Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2018

Κήρυγμα του Θεοφιλ. Επισκόπου Αλικαρνασσού κ. Αδριανού εν τω Πανσέπτω Πατριαρχικώ Ναώ κατά την Κυριακήν της Ορθοδοξίας


 Κήρυγμα του Θεοφιλ. Επισκόπου Αλικαρνασσού κ. Αδριανού
εν τω Πανσέπτω Πατριαρχικώ Ναώ
κατά την Κυριακήν της Ορθοδοξίας
(25 Φεβρουαρίου 2018)

«ούτως καγώ δέχομαι και ασπάζομαι και περιπτύσσομαι τας ιεράς εικόνας, ως αρραβώνα της σωτηρίας μου ούσας».
(Πρακτικά Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου)

Παναγιώτατε Πάτερ και Δέσποτα,
Σεβασμία των Ιεραρχών χορεία,
Τίμιον πρεσβυτέριον,
Λαέ του Θεού ηγαπημένε,

Συνήχθημεν σήμερον επί το αυτό, διά να τιμήσωμεν, εν παμφώτω Ευχαριστιακή συνάξει, την ήδη επί χίλια εκατόν εβδομήκοντα και πέντε (1175) συναπτά έτη εορταζομένην παρ΄ ημίν ιεράν πανήγυριν, την ευφρόσυνον επέτειον της αναστηλώσεως των αγίων και σεπτών εικόνων, και διά να ανανεώσωμεν την δέσμευσιν ημών όπως διατηρήσωμεν αλώβητον την πίστιν, την πίστιν των Αποστόλων, την πίστιν των Πατέρων, την πίστιν των Ορθοδόξων, την στηρίξασαν και στηρίζουσαν την Οικουμένην.

Η τιμητική προσκύνησις των εικόνων και η κεντρική θέσις αυτών εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν δεν είναι απλώς μία παράδοσις της χριστιανικής Ανατολής και μία διάστασις της λαικής ευσεβείας, χωρίς θεολογικήν ουσίαν. Ανήκει εις τον πυρήνα της πίστεως και της ταυτότητος των Ορθοδόξων. Εις την Ορθόδοξον εικόνα, την οποίαν ασπαζόμεθα «στόμασι, και καρδία και θελήματι», κατά τον υμνωδόν, (Κανών Κυριακής της Ορθοδοξίας, ωδή η΄), συμπυκνούται και αποκαλύπτεται η τρίσημος ενότης της εν Χριστώ ζωής, ήτοι της Ορθοδοξίας της πίστεως, της ορθής λατρείας και δοξολογίας του Θεού, και της Χριστοπρεπούς βιοτής και αναστροφής εν τω κόσμω. Εν τη εννοία αυτή, ορθώς ελέχθη, ότι εις την απόρριψιν της τιμής των εικόνων συνοψίζονται όλαι αι αιρέσεις, αι οποίαι εταλάνισαν την Εκκλησίαν, και ότι ο αγών κατά της Εικονομαχίας ήτο αγών υπέρ της Ορθοδοξίας της πίστεως. Διά τον λόγον αυτόν, η αναστήλωσις των Ιερών εικόνων το έτος 843, εορτάζεται ως νίκη της Ορθοδοξίας, ως κατάργησις των νόθων και πεπλασμένων δογμάτων.
Το θεολογικόν υπόβαθρον των εικόνων είναι η, εν τω «αεί μένοντι μυστηρίω» της Θείας Ενανθρωπήσεως αποκαλυφθείσα προαιώνιος Βουλή του Τριαδικού Θεού περί της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους και της κτίσεως όλης, διά της σαρκώσεως του Θείου Λόγου. Όλαι αι εικόνες μαρτυρούν ότι ο Χριστός είναι ο ελθών εις το σώσαι τον άνθρωπον και ο ερχόμενος εν δόξη, διά να ολοκληρωθή το σχέδιον της θείας Οικονομίας.
Τα εικονιζόμενα πρόσωπα εμφανίζονται εν τη βιωθείση κατά χάριν μεταμορφώσει, η οποία παραπέμπει εις την εσχατολογικήν δόξαν της Βασιλείας. Κάθε εικών αναφέρεται ταυτοχρόνως εις την ένσαρκον παρουσίαν του Βασιλέως Χριστού και εις την αναμενομένην εσχατολογικήν Βασιλείαν, εις την οποίαν ευρίσκεται η πληρότης της ζωής. «Ο Βασιλεύς ήλθεν, η Βασιλεία θα έλθη», όπως θα έλεγεν ο μέγας θεολόγος του παρελθόντος αιώνος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ. Εν τω πνεύματι τούτω, κατανοείται ότι η ορθόδοξος εικών δεν εκφράζει την πίστιν του αγιογράφου ως ατόμου, αλλά την εμπειρίαν της πίστεως και την ζωήν ολοκλήρου της εκκλησιαστικής Κοινότητος. Ο αγιογράφος είναι η χείρ της Εκκλησίας, και η εικών είναι μαρτυρία και ομολογία πίστεως, όχι απλώς ένα καλλιτέχνημα.
Τα λεχθέντα επιβεβαιώνονται και από την άρρηκτον σχέσιν των εικόνων με την λειτουργικήν ζωήν της Εκκλησίας. Όταν εισερχώμεθα εις τον Ναόν, περιβαλλόμεθα από πλήθος εικόνων, αι οποίαι δεν απεικονίζουν απλώς τα ιερά πρόσωπα, αλλά τα παροντοποιούν. Ο πιστός ευρίσκεται εδώ εν τω μέσω ζώντων προσώπων, τα οποία τον βλέπουν και επικοινωνούν με αυτόν, πριν ακόμη ο ίδιος τα ατενίση. Προσκυνούντες τας εικόνας, εισερχόμεθα εις προσωπικήν σχέσιν με το εικονιζόμενον πρόσωπον, μετέχομεν εις το προβαλλόμενον γεγονός. Ορθώς τονίζεται, ότι αι εικόνες είναι έκφρασις του κοινοτικού και σχεσιακού χαρακτήρος της εκκλησιαστικής ζωής.
Τούτο συνδέεται ουσιωδώς με την Θείαν Ευχαριστίαν, ως την υψίστην εκφρασιν του μυστηρίου της εν Χριστώ λυτρώσεως του ανθρώπου και του κόσμου, και της μελλούσης τελειώσεως των πάντων. Η τοποθέτησις και η τάξις των εικόνων εντός του Ναού, προσανατολίζονται προς το Άγιον Βήμα και το πανίερον Θυσιαστήριον, και ενδυναμώνουν τα ευχαριστιακά βιώματα και την ευχαριστιακήν συνείδησιν των πιστών. Όρθώς έχει παρατηρηθή ότι η αναγέννησις της ευχαριστιακής εκκλησιολογίας, από τα μέσα του παρελθόντος αιώνος, συμβαδίζει με την εκ νέου αποκάλυψιν της αξίας της βυζαντινής αγιογραφίας και της επιστροφής των αυθεντικών εικόνων εις τους Ναούς μας, μετά την μακράν κυριαρχίαν δυτικοτρόπου εικονογραφήσεως.
Με το γεγονός ότι η Θεία Ευχαριστία είναι το μυστήριον, εν τω οποίω βιούνται τα Έσχατα εν τω παρόντι, και εικονίζεται η Βασιλεία του Θεού, συνδέεται η σωτηριολογική αναφορά και λειτουργία των εικόνων. Η εικών υπενθυμίζει εις τους πιστούς ότι η πτώσις δεν είναι η φύσις του ανθρώπου και ότι ο άνθρωπος, χάριτι Θεού, έχει αιώνιον προορισμόν, είναι «ζώον ενταύθα οικονομούμενον και αλλαχού μεθιστάμενον, και πέρας του μυστηρίου, τη προς Θεόν νεύσει θεούμενον.» (Γρηγόριος ο Θεολόγος).
Αυτό το πνεύμα εκφράζει και η παράστασις των προσώπων εις τας εικόνας με ασκητικά χαρακτηριστικά, με απλοτητα και σοβαρότητα, και με διαφορετικάς από τα κοινά σώματα αναλογίας και διαστάσεις. Τα πάντα είναι πλήρη φωτός, του αιδίου φωτός της Μεταμορφώσεως και της Αναστάσεως του Σωτήρος. Τα πάντα παραπέμπουν εις την μέλλουσαν τελικήν Μεταμόρφωσιν και Ανάστασιν, εις την οποίαν διαβαίνομεν διά του Σταυρού και της Αναστάσεως του Κυρίου, διά της άρσεως του ημετέρου σταυρού, και διά της προσωπικής μετοχής εις το μυστήριον και τα μυστήρια της Εκκλησίας.
Το σωστικόν μήνυμα των ιερών εικόνων είναι η πολυτιμωτάτη προσφορά της Ορθοδοξίας εις τον σύγχρονον κόσμον, και δη εις την εποχήν της λεγομένης «οπτικής επαναστάσεως», της «εικονικής πραγματικότητος», και του «κατακλυσμού των εικόνων», ανατροπών αι οποίαι αποπροσωποποιούν τους ανθρώπους, τους μετατρέπουν εις αριθμούς και «δεδομένα» του ηλεκτρονικού υπολογιστού, τα οποία κυκλοφορούν ακυβέρνητα εις τον κυβερνοχώρον, εις το αχανές ψηφιακόν σύμπαν. Η αλήθεια της ορθοδόξου εικόνος αποτελεί εναλλακτικήν πρότασιν ζωής και ελευθερίας, έναντι της συγχρόνου «εικονομαχίας» κατά της θείας εικόνος εις τον άνθρωπον, έναντι της ενθαδικής και αυτονόμου ελευθερίας, της ζωής χωρίς πόθον και ελπίδα αιωνιότητος, της διεκδικήσεως ατομικών δικαιωμάτων, χωρίς την αίσθησιν του βάθους της εν Χριστώ παραιτήσεως από το «εγώ», εν ονόματι της αγάπης. Η ορθόδοξος εικών είναι μία θεολογική γλώσσα, με την οποίαν εκφράζεται ο αυθεντικός τρόπος σχέσεως του πιστού με τον Θεόν, με τον συνάνθρωπον και σύνολον την δημιουργίαν. Θεωρούμεν, επίσης, ότι η ορθή κατανόησις του νοήματος της εικόνος εκ μέρους του δυτικού Χριστιανικού κόσμου, θα δώση νέαν ώθησιν και προοπτικήν εις τον διαχριστιανικόν διάλογον.
Παναγιώτατε Πάτερ και Δέσποτα,
Μία εκ των μεγαλειωδών και των πλέον συγκλονιστικών στιγμών της ιστορίας του Γένους, είναι η εικών των δεδιωγμένων εκ των πατρογονικών εστιών ένεκεν της πίστεως αυτών, Ορθοδόξων Χριστιανών, βασταζόντων τας ιεράς εικόνας ως το πολυτιμότατον κειμήλιον και τον τιμαλφέστατον θησαυρόν, διά να τας διασώσουν, να τας προσκυνούν και να αντλούν ευλογίαν και δύναμιν εν τη ξένη, μιμνησκόμενοι της γλυκυτάτης πατρίδος, της αγιοτόκου γης των Πατέρων. Όντως, Ορθοδοξία είναι να ανακαλύπτωμεν και να βλέπωμεν όλην την αλήθειαν της πίστεώς μας εις μίαν εικόνα του Χριστού, εις την εικόνα της Παναγίας Παμμακαρίστου ή της Παναγίας Φανερωμένης, εις μίαν εκ των αναριθμήτων εικόνων των Αγίων μας.
Η καθ΄ημάς Ανατολή, και δη η Πόλις των Πόλεων, είναι ο ευλογημένος τόπος, όπου διετυπώθη με δογματικούς όρους, υπό Οικουμενικών Συνόδων, η αλήθεια της Ορθοδόξου πίστεως, η αλήθεια της εικόνος, η αλήθεια την οποίαν τιμώμεν σήμερον εν τω Πανσέπτω Πατριαρχικώ Ναώ, εν ατμοσφαίρα εκπάγλου λαμπρότητος και ουρανοειδούς φωτοχυσίας. Αυτήν την σωστικήν αλήθειαν ενσαρκώνει, εκπροσωπεί και εκφράζει η Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία, πηδαλιουχουμένη Χριστοπρεπώς υπό της Υμετέρας Θεοτιμήτου και Θεοφρουρήτου Σεπτής Κορυφής, διακονούσα την ευστάθειαν της Ορθοδοξίας, τους διαχριστιανικούς διαλόγους, την διαθρησκειακήν προσέγγισιν, την δικαιοσύνην και την ειρήνην, τα θύματα της πολυκεφάλου βίας, τους κοπιώντας και πεφορτισμένους, αγαπώσα τον Κύριον εν τω ανθρώπω και τον άνθρωπον εν τω Κυρίω, ορθοδοξούσα και ορθοπραγούσα, διά του «αγαπήσαντος ημάς» (Ρωμ. η΄37), «ορθοδοξίας φέγγει ελλαμπομένη», φωτοδόχος και φωτοδότις, «Εκκλησία των του Χριστού πενήτων» και πνευματική φωτοδότειρα της Οικουμένης.
Εν τω πνεύματι τούτω, δεόμεθα του παντεπόπτου και παναγάθου Θεού, όπως σκέπη την Κωνσταντινουπολίτιδα Εκκλησίαν, τον Σεπτόν Προκαθήμενον, την Σεβασμίαν Ιεραρχίαν και τα φωτόμορφα τέκνα αυτής, και όπως ο παραγενόμενος εις το σώσαι τον κόσμον Σωτήρ, αξιώση πάντας ημάς, πρεσβείαις και μεσιτεία της Αγιοπρώτου Μητρός Αυτού και πάντων των Αγίων να διατρέξωμεν θεαρέστως τον δόλιχον της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής και να προσκυνήσωμεν τα Τίμια Πάθη και την ένδοξον Αυτού Ανάστασιν. Γένοιτο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου