Τετάρτη 10 Αυγούστου 2016

Ο Πατρινός Αγιορείτης Μητροπολίτης Ιεζεκιήλ πρώην Κώου


Ο Πατρινός Αγιορείτης Μητροπολίτης 
Ιεζεκιήλ πρώην Κώου 
(1913 - 22 Ιουλίου 1987)

Γεν­νή­θη­κε στην Πά­τρα, την πό­λη του ά­γιου Ανδρέ­ου του Πρω­το­κλή­του, τον ο­ποί­ο ι­διαί­τε­ρα ευ­λα­βεί­το, το 1913, α­πό φτω­χή οι­κο­γέ­νεια, ο κα­τά κό­σμον Χρη­στός Τσου­κα­λάς. Πνευ­μα­τι­κό ο­δη­γό εί­χε τον λί­αν ε­νά­ρε­το αρχι­μαν­δρί­τη Γερ­βά­σιο Πα­ρα­σκευό­που­λο († 1964). Το 1934 ε­κά­ρη μο­να­χός στη μο­νή Κορώ­νης και χει­ρο­το­νή­θη­κε διά­κο­νος και το 1935 πρε­σβύ­τε­ρος α­πό τον μη­τρο­πο­λίτη Θεσ­σα­λιώ­τι­δος Ιε­ζε­κι­ήλ (†1953). Τε­λεί­ω­σε τη Θε­ο­λο­γι­κή Σχο­λή του Πα­νε­πι­στημί­ου Α­θη­νών.
Διε­τέ­λε­σε πρω­το­σύ­γκελ­λος και ιε­ρο­κή­ρυ­κας των ιε­ρών μη­τρο­πό­λε­ων Θεσ­σα­λιώ­τι­δος, Θη­βών και Γόρ­τυ­νος. Το 1937 με­τέ­βη στην Α­με­ρι­κή, κα­τό­πιν προ­σκλή­σε­ως του αρ­χιε­πι­σκό­που Α­θη­να­γό­ρου. Ε­κεί δια­κό­νη­σε διά­φο­ρες ελ­λη­νορ­θό­δο­ξες κοι­νό­τη­τες της Βο­στώ­νης. Α­πό το 1941 υ­πη­ρέ­τη­σε ως κα­θη­γη­τής της Θε­ολο­γι­κής Σχο­λής του Τι­μί­ου Σταυ­ρού Βο­στώ­νης. Το 1943 πή­ρε με­τα­πτυ­χια­κό δί­πλωμα Θε­ο­λο­γί­ας.
Το 1950 χει­ρο­το­νή­θη­κε ε­πί­σκο­πος Να­ζιαν­ζού, ό­που δια­κρί­θη­κε για την πλού­σια ποι­μα­ντι­κή και φι­λαν­θρω­πι­κή του δρά­ση.
Το 1959 ε­ξε­λέ­γη αρ­χιε­πί­σκο­πος Αυ­στραλί­ας. Συ­νέ­χι­σε κι ε­κεί το πλού­σιο ποι­μα­ντι­κό του έρ­γο με την ί­δρυ­ση να­ών και σχο­λεί­ων. Το 1974 πα­ρη­τή­θη κι ε­ξε­λέ­γη μη­τρο­πο­λί­της Πι­σι­δί­ας. Το 1979 ε­ξε­λέ­γη μη­τρο­πο­λί­της Κώ­ου. Το 1984 πα­ρη­τή­θη για λό­γους υ­γεί­ας και α­πο­συρ­θή στο Ά­γιον Ό­ρος.
Υ­πήρ­ξε φι­λο­μό­να­χος κι έν­θερ­μος φι­λο­α­θω­νί­της. Ε­πι­σκε­πτό­ταν συ­χνά για πολ­λά χρό­νια τις μο­νές και τις σκή­τες του Α­γί­ου Ό­ρους. Λά­μπρυ­νε τις πανη­γύ­ρεις, χει­ρο­το­νού­σε ιε­ρείς, α­πο­συ­ρό­ταν σε Κελ­λιά προς με­λέ­τη και προ­σευ­χή. Τον διέ­κρι­νε πρα­ό­τη­τα και κα­λο­κα­γα­θί­α. Τα προ­βλή­μα­τά του ε­να­πέ­θε­τε στα χέ­ρια του Θε­ού προς κα­λύ­τε­ρη ε­πί­λυ­ση. Στις μα­κρές α­γιο­ρεί­τι­κες α­γρυπνί­ες πα­ρέ­με­νε στύ­λος α­κλό­νη­τος. Α­να­καί­νι­σε το Ξε­νο­φω­ντι­νό Κελ­λί του Α­γίου Τρύ­φω­νος, αλ­λά δεν πρό­λα­βε να το χα­ρεί πο­λύ. Ό­ταν πά­ντα κα­τα­δε­κτι­κός, με καρ­διά μι­κρού παι­διού, πρό­θυ­μος να συν­δρά­μει κά­θε α­να­ξιο­πα­θού­ντα συ­νάνθρω­πο.
Δεν α­πέ­στρε­ψε το πρό­σω­πό του α­πό κα­νέ­να που τον πλη­σί­α­σε για βο­ή­θεια. ’Ι­διαί­τε­ρα βο­ή­θη­σε ά­πο­ρους φοι­τη­τές και σπου­δα­στές. Εί­χε πολ­λά πνευμα­τι­κά τέ­κνα, που τ’ α­γα­πού­σε και τον α­γα­πού­σαν. Αρ­κε­τά α­πό αυ­τά α­κο­λού­θησαν την Ιε­ρο­σύ­νη. Πα­ρό­τι έ­ζη­σε πολ­λά χρό­νια στο ε­ξω­τε­ρι­κό, ή­ταν πά­ντα φιλα­κό­λου­θος και πα­ρα­δο­σια­κός. Γι’ αυ­τό ή­ταν απ’ ό­λους πο­λύ σε­βα­στός.
Υ­πήρ­ξε φω­τει­νή μορ­φή της Ορ­θό­δο­ξης Ιε­ραρ­χί­ας. Τον γνώ­ρι­σα παι­δί στο με­τό­χι της Σί­μω­νος Πέ­τρας, το να­ό της Α­να­λή­ψε­ως στον Βύ­ρω­να Α­θη­νών, ό­που σ’ έ­να ε­σπε­ρι­νό με χει­ρο­θέ­τη­σε α­να­γνώ­στη. Χά­ρη­κε πο­λύ για τη μο­να­χι­κή μου α­φιέ­ρω­ση και μου ευ­χή­θη­κε τα δέ­ο­ντα. Τον στό­λι­ζε η ιε­ρο­πρέ­πεια και η σεμνό­τη­τα. Ο διά­δο­χος του Κελ­λιού του Γέ­ρο­ντας Ιω­αν­νί­κιος έ­γρα­φε: Αλ­λά και ασθε­νής ων δεν έ­παυ­σε να ερ­γά­ζε­ται διά την Εκ­κλη­σί­αν. Η φρο­ντίς του διά την μόρ­φω­σιν και α­νά­δει­ξιν ποι­μέ­νων με ελ­λη­νορ­θό­δο­ξον βί­ω­μα, ε­ντός της ζω­οποιού Πα­ρα­δό­σε­ώς μας, ή­το δι’ αυ­τόν α­διά­λει­πτος… “Μνή­μη δι­καί­ου” και ε­νάρε­του αν­δρός ά­φη­σεν ο σε­βά­σμιος Γέ­ρο­ντάς μας. Ας έ­χω­με την ευ­χή του και ας πρε­σβεύ­ει υ­πέρ ή­μών».
Α­νε­παύ­θη εν Κυ­ρί­ω στην Α­θή­να στις 22.7.1987, της α­γί­ας Μα­γδα­λη­νής, στην ο­ποία εί­χε με­γά­λη ευ­λά­βεια, πα­ρα­μο­νή της ο­νο­μα­στι­κής του ε­ορ­τής, του προ­στάτη του προ­φή­τη Ιε­ζε­κι­ήλ. Θα μπο­ρού­σε με τον α­πό­στο­λο να πει: «Τον α­γώ­να τον κα­λό η­γώ­νι­σμαι, τον δρό­μον τε­τέ­λε­κα, την πί­στιν τε­τή­ρη­κα, λοι­πόν α­πό­κειταί μοι ο της δι­καιο­σύ­νης στέ­φα­νος». Η ε­ξό­διος α­κο­λου­θί­α του α­νε­γνώ­σθη στο Κα­θο­λι­κό της ιε­ράς μο­νής Ξε­νο­φώ­ντος υ­πό ε­πι­σκό­πων, η­γου­μέ­νων, ιε­ρο­μο­νάχων και μο­να­χών. Γρά­φει πά­λι ο Γέ­ρο­ντας Ιω­αν­νί­κιος: «Η ε­ξό­διος α­κο­λου­θί­α (κη­δεί­α) του α­ει­μνή­στου έ­γι­νε, κα­τά την ε­πι­θυ­μί­αν του, εις το Ά­γιον Ό­ρος. Υπήρ­ξε πο­λύ κα­τα­νυ­κτι­κή και σε μί­α α­τμό­σφαι­ρα α­λη­θι­νής μυ­στα­γω­γί­ας. Δύ­ο σημεί­α α­ξί­ζει να α­να­φερ­θούν. Κα­θώς μας ε­πλη­ρο­φό­ρη­σαν και κα­θώς εί­δα­με ι­δί­οις όμ­μα­σι, το νε­κρόν σώ­μα εί­χε ευ­λυ­γι­σί­αν (χά­ρι­σμα που α­πο­λαμ­βά­νουν οι μονα­χοί), και το πρό­σω­πον του λει­ψά­νου, ε­νώ εις την αρ­χήν ή­το με­λα­νόν, λό­γω της τα­ρι­χεύ­σε­ως, εις το τέ­λος της νε­κρώ­σι­μου προ­σευ­χής, α­πέ­κτη­σε φυ­σι­κόν και φω­τει­νόν χρώ­μα…». Ε­τά­φη στο κοι­μη­τή­ρι της μο­νής, στ’ α­για­σμέ­να χώ­ματα του Πε­ρι­βο­λιού της Πα­να­γί­ας, πλη­σί­ον των α­γα­πη­τών Α­θω­νι­τών πα­τέ­ρων. Είχε αρ­κε­τά χρό­νια να τα­φεί αρ­χιε­ρεύς στο Ά­γιον Ό­ρος.

Πη­γές-Βι­βλιο­γρα­φί­α:
Γε­ωρ­γί­ου Πρί­ντζι­πα, Ο πρώ­ην Αυ­στρα­λί­ας και Κώ­ου Ιε­ζε­κι­ήλ (1913-1987), Εκ­κλησια­στι­κή Α­λή­θεια 259/1987, σ. 2. Ματ­θαί­ου Μπα­ρού­ση, Ο μη­τρο­πο­λί­της πρώ­ην Κώ­ου Ιε­ζεκι­ήλ (1913-1987), Εκ­κλη­σια­στι­κή Α­λή­θεια 266/1987, σ. 7, 267/1988, σ. 7. ?ω­αν­νι­κί­ου αρ­χιμ., «Μνή­μη Δικαί­ου», ’Ορ­θό­δο­ξος Τύ­πος 756/1987, σ. 1 και 2.
Πη­γή: Μο­να­χού Μω­υ­σέ­ως Α­γιο­ρεί­του, Μέ­γα Γε­ρο­ντι­κό ε­να­ρέ­των α­γιο­ρειτών του ει­κο­στού αιώ­νος Τό­μος Γ’ – 1956-1983, § Ιε­ρο­μό­να­χος Πορ­φύ­ριος Ι­βη­ρί­της (1870-1913), σελ. 1202-1205, Εκ­δό­σεις Μυ­γδο­νί­α, Α΄ Έκ­δο­σις, Σε­πτέμ­βριος 2011.

Πηγή: Εφημερίδα "Ο ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟΣ"

1 σχόλιο:

  1. Σε επίσκεψή μου στην Μονή Ξενοφώντος, ο μοναχός-υπεύθυνος για το Κοιμητήρι, σε ξενάγηση που έκανε σε κάποιους προσκυνητές, μας είπε ότι πολλοί, κατά καιρούς, είτε μοναχοί είτε λαϊκοί, έχουν αισθανθεί ευωδία να προέρχεται εκ του τάφου του μακαριστού Επισκόπου Ιεζεκιήλ

    ΑπάντησηΔιαγραφή