Κυριακή 6 Αυγούστου 2017

Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ - π. Δημητρίου Μπόκου

Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ
π. Δημητρίου Μπόκου
Α΄.
Στις ιδιαίτερα λαμπρές εορτές του καλοκαιριού ανήκει και η Μεταμόρφωση του Σωτήρος, στις 6 Αυγούστου. Ο εορτασμός της αρχίζει με προεισαγωγικούς ύμνους (καταβασίες και κοντάκιο) από τις 27 Ιουλίου και εκτείνεται μέχρι και τις 13 Αυγούστου (απόδοση της εορτής). Είναι εορτή του Χριστού, Δεσποτική, γι’ αυτό και κατά την κύρια ημέρα της (6 Αυγούστου) επιτρέπεται κατάλυση ιχθύος, να τρώμε δηλαδή ψάρια, αν και βρισκόμαστε μέσα στην αυστηρή νηστεία της Παναγίας.
Πότε και γιατί συνέβη;
Η Μεταμόρφωση συνέβη λίγο πριν από το πάθος του Κυρίου, τη Σταύρωση δηλαδή και την Ανάσταση. Επειδή ακριβώς επρόκειτο να δοκιμασθεί σκληρά η πίστη των αποστόλων και να εξανεμισθούν εντελώς οι ελπίδες που είχαν στηρίξει πάνω στον δάσκαλό τους όταν θα τον έβλεπαν να πεθαίνει με τον χειρότερο τρόπο, ο Χριστός θέλησε να τους στερεώσει καλά, «πληροφορών αυτούς» ότι δεν είναι μόνο ο,τι φαινόταν, άνθρωπος δηλαδή απλός, αλλά και Θεός τέλειος, «Κύριος και Βασιλεύς των αιώνων». Ώστε οι μαθητές βλέποντας «τα θαυμάσιά του», να μη δειλιάσουν εμπρός στα παθήματά του.

Πώς έγινε;
Έτσι λοιπόν λίγο πριν από τη Σταύρωσή του (σαράντα μέρες, κατά την παράδοση), παραλαμβάνει ο Ιησούς «τους προκρίτους των μαθητών», Πέτρο, Ιάκωβο και Ιωάννη, και ανεβαίνει μαζί τους «εις όρος υψηλόν», το Θαβώρ, για να προσευχηθεί. Και ενώ προσευχόταν, «μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών». Το πρόσωπό του άλλαξε μορφή, έλαμψε «ως ο ήλιος» και τα ενδύματά του έγιναν αστραφτερά, «λευκά λίαν ως χιών» και «ως το φως». Κανένας βαφέας πάνω στη γη δεν θα μπορούσε να τα λευκάνει τόσο πολύ. Ταυτόχρονα, μέσα σε λαμπρό φως, εμφανίστηκαν οι δύο θεόπτες προφήτες Μωυσής και Ηλίας και συνομιλούσαν μαζί του, προλέγοντας την επικείμενη έξοδό του από τον κόσμο, δηλαδή τον σταυρικό του θάνατο, την Ανάσταση και την Ανάληψή του, που κατά τα λεγόμενα των προφητών θα συνέβαιναν στην Ιερουσαλήμ.
Οι τρεις μαθητές, κυριευμένοι αρχικά από βαρειά νύστα, κατάφεραν να την αποτινάξουν και να έλθουν σε εγρήγορση. Είδαν τότε τη δόξα του, καθώς και τους δύο άνδρες που τον παράστεκαν. Τη στιγμή που οι δύο προφήτες επρόκειτο να χωρισθούν από τον Χριστό, χωρίς να καταλαβαίνει καλά-καλά ο Πέτρος τι γίνεται, συνεπαρμένος από το θέαμα, είπε: «Κύριε, καλά είναι να μείνουμε εδώ για πάντα. Να κάνουμε, αν θέλεις, τρεις σκηνές, μία για σένα, μία για τον Μωυσή και μία για τον Ηλία».
Μα ενώ μιλούσε ακόμα, μία νεφέλη, ένα σύννεφο φωτεινό τους επισκίασε. Οι τρεις μαθητές φοβήθηκαν όταν ο Χριστός και οι δύο προφήτες μπήκαν μέσα στη νεφέλη. Ακούστηκε τότε απ’ τη νεφέλη μια φωνή να λέει: «Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός. Αυτόν να ακούτε». Οι τρεις μαθητές τρόμαξαν τόσο πολύ, που έπεσαν πρηνείς, με το πρόσωπο στη γη. Μετά τη φωνή όμως εκείνη ο Ιησούς τους πλησίασε, τους άγγιξε και τους είπε: «Σηκωθείτε! Μη φοβάστε». Οι μαθητές του σήκωσαν τα μάτια, μα δεν είδαν κανένα άλλον, παρά μονάχα τον Ιησού.
Και όταν κατέβαιναν από το όρος, ο Χριστός τους έδωσε εντολή λέγοντας: Ο,τι είδατε δεν θα το πείτε σε κανέναν, μέχρις ότου εγώ, ο Υιός του Ανθρώπου, αναστηθώ εκ νεκρών (Ματθ. 17, 1-9· Μαρκ. 9, 2-9· Λουκ. 9, 28-36).
Ο Χριστός και εδώ, ακολουθώντας τη συνήθη τακτική του, φανερούμενος κρύπτεται. Πολύ μακράν από πειρασμό αυτοπροβολής και ανθρώπινης δόξας, περισσότερο αποκρύπτει, παρά φανερώνει τη θεϊκή του δύναμη. Στην πλειονότητα των θαυμάτων του περισσότερο κόπο καταβάλλει να τα αποκρύψει παρά να τα δημοσιοποιήσει. Και τώρα, σχίζοντας ελάχιστα το πέπλο που καλύπτει την ανέκφραστη δόξα του, παραγυμνώνει αμυδρά την υπερκόσμια μορφή του. Μεταμορφώνεται μπροστά σε τρεις μόνο μαθητές του. Αλλά και σ’αυτούς δίνει ρητή εντολή να μη μιλήσουν καθόλου μέχρι την Ανάστασή του.
Μα δεν έπρεπε να επιδιώκει το αντίθετο; Να προσπαθεί να πείσει, ει δυνατόν, τους πάντες ότι είναι και Θεός, ώστε να μην κλονισθούν από το επικείμενο επώδυνο «τέλος» του;
Ο Χριστός δεν διακατέχεται από τη συνήθη δική μας, ανθρωπίνως δικαιολογημένη, σε παρόμοιες περιπτώσεις ανυπομονησία. Δεν βιάζεται για πρόωρα αποτελέσματα. Και εφόσον «ούπω εληλύθει η ώρα αυτού», και «ούπω πάρεστιν ο καιρός» του, περιμένει (Ιω. 7, 6· 30).
Όσο τα αυτιά των ανθρώπων δεν έχουν ακόμη ασκηθεί επαρκώς στο «ακουέτω», και τα μάτια τους ατενίζουν χωρίς να βλέπουν, χωρίς να κατανοούν, ο Χριστός παραδίδει κρυφά το μυστήριό του, μιλώντας σιγανά «προς το ους», ψιθυρίζοντας μόνο σε έμπιστα αυτιά. Δεν είναι η ώρα να κηρυχθεί «επί των δωμάτων» τίποτε ακόμη (Λουκ. 12, 3). Δεν ρίχνει «τους μαργαρίτας έμπροσθεν των χοίρων» (Ματθ. 7, 6). Γνωρίζει την κατάλληλη στιγμή για όλα. Το πλήρωμα του χρόνου. «Καιρός τω παντί πράγματι υπό τον ουρανόν» (Εκκλ. 3, 1). Χειρίζεται τα πάντα με αλάνθαστη, τέλεια κρίση. Τίποτε δεν μπορεί να διαλάθει της προσοχής του, να ξεφύγει από τον απόλυτο έλεγχό του.
Πριν από το πάθος του και την Ανάστασή του, οι άνθρωποι, ακόμη και αν δουν και ακούσουν, δεν είναι έτοιμοι να δεχθούν και ικανοί να κατανοήσουν ορθά όσα θέλει να τους φανερώσει για το πρόσωπό του. Οι εχθροί του μπορεί να φρυάξουν προ της ώρας υπέρμετρα, οι φίλοι του να ενθουσιαστούν άκαιρα. Η ώρα για να τους διανοίξει νου και καρδιά «του συνιέναι», δεν έχει ακόμη σημάνει (πρβλ. και Αγ. Φιλαρέτου Μόσχας, Η Θεολογία της καρδιάς, εκδ. Ίνδικτος, σσ. 45-47).
Β΄.
Η σημασία της
Και τί είναι αυτό που θέλει να δείξει με τη Μεταμόρφωσή του ο Χριστός; Ότι πραγματικά και κατά κυριολεξία είναι «το φως το αληθινόν», και έχει συνεπώς τη δύναμη να φωτίζει «πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον».
Και πάλι αποφεύγει να δείξει όλη τη λαμπρότητά του ο Χριστός. Φανερώνει μόνο όση μπορούν να αντέξουν τα μάτια των μαθητών του, «καθώς ηδύναντο» και «ως εχώρουν». Και μόνο αφού προηγουμένως τα έχει δυναμώσει με τη Θεία Χάρη και έχει διευρύνει τη φυσική τους δυνατότητα. Γιατί κανένας δεν μπορεί να δει το πρόσωπο του Θεού, την πραγματική του δόξα, και να ζήσει, κατά τον λόγο του Κυρίου στον Μωυσή. «Ου γαρ μη ίδη άνθρωπος το πρόσωπόν μου και ζήσεται» (Εξ. 33, 20· πρβλ. και Κριτ. 6, 23).
Ο άνθρωπος φυσιολογικά πεθαίνει, λειώνει όπως το κερί στη φωτιά, όταν βρεθεί μπροστά στο φοβερό μεγαλείο του Θεού. Είναι σαν το άχυρο, που αναπόφευκτα αναφλέγεται και γίνεται στάχτη αν πλησιάσει στη φωτιά. Γι’ αυτό και ο Χριστός ενίσχυσε τους μαθητές του, ώστε το άυλο πυρ της θεότητάς του να μην καταφλέξει τα υλικά τους σώματα. Έτσι στο Θαβώρ δεν μεταμορφώνεται μόνο ο Χριστός, αλλά και οι μαθητές του, ώστε να γίνουν ικανοί να τον ιδούν στη θεϊκή του δόξα.
Το συγκλονιστικό γεγονός της Μεταμορφώσεως δείχνει τη λάμψη, τη δόξα της θεότητας. Για πρώτη φορά ο Χριστός παρουσιάζει στα μάτια των ανθρώπων «το αρχέτυπον κάλλος της εικόνος», την αληθινή δηλαδή ομορφιά την οποία είχε αρχικά και στην οποία τώρα μπορεί να ξαναφτάσει ο άνθρωπος, αφού πλάσθηκε «κατ’ εικόνα» του Θεού. Η ανθρώπινη φύση του Χριστού, επειδή είχε ενωθεί απ’ τη στιγμή της συλλήψεώς του τέλεια και αδιάρρηκτα με τη θεϊκή του φύση, είχε ήδη το κάλλος αυτό, αλλά στα μάτια των ανθρώπων παρέμενε ακόμα συνεσκιασμένο, κρυφό.
«Μόνο ο άνθρωπος φανερώνει τον Θεό», λέγει κάποιος. Και αυτός ο άνθρωπος είναι ο Χριστός, ο πρώτος αληθινός, πλήρης, τέλειος άνθρωπος που υπήρξε, αφότου πλάστηκε το ανθρώπινο γένος. Ο Χριστός, μοναδικός Υιός του Ανθρώπου, απέβη ως νέος Αδάμ το πρότυπο, η πραγματική εικόνα του ανθρώπου. Γι’ αυτό και εξ αρχής «το θείο σχέδιο της δημιουργίας του ανθρώπου κρύβει μέσα του εν σπέρματι τη μέλλουσα ενανθρώπηση του Λόγου. Δημιουργία και ενανθρώπηση αλληλοεξαρτώνται. Η μία ολοκληρώνει την άλλη. Για τον λόγο αυτό, κατά τους ανατολικούς Πατέρες, η ενανθρώπηση θα γινόταν ακόμη και χωρίς την πτώση του ανθρώπου, σαν έκφραση της θείας αγάπης και έσχατο τέλος της κοινωνίας μεταξύ του Θεού και του ανθρώπου» (Paul Evdokimof, Το Άγιο Πνεύμα στην Ορθόδοξη παράδοση, σσ. 18 καὶ 23). Ο Χριστός, μοναδικός Υιός του Θεού, «σφραγίς ισότυπος, εν εαυτώ δεικνύς τον Πατέρα», θα ερχόταν οπωσδήποτε στον κόσμο για να φανερώσει την πραγματική εικόνα του Θεού, την πλήρη αγαθότητα του Πατέρα, ότι «οικτίρμων και ελεήμων εστί, μακρόθυμος και πολυέλεος» (Ψαλμ. 102, 8).
Η πραγματική ένωση μεταξύ Θεού και ανθρώπου, που στο εξής θα λαμβάνει χώρα στην ευχαριστιακή Θεία Κοινωνία, πραγματοποιείται πρώτα και πλήρως στον Χριστό, ο οποίος μεταμορφώνεται, για να φανερώσει αυτήν ακριβώς την ένωση. Τη στιγμή εκείνη το πρόσωπό του ήταν ταυτόχρονα η αληθινή εικόνα του ανθρώπου και η αληθινή εικόνα του Θεού. Με τη Μεταμόρφωσή του ο Χριστός δείχνει καθαρά ότι, αν και είναι ένα πρόσωπο, μία υπόσταση, ένα ον, ο Υιός και Λόγος του Θεού, όμως έχει επάνω του δύο φύσεις, θεϊκή και ανθρώπινη, ενωμένες μεν και αδιαίρετες, ασύγχυτες όμως και διακριτές μεταξύ τους (όρος Δ΄ Οἰ­κουμ. Συνόδου). Είναι ο αληθινός Θεάνθρωπος.
Τη διπλή του αυτή διάσταση ακριβώς ήθελε να κάμει γνωστή στους ανθρώπους ο Χριστός πριν από τη Σταύρωσή του. Δεν μεταμορφώθηκε τη στιγμή εκείνη σε κάτι που δεν ήταν πριν. Αλλά έδειξε στους μαθητές του αυτό που είχε πάντα, τη δόξα της θεότητάς του, που στα μάτια των ανθρώπων παρέμενε αφανής, κρυμμένη απ’ τη στιγμή της συλλήψεώς του κάτω από τη σάρκα του.
Στο Θαβώρ έχουμε, όπως και στον Ιορδάνη, πανηγυρική φανέρωση του Τριαδικού Θεού. Ο Υιός φανερώνεται μέσα στη θεϊκή του λαμπρότητα, ο Πατέρας τον αναγνωρίζει ως γνήσιο Υιό του και η άκτιστη Χάρη του Αγίου Πνεύματος κατεβαίνει και επισκιάζει ως νεφέλη φωτεινή.
Γ΄.
Προτυπώσεις
Τα τροπάρια της εορτής συνδέουν άμεσα τη Μεταμόρφωση με κάποια περιστατικά της Παλαιάς Διαθήκης. Αυτό είναι γενικός κανόνας στην Ιερά Ιστορία. Όσα δηλαδή συμβαίνουν κατά την προ Χριστού εποχή, είναι σύμβολα, εικόνες και προτυπώσεις για όσα θα λάβουν χώρα κατά την ενανθρώπησή του. Μ’ αυτή την έννοια η Παλαιά Διαθήκη είναι η πνευματική προετοιμασία της ανθρωπότητας για να κατανοήσει και να δεχθεί την Καινή Διαθήκη.
Το φως, η δόξα και η λαμπρότητα του Χριστού που άστραψαν στο Θαβώρ, προτυπώθηκαν με αρκετά γεγονότα, κυρίως απ’ τη ζωή των προφητών Μωυσή και Ηλία. Οι δύο προφήτες παρίστανται τώρα στο μεγαλειώδες γεγονός του Θαβώρ, διότι είναι αυτοί που και παλαιά είχαν αξιωθεί να φτάσουν σε θεοπτία. Ο μεν Μωυσής στη φλεγομένη βάτο και στο Σινά, «ψηλαφωμένω όρει και κεκαυμένω πυρί, και γνόφω και σκότω και θυέλλη και σάλπιγγος ήχω και φωνή ρημάτων». Ήταν τόσο φοβερό το φαινόμενο, που ο Μωυσής αναφώνησε, «έκφοβός ειμι και έντρομος» (Εβρ. 12, 18-22· Εξ. κεφ. 19).
Και ο προφήτης Ηλίας είχε αντίστοιχη εμπειρία της θείας παρουσίας στο όρος Χωρήβ. «Και ιδού πνεύμα μέγα κραταιόν διαλύον όρη και συντρίβον πέτρας ενώπιον Κυρίου, ουκ εν τω πνεύματι Κύριος· και μετά το πνεύμα συσσεισμός, ουκ εν τω συσσεισμώ Κύριος· και μετά τον συσσεισμόν πυρ, ουκ εν τω πυρί Κύριος· και μετά το πυρ φωνή αύρας λεπτής, κακεί Κύριος» (Γ΄ Βασ. 19, 11-12).
Οι θεοπτίες βέβαια εκείνες δεν είχαν την αίγλη της Μεταμορφώσεως. Τότε έβλεπαν ενέργεια μόνο του Θεού, τώρα ενσαρκωμένο τον ίδιο τον Θεό.
 Από τις προεικονίσεις του γεγονότος της Μεταμορφώσεως στην Παλαιά Διαθήκη θα δούμε μία μόνο, τον στύλο του πυρός και της νεφέλης. Τί ήταν ο στύλος αυτός;
Η διάβαση της Ερυθράς
Μετά τις δέκα πληγές της Αιγύπτου ο Μωυσής πήρε απ’ τον φαραώ την άδεια να φύγουν και οδήγησε τους Ισραηλίτες, δυό περίπου εκατομμύρια ψυχές, στην Ερυθρά θάλασσα. «Ο Θεός ηγείτο αυτών, ημέρας μεν εν στύλω νεφέλης δείξαι αυτοίς την οδόν, την δε νύκτα εν στύλω πυρός» (Εξ. 13, 21). Προπορευόταν την ημέρα σαν στήλη νεφέλης, που τους έριχνε σκια και τους έδειχνε τον δρόμο. Τη νύχτα γινόταν στύλος πυρός φωτεινός για να τους φέγγει. Έτσι μπορούσαν να οδοιπορούν, αν ήταν ανάγκη, και μέρα και νύχτα. Σαράντα ολόκληρα χρόνια που οι Ισραηλίτες ήταν στην έρημο, η νεφέλη την ημέρα και ο πύρινος στύλος τη νύχτα δεν έφυγαν ποτέ από κοντά τους.
Η διάβαση της Ερυθράς συγκαταλέγεται στα πιο απίστευτα συμβάντα της ανθρώπινης ιστορίας. Στο γεγονός αυτό ο στύλος της νεφέλης και του πυρός έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο. Μετανοιωμένοι οι Αιγύπτιοι καταδίωξαν τους Ισραηλίτες και τους έφτασαν μπροστά στη θάλασσα. Ο προπορευόμενος στύλος της νεφέλης έφυγε από μπροστά και πήρε θέση πίσω απ’ τους Ισραηλίτες. Μπήκε ανάμεσα στα δυό στρατόπεδα. Προς τους Αιγυπτίους δημιουργούσε σκοτάδι, ενώ φώτιζε την πλευρά των Ισραηλιτών. Δεν επέτρεψε να πλησιάσουν μεταξύ τους τα δυό αντίπαλα μέρη. Εν συνεχεία ο λαός του Θεού πέρασε τη θάλασσα που χωρίστηκε στα δύο με θαύμα, όταν ο Μωυσής τη χτύπησε σταυροειδώς με το ραβδί του, ενώ οι Αιγύπτιοι πνίγηκαν, καθώς ξαναενώθηκαν τα νερά (Εξ. κεφ. 14).
Η δόξα της Σκηνής
Αργότερα στο όρος Σινά ο Θεός έδωσε τις δέκα εντολές. Τότε έδωσε και εντολή για την κατασκευή της Σκηνής του Μαρτυρίου, που δεν ήταν παρά ένας λυόμενος ναός. Ο Μωυσής την έστησε μπροστά, έξω και μακριά απ’ το στρατόπεδο των Ισραηλιτών. Όταν στα Άγια των Αγίων της Σκηνής τοποθετήθηκε η Κιβωτός της Διαθήκης με τις θεόγραφες πλάκες του νόμου, η φωτεινή νεφέλη κατέβηκε στη Σκηνή και τη σκέπασε και η δόξα Κυρίου τη γέμισε. Ο Μωυσής δεν μποροῦσε να εισέλθει στη Σκηνή για όση ώρα ήταν καλυμμένη και γεμάτη από τη δόξα του Κυρίου.
Ο Μωυσής έμπαινε στη Σκηνή κάθε φορά που ήθελε για κάτι να ρωτήσει τον Θεό. Τότε όλος ο λαός σηκωνόταν και στεκόταν ο καθένας μπροστά στη σκηνή του, κοιτάζοντας τον Μωυσή ώσπου να μπει στη Σκηνή του Μαρτυρίου. Μετά την είσοδο του Μωυσή κατέβαινε ο στύλος της νεφέλης και στεκόταν στις θύρες της Σκηνής. Βλέποντάς το αυτό ο λαός όλος προσκυνούσε, καθένας απ’ τη θύρα της σκηνής του.
Ο Κύριος εμφανιζόταν μέσα σε νεφέλη στα Άγια των Αγίων, ανάμεσα στα δύο χρυσά ομοιώματα των Χερουβίμ, που άπλωναν τις φτερούγες τους πάνω από το ιλαστήριο, το χρυσό σκέπασμα της Κιβωτού της Διαθήκης. Από ’κεί ο Θεός μιλούσε στον Μωυσή «πρόσωπον προς πρόσωπον», όπως μιλάει ο καθένας με τον φίλο του. Η νεφέλη σκέπαζε επίσης τη Σκηνή και όσες φορές κατέφευγε εκεί ο Μωυσής, για να γλυτώσει από τις απειλητικές διαθέσεις των Εβραίων.
Όταν η νεφέλη υψωνόταν από τη Σκηνή, οι Ισραηλίτες σηκωνόντουσαν και προχωρούσαν. Αν όμως δεν σηκωνόταν η νεφέλη, περίμεναν όλοι στρατοπεδευμένοι μέχρι τη στιγμή που εκείνη θα υψωνόταν. Στον τόπο που σταματούσε η νεφέλη, στρατοπέδευε ξανά ο λαός. Παρέμεναν στο στρατόπεδο ακόμα και πολλές μέρες, βδομάδες η μήνες. Αν δεν έδινε το σύνθημα ο Θεός δια μέσου της νεφέλης, δεν ξεκινούσαν. Όταν όμως ανέβαινε η νεφέλη από τη Σκηνή, ακόμα κι αν ήταν νύχτα, σηκωνόταν όλος ο λαός και προχωρούσε με συγκεκριμένη πάντα τάξη και σειρά, κατά φυλές. Αυτά είχαν ορισθεί με εντολές του Θεού (Εξ. κεφ. 19-40).
Τα εγκαίνια του ναού
Τα χρόνια πέρασαν, οι Ισραηλίτες εγκαταστάθηκαν στη Γη της Επαγγελίας, έγιναν μεγάλο έθνος με τον βασιλιά τους Δαυΐδ. Μόνο όμως ο Σολομών, ο γιος του και διάδοχος, έλαβε την άδεια απ’ τον Θεό να χτίσει ναό. Έγινε τότε ο περίφημος ναός του Σολομώντα.
Στα εγκαίνιά του έγινε η επίσημη μεταφορά της Κιβωτού της Διαθήκης από τον λόφο της Σιών, τελευταίο τόπο όπου είχε στήσει τη Σκηνή του Μαρτυρίου ο Δαυΐδ. Ο Σολομών προσκάλεσε όλους τους αρχηγούς των μεγάλων οικογενειών (πατριών) των δώδεκα φυλών του Ισραήλ. Συγκεντρώθηκε ένα τεράστιο πλήθος ανθρώπων, «πας Ισραήλ μετ’ αυτού, εκκλησία μεγάλη σφόδρα». Τα εγκαίνια του ναού και η μεταφορά της Κιβωτού έγιναν τον έβδομο εβραϊκό μήνα, κατά την εορτή της Σκηνοπηγίας.
Με μια μεγαλόπρεπη πομπή ο Σολομών, οι ιερείς, ο λαός ολόκληρος, προσφέροντας αμέτρητες θυσίες στον Θεό, μετέφεραν την Κιβωτό στα Άγια των Αγίων του ναού. Την Κιβωτό κρατούσαν οι ιερείς και τα λοιπά ιερά σκεύη της Σκηνής οι Λευΐτες, κατά την τάξη που είχε ορισθεί εξ αρχής από τον Θεό. Κανένας άλλος δεν επιτρεπόταν να ακουμπήσει την Κιβωτό της Διαθήκης (πρβλ. Β΄ Βασ. κεφ. 6· Α΄ Παρ. κεφ. 15).
Ήταν μια λαμπρή τελετή. Οι λευΐτες και οι ψάλτες με τις οικογένειές τους, ντυμένοι με λεπτά λινά ενδύματα, στέκονταν προς ανατολάς του θυσιαστηρίου με κύμβαλα, άρπες και κιθάρες, δίπλα σε εκατόν είκοσι ιερείς που σάλπιζαν με τις ιερές σάλπιγγες. Σαν ένας άνθρωπος ψάλτες και σαλπιγκτές, «εν τυμπάνω και χορώ, εν χορδαίς και οργάνω, εν ψαλτηρίω και κιθάρα, εν κυμβάλοις ευήχοις, εν κυμβάλοις αλαλαγμού», υμνούσαν με μια φωνή τον Κύριο: «Εξομολογείσθε τω Κυρίω ότι αγαθός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού».
Και πάλι τότε η νεφέλη, με το που οι ιερείς βγήκαν απ’ τα Άγια των Αγίων, κατέβηκε και γέμισε τον ναό του Κυρίου. Οι ιερείς δεν μπορούσαν να σταθούν και να προσφέρουν τη λατρεία. Η δόξα του Κυρίου είχε κατακλύσει τον ναό. Απ’ τον ουρανό κατέβηκε φωτιά κι έκαψε τα ολοκαυτώματα και τις θυσίες. Οι Ισραηλίτες βλέποντας να κατεβαίνει το πυρ και τη φωτεινή νεφέλη να πλημμυρίζει τον ναό, έσκυψαν τα πρόσωπά τους μέχρι τη γη, προσκύνησαν τον Θεό και τον ύμνησαν, ψάλλοντας ότι είναι αγαθός, «ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού».
Η εορτή των εγκαινίων του ναού γιορτάστηκε επί επτά ημέρες με άκρα μεγαλοπρέπεια. Ο  Σολομών θυσίασε είκοσι δύο χιλιάδες μοσχάρια και εκατόν είκοσι χιλιάδες πρόβατα, για να τρώνε και να χαίρονται όλες αυτές τις ημέρες οι άνθρωποι, γιατί η συνάθροιση του λαού από τη μια ως την άλλη άκρη του βασιλείου του Ισραήλ ήταν πρωτοφανής.
Την όγδοη μέρα ο Σολομών έκαμε επίσημη λήξη της εορτής των εγκαινίων και άφησε τον κόσμο να φύγει. Όλοι επέστρεψαν στα σπίτια τους γεμάτοι χαρά για τις ευεργεσίες του Θεού (Γ  Βασ. κεφ. Β  Πα­ρ. κεφ. 5-7).
Δ΄.
Η λάμψη της Μεταμορφώσεως
Παρά την τόση δόξα και λαμπρότητα όμως, ο στύλος της νεφέλης και του πυρός δεν ήταν παρά προτύπωση και σύμβολο για μελλοντικά λαμπρότερα πράγματα, εν προκειμένω για τη Μεταμόρφωση. Οι ύμνοι της εορτής το αναφέρουν ρητά. Η δόξα που επισκίαζε τη σκηνή, ο πυρίμορφος στύλος και η νεφέλη στην έρημο τότε, ήταν εικόνα της Μεταμορφώσεως. «Η σκιάζουσα δόξα εν τη σκηνή πρότερον τύπος γεγένηται της αστραψάσης αρρήτως εν Θαβώρ Μεταμορφώσεως» (γ΄ ᾠ­δή). Ο πύρινος στύλος δείχνει τον Χριστό και η νεφέλη τη χάρη του Αγίου Πνεύματος που επισκίασε το Θαβώρ. «Ο στύλος τω Μωϋσεί Χριστόν τον μεταμορφούμενον, η δε νεφέλη σαφώς την χάριν του Πνεύματος, την επισκιάσασαν εν τω Θαβωρίω, παρεδήλου εμφανέστατα» (στ΄ ᾠ­δή).
Αν λοιπόν το σύμβολο, ο τύπος και η σκια των μελλόντων, ένα πράγμα δηλαδή προσωρινό που έμελλε να καταργηθεί, είχε τόση λαμπρότητα και δόξα, πόσο λαμπρότερο είναι το ίδιο το γεγονός για το οποίο μιλάει ο τύπος και που δεν πρόκειται να καταργηθεί ποτέ; Οι Ισραηλίτες έβλεπαν τότε τη φωτεινή νεφέλη, που ήταν η δόξα του Θεού, τώρα ενώπιον των μαθητών στο Θαβώρ είναι ο ίδιος «ο Κύριος της δόξης» (Αγ. Φιλάρετος Μόσχας). Γι’ αυτό και το γεγονός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού είναι ασυγκρίτως λαμπρότερο από τους τύπους που το προεικόνισαν.
Μια αισιόδοξη προοπτική και για μας
Και οι μεν τύποι έλαβαν κάποτε χώρα και παρήλθαν. Η Μεταμόρφωση όμως παραμένει γεγονός αιώνιο και ακατάλυτο, στο οποίο με τρόπο μυστικό και ακατάληπτο, οδηγούμενοι από τη φωτιστική και αλάνθαστη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, καλούμαστε να εισέλθουμε και μεις.
Σ’ αυτή τη δόξα θέλει να μας κάνει μετόχους ο Θεός. Μας καλεί στη θέωση. Να γίνουμε «θείας κοινωνοί φύσεως, …συν αυτώ όντες εν τω όρει τω αγίω», όχι μία μόνο φορά, αλλά διηνεκώς «εις την αιώνιον βασιλείαν του Κυρίου ημών και Σωτήρος Ιησού Χριστού, …επόπται (αυτόπτες) γενηθέντες της εκείνου μεγαλειότητος», όπως και οι τρεις του απόστολοι στο Θαβώρ (Β  Πέτρ. κεφ. 1). Η ένωση της δικής μας φύσης γίνεται όχι με την ουσία, αλλά με την (άκτιστη) ενέργεια του Θεού, τη Θεία Χάρη, και γινόμαστε θεοί κατά χάριν. Μόνο στο πρόσωπο-υπόσταση του Χριστού ενώνονται (υποστατικά) οι δύο φύσεις, θεία και ανθρώπινη, γι’ αυτό και ο Χριστός είναι ο μόνος Θεάνθρωπος.
Αν ακούσουμε τα προστάγματα του Χριστού, όπως μας παραγγέλλει η φωνή του Θεού Πατρός απ’ τη νεφέλη («αυτού ακούετε»), θα συνανέλθουμε μαζί του στο Θαβώρ. Θα εισέλθουμε στη φωτεινή νεφέλη. Θα λάμψουμε κι εμείς από το φως του σαν τον ήλιο στη Βασιλεία του.
Και για να εισέλθουμε σ’ αυτό το άκτιστο (άυλο, υπερκόσμιο) φως του, ο Χριστός ένα μόνο ζητάει από μας: «Αυτή είναι η αρχική του παραγγελία και ταύτην την εντολήν έχομεν απ’ αυτού, ίνα ο αγαπών τον Θεόν αγαπά και τον αδελφόν αυτού» (Α΄ Ιω. 3, 11 και 4, 19).

Αν το επιχειρήσουμε, «οψόμεθα φως το απρόσιτον». Όλα θα γίνουν φωτεινά στη ζωή μας. Θα επισκιασθούν από τη νεφέλη του φωτός. «Φωτί» λοιπόν «προσλάβωμεν φως». Μακάρι να το πετύχουμε. Αμήν. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου