Κωνσταντίνος Ζ’ Πορφυρογέννητος,
ο λόγιος αυτοκράτωρ και η πολιτική ιδεολογία στην εποχή του
τής Σοφίας Καυκοπούλου
(συνέχεια από το προηγούμενο)
Η πολιτιστική ανωτερότητα τής
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, βασισμένη στην ρωμαϊκή κληρονομιά και την υπό Θεού
δοσμένη εξουσία, εκφραζόταν έντονα στην διπλωματία. Στην εποχή τού Κωνσταντίνου
Ζ’ Πορφυρογέννητου, παρατηρούμε μία ιδιαίτερη ανάπτυξη ποικίλων τρόπων για
προσέγγιση των ξένων. Ευκαμψία και προσαρμοστικότητα ανάλογη των περιστάσεων,
πλούσια δώρα και άκρατος εντυπωσιασμός, όλα εκείνα τα στοιχεία που επιδρούν
καταλυτικά στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, επιστρατεύονται με μαεστρία.
Στο πεδίο τής πνευματικής ζωής,
τα χρόνια τής Μακεδονικής δυναστείας χαρακτηρίζονται ως τα πιο γόνιμα από κάθε
άποψη, ενώ η περίοδος βασιλείας τού ίδιου τού Κωνσταντίνου Ζ’ έχει στο τιμόνι
τής Αυτοκρατορίας έναν σπουδαίο λόγιο
άνδρα, όπως υπήρξε ο Πορφυρογέννητος. Αδιανόητο ήταν για τούς κρατικούς και
εκκλησιαστικούς λειτουργούς να μην κατέχουν ένα άξιο επίπεδο μόρφωσης.
Ο
Κωνσταντίνος, ως προστάτης των γραμμάτων και πεπεισμένος ότι όλοι οι υπάλληλοι
τού Κράτους χρειάζονταν γνώσεις για να είναι αποτελεσματική η κρατική μηχανή,
έφτασε στο σημείο να χρηματοδοτεί τούς σπουδαστές τού Πανεπιστημίου τής
Κωνσταντινουπόλεως.
Στα χρόνια τού Πορφυρογέννητου,
εξακολούθησε με ταχείς ρυθμούς και ολοκληρώθηκε, η πνευματική κίνηση που είχε
αρχίσει να γίνεται εμφανής από τον προηγούμενο αιώνα. Η προσωπικότητα τού
Κωνσταντίνου ώθησε τον εγκυκλοπαιδισμό και όπως είδαμε σε προηγούμενο άρθρο, φρόντισε
να κωδικοποιήσει κάθε φιλοσοφική, φιλολογική και ιστορική γνώση από την
αρχαιότητα έως τις μέρες του. Με δική του φροντίδα μάλιστα, εκδόθηκε το Λεξικό Σουίδα ή Σούδα, περίφημο
πνευματικό έργο τού 10ου αι.
Στα προσωπικά έργα του, ο
αυτοκράτωρ στηρίζεται στην ‘’ευταξία’’ που πρέπει να υπάρχει στην πολιτεία, ενώ
όταν αυτή διασαλευθεί, τότε ολόκληρο το οικοδόμημα καταρρέει. Αυτή η τάξη,
αποτελεί κοινό τόπο για το Βυζαντινό άνθρωπο. Ένα status quo που μόνο ο Θεός μπορεί να
ανατρέψει, αν επί παραδείγματι, κάποιος αυτοκράτορας δεν είναι ικανός να
διατηρήσει τα θεία προνόμια που έχει λάβει. Αυτό το σκεπτικό διατηρήθηκε μέχρι
και την ύστερη εποχή, ενώ και οι δύο Αλώσεις (1204 & 1453), θεωρήθηκαν ως
τιμωρία, αφού ο Θεός πήρε το βλέμμα του από την Πόλη, καθώς δεν ήταν πλέον
αντάξιοι οι κυβερνώντες για να την έχουν.
Η οικουμενικότητα τής
Αυτοκρατορίας κτίσθηκε επάνω στην θεϊκή τάξη που διέπει τον κόσμο και
διασφαλίζεται από τον ικανό κυβερνήτη, μία πεποίθηση που δεν είναι αμιγώς
χριστιανική, αλλά έρχεται από την αρχαία φιλοσοφία και συναντάται σε σχεδόν
όλες τις θρησκείες.
Για αρχαιολόγους και ιστορικούς
τής τέχνης, η περίοδος από την άνοδο των Μακεδόνων το 843 έως τη λατινική
κατάκτηση τού 1204, ορίζεται ως βυζαντινός κλασσικισμός. Ο κλασσικισμός αυτός,
στην τέχνη και στα μνημεία αρχιτεκτονικής, αντικατοπτρίζει την αρτιότητα και την αρμονία, κατ’ αναλογίαν τού
ελληνικού κλασσικισμού τής αρχαιότητας. Στη ναοδομία, έχουμε επικράτηση τού
εγγεγραμμένου σταυροειδούς, ενώ η διακόσμηση -εκκλησιαστική και κοσμική-
εμπλουτίζεται με πλήθος χρωμάτων και ψηφιδωτών. Στην μικροτεχνία, σε σμάλτα και
ελεφαντουργήματα, σε διάφορες απεικονίσεις, ο αυτοκράτωρ εμφανίζεται σαν
αντιπρόσωπος τού Θεού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου