ΚΙ Η ΛΑΣΕΡΝΑ ΕΚΑΙΓΕ
Του Β. Χαραλάμπους
Τ’ αγριωπό συντρόφεμα
της τραμουντάνας με το νύχτωμα
απόψε ήρθε νωρίς
αψηλά στην έρημο των Κατουνακίων.
Κι η λασέρνα έκαιγε
στ’απέριττο κελί του γέροντα.
Η εξομολόγηση σχεδόν ψυθιριστά
από έναν παλιό κατάδικο
που ξαγγίστρωνε τα τόσα πάθια
που μάζεψε στης ζωής το διάβα.
Στιγμές αλλιώτικες
π’ αργοτυλίγουν την απροσμέτρητη νυχτιά
κείνου στου σκοτασμού.
Η λασέρνα έκαιγε
φωτίζοντας το φτωχικό κελί
και τα δάκρυα λαμπυρίζανε στο πρόσωπο
κείνου του παλιού κατάδικου
«δια πλήθος αμαρτιών».
Κι η λασέρνα έκαιγε
φωτίζοντας και του γέροντα γαλήνιο βλέμμα
αφήνοντας το παρηγόρημα
να πελαγίζει περίεργα
στους τόσους στεναγμούς.
Παραΰστερα μετά την εξομολόγηση εκείνη
αμίλητοι στη σιγαλιά της φεγγαροβραδιάς
ο παπακαλόγερος φίλεψε τον ξένο εκείνο
με το λιγοστό νερομπούλι.
Ολόθερμη η καρδιά του γέροντα
που σιγόκαιε για όλους
«εις τρίβον σωτηρίας ποδηγών»*.
Κι η λασέρνα έκαιγε
στο κελί του γέροντα...
*« κόσμον ποδηγών εις τρίβον σωτηρίας » - Από την
ακολουθίαν του Αγίου Αντωνίου
Τι εστί ‘’λασέρνα’’;
ΑπάντησηΔιαγραφή