Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

Ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου κατὰ τὸν Ἑσπερινὸν ἐν τῷ Ἱερῷ Ναῷ τοῦ Ἁγίου Βουκόλου Σμύρνης (5 Φεβρουαρίου 2016)


Ὁμιλία
τῆς Α. Θ. Παναγιότητος
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου
κ. κ. Βαρθολομαίου
κατὰ τὸν Ἑσπερινὸν
ἐν τῷ Ἱερῷ Ναῷ τοῦ Ἁγίου Βουκόλου Σμύρνης
(5 Φεβρουαρίου 2016)

Ἱερώτατοι ἅγιοι ἀδελφοὶ ἀρχιερεῖς,
Φίλτατε κ. Γενικὲ Πρόξενε τῆς Ἑλλάδος,
Ἐντιμότατοι καὶ ἀγαπητοὶ ἐκπρόσωποι τῶν ἀρχῶν,
Εὐλογημένοι προσκυνηταὶ τῶν ἱερῶν καὶ ὁσίων τῆς ἀλησμονήτου Ἰωνικῆς γῆς, εἰς τὴν ὁποίαν μέχρι πρὸ 94 ἐτῶν «εἰρήνη καὶ δόξα καὶ ζωὴ καὶ κοινὸς βίος τῶν κατοίκων της ἐβασίλευσεν ἀνέσπερα», ὅπως γράφει καὶ ὁ Σμυρνιὸς ποιητής μας Γιῶργος Σεφέρης,
τὸν δὲ Σεφέρην συμπληρώνει ἡ ποιητικὴ μοῦσα τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ εἰς τὸ ποίημά του «Ἀνατολή»:

«Πέρα ὡς πέρα στὴ γῆ τῆς Ἰωνίας
δοξαστικὸ ἀχολόγησε τροπάρι!
...
Καὶ ὦ Σμύρνη πάντα ἐσὺ μαργαριτάρι
στὰ μαλλιὰ τῆς νεράϊδας Μικρασίας!»

Μὲ τοὺς στίχους αὐτοὺς οἱ γνωστοὶ ποιηταί μας Σεφέρης καὶ Παλαμᾶς ἐκφράζουν τὰ συναισθήματα ποὺ διακατέχουν καὶ ἡμᾶς σήμερα, εὑρισκομένους εἰς τὴν Σμύρνην, ὅσους ἤλθαμε νὰ προσευχηθοῦμε εἰς τὸν μόνον διασῳζόμενον Ναὸν τοῦ Ἁγίου Βουκόλου. Ἤλθαμε διὰ νὰ τιμήσουμε τὸ στολίδι αὐτὸ τῆς Ἰωνίας∙ διὰ νὰ ἐνθυμηθοῦμε τοὺς προγόνους μας, οἱ ὁποῖοι ἐπὶ αἰῶνας ἔζησαν ἐδῶ εἰρηνικῶς∙ διὰ νὰ λατρεύσουμε τοὺς Ἁγίους τοὺς ὁποίους ἀνέδειξεν αὐτὸς ὁ τόπος ἁγιότητος καὶ εὐσεβείας καὶ πίστεως∙ καὶ διὰ νὰ μαρτυρήσουμε τὴν μακραίωνα ὑπερπολύτιμον πνευματικὴν καὶ πολιτισμικὴν κληρονομίαν τοῦ Γένους μας εἰς τοὺς ἀλησμονήτους τούτους χώρους τῆς καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολῆς.


«Ἡ πόλη ποὺ κάηκε
ξαναγεννήθηκε στὴν ἄλλη ὄχθη…
Ἕνα μὲ τὸ κορμί μας,
κυλάει μὲς στὸ αἷμα μας».
(Κ.Χ. Μύρης (Κ. Γεωργουσόπουλος), «Η στάχτη που ταξίδευε», 1992).

Ἀληθῶς, σήμερα βιώνουμε μίαν Ὀρθόδοξον πνευματικὴν ἀναγέννησιν τῆς Σμύρνης, ἡ ὁποία, ἄλλωστε, οὐδέποτε ἔπαυσε νὰ ζῇ εἰς τὴν καρδιά μας• τὴν καρδιὰ τοῦ Γένους μας∙ οὐδέποτε ἔπαυσε νὰ εἶναι ἀντικείμενον καὶ ὑποκείμενον τῶν στεναγμῶν καὶ τῶν πόθων τοῦ πολυπαθοῦς Γένους μας. Καὶ δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ παύσῃ νὰ ζῇ, διότι ὅσοι ἔζησαν εἰς τὴν Σμύρνην καὶ αἱ ἱστορικαὶ περιπέτειαι τοὺς ἀνάγκασαν νὰ ἐκπατρισθοῦν, μὲ τὸν πλέον δραματικὸν καὶ ὀδυνηρὸν τρόπον, συνεχῶς ἔκτοτε θρηνοῦν, ὡς ἄλλοι Ἰσραηλῖται ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος, τὴν χαμένην των Ἱερουσαλήμ, καὶ μονολογοῦν μὲ τὸν ψαλμῳδό «κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν μή σου μνησθῶ, ἐὰν μὴ προανατάξωμαι τὴν Ἱερουσαλὴμ ἐν ἀρχῇ τῆς εὐφροσύνης μου» (Ψαλμ. 136, 6).

Τί καὶ ἂν σήμερον οἱ βιαίως ἐκπατρισθέντες πατέρες μας δὲν εὑρίσκονται ἀνάμεσά μας; Εἶναι μαζί μας, «ἀοράτως συνόντες», μαζὶ μὲ τοὺς ἀπογόνους των, τὰ τέκνα καὶ τὰ ἔκγονά των, αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἐγαλουχήθησαν μὲ τὸ κάλλος τῆς Σμύρνης, μέσα εἰς τὴν γλυκεῖαν ἰωνικὴν ἀτμόσφαιραν, μὲ τὴν χαμένη θαλπωρή της, μὲ τὰ τραγούδια καὶ τοὺς παθιασμένους ἀμανέδες της, μὲ τὴν ἀρχοντιὰ τῶν κατοίκων της, μὲ τὴν παιχνιδιάρικη θαλάσσά της, μὲ τὰς τόσας διηγήσεις καὶ ἀφηγήσεις διὰ τὴν ἀγαπημένην Σμύρνην.

Εἶναι, λοιπόν, ἡ στιγμὴ καὶ ἡ ὥρα τῆς ἐπιστροφῆς μας εἰς τὸ πανάρχαιο τοῦτο λίκνον τοῦ πολιτισμοῦ, τὸ χιλιοτραγουδισμένο, ἀλλὰ καὶ ποτισμένο μὲ τὸ αἶμα τόσων μαρτύρων.

Τὸ αἷμα τῶν χιλιάδων ἀπὸ αἰώνων μαρτύρων, ἀπὸ τὸν Ἅγιον Πολύκαρπον μὲχρι τῶν μαρτύρων τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος, γίνεται εὐωδία πνευματική, ποὺ ξεχύνεται εἰς τὴν ἀτμόσφαιραν τῆς Σμύρνης, καὶ μᾶς καλεῖ εἰς ἀνάμνησιν τῆς θυσίας, ἑκουσίας ἢ ἀκουσίας, τῶν ἀθώων θυμάτων, τὰ ὁποῖα προσεφέρθησαν εἰς τὸν Θεὸν εἴτε ὡς θυμίαμα εὔοσμον, εἴτε ὡς ἱλασμὸς ἀπὸ κάθε ρύπον καὶ ἀνθρωπίνην βιοτικὴν κακίαν.

Αὐτὴν τὴν στιγμήν, λοιπόν, εἶναι μαζί μας, ἐδῶ εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Βουκόλου, «οἱ ἐρχόμενοι ἐκ τῆς θλίψεως τῆς μεγάλης, καὶ ἔπλυναν τὰς στολὰς αὐτῶν καὶ ἐλεύκαναν αὐτὰς ἐν τῷ αἵματι τοῦ Ἀρνίου» (Ἀποκ. Ἰωάν. ζ΄, 14). Εἶναι μαζί μας ὁ προστάτης τῆς πόλεως Ἅγιος Βουκόλος, ὁ ὁποῖος διηκόνησε τὴν Ἐκκλησίαν καὶ τὸν λαόν της μὲ εὐσυνειδησίαν, μὲ θερμότητα καὶ μὲ αὐταπάρνησιν κατὰ τὰ μαρτυρικὰ ἐκεῖνα χρόνια, καὶ ὑπῆρξε διὰ τὸ ποίμνιόν του πατὴρ καὶ ποιμήν, τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θύσας ὑπὲρ τῶν προβάτων. Πρὸς δὲ τοὺς ἀλλοθρήσκους κατοίκους τῆς περιοχῆς, καὶ τῆς ἐποχῆς του ὁ Ἅγιος Βουκόλος, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ συναξαριστής του, συμπεριεφέρετο μὲ ἀνοχήν, σύνεσιν καὶ διάκρισιν, προσέχων νὰ μὴ τοὺς ἐρεθίζῃ, ἀλλὰ μὲ τὸν φωτισμὸν καὶ τὴν ἀγάπην του νὰ τοὺς ἑλκύῃ εἰς τὴν ἀληθινὴν πίστιν. Εἶναι αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἐκληροδότησεν εἰς τὴν πόλιν του, εἰς τὴν Σμύρνην, ὡς ἄξιον διάδοχόν του τὸν Ἱερομάρτυρα Πολύκαρπον, διὰ νὰ καρποφορήσῃ ἔκτοτε ἡ τοπικὴ αὐτὴ Ἐκκλησία ἀναριθμήτους καλοὺς καρποὺς πνευματικούς, τὰς ψυχὰς τῶν σεσωσμένων.

Ἡ μεγάλη δύναμις τῆς Ὀρθοδοξίας μας, ἀδελφοὶ καὶ τέκνα, εἶναι ὅτι καταφέρνει νὰ νικᾷ τὴν ὀδύνην, ὥστε νὰ μὴ ἀποτελῇ πλέον αὕτη κακόν∙ ἀντιθέτως, ἡ ὀδύνη νὰ ἀποτελῇ ἀγαθὸν καὶ ἐπίσκεψιν Θεοῦ. Ἔτσι καὶ αἱ ὀδύναι, ἀπὸ τὰς ὁποίας διῆλθον οἱ χριστιανοὶ αὐτῆς τῆς πόλεως διὰ μέσου τῶν αἰώνων, παρ᾿ ὅτι ἀνθρωπίνως φαίνονται πράγματα φοβερὰ καὶ φρικτά, εἰς τὴν πραγματικότητα ἔγιναν ὀχήματα καὶ σχήματα δημιουργίας μέσα ἀπὸ τὸν ὄλεθρον καὶ τὰ ἀποκαΐδια.

Ὁ πόνος, ἄλλωστε, ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, εἶναι ζυμωμένος μὲ τὸ Ρωμαίηκο Γένος μας. Ὡς Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον καὶ ὡς Ὀρθόδοξον Γένος, δὲν φοβούμεθα τὸν πόνον, δὲν μᾶς τρομάζει ὁ θάνατος, δὲν μᾶς δυσκολεύει ἡ ἀπουσία τῶν πραγμάτων ἢ τῶν ἀνθρώπων. Διὰ τοῦτο καὶ ὑπάρχουμε, πιστεύοντες καὶ ἐλπίζοντες μόνον εἰς τὸν κυβερνῶντα τὰ πάντα Κύριον.

Μπορεῖ οἱ παλαιοὶ Σμυρναῖοι νὰ ἔχουν φύγει σχεδὸν ὅλοι ἀπὸ τὴν ζωήν:
«Ὅλοι οἱ ἀγαπημένοι
φωτογραφίες μείνανε
στὸν τοῖχο ἀναρτημένοι

Ἔσβησε ἡ ἀνάσα τους,
τὸ γέλιο, ἡ μιλιά,...

Ὅλα γίναν ἀνάμνηση
μέσα στὴν μοναξιά.
Ἀπίστευτο! Πῶς ἔφυγε
ὁλόκληρη γενιά;»
(Ἱ. Μονὴ Παναγίας Βαρνάκοβας, Παρηγοριὰ τῆς Θεϊκῆς ἀγάπης, Δωρίδα 2012, ποίημα «Ἀπουσία», σελ. 31). Δὲν μᾶς πιάνει ὅμως οὔτε ἀπελπισία, οὔτε ἀπόγνωσις, μόνον ἴσως κάποιο ἀνθρώπινο «μυρήκασμα» λύπης ὅταν πεθαίνῃ κάποιος προσφιλής μας, καὶ τὸν καλύπτῃ σὺν τῷ χρόνῳ ὁ πέπλος τῆς ἀπουσίας. Διότι, οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ προσδοκῶμεν Ἀνάστασιν νεκρῶν, «ἀγάπης τὸ ἀντάμωμα», εἰς τὸν οὐρανόν, εἰς τὸ ἀνέσπερον φῶς τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τὰ ὄνειρα, ὅλοι οἱ στόχοι τοὺς ὁποίους ἔχουμε εἰς τὸ σύντομο πέρασμα ἀπὸ αὐτὸν τὸν φθαρτὸν κόσμον, σβύνουν δι᾿ ἡμᾶς μὲ τὸν θάνατον καὶ μένει μόνον ἡ «καλὴ καρδιά»∙ μένει μόνον ἡ «δικαιοσύνη» καὶ «τὰ ἔργα», τὰ ὁποῖα «ἡ κρίσις τοῦ Θεοῦ» θὰ ἀποδώσῃ «ἐν τῷ καιρῷ αὐτῶν» καὶ εἰς τοὺς θύτας καὶ εἰς τὰ θύματα.

Μόνον ὁ ὑπερκόσμιος στόχος, ὁ εὐλογημένος πόθος τῆς αἰωνιότητος, ὅπως τῶν Ἁγίων τῆς Ἰωνίας, μὲ προεξάρχοντα τὸν Ἅγιον Βουκόλον, ἔχει προέκτασιν εἰς τὴν αἰωνιότητα, ὅπου εἴμεθα βέβαιοι ὅτι θὰ μᾶς περιμένουν οἱ ἀγαπημένοι νεκροί μας, οἱ ἀγαπημένοι μάρτυρες, οἱ ἰδικοί μας ἄνθρωποι, καὶ αὐτοὶ ποὺ ἐγνωρίσαμε εἰς τὸν ἐπίγειον βίον μας, καὶ ὅσοι δὲν ἐγνωρίσαμε.

Ἀπὸ τῆς ἀπόψεως αὐτῆς, ἡ παλαιὰ Σμύρνη δὲν ἔχει καῆ. Δὲν ἔχει παύσει νὰ ὑπάρχῃ. Ὑπάρχει εἰς τὸ φῶς ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὰ ἐπέκεινα, ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων, ἀπὸ τὸ φῶς τὸ ὁποῖον ἀμυδρὰ σήμερα δείχνει νὰ ἐπανέρχεται, κατὰ τὰ κρίματα τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ φωτίζῃ καὶ τὶς ἑπτὰ Ἐκκλησίες τῆς Ἀποκαλύψεως, μὴ παῦον ἐσχατολογικῶς νὰ φωτίζῃ καὶ τὶς ψυχές μας διὰ νὰ κατανοοῦν «μυστήρια Θεοῦ», τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι ἀντιληπτὰ μὲ τοὺς αἰσθητοὺς ὀφθαλμούς μας.
Αὐτὴ ἡ Σμύρνη μᾶς ἀναμένει ἐκεῖ ὅπου ὅλα θὰ ἀποκατασταθοῦν ἀπὸ τὴν δικαίαν κρίσιν τοῦ Θεοῦ, ὅλοι οἱ ἀδικημένοι θὰ δικαιωθοῦν, «ἔγιναν πιστοὶ ἄχρι θανάτου» καὶ ὅλοι οἱ ἀθῶοι μάρτυρες θὰ δοξασθοῦν, ὅλοι ὅσοι ἐδιώχθησαν διὰ τὴν πίστιν των, καὶ θὰ λάμψουν ὡς ὁ Ἥλιος.

Προσδοκῶντες, λοιπόν, τὴν παρουσίαν τοῦ πνεύματος καὶ τῆς Χάριτος καὶ εἰς τὴν Σμύρνην καὶ εἰς ὅλην τὴν Ἰωνίαν, προσδοκῶντες «καινοὺς οὐρανοὺς καὶ γῆν καινήν», εὐχαριστοῦμεν ὅλους σας, οἱ ὁποῖοι ἤλθετε ἀπόψε συμπροσκυνηταὶ τοῦ ἡλιοβασιλέματος, καὶ τῆς μαρτυρίας τὴν ὁποίαν, μὲ ἡγουμένην τὴν ἡμετέραν Μετριότητα, ὅλοι μας δίδουμε διὰ νὰ κρατῆται ἡ Ὀρθόδοξος χριστιανικὴ Σμύρνη ζωντανή.


Εὐχόμεθα εἰς ὅλους τὴν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων τῆς Σμύρνης καὶ κατακλείουμε τὸν λόγον μὲ τό «Αἰωνία ἡ μνήμη» διὰ τὰς ψυχὰς τῶν προαναπαυσαμένων Σμυρναίων μας, καὶ μὲ τό «Κύριε ἐλέησον» διὰ τὰς θλιβομένας εἰσέτι καὶ βοηθείας Θεοῦ δεομένας ψυχὰς τῶν ἀπογόνων τῆς πονεμένης Ρωμηοσύνης τῆς Ἰωνίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου