Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2015

Ἡ μεγάλη ἐπανάσταση - π Γρηγόριος Μουσουρούλης

Κυριακή Β´Λουκᾶ
Λόγος εἰς τό Εὐαγγέλιον
Ἡ μεγάλη ἐπανάσταση
«Ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν» (Λουκ. στ´35)
˜˜˜˜˜˜˜˜
« Ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν »
     Οἱ αἰῶνες περνοῦν, οἱ γενεές διαδέχονται ἡ μία τήν ἄλλη, νέες ἰδεολογίες ἐμφανίζονται, μεγάλοι σοφοί καί φιλόσοφοι κατά διαστήματα διδάσκουν βαθειές καί πρωτότυπες διδασκαλίες... ὅμως...
Ὅμως  ὁ λόγος αὐτός τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ γιά τήν ἀγάπη, πού ἀγκαλιάζει καί τούς ἐχθρούς, τόν ὁποῖο ἀκούσαμε στό σημερινό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, μένει πάντοτε τόσο νέος καί τόσο ἐπαναστατικός, ὅσο τήν πρώτη ἐκείνη ἡμέρα, πού βγῆκε ἀπό τά πανάχραντα χείλη Του.
Σ᾽ αὐτόν λοιπόν τό λόγο θά προσπαθήσουμε νά ἐμβαθύνουμε σήμερα. Θά δοῦμε δυό πρά­γματα: Πρῶτον γιατί οἱ πιστοί ὀφείλουμε νά ἀγαπᾶμε τούς ἐχθρούς μας, καί δεύτερον κατά πόσον αὐτό εἶναι δυνατό νά ἐφαρμο­στεῖ στήν πράξη.
****
« Ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν »
     Ὁ ἄνθρωπος πού ζεῖ μακριά ἀπό τό Θεό, τήν ἰδέα ὅτι ὀφείλει νά ἀγαπᾶ τούς ἐχθρούς του θά μποροῦσε νά τήν δεχθεῖ μόνο σάν παροδική τρέλλα ἤ ἀνοησία χωρίς ὅρια.

Ὁ πιστός ἄνθρωπος ὅμως τήν ἀγάπη πρός τούς ἐχθρούς τήν θεωρεῖ - ὅπως καί πράγματι εἶναι- τό Α καί τό Ω, τό πιό μεγάλο, τό μέγιστο ἄθλημα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.
Καί τό βλέπει ἔτσι τό θέμα, διότι γνωρίζει ὅτι, ἄν κυττάξουμε σέ βάθος τά πράγματα, οὐσιαστι­κά δέν ὑπάρχουν ἐχθροί. Ὁ πιστός χριστιανός γνωρίζει πολύ καλά ὅτι οἱ ἄνθρωποι  πού διάκειν­ται ἐχθρικά ἀπέναντί του καί ἐχθρικά τοῦ συμπε­ριφέρονται, εἶναι καί αὐτοί παιδιά τοῦ Οὐράνιου Πατέρα, ὅπως καί ὁ ἴδιος. Ἑπομένως εἶναι ἀδέλ­φια του.  Βλέποντας λοιπόν τό πράγμα μέ αὐτή τήν ὀπτική γωνία, κατανοεῖ καί πείθεται ὅτι ἐκ τῶν πραγμάτων εἶναι ἀδύνατο νά ἀγαπᾶ μέ ἀγά­πη γνήσια τόν Πατέρα, ἄν δέν ἀγαπᾶ ὅλα τά παιδιά Του, ὅλα δηλ. τά ἀδέλφια του. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος καί Εὐαγγελι­στής μᾶς τό λέγει ξεκάθαρα. « Ἐάν, λέγει, εἴπῃ τις, ὅτι ἀγαπῶ τόν Θεόν, καί τόν ἀδελφόν αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν»  (Α´Ἰω. δ´20). Ὅποιος ἰσχυρίζεται, λέγει ὁ Μαθητής τῆς ἀγάπης, ὅτι ἀγαπᾶ τό Θεό - ἐνῶ μισεῖ τόν ἀδελφό του, τόν ὁποιοδήποτε δηλ. ἄνθρωπο - αὐτός εἶναι ψεύτης. Διότι ἡ ἀγάπη ἤ τό μίσος  πρός τούς ἀδελφούς ἀναφέρεται στόν ἴδιο τό Θεό, πού εἶναι κοινός Πατέρας ὅλων.
Αὐτά τά λόγια λοιπόν τοῦ Ἅγίου Ἰωάννου μᾶς ἀποδεικνύουν κατά τρόπο πολύ παραστατικό ὅτι δέν ὑπάρχουν ἐχθροί. Ἕνας καί μόνο εἶναι ὁ ἐχθρός μας. Ἐχθρός προσωπικός καί ταυτόχρονα ἐχθρός ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ὁ διάβολος. Οἱ ἄνθρωποι ἁπλῶς γίνονται μερικές φορές ὄργανά του. Καί μάλιστα συχνά παίζουν τό παιχνίδι του χωρίς νά τό καταλαβαίνουν. Γι᾽ αὐτό καί ὀφεί­λουμε νά τούς ἀγαπᾶμε. Καί νά τούς ἀγαπᾶμε σάν ἀδέλφια μας, ὅπως καί εἶναι.
Ὑπάρχει ὅμως καί ἕνας δεύτερος λόγος πού μᾶς ὑποχρεώνει νά ἀγαπᾶμε τούς ἐχθρούς μας. Ὁ λόγος εἶναι ὅτι ἡ πρός τούς ἐχθρούς ἀγάπη εἶναι ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Κάτι πού ἴσως  μᾶς φαίνεται παράξενο. Παράξενο διότι ἡ ἀγάπη εἶναι ἕνα αἴσθημα πού ἀναβλύζει ἀπό τήν καρδιά. Ἑπομέ­νως μπορεῖ νά ὑπάρξει ἀγάπη κατ᾽ἐντολήν; Ἀγάπη ὑποχρεωτική;  Καί ὅμως, ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια, μπορεῖ. Καί ἐδῶ ἀκριβῶς εὑρίσκε­ται τό παράδοξο καί ἡ δύναμη τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ. Ὅτι κηρύσσει τήν ἀγάπη ὑποχρε­ω­τική. Εἴτε τό θέλου­με λοιπόν, εἴτε δέν τό θέλου­με, εἴτε τό νιώθουμε εἴτε ὄχι, εἴτε μᾶς ἀρέσει εἴτε μᾶς δυσαρεστεῖ, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ἀγα­πήσουμε. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἐντολή. Καί μάλιστα ἡ «πρώτη καί μεγάλη ἐντολή». Ἐντολή κορυφαία, διότι κάθε ἄλλη ἐντολή μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ ἀνακεφαλαιοῦται, ἐν τῷ ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Ρωμ. ιγ´9). Ὅλες οἱ ἐντολές ἀνακεφαλαιώνονται σ᾽ αὐτό τό παράγγελμα πού λέγει· ὀφείλεις νά ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου σάν τόν ἑαυτό σου.
Ἡ ἀγάπη λοιπόν, ἀδελφοί μου, εἶναι ἐντολή! Ἐχθροί οὐσιαστικά δέν ὑπάρχουν. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ἀδέλφια. Καί λευκοί καί ἔγχρωμοι, καί Εὐρωπαῖοι καί Ἀσιᾶτες ὅπου γῆς ἄνθρωποι καί πλούσιοι καί πτωχοί, ὅλοι ἑνός Πατέρα εἴμαστε παιδιά. Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη ἀλλαγή, τήν ὁποία ἔφερε ὁ Χριστός στόν κόσμο, ἀνατρέποντας ὅλα τά κατεστημένα.
****
        Ἐδῶ τώρα μπορεῖ νά σκεφτεῖ κάποιος: μήπως ἡ ἰδέα αὐτή εἶναι μόνο μιά ὄμορφη θεω­ρία, πού ὅμως δέν μπορεῖ νά ἐφαρμοστεῖ στήν πράξη;
        Ὅσοι τό λέμε αὐτό, λησμονοῦμε ὁρισμένα βασικά πράγματα. Πρῶτον ὅτι ἡ ἐντολή τῆς ἀγά­πης δέν εἶναι διαταγή ἑνός ψυχροῦ νομοθέτη. Εἶναι ἐντολή τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος καί τήν ἐφήρμοσε πρῶτος. Ὁ ἱερός Χρυ­σόστομος θέλοντας νά μᾶς βοηθήσει νά κατανο­ήσουμε αὐτή τήν πραγματικότητα ἐρωτᾶ: «Θεόν ἰδών ἄνθρωπον γενόμενον καί τοσοῦτον κατα­βάντα, καί τοσαῦτα παθόντα διά σέ, ἐρωτᾶς ἔτι καί ἀμφιβάλλεις;» καί συνεχίζει: « οὐκ ἀκούεις αὐτοῦ ἐν τῷ σταυρῷ λέγοντος· ἄφες αὐτοῖς· οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι;» Ἀφοῦ εἶδες ὅτι ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος καί κατέβηκε τόσο χαμηλά καί ἔπαθε τόσα γιά σένα, ἐρωτᾶς ἀκόμη καί ἀμφιβάλ­λεις; Δέν τόν ἀκοῦς νά λέγει ἐπάνω στό Σταυρό· συγχώρεσέ τους, διότι δέν γνωρίζουν τί κάμνουν;
        Ὅσοι τά λένε αὐτά λησμονοῦν καί κάτι ἀκόμη ἤ μᾶλλον κάμνουν πώς δέν τό βλέπουν. Δέν βλέπουν τή ζωή τῶν ἁγίων. Ὁ Πρωτομάρτυς Στέφανος τήν ὥρα πού οἱ Ἑβραῖοι τόν λιθοβο­λοῦσαν δέν προσευχόταν στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό νά συγχωρήσει ὅλον ἐκεῖνο τόν μαινόμενο ὄχλο; «Κύριε, ἔλεγε· μή στήσῃς αὐτοῖς τήν ἁμαρ­τίαν ταύτην» (Πρ. ζ´60). Αὐτή ἡ προσευχή ἐπα­ναλήφθηκε ἀμέτρητες φορές στή διάρκεια τῶν εἴκοσι ἑνός αἰώνων ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἑκα­τομμύρια Μαρτύρων καί Ἁγίων ἐβάδισαν τόν ἴδιο δρόμο. Καί σήμερα εἶναι πλῆθος οἱ πιστοί, πού ἀκολουθοῦν αὐτό τό ἴδιο μονοπάτι. Τό μονοπάτι τῆς ἀνεξικακίας, τῆς συγχωρητικότητας καί τῆς ἀγάπης πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀκόμη καί τούς ἐχθρούς.
        Ἀντιλαμβανόμαστε λοιπόν πώς ἡ ἐντολή τῆς ἀγάπης πρός τούς ἐχθρούς, δέν παραμένει μιά ἀνεφάρμοστη θεωρία. Ἀντίθετα καί ἐφαρμό­σιμη εἶναι, ἀλλά καί συμφέρουσα. Διότι ὅταν καί ἐκεῖ πού θά ἐφαρμοστεῖ μεταβάλλει τόν ἀναστα­τωμένο καί ταλαίπωρο κόσμο τῶν ἀνθρώπων σέ κοινωνία ἀγγέλων.
******
« Ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν »
        Δέν εἶναι ἀπίθανο, ἀδελφοί μου, ἀκούοντας  αὐτά τά λόγια νά διερωτηθοῦμε: Ἐδῶ ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά ἀγαπήσουμε καλά - καλά τούς δικούς μας ἀνθρώπους, αὐτούς πού μᾶς ἀγα­ποῦν, πῶς εἶναι δυνατό νά ἀγαπήσουμε τούς ἐχθ­ρούς μας;  Δέν μποροῦν οἱ σύζυγοι νά ἀγαπη­θοῦν μεταξύ τους καί βρίσκονται συνέχεια μέ τό δάκτυλο στή σκανδάλη. Δέν μποροῦν ἀδέλφια νά ἀγαπήσουν τά ἀδέλφια τους καί μισοῦνται μέ θανάσιμο μίσος γιά πράγματα ἀνάξια λόγου, καί θά ἀγαπήσουν τούς ἐχθρούς τους; Ἀφοῦ δέν μποροῦμε τό λίγο, θά ἐπιτύχουμε τό πολύ;
        Ὁ δισταγμός αὐτός ἐκ πρώτης ὄψεως φαί­νεται νά ἔχει βάση, στήν οὐσία ὅμως εἶναι ἀδι­καιολόγητος. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι  ἀπό μόνοι μας οὔτε τό λίγο οὔτε τό πολύ μποροῦμε νά ἐπιτύ­χουμε. Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ὅμως μποροῦμε νά τά κατορθώσουμε καί τά δύο. Καί τό λίγο, τήν  ἀγάπη δηλ. πρός τούς δικούς μας ἀνθρώπους, τούς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ μας καί τήν ἀγάπη πρός τούς ἐχθρούς μας. Διότι ἡ ἀγάπη πρός τούς ἐχθρούς εἶναι ἕνα θαῦμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἀνθρωπίνως εἶναι κάτι τό ἀκατόρθωτο. Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ὅμως τό ἀκατόρθωτο γίνεται κατ­ορθωτό. Γίνεται κόσμημα τῆς ψυχῆς τῶν ἀνθρώ­πων πού ἀγωνίζονται νά μοιάσουν  τόν Ἀρχηγό καί τελειωτή τῆς πίστεώς μας Κύριο Ἰησοῦ Χρι­στό. Τό θαῦμα θά γίνει ἄν καί ἐμεῖς τό θελή­σουμε καί ἀγωνιστοῦμε πρός τήν κατεύθυνση αὐτή.

        Ἐάν τό θελήσουμε καί καταφύγουμε στόν Κύριο, Ἐκεῖνος θά μᾶς δώσει τήν ἀγάπη καί τήν λίγη καί τήν πολλή. Διότι ὁ Ἴδιος εἶναι ΑΓΑΠΗ!  Καί θέλει νά μᾶς κάμει καί ἐμᾶς ὅμοιούς Του, ἀν­θρώπους ἀγάπης. Γιά νά ἀπολαύσουμε ἑνω­μένοι μαζί Του καί μέ τούς ἀδελφούς μας τήν αἰώνια Βασιλεία τῆς ἄπειρης ἀγάπης Του.  
Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Μουσουρούλης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου