Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2017

Ἐνώπιον τῆς ἀβύσσου - π. Γρηγόριος Μουσουρούλης



Κυριακή Ε´Λουκᾶ
Λόγος εἰς τό Εὐαγγέλιον
Ἐνώπιον τῆς ἀβύσσου
« Μεταξύ ἡμῶν καί ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται » (Λουκ. η´ 37)

          Μέ τήν Παραβολή τοῦ Πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου, ὁ Κύριος μᾶς μεταφέρει ἔξω ἀπό τά σύνορα τοῦ παρόντος κόσμου. Ἀνοίγει μπροστά μας ἕνα κόσμο καινούργιο, ἄγνωστο. Ἕνα κόσμο γεμάτο μυστήριο, θάμ­βος καί παρα­δοξότητα.  Ἕνα κόσμο τραγικά διαχασμένο. Ἀπό τή μιά πλευρά βρίσκεται ὁ Πατριάρχης Ἀβραάμ, μέ τό Λάζαρο στήν ἀγκάλη του μέσα στό φῶς, τή χαρά καί τήν ἀγαλλίαση· κι ἀπό τήν ἄλλη ὁ πλούσιος μέσα στό ἄγριο καί φρικιαστικό σκοτάδι, τήν ἀγωνία καί τόν τρόμο. Στήν κατάστασή του αὐτή ἐκλιπαρεῖ τόν Δίκαιο γιά μιά σταγόνα νερό, προκειμένου νά άνακουφιστεῖ λίγο ἀπό τή φλό­γωση τῆς καμίνου, στήν ὁποία ἔχει παραδο­θεῖ. Ὅμως  ἀνάμεσά τους ὑπάρχει «χάσμα μέγα». Ἄβυσσος! πού δέν ἐπιτρέπει στούς ἐδῶ νά μεταβοῦν ἐκεῖ, οὔτε στούς ἐκεῖ νά περάσουν ἀπέναντί τους, στήν ἐδῶ πλευρά. Τί εἶναι ὅμως αὐτό τό μεγάλο χάσμα γιά τό ὁποῖο κάμνει λόγο ὁ Κύριος; Γιατί τό χάσμα αὐτό εἶναι ἀγεφύρωτο καί πῶς μπορεῖ κανείς νά τό ἀποφύγει;

****
« Μεταξύ ἡμῶν καί ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται »
          Τό ἀντίκρυσμα αὐτοῦ τοῦ χάσματος, προ­καλεῖ φόβο καί τρόμο. Καί  ὁ ἄνθρω­πος συ­νήθως τό ἀντικρύζει ξαφνικά. «Μία ροπή καί ταῦτα πάν­τα θάνατος διαδέχεται». Μιά ξαφνική μεταβολή τῶν πραγμά­των καί ὁ ἄνθρωπος περνᾶ ἀπό τή ζωή στό θάνα­το. Κι ὁ θάνατος  εἶναι «μυστήριον φοβερώτατον». Ἡ ψυχή τρέ­μει. Ὁ κόσμος ὅλος γι᾽ αὐτήν μονομιᾶς καταρρέ­ει. Καί ἡ ψυχή μας παίρνει δρόμο ἄγνω­στο. Καί στό τέλος τοῦ δρό­μου τό μεγάλο χάσμα. Ἕνα ρῆγμα ἀπύθμενο, πού χωρίζει στά δύο τήν αἰωνιότητα. ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΚΑΙ ΚΟΛΑΣΗ!  Γιατί;;; Πότε δημιουργήθηκε τό ἀπύθμενο καί ἀγεφύ­ρωτο αὐτό χάσμα;
          Τή στιγμή τῆς δημιουργίας τοῦ χάσματος αὐτοῦ πρέπει νά τήν ἀναζητήσουμε στό βάθος τοῦ χρόνου. Τότε πού ἔγινε ὁ μεγαλύτερος σει­σμός τοῦ Σύμπαντος. Τότε ὁ φωτεινός Ἀρχάγ­γελος, ὁ Ἑωσφόρος, ὁ πρῶτος τῶν ἀσωμά­των Ἀγγέλων, κατακρημνίστηκε στήν ἄβυσσο.
          Ἀπό τότε, μέσα ἀπό τά ἐρείπια τῆς ὑπερ­φροσύνης τοῦ Ἑωσφόρου ξεπρόβαλε ἡ σκοτεινή μάζα τοῦ κακοῦ, πού ξεχύθηκε σάν ὁρμητικό πο­τάμι καί ἀκαριαῖα κατέκλυσε ὁλόκληρο τόν κό­σμο, καί θά τόν κατακλύζει ὅσο ὁ κόσμος αὐτός ὑπάρχει μέ τήν παρούσα του μορφή. Ἀπό τότε δίκαιοι καί ἄδικοι εἶναι ἀνάμεικτοι μέσα στόν κόσμο. Ἀνακατεμένοι ἀλλά καί ἀσαφεῖς, πού δύσκολα διακρίνονται. Ἀπό τότε συναυξάνονται σιτάρι καί ζιζάνια μέχρι τόν καιρό τοῦ θερισμοῦ. Μέχρι τή συντέλεια τοῦ κόσμου.
          Τότε «οἱ ποιοῦντες τήν ἀνομίαν, οἱ ἀμετα­νόητοι ἁμαρτωλοί, θά πεταχτοῦν «εἰς τήν κάμι­νον τοῦ πυρός», ἐνῶ οἱ δίκαιοι θά ἐκλάμψουν «ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Πατρός αὐτῶν» (Ματθ. ιγ´42-43). Τότε τό ἀπύθμενο ρῆγμα θά γίνει φανερό σέ ὅλους καί θά εἶναι μόνιμο, ἀγε­φύρωτο καί ἀδιάβατο.
          Γιατί ὅμως τό χάσμα αὐτό θά εἶναι ἀγεφύ­ρωτο καί κατά συνέπεια ἀδιάβατο;
****
          Τό ἐρώτημα αὐτό εἶναι πολύ ὀδυνηρό. Ὁ ἄνθρωπος ἐπί αἰῶνες τώρα βασανίζεται μέ τή σκέψη: «πῶς εἶναι δυνατό τά 70-80 χρόνια  ζωῆς σ᾽ αὐτόν ἐδῶ τόν κόσμο νά προκαθορίσουν τή θέση του στήν αἰωνιότητα καί μάλιστα κατά τρό­πο ὁριστικό, μόνιμο καί ἀμετάβλητο; Κι ἄλλοι ἐκφράζουν τήν ἀπορία: πῶς γίνεται ὁ Θεός, πού εἶναι ἀγάπη, νά ἀφήνει τούς κολασμένους αἰώνια μακριά του στόν τόπο τῆς βασάνου; Δέν μπορεῖ ὁ Θεός τῆς ἀγάπης νά πάρει κοντά του στόν Παράδεισο τούς κολασμένους;
Ὅσοι προσ­πά­θησαν νά ἐπινοήσουν κάποια γέφυρα γιά τό μεγάλο αὐτό χάσμα, ἐξετράπησαν σέ αἵρε­ση καί καταδικάστηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Δέν μπόρεσαν νά καταλάβουν πώς ἡ Κόλαση δέν εἶναι τόπος στόν ὁποῖο βάζει ὁ Θεός τούς κολασμένους, γιά νά τούς τιμωρήσει γιά τήν κακία τους, ἀλλά εἶναι χῶρος τόν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ἐπιλέγει μόνος του, μέ τήν ἐλεύθερη θέλησή του. Ὁ ἄνθρωπος μόνος του βάζει τόν ἑαυτό του στήν Κόλαση. Μόνος του δημιουργεῖ τό χάσμα αὐτό. Διότι ἡ ἐμμονή του στήν ἁμαρτία δημιουργεῖ στήν ψυχή του ἕξη, συνήθεια καί ὑποδούλωση σ᾽αὐτήν, πού ἐξελίσ­σεται μέχρι πω­ρώσεως καί πλήρους σκληρύν­σεως, ὅπως λέγαμε καί τήν περασμένη Κυριακή. Αὐτή λοιπόν ἡ κατάσταση παγιώνεται μέ τόν θάνατο καί δέν μπορεῖ πλέον ὁ ἄνθρωπος στήν ἄλλη ζωή νά ἀλλάξει διάθεση καί κατάσταση. Καί στήν αἰωνι­ότητα θά ἐπιθυμεῖ αὐτά πού ἐπιθυ­μοῦσε στόν κόσμο αὐτό: τήν ἁμαρτία, τήν κακία, τίς ἔνοχες ἡδονές. Ἄλλο ὅτι αὐτά δέν θά μπορεῖ πλέον νά τά ἀπολαύσει. Καί αὐτό θά εἶναι τό φρικτό μαρτύριό του. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσ­σης, μᾶς τό λέει ξεκάθαρα. Μᾶς λέγει ὅτι ἡ διάθεση καί ἡ προθυ­μία γιά μετάνοια στόν Ἅδη ἀπρακτεῖ. Καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός λέγει ὅτι ἡ μετάνοια στόν Ἅδη δέν εἶναι δυνατή, ἐφ᾽ ὅσον ἡ ψυχή τῶν ἀνθρώπων πού ἔφυγαν ἀμετανόητοι ἀπό τή ζωή αὐτή δέν μπορεῖ πλέον νά τραπεῖ, νά ἀλλάξει. Διότι ἡ Κόλαση εἶναι ὁ δεύτερος θάνατος, ὁ αἰώ­νιος, ὁ ὁριστικός, πού δέν ἐπανορθώνεται.
 Ὁ Θεός βέβαια τούς λυπᾶται τούς κολασμέ­νους, τούς εὐσπλαγ­χνίζεται πάντοτε καί μάλιστα μέ ἄπειρη ἀγάπη, θέλει νά τούς ἐλευθερώσει ἀπό τά βάσανα τῆς Κολάσεως ἀλλά δέν βρίσκει τρόπο γιά νά τούς ἐλευθερώσει. Ὄχι γιατί δέν τό θέλει, ἀλλά ὅσο παράξενο κι ἄν φαίνεται, διότι δέν μπο­ρεῖ. Καί δέν μπορεῖ ὄχι διότι δέν ἔχει τή δύναμη ἀλλά γιατί δεσμεύεται ἀπό τήν ἐλευθερία, πού ὁ Ἴδιος τούς ἐχάρισε. Μόνο μέ ἕνα τρόπο θά μπο­ροῦσε ὁ Θεός νά βγάλει τούς κολασμένους ἀπό τήν Κόλαση: μέ τό νά καταργήσει τήν ἐλευθερία τους. Ἔτσι ὅμως θά τούς μετέτρεπε σέ ὄντα ἄλο­γα καί ἀνελεύθερα.
Πρόκειται δηλαδή γιά κάτι τό ὄντως φοβερό. Ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται στήν Κόλαση μόνο ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του, ἀπό τήν κακή χρήση τῆς ἐλευθερίας του.
******
Ἀντί λοιπόν νά κλαῖμε αὔ­ριο γι­ά μι­ά κα­τά­στα­ση ἀ­φό­ρη­τη καί ζο­φε­ρή, ἄς κά­νου­με αὐ­τό πού μπο­ροῦ­με σή­με­ρα. Ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος μᾶς συμ­βουλεύει μέ τά ἑξῆς λόγια: «Κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά μᾶς γλυ­τώ­σει τήν ἡ­μέ­ρα ἐ­κεί­νη ἀ­πό τό χά­σμα αὐ­τό, ἐ­άν ἀ­πό αὐ­τή τή ζω­ή δέν προ­σέ­ξου­με, ἐ­άν δέν ἐ­κμε­ταλ­λευ­θοῦ­με τά πνευ­μα­τι­κά ἐ­φό­δια αὐ­τῆς τῆς ζω­ῆς». Καί συ­νε­χί­ζει: «Πρό­λα­βε μέ τήν με­τά­νοι­α καί τήν ἐ­πι­στρο­φή τήν ἔ­ξο­δο τῆς ψυ­χῆς σου, μή­πως ἔλ­θει ξαφ­νι­κά ὁ θά­να­τος καί δέν θά ἔ­χει πλέ­ον ἰ­σχύ ἡ θε­ρα­πεί­α τῆς με­τα­νοί­ας». Στόν Ἅ­δη με­τά­νοι­α δέν ὑ­πάρ­χει.
Ὅ­μως σ’­ αὐ­τή τή ζω­ή μπο­ροῦ­με νά ἐρ­γα­σθοῦ­με τό ἀ­γα­θό γιά νά ἀ­πο­φύ­γου­με τό φο­βε­ρό κα­μί­νι της κο­λά­σε­ως. Ἔ­χου­με τό­σες εὐ­και­ρί­ες· ὄ­χι μό­νον τόν «Μω­σέ­α καί τούς προ­φῆ­τας», ἀλ­λά ἔ­χου­με τόν ἴ­διο τόν Κύ­ριο βο­η­θό καί συμ­πα­ρα­στά­τη μας. Ἔ­χου­με τόν ἀ­λάν­θα­στο λό­γο του νά μᾶς κα­θο­δη­γεῖ κα­θη­με­ρι­νά καί νά μᾶς ὁ­δη­γεῖ σέ μί­α στα­θε­ρή με­τά­νοι­α καί σέ ἔρ­γα με­τα­νοί­ας, ἀ­γά­πης, φι­λαν­θρω­πί­ας, ἀ­ρε­τῆς. Ἔ­χου­με τά ἱ­ε­ρά μυ­στή­ρια· τό μυ­στή­ριο τῆς ἱ­ε­ρᾶς Ἐ­ξο­μο­λο­γή­σε­ως, τό ὁ­ποῖ­ο λευ­καί­νει τό χι­τώ­να τῆς ψυ­χῆς μας καί μᾶς προ­ε­τοι­μά­ζει γιά τήν αἰ­ώ­νια εὐ­τυ­χί­α μας. Ἔ­χου­με τόν πνευ­μα­τι­κό μας Πα­τέ­ρα νά μᾶς κα­θο­δη­γεῖ σέ ζω­ή ἀ­ρε­τῆς καί χά­ρι­τος. Ἔ­χου­με τό ὑ­περ­φυ­ές μυ­στή­ριο τῆς θεί­ας Κοι­νω­νί­ας τό ὁ­ποῖ­ο μᾶς δί­δε­ται εἰς ἄ­φε­σιν ἁ­μαρ­τι­ῶν καί εἰς ζω­ήν αἰ­ώ­νιον. Ἔ­χου­με τά πάν­τα. Αὐ­τό ὅ­μως πού χρει­ά­ζε­ται εἶ­ναι ἡ δι­κή μας δι­ά­θε­ση καί προ­θυ­μί­α γιά νέ­α ζω­ή, ζω­ή με­τα­νο­η­μέ­νη, ἀ­να­γεν­νη­μέ­νη, ζω­ή ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ.
******
« Μεταξύ ἡμῶν καί ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται »
           Ἀ­δελ­φοί, τό μό­νο βέ­βαι­ο γε­γο­νός τῆς ζω­ῆς μας εἶ­ναι ὁ θά­να­τός μας. Ὅ­λοι κά­πο­τε θά πε­θά­νου­με. Δέν ξέ­ρου­με τό πό­τε καί τό πῶς. Αὐ­τό ὅ­μως πού ξέ­ρου­με σί­γου­ρα εἶ­ναι τό ὅ­τι θά πρέ­πει νά προ­ε­τοι­μα­ζό­μα­στε γιά τήν ὥ­ρα αὐ­τή τῆς ἀ­να­χω­ρή­σε­ώς μας πρός τόν οὐ­ρα­νό. Γι’ αὐ­τό ὅ­σο ἔ­χου­με και­ρό, ἄς προ­ε­τοι­μα­σθοῦ­με, ἄς ἀφήσουμε τόν παθολογικό ἐναγκαλισμό τῶν μάταιων καί πρόσκαιρων ἀγαθῶν καί ἄς στραφοῦμε ἀποφασι­στικά πρός τά ἄνω, σ᾽ ἐκεῖνα πού μένουν καί νά ἀ­ξι­ω­θοῦ­με νά βρε­θοῦ­με στήν ἀγ­κα­λιά τοῦ Ἀ­βρα­άμ, στήν οὐ­ρά­νια καί ἀσάλευτη βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ.
Ἀρχιμανδρίτης Γρηγόριος Μουσουρούλης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου