Ιωσήφ Ροηλίδης*
Ιστορία 1η.
Λίγες μέρες μετά το Πάσχα,
«ξεφυλλίζοντας» το δημοφιλές μέσο κοινωνικής επαφής και επικοινωνίας, το
επονομαζόμενο FaceBook, με τράβηξε η εγγραφή μιας κυρίας, Φινλανδέζας, που την
είχα δει αρκετές φορές στις ακολουθίες της ενοριακής μας εκκλησίας. Ήταν μία δίλεκτη
αναφορά συνοδευόμενη από θαυμαστικό. Είχε ως εξής (σε μετάφραση): «Επιτέλους,
Ορθόδοξη!» Η δίλεκτη αυτή φράση με συντάραξε. Η λέξη επιτέλους χρησιμοποιείται
όταν περιμένεις κάτι για πολύ καιρό, όταν λαχταράς κάτι και αυτό στο τέλος
πραγματώνεται.
Κατάλαβα. Είχε προφανώς βαπτιστεί
μαζί με τους άλλους κατηχούμενους το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, κατά τη
λεγόμενη «Πρώτη ανάσταση». Η αρχαία Εκκλησία τελούσε την πρωινή λειτουργία του
Μεγάλου Σαββάτου για να βαπτίσει τους κατηχούμενους όλου του έτους. ήταν
μία «βαπτισματική» λειτουργία.
Γιαυτό και αντί του Τρισαγίου ύμνου η Εκκλησία
ψάλλει το Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε.
Την πρακτική αυτή ακολουθεί και αυτή η ολιγομελής Ορθόδοξη Εκκλησία του
Απώτατου Βορρά (Ultima Thule). [Ο μακαρίτης πατήρ Αλέξανδρος Σμέμαν
παρουσιάζει την πράξη αυτή της αρχαίας Εκκλησίας στο σπουδαίο βιβλίο του για το
άγιο βάπτισμα Εξ Ύδατος και Πνεύματος, από τις εκδόσεις
Δόμος].
Η λαχτάρα λοιπόν αυτής της
γυναίκας, που την καλλιεργούσε για χρόνια, πήρε σάρκα και οστά. Να γίνει
Ορθόδοξη: δεν ξέρω τι ήταν προηγουμένως. Αδιάφορη, άθεη, Διαμαρτυρόμενη ή κάτι
άλλο. Και επειδή η εικόνα παίζει επίσης κάποιο ρόλο, θα ήθελα να πω ότι δεν
δείχνει καθόλου ένα συντηρητικό, θρησκόληπτο άτομο, που συγκινείται μόνο από τα
«θεοτικά». Δείχνει μια μοντέρνα και δυναμική γυναίκα με το βιογραφικό της να
αναφέρεται σε διευθύντρια επιχειρήσεως. Αυτά όλα βέβαια δεν σημαίνουν τίποτε
όταν η καρδιά παγιδεύεται στην αγάπη του Χριστού.
Ιστορία 2η.
Εδώ και πολύ καιρό στην ενοριακή
μας εκκλησία βλέπω να έρχεται στην κυριακάτικη λειτουργία ένας κύριος με το
χαρακτηριστικό κολάρο του ιερωμένου της Δυτικής Εκκλησίας. Κάθεται σιωπηλός και
παρακολουθεί τη θεία Λειτουργία. Πριν από το Σύμβολο της Πίστεως, μετά την
εκφώνηση της φράσης «τας θύρας, τας θύρας», σηκώνεται διακριτικά από τη θέση
του στον ναό και πηγαίνει να καθίσει στον ευρύχωρο πρόναο, που αποτελεί το
ενοριακό κέντρο της εκκλησίας.
Έμαθα ότι είναι ο πάστορας της
τοπικής Λουθηρανικής Εκκλησίας (της πλειοψηφούσης Εκκλησίας αυτής της χώρας). Ο
ναός στον οποίο διακονεί βρίσκεται γύρω στα 700 μέτρα από την εκκλησία μας,
είναι τεράστιος, σε μοντέρνο αρχιτεκτονικό ρυθμό, στο κέντρο της συνοικίας.
Μετά τη Θεία Λειτουργία, το απόγευμα θα πάει να διευθύνει την Λουθηρανική
«λειτουργία» στο ναό του. Πρέπει να συνεχίσει να δουλεύει μέχρι τη στιγμή που
θα πάρει σύνταξη. Θα είναι το μόνο οικονομικό του στήριγμα στο μέλλον.
Τι θέλει λοιπόν ένας λουθηρανός
πάστορας μιας κυρίαρχης Εκκλησίας σ’ αυτή τη χώρα στο ναό μίας μικρής και
αδύναμης (από οικονομική και κοινωνική άποψη) Εκκλησίας, μικρότερης σε αριθμό
ακόμη και από τους μουσουλμάνους που έχουν συρρεύσει στη χώρα τα τελευταία
χρόνια; Αυτό που τράβηξε και την παραπάνω κυρία, και τόσους άλλους είναι: η
χαρά της Αναστάσεως, όπως την εκφράζει η Ορθόδοξη Εκκλησία, σε αντίθεση προς το
βαρύ και μελαγχολικό κλίμα που επικρατεί λόγω της θεολογίας της αμαρτίας στις
εκκλησίες του Λούθηρου, του Καλβίνου, του Ζβίγγλιου και τόσων άλλων. Το
ομολογούν και το δείχνουν τόσοι άνθρωποι που μετεστράφησαν (ιερείς και λαϊκοί).
Τους ακούς να λένε ότι τώρα αισθάνονται ελευθερωμένοι, άνετοι. Όταν ο χορός του
μικρού μας ναού, που αποτελείται κατά πλειοψηφία από ανθρώπους που βαπτίστηκαν
σε ώριμες ηλικίες, έψελνε την πασχαλιάτικη ακολουθία πριν λίγες μέρες, χόρευαν
κυριολεκτικά στο ψαλτήρι. Έβλεπε κανείς τη χαρά της Αναστάσεως να κυλά στα
πρόσωπα τους.
Ο πάστορας μας λοιπόν είναι…
κατηχούμενος. Παρακολουθεί συστηματικά την κατηχητική τάξη της ενορίας μας. Και
σκοπεύει, μόλις πάρει τη σύνταξη του, να βαπτιστεί και να χειροτονηθεί ιερέας
στην Ορθόδοξη εκκλησία. Ως διάκονος στην αρχή και κατόπιν ιερέας δεν θα έχει
κανένα μισθό. Έτσι η σύνταξη θα του είναι χρήσιμη για να επιβιώσει. Η περίπτωση
του μου θυμίζει τον πατέρα Scordino στην Καλαβρία της Νότιας Ιταλίας, πριν από
πολλά χρόνια. Ρωμαιοκαθολικός στρατιωτικός ιερέας στο Ρήγιο, που τον κέρδισε η
Ορθοδοξία. Μόλις πήρε την σύνταξη έγινε Ορθόδοξος και εχειροτονήθη ιερέας.
Ιστορία 3η.
Ο συνδυασμός των δύο παραπάνω.
Χθες στη μικρή μας εκκλησία ετελέσθη κατά την ορθόδοξη παράδοση ο γάμος των δύο
παραπάνω προσώπων: της περί ου ο λόγος κυρίας και του πάστορα. Η κυρία περίμενε
να γίνει πρώτα Ορθόδοξη, για να παντρευτεί μετά ορθόδοξα. Η χαρά τους μεγάλη.
Δέχθηκαν τις ευχές όλης της κοινότητας. Της κοινότητας που προσδοκά την είσοδο
του συζύγου στην χαρά της Βασιλείας του Θεού με το βάπτισμα του.
Μικρές ιστορίες καθημερινής…
τρέλας. Και εννοώ την τελευταία λέξη. Διότι είναι τρέλα σε μια κοινωνία της
αφθονίας και σε ένα κράτος αυστηρά ουδετερόθρησκο, όπου η πλειοψηφία λατρεύει
διάφορους «θεούς» και αδιαφορεί μπροστά σε κάθε μεταφυσική παράδοση, όπου η
Ορθοδοξία δεν αποτελεί την κυριαρχούσα θρησκεία και τον πυρήνα του
«Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», να εγκαταλείπεις την άνεση τού να μην
αισθάνεσαι τίποτε, να αποτάσσεσαι τον Σατανά και να εντάσσεσαι σε μία κοινότητα
της οποίας τα μέλη ομολογούν τη μία πίστη διά της αγάπης: Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους
ἵνα ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογήσωμεν: Πατέρα, Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα.
* αρχτικέτων, μεταφραστής
Ο ζωγραφικός πίνακας που
πλαισιώνει τη σελίδα ("Πανηγύρεως απείκασμα") είναι έργο του Νίκου
Χούτου.
πηγή κειμένου: Aντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου