Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

ΠΟΣΟ ΧΡΟΝΟ ΕΧΕΙΣ; - π. Δημητρίου Μπόκου

ΠΟΣΟ ΧΡΟΝΟ ΕΧΕΙΣ;

π. Δημητρίου Μπόκου
Σὲ μιὰ θαυ­μα­στὴ ἀ­πο­κά­λυ­ψη ὁ χα­ρι­σμα­τι­κὸς Ρου­μά­νος γέ­ρον­τας Ἀρ­σέ­νιος Μπό­κα (1910-1989) εἶ­δε μιὰ με­γά­λη σύ­να­ξη δαι­μό­νων, ὅ­που ὁ ἀρ­χη­γός τους ζή­τη­σε νὰ σκε­φθοῦν τὸ με­γα­λύ­τε­ρο δέ­λε­αρ γιὰ νὰ πα­ρα­σύ­ρουν ὅ­σο τὸ δυ­να­τὸν πε­ρισ­σό­τε­ρους ἀν­θρώ­πους.
Ἕ­νας δαί­μο­νας εἶ­πε νὰ τοὺς ὑ­πο­βά­λουν τὸν λο­γι­σμὸ πὼς δὲν ὑ­πάρ­χει Θε­ός. Ἕ­νας ἄλ­λος πρό­τει­νε νὰ τοὺς ἀ­φή­σουν νὰ πι­στεύ­ουν στὸν Θε­ό, ἀλ­λὰ νὰ τοὺς πεί­σουν ὅ­τι δὲν ὑ­πάρ­χει οὔ­τε πα­ρά­δει­σος οὔ­τε κό­λα­ση οὔ­τε ζω­ὴ πέ­ρ’ ἀ­πὸ τὸν τά­φο.
Ὁ δι­ά­βο­λος δὲν ἱ­κα­νο­ποι­ή­θη­κε πλή­ρως, γι­’­αὐ­τὸ ἕ­να τρί­το δαι­μό­νιο εἶ­πε: «Κα­λύ­τε­ρα νὰ ἐ­παι­νοῦ­με τοὺς ἀν­θρώ­πους γιὰ τὴν πί­στη στὸν Θε­ό, στὸν  πα­ρά­δει­σο, στὴν κό­λα­ση καὶ στὴν τε­λι­κὴ κρί­ση,  ἀλ­λὰ ταυ­τό­χρο­να νὰ τοὺς ψι­θυ­ρί­ζου­με ἀ­δι­ά­κο­πα: “Μὴ βι­ά­ζε­στε νὰ με­τα­νο­ή­σε­τε! Ἀ­φῆ­στε το αὐ­τὸ γιὰ τὰ γε­ρά­μα­τά σας. Ὁ θά­να­τος εἶ­ναι ἀ­κό­μα μα­κριά. Τώ­ρα χα­ρῆ­τε τὶς ἀ­πο­λαύ­σεις τῆς ζω­ῆς καὶ ἱ­κα­νο­ποι­ῆ­στε ὅ­λες τὶς ἐ­πι­θυ­μί­ες σας, μιὰ καὶ ἔ­χε­τε ἀρ­κε­τὸ χρό­νο μπρο­στά σας!” Ἀ­πο­κοι­μί­ζον­τάς τους λοι­πὸν συ­νέ­χεια μ’ αὐ­τὸν τὸν δε­λε­α­στι­κὸ λο­γι­σμό, δὲν θὰ κα­τα­λα­βαί­νουν κα­θό­λου πῶς θὰ περ­νά­ει ὁ και­ρός. Δὲν θὰ παίρ­νουν εἴ­δη­ση πό­τε θά ‘ρχε­ται τὸ τέ­λος τους. Ὁ θά­να­τος θὰ κα­τα­φθά­νει ἀ­προ­ει­δο­ποί­η­τα, θὰ τοὺς βρί­σκει ἀ­προ­ε­τοί­μα­στους καὶ θὰ γί­νον­ται ἔ­τσι γιὰ πάν­τα δι­κοί μας».

Τό­τε ὁ δι­ά­βο­λος γε­μά­τος ἐν­θου­σια­σμό, χα­ρὰ καὶ βι­α­στι­κὴ λα­χτά­ρα τοὺς εἶ­πε: «Ὄν­τως, αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ κα­λύ­τε­ρος τρό­πος γιὰ νὰ ξε­γε­λοῦ­με τοὺς ἀν­θρώ­πους. Τρέξ­τε λοι­πόν νὰ κά­νε­τε ὅ­πως ἀ­κού­σα­τε ἀ­π’ τὸν συ­νά­δελ­φό σας!»
Μή­πως ἔ­χει δί­κιο ὁ πρω­το­μά­στο­ρας τῆς πο­νη­ριᾶς; Μή­πως ἡ ἀ­λό­γι­στη σπα­τά­λη τοῦ χρό­νου, θη­σαυ­ροῦ ἀ­νε­κτί­μη­του, ἀλ­λ’ ὄ­χι καὶ ἀ­νε­ξάν­τλη­του, εἶ­ναι τε­λι­κὰ ἡ με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­νο­η­σί­α; Για­τί ἄ­ρα­γε ἡ φι­λαν­θρω­πί­α τοῦ Θε­οῦ κά­θε μέ­ρα μᾶς ἐ­γεί­ρει «ἐκ τῆς κλί­νης καὶ τοῦ ὕ­πνου» καὶ πα­ρα­τεί­νει τὸν χρό­νο τῆς ζω­ῆς μας; Γιὰ νὰ πα­ρα­δο­θοῦν οἱ καρ­δι­ές μας σὲ κραι­πά­λη, μέ­θη καὶ μέ­ρι­μνες  βιοτικές; (Λουκ. 21, 34). Ἢ μή­πως γιὰ νὰ μᾶς δο­θοῦν πο­λύ­τι­μες εὐ­και­ρί­ες νὰ γνω­ρίσου­με τὸ θέ­λη­μα τοῦ Κυ­ρί­ου, νὰ ἐγ­κα­τα­λεί­ψου­με τὴν ἀ­φρο­σύ­νη τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ ἔτσι ἀ­πὸ ἄ­σο­φοι νὰ γί­νουμε σο­φοί; (Ἐ­φ. 5, 15-20).
Καὶ για­τί, ἀ­λή­θεια, θε­ω­ροῦ­με ἀ­νε­ξάν­τλη­το τὸν χρό­νο μας; Ποι­ός μᾶς τὸ ἐγ­γυᾶ­ται αὐ­τό; Μό­νο ὁ δι­ά­βο­λος, ποὺ πα­σχί­ζει μὲ κά­θε τρό­πο νὰ μᾶς ξε­γε­λά­ει καὶ νὰ μᾶς ἀ­πο­κοι­μί­ζει μὲ τὴ δια­ρκῆ ἀ­να­βο­λή. Τί λέ­ει ὁ Χρι­στός; Ἀ­κρι­βῶς τὸ ἀν­τί­θε­το: «Γρη­γο­ρεῖ­τε (μεί­νε­τε ξά­γρυ­πνοι), για­τί δὲν γνω­ρί­ζε­τε τὴν ἡ­μέ­ρα οὐ­δὲ τὴν ὥ­ρα ποὺ ὁ Υἱ­ὸς τοῦ Ἀν­θρώ­που ἔρ­χε­ται» (Ματθ. 25, 13). Καὶ ὅ­ταν ἔλ­θει Ἐ­κεῖ­νος, ὅ­σοι δα­πα­νή­σα­με ὁ­λό­κλη­ρο τὸν χρό­νο μας στὴν ἁ­μαρ­τί­α θὰ ἐ­κλι­πα­ρή­σου­με γιὰ μιὰ στιγ­μὴ με­τα­νοί­ας καὶ δὲν θὰ μᾶς δο­θεῖ.
Στὶς ἡ­μέ­ρες τοῦ Νῶ­ε οἱ ἄν­θρω­ποι, ἀ­γνο­ών­τας τὶς προ­ει­δο­ποι­ή­σεις του, ζοῦ­σαν ἐν­τε­λῶς ἀ­μέ­ρι­μνοι. Ἔ­τρω­γαν, ἔ­πι­ναν, παν­τρεύ­ον­ταν, πω­λοῦ­σαν, ἀ­γό­ρα­ζαν, σὰν νὰ ἐ­πρό­κει­το νὰ μεί­νουν γιὰ πάν­τα στὴ γῆ. Ἦρ­θε ὅ­μως ξαφ­νι­κὰ ὁ κα­τα­κλυ­σμὸς καὶ χά­θη­καν ὅ­λοι (Λουκ. 17, 26-27). Τὸ ἴ­διο δυ­στυ­χῶς συμ­βαί­νει καὶ σὲ μᾶς. Μᾶς νοιά­ζει μό­νο τὸ τώ­ρα. Τὴ στιγ­μὴ αὐ­τὴ νὰ πε­ρά­σου­με κα­λά. Καμ­μιὰ σκέ­ψη τί θὰ γί­νει πα­ρα­πέ­ρα. Ζοῦ­με γιὰ τὴ στιγ­μὴ καὶ χά­νου­με τὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα. Ὣς τὴν τε­λευ­ταί­α μας πνο­ὴ νο­μί­ζου­με πὼς ἔ­χου­με και­ρὸ καὶ ὅ­λο ἀ­να­βάλ­λου­με τὸ ἔρ­γο τῆς σω­τη­ρί­ας μας. Δὲν σκε­φτό­μα­στε πο­τὲ ὅτι, «ὡς κλέ­πτης ἐν νυ­κτὶ» (Α΄ Θεσ. 5, 2), θά ’ρ­θει κά­πο­τε τὸ τέ­λος.
Γρά­φει κά­ποι­ος: «Θυ­μᾶ­μαι μιὰ ἱ­στο­ρί­α ποὺ δι­ά­βα­σα κά­που γιὰ ἐ­κεῖ­νον τὸν μελ­λο­θά­να­το στὸν και­ρὸ τῆς Τρο­μο­κρα­τί­ας (ἐν­νο­εῖ τὴ «φω­τι­σμέ­νη» Γαλ­λι­κὴ Ἐ­πα­νά­στα­ση), ὁ ὁ­ποῖ­ος δι­ά­βα­ζε ἕ­να βι­βλί­ο μέ­σα στὸ κά­ρο ποὺ τὸν πή­γαι­νε στὴν ἀγ­χό­νη καί, πρὶν ἀ­νέ­βει στὴν γκι­λο­τί­να, ση­μά­δε­ψε τὴ σε­λί­δα στὴν ὁ­ποί­α εἶ­χε φτά­σει» (Jacques Bonnet, Βι­βλι­ο­θῆ­κες γε­μά­τες φαν­τά­σμα­τα). Λὲς καὶ θὰ εἶ­χε τὴν εὐ­και­ρί­α νὰ ξα­να­δι­α­βά­σει! Οὔ­τε ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μὴ δὲν πῆ­ρε εἴ­δη­ση ὅ­τι γι’ αὐ­τὸν εἶ­χε ση­μά­νει ὁ­ρι­στι­κὰ πλέ­ον τὸ τέ­λος τοῦ χρό­νου. Πό­σο τοῦ μοι­ά­ζου­με! Ἡ ἁ­μαρ­τί­α δυ­στυ­χῶς φέρ­νει τύ­φλω­ση καὶ πώ­ρω­ση.
Ὡ­σό­του ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ μᾶς δί­νει χρό­νο, ἂς τὸν ἀ­ξι­ο­ποι­οῦ­με συ­νε­τά. Ὁ χρό­νος εἶ­ναι ὁ με­γα­λύ­τε­ρος θη­σαυ­ρός. Ἂν τὸν σπα­τα­λή­σου­με, δὲν τὸν ξα­να­γο­ρά­ζου­με οὔ­τε μὲ ὅ­λα τὰ λε­φτὰ τοῦ κό­σμου. Δὲν ξα­νάρ­χε­ται πί­σω μὲ τί­πο­τε. 
Ἐ­σύ; Πῶς πᾶς ἀ­πὸ χρό­νο; Ἔ­χεις ἀρ­κε­τόν; Μή­πως λὲς κι ἐ­σύ: «Σή­με­ρα ἁ­μαρ­τά­νω καὶ αὔ­ριο με­τα­νο­ῶ;» Ὁ Κύ­ριος κα­νο­νί­ζει τί θὰ γί­νει αὔ­ριο, ὄ­χι ἐ­σύ. Μὴ «σκο­τώ­νεις» λοι­πὸν ἄλ­λο τὸν πο­λύ­τι­μο χρό­νο σου. Κά­νε σή­με­ρα «ἀρ­χὴν με­τα­νοί­ας».

(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 378, Ἰαν. 2015)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου