληρη την Ευρώπη, ονοµάσθηκε
Αρχιεπισκοπή Θυατείρων, και από το 1968 Αρχιεπισκοπή Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας.
Το 1963 ιδρύθηκαν
oι Μητροπόλεις Γαλλίας,
Γερµανίας και Αυστρίας.
Το 1969 ιδρύθηκαν οι Μητροπόλεις
Σουηδίας και Βελγίου.
Στην Αµερική η
Αρχιεπισκοπή Βορείου και
Νοτίου Αµερικής προήχθηκε από
την 8η Δεκεµβρίου του 1970 στην
«ενάτην από του Καισαρείας τάξιν, ευθύς µετά τον (θρόνον) Δέρκων» του
Συνταγµατίου του Οικουµενικού Θρόνου.
Στην Αυστραλία, το 1959, η Μητρόπολη Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας
ονοµάσθηκε Αρχιεπισκοπή, και το 1970 η Νέα Ζηλανδία αποσπάστηκε από την
Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας και έγινε Μητρόπολη.
Ο Οικουµενικός Πατριάρχης
Αθηναγόρας ο Α΄, «ως
φορέας του παρελθόντος,
εργάτης του παρόντος και
οραµατιστής ενός καλύτερου και
ευτυχέστερου µέλλοντος», προώθησε
τις διορθόδοξες και διαχριστιανικές σχέσεις
του Οικουµενικού Πατριαρχείου, όσο
κανείς άλλος πριν απ’
αυτόν. Στον διορθόδοξο
τοµέα εργάστηκε εντατικά
για τη σύγκληση
των Πανορθόδοξων Διασκέψεων, που µας οδηγούν στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο
των Ορθοδόξων.
Για το λόγο
αυτό, το Φεβρουάριο
του 1951, ο
Πατριάρχης Αθηναγόρας µε
Εγκύκλια Πατριαρχικά
Γράµµατα προς τους
Μακαριωτάτους Πατριάρχες και
τους Προέδρους των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών
ανακοινώνει ότι το ζωτικοτάτης σηµασίας θέµα για την Ορθόδοξο Εκκλησία,
δηλαδή η σύγκληση
της Πανορθόδοξης Προσυνόδου,
εξακολουθεί να απασχολεί πάντοτε
τον Οικουµενικό Θρόνο, γι’ αυτό και µε απόφαση της Ιεράς αυτού Συνόδου θέτει εκ
νέου το θέµα
αυτό στην κρίση
τους. Οι επίσηµες
επισκέψεις, στο Οικουµενικό Πατριαρχείο από τους
Πατριάρχες Αντιοχείας Θεοδόσιο,
Ιεροσολύµων Βενέδικτο, Σερβίας Γερµανό και τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών
και πάσης Ελλάδος Θεόκλητο, που έγιναν το 1959, για επαφές και
συνοµιλίες µε τον
Οικουµενικό Πατριάρχη, καθώς
και η Ιερή
Πορεία, που πραγµατοποίησε περί τα
τέλη του ίδιου
έτους ο Πατριάρχης
Αθηναγόρας προς τα
αρχαία Ορθόδοξα Πατριαρχεία της Ανατολής, περιλαµβάνονται µέσα στο
προπαρασκευαστικό στάδιο της σύγκλησης της Πανορθόδοξης Διάσκεψης.
Αποκορύφωµα των επίσηµων
αυτών επισκέψεων και επαφών µεταξύ
των Ορθοδόξων Εκκλησιών απετέλεσε
η επίσκεψη του
Πατριάρχου Μόσχας και
πάσης Ρωσίας Αλεξίου
στο Οικουµενικό Πατριαρχείο, που
έγινε το Δεκέµβριο
του 1960. Η
επίσκεψη αυτή υπήρξε ιστορικής σηµασίας και σπουδαιότητας
και είχε µεγάλη απήχηση στο διορθόδοξο αλλά και στο διαχριστιανικό κόσµο.
Συνέβαλε η επαφή
και η συνοµιλία
των δύο Πατριαρχών
και στην εξοµάλυνση των
σχέσεων µεταξύ του Οικουµενικού Πατριαρχείου
και των Ορθοδόξων Εκκλησιών της Πολωνίας και της Τσεχοσλοβακίας. Επίσης αποκαταστάθηκαν µετά ταύτα και οι
σχέσεις του Οικουµενικού Πατριαρχείου µε το Πατριαρχείο Σόφιας και πάσης
Βουλγαρίας, έπειτα από την υποβληθείσα
παράκληση της Βουλγαρικής Εκκλησίας και απόφαση της Ιεράς Συνόδου του Οικουµενικού Πατριαρχείου,
που αναγνώρισε κατ’ οικονοµία, την 21η Ιουλίου του 1961, την
πατριαρχική αξία και
περιωπή της Βουλγαρικής
Ορθοδόξου Εκκλησίας. Με τη
διευθέτηση και του
θέµατος αυτού, αποκαταστάθηκαν οι
µεταξύ όλων των
Ορθοδόξων Εκκλησιών σχέσεις, ο
δε κοινός πόθος
και η προσδοκία τους
για τη σύγκληση
µίας πανορθοδόξου διασκέψεως ήταν πραγµατοποιήσιµος.
Γι’ αυτό και ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, στις 4 Μαΐου και στις 13 Ιουνίου του
1961, µε Πατριαρχικά Εγκύκλια Γράµµατα,
ανακοίνωσε προς τις
επί µέρους Ορθόδοξες
Αυτοκέφαλες Εκκλησίες την απόφαση της Ιεράς Συνόδου για τη σύγκληση
Πανορθοδόξου Διασκέψεως στη Ρόδο, το Σεπτέµβριο του 1961. Η Διάσκεψη πραγµατοποιήθηκε µεταξύ 24
Σεπτεµβρίου και 1 Οκτωβρίου του 1961 και συµπλήρωσε τον κατάλογο θεµάτων της
µελλούσης προσυνόδου και πρότεινε
την καλλιέργεια φιλικών
σχέσεων µε τις
Αντιχαλκηδόνιες (Αρχαίες ή Μεταχαλκηδόνιες ή Ελάσσονες) Εκκλησίες της
Ανατολής, προς αποκατάσταση της ενώσεως και τη µελέτη της ιστορίας, της πίστεως
και της λατρείας των Εκκλησιών αυτών, και τη συνεργασία µαζί τους σε
οικουµενικά συνέδρια πάνω σε πρακτικά θέµατα.
Η σύγκληση της
Πρώτης Πανορθοδόξου Διασκέψεως,
το 1961, οφείλεται, κατά
τον καθηγητή Βασίλειο Αναγνωστόπουλο, στις πρωτοβουλίες που ανέλαβε για
την πραγµάτωσή της το Οικουµενικό Πατριαρχείο, µε τις ιδιάζουσες ευθύνες του,
ως Πρωτόθρονη Εκκλησία, µέσα στο
διοικητικό σύστηµα της
Ορθοδόξου Εκκλησίας, µε ποδηγέτη τον
Προκαθήµενο του, Πατριάρχη Αθηναγόρα,
που έθεσε ως µέληµα
της πατριαρχίας του τη σύγκληση
αυτής και επεδόθηκε µε πολλή
αφοσίωση στο έργο για την πραγµάτωσή της.
Μετά την πρώτη
ακολούθησε η Δευτέρα
και η Τρίτη
Πανορθόδοξη Διάσκεψη, που πραγµατοποιήθηκαν στη
Ρόδο. Η µεν
δευτέρα συγκλήθηκε από 26
Σεπτεµβρίου µέχρι και 1 Οκτωβρίου του
1963, και αποφάσισε
να προτείνει στους
Ρωµαιοκαθολικούς την έναρξη διαλόγου «επί ίσοις
όροις», η δε
τρίτη, που συγκλήθηκε µεταξύ 1ης και l5ης Νοεµβρίου
του 1964, αποφάσισε, για
το διάλογο µε
τους Ρωµαιοκαθολικούς, ότι
χρειάζεται η δέουσα προπαρασκευή και
η δηµιουργία καταλλήλων
συνθηκών, για δε
τον διάλογο µε
τους Αγγλικανούς και Παλαιοκαθολικούς, την
άµεση σύσταση δύο
ειδικών Διορθοδόξων Θεολογικών Επιτροπών, για τη συνέχιση µε αυτούς των Θεολογικών
συζητήσεων.
Η Τετάρτη Πανορθόδοξη Διάσκεψη συγκλήθηκε από 8ης µέχρι l5ης Ιουνίου του
1968, στο Chambesy της
Ελβετίας, και αποφάσισε
πρώτο να τεθεί
σαν κύριος στόχος
και άµεση επιδίωξη η σύγκληση της
Αγίας και Μεγάλης Συνόδου
της κατ’ Ανατολάς Αγίας
Ορθοδόξου Εκκλησίας και αντί
της συγκροτήσεως µιας
προσυνόδου να συγκροτηθούν σταδιακώς αλλεπάλληλοι Προσυνοδικαί
Πανορθόδοξοι Διασκέψεις, καθώς
και µία Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή, και
δεύτερον να συνεχιστεί η συστηµατική προπαρασκευή του θεολογικού διαλόγου µε
τους ετερόδοξους Χριστιανούς και η συµµετοχή της Ορθοδοξίας στο έργο του
Π.Σ.Ε., καθώς και η πραγµατοποίηση Θεολογικού διαλόγου της Ορθοδόξου Εκκλησίας µε τις
Αντιχαλκηδόνιες Εκκλησίες της
Ανατολής. Τέλος επί
της Πατριαρχίας Αθηναγόρου συνεκλήθη, επίσης στο
Chambesy, από 16
- 28 Ιουλίου
του 1971, η
Α΄ Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Επιτροπή της
Αγίας και Μεγάλης
Συνόδου, κατά την
οποία παρουσιάστηκαν εισηγήσεις πάνω σε έξι θέµατα από τον κατάλογο των
θεµάτων της Πρώτης Πανορθόδοξης Διάσκεψης.
Μέσα στο πνεύµα
της ανάγκης για
επαφή και συνεργασία
όλων των κατά
τόπους Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών,
προκειµένου να διασφαλισθεί
η ενότητα της Ορθοδοξίας, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, το
1963, µε την ευκαιρία της χιλιετηρίδας του Αγίου Όρους, επισκέφθηκε
το Άγιο Όρος
και ηγήθηκε των
εορταστικών εκδηλώσεών του
και στη συνέχεια επισκέφθηκε την Εκκλησία
της Ελλάδος. Για τον ίδιο λόγο, το 1967,
επισκέφθηκε τις Εκκλησίες της Σερβίας, Ρουµανίας και Βουλγαρίας. Επίσης, το 1969, επισκέφθηκε τη Σόφια της Βουλγαρίας,
όπου ηγήθηκε των τελετών για τα 1100 χρόνια από το θάνατο του Αγίου
Κυρίλλου.
Στο διαχριστιανικό τοµέα, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας προώθησε το διάλογο και
πέτυχε να εξυψώσει και να τοποθετήσει τις διµερείς συνοµιλίες και τις
Θεολογικές συζητήσεις πάνω σε πανορθόδοξο επίπεδο:
• α.
µε τους Αγγλικανούς
το 1966 στο Βελιγράδι της
Γιουγκοσλαβίας, το 1970 στο
Chambesy της Γενεύης της Ελβετίας και το 1971 στο Helsinki της
Φινλανδίας,
• β. µε τους Παλαιοκαθολικούς επίσης
το 1966 στο Βελιγράδι, το 1970 στη Γενεύη και το 1971 στη Βόννη της
Γερµανίας,
• γ.
µε τις Αντιχαλκηδόνιες Εκκλησίες
της Ανατολής προωθήθηκε
ο διάλογος το
1971 στην Addis Ababa της Αιθιοπίας, και
• δ. διάλογος µε ανεπίσηµες
Θεολογικές επιτροπές του Π.Σ.Ε. προωθήθηκε το 1964 στο Aarhus της Δανίας, το
1967 στο Bristol της Αγγλίας, το 1970 στη Γενεύη και το 1971
στην Addis Ababa.
• Το
επίτευγµα τούτο του
Πατριάρχου Αθηναγόρου µπορεί
να αποδοθεί, κατά
τον καθηγητή Βασίλειο Αναγνωστόπουλο, στο
φιλενωτικό του πνεύµα,
που ήταν το «πιστεύω» του
και χαρακτήριζε την
όλη του δραστηριότητα
στην Εκκλησία ως Μητροπολίτη Κερκύρας, Αρχιεπίσκοπο
Αµερικής και Οικουµενικό Πατριάρχη.
• Τέλος oι διαχριστιανικές σχέσεις
βοηθήθηκαν επίσης κατά την περίοδο της Πατριαρχίας Αθηναγόρου και από τα
παρακάτω γεγονότα:
• α. από την Εγκύκλιο του
Πατριάρχου, που στάλθηκε τον Ιανουάριο του 1952, προς τους Μακαριωτάτους Πατριάρχες
και τους Προέδρους
των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, και που αναφέρει τους
λόγους για τους οποίους επιβάλλεται η συµµετοχή και συνεργασία της Ορθόδοξης
Εκκλησίας µε το Παγκόσµιο Συµβούλιο των Εκκλησιών και καθορίζει τη σχέση και
τους τρόπους της συµµετοχής των Ορθοδόξων εκπροσώπων
στις εργασίες και τις συζητήσεις αυτού,
• β. από την επίσηµη επίσκεψη, που
πραγµατοποίησε από 29ης Νοεµβρίου µέχρι και 1ης Δεκεµβρίου του
1960, ο Προκαθήµενος
της Αγγλικανικής Εκκλησίας
Geoffrey Fisher στο Οικουµενικό
Πατριαρχείο,
• γ.
από την επίσηµη
επίσκεψη, που πραγµατοποίησε από
2 - 6
Μάίου 1962 ο Προκαθήµενος της
Αγγλικανικής Εκκλησίας Δρ.
Michael Ramsey στο
Οικουµενικό Πατριαρχείο,
• δ.
από την έναρξη
επίσηµης αλληλογραφίας µεταξύ
των Εκκλησιών
Κωνσταντινουπόλεως και Ρώµης, το έτος 1963,
• ε. από την ιστορική συνάντηση του
Οικουµενικού Πατριάρχου Αθηναγόρου µε τον Πάπα Παύλο τον ΣΤ΄, που
πραγµατοποιήθηκε στο Όρος
των Ελαιών στα
Ιεροσόλυµα, τον Ιανουάριο του
1964,
• ς. από τις επισκέψεις Πατριαρχικής
Αντιπροσωπείας στη Ρωµαιοκαθολική, Αγγλικανική και Παλαιοκαθολική Εκκλησία, το
Φεβρουάριο του 1965,
• ζ. από την επίσκεψη παπικής αντιπροσωπείας στο Φανάρι, τον
Απρίλιο του 1965,
• η.
από την ταυτόχρονη
άρση «από της
µνήµης και εκ
µέσου της Εκκλησίας»
των αναθεµάτων του 1054, που έγινε στις 7 Δεκεµβρίου 1965, στη Ρώµη και
στο Φανάρι, • θ.
από την ανταλλαγή
επισκέψεων ανωτάτου επιπέδου,
που έγινε το
1967, µε την
επίσκεψη του Πάπα στο Οικουµενικό Πατριαρχείο και του Πατριάρχου Αθηναγόρα
στη Ρώµη,
• ι.
από την επίσηµη
επίσκεψη, που πραγµατοποίησε από
της 9ης µέχρι
και l4ης Νοεµβρίου του 1967 ο
Οικουµενικός Πατριάρχης στον Αρχιεπίσκοπο Καντουαρίας Δρα Michael Ramsey στην
Αγγλία,
• ια. από την επίσκεψη ειδικών
απεσταλµένων της Αγγλικανικής Εκκλησίας στο Φανάρι, τον Οκτώβριο του 1968,
• ιβ. από την διοργάνωση, το 1969,
του Ιστορικού Διεκκλησιαστικού Συνεδρίου στο Bari της Ιταλίας µεταξύ
Ρωµαιοκαθολικών και Ορθοδόξων πανεπιστηµιακών καθηγητών,
• ιγ. από τα οργανούµενα από το 1969
Οικουµενικά Συµπόσια της πόλεως Regensburg της Γερµανίας, µεταξύ της Γερµανικής
Συνόδου των Ρωµαιοκαθολικών Επισκόπων και του Οικουµενικού Πατριαρχείου,
• ιδ. από
την απόδοση από
την Εκκλησία της
Ρώµης των Ιερών
Λειψάνων προς τις δικαιούχες Εκκλησίες
της Ανατολής, όπως
του Αγίου Ανδρέου
στην Εκκλησία των Πατρών (1964), του Αγίου Σάββα στην
Εκκλησία των Ιεροσολύµων (1965), του Αγίου Τίτου στην Εκκλησία της Κρήτης
(1966), και του Αγίου Ισιδώρου στην Εκκλησία της Χίου (1967),
• ιε. από
την αποστολή, το
1964, επισήµων παρατηρητών
από το Οικουµενικό Πατριαρχείο στην τρίτη φάση
της Β΄ Βατικανής Συνόδου
της Ρωµαιοκαθολικής Εκκλησίας
(1962 –1965), και
• ις. από την αποστολή ορθοδόξων αντιπροσώπων στις Γενικές
Συνελεύσεις του Π.Σ.Ε., που έγιναν στο Έβανστον το 1954, στο Νέο Δελχί το 1961
και στην Ουψάλα το 1968.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ανακεφαλαιώνοντας, ο Μητροπολίτης
Περιστερίου Χρυσόστοµος κάνει
τις εξής παρατηρήσεις για το έργο
που έγινε κατά την Πατριαρχία Αθηναγόρου του Α': «Η
Πατριαρχία Αθηναγόρου του Α',
αποτελεί ιστορικό σταθµό
τόσο για τον
Οικουµενικό Θρόνο όσο
και για ολόκληρη την
ανθρωπότητα. Αποτελεί την
απαρχή µιας ιστορίας
πού γνώρισε µεν αντιδράσεις αλλά και
πού ήταν γεµάτη
από διορθόδοξες και
διαχριστιανικές εκδηλώσεις αγάπης,
θυσίας, διακονίας και έργων
ανθρωπισµού. Παρουσίασε έντονη
δραστηριότητα στο συντονισµό
της δυναµικότητας της
Ορθοδοξίας. Ιδρύθηκαν Πατριαρχικά
Κέντρα. Αναπτύχθηκε ο
δηµιουργικός Διάλογος της αγάπης.
Επιδιώχθηκε η λήθη του παρελθόντος, η καλύτερη συνεννόηση µεταξύ των Εκκλησιών
και η στενότερη συνεργασία πάνω σε σύγχρονα προβλήµατα. Ακόµη δε επιδιώχθηκε και η καλλιέργεια και
προαγωγή του Θεολογικού Διαλόγου µε στόχο την συνεύρεση όλων πάνω στα θεµέλια
της πίστεως και της ελευθερίας, βοηθούµενοι από την ευσεβή και την οικοδοµητική
θεολογική σχέση των
κoινών Πατέρων και
από την ποικιλία
των κατά τόπους
εθίµων, όπως συνέβαινε πάντοτε
στην Εκκλησία».
Ο Πατριάρχης µετά
το 1970 άρχισε
να παρουσιάζει στην
υγεία Του σηµεία
µεγάλης κατάπτωσης. Το καλοκαίρι
του 1972, όπως κάθε χρόνο, παρέµενε εφησυχάζων στα ιδιαίτερα πατριαρχικά δώµατα
της Ιεράς Μονής της Αγίας Τριάδος της Χάλκης.
Την Πέµπτη, 29 Ιουνίου 1972,
«υπέστη», κατά το
ιατρικό ανακοινωθέν, «συνεπεία
ολισθήµατος, κάταγµα του
δεξιού αυχένος του µηρού». Την
εποµένη µεταφέρθηκε στο νοσοκοµείο Βαλουκλή όπου και πέθανε την Παρασκευή
7 Ιουλίου 1972,
από επιπλοκή νεφρικής
πάθησης και πτώση
της αρτηριακής πίεσης.
Την Τρίτη, 11 Ιουλίου 1972, έγινε η κηδεία Του στον Ιερό Πατριαρχικό Ναό
του Αγίου Γεωργίου. Το πρωί
και ώρα 9
άρχισε η Θεία
Λειτουργία προεξάρχοντος του
Προέδρου της Ενδηµούσης Αγίας
και Ιεράς Συνόδου
Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος
Μελίτωνος, µε συλλειτουργούς τους
Μητροπολίτες Χαλδίας Κύριλλο και Κολωνείας Γαβριήλ. Ακολούθησε η νεκρώσιµη Ακολουθία, που άρχισε
στις 12 ακριβώς, µε την παρουσία όλων των Αρχιερέων της Αγίας και
Ιεράς Ενδηµούσης Συνόδου,
προεξάρχοντος του Προέδρου
Αυτής, στο τέλος
της οποίας εξεφώνησε τον
επικήδειο λόγο, από
τον ιερού άµβωνος,
ο Μητροπολίτης Πέργης Ευάγγελος.
Η σωρός του
µεταστάντος Πατριάρχου µεταφέρθηκε
µε ποµπή στην
Ιερά Μονή της Ζωοδοχου
Πηγής Βαλουκλή, όπου
και ετάφη, κοντά στους τάφους
των προ αυτού Οικουµενικών Πατριαρχών.
«Κύριος ο Θεος αναπαύσαι και
δοξάσαι και εν ουρανοίς
τον κοιµηθέντα µακαριστόν Πατριάρχην ηµών Αθηναγοραν».
Αµήν.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΣΟΥΒΑΛΗΣ
ΟΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΙ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΣ 1923 – 1991
Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, συνεχίζει να οδηγεί και να φωτίζει. Η εμβληματική του προσωπικότητα, το παρουσιαστικό του, οι ιδέες, τα οράματα, συνεχίζουν να είναι επίκαιρα ακόμα και σήμερα.
ΑπάντησηΔιαγραφή