Τρίτη 11 Αυγούστου 2015

«ΕΥΣΠΛΑΧΝΙΑΣ ΤΗΝ ΑΒΥΣΣΟΝ ΕΠΙΚΑΛΟΥΜΕΝΩ ΤΗΣ ΣΗΣ ΠΑΡΑΣΧΟΥ ΜΟΙ» - ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΟΤΤΑΔΑΚΗΣ


«ΕΥΣΠΛΑΧΝΙΑΣ ΤΗΝ ΑΒΥΣΣΟΝ 
ΕΠΙΚΑΛΟΥΜΕΝΩ ΤΗΣ  ΣΗΣ  ΠΑΡΑΣΧΟΥ  ΜΟΙ»

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ  ΚΟΤΤΑΔΑΚΗΣ

     Είναι ευτύχημα που στην κορύφωση του καλοκαιριού, με ό, τι συνεπάγεται αυτό από την προκύπτουσα γενική χαλάρωση, η Ορθοδοξία προβάλλει το Δεκαπενταύγουστο! Είναι ευλογία που η Εκκλησία διαμηνύει σε όσους πιστούς το, ‘άνω σχώμεν τας καρδίας’ στην καρδιά του καλοκαιριού με τρόπο εκπληκτικό. Που με τη γιορτή της Κοίμησης της Υπεραγίας Θεοτόκου επισημαίνει σε όσους πιστούς ότι η χριστιανική προοπτική και ανάταση «τραβάει την ανηφόρα». Μια γιορτή που ο ορθόδοξος Έλληνας έχει αναγάγει σε Πάσχα καλοκαιρινό, και τη βιώνει περίπου, όπως την «εορτή των εορτών». Μια γιορτή που καθώς συνοδεύεται από άσκηση διακριτική, τροφική αυτοσυγκράτηση, υπομνηματική, απαραίτητα, του πνευματικού αυτοέλεγχου, και πλαισιώνεται από Ακολουθία Παρακλητική, αισθάνεται να τον προκαλεί σε έξοδο από τη ραθυμία της ψυχής και αφύπνιση από το συνακόλουθο νυσταγμό.
     Γιατί όντως μετέχοντας π.χ. στη Μικρή Παράκληση -Μικρό Παρακλητικό Κανόνα- ποίημα Θεοφάνη του Ομολογητή, ή κατ’ άλλους Θεστηρίκτου, του λόγιου μοναχού -9ος αιώνας αμφότεροι- και ψελλίζοντας έστω κάποια λόγια των ύμνων της, αισθάνεται να κινείται σε γραμμή ουσιαστικής ‘εκ βαθέων’ εξομολόγησης, και κατάθεσης θερμής ικεσίας στη ‘Μητέρα του Λόγου και Παρθένο’, που είναι η πρώτη και η κορυφαία μεσίτρια όλων μας στον Υιό της και Κύριο, και να ζει μέσα του τη μορφή της ως όντως ‘ευσπλαχνίας την άβυσσον’, για ‘το πλήθους των πταισμάτων του’.

     Η Μικρή Παράκληση αποτελεί την πιο γνωστή, πιο αγαπημένη, και από πλείστες ιδιαίτερα ορθόδοξες χριστιανές, από στήθους ψαλλόμενη Ακολουθία της Εκκλησίας.  Η οποία τελούμενη με κατάνυξη ψυχής στην ωραία ατμόσφαιρα του Δεκαπενταύγουστου (1-13/8), εναλλάξ με τη Μεγάλη Παράκληση-Μέγας Παρακλητικός Κανόνας, ποίημα του Θεόδωρου Β΄ Λάσκαρη, αυτοκράτορα της Νίκαιας (1254-1258)- κινεί τον πιστό, να νιώσει δικά του τα σήματα πίστης και σωτήριας ελπίδας που εκπέμπει, να ανοιχτεί σε εσωτερικές αναδρομές, αναθεωρήσεις, και πνευματικούς συγκλονισμούς, ενώ δεν είναι σπάνιο να του προκαλεί πηγαία ροή δακρύων μετανοίας. Το τελευταίο αποτελεί μια στάση και κατάσταση ικεσίας προσωπική, και συνάμα μια αίσθηση, που περνώντας από την περίπτωση της πόρνης και του ληστή, τον βεβαιώνει ότι ο Χριστός της άπειρης Αγάπης και Χάρης δεν την καταφρονεί, ούτε την προσπερνάει αδιάφορα!
     Ακούγοντας ο ορθόδοξος χριστιανός και σιγοψιθυρίζοντας με τους ψάλτες στίχους του υμνογράφου-υμνωδού, που εκφράζουν το ουσιαστικό πνεύμα της Εκκλησίας για ταπεινό φρόνημα, αυτοέλεγχο, μετάνοια, συγχώρηση, νιώθει να «συνέχουν πειρασμοί πολλοί, να ταράζουν παθών προσβολές» κι αυτόν, να του γεμίζουν την ψυχή με «αθυμία πολλή», λιποψυχία, δηλαδή, για την αίσια έκβαση του πνευματικού του αγώνα. Αισθάνεται ευθύς κάτι μέσα του να τον κινεί, να σπεύσει, και να θέσει τη ζωή του κάτω από την προστασία και σκέπη της Θεογεννήτριας Παρθένου, να ικετεύσει τη μόνη πανάχραντη νύφη του Θεού, να του διαλύσει την ψυχική ταραχή και εσωτερική ζάλη που αυτή η αθυμία του προκαλεί- ‘Ικετεύω, Παρθένε τον ψυχικόν τάραχον και της αθυμίας την ζάλην διασκεδάσαι μου’. Προσφεύγει στη ‘Θεόνυμφη αυτή γυναίκα που κυοφόρησε τον αρχηγό της γαλήνης, και γέννησε τον ευεργέτη και αίτιο όλων των καλών’. Και που ως η Μητέρα του σπλαχνικού Σωτήρα, είναι άβυσσος ευσπλαχνίας και η ίδια, όπως πιστεύει, και μπορεί να πείσει το μοναδικής δύναμης Υιό της και Θεό, να χαρίσει σε όλους τα πλούτη των δωρημάτων της άφεσης, που ανέβλυσαν από τη θεία ενανθρώπιση, τη σταυρική θυσία και την ανάστασή Του. Όντας μάλιστα βέβαιος ότι η αγάπη της Θεομήτορος είναι τόσο μεγάλη, θεωρεί δεδομένο ότι θα απολαύσει το μέγα δώρο της συγχώρησης, και την ευχαριστεί εκ προοιμίου με τούτο τον ύμνο- ‘απολαύοντες, Πάναγνε, των σων δωρημάτων, ευχαριστήριον αναμέλπομεν εφύμνιον’, την πιστεύει ως μητέρα του Θεού -‘οι γινώσκοντές σε Θεομήτορα’-  και ομολογεί ότι γι αυτόν είναι ‘η ελπίδα και στήριγμα και της σωτηρίας τείχος ακράδαντον’.
     Συνεχίζοντας την αναδρομή στο μέσα κόσμο του, αισθάνεται τα πολλά του πταίσματα να του έχουν θολώσει το νου, τα πάθη να τον έχουν γονατίσει, να τον έχουν ρίξει άρρωστο κι αδύναμο πνευματικά στο κρεβάτι. Και εντείνει την παράκληση στην ‘Αγνή Θεοτόκο’, που γέννησε το μοναδικό, ‘θείο και προαιώνιο φως’! Την ικετεύει να ακτινοβολήσει με τη λαμπρότητα της δικής της καθαρότητας τη μέσα θολούρα και παραζάλη του, να φωτίσει τα σκότη του, να του χαρίσει την υγεία της ψυχής, να γεμίσει έτσι την καρδιά του μ’ εκείνη την ευφροσύνη και ειρήνη του Θεού, ‘την πάντα νουν υπερέχουσαν’ ! Αυτά, γιατί πιστεύει απόλυτα ότι, απ’ όσους προστρέχουν στην Αγνή Παρθένο και Θεοτόκο, κανένας δε φεύγει ντροπιασμένος, κανένας δε γυρίζει πίσω με άδεια χέρια. Αλλά, όποιος με ταπείνωση και ειλικρίνεια την παρακαλεί, ‘λαμβάνει το δώρημα’ που συμφέρει στην αιώνια προοπτική του- ‘προς το συμφέρον της αιτήσεως’.
     Καθώς η Ακολουθία προωθείται από τη μια ωδή του Κανόνα στην άλλη, η ψυχή του πιστού κινείται αλλεπάλληλα και παράλληλα ανάμεσα στα πρόσωπα της Θεοτόκου και του θείου Υιού της. Του Χριστού, του ‘ευλογητού Θεού των Πατέρων’ μας, ο οποίος θέλοντας να οικονομήσει ‘την ημών σωτηρίαν’, κατοίκησε στη μήτρα της Παρθένου, κι από κει ήρθε ως άνθρωπος και έστησε τη σκηνή του ανάμεσά μας. Και, εκείνο που ενδιαφέρει άμεσα εδώ, με τον τρόπο αυτής του της έλευσης στα ανθρώπινα και ευρύτερα της παρέμβασής του στην ιστορία του κόσμου, ανέδειξε τη Μητέρα του, ‘θησαυρό σωτηρίας, πηγή αφθαρσίας, πύργο ασφαλείας, θύρα μετανοίας’ για όσους την εμπιστεύονται, την ομολογούν, τη μακαρίζουν, και την τιμούν ως ‘κυρίως Θεοτόκον’, ‘τιμιωτέραν των Χερουβείμ’, ‘ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ’, ‘υψηλοτέραν των ουρανών’, ‘καθαρωτέραν λαμπηδόνων-ακτίνων- ηλιακών’, ‘αληθινή κυρία και Δέσποινα και μεσίτρια της σωτηρίας του κόσμου’.
     Το Δεκαπενταύγουστο η Μικρή Παράκληση κλείνει με τα υψηλής έμπνευσης και ανάλογου πνεύματος ‘εξαποστειλάρια’, τα οποία ολοκληρώνουν την εξομολογητική ικεσία του πιστού και ανεβάζουν στο κατακόρυφο τη θέρμη της. Ο χριστιανός βλέπει τώρα τους Αποστόλους να συγκεντρώνονται ‘εκ περάτων’ και να κηδεύουν ‘Γεθσημανή τω χωρίω’ το πανάχραντο σώμα της Θεομήτορος, και ακούει τη φωνή της Παναγίας που παρακαλεί τον ‘Υιό και Θεό της’ να παραλάβει τον πνεύμα της. Διολισθαίνει έτσι κι αυτός ταπεινά ανάμεσα στην ιερή ομήγυρη των εκλεκτών του Κυρίου, ακολουθεί τη νεκρική πομπή, ζει στην ατμόσφαιρα χαρμολύπης για την Κοίμηση της Παναγίας, απευθύνει στη Θεοτόκο ό, τι καλύτερο αισθάνεται η ψυχή του. Απευθύνεται στην Παρθένο Μητέρα του Κυρίου και την ανυμνεί, ως ‘γλυκασμό των αγγέλων’, ‘χαρά των θλιβομένων’, ‘προστάτιδα των χριστιανών’. Τη βλέπει ως ‘χρυσοπλοκώτατο πύργο και δωδεκάτειχη πόλη’, τη νιώθει ως το πιο υψηλής ποιότητας οχυρό και την απόλυτης ασφάλειας υποστήριξη της τωρινής ζωής του. Και πιο πολύ, ελπίζει ότι ως ‘Μεσίτρια’ θα πείσει ‘το φιλάνθρωπο Θεό’ να μην ελέγξει τις αμαρτωλές πράξεις του ‘ενώπιον των αγγέλων’. Τέλος θεωρώντας τη Θεοτόκο ως τον ‘ηλιοστάλακτο θρόνο’, και ‘καθέδρα του θείου Βασιλιά’, από τη μια νιώθει καμάρι, θαυμασμό, έκσταση για την αλήθεια του γεγονότος, κι από την άλλη αισθάνεται κατάπληκτος μπρος στο ανεξήγητο θαύμα, μια απλή γυναίκα να γαλακτοτροφεί από τα αγιασμένα στήθη της σαν απλό και κοινό νήπιο το Δημιουργό και Κύριο του σύμπαντος κόσμου, όντως ‘ακατανόητον θαύμα, πώς γαλουχείς τον Δεσπότην’!
*******

     Δε θα πω ότι στις Ενορίες των σημερινών μεγάλων πόλεων δεν μπορεί να νιώσει κανείς ανάλογα βιώματα μετέχοντας στις Παρακλήσεις του Δεκαπενταύγουστου. Θα πω όμως ότι αξίζει να αποτελέσει ευτυχή του επιδίωξη, γιατί όχι και ευλογία, μια και η περίοδος συμπίπτει με την κορύφωση των θερινών διακοπών, να μετάσχει σ’ αυτές στην ήρεμη και γαλήνια ατμόσφαιρα κάποιου Μοναστηριού. Όπου μια λιτή, απλή, απαλή, γλυκιά ιδιαίτερα γυναικεία μοναχική-καθώς ταιριάζει στην περίπτωση-βυζαντινή ψαλμωδία, μπορεί να τον κινήσει σε βαθιά κατάνυξη, ενδεχομένως και ψυχική ανάταξη προσωπική, πράγματα που έχει μεγάλη ανάγκη ως άνθρωπος μιας εποχής χαοτικής όπως η σημερινή. Και, θα κλείσω επισημαίνοντας ως παλαιός των ημερών πια, στους θεολόγους Γυμνασίων και Λυκείων ιδιαίτερα ότι, πολύ πιο γόνιμο και επωφελές θα ήταν για τους μαθητές, να διαθέτουν κάποιες ώρες διδακτικές το χρόνο για μια μεστή απόδοση του πνεύματος -αν τα οπτικοακουστικά μέσα το επιτρέπουν, και ακρόαση εκλεκτών τμημάτων- αυτής της τόσο αξιαγάπητης και συγκλονιστικής, όσο και άγνωστης για κείνους Ακολουθίας. Μιας Ακολουθίας στην οποία η θαυμάσια ατμόσφαιρα του Δεκαπενταύγουστου της Ορθοδοξίας, μπορεί κάποια στιγμή να τραβήξει τους βηματισμούς και της δικής τους ψυχής. Και να κάνει να νιώσουν μέσα τους κάποιες δονήσεις, άγνωστες ως τότε σ’ αυτούς, να τους κινούν ‘εκ βαθέων’ σε ένα δικό τους, ‘ευσπλαχνίας την άβυσσον, επικαλουμένω της σης παράσχου μοι, η τον εύσπλαχνον κυήσασα, και Σωτήρα πάντων των υμνούντων σε’ ! Πράγμα που έχουν μέγιστη ανάγκη τα σημερινά νέα παιδιά, που πλήττονται από παγερό άνεμο αποστασιοποίησης από την Ορθοδοξία, επερχόμενο μανικά από παντού πια, απροκάλυπτα και ένδοθεν εσχάτως! 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου